Editorial 559 - Ηλεκτρόνια στο χώμα

Από το

motomag

1/6/2016

Το άγνωστο τρομάζει. Ή αλλιώς, η άγνοια οδηγεί στο φόβο. Κάθε καινοτομία στη μοτοσυκλέτα βρίσκει το συντηρητικό της κοινό να εξορκίζει αυτά του διαβόλου τα πράγματα. Δεν ήταν πάντα έτσι. Στις απαρχές της μοτοσυκλέτας, το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα, είχαν δοκιμαστεί τα πάντα, και κανένας δεν ξύνιζε. Υπήρχε ένας τεχνολογικός οργασμός, τι μονόμπρατσα μπρος πίσω, τι desmo (όχι η Ducati…), τι διατάξεις κινητήρων περίεργες (αστεροειδή μέσα στον εμπρός τροχό κανείς; Όχι; Κρίμα, θα κλείσει η Megola…), τι πλαίσια επιστημονικής φαντασίας, τα πάντα είχαν δοκιμαστεί, άσχετα αν δεν ήταν η εποχή τους. Τότε, όλα επιτρέπονταν, όλα ήταν μέσα στο παιχνίδι και η μοτοσυκλέτα ήταν μέσο διασκέδασης και σπορ γι’ αυτούς που είχαν τα χρήματα. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο όμως, οι ανάγκες άλλαξαν, αυτό που χρειάζονταν ήταν φτηνά μεταφορικά μέσα με όσο το δυνατόν λιγότερες πρώτες ύλες. Ήταν η ώρα της μοτοσυκλέτας – εργαλείου, σε αντικατάσταση της μοτοσυκλέτας – διασκέδασης. Οι αγώνες και η διασκέδαση επανήλθαν φυσικά μετά τον πόλεμο, αλλά μαζί με την μαζική διάδοση των μοτοσυκλετών ήρθε κι ένας συντηρητισμός. Τώρα το γιατί, δύσκολο να το πει κανείς. Να ήταν ένας φόβος να μην χάσουμε κι αυτά που έχουμε; Αν πιάσουμε την ιστορία από την δεκαετία του ’60, βλέπουμε τεχνολογίες που είχαν καταξιωθεί στα αυτοκίνητα, να συναντούν σκεπτικισμό από τους μοτοσυκλετιστές. Δισκόφρενα; Φτου σιξ-σιξ-σιξ, γιατί, τι έχουν τα ταμπούρα; Υγρόψυξη; Άχρηστη πολυπλοκότητα (ο ίδιος ο Soichiro Honda είχε εμμονή με την αερόψυξη). Αργότερα, ηλεκτρονική ανάφλεξη: Μπα, καλύτερα οι πλατίνες, και μάθε και το κολπάκι με το χαρτόνι από τον Άσσο κασετίνα να τις ρυθμίζεις, άμα χαλάσει η ηλεκτρονική τι θα κάνεις; Πιο μετά, ABS: Γιατί ρε φίλε, δεν ξέρουμε να φρενάρουμε; Εδώ φτάνουμε σε ένα άλλο, ψυχολογικό θέμα: Μερικοί θεωρούν πως οποιαδήποτε τεχνολογία που αφαιρεί κομμάτι δουλειάς ή συμμετοχής από τον αναβάτη, μειώνει τον ανδρισμό τους και τους προσβάλλει προσωπικά. Μια εύκολη και άνετη θεραπεία θα ήταν να τους πάρεις την καινούργια τους μοτοσυκλέτα και να τους βάλεις να οδηγήσουν στον ίδιο ρυθμό μια προπολεμική εγγλέζικη. Με τις ταχύτητες δεξιά κι ανάποδα, λεβιεδάκι για το αβάνς και για τον αέρα, ανύπαρκτα φρένα, γκάζι κι αναρτήσεις. Κι όταν θα τον ξεσφηνώσουμε απ’ τα πουρνάρια ή κάτω από το φορτηγό, να ρωτήσουμε την γνώμη του για την τεχνολογική πρόοδο.

 

Είναι γεγονός πως πολλές φορές οι πρωτοεμφανιζόμενες τεχνολογίες δεν αποδίδουν ιδανικά. Μπορεί όμως τα πρώτα ABS να είχαν έντονη ανάδραση στην μανέτα ή το πεντάλ, και να σταματούσες σαν να είχαν λόξιγκα τα φρένα, αλλά δεν μπλοκάριζαν οι τροχοί. Σήμερα, η λειτουργία τους έχει βελτιωθεί τόσο που στην άσφαλτο τσαρουχώνεις τα φρένα ακόμα και πλαγιασμένος, ενώ είναι εξαιρετική βοήθεια και στο χώμα (ειδικά μπροστά). Αλλά πες πως στις μοτοσυκλέτες δρόμου, συμπεριλαμβανομένων και των on-off, μειώνονται όλο και περισσότερο αυτοί που θεωρούν άχρηστα τα ABS, traction control και τα υπόλοιπα ηλεκτρονικά βοηθήματα. Ήρθε όμως η εποχή των ηλεκτρονικών στις off road μοτοσυκλέτες. Κι εδώ πάλι άρχισα ν’ ακούω τα ίδια: "Τι να τα κάνεις αυτά, άμα ξέρεις να οδηγείς δεν τα χρειάζεσαι". Φυσικά, μιλάει η άγνοια. Όταν γνωρίζεις πως από τους αγωνιζόμενους στην ΜΧ1 του πασκοσμίου motocross είναι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού αυτοί που μπορούν να πάνε τέρμα γκάζι τα 450 για όλο το σκέλος, καταλαβαίνεις πως κάθε βοήθεια δεκτή, και launch control για να μην σε αφήσουν όλοι πίσω στην εκκίνηση, και traction control για να μεταφράζεται η δύναμη του κινητήρα σε επιτάχυνση και όχι σε άχρηστο και κουραστικό σπινάρισμα. Τα νέα τετράχρονα  motocross της ΚΤΜ και της Husqvarna (όπως και οι εκδόσεις enduro Six Days) έχουν και τρεις χαρτογραφήσεις απόδοσης κινητήρα και τρία επίπεδα ρύθμισης traction control, εκτός από το launch control. Δεν αποτελούν όλα πρωτοπορία της ΚΤΜ, απλά τώρα η ΚΤΜ τα συγκέντρωσε όλα μαζί και παρουσιάζει την "επόμενη γενιά" των συστημάτων αυτών. Το πρώτο είδος traction control σε χωματερό μηχανάκι υπήρχε στην ηλεκτρονική του δίχρονου CR250 της Honda, το 1997. Ήταν όμως τόσο επιτυχημένο που κανείς δεν ξανάκουσε τίποτα γι’ αυτό. Πολύ αργότερα, το 2012, η Kawasaki έβαλε launch control στα ΚΧ-F της, που μείωνε την ισχύ στην πρώτη και την δευτέρα ταχύτητα, για να απενεργοποιηθεί μόλις βάλεις τρίτη. Στην ουσία, αφού οι εκκινήσεις γίνονται με δευτέρα, έβγαινε εκτός με την πρώτη αλλαγή. Και πάλι η Kawasaki είχε ένα είδος traction control το 2015, που όταν ανίχνευε υπερβολικό σπινάρισμα, άλλαζε τον χρονισμό της ανάφλεξης για να το μειώσει. Έψαξα πολύ για να βρω αναφορές για την λειτουργία του συστήματος της Kawasaki, αλλά φαίνεται πως γενικά περνάει απαρατήρητο. Το περιοδικό Motocross Action, σε δοκιμή του KX450F 2015, έγραψε το εξής: "Αν δουλεύει σωστά, δεν θα το προσέξεις ποτέ. Κι αν δεν δουλεύει καθόλου δεν θα το προσέξεις ποτέ", χωρίς ακριβώς να μας διαφωτίσει. Με το πρώτο μέρος συμφωνούμε απόλυτα: Όλα τα ηλεκτρονικά συστήματα πρέπει να παρεμβαίνουν τόσο ομαλά που να μην σου χαλάνε την ροή της οδήγησης.      

 

Το traction control των ΚΤΜ/Husqvarna ρυθμίζεται και εν κινήσει σε τρεις θέσεις, ενώ υπάρχουν και τρεις διαθέσιμες χαρτογραφήσεις που αλλάζουν την απόκριση του κινητήρα. Η κεντρική μονάδα τους αποφασίζει για την παρέμβαση του traction control με βάση τον ρυθμό ανόδου των στροφών του κινητήρα, την ταχύτητα που έχεις στο κιβώτιο και το άνοιγμα του γκαζιού. Πρόκειται για την πρώτη "οργανωμένη επίθεση" των ηλεκτρονικών στο χώρο των off road μοτοσυκλετών. Οι ανιχνευτές δηλαδή, μια πρώτη γεύση. Η εξέλιξη των συστημάτων για τις street και τις on-off επέτρεψε και την χρήση τους στο MX και το enduro, αφού τα συστήματα έγιναν με την πάροδο του χρόνου πιο γρήγορα από υπολογιστική ισχύ, πιο μικρά σε όγκο, και ελαφρύτερα. Ήδη για παράδειγμα, ένα σύστημα ABS έχει σήμερα το 1/15 του βάρους που είχε όταν πρωτοπαρουσιάστηκε. Κι αν ήταν να εξελιχθεί μόνο για τα χωματερά, το κόστος θα ήταν απαγορευτικό. Οι μεγάλες πρόοδοι στα ηλεκτρονικά έχουν έρθει από τους αγώνες ταχύτητας. Ακόμα κι αυτοί οι ίδιοι οι aliens των MotoGP, γνωρίζουν πολύ καλά πως χωρίς τα ηλεκτρονικά θα πήγαιναν πιο αργά, ή θα πήγαιναν πιο γρήγορα στο νοσοκομείο. Ο επόμενος υποψήφιος alien, o Maverick Vinales, το έθεσε πολύ καλά: "Χωρίς ηλεκτρονικά δεν γίνεται. Για να πας γρήγορα όμως, πρέπει η παρέμβασή τους να είναι η ελάχιστη δυνατή". Με άλλα λόγια, να σε σώζουν εκεί που δεν θα μπορούσες να το σώσεις εσύ, κι ιδανικά, να μην το καταλαβαίνεις κιόλας, και να λες, μα τι alien είμαι τέλος πάντων...

 

Κι αν ισχύει μια φορά για την άσφαλτο, ισχύει δέκα για το χώμα, όπου η πρόσφυση αλλάζει όχι κάθε μέτρο, αλλά κάθε εκατοστό. Και τελικά, επιτυχημένο ηλεκτρονικό σύστημα είναι αυτό που σου επιτρέπει να αξιοποιήσεις στο μέγιστο και τις δικές σου δυνατότητες και της μοτοσυκλέτας σου, απολαμβάνοντας την οδήγηση ακόμα περισσότερο. Αυτό δεν θέλουμε;

 

 

editorial 532 - χωρίς μοτοσυκλέτα

Από το

Μαύρο Σκύλο

7/3/2014

Πως λέμε "Χωρίς οικογένεια", του Έκτορος Μαλό; Τρεις βδομάδες τώρα χωρίς μοτοσυκλέτα, λόγω γόνατου, κι έχω πάθει στέρηση. Μου λείπει ακόμα κι η καθημερινή μετακίνηση σπίτι-γραφείο, που εξ ορισμού είναι ό,τι πιο επικίνδυνο, βαρετό και ανούσιο. Αναγκαστικά μετακινούμαι με αυτοκίνητο, το κάθισμα τέρμα πίσω τραβηγμένο, το πόδι κάγκελο τεντωμένο, κλέβω λίγο κιόλας και χαλαρώνω τον κάτω ιμάντα του νάρθηκα για να μπορεί να λυγίζει λίγο το πόδι και να δουλεύω γκάζι-φρένο.

Καθώς με το αυτοκίνητο περνάω περισσότερο χρόνο ακίνητος, μπορώ να παρατηρώ ακόμα καλύτερα όσα συμβαίνουν γύρω μου στους δρόμους, κι απορώ ακόμα περισσότερο: Πως καταφέρνουμε κι επιβιώνουμε; Όσοι κινούμαστε με μοτοσυκλέτα αποδεικνύουμε πως όντως, γίνονται θαύματα. Μ' αυτά που βλέπεις στους δρόμους θα πίστευες πως μέσα σε μια βδομάδα δεν θα υπήρχε όρθιος μοτοσυκλετιστής ούτε για δείγμα. Κι όμως, φαίνεται πως είμαστε σαν τις κατσαρίδες, δεν εξηγείται αλλιώς.

Κινούμαι σε δρόμο διπλής κυκλοφορίας, χωρίς νησίδα, και μπροστά μου ακόμη ένας με μια "κούρσα" έχει βγάλει φλας για να στρίψει αριστερά στην ίδια κάθετο που θέλω να στρίψω κι εγώ. Η είσοδος όμως της καθέτου είναι μισόκλειστη από έργα του ΟΤΕ, έχουν σκάψει κι έχουν βάλει τα πάντα: Πλέγματα πορτοκαλιά στηριγμένα σε μπετόβεργες (all time safety classic η μπετόβεργα), σήματα "υποχρεωτική πορεία δεξιά", κορδέλες ασπροκόκκινες και φαναράκι που αναβοσβήνει. Τι άλλο να βάλουν; Το μόνο που χρειαζόταν να κάνει όποιος ήθελε να μπει στην κάθετο ήταν να πάρει λίγο πιο ανοιχτά την στροφή, αποφεύγοντας το εμπόδιο. Και τι κάνει ο τύπος; Το προφανές. Παίρνει φόρα και πέφτει πάνω σε όλα αυτά, σαν να μην υπήρχαν. Περνώντας δίπλα του, είδα την φάτσα του πανικόβλητη, έκπληκτη, λες και πλέγματα και ταμπέλες και φαναράκια πετάχτηκαν ξαφνικά μπροστά του. Ήθελα να σταματήσω και να τον βρίσω, να του πω πως είναι ηλίθιος και επικίνδυνος. Και γιατί; Γιατί φαντάστηκα πως θα μπορούσα κάλλιστα να οδηγώ μοτοσυκλέτα, και να τον συναντήσω στον δρόμο μου, και να πέσει πάνω μου έτσι όπως έπεσε και στην σήμανση των έργων. Είμαι σίγουρος πως θα είχε την ίδια δικαιολογία: Δεν σε είδα, δεν τα είδα.

Αυτό τώρα, είναι ένα πρόβλημα. Αλλά δεν είναι δικαιολογία. Το "δεν σε είδα" να το καταλάβω αν πρόκειται για τυφλό, και γνήσιο μάλιστα, όχι μαϊμού. Ελπίζω όμως πως οι τυφλοί δεν οδηγούν, ακόμα και στην Ελλάδα. Άνθρωπος που έχει τα ματάκια του και βλέπει, άνθρωπος που οδηγεί, δεν δικαιούται να πει δεν είδα. Δεν είδες, γιατί δεν κοίταγες, βλάκα. Κι ας φαίνεται πως είχες ανοιχτά τα μάτια σου, δεν έχεις όμως την εγκεφαλική χωρητικότητα που απαιτείται για να αναγνωρίζεις τι βλέπεις. Κι αν εσύ πιστεύεις στην μετεμψύχωση, εγώ λέω να απολαύσω ακόμα για πολύ αυτή την ζωή πριν πάω για την επόμενη. Δεν μιλάω μόνο για τον κύριο με την κούρσα εναντίον έργων, μιλάω και για την κοπελιά που είχε καρφωμένο το βλέμμα της στο υπερπέραν κι ερχόταν καταπάνω μου κοιτώντας με αλλά χωρίς να με βλέπει, κι έχω φάει φρίκη, ένα Jimny οδηγώ, μπορεί κι ανεβαίνει πεζοδρόμια, αλλά το άτιμο δεν πηδάει στο πλάι σαν γατί περνώντας πάνω από παρκαρισμένα για να βρεθώ στο πεζοδρόμιο και να γλιτώσω, να βάλω όπισθεν το σκέφτηκα αλλά είχα άλλον πίσω μου, το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να βυθίσω το κουμπί της κόρνας βαθιά μέσα στο τιμόνι και να εισπνεύσω δυνατά μέσα από τα σφιγμένα δόντια μου (αυτό πάντα βοηθάει) περιμένοντας το μπαμ. Η σκηνή αυτή είχε γυριστεί φαίνεται σε super hi definition, γιατί παρακολούθησα τα μάτια της να εστιάζουν αργά, κι εξίσου αργά να στρίβει το τιμόνι, λες και το αυτοκίνητό της μέσα ήταν γεμάτο διαφανή μαρμελάδα και δυσκολευόταν. Πέρασε χιλιοστά δίπλα μου, ατάραχη όμως, κι εξακολουθώντας να μιλάει στο κινητό.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να κάνω μια διακοπή για να παρακαλέσω τις αυτοκινητοβιομηχανίες να εγκαταστήσουν, και ως πρώτη τοποθέτηση και ως ρετροφίτ, το εξής σύστημα: Μόλις το αυτοκίνητο ανιχνεύσει χρήση κινητού, να ανοίγει αυτόματα το παράθυρο του οδηγού. Επόμενή μου παράκληση είναι να γίνει μια μικρή αλλαγή στον ΚΟΚ, που θα λέει το εξής: "Πας νοήμων μοτοσυκλετιστής δικαιούται άνευ ποινής να αρπάξει το κινητό ή το μπλουτούθ ή το χαντσφρή και να το σφεντονίσει όσο πιο μακριά μπορεί, κατά προτίμηση σε σημείο που θα το πατήσουν αμέσως τα άλλα αυτοκίνητα". To ζητάω αυτό γιατί πολλές φορές έχω την επιθυμία να το κάνω, αλλά με εμποδίζουν τα κλειστά παράθυρα. Πιστεύω πως είναι ένα μέτρο που θα σώσει πολλές ζωές. Εναλλακτικά, για να μην αφήνουν οι μοτοσυκλετιστές το δεξί τους χέρι από το τιμόνι, θα συμβιβαζόμουν με μια συσκευή που με το πάτημα ενός κουμπιού θα ανατίναζε όλα τα κινητά σε απόσταση πέντε μέτρων. Μια απλή συσκευή ηλεκτρομαγνητικού παλμού δηλαδή, κατάλληλα ρυθμισμένη για να μην καταστρέφει τα ηλεκτρονικά της ίδιας της μοτοσυκλέτας (που κατά προτίμηση θα πρέπει να είναι με καρμπυρατέρ και πλατίνες, χωρίς ηλεκτρονική, για να έχεις το κεφάλι σου ήσυχο), αλλά που θα μπλοκάρει τόσο το κινητό όσο και τα ηλεκτρικά του αυτοκινήτου.

Μετά από λίγες μέρες πίσω από στρογγυλό τιμόνι, άρχισα να κατανοώ και γιατί οι οδηγοί των αυτοκινήτων είναι όλοι έτοιμοι να σφάξουν τους άλλους οδηγούς. Φαινομενικά τα πράγματα είναι ήρεμα, κι όταν είσαι με μοτοσυκλέτα και δεν μένεις πολύ ανάμεσά τους αλλά κινείσαι συνεχώς, δεν μπορείς εύκολα να καταλάβεις πως αρκεί η παραμικρή αφορμή για να ξεσπάσει τρίτος παγκόσμιος πόλεμος. Όταν όμως αναγκαστείς να ζήσεις εγκλωβισμένος ανάμεσά τους, σιγά-σιγά η υποβόσκουσα αυτή οργή μπαίνει και στο δικό σου αυτοκίνητο από το ανοιχτό παράθυρο (ακόμα και το χειμώνα, εκτός εθνικής οδού, οδηγώ με ανοιχτό παράθυρο) και σε ποτίζει χωρίς να το καταλάβεις. Είναι φαίνεται τόσο αφύσικη η όλη φάση, σειρές ολόκληρες από ακινητοποιημένα αυτοκίνητα, άνθρωποι που περνούν έτσι ώρες ολόκληρες καθημερινά, που το μόνο που σκέφτεσαι είναι όχι πως θα γλιτώσεις, αλλά πως θα ξεσπάσεις στον πρώτο που θα κάνει το λάθος. Πρόκειται για μια κλασική εφαρμογή του πειράματος Καλχούν: Όταν τα ποντίκια είναι λίγα μέσα στο κουτί ανέχονται το ένα το άλλο. Όταν γίνουν πολλά, γίνονται και κανίβαλοι και τρώνε το ένα το άλλο για να επέλθει μια ισορροπία. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με τους οδηγούς αυτοκινήτων στους δρόμους. Είναι πολλοί, το κουτί είναι μικρό, τρώνε ο ένας τον άλλο. Άρχισα κι εγώ να επηρεάζομαι.

Στην φάση που για 500 μέτρα στενού δρόμου είχα μπροστά μου έναν κυριούλη που πήγαινε με πρώτη αργή-σκορτσάροντας-πατώντας φρένο-ανάβοντας δεξί φλας-όχι, όχι, αριστερό φλας τώρα-μπα, βάλε αλάρμ-σβήσε αλάρμ-κάνοντας πως θα χωθεί δεξιά-αλλά όχι, ίσως αριστερά-κι όλα αυτά τόσο αααργά που η βελόνα του κοντέρ ούτε που κουνιόταν, θυμήθηκα μια παλιά μου κατά φαντασίαν εφεύρεση: Το όπλο Ε.Ε.. Όπου Ε.Ε. σημαίνει Εξαΰλωσις-Εξαφάνισις, και όχι Ευρωπαϊκή Ένωση. Σημαδεύεις νοητά όποιον σε φρικάρει στο δρόμο και... ΠΑΦ! εξαφανίζεται από μπροστά σου. Ιδανικά, το όπλο Ε.Ε. είναι ρυθμισμένο για να τον στείλει, μαζί με το αυτοκίνητό του, σε μέρος χωρίς δρόμους, μακριά από πολιτισμό, όπως για παράδειγμα στα βάθη της ζούγκλας του Αμαζονίου, ή σε κάποιο ακατοίκητο ερημονήσι του Ειρηνικού Ωκεανού. Στην αρχή, όταν το είχα πρωτοεφεύρει, το είχα ρυθμισμένο απλώς να εξαφανίζει, όμως οι διαμαρτυρίες ανθρωπιστικών οργανώσεων με έκαναν να το μετατρέψω. Δουλεύει και για μοτοσυκλέτες, ειδικά για όσους καταφέρνουν να καθυστερούν πίσω τους αυτοκίνητα, μέσα στην πόλη, και όσους βγαίνουν μπροστά στα φανάρια, χωρίς να τα βλέπουν και όταν ανάψει πράσινο, κάθονται μέχρι να τους κορνάρουν τουλάχιστον 50 αυτοκίνητα για να ξεκινήσουν.

Όσο περνούν οι μέρες κι οδηγώ ακόμα αυτοκίνητο, η κατάστασή μου σοβαρεύει. Αρχίζω να ζηλεύω ακόμα και αυτούς που κυκλοφορούν μέσα στην Αθήνα με τριβάλιτσα Adventure, φορώντας καπελάκι και ξεκινούν από το φανάρι με τα πόδια κάτω για τουλάχιστον εκατό μέτρα, μέχρι να αισθανθούν σίγουροι για την ισορροπία τους και να τα βάλουν στα μαρσπιέ.

Ναι, τόσο χαμηλά έχω πέσει. Γλυκοκοιτάζω ακόμα και κάτι μεγκασκούτερ μπαουλοντίβανα που χρειάζονται χάιγουέι στις ερημιές της Νεβάδα για να χωρέσουν, κάτι παπιά ρημάδια που αλλού κοιτάει ο μπροστινός τους τροχός κι αλλού ο πίσω, μέχρι κι ένα Μεζέ 250 που άφηνε απ' την εξάτμισή του μια παχιά γραμμή αδιάλυτου καπνού, ξέρετε, εκείνα που στο ρελαντί βλέπεις θολό τον κινητήρα απ' τους κραδασμούς. Νόμιζα πως είχαν εξαφανιστεί, αλλά ήμουν κοντά στον Περισσό, οπότε η εμφάνισή του μπορεί να δικαιολογείται κι έτσι. Όχι πως δεν τα αγαπώ, είχα κι εγώ τέτοιο κάποτε, κι ας είχε προσπαθήσει δύο φορές να με δολοφονήσει, μία που κόλλησε τέρμα το γκάζι στην εθνική και μία που πήγε να πάρει φωτιά. Η σχέση μας δεν κράτησε πολύ.

Τώρα που δεν μπορώ να καβαλήσω, περνούν μπροστά από τα μάτια μου όλα τα μηχανάκια που είχα, κι όσα θα ήθελα να έχω, μια παρέλαση που μπορεί να με κρατήσει απασχολημένο για πολλή ώρα, ειδικά αν σκεφτώ και όσα είχα κάνει με αυτά που είχα και όσα θα ήθελα να κάνω με αυτά που δεν είχα. Ζω τέτοια στέρηση, που αν μου έλεγαν πως μπορείς να καβαλήσεις, αλλά μόνο ΑΥΤΟ (κάτι που κανονικά δεν θα ήθελα να βρεθώ πάνω του ούτε ταριχευμένος), θα χοροπηδούσα απ' τη χαρά μου. Το GS μου έχει μαραζώσει, το Χάσκυ μου με κοιτάει παραπονεμένο, αλλά το γόνατο είναι αυτό που θα πει πότε θα μπορέσω να ξανακαβαλήσω.

Κι όσο το σκέφτομαι, τόσο καταλήγω πως σε κάτι τέτοιες φάσεις στέρησης καταλαβαίνεις πόσο αγαπάς τις μοτοσυκλέτες, όταν πάψεις να έχεις ιδανικές καταστάσεις στο μυαλό σου και διαπιστώνεις πως θα ήσουν ευχαριστημένος με λιγότερα, έως ελάχιστα. Κι όταν οι προδιαγραφές σου φτάσουν στο σημείο "κινητήρα και ρόδες να έχει, και μια χαρά θα περάσουμε", τότε πρέπει να είναι το αντίστοιχο του "ζω στην έρημο και τρέφομαι με ακρίδες και μέλι, αλλά βρήκα τη φώτιση" ή του "μετά από δέκα χρόνια απομόνωσης σε σπηλιά του Θιβέτ ζω μόνο με δροσερό αεράκι κι αγαπάω όλο τον κόσμο". Μ' αυτά που γράφω, σ' αυτό το σημείο μου ήρθε μια εικόνα με τον Βούδα να διαλογίζεται κάτω από έναν φίκο, αλλά όταν κοίταξα πίσω από τον φίκο, είδα έναν τροχό να ξεπροβάλλει, με τρακτερωτό λάστιχο και ψηλό φτερό από πάνω του: Κι ο Βούδας εντούρο ονειρεύονταν.