Editorial 545 - Με γυαλάδα στο μάτι, ή χωρίς;

Από το

motomag

1/4/2015

Στην 30χρονη πορεία του περιοδικού η λέξη "αποστολή" είναι αυτή που το συνδέει με τα διεθνή γεγονότα της μοτοσυκλέτας, από το πρώτο κιόλας τεύχος. Οι συντάκτες του έχουν ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο, μεταφέροντας εμπειρίες και τεχνογνωσία στις σελίδες του, ζώντας τα γεγονότα από πρώτο χέρι, ξεκινώντας από μια εποχή που η φράση "Έλληνας δημοσιογράφος στο εξωτερικό" δεν ήταν ακριβώς σαν το κάποτε "Αλβανός τουρίστας", αλλά δεν απείχε και πολύ.

Η πρώτη αποστολή του ΜΟΤΟ στο μαγικό "εξωτερικό" ήταν η κάλυψη του Σαλονιού του Μιλάνου από τον Χρίστο Χατζάρα, το 1985, και του Σαλονιού του Birbingham από τον Αντζουλάτο. Και οι δύο δημοσιεύθηκαν στο πρώτο τεύχος. Από τότε δεν λείψαμε από κανένα, ξεκινώντας μια 30χρονη επαφή με την καρδιά των γεγονότων. Ειδικά στην προ-internet εποχή όπου σπάνια μαθαίναμε εκ των προτέρων τι θα παρουσιαστεί, τα διεθνή Σαλόνια ήταν λίγο-πολύ μαγικά κουτιά, όπου δεν ήξερες τι θα βγει από μέσα και ζούσες την μαγεία της πρώτης φοράς.

Η πρώτη αποστολή όμως που οργανώθηκε από Ελληνική αντιπροσωπεία για οδήγηση μοτοσυκλέτας ήταν το 1986, στην Γαλλική πίστα του Paul Ricard για την επίσημη πρώτη των Yamaha FZR1000 και TΖR250. Τι κι αν έβρεχε καταρρακτωδώς; Σημασία είχε πως για πρώτη φορά κάναμε τη δουλειά μας όπως και οι συνάδελφοί μας των Ευρωπαϊκών περιοδικών μοτοσυκλέτας: "...(πίστες, ασφάλεια, υποστήριξη από τις εταιρίες, κλπ) και φυσικά τρελαινόμαστε", όπως έγραφε ο Χατζάρας. Σκεφτείτε πως τότε ακόμα και η έννοια "μοτοσυκλέτα για τεστ" δεν γινόταν κατανοητή από όλες τις αντιπροσωπείες, αφού πολλές φορές η απάντηση ήταν "Γιατί; Γιατί πρέπει να το οδηγήσετε;". Το δυστύχημα είναι πως στην Ελλάδα οι νοοτροπίες αλλάζουν αργά, εξαιρετικά αργά, και μερικές φορές έως καθόλου, αφού ακόμα και σήμερα υπάρχουν αντιπροσωπείες που δεν βγάζουν σημαντικά μοντέλα τους για τεστ, αφήνοντάς τα στην αφάνεια και εκτός δημοσιότητας (και κριτικής...), έχοντας για εύκολη δικαιολογία πως θα κερδίσουν λιγότερα όταν την πουλήσουν ως μεταχειρισμένη. Νοοτροπία μικρομάγαζων σε αντιπροσωπείες, που θέλουν όμως τα χρήματα των πελατών. Ευτυχώς αποτελούν τις εξαιρέσεις.

 

Οι αποστολές είναι πάντα η χαρά μας. Αποτελούν μοναδική ευκαιρία να γνωρίσεις από κοντά όχι μόνο την μοτοσυκλέτα, αλλά κυρίως τους ανθρώπους που την κυοφόρησαν μέχρι να φτάσει στην παραγωγή. Όσα μαθαίνεις εκεί, και ειδικά σε ανύποπτο χρόνο (μετά το φαγητό, μετά τις μπύρες...), δεν μπορείς να τα μάθεις πουθενά αλλού. Ανακαλύπτεις επίσης πως στην συντριπτική τους πλειοψηφία οι μηχανολόγοι των εταιριών είναι "δικοί μας άνθρωποι", που πραγματικά γουστάρουν μοτοσυκλέτα και δεν θα άλλαζαν την δουλειά τους με καμία άλλη. Όπως κι εμείς! Ακόμα καλύτερα, δεν είναι ντίβες, και μόλις νιώσουν πως θα κάνουν μια ενδιαφέρουσα συζήτηση μαζί σου, τα ξεχνάνε όλα και μπορείς να κάτσεις μαζί τους με τις ώρες, συζητώντας τα πάντα περί μοτοσυκλέτας και όχι μόνο. Κι όταν υπάρχει δυσκολία επικοινωνίας, όπως παλιότερα συνέβαινε με τα διστακτικά αγγλικά των Ιαπώνων, επιστρατεύονταν χειρονομίες, χαρτοπετσέτες και μενού εστιατορίων, γινόταν σκαριφήματα στροφάλων επι τόπου, αυτοσχεδιάζονταν ηχητικά ντοκουμέντα που παραδόξως εξηγούσαν επακριβώς τις δυσκολίες μιας ρύθμισης του κινητήρα ή τη διαφορά στον χρονισμό του στροφάλου...

Εντύπωση προκαλεί πολλές φορές η ειλικρίνειά τους,  κάτι που δεν υπαγορεύεται από καμία εταιρική πολιτική, το αντίθετο μάλιστα. Πως αλλιώς να εξηγήσεις τα λόγια υψηλότατου στελέχους της Ducati για το εξαιρετικό (γι’ αυτό που είναι) Diavel; "Μας το ζήτησαν, το φτιάξαμε, τελειώσαμε, δεν θέλουμε να ξανακούσουμε τίποτα γι’ αυτό...", μου είπε κάνοντας μια γκριμάτσα τρελού ξινίσματος. Και σ’ αυτή την περίπτωση, είχαν κάνει πολύ καλά την δουλειά που τους ανέθεσαν, απλά δεν ήταν αυτό που θα ονειρευόντουσαν ποτέ να φτιάξουν. Όταν όμως συμβαίνει αυτό, το καταλαβαίνεις αμέσως, το μάτι τους γυαλίζει, λένε ιστορίες, μπαίνουν σε λεπτομέρειες, μιλάνε με ενθουσιασμό. Όταν όμως φτιάχνουν μια μοτοσυκλέτα μόνο και μόνο γιατί αυτό ζήτησε το τμήμα πωλήσεων, τότε βάζουν την κασέτα και λένε πέντε τυπικές κουβέντες σαν να τους έχεις βάλει αγγαρεία. 

Τόσα χρόνια που ζω τους ανθρώπους των εταιριών όλου του κόσμου, σε ένα συμπέρασμα έχω καταλήξει: Οι μοτοσυκλέτες που έχουν κάτι να πουν, οι μοτοσυκλέτες που γράφουν ιστορία και μένουν στις καρδιές μας, είναι αυτές που φτιάχτηκαν εκφράζοντας τα όνειρα και τις επιθυμίες συγκεκριμένων ανθρώπων μέσα στις εταιρίες, κι όχι αυτές που διαμορφώθηκαν μετά από "έρευνες αγοράς" και "επιθυμίες του κοινού". Όταν το ακούω αυτό σε παρουσίαση, καταλαβαίνω πως η εταιρία δεν είναι ούτε σίγουρη ούτε ενθουσιασμένη με την μοτοσυκλέτα που έφτιαξε, και προσπαθεί να βρει άλλοθι και ψυχολογική στήριξη πίσω από "έρευνες" και "target group", προσπαθώντας να πείσει κι εμάς ενώ δεν έχει πειστεί η ίδια... Οι εταιρίες οφείλουν να πρωτοπορούν και να πρωτοτυπούν, προχωρώντας μπροστά με τον ενθουσιασμό και τις ιδέες τους, είτε πρόκειται για βασικά μεταφορικά μέσα, είτε για την τελευταία λέξη της τεχνολογίας. Η γυαλάδα στο μάτι δεν έχει να κάνει ούτε με κυβικά, ούτε με τιμή. Όταν υπάρχει, το καταλαβαίνεις.

 

Η μοτοσυκλέτα που κοσμεί το εξώφυλλο αυτού του τεύχους, η νέα R1, θα μείνει στην ιστορία και για έναν λόγο άσχετο με την επιτυχία της στους αγώνες ή στις πωλήσεις: Είναι η πρώτη φορά που οι άνθρωποι που εξέλιξαν μια superbike, και μάλιστα Ιαπωνική, παραδέχονται ανοιχτά πως όταν την εξέλισσαν, δεν είχαν καθόλου την χρήση δρόμου στο μυαλό τους. Είναι η πρώτη φορά που, εμμέσως πλην σαφώς, δηλώνουν πως οι σημερινές superbike δεν έχουν καμία δουλειά σε δημόσιους δρόμους, και πως το φυσικό τους περιβάλλον είναι μόνο η πίστα. Προσέξτε όμως, αυτό το δήλωσαν απαντώντας σε δική μας ερώτηση, δεν το έγραψαν στα κείμενα παρουσίασης της μοτοσυκλέτας. Βέβαια, η τόλμη τους δεν έφτασε μέχρι το να μην βάλουν μαρσπιέ συνεπιβάτη, εκτός αν θέλουν να μας πουν πως φαντάζονται trackdays με συνεπιβάτη...

Φυσικά, το ίδιο ισχύει για τις superbike όλων των κατασκευαστών, κι όχι μόνο για της Yamaha. Οι σημερινές superbike έχουν στην ουσία απομακρυνθεί για πάντα από την έννοια "δρόμος", παρά τα ηλεκτρονικά τους που τις κάνουν οδηγήσιμες ακόμα κι εκεί. Σαν να πηγαίνεις με μοτοσυκλέτα MotoGP στο περίπτερο. Θα μπορούσες να το κάνεις, αλλά ούτε το φυσικό της περιβάλλον είναι, ούτε έχει φτιαχτεί γι’ αυτό, ούτε την απολαμβάνεις έτσι. Κάτι σαν να έχεις δίπλα σου την πιο ερωτική γυναίκα του κόσμου, αλλά μόνο για να μαγειρεύει. Και το νόημα χάνεις, και την απόλαυση.

 

Κάτι άλλο που έχει αρχίσει να αλλάζει με τα χρόνια στις αποστολές και τις παρουσιάσεις είναι η επιρροή των φαφλατάδων του marketing και το ανεκδιήγητο politically correct του κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Για να αρχίσω να εξηγούμαι. Κάποτε, στις παρουσιάσεις των μοτοσυκλετών ο κάθε δημοσιογράφος – αναβάτης οδηγούσε πηγαίνοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσε, και κάνοντας για τον φακό ό,τι ταρζανιά νόμιζε πως θα φαινόταν εντυπωσιακή στους αναγνώστες του. Όταν οδηγείς σε πίστα, σε μια δημοσιογραφική παρουσίαση, το σίγουρο είναι πως κάθε εικοσάλεπτο εξελίσσεται σε μίνι GP, με τους ταχύτερους αναβάτες να προσπαθούν... για την πρώτη θέση και τον ταχύτερο γύρο. Οι άνθρωποι των εταιριών, άσχετα αν λίγο πριν έλεγαν διάφορα περί ασφάλειας και προσέχετε και μη χτυπήσει κανένας, μαζεύονται στον τοίχο των pits και παρακολουθούν με ενδιαφέρον τις εξελίξεις. Ειδικά δε αν είναι Ιταλοί, βγάζουν και χρονόμετρα και καταγράφουν χρόνους, ξεχνώντας αμέσως το "εμείς σας είπαμε να μην τρέχετε". Ναι, θα αφήσεις μόνα τους τα παιδάκια μέσα στο παγωτατζίδικο και δεν θα βουτήξουν το δάχτυλο στο παγωτό! Στον δρόμο τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα και σαφώς πιο επικίνδυνα. Κακά τα ψέματα όμως. Αν πηγαίνεις τηρώντας τον ΚΟΚ και τα όρια ταχύτητας, τότε την υπομονή σου δοκιμάζεις, όχι την μοτοσυκλέτα. Ακόμα κι αν βρέχει, όπως αρκετές φορές συμβαίνει, δοκιμή με ΚΟΚ δεν γίνεται. Και δεν μιλάμε για την Ελλάδα, αλλά για χώρες που η τροχαία είναι άτεγκτη και άκαμπτη και άκαρδη, όπως στην Ισπανία όπου γίνεται πλήθος αποστολών για δοκιμές νέων μοντέλων. Έλα όμως που τον δρόμο της Ronda τον έχουμε μάθει καλύτερα από της Πεντέλης; Έλα που δεν μπορείς να βγάλεις πλήρη συμπεράσματα για το μηχανάκι αν δεν πας και αέρα πατέρα; Έρχονται όμως κάποιοι κατασκευαστές και σου λένε, κοίτα να δεις, εσύ μπορεί να ξύνεις και τ’ αφτιά σου, όμως η εικόνα που θέλουμε να βγάλουμε προς τα έξω, προς τους υποψήφιους πελάτες μας έτσι όπως τους φανταζόμαστε, δεν θέλει γόνατα κάτω και αγκώνες να ξύνουν, ούτε σούζες τέτοιες που να προλαβαίνεις ν’ αλλάξεις μπροστινό λάστιχο πριν ξαναπατήσει ο τροχός κάτω... Σας θέλουμε πιο κυριλέ, λιγότερο χαβαλέδες, λιγότερο αλανιάρηδες, κάτι σαν δυσκοίλιοι δικηγόροι να φαίνεστε, κάτι σαν μέλη λέσχης από αυτές που αναβάτης-συνεπιβάτης είναι πάντα ντυμένοι ασορτί.

Αυτό λοιπόν που έχει αλλάξει δεν είναι τόσο το πολιτικώς ορθό της υπόθεσης, η τάχα μου ευπρέπεια και comme il faut, αλλά το ότι τα μαρκετινάκια έχουν το θράσος να θεωρούν την δημοσιογραφική δουλειά μέρος της δικής τους καμπάνιας image making, λες κι είμαστε υπάλληλοί τους που δουλεύουν για το διαφημιστικό σποτάκι.

Κι όλα αυτά, από τους ανθρώπους που λίγο πριν σου είχαν δώσει τα κλειδιά μιας μοτοσυκλέτας με εκατόν εξήντα ίππους τροχό, που στην παρουσιάζουν ως την ταχύτερη και καλυτερότερη στην κατηγορία της, ενώ αμέσως μετά σου ζητάνε να κάνεις τον βουδιστή των δρόμων και να προσέχεις μην σκοτώσεις κανένα μυγάκι με την ζελατίνα του κράνους σου. Δεν είναι παράνοια;

 

 

editorial 535 - Παγκόσμιες ιστορίες

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

30/5/2014

Πέμπτη μεσημέρι κατά τις δύο, φτάνουμε στα Μετέωρα. Σιγά μη λείπαμε από το μεγαλύτερο γεγονός της χρονιάς. Παγκόσμιο πρωτάθλημα enduro είναι αυτό, δεν είναι παίξε γέλασε, το 2011 που είχε ξαναγίνει στην ίδια περιοχή μας είχαν πέσει τα σαγόνια κάτω μ’ αυτά που είδαμε. Τότε είχε ψηφιστεί ως ο καλύτερος αγώνας της χρονιάς, ανάμεσα σε όλες τις διοργανώσεις του παγκοσμίου. Οι ίδιοι άνθρωποι, μια διάσπαση λέσχης και μια ίδρυση καινούργιας μετά, διεκδικούν και πάλι το ίδιο βραβείο. Με το σπαθί τους. Ομάδες και αναβάτες είχαν μόνο τα καλύτερα λόγια να πουν. Για μας είναι σαν να το έχουν πάρει ήδη.
Βιάζομαι όμως. Ζαλισμένοι ακόμα από το ταξίδι, ξεφορτώνουμε τα μηχανάκια και ντυνόμαστε για να πάμε να κάνουμε τις απλές. Η σηματοδότηση συνεχίζεται ακόμα, βρίσκουμε αναβάτες της οργάνωσης να την συμπληρώνουν, τους λέμε για κάποια σημεία που τα σήματα έχουν πέσει ή είναι ασαφή. Μονοπάτια γνώριμα αλλά και καινούργια, καθόλου χωματόδρομοι, μερικές ενδιαφέρουσες ανηφόρες έτσι για να μην είναι όλη η απλή περίπατος. Ξέρουμε καλά πως τα μονοπάτια που σήμερα κάνουμε σχεδόν απάτητα, μετά τον αγώνα θα έχουν αλλάξει τελείως μορφή. Την περασμένη Κυριακή, οι οργανωτές έστηναν τις ειδικές μέσα σε καταρρακτώδη βροχή, αλλά τέσσερις μέρες μετά το μέρος έχει στεγνώσει κι έχει σκόνη, τόση που στις ανηφόρες αν είχες δύο μηχανάκια μπροστά σου δεν έβλεπες τίποτα, κι απλώς έλπιζες πως δεν θα βρεις κάποια πέτρα ή χαντάκι. Και νύχτα χωρίς φώτα να οδηγούσες, το ίδιο θα ήταν...
Βγαίνουμε στις ειδικές, που είναι η μια δίπλα στην άλλη, διαφορετικές όμως μεταξύ τους, κι έχουν ένα μεγάλο μερίδιο στην επιτυχία αυτού του αγώνα. Δύσκολες όσο πρέπει, μεγάλες σε διάρκεια, βγάζουν διαφορές στους χρόνους τέτοιες που να είναι δυνατή επίθεση για τα χαμένα δευτερόλεπτα και το κυνήγι των θέσεων. Σε κεντρική θέση είναι και το service με τα φορτηγάκια των ομάδων, κι όλοι όσοι υποστηρίζουν την προσπάθεια των αναβατών δεν χρειάζεται να μετακινηθούν πολύ. Όπως διαπιστώσαμε για ακόμα μια φορά, ο αγώνας δεν κερδίζεται μόνο στις ειδικές, αλλά και στην προετοιμασία πριν τον αγώνα. Οι περισσότεροι από τους παγκόσμιους ήταν εκεί μια βδομάδα πριν τον αγώνα, με τους αναβάτες να περπατούν τις ειδικές και τους support αναβάτες να ψάχνουν τα σημεία των απλών όπου μπορούν να συναντήσουν τους αναβάτες. Η αναγνώριση των ειδικών από τους αγωνιζόμενους, που γίνεται μόνο με τα πόδια, έχει εξελιχθεί σε επιστήμη. Περπατάνε συνολικά δεκάδες χιλιόμετρα, αφού δεν τις κάνουν μόνο μία φορά. Βασική τους αρχή: η ευθεία είναι ο συντομότερος δρόμος, κι αυτή η ευθεία δεν πρέπει να έχει εκπλήξεις. Βλέπαμε τους αναβάτες να κοιτούν τα ρέματα και τις πλαγιές σαν τοπογράφοι, βάζοντας το χέρι τεντωμένο μπροστά για να "γράψουν" οπτικά μια νοητή ευθεία. Έχοντας αποφασίσει για την γραμμή τους, κι άσχετα αν αυτή έχει εμπόδια που οι κοινοί θνητοί θα πέρναγαν ως ερπετά, με τους τροχούς τους συνέχεια στο έδαφος, αυτοί που το μάτι τους κόβει διαφορετικά επιλέγουν γραμμές με φαντασία, κατάλληλες για τις ταχύτητες που αυτοί μπορούν να κινηθούν. Για παράδειγμα, στην αρχή της enduro test υπήρχε μια μικρή ρεματιά. Κινούμενοι από πριν σε ευθεία με το σημείο που θα ήθελαν να προσγειωθούν, έψαχναν το πιο κατάλληλο σημείο απογείωσης και πηδούσαν τη ρεματιά, αποφεύγοντας τελευταία στιγμή τα δέντρα που ήταν απέναντι. Άσχετα δηλαδή με τις υψομετρικές διακυμάνσεις του εδάφους, αυτοί οι alien του enduro κινούνται σε ευθεία πορεία...

Πριν όμως μπουν με μοτοσυκλέτα στις ειδικές, κι ενώ τις περπατάνε, πολλές φορές μαζί με τους support, αρχίζουν την αποψίλωση. Αφαιρούν από το πάτημά τους μια πέτρα εδώ, ένα κλαδί πιο κει, παρεμβαίνοντας στο έδαφος των ειδικών με τέτοιο τρόπο ώστε πριν αρχίσει ο αγώνας, η χάραξη των ειδικών μπορεί να είναι η αρχική, αλλά το έδαφός τους δεν έχει καμία σχέση. "Αυτοί τις έχουν αποψιλώσει τις ειδικές!", έλεγαν οι αναβάτες της οργάνωσης. Στόχος τους βέβαια η μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα στις επιλεγμένες τους γραμμές, χωρίς εκπλήξεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε πτώση. Δεν είναι όμως πως μόνο αφαιρούν πέτρες και ξύλα από τις ειδικές, προσθέτουν κιόλας αν τους βολεύει, όπως είδαμε πριν το special test της Παρασκευής, όπου κάποιος από την ομάδα της ΚΤΜ έβαλε μια πέτρα να ακουμπάει στους κορμούς. Και που πάτησε ο Meo όταν πέρασε από κει; Κέντραρε την πέτρα και πήδηξε πιο εύκολα και πιο ασφαλής τους κορμούς. Η δουλειά αναγνώρισης των ειδικών από αναβάτες και support συνεχίζεται και κατά τη διάρκεια κάθε αγωνιστικής ημέρας. Πριν μπουν στις ειδικές, αρκετοί αναβάτες έκαναν μια παράκαμψη αφήνοντας την απλή, κι έριχναν μια ματιά σε σημεία της ειδικής που τους προβλημάτιζαν για το πως θα κερδίσουν κανένα δεκατάκι, για να δουν πως έχουν γίνει. Την ίδια ώρα, οι support αναβάτες αλλά και... πεζοπόρα τμήματα, περπάταγαν τις ειδικές και συνέχιζαν την διαμόρφωσή τους, κυρίως απομακρύνοντας πέτρες ή "γλυκαίνοντας" κάποιο πάτημα. Επιπλέον, μερικοί από αυτούς, οι παλουκοφόροι, έπαιρναν ένα παλούκι απ’ αυτά που πάνω τους δένεται η κορδέλα των ειδικών, κι ενώ οι ίδιοι στέκονταν πίσω από την κορδέλα οριοθέτησης, έβαζαν την μύτη του παλουκιού ακριβώς στο πάτημα που έπρεπε να ακολουθήσει ο αναβάτης τους, τραβώντας το πίσω μόνο όταν αυτός είχε φτάσει στο μέτρο! Αμέσως μετά, έτρεχαν σε άλλο σημείο της ειδικής, κι επαναλάμβαναν το ίδιο. Το τι αντιλαμβάνονται οι θεατές ως πάτημα και το τι αντιλαμβάνονται οι αναβάτες, είναι δύο τελείως διαφορετικά πράγματα. Κι όταν κάποιοι θεατές έβαλαν πέτρες σ’ ένα πάτημα που είχε κατ’ αυτούς χαλάσει, κι είχε φτιάξει βαθύ λούκι, είχαμε πτώσεις αναβατών. Πως γίνεται να θυμούνται τόσα χιλιόμετρα ειδικών, και μάλιστα να προσαρμόζονται στις αλλαγές του εδάφους τους σε κάθε πέρασμα; Μερικά από τα παραπάνω που αναφέραμε το εξηγούν, συν το ότι αυτή είναι η δουλειά τους κι έχουν αναπτύξει ιδιαίτερη μεθοδολογία για να την κάνουν. Κωδικοποιούν τα σημεία των ειδικών που τους ενδιαφέρουν περισσότερο με "Κάπα", όπως γίνεται και στις στροφές μια πίστας, Κ1, Κ2, Κ3. Μετά, έχουν συνεχή πληροφόρηση για τις αλλαγές στα πατήματα της ειδικής από τους ανθρώπους υποστήριξης που έχει η ομάδα, συν την επιτόπου επιβεβαίωση των "παλουκοφόρων". Και πάλι, όπως ο Meo που το Σάββατο ξεκίνησε αγχωμένος κι ήταν ακόμα πιο αρκουδιάρης στην οδήγηση απ’ ότι συνήθως, είχε δύο πτώσεις μέσα σε ειδικές. Αυτό κοστίζει πολλές θέσεις όταν οι μνηστήρες για την νίκη σε κάθε κατηγορία είναι πάνω από πέντε, μερικές φορές και στο ίδιο δευτερόλεπτο...

Είδα αρκετά περάσματα στην αρχή της ειδικής extreme, όπου οι enduro aliens προτιμούσαν να πηδήξουν ευθεία το ρέμα, περνώντας ανάμεσα από δυο πλατάνια και σκάζοντας στις πέτρες απέναντι, παρά να χάσουν χρόνο στρίβοντας δεξιά και μετά αριστερά, κάτω και πάνω, μέσα στις βρεγμένες κροκάλες. Για το πρώτο και το δεύτερο πέρασμα το πάτημα απογείωσης ήταν καλό, μετά όμως έφτιαξε λούκι και δεν ήταν εύκολο να πηδήξουν ούτε τόσο μακριά ούτε τόσο ψηλά όσο θα ήθελαν. Το αποτέλεσμα ήταν αρκετές πτώσεις, στις οποίες οι άτιμοι δεν άφηναν με τίποτα το τιμόνι, άσχετα αν είχαν κοπανήσει το κράνος τους σε βραχάκι ή είχαν φύγει με τα πόδια ψηλά κι είχαν καταλήξει μπροστά από το πεσμένο μηχανάκι. Το θέμα ήταν να μην σβήσει, και χάσουν κι άλλο χρόνο... Ένας από αυτούς που έπεσαν, Πορτογάλος αναβάτης, χτύπησε μια θεατή που καθόταν πίσω από τα πανό, σε επικίνδυνο όμως σημείο, ευθεία απέναντι από το σημείο απογείωσης. Προς τιμήν του, μόλις τερμάτισε την ειδική έτρεξε σχεδόν εκατό μέτρα μπρος πίσω, κι ήρθε να ζητήσει συγνώμη: "I’m very sorry, very sorry…", για να φύγει μετά ξανά τρέχοντας και να συνεχίσει τον αγώνα του.
Ήταν μαγικό να παρακολουθεί κανείς, κι όχι μόνο τους καταξιωμένους παγκόσμιους, αλλά και τους αναβάτες της κατηγορίας Youth, δεκάξι ως δεκαοκτώ ετών, με τα 125 τους. Οι καλοί από αυτούς έκαναν και χρόνους μέσα στην δεκάδα γενικής (!), οδηγώντας αέρινα στα πιο δύσκολα κομμάτια των ειδικών. Σκεφτείτε εδώ, πως με δεκάξι ειδικές κάθε μέρα, και επτά ως οκτώ ώρες οδήγησης σε τερέν καθαρά εκτός δρόμου, για να μπορείς να ορμάς μέχρι και το τελευταίο δευτερόλεπτο ειδικής της δεύτερης μέρας, η αντοχή που απαιτείται τους κατατάσσει αυτόματα σε κατηγορία κορυφαίων αθλητών. Ακόμα και οι 16χρονοι πιτσιρικάδες είναι alien, όχι μόνο ο Marquez κι όσοι τον κυνηγούν στα MotoGP. Από κει και πάνω, προς το καλύτερο, άστο... Μιλάμε για υπεραθλητές. Εννιά παρά είκοσι το Σάββατο το βράδυ ο Seistola πήγε για ύπνο στο δωμάτιό του...

Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια τάση απαξίωσης του enduro, με αφορμή την συμμετοχή πρώην αναβατών motocross, με βάση ίσως θεωρητική και απόλυτη προσέγγιση που δεν δέχεται την μετακίνηση αναβατών από το ένα άθλημα στο άλλο. Οι περισσότεροι από τους κορυφαίους αναβάτες των τελευταίων χρόνων προέρχονται από το χώρο του motocross, κι αυτό είναι γεγονός. Επίσης γεγονός είναι πως δεν είναι όλοι οι μοτοκροσάδες επιτυχημένοι στο enduro, όπως δεν είναι και εύκολη η μετάβασή τους στο enduro. Οι ίδιοι οι αγώνες enduro, απαιτούν ένα σπάνιο συνδυασμό προσόντων, ταχύτητας, αντοχής και διαφορετικής ματιάς στο έδαφος που κινούνται. Γεγονός επίσης είναι, πως από παλιά, αν ήθελες να διακριθείς στο enduro θα έπρεπε να κάνεις και motocross, αγώνες και προπονήσεις, και πως αυτοί οι αναβάτες έχουν ανεβάσει κατά πολύ το επίπεδο, πολύ περισσότερο από το να είχαν συνεχίσει να γίνονται οι αγώνες με συμμετέχοντες που έχουν κάνει μόνο enduro στη ζωή τους. Υπάρχουν όμως κι άλλα κίνητρα, οικονομικά. Είναι πολύ δύσκολο για έναν αναβάτη motocross να βρει ανταγωνιστική ομάδα στο παγκόσμιο, στην οποία θα πληρώνεται αντί να πληρώνει, σε σχέση με το enduro. Οπότε, είναι και βιοποριστικοί οι λόγοι, ή τουλάχιστον, αυτοί οι αναβάτες καταφέρνουν να συνεχίζουν να αγωνίζονται σε κορυφαίο επίπεδο, αντί να πληρώνουν για να συμμετέχουν στο παγκόσμιο motocross. Δείτε το κι αντίστροφα: Για να τα καταφέρεις στο enduro, πρέπει ήδη να είσαι πρωταθλητής motocross στη χώρα σου και με θητεία στη δεκάδα του παγκοσμίου, και κατόπιν να μάθεις και μια νέα τέχνη. Κι αυτό μάλλον κάνει τους εντουράδες πιο πολυτάλαντους και ολοκληρωμένους αναβάτες.