Editorial 552 - Ο άγραφος νόμος

Από το

motomag

1/11/2015

Δεν έχει υπάρξει μέχρι σήμερα αγώνας όπου προπορευόμενος αναβάτης να μην ανοίξει την γραμμή του έτσι ώστε αυτός που τον ακολουθεί να επιβραδύνει, και να μην τον προσπεράσει. Ακόμα και στον αγώνα της Sepang ο Marquez το είχε κάνει στον Rossi, κι όχι μια φορά. Κι όλα καλά. Όταν όμως ήδη ο Rossi από την συνέντευξη τύπου της Πέμπτης είχε επισημάνει πως ο Marquez εσκεμμένα τον καθυστερεί, ήρθε ο αγώνας της Κυριακής για να επιβεβαιωθεί. Όταν ο Lorenzo έφτασε τον Marquez, εκείνος του άφησε την πόρτα ορθάνοιχτη, χωρίς να κάνει καμία προσπάθεια να τον κυνηγήσει. Μόλις του έκανε το ίδιο ο Rossi, λύσσαξε! Αρκετές φορές μέσα στους επόμενους γύρους τα πράγματα ήταν οριακά, με τον Marquez να σηκώνει πολύ νωρίς το μηχανάκι του προσπερνώντας τον Rossi, γνωρίζοντας πως στην επαφή πίσω τροχού με μπροστινό νικάει ο πίσω – κι ο άλλος πέφτει. Η προειδοποίηση του Rossi την Πέμπτη δεν είχε πιάσει τόπο. Ο Marquez, που καθυστερούσε σκόπιμα τον Rossi στην Αυστραλία, έκανε τα ίδια και χειρότερα – κι η δικαιολογία του, πως τάχα έκοβε για να κρυώσει το μπροστινό του λάστιχο, δεν στέκει, αφού στο τέλος του αγώνα, μετά από αρκετούς γρήγορους γύρους και με φαγωμένο το μπροστινό, έκανε χρόνο ρεκόρ...

Και πάμε στην επίμαχη στροφή, αυτή που θα στοιχειώσει τον Rossi, τον Marquez αλλά κυρίως το πρωτάθλημα που όπως όλα δείχνουν, σερβιρίστηκε στο πιάτο του LorenzoO Rossi κόβει, ανοίγει την γραμμή του, αλλά ούτε αλλάζει πορεία ούτε επιβραδύνει ή επιταχύνει ξαφνικά. Κοιτάζει τον Marquez, αφού ήδη του έχει κάνει μια χειρονομία του στυλ "Μα τι θέλεις πια; Παράτα με!". Δίπλα του, ο Marquez κάνει μια πρώτη απόπειρα να πλαγιάσει, τεντώνει το σώμα του προς το εσωτερικό της στροφής, αλλά με δίπλα του τον Rossi, ξαναμαζεύεται. Στα slow motion των βίντεο, φαίνεται ξεκάθαρα πως αμέσως μετά ο Marquez επιταχύνει, σκύβει το κεφάλι και το σώμα του και χτυπάει με το δεξί του χέρι τον μηρό του Rossi, που πιέζεται προς το ρεζερβουάρ. Αν προσέξετε, θα δείτε πως το σώμα του Rossi κάνει μια κίνηση για να ισορροπήσει, κι αμέσως μετά το γόνατό του ανοίγει προς τα έξω. Η μοίρα του Marquez όμως, είχε προδιαγραφεί πριν ανοίξει το γόνατο του Rossi προς τα έξω: O ίδιος ο Marquez είπε πως o Rossi με το πόδι του του πάτησε το φρένο, χωρίς να μας εξηγήσει πως έγινε αυτό αφού υπάρχει προστατευτικό στην άκρη των κλιπόν. Και μια μοτοσυκλέτα, πάνω από 210 κιλά μαζί με τον αναβάτη της, και ήδη πλαγιασμένη, και με ανοιχτό το γκάζι, ΔΕΝ πέφτει αν την ακουμπήσει ένα γόνατο. Τι συμβαίνει όμως αν μια μοτοσυκλέτα που επιταχύνει, οδηγηθεί από τον αναβάτη της έτσι ώστε να χτυπήσει με το χέρι του τον μηρό του προπορευόμενου; Στρίβει το τιμόνι της δεξιά, το μπροστινό διπλώνει, και πέφτει από low siding, όπως ακριβώς ο Marquez. Επιπλέον, ούτε εκνευρισμένος φάνηκε, ούτε κάποια χειρονομία έκανε, ενώ όταν είχε πέσει στην Aragon ήταν έξαλλος. Φάνηκε σαν να ήξερε πως οι εντυπώσεις ήταν ήδη με το μέρος του, πως θα κέρδιζε περισσότερα με μια πτώση...

Αυτό όμως που γεννάει τα περισσότερα ερωτηματικά είναι η απόφαση της διεύθυνσης του αγώνα σχετικά με το συμβάν, και η τιμωρία τoυ Rossi. Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο Mike Webb, race director των MotoGP, δήλωσε πως όντως ο Marquez σκόπιμα έκοβε το ρυθμό του Rossi, αλλά πως δεν μπορούσε να κάνει κάτι γι’ αυτό γιατί δεν το προβλέπει ο κανονισμός! Επιπλέον, τιμωρείται ο Rossi γιατί "επίτηδες ανοίχτηκε στην στροφή 14 ώστε να αναγκάσει άλλον αναβάτη να βγει εκτός αγωνιστικής γραμμής, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα επαφή που έκανε τον άλλον αναβάτη να πέσει. Αυτό θεωρείται ανεύθυνη οδήγηση που δημιουργεί κινδύνους για άλλους αγωνιζόμενους". Η άποψή μου είναι πως η απόφαση αυτή είναι άκρως συναισθηματική, και λήφθηκε μόνο από τις εντυπώσεις της πρώτης στιγμής, κι όχι από την μελέτη των στοιχείων και τις συνομιλίες με τους αναβάτες, που κράτησαν μία ώρα. Φυσικά και οι αγωνιζόμενοι επίτηδες ανοίγονται έτσι ώστε αυτός που τους ακολουθεί να μην έχει πια που να πάει, και να κόψει. Το κάνουν συνέχεια, όλοι, από τότε που υπάρχουν αγώνες, γίνεται συνέχεια και στα MotoGP χωρίς συνέπειες για τους εμπλεκόμενους αναβάτες. Αν απαγορευόταν η άμυνα, δεν θα μπορούσαμε να έχουμε αγώνες. Φυσικά και ο Rossi παραδέχθηκε πως επίτηδες επιβράδυνε, αλλά ούτε αυτό το απαγορεύουν οι κανονισμοί. Όπως δεν απαγορεύουν και να κοιτάς τον αντίπαλό σου, είτε αυτός βρίσκεται πίσω σου, δίπλα σου, ή μπροστά σου. Η ευθύνη όμως για την πτώση του Marquez βαρύνει τον ίδιο: Εκείνος επιτάχυνε και έγειρε την μοτοσυκλέτα του ενώ βρισκόταν πιο πίσω και δίπλα από τον Rossi. Kι αυτό, το προβλέπουν οι κανονισμοί: Όποιος βρίσκεται μπροστά, μπορεί να επιλέξει την ταχύτητά του και την πορεία του. Όποιος έρχεται από πίσω, οφείλει να προσαρμοστεί ανάλογα. Σ’ αυτή την περίπτωση γιατί δεν ίσχυσε ο κανονισμός;

Πέρα όμως από τους γραπτούς νόμους, που όπως όλοι ξέρουμε οι άνθρωποι τους εφαρμόζουν όποτε και αν τους βολεύει, υπάρχουν και οι πολύ πιο ισχυροί, οι άγραφοι νόμοι. Κι αυτοί λένε πως ΔΕΝ εμποδίζεις επίτηδες αναβάτη που προηγείται στην βαθμολογία και πάει για πρωτάθλημα, ειδικά όταν εσύ το έχεις χαμένο από χέρι. Κι ο Marquez το έκανε συνειδητά σε δύο αγώνες. Κι οι αγώνες ποτέ δεν ήταν περίπατος σε ανθισμένο λιβάδι, κι οι αγωνιζόμενοι ποτέ δεν ήταν οι παρθένες που κάνουν τον περίπατό τους. Είτε θέλει να το παραδεχτεί κάποιος είτε όχι, οι αγώνες είναι άγριοι, βίαιοι και επικίνδυνοι. Και δεν καταλαβαίνω καθόλου όλους όσους βγήκαν σαν θεούσες με κότσο φωνάζοντας "ουουου σιξ σιξ σιξ, μα τι αντιαθλητική συμπεριφορά ήταν αυτή, εμείς εδώ στους αγώνες ήμασταν πάντα κυρίες". Ούτε με πείθει το "δεν το προβλέπει ο κανονισμός", γιατί είναι σαν να νομιμοποιεί τακτικές σαν του Marquez. Και πιο πολύ απ’ όλα, θέλω τα πρωταθλήματα να κρίνονται στην πίστα, κι όχι στα γραφεία. Αυτός είναι ένας ακόμα λόγος για τον οποίο θεωρώ την τιμωρία του Rossi άδικη.

ΥΓ: Φαντάζεστε να γινόταν αυτό στο Mugello, στην Ιταλία; Δεν θα είχε μείνει τίποτα όρθιο.

ΥΓ2: Στην απονομή ο Lorenzo γιουχαρίστηκε έντονα κι έφυγε χωρίς να πάρει το κύπελλό του... Οι άγραφοι νόμοι που λέγαμε, κι ένα πρωτάθλημα που δεν θα έχει την ικανοποίηση να λέι πως πήρε μόνο χάρη στις δικές του προσπάθειες.

ΥΓ3: Κι αν, λέω αν, στην εκκίνηση του τελευταίου αγώνα οι περισσότεροι αναβάτες ξεκινήσουν πολύ χλιαρά κάνοντας στην άκρη για να περάσει ο Rossi, θα τιμωρηθούν; Ο κανονισμός δεν το απαγορεύει!

editorial τ.531 - άνθρωποι και μοτοσυκλέτες

Από το

Μαύρο Σκύλο

31/1/2014

Zήσαμε την άνοδο και την κορύφωση της μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα, τώρα ζούμε την παρακμή της. Κι όχι μόνο σε απόλυτους αριθμούς. Το 2007, όταν οι συνολικές πωλήσεις δικύκλων πλησίαζαν τις μαγικές 100.000 μονάδες, οι μοτοσυκλέτες ήταν το 23% της αγοράς, με το υπόλοιπο 70% να είναι παπιά και σκούτερ. Σήμερα έχουμε φτάσει σε άλλα ποσοστά: Τα σκούτερ σήμερα αντιπροσωπεύουν το 60% της αγοράς, τα παπιά 30% και οι μοτοσυκλέτες έχουν κάτω από 10%. Κι αυτά τα ποσοστά δεν αντιπροσωπεύουν το τζίρο σε χρήματα, αφού τις καλές χρονιές οι μοτοσυκλέτες που πωλούνταν ήταν σαφώς μεγαλύτερες και ακριβότερες απ' ότι σήμερα. Σε επίπεδο πωλήσεων μοτοσυκλετών, έχουμε γυρίσει πίσω στα επίπεδα των αρχών της δεκαετίας του '90. Τότε όμως κανείς δεν μιλούσε για κρίση, με βάση τις πωλήσεις μοτοσυκλετών. Η αγορά, οι αντιπροσωπείες και τα καταστήματα, ήταν λίγο πολύ σεταρισμένα για τις πωλήσεις της εποχής. Αυτό που κάνει τις σημερινές πωλήσεις να φαίνονται απελπιστικά λίγες, είναι πως η αγορά τις εποχές της αφθονίας γιγαντώθηκε, κι ο αριθμός των καταστημάτων πολλαπλασιάστηκε. Ανάλογα, κι ακόμα πιο γιγαντωμένα, ήταν τα φαινόμενα στο χώρο του αυτοκινήτου, όπου κάθε κωμόπολη απέκτησε γιγαντιαίες κάθετες μονάδες, που δεν έμελλε να ζήσουν πολύ. Όταν τα πράγματα δυσκόλεψαν, οι αντιπροσωπείες άρχισαν να συρρικνώνονται, και πραγματικά, πολλές από αυτές δεν είναι παρά φαντάσματα του παλιού τους εαυτού. Η επιβίωση είναι ο πρώτος και τελευταίος στόχος. Και λογικά. Εκεί που δεν είμαι σίγουρος πως γίνονται οι σωστές κινήσεις, είναι στις μεθόδους με τις οποίες η κάθε αντιπροσωπεία υπολογίζει πως θα επιβιώσει. Δυστυχώς, υπάρχουν κάποιες αντιπροσωπείες που έχουν ξεγράψει λίγο-πολύ τις μοτοσυκλέτες, κι έχουν απολύσει όσα στελέχη τους ήξεραν από μοτοσυκλέτες. Μπορεί κάποιοι να πιστεύουν πως δεν χρειάζεται να έχεις γνώσεις για μοτοσυκλέτες για να πουλήσεις σκούτερ και παπιά, μπορεί και να πιστεύουν πως οι δύο χώροι (μοτοσυκλετών και σκούτερ – παπιών) δεν συνδέονται μεταξύ τους, πως η αγορά μπορεί να ζήσει και χωρίς τις μοτοσυκλέτες. Μάλλον όμως κάνουν λάθος. Είναι αδύνατον να γνωρίζουμε ακριβή ποσοστά, αλλά είναι σίγουρο πως πάρα πολλοί από αυτούς που αγοράζουν σκούτερ και παπιά είναι μοτοσυκλετιστές που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν μοτοσυκλέτα, ή να έχουν και μοτοσυκλέτα και κάποιο σκούτερ, όπως παλιά.

Με ενοχλεί αφάνταστα όταν τα σκούτερ και τα παπιά αντιμετωπίζονται ως απρόσωπα εμπορεύματα, απογυμνωμένα και απομακρυσμένα από όλη την κουλτούρα του μοτοσυκλετισμού. Ακόμα περισσότερο με πικραίνει όταν και οι μοτοσυκλέτες αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο, όταν επικρατεί η νοοτροπία του «εμπορεύματα είναι κι αυτά, αρκεί ένας τυχαίος πωλητής χωρίς καμία εξειδικευμένη γνώση για να τα πουλήσει». Είναι κλασικό πια το επιχείρημα: Οι μοτοσυκλέτες δεν είναι πλυντήρια. Σπάνια έχουμε περισσότερες απαιτήσεις από ένα πλυντήριο, εκτός από το να κάνει την δουλειά του χωρίς να μας απασχολεί. Οι μοτοσυκλέτες όμως έχουν κάτι πολύ παραπάνω από μια λευκή συσκευή: Γίνονται μέρος της ζωής μας με ένα τρόπο που κανένα άλλο αγαθό δεν μπορεί να πετύχει, και σίγουρα κανένα άλλο μηχανοκίνητο όχημα. Για την δημιουργία κάθε μοτοσυκλέτας, έχουν δουλέψει άνθρωποι που διαθέτουν παρόμοια τρέλα με την δική μας, που απολαμβάνουν τα ίδια πράγματα, που έχουν πονέσει κι αυτοί από πτώσεις, που έχουν απογοητευτεί από τις όποιες δυσκολίες κι έχουν χαρεί από τις επιτυχίες, όπως κι εμείς. Στο δικό μου μυαλό είναι ξεκάθαρο: Τέτοιοι άνθρωποι χρειάζονται, από εκείνους που κάνουν την αρχική σύλληψη και εξέλιξη ενός μοντέλου, μέχρι εκείνους που μας παραδίδουν τα κλειδιά όταν την αγοράζουμε από το κατάστημα, μέχρι εκείνους που θα μας την κάνουν service μετά κι εκείνους που θα μας πουλήσουν ανταλλακτικά και αξεσουάρ. Δυστυχώς, ένα γενικευμένο πια φαινόμενο είναι να απολύονται «οι παλιοί που ξέρουν», γιατί είναι υψηλότερα αμειβόμενοι, και να αντικαθίστανται (;) από όσο πιο χαμηλά αμειβόμενους γίνεται, με την ελπίδα πως θα κάνουν την ίδια δουλειά. Τέτοιο αυτο-παραμύθιασμα; Βγάζεις τον τετρακύλινδρο κινητήρα ενός superbike και τον αντικαθιστάς με έναν no name αλυσοπρίονου προελεύσεως βαθιάς Κίνας, και περιμένεις να έχει τις ίδιες επιδόσεις; Κι όχι μόνο, αλλά να τρέξουν και οι αγοραστές να δώσουν προκαταβολές για να το αγοράσουν;

Κι οι άνθρωποι που πραγματικά ξέρουν δεν είναι αυτοί που μόλις πήραν ένα πτυχίο, αλλά αυτοί που έχουν την εξειδικευμένη εμπειρία και τις ικανότητες που δεν αποκτώνται παρά μόνο με την πολυετή ενασχόληση με το προσωπικό τους όνειρο. Με αφορμή το Fireblade SP, ήρθαν στο μυαλό μου δύο τέτοιοι άνθρωποι που σχετίζονται μαζί του, ο Tadao Baba και ο Dave Hancock, που η επαγγελματική πορεία τους δείχνει ξεκάθαρα πόσο πολύτιμοι είναι οι αντίστοιχοι άνθρωποι, όταν η εταιρία στην οποία εργάζονται τους αξιοποιεί κατάλληλα. Κανείς από τους δυό τους δεν είχε τα τυπικά προσόντα που θεωρητικά θα απαιτούσαν οι θέσεις που είχαν αργότερα. Ο Tadao Baba, πατέρας του Fireblade, είναι 68 ετών σήμερα. Όταν ήταν 14, αγόρασε ένα παπί, και το όνειρό του ήταν να γίνει εργοστασιακός αναβάτης της Honda. Στα 18 του, ξεκίνησε να εργάζεται στο μηχανουργείο του εργοστασίου της Honda στην Saitama, φτιάχνοντας κάρτερ και κεφαλές για τα CB72 και CB77. Τρία χρόνια αργότερα, τον έκαναν αναβάτη δοκιμών στο τμήμα R&D γιατί ήταν καλός αναβάτης, κι έφτασε μάλιστα να κερδίσει το εθνικό πρωτάθλημα στα 125, το 1970. Οι επιτυχίες του στους αγώνες έγιναν αφορμή να τον προσέξει ο Soichiro Honda, κι αναγνωρίζοντας στον Baba το αντισυμβατικό πνεύμα που χαρακτήριζε και τον ίδιο, όχι μόνο έγιναν φίλοι, αλλά όταν είδε πως η κατανόησή του για τις μοτοσυκλέτες και τον τρόπο που εξελίσσονται ήταν αυτή που ήθελε για την εταιρία του, του ανέθεσε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των μελλοντικών μοτοσυκλετών της Honda, γράφοντας στα παλιά του παπούτσια την έλλειψη πτυχίων και τίτλων. Αν και ο Baba ήταν υπεύθυνος για την εξέλιξη πολλών μοτοσυκλετών δρόμου αλλά και εκτός δρόμου της Honda, εμείς τον γνωρίζουμε περισσότερο ως πατέρα των Fireblade, και ειδικά του επαναστατικού πρώτου. Το '87 του ζητήθηκε να αναλάβει εξ ολοκλήρου την ευθύνη για την εξέλιξη του νέου superbike της Honda, στην θέση του Yoichi Oguma, που έγινε πρόεδρος του HRC. Aυτό δείχνει πόσο τον εκτιμούσαν στην Ηοnda, αλλά και πόσο σημαντικό θεωρούσαν αυτό το project. Ο Baba ήταν αγχωμένος φυσικά, αλλά από την άλλη ήταν και στο στοιχείο του: «Τρελαίνομαι να οδηγώ σπορ μοτοσυκλέτες, να έχω αυτό το συναίσθημα ικανοποίησης όταν καταφέρνω να τις ελέγχω όπως θέλω. Στόχος μου ήταν να δημιουργήσω μια μοτοσυκλέτα εύκολη στην οδήγηση, που να περιγράφεται από τις λέξεις «Total Control», την ιδανική μου superbike». Αρχικά, δεν ήταν σίγουροι ούτε για τον κυβισμό, αλλά ο Baba ήθελε χαμηλό βάρος, κι έθεσε ως στόχο τα 190 κιλά, που για τότε ήταν πολύ λίγα. Αρνήθηκε να συμβιβαστεί και να βαρύνει την μοτοσυκλέτα του, απαιτώντας να ξανασχεδιαστούν τα πάντα, ακόμα κι αρνούμενος να συζητήσει περί upside down πιρουνιού, αφού ήταν πιο βαριά. Το συμβατικό πιρούνι που εξέλιξε για το Fireblade δεν έμοιαζε με κανένα άλλο. Παρτά το ότι ήταν εμπειρικός μηχανολόγος και όχι σπουδαγμένος, το CBR900RR ήταν η πρώτη Honda που σχεδιάστηκε με τεχνολογία CAD και την θεωρία της συγκέντρωσης της μάζας κοντά στο κέντρο βάρους, βάζοντας τις βάσεις για όλες τις superbike που ακολούθησαν. Λιγότερο από δύο χρόνια μετά, ο Tadao Baba στάθηκε μπροστά στους αναβάτες εξέλιξης της Ηοnda, που ήταν έτοιμοι να οδηγήσουν τα πρωτότυπα στην πίστα της Suzuka, και τους είπε: «Κύριοι, σήμερα θα οδηγήσετε μια επαναστατική μοτοσυκλέτα». Και η συνέχεια της ιστορίας τον δικαίωσε.

Ανάμεσα σε αυτούς τους αναβάτες δοκιμών ήταν και ο Βρετανός Dave Hancock, που μόλις πριν δυό μέρες είχε αναλάβει τέτοιο ρόλο. Πως έφτασε ως εκεί; Οδηγούσε από 8 ετών. Παράτησε το σχολείο στα 16, για να γίνει μηχανικός μοτοσυκλετών, και στα 20 έτρεχε αγώνες ταχύτητας με ένα Yamaha TR3. Kατάλαβε όμως πως ήταν καλύτερος μηχανικός απ' ότι αναβάτης που θα έπαιρνε πρωταθλήματα, και κατάφερε να γίνει μηχανικός του Steve "Stavros" Parrish, team mate του Barry Sheene. Aργότερα, έφτιαχνε τους αγωνιστικούς κινητήρες για τον Kenny Roberts, κι όταν τελείωσε την καριέρα του ως μηχανικού, δοκίμασε να γίνει πωλητής μοτοσυκλετών, αλλά όπως λέει «δεν ήμουν και πολύ καλός, οπότε με έκαναν διευθυντή». Στην Ηοnda πήγε το 1987, και το 1989 έγινε, μετά από μια συνέντευξη που ο ίδιος θεώρησε πως δεν πήγε καλά, διευθυντής πωλήσεων για την Honda UK. Mέχρι τότε, οι αναβάτες εξέλιξης της Honda ήταν ιάπωνες, που δεν έκαναν και έντονη κριτική στις μοτοσυκλέτες που δοκίμαζαν, για να μην... στεναχωρήσουν τους υπεύθυνους εξέλιξης. Το R&D της Honda όμως ήθελε να το αλλάξει αυτό, και ρώτησαν τον Hancock αν μπορούσε να οδηγήσει γρήγορα. Φυσικά, τους απάντησε ο πρώην αγωνιζόμενος μια Πέμπτη. Πολύ ωραία, του απάντησαν, την Δευτέρα το πρωί να είσαι στην Suzuka! Ακόμη δεν ήξερε τι θα οδηγούσε, αλλά όταν έφτασε εκεί και άκουσε τις δηλώσεις του Tadao Baba, βρήκε μπροστά του δύο πρωτότυπα, ένα 750 κι ένα 900 κυβικών. Παρέα με αυτά, είχαν GSX-R1100 και FZR1000. To Fireblade είχε σχεδιαστεί αρχικά ως 750, και για να βάλουν τον κινητήρα των 900 κυβικών έκοψαν κι έραψαν το πλαίσιο, κάτι που έκανε την αρχική γεωμετρία να πάει περίπατο. «Δεν έστριβε με τίποτα, έχανε το μπροστινό στο τελευταίο σικαίην της Suzuka. Kάπως έτσι καταλήξαμε με εμπρός ζάντα 16 ιντσών αλλά με προφίλ ελαστικού που του έδινε την συνολική διάμετρο ενός τροχού 17 ιντσών... Πάντα ισχυριζόμασταν πως το είχαμε ειδικά σχεδιάσει, αλλά η αλήθεια είναι πως το κάναμε για να διορθώσουμε την λάθος γεωμετρία», εξηγεί ο Hancock. Έτσι, από γενικός διευθυντής πωλήσεων έγινε αναβάτης εξέλιξης, κι όχι μόνο έχει εξελίξει όλα τα Fireblade μέχρι το SP, αλλά διαθέτοντας την σπάνια ικανότητα να αντιλαμβάνεται τι πάει στραβά με μια μοτοσυκλέτα και να προτείνει ταυτόχρονα λύσεις, σύντομα ο ρόλος του αναβαθμίστηκε. Λίγο πριν την παρουσίαση του ST1300 Paneuropean, προειδοποίησε πως η μοτοσυκλέτα συνέχιζε να έχει πρόβλημα σταθερότητας όταν η θερμοκρασία του κινητήρα ζέσταινε τις βίδες που έδεναν τον κινητήρα με το πλαίσιο. Και με το ψαλίδι να στηρίζεται μόνο στον κινητήρα, η σταθερότητα πήγαινε περίπατο. Οι συνάδελφοί του στην Honda τον κατηγόρησαν πως ήταν υπερβολικά επικριτικός, αλλά όταν έγινε η παρουσίαση και όλοι οι δημοσιογράφοι παραπονέθηκαν, την επόμενη κιόλας μέρα του τηλεφώνησε ο ίδιος ο πρόεδρος του R&D και του ανέθεσε την εξής ευθύνη: Από τότε και στο εξής, καμία μοτοσυκλέτα δεν θα έπαιρνε έγκριση παραγωγής από το R&D, αν δεν είχε δώσει το ΟΚ ο Hancock! Αυτό ισχύει ακόμα και σήμερα, που ο Hancock έχει την θέση του επικεφαλής προγραμματισμού προϊόντων και εξέλιξης της Honda Motor Europe.

Για σκεφτείτε το: Ένας άνθρωπος που παράτησε το σχολείο στα 16 του για να γίνει μουτζούρης, έχει την ευθύνη για κάθε ένα νέο Honda: Αν δεν υπογράψει, δεν βγαίνει σε παραγωγή. Κι ένας άλλος πιτσιρικάς παπόβιος, που ξεκίνησε ως μουτζούρης κι αυτός, καθόρισε την εξελικτική πορεία όλων των supersport μοτοσυκλετών. Γι' αυτό και τις αγαπάμε ακόμα περισσότερο όταν μαθαίνουμε τέτοιες ιστορίες, που μας θυμίζουν και μας επιβεβαιώνουν πως οι άνθρωποι και μόνο οι άνθρωποι είναι αυτοί που με τα ελαττώματα και τα προτερήματά τους, την γνώση και την εμπειρία τους, κάνουν τις μοτοσυκλέτες σημαντικές για την ζωή μας. Γι' αυτό οι μοτοσυκλέτες είναι και θα είναι πολύ πιο ανθρώπινες από οποιοδήποτε άλλο «προϊόν», γι' αυτό και τις έχουμε στην καρδιά μας. Και τους αξίζει μια καλύτερη τύχη, ακόμα και στην Ελλάδα της κρίσης.