Editorial 556 - Το φαινόμενο της πεταλούδας

x
Από το

motomag

1/3/2016

"Κουνάει τα φτερά της στον Αμαζόνιο, πέφτει βροχή στην Κίνα". Ή κάπως έτσι. Αυτή η ποιητική μεταφορά των συμπερασμάτων των μελετών του μετεωρολόγου Edward Lorenz, την δεκαετία του ’60, στην ουσία θέλει να εκφράσει πως μια απειροελάχιστη μεταβολή στη ροή των γεγονότων μπορεί να οδηγήσει, μετά την πάροδο αρκετού χρόνου, σε μια εξέλιξη της ιστορίας πολύ διαφορετική (σε σχέση με το αν δεν είχε γίνει η μεταβολή).

Το συμπέρασμα αυτό βγήκε όταν διαπιστώθηκε πως ακόμα και η ελάχιστη απόκλιση στα δεδομένα των συστημάτων διαφορικών εξισώσεων, πολλαπλασιάζονταν με την πάροδο του χρόνου κι έβγαζε τελικά τελείως διαφορετικά αποτελέσματα. Έτσι όμως ανακαλύφθηκαν τα χαοτικά συστήματα.

Ένα τέτοιο κούνημα φτερών που αφορά τον κόσμο των αγώνων έγινε πρόσφατα στις ΗΠΑ. Στο ρόλο της πεταλούδας έχουμε την Υπηρεσία Περιβαλλοντικής Προστασίας (ΕPA, Environmental Protection Agency) των ΗΠΑ και τα φτερά που κούνησε έχουν σχέση με μια διάταξη που αν ενεργοποιηθεί, ούτε λίγο ούτε πολύ θα σημαίνει πως δεν θα μπορεί να γίνεται καμία μετατροπή που θα επηρεάζει τους ρύπους των μοτοσυκλετών που θα τρέξουν σε αγώνες!

Όπως και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έτσι και στις ΗΠΑ είναι παράνομη οποιαδήποτε μετατροπή βγάζει την μοτοσυκλέτα εκτός προδιαγραφών. Νόμιμη είναι στην ουσία μια μοτοσυκλέτα μόνο όταν βρίσκεται ακριβώς στην κατάσταση που περιγράφεται στην έγκριση τύπου της. Κάθε αλλαγή που θα φέρει μεταβολή εις βάρος των εκπεμπόμενων ρύπων και του θορύβου είναι παράνομη και η Ευρωπαϊκή νομοθεσία έχει προχωρήσει ακόμα παραπέρα, προτρέποντας τους κατασκευαστές να φτιάχνουν έτσι τις μοτοσυκλέτες τους ώστε να μην μπορούν (εύκολα τουλάχιστον) ιδιώτες και συνεργεία να αλλάξουν ο,τιδήποτε σχετικό. Κι αν ακόμα νιώθετε πως μια τέτοια κίνηση δεν πρόκειται να μας αγγίξει, θυμηθείτε πως αυτό αφορά ακόμα και το γρανάζωμα, αφού ο θόρυβος για παράδειγμα μετριέται με συγκεκριμένη ταχύτητα εν κινήσει.

Αυτή τη νομοθεσία που απαγορεύει τις μετατροπές στις μοτοσυκλέτες δρόμου η EPA θέλει να την εφαρμόσει και για τις αγωνιστικές. Αν το πετύχει, θα πηγαίνουμε (;) να δούμε αγώνα superbike κι αν δεν καθόμαστε στην εκκίνηση δεν θα πάρουμε χαμπάρι πότε ξεκίνησαν οι μοτοσυκλέτες και μετά, όταν θα περνάνε από μπροστά μας, δεν θα μπορούν να ξυπνήσουν ούτε μωρό που κοιμάται δίπλα στο βιράζ. Κάτι σαν βωβός κινηματογράφος, άσχετα αν από τις νορμάλ εξατμίσεις των "racing" θα βγαίνουν λουλουδάκια. Από την διάταξη εξαιρούνται οι "non-road engines", οι κινητήρες δηλαδή που προορίζονται μόνο για αγώνες και δεν προϋπήρχαν σε μοτοσυκλέτες νόμιμες για κυκλοφορία στο δρόμο. Έτσι, τα motocross για παράδειγμα εξαιρούνται, αλλά όσα αγωνιστικά βασίζονται σε μοτοσυκλέτες δρόμου όχι, όπως τα supersport, superstock και superbike. Αγώνες θα μπορούν να γίνονται, αλλά οι μοτοσυκλέτες θα είναι πιο αργές, και πολύ πιο ήσυχες, και η απόδοση της νορμάλ μοτοσυκλέτας όπως βγαίνει από το εργοστάσιο θα είναι και το μεγαλύτερο κριτήριο για την αγωνιστική της επιτυχία. Γιατί αν δεν επέμβει κανείς στα συστήματα τροφοδοσίας, εισαγωγής και εξαγωγής του κινητήρα, ελάχιστα πράγματα μπορεί να κάνει για να αυξήσει την απόδοση, επίσης... ελάχιστα. Τους ρύπους επηρεάζουν στοιχεία όπως το overlap και συνολικά ο χρονισμός των εκκεντροφόρων, το φίλτρο αέρα, η θερμοκρασία του κινητήρα κι ένα σωρό άλλοι τομείς, όπου οι μηχανολόγοι των αγωνιστικών ομάδων δεν θα μπορούν πια να επέμβουν και το μεγαλύτερό τους όπλο θα είναι το παλιό καλό blueprinting, δηλαδή η διαδικασία του να κάνεις τον κινητήρα και τα υποσυστήματά του όσο πιο μαμά γίνεται, ακριβώς στις προδιαγραφές του κατασκευαστή. Αντί να λέμε δηλαδή "Πω πω καραφτιαγμένο είναι το εργαλείο, τούμπανο!", θα λέμε "Πω πω φίλε είδα ένα RR τελείως μαμά μιλάμε!". Τραγωδία.

Οι επιπτώσεις όμως μιας τέτοιας διάταξης πάνε πολύ πιο πέρα από το αν θα είναι συναρπαστικοί οι αγώνες και πόσα άλογα θα βγάζουν τα superbike. Θα σημαίνει πως η πώληση βελτιωτικών αξεσουάρ θα είναι παράνομη, αν αυτά τα αξεσουάρ θα κάνουν την μοτοσυκλέτα να ξεφύγει από τις προδιαγραφές, έστω και στο ελάχιστο. Λαθραία και στη μαύρη θα πουλιούνται οι racing εξατμίσεις, τα power commander και τα συναφή, με χειροπέδες θα οδηγούνται στον εισαγγελέα όσοι κοροϊδεύουν τον σένσορα της θερμοκρασίας για να κάνουν το μίγμα λίγο πιο πλούσιο... Ένα τεράστιο κομμάτι της αγοράς των βελτιωτικών αξεσουάρ θα κηρυχθεί παράνομο. Φυσικά, οι ενώσεις των κατασκευαστών ειδικού εξοπλισμού στις ΗΠΑ έχουν φρικάρει, και θα κάνουν ό,τι μπορούν για να αποτρέψουν αυτή την κατάσταση, η ρετσινιά όμως θα έχει κολλήσει κι η ζημιά θα περιμένει για να γίνει, ίσως λίγο αργότερα. Η συνολική ζημιά για όλο το κύκλωμα, αγωνιζόμενους, ομάδες, κατασκευαστές εξαρτημάτων βελτιώσεων, πίστες, λαστιχάδες και τόσους άλλους, θα είναι τεράστια, και θα αλλάξει δραματικά τον χάρτη. Αν εφαρμοστεί η διάταξη, κάτι που θα ξέρουμε τον Ιούλιο.

Και τι θα σημαίνει αυτό για τις μοτοσυκλέτες που αγοράζουμε για το δρόμο; Για τους κατασκευαστές οι προφανείς λύσεις είναι δύο: Απ’ τη μια, να βρουν το παραθυράκι που θα τους επιτρέψει να πουλάνε μοτοσυκλέτες που θα προορίζονται μόνο για αγώνες, χωρίς η όποια EPA να μπορεί να αποδείξει πως οι κινητήρες τους προέρχονται από μοτοσυκλέτες δρόμου. Κι απ’ την άλλη, όχι μόνο θα έχουν το βραχνά των όλο και αυστηρότερων προδιαγραφών, που κάνουν τελικά τις νορμάλ μοτοσυκλέτες βαρύτερες και πιο αργές, αλλά θα πρέπει να τις κάνουν και πιο γρήγορες από του ανταγωνισμού, αν θέλουν να έχουν κάποια επιτυχία στους αγώνες. Γι’ αυτούς, οι κατηγορίες που δεν έχουν σπορ χαρακτήρα, όπως τα νεο-ρετρό, θα είναι θείο δώρο... Οι άλλες, μπελάς. Μέχρι τότε, θα ζω για την στιγμή που οι μπάτσοι στα μπλόκα θα μπριζώνουν την ηλεκτρονική μας για να δουν αν έχουμε επέμβει στη χαρτογράφηση και που το Ζετάκι μου με την Takegawa του δεν θα περάσει τεχνικό έλεγχο, γιατί θα είναι λέει πολύ πειραγμένο για να μπει στην κατηγορία Superstock του Ελληνικού Πρωταθλήματος.

 

editorial τ.531 - άνθρωποι και μοτοσυκλέτες

Από το

Μαύρο Σκύλο

31/1/2014

Zήσαμε την άνοδο και την κορύφωση της μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα, τώρα ζούμε την παρακμή της. Κι όχι μόνο σε απόλυτους αριθμούς. Το 2007, όταν οι συνολικές πωλήσεις δικύκλων πλησίαζαν τις μαγικές 100.000 μονάδες, οι μοτοσυκλέτες ήταν το 23% της αγοράς, με το υπόλοιπο 70% να είναι παπιά και σκούτερ. Σήμερα έχουμε φτάσει σε άλλα ποσοστά: Τα σκούτερ σήμερα αντιπροσωπεύουν το 60% της αγοράς, τα παπιά 30% και οι μοτοσυκλέτες έχουν κάτω από 10%. Κι αυτά τα ποσοστά δεν αντιπροσωπεύουν το τζίρο σε χρήματα, αφού τις καλές χρονιές οι μοτοσυκλέτες που πωλούνταν ήταν σαφώς μεγαλύτερες και ακριβότερες απ' ότι σήμερα. Σε επίπεδο πωλήσεων μοτοσυκλετών, έχουμε γυρίσει πίσω στα επίπεδα των αρχών της δεκαετίας του '90. Τότε όμως κανείς δεν μιλούσε για κρίση, με βάση τις πωλήσεις μοτοσυκλετών. Η αγορά, οι αντιπροσωπείες και τα καταστήματα, ήταν λίγο πολύ σεταρισμένα για τις πωλήσεις της εποχής. Αυτό που κάνει τις σημερινές πωλήσεις να φαίνονται απελπιστικά λίγες, είναι πως η αγορά τις εποχές της αφθονίας γιγαντώθηκε, κι ο αριθμός των καταστημάτων πολλαπλασιάστηκε. Ανάλογα, κι ακόμα πιο γιγαντωμένα, ήταν τα φαινόμενα στο χώρο του αυτοκινήτου, όπου κάθε κωμόπολη απέκτησε γιγαντιαίες κάθετες μονάδες, που δεν έμελλε να ζήσουν πολύ. Όταν τα πράγματα δυσκόλεψαν, οι αντιπροσωπείες άρχισαν να συρρικνώνονται, και πραγματικά, πολλές από αυτές δεν είναι παρά φαντάσματα του παλιού τους εαυτού. Η επιβίωση είναι ο πρώτος και τελευταίος στόχος. Και λογικά. Εκεί που δεν είμαι σίγουρος πως γίνονται οι σωστές κινήσεις, είναι στις μεθόδους με τις οποίες η κάθε αντιπροσωπεία υπολογίζει πως θα επιβιώσει. Δυστυχώς, υπάρχουν κάποιες αντιπροσωπείες που έχουν ξεγράψει λίγο-πολύ τις μοτοσυκλέτες, κι έχουν απολύσει όσα στελέχη τους ήξεραν από μοτοσυκλέτες. Μπορεί κάποιοι να πιστεύουν πως δεν χρειάζεται να έχεις γνώσεις για μοτοσυκλέτες για να πουλήσεις σκούτερ και παπιά, μπορεί και να πιστεύουν πως οι δύο χώροι (μοτοσυκλετών και σκούτερ – παπιών) δεν συνδέονται μεταξύ τους, πως η αγορά μπορεί να ζήσει και χωρίς τις μοτοσυκλέτες. Μάλλον όμως κάνουν λάθος. Είναι αδύνατον να γνωρίζουμε ακριβή ποσοστά, αλλά είναι σίγουρο πως πάρα πολλοί από αυτούς που αγοράζουν σκούτερ και παπιά είναι μοτοσυκλετιστές που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν μοτοσυκλέτα, ή να έχουν και μοτοσυκλέτα και κάποιο σκούτερ, όπως παλιά.

Με ενοχλεί αφάνταστα όταν τα σκούτερ και τα παπιά αντιμετωπίζονται ως απρόσωπα εμπορεύματα, απογυμνωμένα και απομακρυσμένα από όλη την κουλτούρα του μοτοσυκλετισμού. Ακόμα περισσότερο με πικραίνει όταν και οι μοτοσυκλέτες αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο, όταν επικρατεί η νοοτροπία του «εμπορεύματα είναι κι αυτά, αρκεί ένας τυχαίος πωλητής χωρίς καμία εξειδικευμένη γνώση για να τα πουλήσει». Είναι κλασικό πια το επιχείρημα: Οι μοτοσυκλέτες δεν είναι πλυντήρια. Σπάνια έχουμε περισσότερες απαιτήσεις από ένα πλυντήριο, εκτός από το να κάνει την δουλειά του χωρίς να μας απασχολεί. Οι μοτοσυκλέτες όμως έχουν κάτι πολύ παραπάνω από μια λευκή συσκευή: Γίνονται μέρος της ζωής μας με ένα τρόπο που κανένα άλλο αγαθό δεν μπορεί να πετύχει, και σίγουρα κανένα άλλο μηχανοκίνητο όχημα. Για την δημιουργία κάθε μοτοσυκλέτας, έχουν δουλέψει άνθρωποι που διαθέτουν παρόμοια τρέλα με την δική μας, που απολαμβάνουν τα ίδια πράγματα, που έχουν πονέσει κι αυτοί από πτώσεις, που έχουν απογοητευτεί από τις όποιες δυσκολίες κι έχουν χαρεί από τις επιτυχίες, όπως κι εμείς. Στο δικό μου μυαλό είναι ξεκάθαρο: Τέτοιοι άνθρωποι χρειάζονται, από εκείνους που κάνουν την αρχική σύλληψη και εξέλιξη ενός μοντέλου, μέχρι εκείνους που μας παραδίδουν τα κλειδιά όταν την αγοράζουμε από το κατάστημα, μέχρι εκείνους που θα μας την κάνουν service μετά κι εκείνους που θα μας πουλήσουν ανταλλακτικά και αξεσουάρ. Δυστυχώς, ένα γενικευμένο πια φαινόμενο είναι να απολύονται «οι παλιοί που ξέρουν», γιατί είναι υψηλότερα αμειβόμενοι, και να αντικαθίστανται (;) από όσο πιο χαμηλά αμειβόμενους γίνεται, με την ελπίδα πως θα κάνουν την ίδια δουλειά. Τέτοιο αυτο-παραμύθιασμα; Βγάζεις τον τετρακύλινδρο κινητήρα ενός superbike και τον αντικαθιστάς με έναν no name αλυσοπρίονου προελεύσεως βαθιάς Κίνας, και περιμένεις να έχει τις ίδιες επιδόσεις; Κι όχι μόνο, αλλά να τρέξουν και οι αγοραστές να δώσουν προκαταβολές για να το αγοράσουν;

Κι οι άνθρωποι που πραγματικά ξέρουν δεν είναι αυτοί που μόλις πήραν ένα πτυχίο, αλλά αυτοί που έχουν την εξειδικευμένη εμπειρία και τις ικανότητες που δεν αποκτώνται παρά μόνο με την πολυετή ενασχόληση με το προσωπικό τους όνειρο. Με αφορμή το Fireblade SP, ήρθαν στο μυαλό μου δύο τέτοιοι άνθρωποι που σχετίζονται μαζί του, ο Tadao Baba και ο Dave Hancock, που η επαγγελματική πορεία τους δείχνει ξεκάθαρα πόσο πολύτιμοι είναι οι αντίστοιχοι άνθρωποι, όταν η εταιρία στην οποία εργάζονται τους αξιοποιεί κατάλληλα. Κανείς από τους δυό τους δεν είχε τα τυπικά προσόντα που θεωρητικά θα απαιτούσαν οι θέσεις που είχαν αργότερα. Ο Tadao Baba, πατέρας του Fireblade, είναι 68 ετών σήμερα. Όταν ήταν 14, αγόρασε ένα παπί, και το όνειρό του ήταν να γίνει εργοστασιακός αναβάτης της Honda. Στα 18 του, ξεκίνησε να εργάζεται στο μηχανουργείο του εργοστασίου της Honda στην Saitama, φτιάχνοντας κάρτερ και κεφαλές για τα CB72 και CB77. Τρία χρόνια αργότερα, τον έκαναν αναβάτη δοκιμών στο τμήμα R&D γιατί ήταν καλός αναβάτης, κι έφτασε μάλιστα να κερδίσει το εθνικό πρωτάθλημα στα 125, το 1970. Οι επιτυχίες του στους αγώνες έγιναν αφορμή να τον προσέξει ο Soichiro Honda, κι αναγνωρίζοντας στον Baba το αντισυμβατικό πνεύμα που χαρακτήριζε και τον ίδιο, όχι μόνο έγιναν φίλοι, αλλά όταν είδε πως η κατανόησή του για τις μοτοσυκλέτες και τον τρόπο που εξελίσσονται ήταν αυτή που ήθελε για την εταιρία του, του ανέθεσε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των μελλοντικών μοτοσυκλετών της Honda, γράφοντας στα παλιά του παπούτσια την έλλειψη πτυχίων και τίτλων. Αν και ο Baba ήταν υπεύθυνος για την εξέλιξη πολλών μοτοσυκλετών δρόμου αλλά και εκτός δρόμου της Honda, εμείς τον γνωρίζουμε περισσότερο ως πατέρα των Fireblade, και ειδικά του επαναστατικού πρώτου. Το '87 του ζητήθηκε να αναλάβει εξ ολοκλήρου την ευθύνη για την εξέλιξη του νέου superbike της Honda, στην θέση του Yoichi Oguma, που έγινε πρόεδρος του HRC. Aυτό δείχνει πόσο τον εκτιμούσαν στην Ηοnda, αλλά και πόσο σημαντικό θεωρούσαν αυτό το project. Ο Baba ήταν αγχωμένος φυσικά, αλλά από την άλλη ήταν και στο στοιχείο του: «Τρελαίνομαι να οδηγώ σπορ μοτοσυκλέτες, να έχω αυτό το συναίσθημα ικανοποίησης όταν καταφέρνω να τις ελέγχω όπως θέλω. Στόχος μου ήταν να δημιουργήσω μια μοτοσυκλέτα εύκολη στην οδήγηση, που να περιγράφεται από τις λέξεις «Total Control», την ιδανική μου superbike». Αρχικά, δεν ήταν σίγουροι ούτε για τον κυβισμό, αλλά ο Baba ήθελε χαμηλό βάρος, κι έθεσε ως στόχο τα 190 κιλά, που για τότε ήταν πολύ λίγα. Αρνήθηκε να συμβιβαστεί και να βαρύνει την μοτοσυκλέτα του, απαιτώντας να ξανασχεδιαστούν τα πάντα, ακόμα κι αρνούμενος να συζητήσει περί upside down πιρουνιού, αφού ήταν πιο βαριά. Το συμβατικό πιρούνι που εξέλιξε για το Fireblade δεν έμοιαζε με κανένα άλλο. Παρτά το ότι ήταν εμπειρικός μηχανολόγος και όχι σπουδαγμένος, το CBR900RR ήταν η πρώτη Honda που σχεδιάστηκε με τεχνολογία CAD και την θεωρία της συγκέντρωσης της μάζας κοντά στο κέντρο βάρους, βάζοντας τις βάσεις για όλες τις superbike που ακολούθησαν. Λιγότερο από δύο χρόνια μετά, ο Tadao Baba στάθηκε μπροστά στους αναβάτες εξέλιξης της Ηοnda, που ήταν έτοιμοι να οδηγήσουν τα πρωτότυπα στην πίστα της Suzuka, και τους είπε: «Κύριοι, σήμερα θα οδηγήσετε μια επαναστατική μοτοσυκλέτα». Και η συνέχεια της ιστορίας τον δικαίωσε.

Ανάμεσα σε αυτούς τους αναβάτες δοκιμών ήταν και ο Βρετανός Dave Hancock, που μόλις πριν δυό μέρες είχε αναλάβει τέτοιο ρόλο. Πως έφτασε ως εκεί; Οδηγούσε από 8 ετών. Παράτησε το σχολείο στα 16, για να γίνει μηχανικός μοτοσυκλετών, και στα 20 έτρεχε αγώνες ταχύτητας με ένα Yamaha TR3. Kατάλαβε όμως πως ήταν καλύτερος μηχανικός απ' ότι αναβάτης που θα έπαιρνε πρωταθλήματα, και κατάφερε να γίνει μηχανικός του Steve "Stavros" Parrish, team mate του Barry Sheene. Aργότερα, έφτιαχνε τους αγωνιστικούς κινητήρες για τον Kenny Roberts, κι όταν τελείωσε την καριέρα του ως μηχανικού, δοκίμασε να γίνει πωλητής μοτοσυκλετών, αλλά όπως λέει «δεν ήμουν και πολύ καλός, οπότε με έκαναν διευθυντή». Στην Ηοnda πήγε το 1987, και το 1989 έγινε, μετά από μια συνέντευξη που ο ίδιος θεώρησε πως δεν πήγε καλά, διευθυντής πωλήσεων για την Honda UK. Mέχρι τότε, οι αναβάτες εξέλιξης της Honda ήταν ιάπωνες, που δεν έκαναν και έντονη κριτική στις μοτοσυκλέτες που δοκίμαζαν, για να μην... στεναχωρήσουν τους υπεύθυνους εξέλιξης. Το R&D της Honda όμως ήθελε να το αλλάξει αυτό, και ρώτησαν τον Hancock αν μπορούσε να οδηγήσει γρήγορα. Φυσικά, τους απάντησε ο πρώην αγωνιζόμενος μια Πέμπτη. Πολύ ωραία, του απάντησαν, την Δευτέρα το πρωί να είσαι στην Suzuka! Ακόμη δεν ήξερε τι θα οδηγούσε, αλλά όταν έφτασε εκεί και άκουσε τις δηλώσεις του Tadao Baba, βρήκε μπροστά του δύο πρωτότυπα, ένα 750 κι ένα 900 κυβικών. Παρέα με αυτά, είχαν GSX-R1100 και FZR1000. To Fireblade είχε σχεδιαστεί αρχικά ως 750, και για να βάλουν τον κινητήρα των 900 κυβικών έκοψαν κι έραψαν το πλαίσιο, κάτι που έκανε την αρχική γεωμετρία να πάει περίπατο. «Δεν έστριβε με τίποτα, έχανε το μπροστινό στο τελευταίο σικαίην της Suzuka. Kάπως έτσι καταλήξαμε με εμπρός ζάντα 16 ιντσών αλλά με προφίλ ελαστικού που του έδινε την συνολική διάμετρο ενός τροχού 17 ιντσών... Πάντα ισχυριζόμασταν πως το είχαμε ειδικά σχεδιάσει, αλλά η αλήθεια είναι πως το κάναμε για να διορθώσουμε την λάθος γεωμετρία», εξηγεί ο Hancock. Έτσι, από γενικός διευθυντής πωλήσεων έγινε αναβάτης εξέλιξης, κι όχι μόνο έχει εξελίξει όλα τα Fireblade μέχρι το SP, αλλά διαθέτοντας την σπάνια ικανότητα να αντιλαμβάνεται τι πάει στραβά με μια μοτοσυκλέτα και να προτείνει ταυτόχρονα λύσεις, σύντομα ο ρόλος του αναβαθμίστηκε. Λίγο πριν την παρουσίαση του ST1300 Paneuropean, προειδοποίησε πως η μοτοσυκλέτα συνέχιζε να έχει πρόβλημα σταθερότητας όταν η θερμοκρασία του κινητήρα ζέσταινε τις βίδες που έδεναν τον κινητήρα με το πλαίσιο. Και με το ψαλίδι να στηρίζεται μόνο στον κινητήρα, η σταθερότητα πήγαινε περίπατο. Οι συνάδελφοί του στην Honda τον κατηγόρησαν πως ήταν υπερβολικά επικριτικός, αλλά όταν έγινε η παρουσίαση και όλοι οι δημοσιογράφοι παραπονέθηκαν, την επόμενη κιόλας μέρα του τηλεφώνησε ο ίδιος ο πρόεδρος του R&D και του ανέθεσε την εξής ευθύνη: Από τότε και στο εξής, καμία μοτοσυκλέτα δεν θα έπαιρνε έγκριση παραγωγής από το R&D, αν δεν είχε δώσει το ΟΚ ο Hancock! Αυτό ισχύει ακόμα και σήμερα, που ο Hancock έχει την θέση του επικεφαλής προγραμματισμού προϊόντων και εξέλιξης της Honda Motor Europe.

Για σκεφτείτε το: Ένας άνθρωπος που παράτησε το σχολείο στα 16 του για να γίνει μουτζούρης, έχει την ευθύνη για κάθε ένα νέο Honda: Αν δεν υπογράψει, δεν βγαίνει σε παραγωγή. Κι ένας άλλος πιτσιρικάς παπόβιος, που ξεκίνησε ως μουτζούρης κι αυτός, καθόρισε την εξελικτική πορεία όλων των supersport μοτοσυκλετών. Γι' αυτό και τις αγαπάμε ακόμα περισσότερο όταν μαθαίνουμε τέτοιες ιστορίες, που μας θυμίζουν και μας επιβεβαιώνουν πως οι άνθρωποι και μόνο οι άνθρωποι είναι αυτοί που με τα ελαττώματα και τα προτερήματά τους, την γνώση και την εμπειρία τους, κάνουν τις μοτοσυκλέτες σημαντικές για την ζωή μας. Γι' αυτό οι μοτοσυκλέτες είναι και θα είναι πολύ πιο ανθρώπινες από οποιοδήποτε άλλο «προϊόν», γι' αυτό και τις έχουμε στην καρδιά μας. Και τους αξίζει μια καλύτερη τύχη, ακόμα και στην Ελλάδα της κρίσης.