Editorial 550 - Σβέλτααα!!!

Από το

motomag

10/9/2015

Μερικές φορές είναι καλύτερα να μην ξέρεις. Ας πούμε, όταν οδήγησα τις μοτοσυκλέτες του MEGA TEST δεν ήξερα, ή δεν θυμόμουν, πόσα άλογα βγάζουν. Μερικά δεν τα είχαμε ακόμη μετρήσει – δυναμομετρήσει. Καλύτερα. Γιατί έτσι, έβγαλα συμπεράσματα από τις εντυπώσεις μου στις διαδρομές που έκανα με το καθένα, από την πραγματική ζωή. Έτσι, δεν είχα ιδέα πως το Super Adventure με τους 160 ανακοινωμένους από την ΚΤΜ ίππους βγάζει 140 στον τροχό. Μετά, όταν το δυναμομετρήσαμε, διαπίστωσα πως στα ορεινά στοφιλίκια που το δούλευα συνήθως ως τις 6.000, δηλαδή στην πράξη αξιοποιούσα τους 90 από τους 140, και πάλι μια χαρά σβέλτο ρυθμό κρατούσα (και 50 ίππους καβάτζα για ώρα ανάγκης). Σε σύγκριση, με το GS αρκούσε να ανεβάζω ως τις 4.500 για να πηγαίνω με τον ίδιο ρυθμό. Μια ματιά στις δυναμομετρήσεις δείχνει πως στις 4.500 το ΚΤΜ έχει δύο κιλά παραπάνω ροπή από το GS, οπότε το λογικό θα ήταν να πηγαίνει σβέλτα χωρίς να χρειάζεται να ανεβάζεις περισσότερες στροφές. Κι όμως, στην πράξη ήταν το αντίθετο. Το πιο κοντό γρανάζωμα του BMW και η χαρτογράφηση του κινητήρα το έκανε να το νιώθεις πιο ζωντανό, πιο πρόθυμο, πιο "ροπάτο", χωρίς οι απόλυτοι αριθμοί του δυναμόμετρου να υποστηρίζουν κάτι τέτοιο. Στις μετρήσεις μας όμως, στο εικονικό προσπέρασμα από τα 80 στα 140 το BMW είναι ταχύτερο, με 2,8” αντί για 3,0" του ΚΤΜ, μια διαφορά περίπου 7%. Ψάχνοντας κι άλλο τους αριθμούς, βρήκα πως το GS σταματάει και καλύτερα, αφού χρειάζεται έξι μέτρα λιγότερα για να επιβραδύνει από τα 120 στα 40. Το ακλόνητο Caponord είναι ακόμα καλύτερο από το GS στα φρένα, κυρίως λόγω της άμεσης ανταπόκρισης της ανάρτησης, που σκληραίνει άμεσα το πιρούνι, σε συνδυασμό με το χαμηλό ύψος του.  Η δυναμομέτρηση εξηγεί και την μεγαλύτερη κατανάλωση του Caponord: Έχει μια κοιλιά στις μεσαίες σε σχέση με τα άλλα μεγάλα, οπότε αναγκάζεσαι να ανεβάζεις περισσότερες στροφές για να πηγαίνεις με τον ίδιο σβέλτο ρυθμό.

 

Ποιός είναι όμως αυτός ο "ρυθμός"; Προφανώς είναι διαφορετικός για κάθε αναβάτη, γιατί η ταχύτητα είναι στο μάτι. Καλή η ομοιοκαταληξία, αλλά σας μπέρδεψα; Για κάθε αναβάτη υπάρχει ένας συγκεκριμένος ρυθμός κίνησης που νιώθει άνετα, για την κάθε μοτοσυκλέτα. Προσωπικά, μιλάω για έναν ρυθμό που τον περιγράφω ως "σβέλτο", αντί για "γρήγορο", γιατί το δεύτερο περιέχει μέσα του την έννοια της προσπάθειας για την επίτευξη του ταχύτερου δυνατού χρόνου στην συγκεκριμένη διαδρομή, που είναι άλλο πράγμα. Ο σβέλτος ρυθμός είναι αυτός που μπορώ να κρατήσω όλη μέρα, χωρίς να κουράζομαι υπερβολικά και χωρίς να απαιτεί το 100% της προσοχής μου, χωρίς άγχος, χωρίς λάθη, ένας ρυθμός που βγάζει άνετα εξαιρετικές μέσες ωριαίες και που μαζεύει πολλά χιλιόμετρα αν οδηγείς πολλές ώρες. Το μυστικό της καλής μέσης ωριαίας είναι να μην υπάρχουν μεγάλες διακυμάνσεις ταχύτητας, δηλαδή ο κύκλος τέρμα γκάζι στο ευθειάκι, φουλ φρένα μετά, άντε ξανά επιτάχυνση, μπορεί να είναι πιο αργός σε σχέση με τον υπολογισμό της ταχύτητας στην ευθεία έτσι ώστε να στρίψεις "όπως έρχεσαι", κουβαλώντας περισσότερα χιλιόμετρα στην έξοδο της στροφής κι έχοντας μεγάλο πλεονέκτημα στην επόμενη ευθεία. Κι όταν οι στροφές διαδέχονται η μία την άλλη χωρίς ευθεία μεταξύ τους, είναι ο μόνος τρόπος για να πας γρήγορα. Άλλωστε, έτσι κερδίζονται και οι αγώνες, και το ρητό "ο καλός αναβάτης στην ευθεία φαίνεται" αυτό ακριβώς το πράγμα εννοεί: Αυτός που θα στρίψει πιο γρήγορα βγαίνει με πιο πολλά στην ευθεία και κουβαλάει τα περισσότερα χιλιόμετρα μέχρι τα φρένα για την επόμενη στροφή.

Όπως και στα αυτοκίνητα, στρίβεις πιο γρήγορα με τον κινητήρα από ελαφρώς κρεμασμένο ως λίγο πιο κάτω από την μέγιστη ροπή του, παρά με τον κινητήρα να ουρλιάζει ψηλά, με τον κόφτη να παραμονεύει. Είναι πιο γρήγορο, αλλά και πιο δύσκολο.

 

Σε έναν τέτοιου τύπου ρυθμό φαίνονται ξεκάθαρα οι δυνατότητες κάθε μοτοσυκλέτας. Όποια σου εμπνέει εμπιστοσύνη να την πετάξεις από τέρμα πλαγιασμένη αριστερά, τέρμα δεξιά μέσα σε ελάχιστα μέτρα, αποκτά τρομερό πλεονέκτημα. Αν κάποιος θέλει να πλαγιάζει αργά, προοδευτικά, έχει χάσει. Αν με την μοτοσυκλέτα που οδηγεί δεν νιώθει άνετα να της ρίξει το "χαστούκι" και να την πετάξει κάτω στο τέλος της ευθείας ή από στροφή σε στροφή, σβέλτα δεν πρόκειται να πάει. Και μιλάμε πάντα για άσφαλτο, όχι για χώμα. Σημαντικό χαρακτηριστικό μιας τέτοιας σβέλτης μοτοσυκλέτας είναι να νιώθει άνετα σε όποια κλίση κι αν την βάλεις, κι όχι να προσπαθεί να κάνει κάτι άλλο από αυτό που της λες. Είναι αυτό που οι Άγγλοι αποκαλούν "self steering", με την μοτοσυκλέτα να αντιστέκεται στις εντολές σου και να θέλει να κάνει κάτι άλλο δικό της, διαφορετικό από το αποτέλεσμα που θα ήθελες να έχουν οι εντολές σου μέσω του τιμονιού, της μέσης σου και των μαρσπιέ. Αυτό παθαίνουν τα μεγάλα ΚΤΜ όταν τους βάλεις βαλίτσες, φαινόμενο γίνεται πιο έντονο όσο μειώνεται η πρόσφυση: Στο χώμα, εκδηλώνεται ως ελαφρύ και ασαφές τιμόνι που δεν ακολουθεί την πορεία που του ορίζεις. Ευτυχώς, στο χώμα η κατάσταση σώζεται από δύο πράγματα: Από την όρθια θέση οδήγησης, που σου επιτρέπει να φορτίσεις περισσότερο τον μπροστινό τροχό αυξάνοντάς του την πρόσφυση, και από το γκάζι, που σου επιτρέπει rear wheel steering, να κατευθύνεις την μοτοσυκλέτα με τον πίσω τροχό αντί τον μπροστινό. Ένα σημείο κλειδί είναι η μέση του αναβάτη. Όχι η περίμετρός της, αλλά η ευκαμψία της. Αναβάτες που είναι αγχωμένοι, με άκαμπτη την μέση τους και την σπονδυλική τους στήλη ευθεία, δεν μπορούν να οδηγήσουν σβέλτα, ειδικά όταν η κάθε στροφή ξεκινά από την έξοδο της προηγούμενης. Σπρώξε λοιπόν προς τα μπρος το άκρο του τιμονιού που θα βρίσκεται στο εσωτερικό της στροφής, έχε ελεύθερη τη μεσούλα σου, κοίτα όσο πιο μακριά μπορείς στην έξοδο της στροφής και στρίψε σβέλτα. Επανέλαβε άμεσα στην επόμενη, πλαγιάζοντας την μοτοσυκλέτα σου πολύ πριν φτάσεις στο μέσο της στροφής, κι είσαι σε καλό δρόμο για οδηγική νιρβάνα στα άπειρα ορεινά στροφιλίκια της Ελλάδας. Και για να το κάνεις αυτό, καλύτερες μοτοσυκλέτες από τις on-off δεν υπάρχουν. Απολαύστε υπεύθυνα, που λένε και τα αλκοόλια. Γιατί η σβέλτη οδήγηση είναι απολύτως εθιστική.

 

on-off = ελευθερία επιλογής διαδρομών

 

επιμελημένα ανοργάνωτο το motohappening, όπως πάντα

editorial 521 - το τέλος της τέχνης;

Από το

Μαύρο Σκύλο

26/3/2013

Ή η αρχή μιας άλλης; Μιλάω για την τέχνη της οδήγησης της μοτοσυκλέτας, με την έννοια της συνολικής σχέσης του αναβάτη μαζί της, της ενασχόλησής του με την λειτουργία της και την συντήρησή της. Κάθε πρόοδος της τεχνολογίας φέρνει και αλλαγές σ' αυτή τη σχέση. Από το 1969 που η λέξη "ηλεκτρονική" εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε μοτοσυκλέτα, στο τρικύλινδρο δίχρονο Kawasaki Mach III 500, μπήκαν τα ηλεκτρονικά στην μοτοσυκλετιστική μας ζωή, ενώ σήμερα οι κορυφαίες μοτοσυκλέτες έχουν περισσότερα ηλεκτρονικά συστήματα από ποτέ, κι είμαστε μόνο στην αρχή της εξέλιξης των περισσότερων από αυτά. Και πιο πριν όμως, πριν το 1969, κάθε μικρή πρόοδος άλλαζε κάτι σημαντικό. Σκεφτείτε τους ταπεινούς διακόπτες των ρεζερβουάρ με τις τρεις υπό εξαφάνιση "λέξεις", ΟΝ-ΟFF-RES. Μέχρι να εμφανιστούν, έπρεπε να έχεις συνεχώς το νου σου πότε θα τελειώσει η βενζίνη, να σταματάς, να ανοίγεις την τάπα και να κουνάς τη μηχανή δεξιά αριστερά ώστε να κρίνεις με το μάτι (αν δεις το πλατσούρισμα) και το αφτί (το πως ακουγόταν το πλατσούρισμα) πόσο μακριά μπορείς να πας ακόμα. Με την εμφάνιση του ON-OFF-RES απλά άφηνες το αριστερό σου χέρι από το τιμόνι για να γυρίσεις ρεζέρβα, που από την εμπειρία σου ήξερες για πόσο σου φτάνει. Αργότερα, εμφανίστηκαν οι δείκτες στάθμης καυσίμου, με ένα πρόβλημα: Ήταν πολύ αναξιόπιστοι, καθώς κανένα ρεζερβουάρ μοτοσυκλέτας δεν έχει κανονικό σχήμα, κι έδειχναν γεμάτο-γεμάτο-γεμάτο για πολλά χιλιόμετρα, για να περάσουν όμως στο άδειο-άδειο- έμεινες βλάκα πολύ γρήγορα. Σήμερα έχουμε ψηφιακές μπαρίτσες που αναβοσβήνουν, μετρήσεις μέσης και στιγμιαίας κατανάλωσης, και το πιο χρήσιμο απ' όλα, χιλιόμετρα που σου απομένουν μέχρι να μείνεις.

Για να μην πούμε τι γνώσεις και ενασχόληση απαιτούσαν οι προπολεμικής τεχνολογίας μοτοσυκλέτες, με λεβιεδάκια για την προπορεία της ανάφλεξης, για τον αέρα, παλιότερα και χειροκίνητη λίπανση κινητήρα, ακόμα και φώτα που άναβαν με σπίρτο, ας πιάσουμε το θέμα από την έλευση της ηλεκτρονικής ανάφλεξης. Ξαφνικά, ο αναβάτης δεν χρειαζόταν να ασχοληθεί με το ιδανικό αβάνς για κάθε ταχύτητα κιβωτίου, άνοιγμα γκαζιού και κλίση του οδοστρώματος. Δεν χρειαζόταν καν να υπάρχει μηχανικό αβάνς. Δεν χρειαζόταν πια να ξέρει τι κάνουν οι πλατίνες, να τις καθαρίζει, να τις ρυθμίζει και να τις αλλάζει, να βάζει λάδι στο σφουγγαράκι τους, να βρίσκει πεταμένο στην άκρη του δρόμου χαρτονάκι από Άσσο σκέτο κασετίνα για να ρυθμίζει το διάκενό τους στα 0,4 mm περίπου, να βρίσκει ντουκόχαρτο για να τις πάρει λίγο όταν μπιμπικιάσουν, να ταιριάζει άλλο πυκνωτάκι γιατί σιγά μην παραγγείλει το δικό τους. Ό,τι βρεθεί. Το κεφάλαιο πλατίνες όμως είχε ξεκινήσει την πορεία του προς το τέλος. Η βασική διαφορά των ηλεκτρονικών από τις πλατίνες είναι πως ενώ για τις πλατίνες ο αναβάτης μπορούσε να κάνει κάτι (να τις ρυθμίσει ή να τις αλλάξει στο πλάι του δρόμου και να συνεχίσει, όταν χαλάσει όμως η ηλεκτρονική πρέπει να την πετάξεις και αγοράσεις μια άλλη (και οι πρώτες χαλούσαν, ειδικά οι aftermarket), που δεν έβρισκες πρόχειρη και σε κάθε χωριό της Ελλάδας. Πλατίνες όμως, είχες πολλές πιθανότητες να βρεις, αν δεν κουβαλούσες μαζί σου.

Ήρθαν και εποχές που ο αναβάτης δεν είχε να ρυθμίσει τίποτα. Ούτε αναρτήσεις, ούτε απόδοση κινητήρα, ούτε κάτι άλλο που να είχε σχέση με την συμπεριφορά και τις επιδόσεις της μοτοσυκλέτας. Έτσι είναι, κι ο καθένας ας την οδηγήσει όπως μπορεί. Φυσικά, πάντα κάποιοι μπορούσαν καλύτερα από τους άλλους. Σήμερα, με όλα τα ηλεκτρονικά συστήματα, υπάρχει άραγε εξίσωση των αναβατών, ή παραμένουν οι διαφορές μεταξύ τους; Μια απλουστευμένη λογική λέει πως από την στιγμή που τα ηλεκτρονικά αποφασίζουν τι θα συμβεί, η απόδοση των φρένων για παράδειγμα, θα είναι ίδια για όλους. Πατάς με όλη σου τη δύναμη, το ABS κάνει τη δουλειά του, οι ημιενεργητικές αναρτήσεις την δική τους, σταματάνε όλοι οι αναβάτες στις ίδιες αποστάσεις, αντίστοιχα γλιτώνουν όλοι το ίδιο ένα γλίστρημα χάρη στο traction control, κατεβάζουν όλοι όπως νά 'ναι ταχύτητες αφού έχουν μονόδρομο συμπλέκτη και auto blipper, και κάπως έτσι είναι εύκολο να πιστέψει κανείς πως πάει πια, δεν χρειάζεται να ξέρει κανείς να οδηγεί, τα συστήματα τα κάνουν όλα γι' αυτόν, άντε κι έγιναν όλοι ίδιοι. Μόνο που στην πραγματική ζωή δεν είναι καθόλου έτσι. Είναι αλήθεια πως τα ηλεκτρονικά συστήματα μπορούν να βοηθήσουν κάποιον αναβάτη, άπειρο ή έμπειρο αδιάφορο, να την γλιτώσει κάποια στιγμή. Ο λιγότερο ικανός όμως θα παραμείνει σ' αυτό το επίπεδο, ενώ ο καλύτερος αναβάτης θα αφιερώσει χρόνο και φαιά ουσία για να κατανοήσει πλήρως και εμπειρικά την λειτουργία του κάθε συστήματος. Μετά, έρχεται το επόμενο στάδιο, η πλήρης εκμετάλλευση των νέων δυνατοτήτων που προσφέρει το κάθε καλοσχεδιασμένο σύστημα. Βοηθούν τα ηλεκτρονικά στην εξέλιξη των αναβατών; Σίγουρα ναι. Κανείς αναβάτης δεν μπορούσε ποτέ να οδηγεί με μπλοκαρισμένους τους τροχούς. Το σύνηθες ήταν ένα ξαφνικό μπλοκάρισμα και εξίσου αστραπιαία, επώδυνη πτώση. Αυτό που αλλάζει είναι πως τώρα ο αναβάτης προειδοποιείται για το όριο της πρόσφυσης και του μπλοκαρίσματος, και ρυθμίζει το φρενάρισμά του ανάλογα, πετυχαίνοντας πολύ πιο εύκολα τη μέγιστη επιβράδυνση. Αυτό και μόνο απελευθερώνει ένα κομμάτι από την υπολογιστική ισχύ του εγκεφάλου του, που δεν χρειάζεται πια να ασχολείται με το συγκεκριμένο θέμα, τουλάχιστον όχι τόσο πολύ. Αν προσθέσει κανείς τις αντίστοιχες μειώσεις απαιτήσεων σε υπολογιστική ισχύ και στα θέματα της πρόσφυσης, της απόκρισης – απόδοσης του κινητήρα και της λειτουργίας των αναρτήσεων που άρχισαν πια να προσαρμόζονται στις συνθήκες της κάθε στιγμής, ο αναβάτης έχει πια το περιθώριο να ασχοληθεί την αξιοποίηση όλων αυτών, με τις γραμμές του, με τις εντολές του προς την μοτοσυκλέτα, έτσι όπως ποτέ πριν δεν μπορούσε να κάνει. Γι' αυτό κι ακόμα δεν μπορούμε να ξέρουμε σε ποιο οδηγικό επίπεδο μπορούν να μας φτάσουν. Ακόμα και οι αναβάτες – θεοί των MotoGP μπορεί να αναπολούν τις μέρες χωρίς ηλεκτρονικά "βοηθήματα", τουλάχιστον όσοι έμαθαν αρχικά να τρέχουν χωρίς αυτά, αλλά δεν θα μπορούσαν να πάνε το ίδιο γρήγορα χωρίς αυτά. Και πάλι, μιλάμε για τους καλύτερους του κόσμου, με τις καλύτερες μοτοσυκλέτες, που τρέχουν σε συγκεκριμένες συνθήκες μιας κλειστής πίστας. Στους δρόμους, είναι μια άλλη ιστορία. Για ρωτήστε τους, πόσοι από αυτούς τους υπερ-αναβάτες κυκλοφορούν με μοτοσυκλέτα στο δρόμο; Αν υπάρχει κάποιος, θα είναι η εξαίρεση.

Χρειάζεται να έχει κανείς πρότερη εμπειρία σε "αναλογικές" μοτοσυκλέτες, για να εκτιμήσει τις "ψηφιακές"; Όχι απαραίτητα. Μπορεί να είναι και καλύτερα να μην έχει. Είναι δύσκολο για τους περισσότερους να αποβάλλουν συνήθειες και προκαταλήψεις ετών. Το πραγματικό αποτέλεσμα θα το δούμε στους αναβάτες των επόμενων γενεών, που θα έχουν μάθει να βρίσκουν νέα όρια μόνο πάνω σε νέες μοτοσυκλέτες.

Ο τίτλος αυτού του editorial είναι παραπλανητικός. Η τέχνη δεν τελειώνει, εξελίσσεται. Το ίδιο και οι αναβάτες. Αυτό που αλλάζει μαζί με την τεχνολογία των μοτοσυκλετών είναι το είδος της εμπλοκής του αναβάτη, ποια πράγματα χρειάζεται να σκέφτεται, πότε και πόσο. Η ουσία όμως, παραμένει ίδια. Κατανόηση, εφαρμογή, εξέλιξη. Έτσι κι αλλιώς, η κίνηση μιας μοτοσυκλέτας και στους τρεις άξονες του χώρου (ταυτόχρονα!) και το πλήθος των ερεθισμάτων που δέχεται ο αναβάτης της, απαιτεί πολύ πιο ουσιαστική εμπλοκή απ' ότι ένα αυτοκίνητο. Επιβάλλεται άλλωστε, καθώς οι συνέπειες του κάθε λάθους μπορεί να είναι πολύ χειρότερες. Από τη μια, φοβάμαι πως οι οδηγοί των σύγχρονων αυτοκινήτων μπορεί να γίνονται καλοί χειριστές αλλά σπάνια πραγματικά καλοί οδηγοί, καθώς δεν αποκτούν εμπειρία για την δυναμική συμπεριφορά του αυτοκινήτου όταν πια οι νόμοι της φυσικής ορίζουν την πορεία του. Μερίδιο ευθύνης εδώ, ειδικά στα αυτοκίνητα, έχουν και οι πωλητές, όπως και πολλοί "δημοσιογράφοι", που επιμένουν "αυτό δεν κολλάει πουθενά, τα κάνει όλα μόνο του, πάντα θα σε σώζει". Μια ματιά στις μπαριέρες και τα χαντάκια του δρόμου πάει στο χιονοδρομικό του Παρνασσού, τις μέρες που ο δρόμος είναι χιονισμένος ή και παγωμένος, δίνει μια καλή άποψη: Ειδικά αυτά που υποτίθεται πως είναι άτρωτα, όπως οι μεγάλες ψηλές τζιπούρες, πάνε στου χαντάκ' χωρίς δεύτερη συζήτηση, αν ο οδηγός τους πιστέψει τους ισχυρισμούς πωλητών και εταιριών. Το ίδιο ισχύει και στις μοτοσυκλέτες. Τα συστήματα δεν είναι πανάκεια, απλά σου βγάζουν μερικές σκοτούρες απ' το κεφάλι σου, αφήνοντάς σε να ασχοληθείς με άλλα ζητήματα. Το γεγονός πως η οδήγηση μοτοσυκλέτας απαιτεί το 100% της προσοχής σου, δεν αλλάζει. Αποδεδειγμένα όμως, τα συστήματα αυτά μειώνουν τις συνέπειες μιας λάθος εκτίμησης και μας βοηθούν να πάμε πιο γρήγορα, με περισσότερη ασφάλεια.

Κάθε εξέλιξη φέρνει νέες απαιτήσεις. Όταν το φαίρινγκ της BMW R100RS και τα άλλα full fairing που ακολούθησαν έκαναν εφικτό το πολύωρο ταξίδι μεγάλων ταχυτήτων, έθεσε και μια σειρά νέων, αυξημένων απαιτήσεων σε λάστιχα, αναρτήσεις, φρένα, πλαίσια... Όσο ανέβαιναν οι ιπποδυνάμεις και οι ταχύτητες, ανέβαιναν κι ένα σκαλί οι απαιτήσεις, όχι μόνο για την υπόλοιπη μοτοσυκλέτα, αλλά και για τον αναβάτη της. Όταν δεν υπήρχαν ρυθμίσεις αναρτήσεων, δεν ασχολούνταν κανείς μαζί τους κι όλα καλά, πορευόσουν μ' αυτά που είχες. Βάλε όμως στην εξίσωση τις πλήρως ρυθμιζόμενες αναρτήσεις με hi-low speed συμπίεση, προφορτίσεις, επαναφορές, ύψος πίσω ανάρτησης, σκληρότητες ελατηρίων, ύψος στάθμης λαδιού και διαφορετικό ιξώδες, κι έχεις ένα λαμπρό νέο πεδίο γνώσης και πειραματισμών που οδηγεί και σε καλύτερη κατανόηση της συμπεριφοράς της μοτοσυκλέτας, και σε βελτίωση της συμπεριφοράς της, και σε πιο σκεπτόμενους αναβάτες, και σε πρόοδο των ίδιων των αναρτήσεων.

Φυσικά, το κάθε ηλεκτρονικό σύστημα που είναι προγραμματισμένο να λειτουργεί και να επεμβαίνει με ένα συγκεκριμένο τρόπο, έχει και ένα εγγενές και ουσιώδες μειονέκτημα: Είναι τόσο καλό (ή κακό) όσο του επιτρέπουν οι παράμετροι της λειτουργίας του. Μπορεί οι κατασκευαστές να λένε πως προγραμματίζουν τα συστήματά τους να αντιδρούν όπως θα ήθελε ένας έμπειρος αναβάτης, πιπιλίζοντας παράλληλα την καραμέλα της ασφάλειας, η πραγματικότητα όμως είναι πως στόχος των πωλήσεών τους δεν είναι το μικρό ποσοστό των πραγματικά καλών αναβατών, αλλά η μετριότητα της μάζας, που ελπίζουν να ψήσουν πως η υπερμοτοσυκλέτα τους δεν αποτελεί απειλή, αλλά ευεργέτημα. Πως θα τους ανεβάσει σε οδηγικές απολαύσεις παραδεισένιες, σε μέρη μακρινά κι ονειρεμένα, πως θα τους κάνει καλύτερους απ' ότι είναι. Μόνο που αυτό δεν γίνεται. Κανείς προγραμματιστής δεν μπορεί να προβλέψει τις καταστάσεις που θα προκύψουν στην πραγματική ζωή, το ίδιο όπως κανείς κατασκευαστής κράνους δεν μπορεί να προβλέψει όλους τους πιθανούς τρόπους και τόπους πρόσκρουσης του ξερού μας κεφαλιού που θα φοράει το κράνος. Η ασφάλεια όμως είναι το μεγάλο εμπόρευμα των ημερών μας, κι αυτό μας πουλάνε όλοι. Η αλήθεια είναι πως με ηλεκτρονικά ή χωρίς, η μοτοσυκλέτα παραμένει υπέροχα επικίνδυνη, και γι' αυτό την αγαπάμε. Φαίνεται πως μας χρειάζεται να νιώθουμε πως για μια ακόμη μέρα, για μια ακόμη βόλτα, τα καταφέραμε με την αξία μας απέναντι στους κινδύνους. Με βοηθήματα ή χωρίς. Κι αν μια μέρα βγει το απόλυτα ασφαλές μοντέλο που με τίποτα δεν θα σε αφήσει να κινδυνεύσεις, 1) Δεν θα είναι μοτοσυκλέτα, και 2) Δεν θα έχει ενδιαφέρον.