Editorial 550 - Σβέλτααα!!!

Από το

motomag

10/9/2015

Μερικές φορές είναι καλύτερα να μην ξέρεις. Ας πούμε, όταν οδήγησα τις μοτοσυκλέτες του MEGA TEST δεν ήξερα, ή δεν θυμόμουν, πόσα άλογα βγάζουν. Μερικά δεν τα είχαμε ακόμη μετρήσει – δυναμομετρήσει. Καλύτερα. Γιατί έτσι, έβγαλα συμπεράσματα από τις εντυπώσεις μου στις διαδρομές που έκανα με το καθένα, από την πραγματική ζωή. Έτσι, δεν είχα ιδέα πως το Super Adventure με τους 160 ανακοινωμένους από την ΚΤΜ ίππους βγάζει 140 στον τροχό. Μετά, όταν το δυναμομετρήσαμε, διαπίστωσα πως στα ορεινά στοφιλίκια που το δούλευα συνήθως ως τις 6.000, δηλαδή στην πράξη αξιοποιούσα τους 90 από τους 140, και πάλι μια χαρά σβέλτο ρυθμό κρατούσα (και 50 ίππους καβάτζα για ώρα ανάγκης). Σε σύγκριση, με το GS αρκούσε να ανεβάζω ως τις 4.500 για να πηγαίνω με τον ίδιο ρυθμό. Μια ματιά στις δυναμομετρήσεις δείχνει πως στις 4.500 το ΚΤΜ έχει δύο κιλά παραπάνω ροπή από το GS, οπότε το λογικό θα ήταν να πηγαίνει σβέλτα χωρίς να χρειάζεται να ανεβάζεις περισσότερες στροφές. Κι όμως, στην πράξη ήταν το αντίθετο. Το πιο κοντό γρανάζωμα του BMW και η χαρτογράφηση του κινητήρα το έκανε να το νιώθεις πιο ζωντανό, πιο πρόθυμο, πιο "ροπάτο", χωρίς οι απόλυτοι αριθμοί του δυναμόμετρου να υποστηρίζουν κάτι τέτοιο. Στις μετρήσεις μας όμως, στο εικονικό προσπέρασμα από τα 80 στα 140 το BMW είναι ταχύτερο, με 2,8” αντί για 3,0" του ΚΤΜ, μια διαφορά περίπου 7%. Ψάχνοντας κι άλλο τους αριθμούς, βρήκα πως το GS σταματάει και καλύτερα, αφού χρειάζεται έξι μέτρα λιγότερα για να επιβραδύνει από τα 120 στα 40. Το ακλόνητο Caponord είναι ακόμα καλύτερο από το GS στα φρένα, κυρίως λόγω της άμεσης ανταπόκρισης της ανάρτησης, που σκληραίνει άμεσα το πιρούνι, σε συνδυασμό με το χαμηλό ύψος του.  Η δυναμομέτρηση εξηγεί και την μεγαλύτερη κατανάλωση του Caponord: Έχει μια κοιλιά στις μεσαίες σε σχέση με τα άλλα μεγάλα, οπότε αναγκάζεσαι να ανεβάζεις περισσότερες στροφές για να πηγαίνεις με τον ίδιο σβέλτο ρυθμό.

 

Ποιός είναι όμως αυτός ο "ρυθμός"; Προφανώς είναι διαφορετικός για κάθε αναβάτη, γιατί η ταχύτητα είναι στο μάτι. Καλή η ομοιοκαταληξία, αλλά σας μπέρδεψα; Για κάθε αναβάτη υπάρχει ένας συγκεκριμένος ρυθμός κίνησης που νιώθει άνετα, για την κάθε μοτοσυκλέτα. Προσωπικά, μιλάω για έναν ρυθμό που τον περιγράφω ως "σβέλτο", αντί για "γρήγορο", γιατί το δεύτερο περιέχει μέσα του την έννοια της προσπάθειας για την επίτευξη του ταχύτερου δυνατού χρόνου στην συγκεκριμένη διαδρομή, που είναι άλλο πράγμα. Ο σβέλτος ρυθμός είναι αυτός που μπορώ να κρατήσω όλη μέρα, χωρίς να κουράζομαι υπερβολικά και χωρίς να απαιτεί το 100% της προσοχής μου, χωρίς άγχος, χωρίς λάθη, ένας ρυθμός που βγάζει άνετα εξαιρετικές μέσες ωριαίες και που μαζεύει πολλά χιλιόμετρα αν οδηγείς πολλές ώρες. Το μυστικό της καλής μέσης ωριαίας είναι να μην υπάρχουν μεγάλες διακυμάνσεις ταχύτητας, δηλαδή ο κύκλος τέρμα γκάζι στο ευθειάκι, φουλ φρένα μετά, άντε ξανά επιτάχυνση, μπορεί να είναι πιο αργός σε σχέση με τον υπολογισμό της ταχύτητας στην ευθεία έτσι ώστε να στρίψεις "όπως έρχεσαι", κουβαλώντας περισσότερα χιλιόμετρα στην έξοδο της στροφής κι έχοντας μεγάλο πλεονέκτημα στην επόμενη ευθεία. Κι όταν οι στροφές διαδέχονται η μία την άλλη χωρίς ευθεία μεταξύ τους, είναι ο μόνος τρόπος για να πας γρήγορα. Άλλωστε, έτσι κερδίζονται και οι αγώνες, και το ρητό "ο καλός αναβάτης στην ευθεία φαίνεται" αυτό ακριβώς το πράγμα εννοεί: Αυτός που θα στρίψει πιο γρήγορα βγαίνει με πιο πολλά στην ευθεία και κουβαλάει τα περισσότερα χιλιόμετρα μέχρι τα φρένα για την επόμενη στροφή.

Όπως και στα αυτοκίνητα, στρίβεις πιο γρήγορα με τον κινητήρα από ελαφρώς κρεμασμένο ως λίγο πιο κάτω από την μέγιστη ροπή του, παρά με τον κινητήρα να ουρλιάζει ψηλά, με τον κόφτη να παραμονεύει. Είναι πιο γρήγορο, αλλά και πιο δύσκολο.

 

Σε έναν τέτοιου τύπου ρυθμό φαίνονται ξεκάθαρα οι δυνατότητες κάθε μοτοσυκλέτας. Όποια σου εμπνέει εμπιστοσύνη να την πετάξεις από τέρμα πλαγιασμένη αριστερά, τέρμα δεξιά μέσα σε ελάχιστα μέτρα, αποκτά τρομερό πλεονέκτημα. Αν κάποιος θέλει να πλαγιάζει αργά, προοδευτικά, έχει χάσει. Αν με την μοτοσυκλέτα που οδηγεί δεν νιώθει άνετα να της ρίξει το "χαστούκι" και να την πετάξει κάτω στο τέλος της ευθείας ή από στροφή σε στροφή, σβέλτα δεν πρόκειται να πάει. Και μιλάμε πάντα για άσφαλτο, όχι για χώμα. Σημαντικό χαρακτηριστικό μιας τέτοιας σβέλτης μοτοσυκλέτας είναι να νιώθει άνετα σε όποια κλίση κι αν την βάλεις, κι όχι να προσπαθεί να κάνει κάτι άλλο από αυτό που της λες. Είναι αυτό που οι Άγγλοι αποκαλούν "self steering", με την μοτοσυκλέτα να αντιστέκεται στις εντολές σου και να θέλει να κάνει κάτι άλλο δικό της, διαφορετικό από το αποτέλεσμα που θα ήθελες να έχουν οι εντολές σου μέσω του τιμονιού, της μέσης σου και των μαρσπιέ. Αυτό παθαίνουν τα μεγάλα ΚΤΜ όταν τους βάλεις βαλίτσες, φαινόμενο γίνεται πιο έντονο όσο μειώνεται η πρόσφυση: Στο χώμα, εκδηλώνεται ως ελαφρύ και ασαφές τιμόνι που δεν ακολουθεί την πορεία που του ορίζεις. Ευτυχώς, στο χώμα η κατάσταση σώζεται από δύο πράγματα: Από την όρθια θέση οδήγησης, που σου επιτρέπει να φορτίσεις περισσότερο τον μπροστινό τροχό αυξάνοντάς του την πρόσφυση, και από το γκάζι, που σου επιτρέπει rear wheel steering, να κατευθύνεις την μοτοσυκλέτα με τον πίσω τροχό αντί τον μπροστινό. Ένα σημείο κλειδί είναι η μέση του αναβάτη. Όχι η περίμετρός της, αλλά η ευκαμψία της. Αναβάτες που είναι αγχωμένοι, με άκαμπτη την μέση τους και την σπονδυλική τους στήλη ευθεία, δεν μπορούν να οδηγήσουν σβέλτα, ειδικά όταν η κάθε στροφή ξεκινά από την έξοδο της προηγούμενης. Σπρώξε λοιπόν προς τα μπρος το άκρο του τιμονιού που θα βρίσκεται στο εσωτερικό της στροφής, έχε ελεύθερη τη μεσούλα σου, κοίτα όσο πιο μακριά μπορείς στην έξοδο της στροφής και στρίψε σβέλτα. Επανέλαβε άμεσα στην επόμενη, πλαγιάζοντας την μοτοσυκλέτα σου πολύ πριν φτάσεις στο μέσο της στροφής, κι είσαι σε καλό δρόμο για οδηγική νιρβάνα στα άπειρα ορεινά στροφιλίκια της Ελλάδας. Και για να το κάνεις αυτό, καλύτερες μοτοσυκλέτες από τις on-off δεν υπάρχουν. Απολαύστε υπεύθυνα, που λένε και τα αλκοόλια. Γιατί η σβέλτη οδήγηση είναι απολύτως εθιστική.

 

on-off = ελευθερία επιλογής διαδρομών

 

επιμελημένα ανοργάνωτο το motohappening, όπως πάντα

editorial 540 - ό,τι επιθυμείς!

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

31/10/2014

 

Δεν είναι τα 300 άλογα. Δεν είναι ότι από αύριο θα βγούμε όλοι και θα πηγαίνουμε με 350. Δεν είναι καν ότι κάποιος από μας χρειάζεται ντε και καλά 300 άλογα. Αυτό όμως που χρειάζεται ο κόσμος της μοτοσυκλέτας είναι ένα ξυπνητήρι. Και είναι η Kawasaki που αποφάσισε να το φτιάξει.

Γιατί καλές είναι όλες αυτές οι μοτοσυκλέτες που χρειαζόμαστε, καλά τα λογικά βασικά μεταφορικά μέσα, καλές οι πολύ οικονομικές αλλά άχρωμες και άοσμες, έχουν όμως ένα μεγάλο μειονέκτημα: Κανείς δεν ενθουσιάζεται μαζί τους, όσο κι αν κάνει την δουλειά του. Χρόνια τώρα διαμαρτυρόμαστε και κουνάμε θλιμμένοι το κεφάλι, γιατί στην ουσία ο μύθος της μοτοσυκλέτας έχει πάρει πολύ νερό, ε, και πως να είναι διαφορετικά όταν οι μοτοσυκλέτες έγιναν είδος μαζικής κατανάλωσης; Μοιάζει να έγινε ξαφνικά, αλλά στην πραγματικότητα τα είκοσι τελευταία χρόνια με την τεχνολογική εξέλιξη των μοτοσυκλετών, όλοι και η γιαγιά μου μαζί ανακάλυψαν πως μπορούσαν να οδηγήσουν μία. Πρόοδος στα ελαστικά, στα φρένα, στα ηλεκτρονικά του κινητήρα, στα ABS, να και traction control, να και όλα τα ηλεκτρονικά control που μπορεί κανείς να φανταστεί, κι ευτυχώς, γιατί σώθηκε πολύ κόσμος. Το θέμα είναι πως όσο περισσότερο ασφαλείς γίνονται οι μοτοσυκλέτες, τόσο πιο δύσκολο είναι να γίνουν μύθοι. Φτάσαμε σε ένα σημείο που η αίσθηση που παίρνεις όταν οδηγείς έχει απομακρυνθεί πολύ από τα ανθρώπινα δεδομένα, καθώς γίνεται όλο και πιο δύσκολο να ταυτιστεί ο αναβάτης μαζί της, αφού νιώθει πια πως δεν είναι και τόσο απαραίτητη η δική του συμβολή στο θέμα οδήγηση. Με άλλα λόγια, πιο πολύ μας πάνε, παρά τις πάμε. Μ’ αυτά και με τ’ άλλα, οι superbike εξειδικεύτηκαν απόλυτα για πίστα, τόσο που δεν φαίνεται να έχει και πολύ νόημα να τις οδηγείς στο δρόμο. Κάτι σαν να κυνηγάς σπουργίτια με κανόνι ένα πράμα.

Κάπου εκεί, να και κάτι οικονομικές κρίσεις λέει, να και κάτι όψιμες οικολογικές ανησυχίες για το αν θα καίνε 4,5 ή 5 λίτρα στα εκατό, είχαμε γεμίσει από εξαιρετικές αλλά βαρετές μοτοσυκλέτες. Και κακά τα ψέματα, οι υπερμοτοσυκλέτες πάντα έπαιζαν τον ρόλο των προβολέων ενός σταδίου: Φωτίζουν τον χώρο που παίζουν οι άλλες. Δημιουργούν την αίγλη και τον μύθο, πυροδοτούν συζητήσεις, η δόξα τους αντανακλάται σε όλη την γκάμα της εταιρίας. Πόσο όμως να συζητήσεις για ηλεκτρονικά και "τι σου κάνει εσένα η δικιά σου στο mode 2, level 3 του traction control;" Χάθηκαν οι συζητήσεις και οι αναφορές σε βασικές αισθήσεις, που όλοι μπορούν να καταλάβουν και να ενθουσιαστούν.  Χάθηκαν τα ελαττώματα και οι υπερβολές που ήταν το αλάτι στο φαΐ της μοτοσυκλέτας.

Όταν κάτσει κανείς και σκεφτεί ποιες μοτοσυκλέτες έγιναν θρύλοι, συνήθως ήταν αυτές που γέμιζαν τα νεκροταφεία, ή για να μην είμαστε τόσο μακάβριοι, αυτές που ήταν εντελώς αντι-κοινωνικές, αντι-ασφαλείς, αντι-οικονομικές, όλα τα αντί. Ακόμα συζητιούνται τα τρικύλινδρα δίχρονα της Kawasaki, που ακόμα και το Mach IV 750, γνωστό κι ως Η2, είχε μόνο 74 αλογάκια για 200 κιλά, με καλαμάκια πιρουνιού σαν καλαμάκια φραπέ, με αμορτισέρ που είχαν μόνο ελατήρια, με πλαίσιο που ίσα ίσα κράταγε όλα τα εξαρτήματα πάνω του. Κι όμως, οι αναβάτες έτρεχαν μαζικά τότε στις εκθέσεις για να το δουν (τουλάχιστον στις ΗΠΑ, γιατί εδώ ελάχιστοι μπορούσαν να το αγοράσουν), και λόγω του σλόγκαν της διαφήμισής του ("... μια επιτάχυνση που κανείς αναβάτης δεν έχει ξανανιώσει") και λόγω της φήμης του, που διαδόθηκε αστραπιαία από όσους το οδήγησαν. Λογικά, με τέτοια φήμη του στυλ "το πιθανότερο είναι ή να φύγεις από πάνω του όταν ροπιάσει, ή να σε πετάξει κάτω όταν πλαγιάσει", κανείς δεν θα ήθελε να το πλησιάσει, κι όμως συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο. Κι όμως, το Mach III 500 ήταν πολύ πιο απότομο κι ατίθασο, το Mach IV 750 ήταν πολύ πιο "γλυκό", τουλάχιστον συγκριτικά. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον η απόφαση της Kawasaki να χρησιμοποιήσει ακριβώς τις ίδιες εκφράσεις, "κανείς δεν έχει ξανανιώσει τέτοια επιτάχυνση", για την νέα της H2R, και να της δώσει και το ίδιο όνομα με την αγωνιστική έκδοση του αερόψυκτου δίχρονου 750. Είναι σαφές πως απευθύνεται σε βασικές αισθήσεις, σε βασικά ένστικτα του ανθρώπου, αντί να προσπαθεί να ικανοποιήσει κάποια ορθολογιστικά και ασαφή κριτήρια.

 

Ακόμα και στην προ-ιαπωνική εποχή, οι μοτοσυκλέτες που έμειναν στην ιστορία είναι κάτι Gold Star, κάτι Vincent, κάτι Brough Superior, που όλες τους ήταν φτιαγμένες για τους κάγκουρες της εποχής που τις τελίκιαζαν σε κάθε ευκαιρία και μούσκευαν τα βρακιά τους όταν ξεπερνούσαν ταχύτητες που τα σημερινά 250 καθημερινής χρήσης φτάνουν άνετα.  Έφτιαξαν και κάτι τρικύλινδρα που τόσο γρήγορα τους φαίνονταν που τα ονόμασαν Rocket, και χάρηκαν για λίγο μέχρι που η Honda έβγαλε το δικό της τετρακύλινδρο 750, που και πύραυλος ήταν (και πάλι με εβδομήντα-κάτι αλογάκια!) και δούλευε για δεκαετίες χωρίς να χάνει λάδια. Η Κawasaki ετοίμαζε κι αυτή τότε το δικό της 750, αλλά την πρόλαβε η Honda και για να μην δείξει πως ακολουθεί, το μεγάλωσε σε 900. Πιο πολλά κυβικά, πιο πολλά γκάζια κι ένας κυβισμός που δεν είχαμε δει μέχρι τότε, ξεκίνησαν ένα κεφάλαιο επιδόσεων που κράτησε για δεκαετίες και εξελίχθηκε σε Ninja. Tα αερόψυκτα μπορεί να είχαν μεγαλώσει σε καρχαρίες 1100 και να κρατούσαν ξάγρυπνους τους νοικοκυραίους τα βράδια, αλλά τα λιγότερα μεν, υγρόψυκτα δε 900 κυβικά της GPz900R ξεκίνησαν μια άλλη μάχη, αυτή της τελικής. Παράλληλα όμως με τις τελικές, ανέβαιναν και τα κιλά, αφαιρώντας από την αίσθηση επιτάχυνσης, και δίνοντας περισσότερο βάρος στο μάζεμα χιλιομέτρων. Το αποκορύφωμα και το κύκνειο άσμα αυτής της, εεε, φιλοσοφικής προσέγγισης στο θέμα μοτοσυκλέτα, ήρθε με την ZX-12R, την πιο γρήγορη σε τελική που μετρήσαμε ποτέ στο ΜΟΤΟ, με 312 πραγματικά χιλιόμετρα. Ο πλανήτης όμως είχε γίνει πια πολύ πυκνοκατοικημένος, και μια τέτοια μάχη δεν είχε μέλλον. Και πριν οι μπαμπούλες της ασφάλειας προλάβουν να επέμβουν νομοθετικά, οι κατασκευαστές έκαναν "συμφωνία κυρίων", εθελοντικά δηλαδή περιόρισαν ηλεκτρονικά την τελική των μοτοσυκλετών στα 299. Φυσικά, τίποτα το διαφορετικό δεν συμβαίνει στα 301 σε σχέση με τα 299, το νόημα όμως ήταν πως ο ανταγωνισμός σε αυτό το πεδίο ήταν πια νεκρός, οπότε μ’ ένα σμπάρο, πολλά τρυγόνια. Απ’ τη μια οι εταιρίες έδειχναν προς τα έξω (δηλαδή, προς τους μη μοτοσυκλετιστές) ένα πρόσωπο τάχαμου κοινωνικής ευαισθησίας, κι απ’ την άλλη, ξέμπλεξαν από μια υπόθεση που απαιτούσε όλο και περισσότερους πόρους, πολύ ακριβή, που τα αποτελέσματά της ελάχιστοι μπορούσαν να απολαύσουν, σε ελάχιστες περιπτώσεις. Λογικά, ήταν μια ουτοπική μάχη, καθώς όλο και μεγαλύτερη ιπποδύναμη απαιτούνταν για να ανέβουν ελάχιστα τα χιλιόμετρα. Και που να τα δεις πια αυτά τα νούμερα στο κοντέρ σου; Ούτε καν στις autobahn πια, έχουν και κίνηση και όρια σχεδόν παντού.

 

Επαναπαύτηκαν όμως, είπαν ούφ, γλιτώσαμε απ’ τον μπελά, ας παίξουμε τώρα το παιχνιδάκι της ασφάλειας, είναι ένας καλός τρόπος για να πουλήσουμε περισσότερες μοτοσυκλέτες, αφού θα απευθυνόμαστε πια και σε όλους αυτούς που τις φοβόντουσαν. Αμ δε! Μόλις έφυγε αυτό το στοιχείο του κυνηγιού της τελικής, που ήταν άλλωστε εντελώς παράνομο στο 99,99% των δρόμων του πλανήτη, οι πωλήσεις δεν αυξανόντουσαν πια, αλλά άρχισαν να κάνουν μια σταθερή βουτιά: Είχαν ξεχάσει να αντικαταστήσουν τις τελικές με κάτι άλλο, πιο χειροπιαστό, πιο άμεσο, κάτι που την εμπειρία του θα μπορούσε να την έχει ο καθένας, καθημερινά.  Ήλπιζαν, για πολλά χρόνια, πως την μαγεία της παρανομίας και του κυνηγιού των τελικών στους ανοιχτούς δρόμους θα αντικαθιστούσε η οδήγηση στις πίστες, οπότε έριξαν το βάρος εκεί. Όμως, η οδήγηση σε πίστα δεν είναι κάτι που μπορείς να κάνεις κάθε μέρα, έχει πρόσθετα έξοδα, κι επιπλέον απαιτεί αυξημένες οδηγικές ικανότητες γιατί τα χρονόμετρα, όπως και οι υπόλοιποι που γυρνάνε στην πίστα, ξέρουν πολύ καλά ποιος πάει γρήγορα και ποιος όχι. Το βάρος, σ’ αυτή την περίπτωση, η ευθύνη αν θέλετε, μετατοπίζεται έτσι από την μοτοσυκλέτα στον αναβάτη. Δεν μπορείς να έχεις "την πιο γρήγορη", γιατί στην πίστα η πιο γρήγορη είναι αυτή που ο αναβάτης της την πάει γρήγορα. Τζίφος. Κανείς δεν θέλει να του θυμίζουν πως εκείνος φταίει, πως θα μπορούσε να κάνει κάτι καλύτερο.  Η αίσθηση όμως, ααα, η αίσθηση δεν είναι κάτι μετρήσιμο. Μπορούμε να φανταστούμε κάποιον στην Kawasaki να προσπαθεί να βρει μια νέα κατεύθυνση, αφού αυτή της τελικής είχε κλείσει προ πολλού, και να τρίβει το πιγούνι του πριν αναφωνήσει "Χάι! Αξελερέισον! Χόρσ-πάουερ!". Αλλά φυσικά δεν έγινε έτσι. Καιρό το μελέταγε η Kawasaki το θέμα κομπρέσορας, κι είχαν βγει κάτι φήμες πως θα τον έβαζε σε ΖΖ-R 1400, γιατί κανείς δεν φανταζόταν πως η Kawasaki – μοτοσυκλέτες θα έβαζε όλη την Kawasaki – Heavy Industries να δουλεύει νύχτα μέρα, για να φτιάξει το απόσταγμα της τεχνολογίας της. Οι περισσότεροι από τους μηχανολόγους των άλλων τμημάτων δεν θα είχαν ποτέ ασχοληθεί με τόσο μικρά και λεπτά ζητήματα. Ο κύριος κινητήρες jet δεν είχε σκεφτεί ποτέ πως θα μπορούσαν να φτιαχτούν τόσο μικρά πτερυγιάκια κι ο κύριος πενταόρωφοι 18κύλινδροι κινητήρες πλοίων δεν φανταζόταν πως θα ασχοληθεί με φαινόμενα προανάφλεξης σε κάτι κυλινδράκια σαν κουτάκια αναψυκτικού.

 

Δεν έχει σημασία αν η H2R γίνει εμπορική επιτυχία ή όχι. Φυσικά καλό θα ήταν για την Kawasaki, κι είμαι σίγουρος πως οι ευθείες των dragster θα στενάξουν, όπως και κάθε μορφής ευθεία. Πριν ακόμη όμως πουληθεί έστω και μία, η H2R έχει ήδη την μεγαλύτερη επιτυχία και αντίκτυπο. Το σημαντικό είναι πως η Kawasaki τόλμησε να ταράξει τα στάσιμα νερά, να ανοίξει το δρόμο σε μοτοσυκλέτες συναρπαστικές, σε πιθανότητες ατελείωτες, να ξυπνήσει και τους άλλους κατασκευαστές και να τολμήσουν κι εκείνοι να εξερευνήσουν νέους δρόμους, σε κάθε κατηγορία. Από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια, κι η Kawasaki τρελή δεν είναι, ούτε μικρή, κι όμως, μας θύμισε την αλήθεια, πως μοτοσυκλέτα χωρίς τρέλα και πάθος δεν έχει νόημα, μόνο με ορθολογισμό δεν έχει ψυχή. Οι μύθοι δεν δημιουργούνται από μοτοσυκλέτες που "χρειάζεσαι", αλλά από μοτοσυκλέτες που επιθυμείς σαν τρελός, που στοιχειώνουν τα όνειρά σου. Άλλωστε, όταν ευχόμαστε σε κάποιον, δεν του λέμε "ό,τι χρειάζεσαι", "ό,τι επιθυμείς" του λέμε.