Editorial 549 - 30, 20, 550!

30, 20, 550!
Από το

motomag

1/8/2015

Τριάντα χρόνια κλείνει φέτος το ΜΟΤΟ. Είκοσι το MEGA TEST. Έχουμε φτάσει ένα τεύχος πριν τα 550. Τις βαριέμαι τις επετείους. Από μόνες τους δεν λένε τίποτα. Το θέμα είναι αν κάναμε κάτι αξιόλογο όλα αυτά τα χρόνια, γιατί οι επέτειοι δεν είναι τίποτα άλλο από αφορμή για απολογισμό κι αφετηρία για την συνέχεια. Τους βαριέμαι τους απολογισμούς. Είναι εξίσου εύκολο ή να βλογήσεις τα γένια σου ή να υποτιμήσεις την δουλειά σου. Όλο παγίδες. Κι ό,τι χρειαζόταν να ειπωθεί για το ΜΟΤΟ, το είπε ο φίλος μας ο Mac MacDiarmid το 1995, όταν τον είχα καλέσει στο πρώτο MEGA TEST. Για όσους δεν τον γνωρίζουν, ο Mac είναι ένας από τους καλύτερους φωτογράφους, συγγραφείς και δημοσιογράφους που είχε ποτέ ο ειδικός τύπος παγκόσμια, κι έχει συνεργαστεί με τα σημαντικότερα περιοδικά. Προέρχεται δε από μια χώρα με τον αρχαιότερο ειδικό τύπο, κι είναι εκ φύσεως πικρόχολος, κυνικός και μπλαζέ, με χιούμορ που σκοτώνει. Ένα μειδίαμα επιδοκιμασίας είναι τεράστιος έπαινος, όταν προέρχεται από τον Μac. Μετά το τέλος του πρώτου MEGA TEST, του ζήτησα να μου γράψει κάτι γι’ αυτό. Ο άθλιος, αντί για ένα κείμενο για τοπία και μηχανάκια, έγραψε για το ίδιο το ΜΟΤΟ απευθυνόμενος σε σας, τους αναγνώστες του, και συγκρίνοντάς το με τα μεγαλύτερα περιοδικά μοτοσυκλέτας παγκοσμίως: "...Κανένα άλλο περιοδικό στον κόσμο δεν είναι σαν κι αυτό. Κανένα άλλο περιοδικό δεν έχει αναλάβει τέτοια βαριά αποστολή πληροφόρησης και διέγερσης των αναγνωστών του. Το να βρίσκεσαι μπροστά από τα γεγονότα είναι δύσκολο ακόμα και για χώρες πιο κοντά στο κέντρο του μοτοσυκλετιστικού σύμπαντος. Για ένα μικρό περιοδικό σε μια μικρή χώρα σε μια γωνιά της Ευρώπης, είναι διαβολεμένα δύσκολο. Κι όμως το ΜΟΤΟ τα καταφέρνει με ένα πάθος, έναν ενθουσιασμό και έναν επαγγελματισμό, αξεπέραστο απ’ οποιονδήποτε. [...] Όσο η αγορά της μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα θα μεγαλώνει, ο τύπος της δεν θα μπορούσε να βρίσκεται σε καλύτερα χέρια. Αυτό σας δίνει, ελπίζω, την ευχαρίστηση να μεγαλώνετε μαζί με το ΜΟΤΟ, κι ακόμα, σας επιφορτίζει με ένα καθήκον, γιατί τίποτα δεν διαρκεί αν το παρατήσεις: Κρατήστε τους στην τσίτα!".

 

Όταν είχα πρωτοδιαβάσει το κείμενό του, είχα μείνει. Πω, πω, πρέπει να είναι πολύ σπουδαία αυτά που κάνουμε! Χρόνια αργότερα, όποτε τύχαινε να το δω, έπεφτε συγκίνηση κι έκανε λίγο νοσταλγία. Τώρα πια, αν και θεωρώ πως πρόκειται για τον μεγαλύτερο έπαινο που έχουμε λάβει ποτέ, διαφωνώ μαζί του. Η "αποστολή πληροφόρησης και διέγερσης των αναγνωστών" δεν μου φάνηκε ποτέ βαριά. Τονίζοντας εξ αρχής πως αν και οποιαδήποτε εργασία, ακόμα και η δική μας, έχει και κακές, ψυχρές κι ανάποδες στιγμές και περιόδους, δεν θα μπορούσα να σκεφτώ έναν καλύτερο τρόπο για να περάσω τα τελευταία 30 σχεδόν χρόνια. Για όσους έχουν αποτελέσει τον σκληρό πυρήνα του ΜΟΤΟ, η αναζήτηση της γνώσης και της εμπειρίας ήταν πάντα χαρά και απόλαυση. Για να μπορείς να προσφέρεις κάτι αξιόλογο στους αναγνώστες σου, πρέπει πρώτα να έχεις εσύ ο ίδιος την τρέλα, την αγωνία, την ανάγκη να μάθεις, ικανοποιώντας πρώτα απ’ όλα την δική σου περιέργεια και μετά δημιουργώντας κάτι – ένα άρθρο για το περιοδικό, ένα event ας πούμε – που θα μοιραστείς με τους αναγνώστες. Άρα, κάθε φορά, με κάθε άρθρο, με κάθε τεύχος, ο δημοσιογράφος πρέπει να έχει κάτι καινούργιο να πει, να έχει εξελιχθεί πρώτα ο ίδιος, να έχει προχωρήσει ένα τουλάχιστον βήμα πιο μπροστά, για να μπορέσει να προσφέρει κάτι καλύτερο στους αναγνώστες του.  Αυτό είναι πάντα η μεγαλύτερη ικανοποίηση. Και γι΄αυτό ποτέ δεν ένιωσα πως ήταν "βαριά αποστολή". Ούτε κάτι "διαβολεμένα δύσκολο". Δύσκολο είναι αν δεν μπορείς να σκεφτείς να το κάνεις, ή αν έχεις μεν την ιδέα, αλλά δεν βρίσκεις τον τρόπο να την εφαρμόσεις. Προφανώς και δεν ισχυρίζομαι πως τριάντα χρόνια τώρα μας ήρθαν όλα εύκολα, το αντίθετο μάλιστα. Η ίδια όμως η δυσκολία είναι που δίνει και την ικανοποίηση, όπως ακριβώς η αξία του αντιπάλου δίνει αξία στην νίκη.

 

Όπως το είχε πει ο Mac, η αγορά της μοτοσυκλέτας μεγάλωσε, μαζί της και το ΜΟΤΟ, μαζί και οι αναγνώστες μας που τους ευχαριστούμε που μας κράτησαν στην τσίτα. Αποτέλεσμα αυτής της... τσίτας, είναι πως το ΜΟΤΟ μετά από 20 χρόνια ΜΕGA TEST είναι ακόμα εδώ, πως σε πείσμα της κατάρρευσης της αγοράς μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα κάναμε ακόμα ένα MEGA TEST με επτά μοτοσυκλέτες επί 2.500 χιλιόμετρα, ενώ λίγο πριν, είχαμε διοργανώσει το ΜΟΤΟ test ride event, όπου έγιναν 7.410 test rides, και δεν ξέρουμε να έχει γίνει κάτι καλύτερο στο είδος του, οπουδήποτε. Το μόνο δύσκολο το έχουμε μπροστά μας: Τα έχουμε καταφέρει τόσο καλά ως χώρα, που αυτή τη στιγμή ούτε μοτοσυκλέτες εισάγονται, ούτε χρήματα έχουμε για να τις αγοράσουμε. Το μόνο που μας σώζει προς το παρόν είναι πως η υπόθεση μοτοσυκλέτα για τον καθένα από μας δεν αρχίζει και τελειώνει στο "αγοράζω καινούργια μοτοσυκλέτα". Το πάθος και η δίψα για γνώση, εμπειρίες και μοτοσυκλετιστική ζωή είναι πάντα εδώ, κινητήρια δύναμη και για το ΜΟΤΟ και στους αναγνώστες του. Τα όνειρα είναι ζωντανά, δωρεάν, κι οι δρόμοι ανοιχτοί. Ονειρευτείτε μαζί μας.       

 

 

--------------------------------

Οι σελίδες του τεύχους: Οι παρατηρητικοί θα πρόσεξαν πως είναι λιγότερες. Πόσες λείπουν; 16, και είναι (θα ήταν, αν υπήρχαν), όλες διαφημίσεις. Οι σελίδες των άρθρων είναι όσες και στα προηγούμενα τεύχη, οπότε και η αξία του τεύχους για τον αναγνώστη δεν έχει μειωθεί.

editorial 537 - Τι ονειρεύεσαι;

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

31/7/2014

Είναι περίεργο που ένα ταξίδι το ονειρεύομαι πιο πολύ μετά παρά πριν; Ίσως γιατί μ’ ένα ταξίδι σου ανοίγει η όρεξη και για άλλα, ίσως γιατί μια εικόνα μόνο από το ταξίδι μπορεί να σου δώσει την αφορμή για πολλά ακόμα, όνειρα ή ταξίδια. Η εξόρμησή μας στην Ροδόπη, πίσω από τα σύνορα, έδωσε πλήθος τέτοιες εικόνες, έλυσε πολλές απορίες και δημιούργησε ακόμα περισσότερα όνειρα.

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 εξερευνούσαμε με τους Λαρισαίους φίλους τα μέρη της "δικής μας" Ροδόπης. Ζόρικα τότε τα πράγματα, τα σύνορα σοβαρή υπόθεση, ο στρατός παντού, περιοχές ολόκληρες αποκλεισμένες. Για να μπεις στα Πομακοχώρια, πάνω από την Ξάνθη, χρειαζόταν έγγραφη άδεια από την ασφάλεια της πόλης σου, στην οποία αναφερόταν τα πάντα, από τα οχήματα έως και τα άτομα της παρέας. Στρατιωτικό φυλάκιο με μπάρα, στον κεντρικό δρόμο, τσεκάριζε τόσο τους τουρίστες όσο και τους ντόπιους, που ζούσαν σε ελεγχόμενη περιοχή, χωρίς ελεύθερη διακίνηση. Δεν γνωρίζω να υπήρχε αυτό το καθεστώς πουθενά αλλού στην Ελλάδα. Οι άνθρωποι συνεσταλμένοι, πάντα ευγενικοί, τα χωριά πεντακάθαρα, στις βρύσες πάντα κύπελλο για να πίνει αυτή η φιγούρα που μάλλον έχει εκλείψει πια, ο διαβάτης. Άλλος κόσμος.

Επειδή όμως πάντα μας τραβούσαν τα κενά του χάρτη, κολλήσαμε στην περιοχή που χοντρικά εκτείνεται από το Κάτω Νευροκόπι ως τα Πομακοχώρια, σ’ αυτά τα ατέλειωτα δάση της Ροδόπης με τα μυθικά ονόματα Καράντερε, Ζαγκραντένια, Λεπίδα, Τσάκαλος, Μπαρτάκοβα... Τα εξερευνήσαμε βήμα βήμα και ροδιά ροδιά, χωνόμασταν σε κάθε δρόμο όσο παρατημένος κι αν ήταν, μέχρι που βγαίναμε κάπου ή αναγκαζόμασταν να γυρίσουμε πίσω. Τότε, τα μηχανάκια της παρέας δεν θα μπορούσαν να είναι πιο ετερόκλητα... Από Χουσκβάρνες Βέ Αρ τετρακόσα και Ταφ Έψιλον πέντε-δέκα, μέχρι Ιξάρ ιξακουσάρ για μένα, ως Μοντέζες Ήτα Εφτά δυόμισι και τρία-εξήντα, αλλά και Ιξιλάρ ένα-εικοσπέντε και Καέλ δυόμισι και Μεζέ Ιτιζέντ εκατό πενήντα, αλλά και Ιξελές πεντακόσια... Τέτοια τρέλα μας είχε πιάσει με το Καράντερε, που μια φορά ξεκίνησα δικάβαλος με δίχρονο Cagiva 125 Cruiser από Αθήνα, φορτωμένο με τα πάντα...

Εκεί πάνω μάθαμε πως όταν τα δρομάκια που καταλήγουν σε μικρό πλάτωμα "αναστροφής", τα σύνορα ήταν πάντα κοντά. Από το Ε/Φ Τσάκαλος, τότε που είχε ακόμα φαντάρους, πριν το αφήσουν να ρημάξει αντί να γίνει καταφύγιο ή κάτι χρήσιμο, βλέπαμε τις υπερυψωμένες σκοπιές των Βουλγάρων, κι αναρωτιόμασταν πως να είναι από την άλλη μεριά. Σύντομα αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε πως τα σύνορα, παρά το χαντάκι και τα άσπρα κολωνάκια, ήταν απλά διακοσμητικά. Πώς να ελέγξεις τόσα βουνά, τόσα περάσματα; Βρίσκαμε μονοπάτια που ξεκινούσαν από το "Ελληνικό" και περνούσαν ακάθεκτα στο "Βουλγάρικο", όπως έκαναν χιλιάδες χρόνια τώρα. Συναντούσαμε τύπους που έξαλλοι μας απειλούσαν με καραμπίνες, γιατί φοβόντουσαν μήπως τους χαλάσουμε τις βρωμοδουλειές και τα λαθρεμπόριά τους... Βρίσκαμε καλύβες σε ξέφωτα κοντά στα σύνορα, με επιγραφές στα Βουλγάρικα στους τοίχους τους και τσοντοεφημερίδες στα κυριλλικά πεταμένες στο πάτωμά τους... Πετυχαίναμε Βούλγαρους φαντάρους να κόβουν βόλτες στο ελληνικό έδαφος, κι ακούγαμε ιστορίες για δεσμούς μεταξύ των πληθυσμών που κρατούσαν από πριν τα κλειστά σύνορα, από τότε που οι Σαρακατσαναίοι βόσκαγαν όλη την περιοχή και μετακινούνταν ελεύθερα και στις δύο χώρες. Αλλά ήρθε ο πόλεμος και μετά τον πόλεμο ήρθαν οι κολεκτίβες, και μια μέρα, αρχές δεκαετίας του ’50 φθινόπωρο, όπως κατέβαιναν οι Σαρακατσαναίοι τα βουνά, ο Βουλγάρικος στρατός είχε μπλοκάρει τα περάσματα, τα καμιόνια έτοιμα, τα πρόβατα φορτώθηκαν όλα εκτός από πέντε για κάθε οικογένεια, η κάθοδος στην Ελλάδα απαγορεύτηκε. Τα σκυλιά, λένε οι ιστορίες, γύρισαν μόνα τους στα χειμαδιά.

 

Οι άνθρωποι σπάνιζαν εκεί πάνω, μόνο κάποιους δασεργάτες συναντούσαμε, αλλά από ζώα άλλο καλό. Ελάφια ακούγαμε, ζαρκάδια βλέπαμε, αετούς, αγριόγατους, ίχνη και σκατούλες από αρκούδες, τα πάντα όλα. Τα χωριά όμως που κάποτε υπήρχαν εκεί πάνω, σήμερα είναι μόνο κάτι σωροί από πέτρες, κάτι μάντρες, κάτι γεφύρια, ένα μονοπάτι. Κι όταν επιτέλους πέρασα τα σύνορα για να δω και την άλλη μεριά για πρώτη φορά, ήταν Φεβρουάριος κι είχε δυό μέτρα χιόνι, αλλά τα χωριά ήταν όλα ζωντανά, γεμάτα κόσμο, οι δρόμοι ανοιχτοί, χωριά στα 1350 μέτρα υψόμετρο κι ακόμα ψηλότερα, ξέρετε, από αυτά που στην Ελλάδα εγκαταλείπονται το χειμώνα από τους λιγοστούς κατοίκους τους.

Σήμερα που τα ταξίδια είναι πιο εύκολα και τα σύνορα πιο προσιτά, αφού Βουλγαρία πηγαίνεις μόνο με ταυτότητα και δεν υπάρχει πια το άγχος της φύλαξης των παραμεθόριων περιοχών από "κατασκόπους", μπορούμε να περιπλανηθούμε πίσω από τα σύνορα και να δούμε πώς μια γραμμή στο χάρτη αλλάζει τη ζωή των ανθρώπων. Είναι χαρακτηριστικό πως μέχρι το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα υπήρχαν πάρα πολλές διαβάσεις μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, όσο οι μετακινήσεις γινόταν με τα πόδια, κι όσο τα καραβάνια με τα αλογομούλαρα και τις καμήλες μετέφεραν εμπορεύματα. Ο πόλεμος τα άλλαξε όλα αυτά, τα ορεινά περάσματα επίσημα έκλεισαν, οι αμαξιτοί δρόμοι βλέπετε ελέγχονταν πολύ πιο εύκολα, τα καθεστώτα ήταν ενάντια στην επαφή και την διακίνηση, ανθρώπων, εμπορευμάτων, ιδεών...

Ένα πράγμα που ζήλεψα, απ’ αυτά που είδα στο ταξίδι μας, ήταν τα εκατοντάδες χιλιόμετρα σηματοδοτημένων μονοπατιών, που συνεχίζουν να θυμίζουν πως ήταν και πως είναι ακόμα, για όσους θέλουν να μετακινούνται με φυσικό τρόπο, οι δρόμοι σε ανθρώπινο μέτρο. Είσαι ας πούμε στο Smolyan, το παλιό Πασμακλή, και βλέπεις πινακίδες σήμανσης μονοπατιού για Gotse Delchev, το Άνω Νευροκόπι, που σε ευθεία γραμμή είναι 80 χιλιόμετρα μακριά. Όλη την περιοχή που περιηγηθήκαμε την διασχίζουν προς κάθε κατεύθυνση σηματοδοτημένα και μη μονοπάτια, και μερικά ήταν πολύ προκλητικά... Πολύ θα το ήθελα να περπατήσω από χωριό σε χωριό, παράλληλα με τα σύνορα, πολύ θα το ήθελα να κατασκηνώσω με την εντουροπαρέα μου στις όχθες της Siroka Poljana και να χάνομαι κάθε μέρα στα ατέλειωτα δάση. Βλέπαμε τα δρομάκια, βλέπαμε τα μονοπάτια, λίγο θέλαμε να ξεχάσουμε και MEGA TEST και φωτογραφήσεις και επιστροφή στην Αθήνα, και να μείνουμε εκεί πάνω παλεύοντας με τα θηρία.

Εντύπωση επίσης μου έκανε πως ΟΛΑ τα παραμεθόρια χωριά είχαν συγκοινωνία, με τα φοβερά βανάκια UAZ-452, που το παρατσούκλι τους λόγω σχήματος είναι "φρατζόλες". Και θεωρώ πολύ πιο οικο-λογική την χρήση του ίδιου τύπου αυτοκινήτου από το 1960 μέχρι σήμερα, με κάποιες λίγες βελτιώσεις. Όπως και οι μοτοσυκλέτες που χρησιμοποιούνται από τότε στα βουλγάρικα βουνά, οι ΙΖΗ Planeta 350, κι εξακολουθούν να φροντίζουν την μετακίνηση των κατόχων τους. Μπορεί τα UAZ να μην είναι ό,τι πιο σύγχρονο και άνετο και με εικοσιεφτά αερόσακους, αλλά υπάρχουν, εξακολουθούν να δουλεύουν και το κυριότερο, φροντίζουν για την συγκοινωνία των χωριών.

Κάτι άλλο που θα ονειρευόμουν και για την δική μου χώρα, και που ισχύει στην βουλγάρικη μεθόριο, είναι η πανταχού παρούσα δασική της υπηρεσία. Σ’ έναν τόπο με 90% δασοκάλυψη, καταλαβαίνετε πόσο σημαντικό είναι αυτό. Φαίνεται βέβαια, από τα εγκαταλελειμμένα κτίρια στα βουνά, πως κάποτε η δασική τους υπηρεσία ήταν πολυπληθέστερη, αλλά ακόμα κι έτσι είχαν φύλαξη όλων των κεντρικών διασταυρώσεων, όπως και συνεχή παρουσία στους δασικούς δρόμους. Δασικός σταμάτησε, ενώ ήμασταν ήδη κατασκηνωμένοι σε ένα από τα πολλά κιόσκια-camp, και μας σύστησε να ανάβουμε φωτιά μόνο εκεί. Πραγματικά χαρήκαμε που έδειχναν τέτοιο ενδιαφέρον, πουθενά δεν είδαμε καμένα, πουθενά παλιά φωτιά πέρα από τα μέρη που επιτρέπεται. Ευτυχώς, σκεφτόμουν, που δεν μιλάω βουλγάρικα, γιατί, τι θα του έλεγα; Πως τα δάση της Ελλάδας τα έχει ρημάξει η λαθροϋλοτομία, ειδικά τα τελευταία χρόνια; Πως έφευγαν νταλίκες φορτωμένες λαθραία ξυλεία, ακόμα κι από νησιά όπως η κατακαμένη Κεφαλλονιά, και κανείς δεν νοιαζόταν;

 

Έβλεπα τα δικά τους ζωντανά ορεινά χωριά, κι ονειρευόμουν να μπορούσαν να ξαναγίνουν και τα δικά μας έτσι. Η συντριπτική πλειοψηφία των χωριών που είδαμε το καταφέρνουν αυτό χωρίς εισοδήματα από τον τουρισμό. Ένα σημείο κλειδί πρέπει να είναι ότι το κάθε σπίτι έχει τον κήπο του όπου καλλιεργεί τα λαχανικά του, συν κάποια οικόσιτα ζώα. Μπορεί στα δικά μας κυριλέ –τρομάρα μας- μάτια να μοιάζουν φτωχικά, και να είναι, υπάρχει όμως μια μεγάλη αξιοπρέπεια στην μερική, έστω, αυτάρκεια.

Παρατηρούσαμε πως πολλοί έκαναν εξορμήσεις στα δάση και μάζευαν μανιτάρια, βατόμουρα κι άλλα καλά του δάσους, τα οποία μαζί με την περίσσεια των λαχανικών θα συντηρηθούν για να φαγωθούν τον χειμώνα. Αλλά εμείς θέλουμε να είναι όλα αγοραστά, μάρκα τάδε, και επίσημα πια, να τρώμε μόνο μεταλλαγμένα της Monsanto. Ακούστε και τον Πούτιν σχετικά με τα μεταλλαγμένα, και συγκρίνετε τις απόψεις του με αυτές των Ελλήνων πολιτικών.

Θαυμάσαμε τις τεχνητές λίμνες τους, τέσσερις μεγάλες στην περιοχή που επισκεφτήκαμε, κι είδαμε πόσο τις χαίρονται τα Σαββατοκύριακα οι κάτοικοι των γύρω περιοχών. Κατασκηνώνουν στις όχθες τους, κάνουν καγιάκ, βόλτες με τις βάρκες τους, ρίχνουν κι ένα ξεγυρισμένο ψάρεμα για το φαγητό τους. Στις δικές μας, τα πάντα απαγορεύονται, γιατί δεν ανήκουν φαίνεται στο ελληνικό κράτος, αλλά στη ΔΕΗ ή κι εγώ δεν ξέρω σε ποιόν.

Ονειρεύομαι να μπορούσα να τριγυρίζω εκεί στην Ροδόπη πίσω απ’ τα σύνορα για μήνες, χρόνια... Με τα πόδια, με εντούρο, με on-off, με αυτοκίνητο, με UAZ και IZH και με τα κάρα των τσιγγάνων που συναντήσαμε. Να περπατήσω πάλι τα ξεχασμένα ορεινά περάσματα που ένωναν κάποτε τους τόπους, όταν δεν τους χώριζαν τα σύνορα και οι "αγορές", όπως το κάνουν σήμερα. Να μπορούσα να καταλάβω πως έχουν βιώσει αυτοί οι άνθρωποι τις δεκαετίες που πέρασαν, να καταλάβω γιατί αυτή η γιαγιά στη Mugla είχε τόσο μεγάλο ενδιαφέρον να μας δείξει από που πάει το μονοπάτι για Trigrad, αυτό που περνάει από τα τσαΐρια με τις λιμνούλες, ψηλά στο βουνό. Να ζήσω για λίγο στο Trigrad, να βγω εντουράδα με τους ντόπιους, να καταλάβω και τι σημαίνει γι’ αυτούς ένα τζαμί και μια εκκλησία δίπλα δίπλα. Να μάθω την καταγωγή των κατοίκων του Gela, που δηλώνει γενέτειρα του Ορφέα, και που οι φωτογραφίες τους έξω από την Αγία Τριάδα θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι παλιές από τα δικά μας Βλαχοχώρια. Για να είναι από δω, ο Ορφέας μάλλον τσομπάνος θα ήταν, και θα έπαιζε την μουσική του όσο έβοσκε τα γελάδια του. Ή ξυλοκόπος, γιατί τι άλλο να κάνει κανείς εδώ; Ίσως κάποιες τέχνες που τώρα πια έχουν ξεχαστεί.

 

Τι καλύτερο; Λίγο λίγο τα όνειρά σου να γίνονται ταξίδια, βόλτες, παρέες, τοπία, άνθρωποι με τους οποίους δεν έχεις κοινή γλώσσα, αλλά εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε-γέλασε, κάπως την βρίσκεις την άκρη, αυτή την άκρη των αόρατων νημάτων που συνδέουν όλους τους Βαλκάνιους. Γειτονιά μας είναι, κι η μοτοσυκλέτα είναι ακόμα ένας τρόπος για να την γνωρίσουμε, και να κάνουμε ακόμα περισσότερα όνειρα πίνοντας με την παρέα μας μπύρα Kamenitza, σε κάποιο φιλόξενο κιόσκι της Ροδόπης. Και κάπου εκεί ίσως καταλάβουμε πως όταν ένας καβαλάρης με την μοτοσυκλέτα του συναντιέται στα οροπέδια του Sveti Petar με έναν καβαλάρη τσιγγάνο και χαιρετιούνται, έχουν περισσότερα κοινά να τους ενώνουν, παρά διαφορές που τους χωρίζουν.