Editorial 559 - Ηλεκτρόνια στο χώμα

Από το

motomag

1/6/2016

Το άγνωστο τρομάζει. Ή αλλιώς, η άγνοια οδηγεί στο φόβο. Κάθε καινοτομία στη μοτοσυκλέτα βρίσκει το συντηρητικό της κοινό να εξορκίζει αυτά του διαβόλου τα πράγματα. Δεν ήταν πάντα έτσι. Στις απαρχές της μοτοσυκλέτας, το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα, είχαν δοκιμαστεί τα πάντα, και κανένας δεν ξύνιζε. Υπήρχε ένας τεχνολογικός οργασμός, τι μονόμπρατσα μπρος πίσω, τι desmo (όχι η Ducati…), τι διατάξεις κινητήρων περίεργες (αστεροειδή μέσα στον εμπρός τροχό κανείς; Όχι; Κρίμα, θα κλείσει η Megola…), τι πλαίσια επιστημονικής φαντασίας, τα πάντα είχαν δοκιμαστεί, άσχετα αν δεν ήταν η εποχή τους. Τότε, όλα επιτρέπονταν, όλα ήταν μέσα στο παιχνίδι και η μοτοσυκλέτα ήταν μέσο διασκέδασης και σπορ γι’ αυτούς που είχαν τα χρήματα. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο όμως, οι ανάγκες άλλαξαν, αυτό που χρειάζονταν ήταν φτηνά μεταφορικά μέσα με όσο το δυνατόν λιγότερες πρώτες ύλες. Ήταν η ώρα της μοτοσυκλέτας – εργαλείου, σε αντικατάσταση της μοτοσυκλέτας – διασκέδασης. Οι αγώνες και η διασκέδαση επανήλθαν φυσικά μετά τον πόλεμο, αλλά μαζί με την μαζική διάδοση των μοτοσυκλετών ήρθε κι ένας συντηρητισμός. Τώρα το γιατί, δύσκολο να το πει κανείς. Να ήταν ένας φόβος να μην χάσουμε κι αυτά που έχουμε; Αν πιάσουμε την ιστορία από την δεκαετία του ’60, βλέπουμε τεχνολογίες που είχαν καταξιωθεί στα αυτοκίνητα, να συναντούν σκεπτικισμό από τους μοτοσυκλετιστές. Δισκόφρενα; Φτου σιξ-σιξ-σιξ, γιατί, τι έχουν τα ταμπούρα; Υγρόψυξη; Άχρηστη πολυπλοκότητα (ο ίδιος ο Soichiro Honda είχε εμμονή με την αερόψυξη). Αργότερα, ηλεκτρονική ανάφλεξη: Μπα, καλύτερα οι πλατίνες, και μάθε και το κολπάκι με το χαρτόνι από τον Άσσο κασετίνα να τις ρυθμίζεις, άμα χαλάσει η ηλεκτρονική τι θα κάνεις; Πιο μετά, ABS: Γιατί ρε φίλε, δεν ξέρουμε να φρενάρουμε; Εδώ φτάνουμε σε ένα άλλο, ψυχολογικό θέμα: Μερικοί θεωρούν πως οποιαδήποτε τεχνολογία που αφαιρεί κομμάτι δουλειάς ή συμμετοχής από τον αναβάτη, μειώνει τον ανδρισμό τους και τους προσβάλλει προσωπικά. Μια εύκολη και άνετη θεραπεία θα ήταν να τους πάρεις την καινούργια τους μοτοσυκλέτα και να τους βάλεις να οδηγήσουν στον ίδιο ρυθμό μια προπολεμική εγγλέζικη. Με τις ταχύτητες δεξιά κι ανάποδα, λεβιεδάκι για το αβάνς και για τον αέρα, ανύπαρκτα φρένα, γκάζι κι αναρτήσεις. Κι όταν θα τον ξεσφηνώσουμε απ’ τα πουρνάρια ή κάτω από το φορτηγό, να ρωτήσουμε την γνώμη του για την τεχνολογική πρόοδο.

 

Είναι γεγονός πως πολλές φορές οι πρωτοεμφανιζόμενες τεχνολογίες δεν αποδίδουν ιδανικά. Μπορεί όμως τα πρώτα ABS να είχαν έντονη ανάδραση στην μανέτα ή το πεντάλ, και να σταματούσες σαν να είχαν λόξιγκα τα φρένα, αλλά δεν μπλοκάριζαν οι τροχοί. Σήμερα, η λειτουργία τους έχει βελτιωθεί τόσο που στην άσφαλτο τσαρουχώνεις τα φρένα ακόμα και πλαγιασμένος, ενώ είναι εξαιρετική βοήθεια και στο χώμα (ειδικά μπροστά). Αλλά πες πως στις μοτοσυκλέτες δρόμου, συμπεριλαμβανομένων και των on-off, μειώνονται όλο και περισσότερο αυτοί που θεωρούν άχρηστα τα ABS, traction control και τα υπόλοιπα ηλεκτρονικά βοηθήματα. Ήρθε όμως η εποχή των ηλεκτρονικών στις off road μοτοσυκλέτες. Κι εδώ πάλι άρχισα ν’ ακούω τα ίδια: "Τι να τα κάνεις αυτά, άμα ξέρεις να οδηγείς δεν τα χρειάζεσαι". Φυσικά, μιλάει η άγνοια. Όταν γνωρίζεις πως από τους αγωνιζόμενους στην ΜΧ1 του πασκοσμίου motocross είναι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού αυτοί που μπορούν να πάνε τέρμα γκάζι τα 450 για όλο το σκέλος, καταλαβαίνεις πως κάθε βοήθεια δεκτή, και launch control για να μην σε αφήσουν όλοι πίσω στην εκκίνηση, και traction control για να μεταφράζεται η δύναμη του κινητήρα σε επιτάχυνση και όχι σε άχρηστο και κουραστικό σπινάρισμα. Τα νέα τετράχρονα  motocross της ΚΤΜ και της Husqvarna (όπως και οι εκδόσεις enduro Six Days) έχουν και τρεις χαρτογραφήσεις απόδοσης κινητήρα και τρία επίπεδα ρύθμισης traction control, εκτός από το launch control. Δεν αποτελούν όλα πρωτοπορία της ΚΤΜ, απλά τώρα η ΚΤΜ τα συγκέντρωσε όλα μαζί και παρουσιάζει την "επόμενη γενιά" των συστημάτων αυτών. Το πρώτο είδος traction control σε χωματερό μηχανάκι υπήρχε στην ηλεκτρονική του δίχρονου CR250 της Honda, το 1997. Ήταν όμως τόσο επιτυχημένο που κανείς δεν ξανάκουσε τίποτα γι’ αυτό. Πολύ αργότερα, το 2012, η Kawasaki έβαλε launch control στα ΚΧ-F της, που μείωνε την ισχύ στην πρώτη και την δευτέρα ταχύτητα, για να απενεργοποιηθεί μόλις βάλεις τρίτη. Στην ουσία, αφού οι εκκινήσεις γίνονται με δευτέρα, έβγαινε εκτός με την πρώτη αλλαγή. Και πάλι η Kawasaki είχε ένα είδος traction control το 2015, που όταν ανίχνευε υπερβολικό σπινάρισμα, άλλαζε τον χρονισμό της ανάφλεξης για να το μειώσει. Έψαξα πολύ για να βρω αναφορές για την λειτουργία του συστήματος της Kawasaki, αλλά φαίνεται πως γενικά περνάει απαρατήρητο. Το περιοδικό Motocross Action, σε δοκιμή του KX450F 2015, έγραψε το εξής: "Αν δουλεύει σωστά, δεν θα το προσέξεις ποτέ. Κι αν δεν δουλεύει καθόλου δεν θα το προσέξεις ποτέ", χωρίς ακριβώς να μας διαφωτίσει. Με το πρώτο μέρος συμφωνούμε απόλυτα: Όλα τα ηλεκτρονικά συστήματα πρέπει να παρεμβαίνουν τόσο ομαλά που να μην σου χαλάνε την ροή της οδήγησης.      

 

Το traction control των ΚΤΜ/Husqvarna ρυθμίζεται και εν κινήσει σε τρεις θέσεις, ενώ υπάρχουν και τρεις διαθέσιμες χαρτογραφήσεις που αλλάζουν την απόκριση του κινητήρα. Η κεντρική μονάδα τους αποφασίζει για την παρέμβαση του traction control με βάση τον ρυθμό ανόδου των στροφών του κινητήρα, την ταχύτητα που έχεις στο κιβώτιο και το άνοιγμα του γκαζιού. Πρόκειται για την πρώτη "οργανωμένη επίθεση" των ηλεκτρονικών στο χώρο των off road μοτοσυκλετών. Οι ανιχνευτές δηλαδή, μια πρώτη γεύση. Η εξέλιξη των συστημάτων για τις street και τις on-off επέτρεψε και την χρήση τους στο MX και το enduro, αφού τα συστήματα έγιναν με την πάροδο του χρόνου πιο γρήγορα από υπολογιστική ισχύ, πιο μικρά σε όγκο, και ελαφρύτερα. Ήδη για παράδειγμα, ένα σύστημα ABS έχει σήμερα το 1/15 του βάρους που είχε όταν πρωτοπαρουσιάστηκε. Κι αν ήταν να εξελιχθεί μόνο για τα χωματερά, το κόστος θα ήταν απαγορευτικό. Οι μεγάλες πρόοδοι στα ηλεκτρονικά έχουν έρθει από τους αγώνες ταχύτητας. Ακόμα κι αυτοί οι ίδιοι οι aliens των MotoGP, γνωρίζουν πολύ καλά πως χωρίς τα ηλεκτρονικά θα πήγαιναν πιο αργά, ή θα πήγαιναν πιο γρήγορα στο νοσοκομείο. Ο επόμενος υποψήφιος alien, o Maverick Vinales, το έθεσε πολύ καλά: "Χωρίς ηλεκτρονικά δεν γίνεται. Για να πας γρήγορα όμως, πρέπει η παρέμβασή τους να είναι η ελάχιστη δυνατή". Με άλλα λόγια, να σε σώζουν εκεί που δεν θα μπορούσες να το σώσεις εσύ, κι ιδανικά, να μην το καταλαβαίνεις κιόλας, και να λες, μα τι alien είμαι τέλος πάντων...

 

Κι αν ισχύει μια φορά για την άσφαλτο, ισχύει δέκα για το χώμα, όπου η πρόσφυση αλλάζει όχι κάθε μέτρο, αλλά κάθε εκατοστό. Και τελικά, επιτυχημένο ηλεκτρονικό σύστημα είναι αυτό που σου επιτρέπει να αξιοποιήσεις στο μέγιστο και τις δικές σου δυνατότητες και της μοτοσυκλέτας σου, απολαμβάνοντας την οδήγηση ακόμα περισσότερο. Αυτό δεν θέλουμε;

 

 

editorial τ.530 - αξίζουν και τώρα!

Από το

Μαύρο Σκύλο

25/12/2013

Ένα από τα άσχημα των εποχών με αφθονία χρήματος ήταν πως έκαναν τις μοτοσυκλέτες να μοιάζουν αναλώσιμες. Όταν υπάρχει η δυνατότητα συχνών αλλαγών, και πολλοί δεν το σκέφτονταν δεύτερη φορά πριν πουλήσουν τη μια κι αγοράσουν την άλλη, μια παρενέργεια είναι πως μειώνεται ο χρόνος ενασχόλησης με την ίδια την μοτοσυκλέτα. Κι όταν δεν της βάζεις χέρι, όταν δεν την γνωρίζεις λίγο πιο βαθιά, όταν μόνο το συνεργείο ασχολείται μαζί της, τότε χάνεις πολλά από την σχέση σου μαζί της. Λόγω της ίδιας ευκολίας στην απόκτηση καινούργιας, στα παλιότερα μοντέλα κανείς δεν έδινε σημασία, κι ειδικά σ' αυτά που δεν ήταν τόσο παλιά ή σπάνια ώστε να θεωρούνται κλασικά, ειδικά σ' αυτά που δεν είχαν αξία χρηματική παρά μόνο συναισθηματική. Πολλές τέτοιες μοτοσυκλέτες βρίσκονται παρατημένες σε αυλές, αποθήκες και υπόγεια, μοτοσυκλέτες που τόσα είχαμε ζήσει μαζί τους αλλά κάποια στιγμή παροπλίστηκαν και ξεχάστηκαν. Ξανασκεφτείτε το, γιατί αυτές οι μοτοσυκλέτες αξίζουν και τώρα.

Η κατηγορία αυτή των Μοτοσυκλετών Συναισθηματικής Αξίας ξεφεύγει από τις συνήθεις κλασικές, κι όχι μόνο λόγω ηλικίας. Υπάρχει μια τεράστια διαφορά: Αυτές οι μοτοσυκλέτες έχουν αξία ειδικά και αποκλειστικά για τον ιδιοκτήτη τους, σε αντίθεση με τις κοινώς και παγκοσμίως αποδεκτές "ιστορικές". Ένα ταπεινό XL185S δεν έχει την χρηματική αξία ή την αίγλη ενός RC30, αλλά για αυτόν που το έχει στην καρδιά του λέει πολλά, ενώ το superbike μπορεί να το θαυμάζεις, αλλά να είναι συναισθηματικά αδιάφορο. Μπορεί την μοτοσυκλέτα να την είχες μικρός ή να την έχεις ακόμα κάπου παρατημένη, μπορεί να την θυμάσαι να περνάει κι εσύ να χάσκεις με το στόμα ανοιχτό, μπορεί να την είχε ο πατέρας σου και πάνω της να έκανες την πρώτη σου βόλτα. Μπορεί να ήταν μια φωτογραφία μόνο που κάποτε είχες δει σ' ένα περιοδικό, μπορεί να μην είχες καμιά παλιότερη επαφή μαζί της αλλά για τους δικούς σου μοναδικούς λόγους να έφαγες την φλασιά: "Θέλω να ζήσω πράγματα μαζί της". Και να ξεκινήσεις για ένα μοναδικό ταξίδι, που θα σε ανταμείψει πλούσια πριν καν πάρει μπρος ο κινητήρας και διανύσεις τα πρώτα μέτρα. Το πιο ενθαρρυντικό απ' όλα δεν είναι πως κάποιοι παλιοί μοτοσυκλετιστές βγάζουν ξανά στο δρόμο τις παλιές τους αγάπες, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Πολλοί νέοι αποφασίζουν να ασχοληθούν για πρώτη φορά με την μοτοσυκλέτα κι αντί να κλαίγονται που δεν έχουν χρήματα να αγοράσουν το τελευταίο σούπερ ουάου μοντέλο, μαζεύουν ένα παλιό μηδαμινής ή μηδενικής αξίας και το ξαναβγάζουν σε κυκλοφορία, με πολλή προσωπική ενασχόληση. Κι ίσως να μην υπάρχει καλύτερος τρόπος για να αρχίσει κάποιος το ταξίδι του στον κόσμο της μοτοσυκλέτας. Για σκεφτείτε το: Πριν καν την οδηγήσει, θα την έχει λύσει, επισκευάσει, συντηρήσει και ξαναδέσει, χτίζοντας μια μοναδική σχέση μαζί της. Και στην εποχή της ηλεκτρονικής "κοινωνικότητας", όταν οι άλλοι είναι σκυμμένοι στα έξυπνα κινητά τους και θεωρούν πως "επικοινωνούν", υπάρχουν παρέες που πραγματικά ζουν και επικοινωνούν μέσω κοινών δράσεων, που μαθαίνουν και διασκεδάζουν ξαναδίνοντας ζωή σε μια μοτοσυκλέτα, ξοδεύοντας λιγότερα χρήματα από το κόστος ενός καλού laptop.

Στην πορεία, ξαναζωντανεύουν τέχνες και τεχνικές που κινδυνεύουν να χαθούν, σώζονται γνώσεις και ανασύρονται πατέντες, εφευρίσκονται νέες και οι παρέες περνάνε καλά πριν ακόμα την πρώτη τους βόλτα. Το ευτύχημα είναι πως όλες αυτές οι συναισθηματικής αξίας μοτοσυκλέτες δεν χρειάζονται εξειδικευμένο εξοπλισμό για την συντήρηση και την ρύθμισή τους, καθώς τα ηλεκτρονικά τους λάμπουν δια της απουσίας τους, και τα διαγνωστικά ήταν άγνωστη λέξη όταν φτιάχτηκαν. Με βασικά εργαλεία και όρεξη μπορούν να γίνουν οι περισσότερες δουλειές, χωρίς να είναι απαραίτητα τα Τρία Χι της αναπαλαίωσης κλασικών μοτοσυκλετών: Χρήμα, Χρόνος, Χώρος. Ένας χώρος κάπου θα βρεθεί, χρόνος επίσης, ενώ το χρήμα είναι ελάχιστο, ειδικά όταν δεν σε απασχολεί η αυθεντικότητα και ξεφύγεις από το "100% original". Έτσι, ξεφεύγεις και από τα νύχια του αετονύχη που σε περιμένει με ακονισμένο το ξυράφι για να σου πουλήσει το καρασπάνιο original παπαράκι που θεωρεί πως αξίζει το βάρος του σε χρυσό. Κι έχει μεγαλύτερη αξία να καταφέρεις να σώσεις εξαρτήματα, παρά να έχεις φουσκωτό πορτοφόλι και να τα πάρεις όλα καινούργια. Πως ξανανιώνει ένα πλαστικό; Πως θα μπαλώσεις το σκουριασμένο φτερό χωρίς να φαίνεται; Πως θα ξεσκουριάσεις ζάντες και ακτίνες; Πως θα ξεβάψεις το πλαίσιο; Που θα βρεις "βαρελάκια" για να αλλάξεις συρματόσχοινα στις ντίζες; Πως θα καθαρίσεις το καρμπυρατέρ; Τις βίδες; Πως βγαίνουν τα ρουλεμάν των τροχών; Κι αυτά είναι λίγα μόνο από τα χιλιάδες ερωτήματα που θα δημιουργηθούν στην πορεία μιας ανακατασκευής, και που θα οδηγήσουν σε αντίστοιχες απαντήσεις και γνώση.

Φυσικά, κάποια στιγμή μπορεί να χρειαστούν αυθεντικά ανταλλακτικά, γιατί αυτά θέλεις, κι όχι κάποια πατέντα. Μέχρι στιγμής, υπήρχε μόνο μία εταιρεία που ενεργά στηρίζει με ανταλλακτικά παλιά (πολύ παλιά...) μοντέλα, κι αυτή είναι η BMW, που έχει κατάλογο με τα ανταλλακτικά των κλασικών της. Πρόσφατα όμως, η Suzuki στην Αγγλία ανακοίνωσε ένα πρόγραμμα παλαιών ανταλλακτικών, που θα διατίθενται online για δημοφιλή μοντέλα του παρελθόντος. Η αρχή γίνεται με το πρώτο RGV250Γ, για το οποίο μπορεί κανείς να βρει εκτός από ανταλλακτικά, service και parts manual, όπως και προσπέκτους (τα manual είναι δωρεάν και μπορεί να τα κατεβάσει οποιοσδήποτε). Κάθε τρίμηνο θα ακολουθεί ένα ακόμα μοντέλο, όπως τα πρώτα GSX-R, το δίχρονο υγρόψυκτο 750 (ο "βραστήρας"), το GS1000S, η μεγάλη Katana 1100, το 250 Χ7 και άλλα. Ενστικτωδώς, έχουμε σε μεγαλύτερη εκτίμηση κάθε εταιρεία που σέβεται το παρελθόν της, και δεν το έχει ξεχάσει κοιτάζοντας μόνο το σήμερα. Ακόμα κι αν δεν υπάρχουν σε στοκ τα ανταλλακτικά (η Suzuki δεν διευκρινίζει αν θα ξαναφτιαχτούν ανταλλακτικά για αυτά τα μοντέλα ή θα διατίθεται το στοκ μέχρι να εξαντληθεί, αν και είναι λίγο απίθανο να έχουν πλήρες στοκ για GT750 και GS1000S, οπότε μάλλον θα τα ξαναφτιάξουν...) κάθε εταιρεία θα μπορούσε να έχει σε ειδικό site τα service manual και τους καταλόγους των ανταλλακτικών για τα προ εικοσαετίας μοντέλα της, βοηθώντας την ίδια της την ιστορία να παραμείνει ζωντανή και εμπνέοντας τους αναβάτες να μείνουν "πιστοί" στην μάρκα. Έτσι κι αλλιώς, μοτοσυκλέτες τέτοιας ηλικίας σπάνια περνούν την πόρτα εξουσιοδοτημένων συνεργείων, οπότε δεν πρόκειται να χάσουν χρήματα, και οι κατάλογοι των ανταλλακτικών μπορούν να χρησιμεύσουν και για παραγγελίες αλλά και για τις πολύ συχνές απορίες του στυλ "τώρα που στο διάολο έμπαινε αυτή η ροδέλα...". Ανοίγεις το parts list και βλέπεις άμεσα που πάει κάθε παπαράκι και κάθε καυλιτζέκι, γιατί πάντα είναι αυτά τα αγνώστου προορισμού και θέσεως εξαρτήματα που κάτι σου θυμίζουν, αλλά που με τίποτα δεν θυμάσαι που ακριβώς πάνε.

Αυτή η τάση, της αναγέννησης των Μοτοσυκλετών Συναισθηματικής Αξίας που Αξίζουν και Τώρα (ακριβώς γιατί έχουν συναισθηματική αξία!), συνδυάζεται ιδανικά και με το customizing. Ας ξεχάσουμε όμως καλύτερα την εποχή που custom σήμαινε "ψευτοτσόπερ", μοτοσυκλέτα δηλαδή μαζικής παραγωγής που αντλούσε το στυλ της από τις πραγματικά custom κατασκευές της αμερικάνικης δύσης, που σήμερα λέγεται cruiser. Περιφραστικά, θα μπορούσαμε να περιγράψουμε το customizing ως την διαδικασία με την οποία μετατρέπεται εμφανισιακά και λειτουργικά μια μοτοσυκλέτα έτσι ώστε να ταιριάζει με τα γούστα του ιδιοκτήτη της. Και τα café racer τέτοια είναι, και τα street trackers, και τα scrambler style και τόσα άλλα που δεν έχουν όνομα αλλά τους δίνει υπόσταση η φαντασία και η εργασία του κατασκευαστή τους. Ακόμα και ένα rat bike, custom είναι, φτιάχτηκε "επί τούτου". To customizing (και παρακαλώ τον Λύκο ως προφέσορα της Αγγλικής να εφεύρει τον ελληνικό όρο) αφορά όλες τις μοτοσυκλέτες, από τις πιο μικρές και φτηνές ως τις πιο μεγάλες και ακριβές. Όλοι μας λίγο πολύ κάτι κάνουμε στις μοτοσυκλέτες μας, κάποια πινελιά δική μας προσθέτουμε, είναι όμως οι πιο εκτεταμένες επεμβάσεις που μπορούν να βγάλουν αριστουργήματα ή εκτρώματα. Αν γουστάρετε για παράδειγμα ιταλικά V2, ρίξτε μια ματιά στην Radical Ducati που φτιάχνει κάτι αριστουργήματα με σαφείς αναφορές στο παρελθόν. Ή δείτε το στυλ των Deus και των Wrenchmonkees, που έχει επηρεάσει δεκάδες άλλους επαγγελματίες καστομάδες. Κάπου εκεί συναντιέται η μοτοσυκλέτα με την τέχνη, κάπου εκεί είναι και η ευκαιρία του κάθε ερασιτέχνη να δημιουργήσει. Θέλει και λίγο προσοχή βέβαια, γιατί σε τέτοιες περιπτώσεις όλοι οι φίλοι και γνωστοί θεωρούν υποχρέωσή τους να σου δηλώσουν "έτσι θα το κάνεις!", για κάτι που οι ίδιοι δεν έχουν κάνει ποτέ. Καθώς η μοτοσυκλέτα είναι προσωπική υπόθεση, και μια custom μοτοσυκλέτα ακόμη περισσότερο, μπορείτε να θυμίσετε στους φίλους σας πως η καμήλα είναι άλογο που το έφτιαξε επιτροπή. Και στην ουσία, κάθε αναγέννηση μοτοσυκλέτας που θα την κάνει να ξεφύγει από την αυθεντική της μορφή, είναι customizing. To ενθαρρυντικό είναι πως με αυτή την διαδικασία, μοτοσυκλέτες που ποτέ δεν διεκδικούσαν βραβείο ομορφιάς, μπορούν να μετατραπούν σε κάτι αξιόλογο, συνήθως με την διαδικασία της αφαίρεσης, με στόχο μια πιο μίνιμαλ αισθητική. Ποιός θα περίμενε πως ένα Suzuki LS650 Savage μπορεί να μετατραπεί σχετικά εύκολα σε dirt tracker ή café racer; Κι όμως, λίγο φαντασία θέλει, να μπορείς να βιδώνεις και να ξεβιδώνεις βίδες, κι άντε, να βοηθήσουν και μερικοί φίλοι. Ακόμα και ασχημόπαπα σαν κάτι Yamaha SR250 και περίεργα σαν τον Χαρούμενο Χοντρούλη TW200, μπορούν να γίνουν "κουλά" μηχανάκια, μοναδικά σαν αυτόν που θα τα φτιάξει.

Μέσα από μια τέτοια διαδικασία, μπαίνεις λίγο και στα παπούτσια των κατασκευαστών, και αν εσύ δυσκολεύεσαι να αποφασίσεις πως θες να κάνεις την δική σου, την προσωπική σου μοτοσυκλέτα, καταλαβαίνεις τι μπελά έχουν στο κεφάλι τους όσοι σχεδιάζουν μια μοτοσυκλέτα που προορίζεται για να αρέσει σε όλο τον πλανήτη. Μια άλλη πτυχή του customizing είναι πως σε πολλές περιπτώσεις οι μοτοσυκλέτες γίνονται λειτουργικά χειρότερες, στο όνομα της εμφάνισης: Σέλες υποτυπώδεις, αναρτήσεις με μικρότερες διαδρομές, ο απολύτως ελάχιστος εξοπλισμός, μικρότερα ρεζερβουάρ, λάστιχα τετράγωνα... Κι όμως, αυτές οι "ελλείψεις" τελικά καταλήγουν να ενισχύουν την εμπειρία, και όχι να την μειώνουν. Μια custom μοτοσυκλέτα μπορεί και να πηγαίνει, να στρίβει, να φρενάρει χειρότερα, αλλά η εμπειρία της οδήγησής της να είναι ανώτερη της καλύτερης λειτουργικά αρχικής της μορφής. Να και κάτι άλλο λοιπόν που ενισχύει το γόητρο των custom μοτοσυκλετών: Η απόλαυση που παίρνεις από την οδήγησή τους είναι ανεξάρτητη από μετρήσιμα μεγέθη επιδόσεων, ή τεχνικά χαρακτηριστικά που θα έδιναν την νίκη σε μια λεκτική μάχη της καφετέριας.

Μου φαίνεται πως η επιστροφή σε μοτοσυκλέτες που για τον καθένα μας αξίζουν και τώρα, και που έχουν επιλεγεί με συναισθηματικά και όχι ορθολογιστικά κριτήρια, δεν είναι παρά μια έστω και ασυνείδητη επιστροφή στις αρχικές αξίες της μοτοσυκλέτας, τότε που ένας κινητήρας, ένα πλαίσιο, ένα ρεζερβουάρ και δύο ρόδες ήταν αρκετές για να νιώσεις μοναδικές συγκινήσεις, ή για να κάνεις το γύρο του κόσμου. Οι αυτοκινητάδες το έχουν χάσει αυτό το παιχνίδι. Πως να κάτσεις να κάνεις ένα σύγχρονο αυτοκίνητο απλό και ελαφρύ σαν ένα 2CV; Δεν γίνεται. Μια μοτοσυκλέτα όμως...