Editorial 551 - Be happy!

x
Από το

motomag

1/10/2015

Πως θα είμαι ευτυχισμένος; Φέρνουν τα λεφτά την ευτυχία; Πως να ξοδέψω τα όποια χρήματά μου, αγοράζοντας τη μοτοσυκλέτα που ονειρεύομαι ή πηγαίνοντας ένα ταξίδι μ’ αυτή που ήδη έχω; Θα θέλατε κάποιες επιστημονικά τεκμηριωμένες απαντήσεις σ’ αυτές τις ερωτήσεις; Φυσικά, ο καθένας από μας μπορεί να δώσει τις δικές του απαντήσεις, πρόσφατα όμως έπεσε στα χέρια μου μια δημοσίευση των καθηγητών ψυχολογίας Travis J. Carter και Thomas Gilovich του πανεπιστημίου Cornell της Νέας Υόρκης, με τίτλο "Η σχετική σχετικότητα των υλικών και εμπειρικών αγορών". Με αφορμή την διαπίστωση πως όσο πιο άνετοι οικονομικά κι αν γίνονται οι άνθρωποι δεν γίνονται και πιο ευτυχείς, οι δύο καθηγητές έκαναν πολυετείς έρευνες, εξετάζοντας την σχέση μεταξύ των αγορών υλικών αγαθών και των εμπειριών. Τα συμπεράσματά τους είναι αξιόλογα, κι έχουν άμεση σχέση με τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε την ζωή μας γενικά, και την ζωή μας με την μοτοσυκλέτα ειδικότερα.    

 

Οι περισσότεροι από μας θεωρούμε λογικό πως ένα αντικείμενο (μια μοτοσυκλέτα, ένα κινητό, ένα... βάλτε ό,τι ονειρεύεται ο καθένας) μπορεί να μας κάνει ευτυχείς για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, σε σχέση με μια εμπειρία ανάλογου κόστους, που θα τελειώσει πολύ πιο γρήγορα. Με βάση την έρευνα των καθηγητών ψυχολογίας, αυτό αποδεικνύεται εντελώς λανθασμένο. "Εχθρός της ευτυχίας είναι η προσαρμογή, η συνήθεια," λέει ο δόκτωρ Thomas Gilovich, που μελετά την σχέση χρήματος και ευτυχίας για πάνω από δύο δεκαετίες. "Αγοράζουμε πράγματα για να γίνουμε πιο ευτυχείς, και το πετυχαίνουμε, αλλά μόνο για λίγο. Κάθε νέο απόκτημα είναι αρχικά συναρπαστικό, αλλά σύντομα το συνηθίζουμε και ο δείκτης ευτυχίας μειώνεται."  Αντίθετα, η έρευνά του έδειξε πως για να είμαστε ευτυχείς είναι καλύτερο να ξοδεύουμε τα χρήματά μας και τον χρόνο μας σε εμπειρίες, όπως τα ταξίδια, το να μαθαίνουμε μια καινούργια τέχνη ή να κάνουμε δραστηριότητες στη φύση. Και να πως μπαίνει εδώ σφήνα η μοτοσυκλέτα, που μπορεί να τα συνδυάσει όλα αυτά, κι ακόμα περισσότερα, με τον καλύτερο τρόπο. Οι μελέτες και οι έρευνες του Gilovich και των συνεργατών του εκφράζονται με το "παράδοξο του Easterlin": Αρχικά, η ικανοποίηση από αγορές αγαθών σε σχέση με τις εμπειρίες είναι περίπου ίδια. Όσο περνά ο χρόνος όμως, η πρώτη μειώνεται ενώ η δεύτερη, η ικανοποίηση από εμπειρίες, αυξάνεται. Ο λόγος είναι πως οι εμπειρίες γίνονται αναπόσπαστο μέρος της ίδιας μας της ύπαρξης, της ταυτότητάς μας, του ποιοι είμαστε.

"Μπορεί να πιστεύουμε πως τα υλικά αγαθά μας είναι μέρος της ταυτότητάς μας, αλλά στην πραγματικότητα παραμένουν πάντα ξεχωριστά από μας," λέει ο Gilovich. "Δεν είμαστε τίποτα άλλο από το σύνολο των εμπειριών μας". Έτσι, δεν μας χαρακτηρίζει το ποια μοτοσυκλέτα έχουμε, αλλά το τι έχουμε κάνει με αυτή. Οι μελέτες και οι έρευνες του Gilovich και των συνεργατών του έδειξαν επίσης πως ακόμα και σε περιπτώσεις δυσάρεστων αρχικά εμπειριών, μετά, όσο τις αναπολούμε και τις αξιολογούμε, μετατρέπονται από αγχωτικές και επικίνδυνες σε "ηρωικές" ή ακόμα και σε αστείες. Αυτό δεν συμβαίνει ποτέ με μια λάθος ή απογοητευτική αγορά. Και ταιριάζει απόλυτα με το τόσο συνυφασμένο με την μοτοσυκλέτα θέμα "περιπέτεια", που για να λογίζεται ως περιπέτεια είναι αρχικά μια δυσάρεστη έως επικίνδυνη εμπειρία. Πόσες εκδρομές μας δεν αναπολούμε με ευχαρίστηση, άσχετα αν είχαμε ταλαιπωρηθεί, κολλήσει, χαθεί, υποφέρει από μηχανικές βλάβες ή πτώσεις;  Ένας άλλος λόγος είναι πως οι εμπειρίες μας συνδέουν με άλλους ανθρώπους πολύ περισσότερο, σε αντίθεση με τα αντικείμενα. Ακούγεται αυτονόητο: Φυσικά και συνδέεσαι με ανθρώπους που πήγες μια επική εντουράδα παρέα τους πολύ περισσότερο σε σχέση με αυτούς που έχουν επίσης 42άρα τηλεόραση.

Ένας ακόμη λόγος που οι εμπειρίες μας κάνουν ευτυχείς μακροπρόθεσμα, είναι οι συγκρίσεις. Ενώ θεωρούμε πως σε αγορές αγαθών η πληθώρα πληροφοριών και τεχνικών χαρακτηριστικών μπορεί να κάνει πιο εύκολη και πιο σίγουρη την επιλογή μας, στην πραγματικότητα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Όσο περισσότερα τα "αντικειμενικά κριτήρια", τόσο πιο δύσκολη η επιλογή και τόσο πιο γρήγορη η απογοήτευση μετά. Οι επιλογές αγαθών υπονομεύονται έτσι από συγκρίσεις με τις άλλες διαθέσιμες επιλογές, αλλά και τις επιλογές των άλλων. Αντίθετα, η σύγκριση εμπειριών δεν γίνεται εύκολα, ακριβώς γιατί δεν υπάρχουν μετρήσιμα μεγέθη ή κι αν υπάρχουν, δεν έχουν τόση σημασία (για παράδειγμα, η αξία της εμπειρίας ενός ταξιδιού δεν μετριέται με βάση τα χιλιόμετρα που διανύθηκαν, αλλά με το τι ζήσαμε στο ταξίδι). Επιπλέον, η επιλογή μιας εμπειρίας δεν αποκλείει την επιλογή άλλης την επόμενη μέρα ή τον επόμενο μήνα, σε αντίθεση με την αγορά ενός ακριβού αγαθού που δεν διορθώνεται εύκολα, ή διορθώνεται με μεγάλο οικονομικό κόστος.

Πολλοί οικονομολόγοι πιστεύουν πια πως η αξιολόγηση μιας υγιούς κοινωνίας δεν γίνεται με βάση τον πλούτο που παράγει, αλλά με τον δείκτη ευτυχίας της. Υπάρχει και ειδικός κλάδος, τα happiness economics.

Να λοιπόν γιατί αγαπάμε περισσότερο τις μοτοσυκλέτες με τις οποίες ζήσαμε πολλά, κι όχι τις ακριβότερες ή τις "καλύτερες", αλλά που δεν είχαμε ανάλογες εμπειρίες μαζί τους. Οι μοτοσυκλέτες έρχονται και φεύγουν, όσα ζήσαμε μαζί τους μένουν. Μπορεί κάποιοι να παθιάζονται και να αντιδικούν για ώρες προσπαθώντας να πείσουν πως η δική τους μοτοσυκλέτα είναι καλύτερη, μάταιος κόπος όμως. Δεν έχει καμία σημασία, τα αντικειμενικά κριτήρια μπορεί να είναι μετρήσιμα, δεν είναι όμως αυτά που μετράνε. Οι εμπειρίες μας όμως, είναι σαν τα παιδιά μας: Κάποια άλλα μπορεί να είναι "αντικειμενικά καλύτερα", αλλά τα δικά μας δεν θα τα αλλάζαμε με τίποτα στον κόσμο. Τα όσα ζούμε μας κάνουν αυτό που είμαστε, κι ευτυχώς, τώρα έχουμε και επιστημονικές απαντήσεις για να επιβεβαιώσουμε αυτά που ίσως νιώθαμε, αλλά δεν θέλαμε να παραδεχτούμε. Επιπλέον, ειδικά σ’ αυτούς τους δύσκολους οικονομικά καιρούς, οι εμπειρίες κοστίζουν πολύ λιγότερο σε σχέση με τις αγορές, και γινόμαστε πολύ πιο ευτυχείς όταν τις μοιραζόμαστε με άλλους. Οι φίλοι είναι εδώ, η ζωή μας περιμένει, λίγη βενζίνη μόνο χρειάζεται κι οι δρόμοι είναι ανοιχτοί.   

 

editorial 526 - Ο ταξιδιώτης και άλλες ιστορίες

Από το

Μαύρο Σκύλο

2/9/2013

Τον βλέπω σταθερά τα τελευταία καλοκαίρια. Έχει ένα από τα πρώτα Transalp, ασημί με ταμπούρο, πρέπει να φτάνει την εικοσπενταετία γεμάτη πια (το Transalp, ο ιδιοκτήτης είναι μεγαλύτερος). Το χρώμα της μάνας του, μοναδική διακόσμηση δεκάδες αυτοκόλλητα από διάφορες χώρες του κόσμου. Θυμίζει αυτές τις προπολεμικές βαλίτσες που είχαν κολλημένα πάνω τους σήματα θερέτρων και ξενοδοχείων, πιστοποίηση της οικονομικής άνεσης του ταξιδεμένου ιδιοκτήτη τους. Μόνο που εδώ μιλάμε για το ακριβώς αντίθετο. Ο συγκεκριμένος άνθρωπος φαίνεται πως ταξιδεύει πολύ, με τα ελάχιστα δυνατά έξοδα. Ουδεμία υποψία ασορτί τριβάλιτσου και ηλεκτρονικών βοηθημάτων, εργαλεία που πολλοί θεωρούν πια απαραίτητα για ταξίδι. Τα πράγματα δεμένα με χταπόδια το ένα πάνω από το άλλο, η σκηνή, το στρωματάκι, το sleeping bag. ειδικά η σκηνή του θα πρέπει να αποτελέσει έκθεμα σε ταξιδιωτικό μουσείο. Μιλάμε για ένα σκηνάκι που είναι τόσο μικρό, ώστε είσαι σίγουρος όταν το δεις πως ο ένοικός του αποκλείεται να κοιμάται ποτέ με τα πόδια τεντωμένα, αφού έτσι κι αλλιώς δεν χωράει μέσα σε άλλη στάση εκτός από την εμβρυακή. Το μέγεθός του είναι ένα θέμα, το άλλο είναι η κατάστασή του. Φτιαγμένο από το σύνηθες ασημί απ' έξω, μπλε σκούρο από μέσα πανί, έχει φτάσει πια σε μια κατάσταση φθοράς που είναι πιο πολύ μπλε απ' έξω παρά ασημί. Οι μπανέλες του ίσα που το στηρίζουν όρθιο, το πανί ίσα που στέκει και δεν διαλύεται σε μικρά-μικρά κομματάκια για να το πάρει ο αέρας. Έχω δει τέτοια σκηνάκια να τα πουλάνε 9,9 ευρώ καινούρια, κι όχι σε προσφορά. Κι όμως, δεν το αλλάζει με τίποτα. Για περίπτωση βροχής, κουβαλάει μαζί του ένα νάιλον, που το ρίχνει από πάνω και το καλύπτει ολόκληρο, ενώ περισσεύει και γύρω-γύρω πάνω από μέτρο. Μιλάμε για ένα στάδιο πριν την ασφυξία. Αλλά πόσο συχνά βρέχει το καλοκαίρι;

Πέρα από το κράνος, και ο μοτοσυκλετιστικός εξοπλισμός λάμπει δια της απουσίας του. Μινιμαλισμός κι εκεί. Το θέμα είναι όμως πως ο άνθρωπος ταξιδεύει, σε άσφαλτο και χώμα, και ταξιδεύει πολύ, σε αντίθεση με όσους εγκλωβίζονται σε απαιτητικά στερεότυπα και καταλήγουν να μην κάνουν τίποτα. Όσοι θεωρούν πως χρειάζονται απαραιτήτως μοτοσυκλέτα των 20.000 ευρώ για να ταξιδέψουν, καταλήγουν να χάνουν το ίδιο το ταξίδι. Με 20.000 ευρώ ο συγκεκριμένος ταξιδιώτης θα έκανε δύο φορές το γύρο του κόσμου.

Ο "πού είμαι ρε γαμώτο;": Βρισκόμουν σε ένα απομονωμένο ορεινό χωριό, απ' αυτά που το κοντινότερο βενζινάδικο είναι στα 50 χιλιόμετρα, αλλά που τώρα πια οι δύο από τις τρεις οδικές προσβάσεις του είναι ασφαλτοστρωμένες. Ακούω τετρακύλινδρο μοτέρ να πλησιάζει, με τον αναβάτη του να το φορτώνει το στροφόμετρο. Φτάνει στο χωριό, σταματάει χωρίς να κατέβει και χωρίς να βγάλει κράνος, ρίχνει μια ματιά δεξιά-αριστερά, κάνει επί τόπου στροφή και φεύγει προς την κατεύθυνση που ήρθε. Μυστήριο. Αν είχε ξεχάσει κάτι στο σπίτι, κι ήταν κάτοικος Αθηνών, ήθελε χίλια χιλιόμετρα μπρος πίσω για να πάει να το πάρει. Μερικοί όμως αφορμή για να κάνουν χιλιόμετρα ψάχνουν. Μπορεί όμως να αντιλήφθηκε, λίγο αργά είναι η αλήθεια, πως είχε φτάσει σε λάθος χωριό για το ραντεβού του. Tip: Φίλε, μην εμπιστεύεσαι το GPS, ειδικά αν έχει αυτόματη διόρθωση, κι αντί να πας στο Με-λιγαλά σε στέλνει στο Μέ-τσοβο. Επίσης, παίζει κι εκείνη να σε έστησε, και να μην είχε ποτέ σκοπό να σε συναντήσει.

Ο φιλομαθής με τον φραπέ στο χέρι: "Ρε συ, πες μου τώρα που σε βρήκα, εσύ που ξέρεις. Το Horex το καινούργιο είναι καλό;" Τι να σου πω ρε συ, δεν βλέπω πολλά να κυκλοφορούν, αν το πάρεις όμως, ευχαρίστως να το οδηγήσουμε.

Άλλος, σε διαδικασία επίλυσης μυστηριωδών συμπτωμάτων: "Έχει ένα πρόβλημα η μοτοσυκλέτα μου. Ξεκινάω, και μόλις βάζω τρίτη-τετάρτη ο κινητήρας σβήνει. Ευτυχώς ήταν κατηφόρα ως το σπίτι κι έβαλα την ουδέτερη, ξέρεις, την NATURAL, και τσούλησα μέχρι εκεί. Ο μάστορας μου είπε πως φταίει η εξάτμιση, που δεν είναι της μάνας του, και μου έχει παραγγείλει μια καινούργια. Πιστεύεις πως θα λυθεί το πρόβλημα;" Του μάστορα σίγουρα, της μοτοσυκλέτας, χλωμό το βλέπω.

Οι ασορτί: Ίδια κράνη, ίδια ρούχα με την συνεπιβάτιδα, και να σωστά μαντέψατε, Γερμανική μοτοσυκλέτα οδηγούσε, απ' αυτές με τα Βαυαρικά και κατόπιν υιοθετημένα Ελληνικά χρώματα στο σηματάκι τους. Οι βαλίτσες της μαμάς του, η οδήγηση δική του. Με αυτοκίνητο ήμουν, σε δρόμο με κίνηση, και μέσα σε μια ώρα τον πέρασα – με πέρασε τρεις φορές. Μα τι κάνουν; Συχνουρία έχουν; Ποιό είναι το νόημα να οδηγείς μοτοσυκλέτα αν σε ένα δρόμο με κίνηση πηγαίνεις τελικά πιο αργά από τα αυτοκίνητα; Tip: Yπάρχουν και αυτοκίνητα με το ίδιο σηματάκι.

Οι κλαμπάτοι: Για άλλη μια φορά επιβεβαιώθηκε φέτος το καλοκαίρι η υποψία μου πως μόλις η παρέα μεγαλώσει πάνω από τις δύο-τρεις μοτοσυκλέτες, η μέση ωριαία τους πέφτει δραματικά. Τα πράγματα χειροτερεύουν όταν οι μοτοσυκλέτες είναι όλες ίδια μοντέλα, οπότε για κάποιο μυστηριώδη λόγο ο αριθμός των στάσεων αυξάνεται εκθετικά, και η άφιξη στον όποιο προορισμό γίνεται όνειρο όλο και πιο μακρινό. Επιπλέον, κάθε κατηγορία μοτοσυκλετών φαίνεται πως προτιμά διαφορετικά σημεία για στάση. Οι παρέες με αναβάτες μεγάλων on-off σταματούν μόνο εκεί που υπάρχει φαγητό, και έχω την υποψία πως μερικές τέτοιες παρέες σταματούν σε ΟΛΑ τα σημεία όπου υπάρχει φαγητό. Με το δεδομένο πως κατά κανόνα το φαγητό στους κεντρικούς οδικούς άξονες είναι για πέταμα, είναι να απορείς τι είδους γαστριμαργικό τουρισμό κάνουν οι άνθρωποι. Βεβαίως, έτσι σου λύνεται η απορία γιατί από μακριά το Varadero το 1000 φαινόταν σαν 125.

Ούτε οι σφήκες: "Σταμάτησα να φάω δυο σουβλάκια ρε παιδί μου, ε, αν έρχεσαι για Ήπειρο από Αθήνα μέσω της παλιάς εθνικής, Θήβα, Λειβαδιά, Μπράλο, Δομοκό, με 640 Adventure, σε πιάνει μια πείνα. Κάπου μετά την Καλαμπάκα, παραγγέλνω δυο σουβλάκια, τρώω το ένα γιατί πείναγα πολύ, κι όπως κοίταζα το άλλο, έρχονται κάτι σφήκες, το μυρίζουν... και φεύγουν." Προφανώς ο φίλος που μου διηγήθηκε την ιστορία την παρεξήγησε την φάση, και δεν κατάλαβε πως μ' αυτό τον τρόπο οι Έλληνες επιχειρηματίες στο χώρο της εστίασης βοηθούν αποτελεσματικά στη διατήρηση της σιλουέτας των ταξιδιωτών. Το σκεπτικό είναι απλό: Δεν θα φας πολύ, αφού δεν τρώγονται. Κι αν φας έστω και λίγο, δεν θα θέλεις να ξαναδείς κρέας για κανένα μήνα. Αποτοξίνωση. Tip: Μπορείτε να κουβαλάτε μια σφήκα μαζί σας, για να δοκιμάζει το φαγητό των εστιατορίων της εθνικής πριν το ακουμπήσετε.

Τα χαρμάνια: Για κάποιον περίεργο λόγο, οι αναβάτες των superbike καπνίζουν περισσότερο. Μπορεί να υπάρχει μια μυστηριώδης σύνδεση με τις συχνότητες των κραδασμών δεύτερης τάξης των τετρακύλινδρων και τις εκκρίσεις αδρεναλίνης, που κάνει επιτακτική την ανάγκη για νικοτίνη στα πιο άσχετα σημεία. Τους έχω δει σταματημένους σε ΛΕΑ πλάτους 40 πόντων με τις νταλίκες να περνάνε στον πόντο από τα κλιπόν τους, να τραβάνε παράλληλη τζούρα από το τσιγάρο τους και το φουγάρο του φορτηγού. Επίσης, πρέπει να κατέχουν το ανεπίσημο ρεκόρ για το πιο γρήγορο άναμμα τσιγάρου από την στιγμή που το σταντ θα ακουμπήσει στην άσφαλτο. Υπάρχει λόγος όμως γι' αυτό: Πρέπει να δείξουν στο φίλο τους, που θα σταματήσει ένα λεπτό μετά, πως τον περιμένουν πολλή ώρα. Σ' αυτό βοηθούν και μερικές γόπες που μπορείς να έχεις φυλαγμένες σε αλουμινόχαρτο, και τις πετάς κάτω μόλις σταματήσεις: "Που είσαι ρε σαύρα, μισό πακέτο έχω κάνει..."

Το μυστήριο των διοδίων: Βλέπω μοτοσυκλέτες σταματημένες μετά τα διόδια, και απορώ. Την ημέρα, κάθονται μέσα στον ήλιο, εκεί ακριβώς που αυτοκίνητα και νταλίκες επιταχύνουν και το καυσαέριο πάει σύννεφο. Η ζέστη μπορεί να είναι αφόρητη, τα ρούχα τους κατά κανόνα μαύρα, αλλά αυτοί εκεί, κάνουν στάση ή περιμένουν τους φίλους τους. Τη νύχτα, σταματούν καμιά εκατοστή μέτρα μακριά, εκεί που το ημίφως αρχίζει να γίνεται σκοτάδι και τα νυσταγμένα και βαριά φώτα του νταλικιέρη δεν θα είναι αρκετά για να τους δει. Απ' την άλλη, αν θες να σταματήσεις κάπου και ΔΕΝ θέλεις να πας σε βενζινάδικο ή εστιατόριο, οι επιλογές σου περιορίζονται πολύ. Τα πάρκινγκ των ακριβοπληρωμένων μας "εθνικών οδών" βρωμάνε και ζέχνουν, που να τα επισκεφθείς και νύχτα; Για προορισμούς γράφουν όλα τα ταξιδιωτικά, μήπως ήρθε η ώρα να φτιάξουμε μια λίστα με τα "Φιλικά στο μοτοσυκλετιστή σημεία στάσης";

Το μυστήριο της κολασμένης ανηφόρας: Στο ΗΙGH TEST του 1998, όταν με ... οn-off είχαμε πάει κοντά στις ψηλότερες κορυφές της Ελλάδας, ανεβήκαμε όσο μπορούσαμε και στον Σμόλικα, το δεύτερο ψηλότερο βουνό. Είχαμε 12 on-off και μέσα σε πέντε μέρες επισκεφθήκαμε πέντε βουνά πάνω από τα 2000 μέτρα. Πλάκα είχε. Περιττό να σας πω πως τα μηχανάκια είχαν πέσει όλα, όπως και οι μισοί τουλάχιστον αναβάτες. Στον Σμόλικα έπεσε το τελευταίο που είχε μείνει αλώβητο, σε μια ανηφόρα που σηματοδότησε και το τέλος της ανάβασής μας στο βουνό. Όχι πως είχαμε πει πως θα την ανέβουμε, ήταν τόσο μεγάλη η κλίση και τόσο ανώμαλο το έδαφος που δεν είχε νόημα με αυτά τα μηχανάκια. Από τότε όμως, αν και ήξερα πως από πάνω υπάρχει μια στάνη και ξεκινά το μονοπάτι για την Δρακόλιμνη, μου είχε μείνει η απορία: Που τελειώνει ο δρόμος; Πόσο πάει ακόμα; Ευκαιρία να το ανακαλύψω, αφού πέρναγα από την περιοχή. Ο δρόμος είναι πολύ όμορφος, ξεκινά από το χωριό Πάδες κι ανηφορίζει στον Σμόλικα, περνά από ξέφωτα όπου περιμένεις να δεις νεράιδες κι από σκοτεινά δάση όπου μόνο τρολ μπορούν να ζουν, νερά τρέχουν παντού. Μας κάνουν εντύπωση τα πολλά σπασμένα δέντρα. Φτάνουμε και στην επίμαχη ανηφόρα, εκεί είναι ακόμα, μόνο που ο δρόμος την παρακάμπτει πια: Συνεχίζει δεξιά, μια αριστερή φουρκέτα, μια δεξιά και στα πενήντα μέτρα από την κορυφή της περιβόητης ανηφόρας, σταματάει σε μια στάνη. Αυτό ήταν λοιπόν. Αν τότε είχαμε παιδευτεί, είχαμε τραβήξει κι είχαμε σπρώξει για να ανεβάσουμε ένα τουλάχιστον μηχανάκι επάνω, θα έκανε άλλα πενήντα μέτρα πριν σταματήσει! Υψόμετρο εκεί; 1940 μέτρα, δυο ευγενικά παλικάρια στη στάνη, η μάνα τους και η γιαγιά τους: "Λύσσαξαν τα σκυλιά ψες βράδυ γιε μου, αρκούδα δεν ήταν, δεν κάνουν έτσι άμα ειν' αρκούδα, λύκος ήταν αλλά τίποτα δεν έκανε".

Το μυστήριο της κολασμένης ανηφόρας επιτέλους έχει λυθεί, τώρα μένει άλλο: Ανεβαίνει μηχανάκι στην Δρακόλιμνη από κει;