Editorial 551 - Be happy!

x
Από το

motomag

1/10/2015

Πως θα είμαι ευτυχισμένος; Φέρνουν τα λεφτά την ευτυχία; Πως να ξοδέψω τα όποια χρήματά μου, αγοράζοντας τη μοτοσυκλέτα που ονειρεύομαι ή πηγαίνοντας ένα ταξίδι μ’ αυτή που ήδη έχω; Θα θέλατε κάποιες επιστημονικά τεκμηριωμένες απαντήσεις σ’ αυτές τις ερωτήσεις; Φυσικά, ο καθένας από μας μπορεί να δώσει τις δικές του απαντήσεις, πρόσφατα όμως έπεσε στα χέρια μου μια δημοσίευση των καθηγητών ψυχολογίας Travis J. Carter και Thomas Gilovich του πανεπιστημίου Cornell της Νέας Υόρκης, με τίτλο "Η σχετική σχετικότητα των υλικών και εμπειρικών αγορών". Με αφορμή την διαπίστωση πως όσο πιο άνετοι οικονομικά κι αν γίνονται οι άνθρωποι δεν γίνονται και πιο ευτυχείς, οι δύο καθηγητές έκαναν πολυετείς έρευνες, εξετάζοντας την σχέση μεταξύ των αγορών υλικών αγαθών και των εμπειριών. Τα συμπεράσματά τους είναι αξιόλογα, κι έχουν άμεση σχέση με τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε την ζωή μας γενικά, και την ζωή μας με την μοτοσυκλέτα ειδικότερα.    

 

Οι περισσότεροι από μας θεωρούμε λογικό πως ένα αντικείμενο (μια μοτοσυκλέτα, ένα κινητό, ένα... βάλτε ό,τι ονειρεύεται ο καθένας) μπορεί να μας κάνει ευτυχείς για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, σε σχέση με μια εμπειρία ανάλογου κόστους, που θα τελειώσει πολύ πιο γρήγορα. Με βάση την έρευνα των καθηγητών ψυχολογίας, αυτό αποδεικνύεται εντελώς λανθασμένο. "Εχθρός της ευτυχίας είναι η προσαρμογή, η συνήθεια," λέει ο δόκτωρ Thomas Gilovich, που μελετά την σχέση χρήματος και ευτυχίας για πάνω από δύο δεκαετίες. "Αγοράζουμε πράγματα για να γίνουμε πιο ευτυχείς, και το πετυχαίνουμε, αλλά μόνο για λίγο. Κάθε νέο απόκτημα είναι αρχικά συναρπαστικό, αλλά σύντομα το συνηθίζουμε και ο δείκτης ευτυχίας μειώνεται."  Αντίθετα, η έρευνά του έδειξε πως για να είμαστε ευτυχείς είναι καλύτερο να ξοδεύουμε τα χρήματά μας και τον χρόνο μας σε εμπειρίες, όπως τα ταξίδια, το να μαθαίνουμε μια καινούργια τέχνη ή να κάνουμε δραστηριότητες στη φύση. Και να πως μπαίνει εδώ σφήνα η μοτοσυκλέτα, που μπορεί να τα συνδυάσει όλα αυτά, κι ακόμα περισσότερα, με τον καλύτερο τρόπο. Οι μελέτες και οι έρευνες του Gilovich και των συνεργατών του εκφράζονται με το "παράδοξο του Easterlin": Αρχικά, η ικανοποίηση από αγορές αγαθών σε σχέση με τις εμπειρίες είναι περίπου ίδια. Όσο περνά ο χρόνος όμως, η πρώτη μειώνεται ενώ η δεύτερη, η ικανοποίηση από εμπειρίες, αυξάνεται. Ο λόγος είναι πως οι εμπειρίες γίνονται αναπόσπαστο μέρος της ίδιας μας της ύπαρξης, της ταυτότητάς μας, του ποιοι είμαστε.

"Μπορεί να πιστεύουμε πως τα υλικά αγαθά μας είναι μέρος της ταυτότητάς μας, αλλά στην πραγματικότητα παραμένουν πάντα ξεχωριστά από μας," λέει ο Gilovich. "Δεν είμαστε τίποτα άλλο από το σύνολο των εμπειριών μας". Έτσι, δεν μας χαρακτηρίζει το ποια μοτοσυκλέτα έχουμε, αλλά το τι έχουμε κάνει με αυτή. Οι μελέτες και οι έρευνες του Gilovich και των συνεργατών του έδειξαν επίσης πως ακόμα και σε περιπτώσεις δυσάρεστων αρχικά εμπειριών, μετά, όσο τις αναπολούμε και τις αξιολογούμε, μετατρέπονται από αγχωτικές και επικίνδυνες σε "ηρωικές" ή ακόμα και σε αστείες. Αυτό δεν συμβαίνει ποτέ με μια λάθος ή απογοητευτική αγορά. Και ταιριάζει απόλυτα με το τόσο συνυφασμένο με την μοτοσυκλέτα θέμα "περιπέτεια", που για να λογίζεται ως περιπέτεια είναι αρχικά μια δυσάρεστη έως επικίνδυνη εμπειρία. Πόσες εκδρομές μας δεν αναπολούμε με ευχαρίστηση, άσχετα αν είχαμε ταλαιπωρηθεί, κολλήσει, χαθεί, υποφέρει από μηχανικές βλάβες ή πτώσεις;  Ένας άλλος λόγος είναι πως οι εμπειρίες μας συνδέουν με άλλους ανθρώπους πολύ περισσότερο, σε αντίθεση με τα αντικείμενα. Ακούγεται αυτονόητο: Φυσικά και συνδέεσαι με ανθρώπους που πήγες μια επική εντουράδα παρέα τους πολύ περισσότερο σε σχέση με αυτούς που έχουν επίσης 42άρα τηλεόραση.

Ένας ακόμη λόγος που οι εμπειρίες μας κάνουν ευτυχείς μακροπρόθεσμα, είναι οι συγκρίσεις. Ενώ θεωρούμε πως σε αγορές αγαθών η πληθώρα πληροφοριών και τεχνικών χαρακτηριστικών μπορεί να κάνει πιο εύκολη και πιο σίγουρη την επιλογή μας, στην πραγματικότητα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Όσο περισσότερα τα "αντικειμενικά κριτήρια", τόσο πιο δύσκολη η επιλογή και τόσο πιο γρήγορη η απογοήτευση μετά. Οι επιλογές αγαθών υπονομεύονται έτσι από συγκρίσεις με τις άλλες διαθέσιμες επιλογές, αλλά και τις επιλογές των άλλων. Αντίθετα, η σύγκριση εμπειριών δεν γίνεται εύκολα, ακριβώς γιατί δεν υπάρχουν μετρήσιμα μεγέθη ή κι αν υπάρχουν, δεν έχουν τόση σημασία (για παράδειγμα, η αξία της εμπειρίας ενός ταξιδιού δεν μετριέται με βάση τα χιλιόμετρα που διανύθηκαν, αλλά με το τι ζήσαμε στο ταξίδι). Επιπλέον, η επιλογή μιας εμπειρίας δεν αποκλείει την επιλογή άλλης την επόμενη μέρα ή τον επόμενο μήνα, σε αντίθεση με την αγορά ενός ακριβού αγαθού που δεν διορθώνεται εύκολα, ή διορθώνεται με μεγάλο οικονομικό κόστος.

Πολλοί οικονομολόγοι πιστεύουν πια πως η αξιολόγηση μιας υγιούς κοινωνίας δεν γίνεται με βάση τον πλούτο που παράγει, αλλά με τον δείκτη ευτυχίας της. Υπάρχει και ειδικός κλάδος, τα happiness economics.

Να λοιπόν γιατί αγαπάμε περισσότερο τις μοτοσυκλέτες με τις οποίες ζήσαμε πολλά, κι όχι τις ακριβότερες ή τις "καλύτερες", αλλά που δεν είχαμε ανάλογες εμπειρίες μαζί τους. Οι μοτοσυκλέτες έρχονται και φεύγουν, όσα ζήσαμε μαζί τους μένουν. Μπορεί κάποιοι να παθιάζονται και να αντιδικούν για ώρες προσπαθώντας να πείσουν πως η δική τους μοτοσυκλέτα είναι καλύτερη, μάταιος κόπος όμως. Δεν έχει καμία σημασία, τα αντικειμενικά κριτήρια μπορεί να είναι μετρήσιμα, δεν είναι όμως αυτά που μετράνε. Οι εμπειρίες μας όμως, είναι σαν τα παιδιά μας: Κάποια άλλα μπορεί να είναι "αντικειμενικά καλύτερα", αλλά τα δικά μας δεν θα τα αλλάζαμε με τίποτα στον κόσμο. Τα όσα ζούμε μας κάνουν αυτό που είμαστε, κι ευτυχώς, τώρα έχουμε και επιστημονικές απαντήσεις για να επιβεβαιώσουμε αυτά που ίσως νιώθαμε, αλλά δεν θέλαμε να παραδεχτούμε. Επιπλέον, ειδικά σ’ αυτούς τους δύσκολους οικονομικά καιρούς, οι εμπειρίες κοστίζουν πολύ λιγότερο σε σχέση με τις αγορές, και γινόμαστε πολύ πιο ευτυχείς όταν τις μοιραζόμαστε με άλλους. Οι φίλοι είναι εδώ, η ζωή μας περιμένει, λίγη βενζίνη μόνο χρειάζεται κι οι δρόμοι είναι ανοιχτοί.   

 

editorial 540 - ό,τι επιθυμείς!

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

31/10/2014

 

Δεν είναι τα 300 άλογα. Δεν είναι ότι από αύριο θα βγούμε όλοι και θα πηγαίνουμε με 350. Δεν είναι καν ότι κάποιος από μας χρειάζεται ντε και καλά 300 άλογα. Αυτό όμως που χρειάζεται ο κόσμος της μοτοσυκλέτας είναι ένα ξυπνητήρι. Και είναι η Kawasaki που αποφάσισε να το φτιάξει.

Γιατί καλές είναι όλες αυτές οι μοτοσυκλέτες που χρειαζόμαστε, καλά τα λογικά βασικά μεταφορικά μέσα, καλές οι πολύ οικονομικές αλλά άχρωμες και άοσμες, έχουν όμως ένα μεγάλο μειονέκτημα: Κανείς δεν ενθουσιάζεται μαζί τους, όσο κι αν κάνει την δουλειά του. Χρόνια τώρα διαμαρτυρόμαστε και κουνάμε θλιμμένοι το κεφάλι, γιατί στην ουσία ο μύθος της μοτοσυκλέτας έχει πάρει πολύ νερό, ε, και πως να είναι διαφορετικά όταν οι μοτοσυκλέτες έγιναν είδος μαζικής κατανάλωσης; Μοιάζει να έγινε ξαφνικά, αλλά στην πραγματικότητα τα είκοσι τελευταία χρόνια με την τεχνολογική εξέλιξη των μοτοσυκλετών, όλοι και η γιαγιά μου μαζί ανακάλυψαν πως μπορούσαν να οδηγήσουν μία. Πρόοδος στα ελαστικά, στα φρένα, στα ηλεκτρονικά του κινητήρα, στα ABS, να και traction control, να και όλα τα ηλεκτρονικά control που μπορεί κανείς να φανταστεί, κι ευτυχώς, γιατί σώθηκε πολύ κόσμος. Το θέμα είναι πως όσο περισσότερο ασφαλείς γίνονται οι μοτοσυκλέτες, τόσο πιο δύσκολο είναι να γίνουν μύθοι. Φτάσαμε σε ένα σημείο που η αίσθηση που παίρνεις όταν οδηγείς έχει απομακρυνθεί πολύ από τα ανθρώπινα δεδομένα, καθώς γίνεται όλο και πιο δύσκολο να ταυτιστεί ο αναβάτης μαζί της, αφού νιώθει πια πως δεν είναι και τόσο απαραίτητη η δική του συμβολή στο θέμα οδήγηση. Με άλλα λόγια, πιο πολύ μας πάνε, παρά τις πάμε. Μ’ αυτά και με τ’ άλλα, οι superbike εξειδικεύτηκαν απόλυτα για πίστα, τόσο που δεν φαίνεται να έχει και πολύ νόημα να τις οδηγείς στο δρόμο. Κάτι σαν να κυνηγάς σπουργίτια με κανόνι ένα πράμα.

Κάπου εκεί, να και κάτι οικονομικές κρίσεις λέει, να και κάτι όψιμες οικολογικές ανησυχίες για το αν θα καίνε 4,5 ή 5 λίτρα στα εκατό, είχαμε γεμίσει από εξαιρετικές αλλά βαρετές μοτοσυκλέτες. Και κακά τα ψέματα, οι υπερμοτοσυκλέτες πάντα έπαιζαν τον ρόλο των προβολέων ενός σταδίου: Φωτίζουν τον χώρο που παίζουν οι άλλες. Δημιουργούν την αίγλη και τον μύθο, πυροδοτούν συζητήσεις, η δόξα τους αντανακλάται σε όλη την γκάμα της εταιρίας. Πόσο όμως να συζητήσεις για ηλεκτρονικά και "τι σου κάνει εσένα η δικιά σου στο mode 2, level 3 του traction control;" Χάθηκαν οι συζητήσεις και οι αναφορές σε βασικές αισθήσεις, που όλοι μπορούν να καταλάβουν και να ενθουσιαστούν.  Χάθηκαν τα ελαττώματα και οι υπερβολές που ήταν το αλάτι στο φαΐ της μοτοσυκλέτας.

Όταν κάτσει κανείς και σκεφτεί ποιες μοτοσυκλέτες έγιναν θρύλοι, συνήθως ήταν αυτές που γέμιζαν τα νεκροταφεία, ή για να μην είμαστε τόσο μακάβριοι, αυτές που ήταν εντελώς αντι-κοινωνικές, αντι-ασφαλείς, αντι-οικονομικές, όλα τα αντί. Ακόμα συζητιούνται τα τρικύλινδρα δίχρονα της Kawasaki, που ακόμα και το Mach IV 750, γνωστό κι ως Η2, είχε μόνο 74 αλογάκια για 200 κιλά, με καλαμάκια πιρουνιού σαν καλαμάκια φραπέ, με αμορτισέρ που είχαν μόνο ελατήρια, με πλαίσιο που ίσα ίσα κράταγε όλα τα εξαρτήματα πάνω του. Κι όμως, οι αναβάτες έτρεχαν μαζικά τότε στις εκθέσεις για να το δουν (τουλάχιστον στις ΗΠΑ, γιατί εδώ ελάχιστοι μπορούσαν να το αγοράσουν), και λόγω του σλόγκαν της διαφήμισής του ("... μια επιτάχυνση που κανείς αναβάτης δεν έχει ξανανιώσει") και λόγω της φήμης του, που διαδόθηκε αστραπιαία από όσους το οδήγησαν. Λογικά, με τέτοια φήμη του στυλ "το πιθανότερο είναι ή να φύγεις από πάνω του όταν ροπιάσει, ή να σε πετάξει κάτω όταν πλαγιάσει", κανείς δεν θα ήθελε να το πλησιάσει, κι όμως συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο. Κι όμως, το Mach III 500 ήταν πολύ πιο απότομο κι ατίθασο, το Mach IV 750 ήταν πολύ πιο "γλυκό", τουλάχιστον συγκριτικά. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον η απόφαση της Kawasaki να χρησιμοποιήσει ακριβώς τις ίδιες εκφράσεις, "κανείς δεν έχει ξανανιώσει τέτοια επιτάχυνση", για την νέα της H2R, και να της δώσει και το ίδιο όνομα με την αγωνιστική έκδοση του αερόψυκτου δίχρονου 750. Είναι σαφές πως απευθύνεται σε βασικές αισθήσεις, σε βασικά ένστικτα του ανθρώπου, αντί να προσπαθεί να ικανοποιήσει κάποια ορθολογιστικά και ασαφή κριτήρια.

 

Ακόμα και στην προ-ιαπωνική εποχή, οι μοτοσυκλέτες που έμειναν στην ιστορία είναι κάτι Gold Star, κάτι Vincent, κάτι Brough Superior, που όλες τους ήταν φτιαγμένες για τους κάγκουρες της εποχής που τις τελίκιαζαν σε κάθε ευκαιρία και μούσκευαν τα βρακιά τους όταν ξεπερνούσαν ταχύτητες που τα σημερινά 250 καθημερινής χρήσης φτάνουν άνετα.  Έφτιαξαν και κάτι τρικύλινδρα που τόσο γρήγορα τους φαίνονταν που τα ονόμασαν Rocket, και χάρηκαν για λίγο μέχρι που η Honda έβγαλε το δικό της τετρακύλινδρο 750, που και πύραυλος ήταν (και πάλι με εβδομήντα-κάτι αλογάκια!) και δούλευε για δεκαετίες χωρίς να χάνει λάδια. Η Κawasaki ετοίμαζε κι αυτή τότε το δικό της 750, αλλά την πρόλαβε η Honda και για να μην δείξει πως ακολουθεί, το μεγάλωσε σε 900. Πιο πολλά κυβικά, πιο πολλά γκάζια κι ένας κυβισμός που δεν είχαμε δει μέχρι τότε, ξεκίνησαν ένα κεφάλαιο επιδόσεων που κράτησε για δεκαετίες και εξελίχθηκε σε Ninja. Tα αερόψυκτα μπορεί να είχαν μεγαλώσει σε καρχαρίες 1100 και να κρατούσαν ξάγρυπνους τους νοικοκυραίους τα βράδια, αλλά τα λιγότερα μεν, υγρόψυκτα δε 900 κυβικά της GPz900R ξεκίνησαν μια άλλη μάχη, αυτή της τελικής. Παράλληλα όμως με τις τελικές, ανέβαιναν και τα κιλά, αφαιρώντας από την αίσθηση επιτάχυνσης, και δίνοντας περισσότερο βάρος στο μάζεμα χιλιομέτρων. Το αποκορύφωμα και το κύκνειο άσμα αυτής της, εεε, φιλοσοφικής προσέγγισης στο θέμα μοτοσυκλέτα, ήρθε με την ZX-12R, την πιο γρήγορη σε τελική που μετρήσαμε ποτέ στο ΜΟΤΟ, με 312 πραγματικά χιλιόμετρα. Ο πλανήτης όμως είχε γίνει πια πολύ πυκνοκατοικημένος, και μια τέτοια μάχη δεν είχε μέλλον. Και πριν οι μπαμπούλες της ασφάλειας προλάβουν να επέμβουν νομοθετικά, οι κατασκευαστές έκαναν "συμφωνία κυρίων", εθελοντικά δηλαδή περιόρισαν ηλεκτρονικά την τελική των μοτοσυκλετών στα 299. Φυσικά, τίποτα το διαφορετικό δεν συμβαίνει στα 301 σε σχέση με τα 299, το νόημα όμως ήταν πως ο ανταγωνισμός σε αυτό το πεδίο ήταν πια νεκρός, οπότε μ’ ένα σμπάρο, πολλά τρυγόνια. Απ’ τη μια οι εταιρίες έδειχναν προς τα έξω (δηλαδή, προς τους μη μοτοσυκλετιστές) ένα πρόσωπο τάχαμου κοινωνικής ευαισθησίας, κι απ’ την άλλη, ξέμπλεξαν από μια υπόθεση που απαιτούσε όλο και περισσότερους πόρους, πολύ ακριβή, που τα αποτελέσματά της ελάχιστοι μπορούσαν να απολαύσουν, σε ελάχιστες περιπτώσεις. Λογικά, ήταν μια ουτοπική μάχη, καθώς όλο και μεγαλύτερη ιπποδύναμη απαιτούνταν για να ανέβουν ελάχιστα τα χιλιόμετρα. Και που να τα δεις πια αυτά τα νούμερα στο κοντέρ σου; Ούτε καν στις autobahn πια, έχουν και κίνηση και όρια σχεδόν παντού.

 

Επαναπαύτηκαν όμως, είπαν ούφ, γλιτώσαμε απ’ τον μπελά, ας παίξουμε τώρα το παιχνιδάκι της ασφάλειας, είναι ένας καλός τρόπος για να πουλήσουμε περισσότερες μοτοσυκλέτες, αφού θα απευθυνόμαστε πια και σε όλους αυτούς που τις φοβόντουσαν. Αμ δε! Μόλις έφυγε αυτό το στοιχείο του κυνηγιού της τελικής, που ήταν άλλωστε εντελώς παράνομο στο 99,99% των δρόμων του πλανήτη, οι πωλήσεις δεν αυξανόντουσαν πια, αλλά άρχισαν να κάνουν μια σταθερή βουτιά: Είχαν ξεχάσει να αντικαταστήσουν τις τελικές με κάτι άλλο, πιο χειροπιαστό, πιο άμεσο, κάτι που την εμπειρία του θα μπορούσε να την έχει ο καθένας, καθημερινά.  Ήλπιζαν, για πολλά χρόνια, πως την μαγεία της παρανομίας και του κυνηγιού των τελικών στους ανοιχτούς δρόμους θα αντικαθιστούσε η οδήγηση στις πίστες, οπότε έριξαν το βάρος εκεί. Όμως, η οδήγηση σε πίστα δεν είναι κάτι που μπορείς να κάνεις κάθε μέρα, έχει πρόσθετα έξοδα, κι επιπλέον απαιτεί αυξημένες οδηγικές ικανότητες γιατί τα χρονόμετρα, όπως και οι υπόλοιποι που γυρνάνε στην πίστα, ξέρουν πολύ καλά ποιος πάει γρήγορα και ποιος όχι. Το βάρος, σ’ αυτή την περίπτωση, η ευθύνη αν θέλετε, μετατοπίζεται έτσι από την μοτοσυκλέτα στον αναβάτη. Δεν μπορείς να έχεις "την πιο γρήγορη", γιατί στην πίστα η πιο γρήγορη είναι αυτή που ο αναβάτης της την πάει γρήγορα. Τζίφος. Κανείς δεν θέλει να του θυμίζουν πως εκείνος φταίει, πως θα μπορούσε να κάνει κάτι καλύτερο.  Η αίσθηση όμως, ααα, η αίσθηση δεν είναι κάτι μετρήσιμο. Μπορούμε να φανταστούμε κάποιον στην Kawasaki να προσπαθεί να βρει μια νέα κατεύθυνση, αφού αυτή της τελικής είχε κλείσει προ πολλού, και να τρίβει το πιγούνι του πριν αναφωνήσει "Χάι! Αξελερέισον! Χόρσ-πάουερ!". Αλλά φυσικά δεν έγινε έτσι. Καιρό το μελέταγε η Kawasaki το θέμα κομπρέσορας, κι είχαν βγει κάτι φήμες πως θα τον έβαζε σε ΖΖ-R 1400, γιατί κανείς δεν φανταζόταν πως η Kawasaki – μοτοσυκλέτες θα έβαζε όλη την Kawasaki – Heavy Industries να δουλεύει νύχτα μέρα, για να φτιάξει το απόσταγμα της τεχνολογίας της. Οι περισσότεροι από τους μηχανολόγους των άλλων τμημάτων δεν θα είχαν ποτέ ασχοληθεί με τόσο μικρά και λεπτά ζητήματα. Ο κύριος κινητήρες jet δεν είχε σκεφτεί ποτέ πως θα μπορούσαν να φτιαχτούν τόσο μικρά πτερυγιάκια κι ο κύριος πενταόρωφοι 18κύλινδροι κινητήρες πλοίων δεν φανταζόταν πως θα ασχοληθεί με φαινόμενα προανάφλεξης σε κάτι κυλινδράκια σαν κουτάκια αναψυκτικού.

 

Δεν έχει σημασία αν η H2R γίνει εμπορική επιτυχία ή όχι. Φυσικά καλό θα ήταν για την Kawasaki, κι είμαι σίγουρος πως οι ευθείες των dragster θα στενάξουν, όπως και κάθε μορφής ευθεία. Πριν ακόμη όμως πουληθεί έστω και μία, η H2R έχει ήδη την μεγαλύτερη επιτυχία και αντίκτυπο. Το σημαντικό είναι πως η Kawasaki τόλμησε να ταράξει τα στάσιμα νερά, να ανοίξει το δρόμο σε μοτοσυκλέτες συναρπαστικές, σε πιθανότητες ατελείωτες, να ξυπνήσει και τους άλλους κατασκευαστές και να τολμήσουν κι εκείνοι να εξερευνήσουν νέους δρόμους, σε κάθε κατηγορία. Από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια, κι η Kawasaki τρελή δεν είναι, ούτε μικρή, κι όμως, μας θύμισε την αλήθεια, πως μοτοσυκλέτα χωρίς τρέλα και πάθος δεν έχει νόημα, μόνο με ορθολογισμό δεν έχει ψυχή. Οι μύθοι δεν δημιουργούνται από μοτοσυκλέτες που "χρειάζεσαι", αλλά από μοτοσυκλέτες που επιθυμείς σαν τρελός, που στοιχειώνουν τα όνειρά σου. Άλλωστε, όταν ευχόμαστε σε κάποιον, δεν του λέμε "ό,τι χρειάζεσαι", "ό,τι επιθυμείς" του λέμε.