Editorial 551 - Be happy!

x
Από το

motomag

1/10/2015

Πως θα είμαι ευτυχισμένος; Φέρνουν τα λεφτά την ευτυχία; Πως να ξοδέψω τα όποια χρήματά μου, αγοράζοντας τη μοτοσυκλέτα που ονειρεύομαι ή πηγαίνοντας ένα ταξίδι μ’ αυτή που ήδη έχω; Θα θέλατε κάποιες επιστημονικά τεκμηριωμένες απαντήσεις σ’ αυτές τις ερωτήσεις; Φυσικά, ο καθένας από μας μπορεί να δώσει τις δικές του απαντήσεις, πρόσφατα όμως έπεσε στα χέρια μου μια δημοσίευση των καθηγητών ψυχολογίας Travis J. Carter και Thomas Gilovich του πανεπιστημίου Cornell της Νέας Υόρκης, με τίτλο "Η σχετική σχετικότητα των υλικών και εμπειρικών αγορών". Με αφορμή την διαπίστωση πως όσο πιο άνετοι οικονομικά κι αν γίνονται οι άνθρωποι δεν γίνονται και πιο ευτυχείς, οι δύο καθηγητές έκαναν πολυετείς έρευνες, εξετάζοντας την σχέση μεταξύ των αγορών υλικών αγαθών και των εμπειριών. Τα συμπεράσματά τους είναι αξιόλογα, κι έχουν άμεση σχέση με τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε την ζωή μας γενικά, και την ζωή μας με την μοτοσυκλέτα ειδικότερα.    

 

Οι περισσότεροι από μας θεωρούμε λογικό πως ένα αντικείμενο (μια μοτοσυκλέτα, ένα κινητό, ένα... βάλτε ό,τι ονειρεύεται ο καθένας) μπορεί να μας κάνει ευτυχείς για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, σε σχέση με μια εμπειρία ανάλογου κόστους, που θα τελειώσει πολύ πιο γρήγορα. Με βάση την έρευνα των καθηγητών ψυχολογίας, αυτό αποδεικνύεται εντελώς λανθασμένο. "Εχθρός της ευτυχίας είναι η προσαρμογή, η συνήθεια," λέει ο δόκτωρ Thomas Gilovich, που μελετά την σχέση χρήματος και ευτυχίας για πάνω από δύο δεκαετίες. "Αγοράζουμε πράγματα για να γίνουμε πιο ευτυχείς, και το πετυχαίνουμε, αλλά μόνο για λίγο. Κάθε νέο απόκτημα είναι αρχικά συναρπαστικό, αλλά σύντομα το συνηθίζουμε και ο δείκτης ευτυχίας μειώνεται."  Αντίθετα, η έρευνά του έδειξε πως για να είμαστε ευτυχείς είναι καλύτερο να ξοδεύουμε τα χρήματά μας και τον χρόνο μας σε εμπειρίες, όπως τα ταξίδια, το να μαθαίνουμε μια καινούργια τέχνη ή να κάνουμε δραστηριότητες στη φύση. Και να πως μπαίνει εδώ σφήνα η μοτοσυκλέτα, που μπορεί να τα συνδυάσει όλα αυτά, κι ακόμα περισσότερα, με τον καλύτερο τρόπο. Οι μελέτες και οι έρευνες του Gilovich και των συνεργατών του εκφράζονται με το "παράδοξο του Easterlin": Αρχικά, η ικανοποίηση από αγορές αγαθών σε σχέση με τις εμπειρίες είναι περίπου ίδια. Όσο περνά ο χρόνος όμως, η πρώτη μειώνεται ενώ η δεύτερη, η ικανοποίηση από εμπειρίες, αυξάνεται. Ο λόγος είναι πως οι εμπειρίες γίνονται αναπόσπαστο μέρος της ίδιας μας της ύπαρξης, της ταυτότητάς μας, του ποιοι είμαστε.

"Μπορεί να πιστεύουμε πως τα υλικά αγαθά μας είναι μέρος της ταυτότητάς μας, αλλά στην πραγματικότητα παραμένουν πάντα ξεχωριστά από μας," λέει ο Gilovich. "Δεν είμαστε τίποτα άλλο από το σύνολο των εμπειριών μας". Έτσι, δεν μας χαρακτηρίζει το ποια μοτοσυκλέτα έχουμε, αλλά το τι έχουμε κάνει με αυτή. Οι μελέτες και οι έρευνες του Gilovich και των συνεργατών του έδειξαν επίσης πως ακόμα και σε περιπτώσεις δυσάρεστων αρχικά εμπειριών, μετά, όσο τις αναπολούμε και τις αξιολογούμε, μετατρέπονται από αγχωτικές και επικίνδυνες σε "ηρωικές" ή ακόμα και σε αστείες. Αυτό δεν συμβαίνει ποτέ με μια λάθος ή απογοητευτική αγορά. Και ταιριάζει απόλυτα με το τόσο συνυφασμένο με την μοτοσυκλέτα θέμα "περιπέτεια", που για να λογίζεται ως περιπέτεια είναι αρχικά μια δυσάρεστη έως επικίνδυνη εμπειρία. Πόσες εκδρομές μας δεν αναπολούμε με ευχαρίστηση, άσχετα αν είχαμε ταλαιπωρηθεί, κολλήσει, χαθεί, υποφέρει από μηχανικές βλάβες ή πτώσεις;  Ένας άλλος λόγος είναι πως οι εμπειρίες μας συνδέουν με άλλους ανθρώπους πολύ περισσότερο, σε αντίθεση με τα αντικείμενα. Ακούγεται αυτονόητο: Φυσικά και συνδέεσαι με ανθρώπους που πήγες μια επική εντουράδα παρέα τους πολύ περισσότερο σε σχέση με αυτούς που έχουν επίσης 42άρα τηλεόραση.

Ένας ακόμη λόγος που οι εμπειρίες μας κάνουν ευτυχείς μακροπρόθεσμα, είναι οι συγκρίσεις. Ενώ θεωρούμε πως σε αγορές αγαθών η πληθώρα πληροφοριών και τεχνικών χαρακτηριστικών μπορεί να κάνει πιο εύκολη και πιο σίγουρη την επιλογή μας, στην πραγματικότητα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Όσο περισσότερα τα "αντικειμενικά κριτήρια", τόσο πιο δύσκολη η επιλογή και τόσο πιο γρήγορη η απογοήτευση μετά. Οι επιλογές αγαθών υπονομεύονται έτσι από συγκρίσεις με τις άλλες διαθέσιμες επιλογές, αλλά και τις επιλογές των άλλων. Αντίθετα, η σύγκριση εμπειριών δεν γίνεται εύκολα, ακριβώς γιατί δεν υπάρχουν μετρήσιμα μεγέθη ή κι αν υπάρχουν, δεν έχουν τόση σημασία (για παράδειγμα, η αξία της εμπειρίας ενός ταξιδιού δεν μετριέται με βάση τα χιλιόμετρα που διανύθηκαν, αλλά με το τι ζήσαμε στο ταξίδι). Επιπλέον, η επιλογή μιας εμπειρίας δεν αποκλείει την επιλογή άλλης την επόμενη μέρα ή τον επόμενο μήνα, σε αντίθεση με την αγορά ενός ακριβού αγαθού που δεν διορθώνεται εύκολα, ή διορθώνεται με μεγάλο οικονομικό κόστος.

Πολλοί οικονομολόγοι πιστεύουν πια πως η αξιολόγηση μιας υγιούς κοινωνίας δεν γίνεται με βάση τον πλούτο που παράγει, αλλά με τον δείκτη ευτυχίας της. Υπάρχει και ειδικός κλάδος, τα happiness economics.

Να λοιπόν γιατί αγαπάμε περισσότερο τις μοτοσυκλέτες με τις οποίες ζήσαμε πολλά, κι όχι τις ακριβότερες ή τις "καλύτερες", αλλά που δεν είχαμε ανάλογες εμπειρίες μαζί τους. Οι μοτοσυκλέτες έρχονται και φεύγουν, όσα ζήσαμε μαζί τους μένουν. Μπορεί κάποιοι να παθιάζονται και να αντιδικούν για ώρες προσπαθώντας να πείσουν πως η δική τους μοτοσυκλέτα είναι καλύτερη, μάταιος κόπος όμως. Δεν έχει καμία σημασία, τα αντικειμενικά κριτήρια μπορεί να είναι μετρήσιμα, δεν είναι όμως αυτά που μετράνε. Οι εμπειρίες μας όμως, είναι σαν τα παιδιά μας: Κάποια άλλα μπορεί να είναι "αντικειμενικά καλύτερα", αλλά τα δικά μας δεν θα τα αλλάζαμε με τίποτα στον κόσμο. Τα όσα ζούμε μας κάνουν αυτό που είμαστε, κι ευτυχώς, τώρα έχουμε και επιστημονικές απαντήσεις για να επιβεβαιώσουμε αυτά που ίσως νιώθαμε, αλλά δεν θέλαμε να παραδεχτούμε. Επιπλέον, ειδικά σ’ αυτούς τους δύσκολους οικονομικά καιρούς, οι εμπειρίες κοστίζουν πολύ λιγότερο σε σχέση με τις αγορές, και γινόμαστε πολύ πιο ευτυχείς όταν τις μοιραζόμαστε με άλλους. Οι φίλοι είναι εδώ, η ζωή μας περιμένει, λίγη βενζίνη μόνο χρειάζεται κι οι δρόμοι είναι ανοιχτοί.   

 

editorial 521 - το τέλος της τέχνης;

Από το

Μαύρο Σκύλο

26/3/2013

Ή η αρχή μιας άλλης; Μιλάω για την τέχνη της οδήγησης της μοτοσυκλέτας, με την έννοια της συνολικής σχέσης του αναβάτη μαζί της, της ενασχόλησής του με την λειτουργία της και την συντήρησή της. Κάθε πρόοδος της τεχνολογίας φέρνει και αλλαγές σ' αυτή τη σχέση. Από το 1969 που η λέξη "ηλεκτρονική" εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε μοτοσυκλέτα, στο τρικύλινδρο δίχρονο Kawasaki Mach III 500, μπήκαν τα ηλεκτρονικά στην μοτοσυκλετιστική μας ζωή, ενώ σήμερα οι κορυφαίες μοτοσυκλέτες έχουν περισσότερα ηλεκτρονικά συστήματα από ποτέ, κι είμαστε μόνο στην αρχή της εξέλιξης των περισσότερων από αυτά. Και πιο πριν όμως, πριν το 1969, κάθε μικρή πρόοδος άλλαζε κάτι σημαντικό. Σκεφτείτε τους ταπεινούς διακόπτες των ρεζερβουάρ με τις τρεις υπό εξαφάνιση "λέξεις", ΟΝ-ΟFF-RES. Μέχρι να εμφανιστούν, έπρεπε να έχεις συνεχώς το νου σου πότε θα τελειώσει η βενζίνη, να σταματάς, να ανοίγεις την τάπα και να κουνάς τη μηχανή δεξιά αριστερά ώστε να κρίνεις με το μάτι (αν δεις το πλατσούρισμα) και το αφτί (το πως ακουγόταν το πλατσούρισμα) πόσο μακριά μπορείς να πας ακόμα. Με την εμφάνιση του ON-OFF-RES απλά άφηνες το αριστερό σου χέρι από το τιμόνι για να γυρίσεις ρεζέρβα, που από την εμπειρία σου ήξερες για πόσο σου φτάνει. Αργότερα, εμφανίστηκαν οι δείκτες στάθμης καυσίμου, με ένα πρόβλημα: Ήταν πολύ αναξιόπιστοι, καθώς κανένα ρεζερβουάρ μοτοσυκλέτας δεν έχει κανονικό σχήμα, κι έδειχναν γεμάτο-γεμάτο-γεμάτο για πολλά χιλιόμετρα, για να περάσουν όμως στο άδειο-άδειο- έμεινες βλάκα πολύ γρήγορα. Σήμερα έχουμε ψηφιακές μπαρίτσες που αναβοσβήνουν, μετρήσεις μέσης και στιγμιαίας κατανάλωσης, και το πιο χρήσιμο απ' όλα, χιλιόμετρα που σου απομένουν μέχρι να μείνεις.

Για να μην πούμε τι γνώσεις και ενασχόληση απαιτούσαν οι προπολεμικής τεχνολογίας μοτοσυκλέτες, με λεβιεδάκια για την προπορεία της ανάφλεξης, για τον αέρα, παλιότερα και χειροκίνητη λίπανση κινητήρα, ακόμα και φώτα που άναβαν με σπίρτο, ας πιάσουμε το θέμα από την έλευση της ηλεκτρονικής ανάφλεξης. Ξαφνικά, ο αναβάτης δεν χρειαζόταν να ασχοληθεί με το ιδανικό αβάνς για κάθε ταχύτητα κιβωτίου, άνοιγμα γκαζιού και κλίση του οδοστρώματος. Δεν χρειαζόταν καν να υπάρχει μηχανικό αβάνς. Δεν χρειαζόταν πια να ξέρει τι κάνουν οι πλατίνες, να τις καθαρίζει, να τις ρυθμίζει και να τις αλλάζει, να βάζει λάδι στο σφουγγαράκι τους, να βρίσκει πεταμένο στην άκρη του δρόμου χαρτονάκι από Άσσο σκέτο κασετίνα για να ρυθμίζει το διάκενό τους στα 0,4 mm περίπου, να βρίσκει ντουκόχαρτο για να τις πάρει λίγο όταν μπιμπικιάσουν, να ταιριάζει άλλο πυκνωτάκι γιατί σιγά μην παραγγείλει το δικό τους. Ό,τι βρεθεί. Το κεφάλαιο πλατίνες όμως είχε ξεκινήσει την πορεία του προς το τέλος. Η βασική διαφορά των ηλεκτρονικών από τις πλατίνες είναι πως ενώ για τις πλατίνες ο αναβάτης μπορούσε να κάνει κάτι (να τις ρυθμίσει ή να τις αλλάξει στο πλάι του δρόμου και να συνεχίσει, όταν χαλάσει όμως η ηλεκτρονική πρέπει να την πετάξεις και αγοράσεις μια άλλη (και οι πρώτες χαλούσαν, ειδικά οι aftermarket), που δεν έβρισκες πρόχειρη και σε κάθε χωριό της Ελλάδας. Πλατίνες όμως, είχες πολλές πιθανότητες να βρεις, αν δεν κουβαλούσες μαζί σου.

Ήρθαν και εποχές που ο αναβάτης δεν είχε να ρυθμίσει τίποτα. Ούτε αναρτήσεις, ούτε απόδοση κινητήρα, ούτε κάτι άλλο που να είχε σχέση με την συμπεριφορά και τις επιδόσεις της μοτοσυκλέτας. Έτσι είναι, κι ο καθένας ας την οδηγήσει όπως μπορεί. Φυσικά, πάντα κάποιοι μπορούσαν καλύτερα από τους άλλους. Σήμερα, με όλα τα ηλεκτρονικά συστήματα, υπάρχει άραγε εξίσωση των αναβατών, ή παραμένουν οι διαφορές μεταξύ τους; Μια απλουστευμένη λογική λέει πως από την στιγμή που τα ηλεκτρονικά αποφασίζουν τι θα συμβεί, η απόδοση των φρένων για παράδειγμα, θα είναι ίδια για όλους. Πατάς με όλη σου τη δύναμη, το ABS κάνει τη δουλειά του, οι ημιενεργητικές αναρτήσεις την δική τους, σταματάνε όλοι οι αναβάτες στις ίδιες αποστάσεις, αντίστοιχα γλιτώνουν όλοι το ίδιο ένα γλίστρημα χάρη στο traction control, κατεβάζουν όλοι όπως νά 'ναι ταχύτητες αφού έχουν μονόδρομο συμπλέκτη και auto blipper, και κάπως έτσι είναι εύκολο να πιστέψει κανείς πως πάει πια, δεν χρειάζεται να ξέρει κανείς να οδηγεί, τα συστήματα τα κάνουν όλα γι' αυτόν, άντε κι έγιναν όλοι ίδιοι. Μόνο που στην πραγματική ζωή δεν είναι καθόλου έτσι. Είναι αλήθεια πως τα ηλεκτρονικά συστήματα μπορούν να βοηθήσουν κάποιον αναβάτη, άπειρο ή έμπειρο αδιάφορο, να την γλιτώσει κάποια στιγμή. Ο λιγότερο ικανός όμως θα παραμείνει σ' αυτό το επίπεδο, ενώ ο καλύτερος αναβάτης θα αφιερώσει χρόνο και φαιά ουσία για να κατανοήσει πλήρως και εμπειρικά την λειτουργία του κάθε συστήματος. Μετά, έρχεται το επόμενο στάδιο, η πλήρης εκμετάλλευση των νέων δυνατοτήτων που προσφέρει το κάθε καλοσχεδιασμένο σύστημα. Βοηθούν τα ηλεκτρονικά στην εξέλιξη των αναβατών; Σίγουρα ναι. Κανείς αναβάτης δεν μπορούσε ποτέ να οδηγεί με μπλοκαρισμένους τους τροχούς. Το σύνηθες ήταν ένα ξαφνικό μπλοκάρισμα και εξίσου αστραπιαία, επώδυνη πτώση. Αυτό που αλλάζει είναι πως τώρα ο αναβάτης προειδοποιείται για το όριο της πρόσφυσης και του μπλοκαρίσματος, και ρυθμίζει το φρενάρισμά του ανάλογα, πετυχαίνοντας πολύ πιο εύκολα τη μέγιστη επιβράδυνση. Αυτό και μόνο απελευθερώνει ένα κομμάτι από την υπολογιστική ισχύ του εγκεφάλου του, που δεν χρειάζεται πια να ασχολείται με το συγκεκριμένο θέμα, τουλάχιστον όχι τόσο πολύ. Αν προσθέσει κανείς τις αντίστοιχες μειώσεις απαιτήσεων σε υπολογιστική ισχύ και στα θέματα της πρόσφυσης, της απόκρισης – απόδοσης του κινητήρα και της λειτουργίας των αναρτήσεων που άρχισαν πια να προσαρμόζονται στις συνθήκες της κάθε στιγμής, ο αναβάτης έχει πια το περιθώριο να ασχοληθεί την αξιοποίηση όλων αυτών, με τις γραμμές του, με τις εντολές του προς την μοτοσυκλέτα, έτσι όπως ποτέ πριν δεν μπορούσε να κάνει. Γι' αυτό κι ακόμα δεν μπορούμε να ξέρουμε σε ποιο οδηγικό επίπεδο μπορούν να μας φτάσουν. Ακόμα και οι αναβάτες – θεοί των MotoGP μπορεί να αναπολούν τις μέρες χωρίς ηλεκτρονικά "βοηθήματα", τουλάχιστον όσοι έμαθαν αρχικά να τρέχουν χωρίς αυτά, αλλά δεν θα μπορούσαν να πάνε το ίδιο γρήγορα χωρίς αυτά. Και πάλι, μιλάμε για τους καλύτερους του κόσμου, με τις καλύτερες μοτοσυκλέτες, που τρέχουν σε συγκεκριμένες συνθήκες μιας κλειστής πίστας. Στους δρόμους, είναι μια άλλη ιστορία. Για ρωτήστε τους, πόσοι από αυτούς τους υπερ-αναβάτες κυκλοφορούν με μοτοσυκλέτα στο δρόμο; Αν υπάρχει κάποιος, θα είναι η εξαίρεση.

Χρειάζεται να έχει κανείς πρότερη εμπειρία σε "αναλογικές" μοτοσυκλέτες, για να εκτιμήσει τις "ψηφιακές"; Όχι απαραίτητα. Μπορεί να είναι και καλύτερα να μην έχει. Είναι δύσκολο για τους περισσότερους να αποβάλλουν συνήθειες και προκαταλήψεις ετών. Το πραγματικό αποτέλεσμα θα το δούμε στους αναβάτες των επόμενων γενεών, που θα έχουν μάθει να βρίσκουν νέα όρια μόνο πάνω σε νέες μοτοσυκλέτες.

Ο τίτλος αυτού του editorial είναι παραπλανητικός. Η τέχνη δεν τελειώνει, εξελίσσεται. Το ίδιο και οι αναβάτες. Αυτό που αλλάζει μαζί με την τεχνολογία των μοτοσυκλετών είναι το είδος της εμπλοκής του αναβάτη, ποια πράγματα χρειάζεται να σκέφτεται, πότε και πόσο. Η ουσία όμως, παραμένει ίδια. Κατανόηση, εφαρμογή, εξέλιξη. Έτσι κι αλλιώς, η κίνηση μιας μοτοσυκλέτας και στους τρεις άξονες του χώρου (ταυτόχρονα!) και το πλήθος των ερεθισμάτων που δέχεται ο αναβάτης της, απαιτεί πολύ πιο ουσιαστική εμπλοκή απ' ότι ένα αυτοκίνητο. Επιβάλλεται άλλωστε, καθώς οι συνέπειες του κάθε λάθους μπορεί να είναι πολύ χειρότερες. Από τη μια, φοβάμαι πως οι οδηγοί των σύγχρονων αυτοκινήτων μπορεί να γίνονται καλοί χειριστές αλλά σπάνια πραγματικά καλοί οδηγοί, καθώς δεν αποκτούν εμπειρία για την δυναμική συμπεριφορά του αυτοκινήτου όταν πια οι νόμοι της φυσικής ορίζουν την πορεία του. Μερίδιο ευθύνης εδώ, ειδικά στα αυτοκίνητα, έχουν και οι πωλητές, όπως και πολλοί "δημοσιογράφοι", που επιμένουν "αυτό δεν κολλάει πουθενά, τα κάνει όλα μόνο του, πάντα θα σε σώζει". Μια ματιά στις μπαριέρες και τα χαντάκια του δρόμου πάει στο χιονοδρομικό του Παρνασσού, τις μέρες που ο δρόμος είναι χιονισμένος ή και παγωμένος, δίνει μια καλή άποψη: Ειδικά αυτά που υποτίθεται πως είναι άτρωτα, όπως οι μεγάλες ψηλές τζιπούρες, πάνε στου χαντάκ' χωρίς δεύτερη συζήτηση, αν ο οδηγός τους πιστέψει τους ισχυρισμούς πωλητών και εταιριών. Το ίδιο ισχύει και στις μοτοσυκλέτες. Τα συστήματα δεν είναι πανάκεια, απλά σου βγάζουν μερικές σκοτούρες απ' το κεφάλι σου, αφήνοντάς σε να ασχοληθείς με άλλα ζητήματα. Το γεγονός πως η οδήγηση μοτοσυκλέτας απαιτεί το 100% της προσοχής σου, δεν αλλάζει. Αποδεδειγμένα όμως, τα συστήματα αυτά μειώνουν τις συνέπειες μιας λάθος εκτίμησης και μας βοηθούν να πάμε πιο γρήγορα, με περισσότερη ασφάλεια.

Κάθε εξέλιξη φέρνει νέες απαιτήσεις. Όταν το φαίρινγκ της BMW R100RS και τα άλλα full fairing που ακολούθησαν έκαναν εφικτό το πολύωρο ταξίδι μεγάλων ταχυτήτων, έθεσε και μια σειρά νέων, αυξημένων απαιτήσεων σε λάστιχα, αναρτήσεις, φρένα, πλαίσια... Όσο ανέβαιναν οι ιπποδυνάμεις και οι ταχύτητες, ανέβαιναν κι ένα σκαλί οι απαιτήσεις, όχι μόνο για την υπόλοιπη μοτοσυκλέτα, αλλά και για τον αναβάτη της. Όταν δεν υπήρχαν ρυθμίσεις αναρτήσεων, δεν ασχολούνταν κανείς μαζί τους κι όλα καλά, πορευόσουν μ' αυτά που είχες. Βάλε όμως στην εξίσωση τις πλήρως ρυθμιζόμενες αναρτήσεις με hi-low speed συμπίεση, προφορτίσεις, επαναφορές, ύψος πίσω ανάρτησης, σκληρότητες ελατηρίων, ύψος στάθμης λαδιού και διαφορετικό ιξώδες, κι έχεις ένα λαμπρό νέο πεδίο γνώσης και πειραματισμών που οδηγεί και σε καλύτερη κατανόηση της συμπεριφοράς της μοτοσυκλέτας, και σε βελτίωση της συμπεριφοράς της, και σε πιο σκεπτόμενους αναβάτες, και σε πρόοδο των ίδιων των αναρτήσεων.

Φυσικά, το κάθε ηλεκτρονικό σύστημα που είναι προγραμματισμένο να λειτουργεί και να επεμβαίνει με ένα συγκεκριμένο τρόπο, έχει και ένα εγγενές και ουσιώδες μειονέκτημα: Είναι τόσο καλό (ή κακό) όσο του επιτρέπουν οι παράμετροι της λειτουργίας του. Μπορεί οι κατασκευαστές να λένε πως προγραμματίζουν τα συστήματά τους να αντιδρούν όπως θα ήθελε ένας έμπειρος αναβάτης, πιπιλίζοντας παράλληλα την καραμέλα της ασφάλειας, η πραγματικότητα όμως είναι πως στόχος των πωλήσεών τους δεν είναι το μικρό ποσοστό των πραγματικά καλών αναβατών, αλλά η μετριότητα της μάζας, που ελπίζουν να ψήσουν πως η υπερμοτοσυκλέτα τους δεν αποτελεί απειλή, αλλά ευεργέτημα. Πως θα τους ανεβάσει σε οδηγικές απολαύσεις παραδεισένιες, σε μέρη μακρινά κι ονειρεμένα, πως θα τους κάνει καλύτερους απ' ότι είναι. Μόνο που αυτό δεν γίνεται. Κανείς προγραμματιστής δεν μπορεί να προβλέψει τις καταστάσεις που θα προκύψουν στην πραγματική ζωή, το ίδιο όπως κανείς κατασκευαστής κράνους δεν μπορεί να προβλέψει όλους τους πιθανούς τρόπους και τόπους πρόσκρουσης του ξερού μας κεφαλιού που θα φοράει το κράνος. Η ασφάλεια όμως είναι το μεγάλο εμπόρευμα των ημερών μας, κι αυτό μας πουλάνε όλοι. Η αλήθεια είναι πως με ηλεκτρονικά ή χωρίς, η μοτοσυκλέτα παραμένει υπέροχα επικίνδυνη, και γι' αυτό την αγαπάμε. Φαίνεται πως μας χρειάζεται να νιώθουμε πως για μια ακόμη μέρα, για μια ακόμη βόλτα, τα καταφέραμε με την αξία μας απέναντι στους κινδύνους. Με βοηθήματα ή χωρίς. Κι αν μια μέρα βγει το απόλυτα ασφαλές μοντέλο που με τίποτα δεν θα σε αφήσει να κινδυνεύσεις, 1) Δεν θα είναι μοτοσυκλέτα, και 2) Δεν θα έχει ενδιαφέρον.