Editorial 559 - Ηλεκτρόνια στο χώμα

Από το

motomag

1/6/2016

Το άγνωστο τρομάζει. Ή αλλιώς, η άγνοια οδηγεί στο φόβο. Κάθε καινοτομία στη μοτοσυκλέτα βρίσκει το συντηρητικό της κοινό να εξορκίζει αυτά του διαβόλου τα πράγματα. Δεν ήταν πάντα έτσι. Στις απαρχές της μοτοσυκλέτας, το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα, είχαν δοκιμαστεί τα πάντα, και κανένας δεν ξύνιζε. Υπήρχε ένας τεχνολογικός οργασμός, τι μονόμπρατσα μπρος πίσω, τι desmo (όχι η Ducati…), τι διατάξεις κινητήρων περίεργες (αστεροειδή μέσα στον εμπρός τροχό κανείς; Όχι; Κρίμα, θα κλείσει η Megola…), τι πλαίσια επιστημονικής φαντασίας, τα πάντα είχαν δοκιμαστεί, άσχετα αν δεν ήταν η εποχή τους. Τότε, όλα επιτρέπονταν, όλα ήταν μέσα στο παιχνίδι και η μοτοσυκλέτα ήταν μέσο διασκέδασης και σπορ γι’ αυτούς που είχαν τα χρήματα. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο όμως, οι ανάγκες άλλαξαν, αυτό που χρειάζονταν ήταν φτηνά μεταφορικά μέσα με όσο το δυνατόν λιγότερες πρώτες ύλες. Ήταν η ώρα της μοτοσυκλέτας – εργαλείου, σε αντικατάσταση της μοτοσυκλέτας – διασκέδασης. Οι αγώνες και η διασκέδαση επανήλθαν φυσικά μετά τον πόλεμο, αλλά μαζί με την μαζική διάδοση των μοτοσυκλετών ήρθε κι ένας συντηρητισμός. Τώρα το γιατί, δύσκολο να το πει κανείς. Να ήταν ένας φόβος να μην χάσουμε κι αυτά που έχουμε; Αν πιάσουμε την ιστορία από την δεκαετία του ’60, βλέπουμε τεχνολογίες που είχαν καταξιωθεί στα αυτοκίνητα, να συναντούν σκεπτικισμό από τους μοτοσυκλετιστές. Δισκόφρενα; Φτου σιξ-σιξ-σιξ, γιατί, τι έχουν τα ταμπούρα; Υγρόψυξη; Άχρηστη πολυπλοκότητα (ο ίδιος ο Soichiro Honda είχε εμμονή με την αερόψυξη). Αργότερα, ηλεκτρονική ανάφλεξη: Μπα, καλύτερα οι πλατίνες, και μάθε και το κολπάκι με το χαρτόνι από τον Άσσο κασετίνα να τις ρυθμίζεις, άμα χαλάσει η ηλεκτρονική τι θα κάνεις; Πιο μετά, ABS: Γιατί ρε φίλε, δεν ξέρουμε να φρενάρουμε; Εδώ φτάνουμε σε ένα άλλο, ψυχολογικό θέμα: Μερικοί θεωρούν πως οποιαδήποτε τεχνολογία που αφαιρεί κομμάτι δουλειάς ή συμμετοχής από τον αναβάτη, μειώνει τον ανδρισμό τους και τους προσβάλλει προσωπικά. Μια εύκολη και άνετη θεραπεία θα ήταν να τους πάρεις την καινούργια τους μοτοσυκλέτα και να τους βάλεις να οδηγήσουν στον ίδιο ρυθμό μια προπολεμική εγγλέζικη. Με τις ταχύτητες δεξιά κι ανάποδα, λεβιεδάκι για το αβάνς και για τον αέρα, ανύπαρκτα φρένα, γκάζι κι αναρτήσεις. Κι όταν θα τον ξεσφηνώσουμε απ’ τα πουρνάρια ή κάτω από το φορτηγό, να ρωτήσουμε την γνώμη του για την τεχνολογική πρόοδο.

 

Είναι γεγονός πως πολλές φορές οι πρωτοεμφανιζόμενες τεχνολογίες δεν αποδίδουν ιδανικά. Μπορεί όμως τα πρώτα ABS να είχαν έντονη ανάδραση στην μανέτα ή το πεντάλ, και να σταματούσες σαν να είχαν λόξιγκα τα φρένα, αλλά δεν μπλοκάριζαν οι τροχοί. Σήμερα, η λειτουργία τους έχει βελτιωθεί τόσο που στην άσφαλτο τσαρουχώνεις τα φρένα ακόμα και πλαγιασμένος, ενώ είναι εξαιρετική βοήθεια και στο χώμα (ειδικά μπροστά). Αλλά πες πως στις μοτοσυκλέτες δρόμου, συμπεριλαμβανομένων και των on-off, μειώνονται όλο και περισσότερο αυτοί που θεωρούν άχρηστα τα ABS, traction control και τα υπόλοιπα ηλεκτρονικά βοηθήματα. Ήρθε όμως η εποχή των ηλεκτρονικών στις off road μοτοσυκλέτες. Κι εδώ πάλι άρχισα ν’ ακούω τα ίδια: "Τι να τα κάνεις αυτά, άμα ξέρεις να οδηγείς δεν τα χρειάζεσαι". Φυσικά, μιλάει η άγνοια. Όταν γνωρίζεις πως από τους αγωνιζόμενους στην ΜΧ1 του πασκοσμίου motocross είναι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού αυτοί που μπορούν να πάνε τέρμα γκάζι τα 450 για όλο το σκέλος, καταλαβαίνεις πως κάθε βοήθεια δεκτή, και launch control για να μην σε αφήσουν όλοι πίσω στην εκκίνηση, και traction control για να μεταφράζεται η δύναμη του κινητήρα σε επιτάχυνση και όχι σε άχρηστο και κουραστικό σπινάρισμα. Τα νέα τετράχρονα  motocross της ΚΤΜ και της Husqvarna (όπως και οι εκδόσεις enduro Six Days) έχουν και τρεις χαρτογραφήσεις απόδοσης κινητήρα και τρία επίπεδα ρύθμισης traction control, εκτός από το launch control. Δεν αποτελούν όλα πρωτοπορία της ΚΤΜ, απλά τώρα η ΚΤΜ τα συγκέντρωσε όλα μαζί και παρουσιάζει την "επόμενη γενιά" των συστημάτων αυτών. Το πρώτο είδος traction control σε χωματερό μηχανάκι υπήρχε στην ηλεκτρονική του δίχρονου CR250 της Honda, το 1997. Ήταν όμως τόσο επιτυχημένο που κανείς δεν ξανάκουσε τίποτα γι’ αυτό. Πολύ αργότερα, το 2012, η Kawasaki έβαλε launch control στα ΚΧ-F της, που μείωνε την ισχύ στην πρώτη και την δευτέρα ταχύτητα, για να απενεργοποιηθεί μόλις βάλεις τρίτη. Στην ουσία, αφού οι εκκινήσεις γίνονται με δευτέρα, έβγαινε εκτός με την πρώτη αλλαγή. Και πάλι η Kawasaki είχε ένα είδος traction control το 2015, που όταν ανίχνευε υπερβολικό σπινάρισμα, άλλαζε τον χρονισμό της ανάφλεξης για να το μειώσει. Έψαξα πολύ για να βρω αναφορές για την λειτουργία του συστήματος της Kawasaki, αλλά φαίνεται πως γενικά περνάει απαρατήρητο. Το περιοδικό Motocross Action, σε δοκιμή του KX450F 2015, έγραψε το εξής: "Αν δουλεύει σωστά, δεν θα το προσέξεις ποτέ. Κι αν δεν δουλεύει καθόλου δεν θα το προσέξεις ποτέ", χωρίς ακριβώς να μας διαφωτίσει. Με το πρώτο μέρος συμφωνούμε απόλυτα: Όλα τα ηλεκτρονικά συστήματα πρέπει να παρεμβαίνουν τόσο ομαλά που να μην σου χαλάνε την ροή της οδήγησης.      

 

Το traction control των ΚΤΜ/Husqvarna ρυθμίζεται και εν κινήσει σε τρεις θέσεις, ενώ υπάρχουν και τρεις διαθέσιμες χαρτογραφήσεις που αλλάζουν την απόκριση του κινητήρα. Η κεντρική μονάδα τους αποφασίζει για την παρέμβαση του traction control με βάση τον ρυθμό ανόδου των στροφών του κινητήρα, την ταχύτητα που έχεις στο κιβώτιο και το άνοιγμα του γκαζιού. Πρόκειται για την πρώτη "οργανωμένη επίθεση" των ηλεκτρονικών στο χώρο των off road μοτοσυκλετών. Οι ανιχνευτές δηλαδή, μια πρώτη γεύση. Η εξέλιξη των συστημάτων για τις street και τις on-off επέτρεψε και την χρήση τους στο MX και το enduro, αφού τα συστήματα έγιναν με την πάροδο του χρόνου πιο γρήγορα από υπολογιστική ισχύ, πιο μικρά σε όγκο, και ελαφρύτερα. Ήδη για παράδειγμα, ένα σύστημα ABS έχει σήμερα το 1/15 του βάρους που είχε όταν πρωτοπαρουσιάστηκε. Κι αν ήταν να εξελιχθεί μόνο για τα χωματερά, το κόστος θα ήταν απαγορευτικό. Οι μεγάλες πρόοδοι στα ηλεκτρονικά έχουν έρθει από τους αγώνες ταχύτητας. Ακόμα κι αυτοί οι ίδιοι οι aliens των MotoGP, γνωρίζουν πολύ καλά πως χωρίς τα ηλεκτρονικά θα πήγαιναν πιο αργά, ή θα πήγαιναν πιο γρήγορα στο νοσοκομείο. Ο επόμενος υποψήφιος alien, o Maverick Vinales, το έθεσε πολύ καλά: "Χωρίς ηλεκτρονικά δεν γίνεται. Για να πας γρήγορα όμως, πρέπει η παρέμβασή τους να είναι η ελάχιστη δυνατή". Με άλλα λόγια, να σε σώζουν εκεί που δεν θα μπορούσες να το σώσεις εσύ, κι ιδανικά, να μην το καταλαβαίνεις κιόλας, και να λες, μα τι alien είμαι τέλος πάντων...

 

Κι αν ισχύει μια φορά για την άσφαλτο, ισχύει δέκα για το χώμα, όπου η πρόσφυση αλλάζει όχι κάθε μέτρο, αλλά κάθε εκατοστό. Και τελικά, επιτυχημένο ηλεκτρονικό σύστημα είναι αυτό που σου επιτρέπει να αξιοποιήσεις στο μέγιστο και τις δικές σου δυνατότητες και της μοτοσυκλέτας σου, απολαμβάνοντας την οδήγηση ακόμα περισσότερο. Αυτό δεν θέλουμε;

 

 

editorial 522 - Kakonomics

Από το

Μαύρο Σκύλο

1/5/2013

Ο φίλος μου ο Πάνος μου έστειλε το ομώνυμο κείμενο της Ιταλίδας Gloria Origgi. Η φιλόσοφος και ειδική στη θεωρία της σκέψης, Gloria Origgi, με την ελληνικής ετυμολογίας λέξη Kakonomics, μιλά για την παράδοξη προτίμηση για χαμηλής ποιότητας συναλλαγές, κάτι που εξηγεί γιατί η ποιότητα ζωής μας συχνά είναι χάλια.

"Οι συνήθεις προσεγγίσεις της θεωρίας των παιγνίων αναφέρουν πως όταν οι άνθρωποι συναλλάσσονται (με ιδέες, υπηρεσίες ή αγαθά), επιθυμούν να λαμβάνουν υψηλή ποιότητα από τους άλλους. Ας θεωρήσουμε πως οι συναλλαγές μπορούν να γίνουν μόνο σε δύο επίπεδα ποιότητας: Υψηλή και χαμηλή. Ο όρος Kakonomics περιγράφει περιπτώσεις όπου οι άνθρωποι όχι μόνο θέλουν να λάβουν υψηλή ποιότητα δίνοντας για αντάλλαγμα χαμηλή (να κοροϊδέψουν κάποιον δηλαδή) αλλά στην πραγματικότητα προτιμούν να δώσουν χαμηλή ποιότητα και να λάβουν σε αντάλλαγμα επίσης χαμηλή.

Πως είναι δυνατόν κάτι τέτοιο; Και πως μπορεί κάτι τέτοιο να είναι λογικό; Ακόμα κι όταν τεμπελιάζουμε, και προτιμούμε να δώσουμε χαμηλή ποιότητα (όπως όταν δεχόμαστε να γράψουμε ένα άρθρο για ένα μέτριο περιοδικό, αρκεί να μην μας ζητήσουν να το δουλέψουμε και πολύ), θα έπρεπε λογικά να προτιμούμε να δουλέψουμε λιγότερο αλλά να αμειφθούμε περισσότερο απ' ότι θα άξιζε η δουλειά μας, δηλαδή να δώσουμε χαμηλή ποιότητα και να λάβουμε υψηλή. Η περίπτωση Kakonomics είναι διαφορετική: Σ' αυτήν, όχι μόνο προτιμούμε να δώσουμε ένα αγαθό χαμηλής ποιότητας, αλλά προτιμούμε να λάβουμε ένα εξίσου χαμηλής ποιότητας αντάλλαγμα!

Η Kakonomics είναι η παράδοξη, αλλά εξαιρετικά διαδεδομένη προτίμηση για χαμηλής ποιότητας συναλλαγές, όσο κανείς δεν παραπονιέται γι' αυτό. Ο κόσμος των Kakonomics είναι ένας κόσμος όπου οι άνθρωποι όχι μόνο ανέχονται την μετριότητα και την αναξιοπιστία των άλλων, αλλά την περιμένουν: "Γνωρίζω πολύ καλά πως δεν θα εκπληρώσεις στο ακέραιο τις υποσχέσεις σου, αλλά το δέχομαι γιατί θέλω να μπορώ κι εγώ να μην εκπληρώσω τις δικές μου χωρίς να αισθάνομαι άσχημα γι' αυτό". Η συμπεριφορά αυτή είναι αλλόκοτη και ενδιαφέρουσα γιατί όπως σε όλες τις συναλλαγές αυτού του είδους, τα δύο μέρη φαίνεται να έχουν μια διπρόσωπη συμφωνία: Πρώτα μια "επίσημη", όπου και οι δύο δηλώνουν την πρόθεσή τους για μια συναλλαγή σε υψηλό επίπεδο ποιότητας, και μετά μια ανομολόγητη, που δέχεται πως οι εκπτώσεις στην ποιότητα όχι μόνο επιτρέπονται αλλά είναι και αναμενόμενες. Γίνεται έτσι μια συμφωνία, ανομολόγητη όμως, για αμοιβαία εξαπάτηση. Έτσι, κανείς δεν επωφελείται, λαμβάνοντας περισσότερα απ' όσα θα έπρεπε. Οι συναλλαγές Kakonomics ρυθμίζονται από έναν άγραφο κοινωνικό νόμο για εκπτώσεις στην ποιότητα, μια κοινή αποδοχή ενός μετριότατου ή κακού αποτελέσματος που ικανοποιεί όμως και τα δύο μέρη, τουλάχιστον όσο μπορούν να συνεχίσουν να δηλώνουν πως η συναλλαγή ήταν σε υψηλό επίπεδο ποιότητας.

Ορίστε ένα παράδειγμα: Ένας επιτυχημένος συγγραφέας best seller πρέπει να παραδώσει το νέο του μυθιστόρημα στον εκδότη του, κι έχει αργήσει πολύ. Το κοινό του είναι πολυπληθές, κι ο ίδιος γνωρίζει πολύ καλά πως θα αγοράσει το βιβλίο του μόνο και μόνο επειδή θα γράφει το όνομά του στο εξώφυλλο, κι έτσι κι αλλιώς, λίγοι από αυτούς θα διαβάσουν πέρα από το πρώτο κεφάλαιο. Ο εκδότης του επίσης το γνωρίζει αυτό. Έτσι, ο συγγραφέας αποφασίζει να παραδώσει το νέο του βιβλίο με ένα συγκλονιστικό πρώτο κεφάλαιο αλλά μέτρια πλοκή από κει και πέρα (να το αποτέλεσμα χαμηλής ποιότητας). Ο εκδότης είναι ευχαριστημένος, τον συγχαίρει δηλώνοντας πως παρέλαβε ένα αριστούργημα (το παραμύθι της υψηλής ποιότητας) κι έτσι είναι και οι δύο ευχαριστημένοι. Ο συγγραφέας όχι μόνο προτιμά να παραδώσει χαμηλή ποιότητα, αλλά επιθυμεί και ο εκδότης να του δώσει το ίδιο, για παράδειγμα αποφεύγοντας να χτενίσει πολύ καλά το κείμενο βελτιώνοντάς το, και να το εκδώσει όπως είναι. Εμπιστεύονται ο ένας την αναξιοπιστία του άλλου, και συνωμοτούν για ένα κοινά αποδεκτό χαμηλής ποιότητας αποτέλεσμα που βολεύει και τους δύο. Όποτε υπάρχει μια τέτοια σιωπηρή συμφωνία σύγκλισης προς χαμηλή ποιότητα με στόχο αμοιβαία οφέλη, έχουμε να κάνουμε με μια περίπτωση Kakonomics.

Παραδόξως, αν ο ένας από τους δύο παραδώσει υψηλή ποιότητα αντί για την αναμενόμενη χαμηλή, ο άλλος αισθάνεται προδομένος και το θεωρεί αθέτηση της άτυπης συμφωνίας, ακόμα κι αν δεν το παραδεχτεί ανοιχτά. Στο παράδειγμά μας, έτσι θα ένιωθε ο συγγραφέας εάν ο επιμελητής του εκδότη βελτίωνε το κείμενό του. Η αξιοπιστία του εκδότη σ' αυτή την περίπτωση συνίσταται στο να παραδώσει την ίδια χαμηλή ποιότητα. Κόντρα στο κλασικό Δίλημμα του Φυλακισμένου της θεωρίας παιγνίων (όπου δύο άνθρωποι δεν συνεργάζονται ακόμα κι αυτό θα ήταν προς αμοιβαίο τους όφελος), η προθυμία επανάληψης μιας συναλλαγής με κάποιον εξασφαλίζεται όταν υπάρχει η σιγουριά πως κι εκείνος θα παραδώσει χαμηλή αντί για υψηλή ποιότητα.

Οι συναλλαγές Kakonomics δεν είναι πάντα κακές. Μερικές φορές επιτρέπουν μια αμοιβαία κατανόηση εκπτώσεων που κάνει την ζωή πιο χαλαρή για όλους. Όπως μου είπε ένας φίλος που ανακαίνιζε μια αγροικία στην Τοσκάνη, "οι Ιταλοί μαστόροι ποτέ δεν τελειώνουν τη δουλειά στο συμφωνημένο χρόνο, το καλό όμως είναι πως δεν περιμένουν κι εσύ να τους πληρώσεις τότε που έχεις υποσχεθεί".

Το μεγάλο όμως πρόβλημα των Kakonomics -που στα αρχαία Ελληνικά σημαίνει χείριστα οικονομικά- και ο λόγος για τον οποίο αποτελούν μια μορφή συλλογικής παράνοιας εξαιρετικά δύσκολης να εξαλειφθεί, είναι πως κάθε συναλλαγή χαμηλής ποιότητας είναι ένα τοπικό ισοζύγιο όπου και τα δύο μέρη μένουν ευχαριστημένα, αλλά κάθε μία από αυτές τις συναλλαγές διαφθείρει μακροχρόνια συνολικά το σύστημα. Οπότε, οι απειλές που αντιμετωπίζουν τα καλά συλλογικά αποτελέσματα δεν προέρχονται μόνο από "αρπακτικά" και "κερδοσκόπους", όπως μας διδάσκουν οι καθιερωμένες κοινωνικές επιστήμες, αλλά και από καλά οργανωμένους κανόνες Kakonomics που εξασφαλίζουν πως τα αποτελέσματα των συναλλαγών θα είναι προς το χειρότερο. Ο συνδετικός ιστός της κοινωνίας δεν είναι μόνο η συνεργασία για το γενικό καλό. Για να καταλάβουμε γιατί πολλές φορές "η ζωή είναι σκατά", θα πρέπει να μελετήσουμε τις άτυπες συμφωνίες που προσδοκούν σε ένα ατομικό όφελος και ταυτόχρονα σε μια συλλογική ζημία."

Στο συνεργείο: Ο πελάτης πάει γιατί άκουσε πως είναι φθηνό. Σκέφτεται πως και καλή δουλειά να μην γίνει, θα δώσει λίγα, οπότε εντάξει. Ακόμα και πριν φτάσει και το δει, έχει προσπαθήσει να πείσει τον εαυτό του πως το πάτωμα θα είναι μαύρο από στυλιστική επιλογή, κι όχι από τα λάδια είκοσι ετών που κανείς δεν καθάρισε, και πως τα μισολυμένα μοτέρ και τα διάσπαρτα παντού παλιά εξαρτήματα είναι άποψη εικαστική. Ανάλογες μυθοπλασίες ισχύουν και για την συμπεριφορά του μάστορα, που ξινίζει τα μούτρα του λες και ο πελάτης έχει έρθει για να του κάνει τη ζωή δύσκολη, κι όχι για να του δώσει δουλειά. Αλλά έτσι είναι οι ιδιοφυΐες, ιδιόρρυθμες, κι η ανάγωγη συμπεριφορά τους δικαιολογείται από το μεγαλείο των έργων τους. Παρά το αυτοπαραμύθιασμα όμως, ο πελάτης γνωρίζει πως η δουλειά δεν θα είναι πρώτης τάξης, αλλά ελπίζει κιόλας πως η χαμηλή τιμή θα αντισταθμίσει την τσαπατσουλιά και την έλλειψη γνώσεων. Από την μεριά του, ο μάστορας γνωρίζει πως ο πελάτης είναι στο κόλπο ("θα δώσω λίγα, θα πάρω αντίστοιχα λίγα"), οφείλει όμως να κάνει την προσπάθεια να ανεβάσει την δουλειά του, με ένα καλά προβαρισμένο ανεκδοτολογικό λογύδριο, για να πείσει τον πελάτη πως όλοι οι άλλοι θα του έπαιρναν τζάμπα λεφτά, και πως μόνος εκείνος είναι μυημένος στα απόκρυφα των κινητήρων των παπιών. Ενστικτωδώς, ο μάστορας γνωρίζει πως να χειραγωγήσει ψυχολογικά τον πελάτη, όπως επίσης γνωρίζει πως ακόμα και τα σχετικά λίγα χρήματα που θα του πάρει είναι στην πραγματικότητα πάρα πολλά για τις δουλειές που δεν θα κάνει, αλλά θα πει ότι έχει κάνει. Η συναλλαγή ολοκληρώνεται, ο πελάτης φεύγει ευχαριστημένος που έδωσε σχετικά λίγα χρήματα (για δουλειές όμως που δεν έγιναν, ή που έγιναν με σφυροκάλεμο), αφήνοντας τον μάστορα επίσης ευχαριστημένο γιατί με τόσο λίγο κόπο και ικανότητα έβγαλε το μεροκάματο. Τέτοιου είδους συναλλαγές εξαπλώνονται σαν ιώσεις, ξεκινώντας μια δίνη που ρουφάει προς τα κάτω όλο και περισσότερους, υποβαθμίζοντας την ποιότητα και των πελατών, και των υπηρεσιών, και των μαστόρων. Αφού γίνεται κι έτσι, γιατί να προσπαθήσω για κάτι καλύτερο; Μετά, ο πελάτης κοκορεύεται στους φίλους του πως έδωσε μόνο 50 ευρώ για service στο τετρακύλινδρό του, εννοώντας πως είναι κορόιδα όσοι πληρώνουν λογικά χρήματα για αξιοπρεπή εργασία.

Το αντίστροφο: Στο αψεγάδιαστο συνεργείο, ο ευγενικός μάστορας σου λέει μια τιμή που σου φαίνεται χαμηλή. Γίνεσαι πολύ δύσπιστος και φεύγεις: "Κάποιο λάκκο έχει η φάβα", σκέφτεσαι, αντί για το πιο λογικό, "Επιτέλους, σωστό μαγαζί με σωστές τιμές".

Για ανταλλακτικά: Πάρε το ιμιτασιόν, την ίδια δουλειά θα κάνεις. Αμ δε. Μετά από δέκα χρόνια αχρηστίας, αποφάσισα να ξαναβγάλω στο δρόμο το παλιό μου SS50 (τέλη δεκαετίας '60). Αγόρασα ένα σετ "πάνω" φλάντζες έναντι του συγκλονιστικού αντιτίμου του ενός ευρώ και εξήντα λεπτών, κομπλέ με o-ring, ζουάν για την εξάτμιση, τσιμουχάκια βαλβίδων. Το μετάνιωσα με το που το άνοιξα, ήταν σαν κομμένες από παλιό χαρτί τετραδίου. Μερικές δεν έκαναν, μακάρι να μην ταίριαζε καμία για να τις πετάξω όλες. Τι περίμενα; Ποιότητα Honda με 1,60; Σ' αυτή την περίπτωση το Kakonomics δούλεψε: Τις αγόρασα, ξέροντας πως θα είναι σκουπίδια, αλλά παραμυθιάστηκα πως "θα κάνω τη δουλειά μου". Κάπου στα βάθη της Κίνας ένας Κινέζος φλαντζάς γελάει. Τελειωμό δεν έχουν τα κορόιδα. Αν μου κοστίζουν εμένα 15 σεντ του ευρώ, τι περιμένουν; Να είναι και καλές;

Για την επιλογή μοτοσυκλέτας: "Δεν κάνω ράλι εγώ", μου είπε κάποιος όταν μετά από ερώτησή του προσπαθούσα να του εξηγήσω τις μίνιμουμ προδιαγραφές μιας σύγχρονης μοτοσυκλέτας. Εν γνώσει του, ήθελε να πάρει μια κακή, απαρχαιωμένη μοτοσυκλέτα, ενώ είχε τα χρήματα να πάρει μια καλύτερη. Προτιμούσε δηλαδή την κακή ποιότητα έναντι χαμηλού αντιτίμου, αντί για αποδεκτή ποιότητα με ελάχιστα περισσότερα χρήματα. Και φυσικά, ο εγκέφαλος του ανθρώπου είναι πρώτος στο να βρίσκει δικαιολογίες για ο,τιδήποτε. Είχε πείσει τον εαυτό του πως αφού δεν είναι "ραλίστας", κάτι χωρίς φρένα, χωρίς αναρτήσεις, χωρίς επιδόσεις, κάτι επικίνδυνο τέλος πάντων, είναι αρκετό για κείνον.

Για τις παρέες: Μερικοί φοβούνται τη μοναξιά. Ίσως γιατί περισσότερο απ' όλα φοβούνται να μείνουν μόνοι με τον εαυτό τους. Και ανέχονται παρέες. Και οι παρέες, αντίστοιχα, τους ανέχονται. Γιατί μερικές φορές οι παρέες επίτηδες περιλαμβάνουν ανθρώπους που δεν θα έκαναν κανονικά παρέα μαζί τους, έτσι για να έχουν να τους κακολογούν όταν δεν είναι παρόντες, ή να τους την μπαίνουν μειωτικά όταν είναι παρόντες. Συνειδητή επιλογή χαμηλής ποιότητας, και τους λόγους ας τους βρουν οι ψυχίατροι. Και πάνε και ταξίδια μαζί, που όλοι είναι στην γκρίνια όλη την ώρα. Και κανείς δεν φχαριστιέται το ταξίδι. Καλύτερα μόνος. Κι ας τα δεις όλα.

To χειρότερο: Μια Kakonomics συναλλαγή θεωρείται πια δεδομένη, ο κανόνας, κάτι αντίστοιχο με το "όλοι τα παίρνουν", "όλοι είναι ένοχοι", και η κοινωνία αρχίζει, συνηθίζει και συνεχίζει να λειτουργεί μόνο σ' αυτή τη βάση. Έτσι κι αλλιώς, οι μέτριοι πάντα θέλουν όλοι να κατέβουν στο επίπεδό τους, και κάνουν ό,τι μπορούν γι' αυτό. Ένας από τους τρόπους που χρησιμοποιούν είναι να ισχυρίζονται πως όλοι είναι όμοιοί τους ή, ακόμα κι αν πράττουν διαφορετικά, θα ήθελαν να είναι. Έχει γίνει επίσης η στάνταρ δικαιολογία για όσους δεν κάνουν, ή δεν κάνουν καλά την δουλειά τους: Ενώ κάποιος δέχεται να κάνει μια δουλειά με συγκεκριμένο αντίτιμο, στην πορεία δικαιολογεί την ανεπάρκειά του ή την άρνησή του να την κάνει με το πρόσχημα πως δεν πληρώνεται αρκετά. Προφανώς, όταν προσλήφθηκαν, ήξεραν, αλλά φυσικά δεν είπαν ποτέ, πως δεν πρόκειται να κάνουν καλά την δουλειά τους, γιατί θεωρούσαν εξ αρχής μικρή την αμοιβή. Αλλά δέχτηκαν την συμφωνία, λέγοντας μετά το απίθανο "εμείς κάνουμε πως δουλεύουμε κι αυτοί κάνουν πως μας πληρώνουν". Κι όλα καλά, και πάμε για καλύτερα...