Editorial 556 - Το φαινόμενο της πεταλούδας

x
Από το

motomag

1/3/2016

"Κουνάει τα φτερά της στον Αμαζόνιο, πέφτει βροχή στην Κίνα". Ή κάπως έτσι. Αυτή η ποιητική μεταφορά των συμπερασμάτων των μελετών του μετεωρολόγου Edward Lorenz, την δεκαετία του ’60, στην ουσία θέλει να εκφράσει πως μια απειροελάχιστη μεταβολή στη ροή των γεγονότων μπορεί να οδηγήσει, μετά την πάροδο αρκετού χρόνου, σε μια εξέλιξη της ιστορίας πολύ διαφορετική (σε σχέση με το αν δεν είχε γίνει η μεταβολή).

Το συμπέρασμα αυτό βγήκε όταν διαπιστώθηκε πως ακόμα και η ελάχιστη απόκλιση στα δεδομένα των συστημάτων διαφορικών εξισώσεων, πολλαπλασιάζονταν με την πάροδο του χρόνου κι έβγαζε τελικά τελείως διαφορετικά αποτελέσματα. Έτσι όμως ανακαλύφθηκαν τα χαοτικά συστήματα.

Ένα τέτοιο κούνημα φτερών που αφορά τον κόσμο των αγώνων έγινε πρόσφατα στις ΗΠΑ. Στο ρόλο της πεταλούδας έχουμε την Υπηρεσία Περιβαλλοντικής Προστασίας (ΕPA, Environmental Protection Agency) των ΗΠΑ και τα φτερά που κούνησε έχουν σχέση με μια διάταξη που αν ενεργοποιηθεί, ούτε λίγο ούτε πολύ θα σημαίνει πως δεν θα μπορεί να γίνεται καμία μετατροπή που θα επηρεάζει τους ρύπους των μοτοσυκλετών που θα τρέξουν σε αγώνες!

Όπως και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έτσι και στις ΗΠΑ είναι παράνομη οποιαδήποτε μετατροπή βγάζει την μοτοσυκλέτα εκτός προδιαγραφών. Νόμιμη είναι στην ουσία μια μοτοσυκλέτα μόνο όταν βρίσκεται ακριβώς στην κατάσταση που περιγράφεται στην έγκριση τύπου της. Κάθε αλλαγή που θα φέρει μεταβολή εις βάρος των εκπεμπόμενων ρύπων και του θορύβου είναι παράνομη και η Ευρωπαϊκή νομοθεσία έχει προχωρήσει ακόμα παραπέρα, προτρέποντας τους κατασκευαστές να φτιάχνουν έτσι τις μοτοσυκλέτες τους ώστε να μην μπορούν (εύκολα τουλάχιστον) ιδιώτες και συνεργεία να αλλάξουν ο,τιδήποτε σχετικό. Κι αν ακόμα νιώθετε πως μια τέτοια κίνηση δεν πρόκειται να μας αγγίξει, θυμηθείτε πως αυτό αφορά ακόμα και το γρανάζωμα, αφού ο θόρυβος για παράδειγμα μετριέται με συγκεκριμένη ταχύτητα εν κινήσει.

Αυτή τη νομοθεσία που απαγορεύει τις μετατροπές στις μοτοσυκλέτες δρόμου η EPA θέλει να την εφαρμόσει και για τις αγωνιστικές. Αν το πετύχει, θα πηγαίνουμε (;) να δούμε αγώνα superbike κι αν δεν καθόμαστε στην εκκίνηση δεν θα πάρουμε χαμπάρι πότε ξεκίνησαν οι μοτοσυκλέτες και μετά, όταν θα περνάνε από μπροστά μας, δεν θα μπορούν να ξυπνήσουν ούτε μωρό που κοιμάται δίπλα στο βιράζ. Κάτι σαν βωβός κινηματογράφος, άσχετα αν από τις νορμάλ εξατμίσεις των "racing" θα βγαίνουν λουλουδάκια. Από την διάταξη εξαιρούνται οι "non-road engines", οι κινητήρες δηλαδή που προορίζονται μόνο για αγώνες και δεν προϋπήρχαν σε μοτοσυκλέτες νόμιμες για κυκλοφορία στο δρόμο. Έτσι, τα motocross για παράδειγμα εξαιρούνται, αλλά όσα αγωνιστικά βασίζονται σε μοτοσυκλέτες δρόμου όχι, όπως τα supersport, superstock και superbike. Αγώνες θα μπορούν να γίνονται, αλλά οι μοτοσυκλέτες θα είναι πιο αργές, και πολύ πιο ήσυχες, και η απόδοση της νορμάλ μοτοσυκλέτας όπως βγαίνει από το εργοστάσιο θα είναι και το μεγαλύτερο κριτήριο για την αγωνιστική της επιτυχία. Γιατί αν δεν επέμβει κανείς στα συστήματα τροφοδοσίας, εισαγωγής και εξαγωγής του κινητήρα, ελάχιστα πράγματα μπορεί να κάνει για να αυξήσει την απόδοση, επίσης... ελάχιστα. Τους ρύπους επηρεάζουν στοιχεία όπως το overlap και συνολικά ο χρονισμός των εκκεντροφόρων, το φίλτρο αέρα, η θερμοκρασία του κινητήρα κι ένα σωρό άλλοι τομείς, όπου οι μηχανολόγοι των αγωνιστικών ομάδων δεν θα μπορούν πια να επέμβουν και το μεγαλύτερό τους όπλο θα είναι το παλιό καλό blueprinting, δηλαδή η διαδικασία του να κάνεις τον κινητήρα και τα υποσυστήματά του όσο πιο μαμά γίνεται, ακριβώς στις προδιαγραφές του κατασκευαστή. Αντί να λέμε δηλαδή "Πω πω καραφτιαγμένο είναι το εργαλείο, τούμπανο!", θα λέμε "Πω πω φίλε είδα ένα RR τελείως μαμά μιλάμε!". Τραγωδία.

Οι επιπτώσεις όμως μιας τέτοιας διάταξης πάνε πολύ πιο πέρα από το αν θα είναι συναρπαστικοί οι αγώνες και πόσα άλογα θα βγάζουν τα superbike. Θα σημαίνει πως η πώληση βελτιωτικών αξεσουάρ θα είναι παράνομη, αν αυτά τα αξεσουάρ θα κάνουν την μοτοσυκλέτα να ξεφύγει από τις προδιαγραφές, έστω και στο ελάχιστο. Λαθραία και στη μαύρη θα πουλιούνται οι racing εξατμίσεις, τα power commander και τα συναφή, με χειροπέδες θα οδηγούνται στον εισαγγελέα όσοι κοροϊδεύουν τον σένσορα της θερμοκρασίας για να κάνουν το μίγμα λίγο πιο πλούσιο... Ένα τεράστιο κομμάτι της αγοράς των βελτιωτικών αξεσουάρ θα κηρυχθεί παράνομο. Φυσικά, οι ενώσεις των κατασκευαστών ειδικού εξοπλισμού στις ΗΠΑ έχουν φρικάρει, και θα κάνουν ό,τι μπορούν για να αποτρέψουν αυτή την κατάσταση, η ρετσινιά όμως θα έχει κολλήσει κι η ζημιά θα περιμένει για να γίνει, ίσως λίγο αργότερα. Η συνολική ζημιά για όλο το κύκλωμα, αγωνιζόμενους, ομάδες, κατασκευαστές εξαρτημάτων βελτιώσεων, πίστες, λαστιχάδες και τόσους άλλους, θα είναι τεράστια, και θα αλλάξει δραματικά τον χάρτη. Αν εφαρμοστεί η διάταξη, κάτι που θα ξέρουμε τον Ιούλιο.

Και τι θα σημαίνει αυτό για τις μοτοσυκλέτες που αγοράζουμε για το δρόμο; Για τους κατασκευαστές οι προφανείς λύσεις είναι δύο: Απ’ τη μια, να βρουν το παραθυράκι που θα τους επιτρέψει να πουλάνε μοτοσυκλέτες που θα προορίζονται μόνο για αγώνες, χωρίς η όποια EPA να μπορεί να αποδείξει πως οι κινητήρες τους προέρχονται από μοτοσυκλέτες δρόμου. Κι απ’ την άλλη, όχι μόνο θα έχουν το βραχνά των όλο και αυστηρότερων προδιαγραφών, που κάνουν τελικά τις νορμάλ μοτοσυκλέτες βαρύτερες και πιο αργές, αλλά θα πρέπει να τις κάνουν και πιο γρήγορες από του ανταγωνισμού, αν θέλουν να έχουν κάποια επιτυχία στους αγώνες. Γι’ αυτούς, οι κατηγορίες που δεν έχουν σπορ χαρακτήρα, όπως τα νεο-ρετρό, θα είναι θείο δώρο... Οι άλλες, μπελάς. Μέχρι τότε, θα ζω για την στιγμή που οι μπάτσοι στα μπλόκα θα μπριζώνουν την ηλεκτρονική μας για να δουν αν έχουμε επέμβει στη χαρτογράφηση και που το Ζετάκι μου με την Takegawa του δεν θα περάσει τεχνικό έλεγχο, γιατί θα είναι λέει πολύ πειραγμένο για να μπει στην κατηγορία Superstock του Ελληνικού Πρωταθλήματος.

 

editorial 537 - Τι ονειρεύεσαι;

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

31/7/2014

Είναι περίεργο που ένα ταξίδι το ονειρεύομαι πιο πολύ μετά παρά πριν; Ίσως γιατί μ’ ένα ταξίδι σου ανοίγει η όρεξη και για άλλα, ίσως γιατί μια εικόνα μόνο από το ταξίδι μπορεί να σου δώσει την αφορμή για πολλά ακόμα, όνειρα ή ταξίδια. Η εξόρμησή μας στην Ροδόπη, πίσω από τα σύνορα, έδωσε πλήθος τέτοιες εικόνες, έλυσε πολλές απορίες και δημιούργησε ακόμα περισσότερα όνειρα.

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 εξερευνούσαμε με τους Λαρισαίους φίλους τα μέρη της "δικής μας" Ροδόπης. Ζόρικα τότε τα πράγματα, τα σύνορα σοβαρή υπόθεση, ο στρατός παντού, περιοχές ολόκληρες αποκλεισμένες. Για να μπεις στα Πομακοχώρια, πάνω από την Ξάνθη, χρειαζόταν έγγραφη άδεια από την ασφάλεια της πόλης σου, στην οποία αναφερόταν τα πάντα, από τα οχήματα έως και τα άτομα της παρέας. Στρατιωτικό φυλάκιο με μπάρα, στον κεντρικό δρόμο, τσεκάριζε τόσο τους τουρίστες όσο και τους ντόπιους, που ζούσαν σε ελεγχόμενη περιοχή, χωρίς ελεύθερη διακίνηση. Δεν γνωρίζω να υπήρχε αυτό το καθεστώς πουθενά αλλού στην Ελλάδα. Οι άνθρωποι συνεσταλμένοι, πάντα ευγενικοί, τα χωριά πεντακάθαρα, στις βρύσες πάντα κύπελλο για να πίνει αυτή η φιγούρα που μάλλον έχει εκλείψει πια, ο διαβάτης. Άλλος κόσμος.

Επειδή όμως πάντα μας τραβούσαν τα κενά του χάρτη, κολλήσαμε στην περιοχή που χοντρικά εκτείνεται από το Κάτω Νευροκόπι ως τα Πομακοχώρια, σ’ αυτά τα ατέλειωτα δάση της Ροδόπης με τα μυθικά ονόματα Καράντερε, Ζαγκραντένια, Λεπίδα, Τσάκαλος, Μπαρτάκοβα... Τα εξερευνήσαμε βήμα βήμα και ροδιά ροδιά, χωνόμασταν σε κάθε δρόμο όσο παρατημένος κι αν ήταν, μέχρι που βγαίναμε κάπου ή αναγκαζόμασταν να γυρίσουμε πίσω. Τότε, τα μηχανάκια της παρέας δεν θα μπορούσαν να είναι πιο ετερόκλητα... Από Χουσκβάρνες Βέ Αρ τετρακόσα και Ταφ Έψιλον πέντε-δέκα, μέχρι Ιξάρ ιξακουσάρ για μένα, ως Μοντέζες Ήτα Εφτά δυόμισι και τρία-εξήντα, αλλά και Ιξιλάρ ένα-εικοσπέντε και Καέλ δυόμισι και Μεζέ Ιτιζέντ εκατό πενήντα, αλλά και Ιξελές πεντακόσια... Τέτοια τρέλα μας είχε πιάσει με το Καράντερε, που μια φορά ξεκίνησα δικάβαλος με δίχρονο Cagiva 125 Cruiser από Αθήνα, φορτωμένο με τα πάντα...

Εκεί πάνω μάθαμε πως όταν τα δρομάκια που καταλήγουν σε μικρό πλάτωμα "αναστροφής", τα σύνορα ήταν πάντα κοντά. Από το Ε/Φ Τσάκαλος, τότε που είχε ακόμα φαντάρους, πριν το αφήσουν να ρημάξει αντί να γίνει καταφύγιο ή κάτι χρήσιμο, βλέπαμε τις υπερυψωμένες σκοπιές των Βουλγάρων, κι αναρωτιόμασταν πως να είναι από την άλλη μεριά. Σύντομα αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε πως τα σύνορα, παρά το χαντάκι και τα άσπρα κολωνάκια, ήταν απλά διακοσμητικά. Πώς να ελέγξεις τόσα βουνά, τόσα περάσματα; Βρίσκαμε μονοπάτια που ξεκινούσαν από το "Ελληνικό" και περνούσαν ακάθεκτα στο "Βουλγάρικο", όπως έκαναν χιλιάδες χρόνια τώρα. Συναντούσαμε τύπους που έξαλλοι μας απειλούσαν με καραμπίνες, γιατί φοβόντουσαν μήπως τους χαλάσουμε τις βρωμοδουλειές και τα λαθρεμπόριά τους... Βρίσκαμε καλύβες σε ξέφωτα κοντά στα σύνορα, με επιγραφές στα Βουλγάρικα στους τοίχους τους και τσοντοεφημερίδες στα κυριλλικά πεταμένες στο πάτωμά τους... Πετυχαίναμε Βούλγαρους φαντάρους να κόβουν βόλτες στο ελληνικό έδαφος, κι ακούγαμε ιστορίες για δεσμούς μεταξύ των πληθυσμών που κρατούσαν από πριν τα κλειστά σύνορα, από τότε που οι Σαρακατσαναίοι βόσκαγαν όλη την περιοχή και μετακινούνταν ελεύθερα και στις δύο χώρες. Αλλά ήρθε ο πόλεμος και μετά τον πόλεμο ήρθαν οι κολεκτίβες, και μια μέρα, αρχές δεκαετίας του ’50 φθινόπωρο, όπως κατέβαιναν οι Σαρακατσαναίοι τα βουνά, ο Βουλγάρικος στρατός είχε μπλοκάρει τα περάσματα, τα καμιόνια έτοιμα, τα πρόβατα φορτώθηκαν όλα εκτός από πέντε για κάθε οικογένεια, η κάθοδος στην Ελλάδα απαγορεύτηκε. Τα σκυλιά, λένε οι ιστορίες, γύρισαν μόνα τους στα χειμαδιά.

 

Οι άνθρωποι σπάνιζαν εκεί πάνω, μόνο κάποιους δασεργάτες συναντούσαμε, αλλά από ζώα άλλο καλό. Ελάφια ακούγαμε, ζαρκάδια βλέπαμε, αετούς, αγριόγατους, ίχνη και σκατούλες από αρκούδες, τα πάντα όλα. Τα χωριά όμως που κάποτε υπήρχαν εκεί πάνω, σήμερα είναι μόνο κάτι σωροί από πέτρες, κάτι μάντρες, κάτι γεφύρια, ένα μονοπάτι. Κι όταν επιτέλους πέρασα τα σύνορα για να δω και την άλλη μεριά για πρώτη φορά, ήταν Φεβρουάριος κι είχε δυό μέτρα χιόνι, αλλά τα χωριά ήταν όλα ζωντανά, γεμάτα κόσμο, οι δρόμοι ανοιχτοί, χωριά στα 1350 μέτρα υψόμετρο κι ακόμα ψηλότερα, ξέρετε, από αυτά που στην Ελλάδα εγκαταλείπονται το χειμώνα από τους λιγοστούς κατοίκους τους.

Σήμερα που τα ταξίδια είναι πιο εύκολα και τα σύνορα πιο προσιτά, αφού Βουλγαρία πηγαίνεις μόνο με ταυτότητα και δεν υπάρχει πια το άγχος της φύλαξης των παραμεθόριων περιοχών από "κατασκόπους", μπορούμε να περιπλανηθούμε πίσω από τα σύνορα και να δούμε πώς μια γραμμή στο χάρτη αλλάζει τη ζωή των ανθρώπων. Είναι χαρακτηριστικό πως μέχρι το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα υπήρχαν πάρα πολλές διαβάσεις μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, όσο οι μετακινήσεις γινόταν με τα πόδια, κι όσο τα καραβάνια με τα αλογομούλαρα και τις καμήλες μετέφεραν εμπορεύματα. Ο πόλεμος τα άλλαξε όλα αυτά, τα ορεινά περάσματα επίσημα έκλεισαν, οι αμαξιτοί δρόμοι βλέπετε ελέγχονταν πολύ πιο εύκολα, τα καθεστώτα ήταν ενάντια στην επαφή και την διακίνηση, ανθρώπων, εμπορευμάτων, ιδεών...

Ένα πράγμα που ζήλεψα, απ’ αυτά που είδα στο ταξίδι μας, ήταν τα εκατοντάδες χιλιόμετρα σηματοδοτημένων μονοπατιών, που συνεχίζουν να θυμίζουν πως ήταν και πως είναι ακόμα, για όσους θέλουν να μετακινούνται με φυσικό τρόπο, οι δρόμοι σε ανθρώπινο μέτρο. Είσαι ας πούμε στο Smolyan, το παλιό Πασμακλή, και βλέπεις πινακίδες σήμανσης μονοπατιού για Gotse Delchev, το Άνω Νευροκόπι, που σε ευθεία γραμμή είναι 80 χιλιόμετρα μακριά. Όλη την περιοχή που περιηγηθήκαμε την διασχίζουν προς κάθε κατεύθυνση σηματοδοτημένα και μη μονοπάτια, και μερικά ήταν πολύ προκλητικά... Πολύ θα το ήθελα να περπατήσω από χωριό σε χωριό, παράλληλα με τα σύνορα, πολύ θα το ήθελα να κατασκηνώσω με την εντουροπαρέα μου στις όχθες της Siroka Poljana και να χάνομαι κάθε μέρα στα ατέλειωτα δάση. Βλέπαμε τα δρομάκια, βλέπαμε τα μονοπάτια, λίγο θέλαμε να ξεχάσουμε και MEGA TEST και φωτογραφήσεις και επιστροφή στην Αθήνα, και να μείνουμε εκεί πάνω παλεύοντας με τα θηρία.

Εντύπωση επίσης μου έκανε πως ΟΛΑ τα παραμεθόρια χωριά είχαν συγκοινωνία, με τα φοβερά βανάκια UAZ-452, που το παρατσούκλι τους λόγω σχήματος είναι "φρατζόλες". Και θεωρώ πολύ πιο οικο-λογική την χρήση του ίδιου τύπου αυτοκινήτου από το 1960 μέχρι σήμερα, με κάποιες λίγες βελτιώσεις. Όπως και οι μοτοσυκλέτες που χρησιμοποιούνται από τότε στα βουλγάρικα βουνά, οι ΙΖΗ Planeta 350, κι εξακολουθούν να φροντίζουν την μετακίνηση των κατόχων τους. Μπορεί τα UAZ να μην είναι ό,τι πιο σύγχρονο και άνετο και με εικοσιεφτά αερόσακους, αλλά υπάρχουν, εξακολουθούν να δουλεύουν και το κυριότερο, φροντίζουν για την συγκοινωνία των χωριών.

Κάτι άλλο που θα ονειρευόμουν και για την δική μου χώρα, και που ισχύει στην βουλγάρικη μεθόριο, είναι η πανταχού παρούσα δασική της υπηρεσία. Σ’ έναν τόπο με 90% δασοκάλυψη, καταλαβαίνετε πόσο σημαντικό είναι αυτό. Φαίνεται βέβαια, από τα εγκαταλελειμμένα κτίρια στα βουνά, πως κάποτε η δασική τους υπηρεσία ήταν πολυπληθέστερη, αλλά ακόμα κι έτσι είχαν φύλαξη όλων των κεντρικών διασταυρώσεων, όπως και συνεχή παρουσία στους δασικούς δρόμους. Δασικός σταμάτησε, ενώ ήμασταν ήδη κατασκηνωμένοι σε ένα από τα πολλά κιόσκια-camp, και μας σύστησε να ανάβουμε φωτιά μόνο εκεί. Πραγματικά χαρήκαμε που έδειχναν τέτοιο ενδιαφέρον, πουθενά δεν είδαμε καμένα, πουθενά παλιά φωτιά πέρα από τα μέρη που επιτρέπεται. Ευτυχώς, σκεφτόμουν, που δεν μιλάω βουλγάρικα, γιατί, τι θα του έλεγα; Πως τα δάση της Ελλάδας τα έχει ρημάξει η λαθροϋλοτομία, ειδικά τα τελευταία χρόνια; Πως έφευγαν νταλίκες φορτωμένες λαθραία ξυλεία, ακόμα κι από νησιά όπως η κατακαμένη Κεφαλλονιά, και κανείς δεν νοιαζόταν;

 

Έβλεπα τα δικά τους ζωντανά ορεινά χωριά, κι ονειρευόμουν να μπορούσαν να ξαναγίνουν και τα δικά μας έτσι. Η συντριπτική πλειοψηφία των χωριών που είδαμε το καταφέρνουν αυτό χωρίς εισοδήματα από τον τουρισμό. Ένα σημείο κλειδί πρέπει να είναι ότι το κάθε σπίτι έχει τον κήπο του όπου καλλιεργεί τα λαχανικά του, συν κάποια οικόσιτα ζώα. Μπορεί στα δικά μας κυριλέ –τρομάρα μας- μάτια να μοιάζουν φτωχικά, και να είναι, υπάρχει όμως μια μεγάλη αξιοπρέπεια στην μερική, έστω, αυτάρκεια.

Παρατηρούσαμε πως πολλοί έκαναν εξορμήσεις στα δάση και μάζευαν μανιτάρια, βατόμουρα κι άλλα καλά του δάσους, τα οποία μαζί με την περίσσεια των λαχανικών θα συντηρηθούν για να φαγωθούν τον χειμώνα. Αλλά εμείς θέλουμε να είναι όλα αγοραστά, μάρκα τάδε, και επίσημα πια, να τρώμε μόνο μεταλλαγμένα της Monsanto. Ακούστε και τον Πούτιν σχετικά με τα μεταλλαγμένα, και συγκρίνετε τις απόψεις του με αυτές των Ελλήνων πολιτικών.

Θαυμάσαμε τις τεχνητές λίμνες τους, τέσσερις μεγάλες στην περιοχή που επισκεφτήκαμε, κι είδαμε πόσο τις χαίρονται τα Σαββατοκύριακα οι κάτοικοι των γύρω περιοχών. Κατασκηνώνουν στις όχθες τους, κάνουν καγιάκ, βόλτες με τις βάρκες τους, ρίχνουν κι ένα ξεγυρισμένο ψάρεμα για το φαγητό τους. Στις δικές μας, τα πάντα απαγορεύονται, γιατί δεν ανήκουν φαίνεται στο ελληνικό κράτος, αλλά στη ΔΕΗ ή κι εγώ δεν ξέρω σε ποιόν.

Ονειρεύομαι να μπορούσα να τριγυρίζω εκεί στην Ροδόπη πίσω απ’ τα σύνορα για μήνες, χρόνια... Με τα πόδια, με εντούρο, με on-off, με αυτοκίνητο, με UAZ και IZH και με τα κάρα των τσιγγάνων που συναντήσαμε. Να περπατήσω πάλι τα ξεχασμένα ορεινά περάσματα που ένωναν κάποτε τους τόπους, όταν δεν τους χώριζαν τα σύνορα και οι "αγορές", όπως το κάνουν σήμερα. Να μπορούσα να καταλάβω πως έχουν βιώσει αυτοί οι άνθρωποι τις δεκαετίες που πέρασαν, να καταλάβω γιατί αυτή η γιαγιά στη Mugla είχε τόσο μεγάλο ενδιαφέρον να μας δείξει από που πάει το μονοπάτι για Trigrad, αυτό που περνάει από τα τσαΐρια με τις λιμνούλες, ψηλά στο βουνό. Να ζήσω για λίγο στο Trigrad, να βγω εντουράδα με τους ντόπιους, να καταλάβω και τι σημαίνει γι’ αυτούς ένα τζαμί και μια εκκλησία δίπλα δίπλα. Να μάθω την καταγωγή των κατοίκων του Gela, που δηλώνει γενέτειρα του Ορφέα, και που οι φωτογραφίες τους έξω από την Αγία Τριάδα θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι παλιές από τα δικά μας Βλαχοχώρια. Για να είναι από δω, ο Ορφέας μάλλον τσομπάνος θα ήταν, και θα έπαιζε την μουσική του όσο έβοσκε τα γελάδια του. Ή ξυλοκόπος, γιατί τι άλλο να κάνει κανείς εδώ; Ίσως κάποιες τέχνες που τώρα πια έχουν ξεχαστεί.

 

Τι καλύτερο; Λίγο λίγο τα όνειρά σου να γίνονται ταξίδια, βόλτες, παρέες, τοπία, άνθρωποι με τους οποίους δεν έχεις κοινή γλώσσα, αλλά εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε-γέλασε, κάπως την βρίσκεις την άκρη, αυτή την άκρη των αόρατων νημάτων που συνδέουν όλους τους Βαλκάνιους. Γειτονιά μας είναι, κι η μοτοσυκλέτα είναι ακόμα ένας τρόπος για να την γνωρίσουμε, και να κάνουμε ακόμα περισσότερα όνειρα πίνοντας με την παρέα μας μπύρα Kamenitza, σε κάποιο φιλόξενο κιόσκι της Ροδόπης. Και κάπου εκεί ίσως καταλάβουμε πως όταν ένας καβαλάρης με την μοτοσυκλέτα του συναντιέται στα οροπέδια του Sveti Petar με έναν καβαλάρη τσιγγάνο και χαιρετιούνται, έχουν περισσότερα κοινά να τους ενώνουν, παρά διαφορές που τους χωρίζουν.