Editorial 545 - Με γυαλάδα στο μάτι, ή χωρίς;

Από το

motomag

1/4/2015

Στην 30χρονη πορεία του περιοδικού η λέξη "αποστολή" είναι αυτή που το συνδέει με τα διεθνή γεγονότα της μοτοσυκλέτας, από το πρώτο κιόλας τεύχος. Οι συντάκτες του έχουν ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο, μεταφέροντας εμπειρίες και τεχνογνωσία στις σελίδες του, ζώντας τα γεγονότα από πρώτο χέρι, ξεκινώντας από μια εποχή που η φράση "Έλληνας δημοσιογράφος στο εξωτερικό" δεν ήταν ακριβώς σαν το κάποτε "Αλβανός τουρίστας", αλλά δεν απείχε και πολύ.

Η πρώτη αποστολή του ΜΟΤΟ στο μαγικό "εξωτερικό" ήταν η κάλυψη του Σαλονιού του Μιλάνου από τον Χρίστο Χατζάρα, το 1985, και του Σαλονιού του Birbingham από τον Αντζουλάτο. Και οι δύο δημοσιεύθηκαν στο πρώτο τεύχος. Από τότε δεν λείψαμε από κανένα, ξεκινώντας μια 30χρονη επαφή με την καρδιά των γεγονότων. Ειδικά στην προ-internet εποχή όπου σπάνια μαθαίναμε εκ των προτέρων τι θα παρουσιαστεί, τα διεθνή Σαλόνια ήταν λίγο-πολύ μαγικά κουτιά, όπου δεν ήξερες τι θα βγει από μέσα και ζούσες την μαγεία της πρώτης φοράς.

Η πρώτη αποστολή όμως που οργανώθηκε από Ελληνική αντιπροσωπεία για οδήγηση μοτοσυκλέτας ήταν το 1986, στην Γαλλική πίστα του Paul Ricard για την επίσημη πρώτη των Yamaha FZR1000 και TΖR250. Τι κι αν έβρεχε καταρρακτωδώς; Σημασία είχε πως για πρώτη φορά κάναμε τη δουλειά μας όπως και οι συνάδελφοί μας των Ευρωπαϊκών περιοδικών μοτοσυκλέτας: "...(πίστες, ασφάλεια, υποστήριξη από τις εταιρίες, κλπ) και φυσικά τρελαινόμαστε", όπως έγραφε ο Χατζάρας. Σκεφτείτε πως τότε ακόμα και η έννοια "μοτοσυκλέτα για τεστ" δεν γινόταν κατανοητή από όλες τις αντιπροσωπείες, αφού πολλές φορές η απάντηση ήταν "Γιατί; Γιατί πρέπει να το οδηγήσετε;". Το δυστύχημα είναι πως στην Ελλάδα οι νοοτροπίες αλλάζουν αργά, εξαιρετικά αργά, και μερικές φορές έως καθόλου, αφού ακόμα και σήμερα υπάρχουν αντιπροσωπείες που δεν βγάζουν σημαντικά μοντέλα τους για τεστ, αφήνοντάς τα στην αφάνεια και εκτός δημοσιότητας (και κριτικής...), έχοντας για εύκολη δικαιολογία πως θα κερδίσουν λιγότερα όταν την πουλήσουν ως μεταχειρισμένη. Νοοτροπία μικρομάγαζων σε αντιπροσωπείες, που θέλουν όμως τα χρήματα των πελατών. Ευτυχώς αποτελούν τις εξαιρέσεις.

 

Οι αποστολές είναι πάντα η χαρά μας. Αποτελούν μοναδική ευκαιρία να γνωρίσεις από κοντά όχι μόνο την μοτοσυκλέτα, αλλά κυρίως τους ανθρώπους που την κυοφόρησαν μέχρι να φτάσει στην παραγωγή. Όσα μαθαίνεις εκεί, και ειδικά σε ανύποπτο χρόνο (μετά το φαγητό, μετά τις μπύρες...), δεν μπορείς να τα μάθεις πουθενά αλλού. Ανακαλύπτεις επίσης πως στην συντριπτική τους πλειοψηφία οι μηχανολόγοι των εταιριών είναι "δικοί μας άνθρωποι", που πραγματικά γουστάρουν μοτοσυκλέτα και δεν θα άλλαζαν την δουλειά τους με καμία άλλη. Όπως κι εμείς! Ακόμα καλύτερα, δεν είναι ντίβες, και μόλις νιώσουν πως θα κάνουν μια ενδιαφέρουσα συζήτηση μαζί σου, τα ξεχνάνε όλα και μπορείς να κάτσεις μαζί τους με τις ώρες, συζητώντας τα πάντα περί μοτοσυκλέτας και όχι μόνο. Κι όταν υπάρχει δυσκολία επικοινωνίας, όπως παλιότερα συνέβαινε με τα διστακτικά αγγλικά των Ιαπώνων, επιστρατεύονταν χειρονομίες, χαρτοπετσέτες και μενού εστιατορίων, γινόταν σκαριφήματα στροφάλων επι τόπου, αυτοσχεδιάζονταν ηχητικά ντοκουμέντα που παραδόξως εξηγούσαν επακριβώς τις δυσκολίες μιας ρύθμισης του κινητήρα ή τη διαφορά στον χρονισμό του στροφάλου...

Εντύπωση προκαλεί πολλές φορές η ειλικρίνειά τους,  κάτι που δεν υπαγορεύεται από καμία εταιρική πολιτική, το αντίθετο μάλιστα. Πως αλλιώς να εξηγήσεις τα λόγια υψηλότατου στελέχους της Ducati για το εξαιρετικό (γι’ αυτό που είναι) Diavel; "Μας το ζήτησαν, το φτιάξαμε, τελειώσαμε, δεν θέλουμε να ξανακούσουμε τίποτα γι’ αυτό...", μου είπε κάνοντας μια γκριμάτσα τρελού ξινίσματος. Και σ’ αυτή την περίπτωση, είχαν κάνει πολύ καλά την δουλειά που τους ανέθεσαν, απλά δεν ήταν αυτό που θα ονειρευόντουσαν ποτέ να φτιάξουν. Όταν όμως συμβαίνει αυτό, το καταλαβαίνεις αμέσως, το μάτι τους γυαλίζει, λένε ιστορίες, μπαίνουν σε λεπτομέρειες, μιλάνε με ενθουσιασμό. Όταν όμως φτιάχνουν μια μοτοσυκλέτα μόνο και μόνο γιατί αυτό ζήτησε το τμήμα πωλήσεων, τότε βάζουν την κασέτα και λένε πέντε τυπικές κουβέντες σαν να τους έχεις βάλει αγγαρεία. 

Τόσα χρόνια που ζω τους ανθρώπους των εταιριών όλου του κόσμου, σε ένα συμπέρασμα έχω καταλήξει: Οι μοτοσυκλέτες που έχουν κάτι να πουν, οι μοτοσυκλέτες που γράφουν ιστορία και μένουν στις καρδιές μας, είναι αυτές που φτιάχτηκαν εκφράζοντας τα όνειρα και τις επιθυμίες συγκεκριμένων ανθρώπων μέσα στις εταιρίες, κι όχι αυτές που διαμορφώθηκαν μετά από "έρευνες αγοράς" και "επιθυμίες του κοινού". Όταν το ακούω αυτό σε παρουσίαση, καταλαβαίνω πως η εταιρία δεν είναι ούτε σίγουρη ούτε ενθουσιασμένη με την μοτοσυκλέτα που έφτιαξε, και προσπαθεί να βρει άλλοθι και ψυχολογική στήριξη πίσω από "έρευνες" και "target group", προσπαθώντας να πείσει κι εμάς ενώ δεν έχει πειστεί η ίδια... Οι εταιρίες οφείλουν να πρωτοπορούν και να πρωτοτυπούν, προχωρώντας μπροστά με τον ενθουσιασμό και τις ιδέες τους, είτε πρόκειται για βασικά μεταφορικά μέσα, είτε για την τελευταία λέξη της τεχνολογίας. Η γυαλάδα στο μάτι δεν έχει να κάνει ούτε με κυβικά, ούτε με τιμή. Όταν υπάρχει, το καταλαβαίνεις.

 

Η μοτοσυκλέτα που κοσμεί το εξώφυλλο αυτού του τεύχους, η νέα R1, θα μείνει στην ιστορία και για έναν λόγο άσχετο με την επιτυχία της στους αγώνες ή στις πωλήσεις: Είναι η πρώτη φορά που οι άνθρωποι που εξέλιξαν μια superbike, και μάλιστα Ιαπωνική, παραδέχονται ανοιχτά πως όταν την εξέλισσαν, δεν είχαν καθόλου την χρήση δρόμου στο μυαλό τους. Είναι η πρώτη φορά που, εμμέσως πλην σαφώς, δηλώνουν πως οι σημερινές superbike δεν έχουν καμία δουλειά σε δημόσιους δρόμους, και πως το φυσικό τους περιβάλλον είναι μόνο η πίστα. Προσέξτε όμως, αυτό το δήλωσαν απαντώντας σε δική μας ερώτηση, δεν το έγραψαν στα κείμενα παρουσίασης της μοτοσυκλέτας. Βέβαια, η τόλμη τους δεν έφτασε μέχρι το να μην βάλουν μαρσπιέ συνεπιβάτη, εκτός αν θέλουν να μας πουν πως φαντάζονται trackdays με συνεπιβάτη...

Φυσικά, το ίδιο ισχύει για τις superbike όλων των κατασκευαστών, κι όχι μόνο για της Yamaha. Οι σημερινές superbike έχουν στην ουσία απομακρυνθεί για πάντα από την έννοια "δρόμος", παρά τα ηλεκτρονικά τους που τις κάνουν οδηγήσιμες ακόμα κι εκεί. Σαν να πηγαίνεις με μοτοσυκλέτα MotoGP στο περίπτερο. Θα μπορούσες να το κάνεις, αλλά ούτε το φυσικό της περιβάλλον είναι, ούτε έχει φτιαχτεί γι’ αυτό, ούτε την απολαμβάνεις έτσι. Κάτι σαν να έχεις δίπλα σου την πιο ερωτική γυναίκα του κόσμου, αλλά μόνο για να μαγειρεύει. Και το νόημα χάνεις, και την απόλαυση.

 

Κάτι άλλο που έχει αρχίσει να αλλάζει με τα χρόνια στις αποστολές και τις παρουσιάσεις είναι η επιρροή των φαφλατάδων του marketing και το ανεκδιήγητο politically correct του κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Για να αρχίσω να εξηγούμαι. Κάποτε, στις παρουσιάσεις των μοτοσυκλετών ο κάθε δημοσιογράφος – αναβάτης οδηγούσε πηγαίνοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσε, και κάνοντας για τον φακό ό,τι ταρζανιά νόμιζε πως θα φαινόταν εντυπωσιακή στους αναγνώστες του. Όταν οδηγείς σε πίστα, σε μια δημοσιογραφική παρουσίαση, το σίγουρο είναι πως κάθε εικοσάλεπτο εξελίσσεται σε μίνι GP, με τους ταχύτερους αναβάτες να προσπαθούν... για την πρώτη θέση και τον ταχύτερο γύρο. Οι άνθρωποι των εταιριών, άσχετα αν λίγο πριν έλεγαν διάφορα περί ασφάλειας και προσέχετε και μη χτυπήσει κανένας, μαζεύονται στον τοίχο των pits και παρακολουθούν με ενδιαφέρον τις εξελίξεις. Ειδικά δε αν είναι Ιταλοί, βγάζουν και χρονόμετρα και καταγράφουν χρόνους, ξεχνώντας αμέσως το "εμείς σας είπαμε να μην τρέχετε". Ναι, θα αφήσεις μόνα τους τα παιδάκια μέσα στο παγωτατζίδικο και δεν θα βουτήξουν το δάχτυλο στο παγωτό! Στον δρόμο τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα και σαφώς πιο επικίνδυνα. Κακά τα ψέματα όμως. Αν πηγαίνεις τηρώντας τον ΚΟΚ και τα όρια ταχύτητας, τότε την υπομονή σου δοκιμάζεις, όχι την μοτοσυκλέτα. Ακόμα κι αν βρέχει, όπως αρκετές φορές συμβαίνει, δοκιμή με ΚΟΚ δεν γίνεται. Και δεν μιλάμε για την Ελλάδα, αλλά για χώρες που η τροχαία είναι άτεγκτη και άκαμπτη και άκαρδη, όπως στην Ισπανία όπου γίνεται πλήθος αποστολών για δοκιμές νέων μοντέλων. Έλα όμως που τον δρόμο της Ronda τον έχουμε μάθει καλύτερα από της Πεντέλης; Έλα που δεν μπορείς να βγάλεις πλήρη συμπεράσματα για το μηχανάκι αν δεν πας και αέρα πατέρα; Έρχονται όμως κάποιοι κατασκευαστές και σου λένε, κοίτα να δεις, εσύ μπορεί να ξύνεις και τ’ αφτιά σου, όμως η εικόνα που θέλουμε να βγάλουμε προς τα έξω, προς τους υποψήφιους πελάτες μας έτσι όπως τους φανταζόμαστε, δεν θέλει γόνατα κάτω και αγκώνες να ξύνουν, ούτε σούζες τέτοιες που να προλαβαίνεις ν’ αλλάξεις μπροστινό λάστιχο πριν ξαναπατήσει ο τροχός κάτω... Σας θέλουμε πιο κυριλέ, λιγότερο χαβαλέδες, λιγότερο αλανιάρηδες, κάτι σαν δυσκοίλιοι δικηγόροι να φαίνεστε, κάτι σαν μέλη λέσχης από αυτές που αναβάτης-συνεπιβάτης είναι πάντα ντυμένοι ασορτί.

Αυτό λοιπόν που έχει αλλάξει δεν είναι τόσο το πολιτικώς ορθό της υπόθεσης, η τάχα μου ευπρέπεια και comme il faut, αλλά το ότι τα μαρκετινάκια έχουν το θράσος να θεωρούν την δημοσιογραφική δουλειά μέρος της δικής τους καμπάνιας image making, λες κι είμαστε υπάλληλοί τους που δουλεύουν για το διαφημιστικό σποτάκι.

Κι όλα αυτά, από τους ανθρώπους που λίγο πριν σου είχαν δώσει τα κλειδιά μιας μοτοσυκλέτας με εκατόν εξήντα ίππους τροχό, που στην παρουσιάζουν ως την ταχύτερη και καλυτερότερη στην κατηγορία της, ενώ αμέσως μετά σου ζητάνε να κάνεις τον βουδιστή των δρόμων και να προσέχεις μην σκοτώσεις κανένα μυγάκι με την ζελατίνα του κράνους σου. Δεν είναι παράνοια;

 

 

editorial 532 - χωρίς μοτοσυκλέτα

Από το

Μαύρο Σκύλο

7/3/2014

Πως λέμε "Χωρίς οικογένεια", του Έκτορος Μαλό; Τρεις βδομάδες τώρα χωρίς μοτοσυκλέτα, λόγω γόνατου, κι έχω πάθει στέρηση. Μου λείπει ακόμα κι η καθημερινή μετακίνηση σπίτι-γραφείο, που εξ ορισμού είναι ό,τι πιο επικίνδυνο, βαρετό και ανούσιο. Αναγκαστικά μετακινούμαι με αυτοκίνητο, το κάθισμα τέρμα πίσω τραβηγμένο, το πόδι κάγκελο τεντωμένο, κλέβω λίγο κιόλας και χαλαρώνω τον κάτω ιμάντα του νάρθηκα για να μπορεί να λυγίζει λίγο το πόδι και να δουλεύω γκάζι-φρένο.

Καθώς με το αυτοκίνητο περνάω περισσότερο χρόνο ακίνητος, μπορώ να παρατηρώ ακόμα καλύτερα όσα συμβαίνουν γύρω μου στους δρόμους, κι απορώ ακόμα περισσότερο: Πως καταφέρνουμε κι επιβιώνουμε; Όσοι κινούμαστε με μοτοσυκλέτα αποδεικνύουμε πως όντως, γίνονται θαύματα. Μ' αυτά που βλέπεις στους δρόμους θα πίστευες πως μέσα σε μια βδομάδα δεν θα υπήρχε όρθιος μοτοσυκλετιστής ούτε για δείγμα. Κι όμως, φαίνεται πως είμαστε σαν τις κατσαρίδες, δεν εξηγείται αλλιώς.

Κινούμαι σε δρόμο διπλής κυκλοφορίας, χωρίς νησίδα, και μπροστά μου ακόμη ένας με μια "κούρσα" έχει βγάλει φλας για να στρίψει αριστερά στην ίδια κάθετο που θέλω να στρίψω κι εγώ. Η είσοδος όμως της καθέτου είναι μισόκλειστη από έργα του ΟΤΕ, έχουν σκάψει κι έχουν βάλει τα πάντα: Πλέγματα πορτοκαλιά στηριγμένα σε μπετόβεργες (all time safety classic η μπετόβεργα), σήματα "υποχρεωτική πορεία δεξιά", κορδέλες ασπροκόκκινες και φαναράκι που αναβοσβήνει. Τι άλλο να βάλουν; Το μόνο που χρειαζόταν να κάνει όποιος ήθελε να μπει στην κάθετο ήταν να πάρει λίγο πιο ανοιχτά την στροφή, αποφεύγοντας το εμπόδιο. Και τι κάνει ο τύπος; Το προφανές. Παίρνει φόρα και πέφτει πάνω σε όλα αυτά, σαν να μην υπήρχαν. Περνώντας δίπλα του, είδα την φάτσα του πανικόβλητη, έκπληκτη, λες και πλέγματα και ταμπέλες και φαναράκια πετάχτηκαν ξαφνικά μπροστά του. Ήθελα να σταματήσω και να τον βρίσω, να του πω πως είναι ηλίθιος και επικίνδυνος. Και γιατί; Γιατί φαντάστηκα πως θα μπορούσα κάλλιστα να οδηγώ μοτοσυκλέτα, και να τον συναντήσω στον δρόμο μου, και να πέσει πάνω μου έτσι όπως έπεσε και στην σήμανση των έργων. Είμαι σίγουρος πως θα είχε την ίδια δικαιολογία: Δεν σε είδα, δεν τα είδα.

Αυτό τώρα, είναι ένα πρόβλημα. Αλλά δεν είναι δικαιολογία. Το "δεν σε είδα" να το καταλάβω αν πρόκειται για τυφλό, και γνήσιο μάλιστα, όχι μαϊμού. Ελπίζω όμως πως οι τυφλοί δεν οδηγούν, ακόμα και στην Ελλάδα. Άνθρωπος που έχει τα ματάκια του και βλέπει, άνθρωπος που οδηγεί, δεν δικαιούται να πει δεν είδα. Δεν είδες, γιατί δεν κοίταγες, βλάκα. Κι ας φαίνεται πως είχες ανοιχτά τα μάτια σου, δεν έχεις όμως την εγκεφαλική χωρητικότητα που απαιτείται για να αναγνωρίζεις τι βλέπεις. Κι αν εσύ πιστεύεις στην μετεμψύχωση, εγώ λέω να απολαύσω ακόμα για πολύ αυτή την ζωή πριν πάω για την επόμενη. Δεν μιλάω μόνο για τον κύριο με την κούρσα εναντίον έργων, μιλάω και για την κοπελιά που είχε καρφωμένο το βλέμμα της στο υπερπέραν κι ερχόταν καταπάνω μου κοιτώντας με αλλά χωρίς να με βλέπει, κι έχω φάει φρίκη, ένα Jimny οδηγώ, μπορεί κι ανεβαίνει πεζοδρόμια, αλλά το άτιμο δεν πηδάει στο πλάι σαν γατί περνώντας πάνω από παρκαρισμένα για να βρεθώ στο πεζοδρόμιο και να γλιτώσω, να βάλω όπισθεν το σκέφτηκα αλλά είχα άλλον πίσω μου, το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να βυθίσω το κουμπί της κόρνας βαθιά μέσα στο τιμόνι και να εισπνεύσω δυνατά μέσα από τα σφιγμένα δόντια μου (αυτό πάντα βοηθάει) περιμένοντας το μπαμ. Η σκηνή αυτή είχε γυριστεί φαίνεται σε super hi definition, γιατί παρακολούθησα τα μάτια της να εστιάζουν αργά, κι εξίσου αργά να στρίβει το τιμόνι, λες και το αυτοκίνητό της μέσα ήταν γεμάτο διαφανή μαρμελάδα και δυσκολευόταν. Πέρασε χιλιοστά δίπλα μου, ατάραχη όμως, κι εξακολουθώντας να μιλάει στο κινητό.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να κάνω μια διακοπή για να παρακαλέσω τις αυτοκινητοβιομηχανίες να εγκαταστήσουν, και ως πρώτη τοποθέτηση και ως ρετροφίτ, το εξής σύστημα: Μόλις το αυτοκίνητο ανιχνεύσει χρήση κινητού, να ανοίγει αυτόματα το παράθυρο του οδηγού. Επόμενή μου παράκληση είναι να γίνει μια μικρή αλλαγή στον ΚΟΚ, που θα λέει το εξής: "Πας νοήμων μοτοσυκλετιστής δικαιούται άνευ ποινής να αρπάξει το κινητό ή το μπλουτούθ ή το χαντσφρή και να το σφεντονίσει όσο πιο μακριά μπορεί, κατά προτίμηση σε σημείο που θα το πατήσουν αμέσως τα άλλα αυτοκίνητα". To ζητάω αυτό γιατί πολλές φορές έχω την επιθυμία να το κάνω, αλλά με εμποδίζουν τα κλειστά παράθυρα. Πιστεύω πως είναι ένα μέτρο που θα σώσει πολλές ζωές. Εναλλακτικά, για να μην αφήνουν οι μοτοσυκλετιστές το δεξί τους χέρι από το τιμόνι, θα συμβιβαζόμουν με μια συσκευή που με το πάτημα ενός κουμπιού θα ανατίναζε όλα τα κινητά σε απόσταση πέντε μέτρων. Μια απλή συσκευή ηλεκτρομαγνητικού παλμού δηλαδή, κατάλληλα ρυθμισμένη για να μην καταστρέφει τα ηλεκτρονικά της ίδιας της μοτοσυκλέτας (που κατά προτίμηση θα πρέπει να είναι με καρμπυρατέρ και πλατίνες, χωρίς ηλεκτρονική, για να έχεις το κεφάλι σου ήσυχο), αλλά που θα μπλοκάρει τόσο το κινητό όσο και τα ηλεκτρικά του αυτοκινήτου.

Μετά από λίγες μέρες πίσω από στρογγυλό τιμόνι, άρχισα να κατανοώ και γιατί οι οδηγοί των αυτοκινήτων είναι όλοι έτοιμοι να σφάξουν τους άλλους οδηγούς. Φαινομενικά τα πράγματα είναι ήρεμα, κι όταν είσαι με μοτοσυκλέτα και δεν μένεις πολύ ανάμεσά τους αλλά κινείσαι συνεχώς, δεν μπορείς εύκολα να καταλάβεις πως αρκεί η παραμικρή αφορμή για να ξεσπάσει τρίτος παγκόσμιος πόλεμος. Όταν όμως αναγκαστείς να ζήσεις εγκλωβισμένος ανάμεσά τους, σιγά-σιγά η υποβόσκουσα αυτή οργή μπαίνει και στο δικό σου αυτοκίνητο από το ανοιχτό παράθυρο (ακόμα και το χειμώνα, εκτός εθνικής οδού, οδηγώ με ανοιχτό παράθυρο) και σε ποτίζει χωρίς να το καταλάβεις. Είναι φαίνεται τόσο αφύσικη η όλη φάση, σειρές ολόκληρες από ακινητοποιημένα αυτοκίνητα, άνθρωποι που περνούν έτσι ώρες ολόκληρες καθημερινά, που το μόνο που σκέφτεσαι είναι όχι πως θα γλιτώσεις, αλλά πως θα ξεσπάσεις στον πρώτο που θα κάνει το λάθος. Πρόκειται για μια κλασική εφαρμογή του πειράματος Καλχούν: Όταν τα ποντίκια είναι λίγα μέσα στο κουτί ανέχονται το ένα το άλλο. Όταν γίνουν πολλά, γίνονται και κανίβαλοι και τρώνε το ένα το άλλο για να επέλθει μια ισορροπία. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με τους οδηγούς αυτοκινήτων στους δρόμους. Είναι πολλοί, το κουτί είναι μικρό, τρώνε ο ένας τον άλλο. Άρχισα κι εγώ να επηρεάζομαι.

Στην φάση που για 500 μέτρα στενού δρόμου είχα μπροστά μου έναν κυριούλη που πήγαινε με πρώτη αργή-σκορτσάροντας-πατώντας φρένο-ανάβοντας δεξί φλας-όχι, όχι, αριστερό φλας τώρα-μπα, βάλε αλάρμ-σβήσε αλάρμ-κάνοντας πως θα χωθεί δεξιά-αλλά όχι, ίσως αριστερά-κι όλα αυτά τόσο αααργά που η βελόνα του κοντέρ ούτε που κουνιόταν, θυμήθηκα μια παλιά μου κατά φαντασίαν εφεύρεση: Το όπλο Ε.Ε.. Όπου Ε.Ε. σημαίνει Εξαΰλωσις-Εξαφάνισις, και όχι Ευρωπαϊκή Ένωση. Σημαδεύεις νοητά όποιον σε φρικάρει στο δρόμο και... ΠΑΦ! εξαφανίζεται από μπροστά σου. Ιδανικά, το όπλο Ε.Ε. είναι ρυθμισμένο για να τον στείλει, μαζί με το αυτοκίνητό του, σε μέρος χωρίς δρόμους, μακριά από πολιτισμό, όπως για παράδειγμα στα βάθη της ζούγκλας του Αμαζονίου, ή σε κάποιο ακατοίκητο ερημονήσι του Ειρηνικού Ωκεανού. Στην αρχή, όταν το είχα πρωτοεφεύρει, το είχα ρυθμισμένο απλώς να εξαφανίζει, όμως οι διαμαρτυρίες ανθρωπιστικών οργανώσεων με έκαναν να το μετατρέψω. Δουλεύει και για μοτοσυκλέτες, ειδικά για όσους καταφέρνουν να καθυστερούν πίσω τους αυτοκίνητα, μέσα στην πόλη, και όσους βγαίνουν μπροστά στα φανάρια, χωρίς να τα βλέπουν και όταν ανάψει πράσινο, κάθονται μέχρι να τους κορνάρουν τουλάχιστον 50 αυτοκίνητα για να ξεκινήσουν.

Όσο περνούν οι μέρες κι οδηγώ ακόμα αυτοκίνητο, η κατάστασή μου σοβαρεύει. Αρχίζω να ζηλεύω ακόμα και αυτούς που κυκλοφορούν μέσα στην Αθήνα με τριβάλιτσα Adventure, φορώντας καπελάκι και ξεκινούν από το φανάρι με τα πόδια κάτω για τουλάχιστον εκατό μέτρα, μέχρι να αισθανθούν σίγουροι για την ισορροπία τους και να τα βάλουν στα μαρσπιέ.

Ναι, τόσο χαμηλά έχω πέσει. Γλυκοκοιτάζω ακόμα και κάτι μεγκασκούτερ μπαουλοντίβανα που χρειάζονται χάιγουέι στις ερημιές της Νεβάδα για να χωρέσουν, κάτι παπιά ρημάδια που αλλού κοιτάει ο μπροστινός τους τροχός κι αλλού ο πίσω, μέχρι κι ένα Μεζέ 250 που άφηνε απ' την εξάτμισή του μια παχιά γραμμή αδιάλυτου καπνού, ξέρετε, εκείνα που στο ρελαντί βλέπεις θολό τον κινητήρα απ' τους κραδασμούς. Νόμιζα πως είχαν εξαφανιστεί, αλλά ήμουν κοντά στον Περισσό, οπότε η εμφάνισή του μπορεί να δικαιολογείται κι έτσι. Όχι πως δεν τα αγαπώ, είχα κι εγώ τέτοιο κάποτε, κι ας είχε προσπαθήσει δύο φορές να με δολοφονήσει, μία που κόλλησε τέρμα το γκάζι στην εθνική και μία που πήγε να πάρει φωτιά. Η σχέση μας δεν κράτησε πολύ.

Τώρα που δεν μπορώ να καβαλήσω, περνούν μπροστά από τα μάτια μου όλα τα μηχανάκια που είχα, κι όσα θα ήθελα να έχω, μια παρέλαση που μπορεί να με κρατήσει απασχολημένο για πολλή ώρα, ειδικά αν σκεφτώ και όσα είχα κάνει με αυτά που είχα και όσα θα ήθελα να κάνω με αυτά που δεν είχα. Ζω τέτοια στέρηση, που αν μου έλεγαν πως μπορείς να καβαλήσεις, αλλά μόνο ΑΥΤΟ (κάτι που κανονικά δεν θα ήθελα να βρεθώ πάνω του ούτε ταριχευμένος), θα χοροπηδούσα απ' τη χαρά μου. Το GS μου έχει μαραζώσει, το Χάσκυ μου με κοιτάει παραπονεμένο, αλλά το γόνατο είναι αυτό που θα πει πότε θα μπορέσω να ξανακαβαλήσω.

Κι όσο το σκέφτομαι, τόσο καταλήγω πως σε κάτι τέτοιες φάσεις στέρησης καταλαβαίνεις πόσο αγαπάς τις μοτοσυκλέτες, όταν πάψεις να έχεις ιδανικές καταστάσεις στο μυαλό σου και διαπιστώνεις πως θα ήσουν ευχαριστημένος με λιγότερα, έως ελάχιστα. Κι όταν οι προδιαγραφές σου φτάσουν στο σημείο "κινητήρα και ρόδες να έχει, και μια χαρά θα περάσουμε", τότε πρέπει να είναι το αντίστοιχο του "ζω στην έρημο και τρέφομαι με ακρίδες και μέλι, αλλά βρήκα τη φώτιση" ή του "μετά από δέκα χρόνια απομόνωσης σε σπηλιά του Θιβέτ ζω μόνο με δροσερό αεράκι κι αγαπάω όλο τον κόσμο". Μ' αυτά που γράφω, σ' αυτό το σημείο μου ήρθε μια εικόνα με τον Βούδα να διαλογίζεται κάτω από έναν φίκο, αλλά όταν κοίταξα πίσω από τον φίκο, είδα έναν τροχό να ξεπροβάλλει, με τρακτερωτό λάστιχο και ψηλό φτερό από πάνω του: Κι ο Βούδας εντούρο ονειρεύονταν.