Editorial 545 - Με γυαλάδα στο μάτι, ή χωρίς;

Από το

motomag

1/4/2015

Στην 30χρονη πορεία του περιοδικού η λέξη "αποστολή" είναι αυτή που το συνδέει με τα διεθνή γεγονότα της μοτοσυκλέτας, από το πρώτο κιόλας τεύχος. Οι συντάκτες του έχουν ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο, μεταφέροντας εμπειρίες και τεχνογνωσία στις σελίδες του, ζώντας τα γεγονότα από πρώτο χέρι, ξεκινώντας από μια εποχή που η φράση "Έλληνας δημοσιογράφος στο εξωτερικό" δεν ήταν ακριβώς σαν το κάποτε "Αλβανός τουρίστας", αλλά δεν απείχε και πολύ.

Η πρώτη αποστολή του ΜΟΤΟ στο μαγικό "εξωτερικό" ήταν η κάλυψη του Σαλονιού του Μιλάνου από τον Χρίστο Χατζάρα, το 1985, και του Σαλονιού του Birbingham από τον Αντζουλάτο. Και οι δύο δημοσιεύθηκαν στο πρώτο τεύχος. Από τότε δεν λείψαμε από κανένα, ξεκινώντας μια 30χρονη επαφή με την καρδιά των γεγονότων. Ειδικά στην προ-internet εποχή όπου σπάνια μαθαίναμε εκ των προτέρων τι θα παρουσιαστεί, τα διεθνή Σαλόνια ήταν λίγο-πολύ μαγικά κουτιά, όπου δεν ήξερες τι θα βγει από μέσα και ζούσες την μαγεία της πρώτης φοράς.

Η πρώτη αποστολή όμως που οργανώθηκε από Ελληνική αντιπροσωπεία για οδήγηση μοτοσυκλέτας ήταν το 1986, στην Γαλλική πίστα του Paul Ricard για την επίσημη πρώτη των Yamaha FZR1000 και TΖR250. Τι κι αν έβρεχε καταρρακτωδώς; Σημασία είχε πως για πρώτη φορά κάναμε τη δουλειά μας όπως και οι συνάδελφοί μας των Ευρωπαϊκών περιοδικών μοτοσυκλέτας: "...(πίστες, ασφάλεια, υποστήριξη από τις εταιρίες, κλπ) και φυσικά τρελαινόμαστε", όπως έγραφε ο Χατζάρας. Σκεφτείτε πως τότε ακόμα και η έννοια "μοτοσυκλέτα για τεστ" δεν γινόταν κατανοητή από όλες τις αντιπροσωπείες, αφού πολλές φορές η απάντηση ήταν "Γιατί; Γιατί πρέπει να το οδηγήσετε;". Το δυστύχημα είναι πως στην Ελλάδα οι νοοτροπίες αλλάζουν αργά, εξαιρετικά αργά, και μερικές φορές έως καθόλου, αφού ακόμα και σήμερα υπάρχουν αντιπροσωπείες που δεν βγάζουν σημαντικά μοντέλα τους για τεστ, αφήνοντάς τα στην αφάνεια και εκτός δημοσιότητας (και κριτικής...), έχοντας για εύκολη δικαιολογία πως θα κερδίσουν λιγότερα όταν την πουλήσουν ως μεταχειρισμένη. Νοοτροπία μικρομάγαζων σε αντιπροσωπείες, που θέλουν όμως τα χρήματα των πελατών. Ευτυχώς αποτελούν τις εξαιρέσεις.

 

Οι αποστολές είναι πάντα η χαρά μας. Αποτελούν μοναδική ευκαιρία να γνωρίσεις από κοντά όχι μόνο την μοτοσυκλέτα, αλλά κυρίως τους ανθρώπους που την κυοφόρησαν μέχρι να φτάσει στην παραγωγή. Όσα μαθαίνεις εκεί, και ειδικά σε ανύποπτο χρόνο (μετά το φαγητό, μετά τις μπύρες...), δεν μπορείς να τα μάθεις πουθενά αλλού. Ανακαλύπτεις επίσης πως στην συντριπτική τους πλειοψηφία οι μηχανολόγοι των εταιριών είναι "δικοί μας άνθρωποι", που πραγματικά γουστάρουν μοτοσυκλέτα και δεν θα άλλαζαν την δουλειά τους με καμία άλλη. Όπως κι εμείς! Ακόμα καλύτερα, δεν είναι ντίβες, και μόλις νιώσουν πως θα κάνουν μια ενδιαφέρουσα συζήτηση μαζί σου, τα ξεχνάνε όλα και μπορείς να κάτσεις μαζί τους με τις ώρες, συζητώντας τα πάντα περί μοτοσυκλέτας και όχι μόνο. Κι όταν υπάρχει δυσκολία επικοινωνίας, όπως παλιότερα συνέβαινε με τα διστακτικά αγγλικά των Ιαπώνων, επιστρατεύονταν χειρονομίες, χαρτοπετσέτες και μενού εστιατορίων, γινόταν σκαριφήματα στροφάλων επι τόπου, αυτοσχεδιάζονταν ηχητικά ντοκουμέντα που παραδόξως εξηγούσαν επακριβώς τις δυσκολίες μιας ρύθμισης του κινητήρα ή τη διαφορά στον χρονισμό του στροφάλου...

Εντύπωση προκαλεί πολλές φορές η ειλικρίνειά τους,  κάτι που δεν υπαγορεύεται από καμία εταιρική πολιτική, το αντίθετο μάλιστα. Πως αλλιώς να εξηγήσεις τα λόγια υψηλότατου στελέχους της Ducati για το εξαιρετικό (γι’ αυτό που είναι) Diavel; "Μας το ζήτησαν, το φτιάξαμε, τελειώσαμε, δεν θέλουμε να ξανακούσουμε τίποτα γι’ αυτό...", μου είπε κάνοντας μια γκριμάτσα τρελού ξινίσματος. Και σ’ αυτή την περίπτωση, είχαν κάνει πολύ καλά την δουλειά που τους ανέθεσαν, απλά δεν ήταν αυτό που θα ονειρευόντουσαν ποτέ να φτιάξουν. Όταν όμως συμβαίνει αυτό, το καταλαβαίνεις αμέσως, το μάτι τους γυαλίζει, λένε ιστορίες, μπαίνουν σε λεπτομέρειες, μιλάνε με ενθουσιασμό. Όταν όμως φτιάχνουν μια μοτοσυκλέτα μόνο και μόνο γιατί αυτό ζήτησε το τμήμα πωλήσεων, τότε βάζουν την κασέτα και λένε πέντε τυπικές κουβέντες σαν να τους έχεις βάλει αγγαρεία. 

Τόσα χρόνια που ζω τους ανθρώπους των εταιριών όλου του κόσμου, σε ένα συμπέρασμα έχω καταλήξει: Οι μοτοσυκλέτες που έχουν κάτι να πουν, οι μοτοσυκλέτες που γράφουν ιστορία και μένουν στις καρδιές μας, είναι αυτές που φτιάχτηκαν εκφράζοντας τα όνειρα και τις επιθυμίες συγκεκριμένων ανθρώπων μέσα στις εταιρίες, κι όχι αυτές που διαμορφώθηκαν μετά από "έρευνες αγοράς" και "επιθυμίες του κοινού". Όταν το ακούω αυτό σε παρουσίαση, καταλαβαίνω πως η εταιρία δεν είναι ούτε σίγουρη ούτε ενθουσιασμένη με την μοτοσυκλέτα που έφτιαξε, και προσπαθεί να βρει άλλοθι και ψυχολογική στήριξη πίσω από "έρευνες" και "target group", προσπαθώντας να πείσει κι εμάς ενώ δεν έχει πειστεί η ίδια... Οι εταιρίες οφείλουν να πρωτοπορούν και να πρωτοτυπούν, προχωρώντας μπροστά με τον ενθουσιασμό και τις ιδέες τους, είτε πρόκειται για βασικά μεταφορικά μέσα, είτε για την τελευταία λέξη της τεχνολογίας. Η γυαλάδα στο μάτι δεν έχει να κάνει ούτε με κυβικά, ούτε με τιμή. Όταν υπάρχει, το καταλαβαίνεις.

 

Η μοτοσυκλέτα που κοσμεί το εξώφυλλο αυτού του τεύχους, η νέα R1, θα μείνει στην ιστορία και για έναν λόγο άσχετο με την επιτυχία της στους αγώνες ή στις πωλήσεις: Είναι η πρώτη φορά που οι άνθρωποι που εξέλιξαν μια superbike, και μάλιστα Ιαπωνική, παραδέχονται ανοιχτά πως όταν την εξέλισσαν, δεν είχαν καθόλου την χρήση δρόμου στο μυαλό τους. Είναι η πρώτη φορά που, εμμέσως πλην σαφώς, δηλώνουν πως οι σημερινές superbike δεν έχουν καμία δουλειά σε δημόσιους δρόμους, και πως το φυσικό τους περιβάλλον είναι μόνο η πίστα. Προσέξτε όμως, αυτό το δήλωσαν απαντώντας σε δική μας ερώτηση, δεν το έγραψαν στα κείμενα παρουσίασης της μοτοσυκλέτας. Βέβαια, η τόλμη τους δεν έφτασε μέχρι το να μην βάλουν μαρσπιέ συνεπιβάτη, εκτός αν θέλουν να μας πουν πως φαντάζονται trackdays με συνεπιβάτη...

Φυσικά, το ίδιο ισχύει για τις superbike όλων των κατασκευαστών, κι όχι μόνο για της Yamaha. Οι σημερινές superbike έχουν στην ουσία απομακρυνθεί για πάντα από την έννοια "δρόμος", παρά τα ηλεκτρονικά τους που τις κάνουν οδηγήσιμες ακόμα κι εκεί. Σαν να πηγαίνεις με μοτοσυκλέτα MotoGP στο περίπτερο. Θα μπορούσες να το κάνεις, αλλά ούτε το φυσικό της περιβάλλον είναι, ούτε έχει φτιαχτεί γι’ αυτό, ούτε την απολαμβάνεις έτσι. Κάτι σαν να έχεις δίπλα σου την πιο ερωτική γυναίκα του κόσμου, αλλά μόνο για να μαγειρεύει. Και το νόημα χάνεις, και την απόλαυση.

 

Κάτι άλλο που έχει αρχίσει να αλλάζει με τα χρόνια στις αποστολές και τις παρουσιάσεις είναι η επιρροή των φαφλατάδων του marketing και το ανεκδιήγητο politically correct του κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Για να αρχίσω να εξηγούμαι. Κάποτε, στις παρουσιάσεις των μοτοσυκλετών ο κάθε δημοσιογράφος – αναβάτης οδηγούσε πηγαίνοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσε, και κάνοντας για τον φακό ό,τι ταρζανιά νόμιζε πως θα φαινόταν εντυπωσιακή στους αναγνώστες του. Όταν οδηγείς σε πίστα, σε μια δημοσιογραφική παρουσίαση, το σίγουρο είναι πως κάθε εικοσάλεπτο εξελίσσεται σε μίνι GP, με τους ταχύτερους αναβάτες να προσπαθούν... για την πρώτη θέση και τον ταχύτερο γύρο. Οι άνθρωποι των εταιριών, άσχετα αν λίγο πριν έλεγαν διάφορα περί ασφάλειας και προσέχετε και μη χτυπήσει κανένας, μαζεύονται στον τοίχο των pits και παρακολουθούν με ενδιαφέρον τις εξελίξεις. Ειδικά δε αν είναι Ιταλοί, βγάζουν και χρονόμετρα και καταγράφουν χρόνους, ξεχνώντας αμέσως το "εμείς σας είπαμε να μην τρέχετε". Ναι, θα αφήσεις μόνα τους τα παιδάκια μέσα στο παγωτατζίδικο και δεν θα βουτήξουν το δάχτυλο στο παγωτό! Στον δρόμο τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα και σαφώς πιο επικίνδυνα. Κακά τα ψέματα όμως. Αν πηγαίνεις τηρώντας τον ΚΟΚ και τα όρια ταχύτητας, τότε την υπομονή σου δοκιμάζεις, όχι την μοτοσυκλέτα. Ακόμα κι αν βρέχει, όπως αρκετές φορές συμβαίνει, δοκιμή με ΚΟΚ δεν γίνεται. Και δεν μιλάμε για την Ελλάδα, αλλά για χώρες που η τροχαία είναι άτεγκτη και άκαμπτη και άκαρδη, όπως στην Ισπανία όπου γίνεται πλήθος αποστολών για δοκιμές νέων μοντέλων. Έλα όμως που τον δρόμο της Ronda τον έχουμε μάθει καλύτερα από της Πεντέλης; Έλα που δεν μπορείς να βγάλεις πλήρη συμπεράσματα για το μηχανάκι αν δεν πας και αέρα πατέρα; Έρχονται όμως κάποιοι κατασκευαστές και σου λένε, κοίτα να δεις, εσύ μπορεί να ξύνεις και τ’ αφτιά σου, όμως η εικόνα που θέλουμε να βγάλουμε προς τα έξω, προς τους υποψήφιους πελάτες μας έτσι όπως τους φανταζόμαστε, δεν θέλει γόνατα κάτω και αγκώνες να ξύνουν, ούτε σούζες τέτοιες που να προλαβαίνεις ν’ αλλάξεις μπροστινό λάστιχο πριν ξαναπατήσει ο τροχός κάτω... Σας θέλουμε πιο κυριλέ, λιγότερο χαβαλέδες, λιγότερο αλανιάρηδες, κάτι σαν δυσκοίλιοι δικηγόροι να φαίνεστε, κάτι σαν μέλη λέσχης από αυτές που αναβάτης-συνεπιβάτης είναι πάντα ντυμένοι ασορτί.

Αυτό λοιπόν που έχει αλλάξει δεν είναι τόσο το πολιτικώς ορθό της υπόθεσης, η τάχα μου ευπρέπεια και comme il faut, αλλά το ότι τα μαρκετινάκια έχουν το θράσος να θεωρούν την δημοσιογραφική δουλειά μέρος της δικής τους καμπάνιας image making, λες κι είμαστε υπάλληλοί τους που δουλεύουν για το διαφημιστικό σποτάκι.

Κι όλα αυτά, από τους ανθρώπους που λίγο πριν σου είχαν δώσει τα κλειδιά μιας μοτοσυκλέτας με εκατόν εξήντα ίππους τροχό, που στην παρουσιάζουν ως την ταχύτερη και καλυτερότερη στην κατηγορία της, ενώ αμέσως μετά σου ζητάνε να κάνεις τον βουδιστή των δρόμων και να προσέχεις μην σκοτώσεις κανένα μυγάκι με την ζελατίνα του κράνους σου. Δεν είναι παράνοια;

 

 

editorial 521 - το τέλος της τέχνης;

Από το

Μαύρο Σκύλο

26/3/2013

Ή η αρχή μιας άλλης; Μιλάω για την τέχνη της οδήγησης της μοτοσυκλέτας, με την έννοια της συνολικής σχέσης του αναβάτη μαζί της, της ενασχόλησής του με την λειτουργία της και την συντήρησή της. Κάθε πρόοδος της τεχνολογίας φέρνει και αλλαγές σ' αυτή τη σχέση. Από το 1969 που η λέξη "ηλεκτρονική" εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε μοτοσυκλέτα, στο τρικύλινδρο δίχρονο Kawasaki Mach III 500, μπήκαν τα ηλεκτρονικά στην μοτοσυκλετιστική μας ζωή, ενώ σήμερα οι κορυφαίες μοτοσυκλέτες έχουν περισσότερα ηλεκτρονικά συστήματα από ποτέ, κι είμαστε μόνο στην αρχή της εξέλιξης των περισσότερων από αυτά. Και πιο πριν όμως, πριν το 1969, κάθε μικρή πρόοδος άλλαζε κάτι σημαντικό. Σκεφτείτε τους ταπεινούς διακόπτες των ρεζερβουάρ με τις τρεις υπό εξαφάνιση "λέξεις", ΟΝ-ΟFF-RES. Μέχρι να εμφανιστούν, έπρεπε να έχεις συνεχώς το νου σου πότε θα τελειώσει η βενζίνη, να σταματάς, να ανοίγεις την τάπα και να κουνάς τη μηχανή δεξιά αριστερά ώστε να κρίνεις με το μάτι (αν δεις το πλατσούρισμα) και το αφτί (το πως ακουγόταν το πλατσούρισμα) πόσο μακριά μπορείς να πας ακόμα. Με την εμφάνιση του ON-OFF-RES απλά άφηνες το αριστερό σου χέρι από το τιμόνι για να γυρίσεις ρεζέρβα, που από την εμπειρία σου ήξερες για πόσο σου φτάνει. Αργότερα, εμφανίστηκαν οι δείκτες στάθμης καυσίμου, με ένα πρόβλημα: Ήταν πολύ αναξιόπιστοι, καθώς κανένα ρεζερβουάρ μοτοσυκλέτας δεν έχει κανονικό σχήμα, κι έδειχναν γεμάτο-γεμάτο-γεμάτο για πολλά χιλιόμετρα, για να περάσουν όμως στο άδειο-άδειο- έμεινες βλάκα πολύ γρήγορα. Σήμερα έχουμε ψηφιακές μπαρίτσες που αναβοσβήνουν, μετρήσεις μέσης και στιγμιαίας κατανάλωσης, και το πιο χρήσιμο απ' όλα, χιλιόμετρα που σου απομένουν μέχρι να μείνεις.

Για να μην πούμε τι γνώσεις και ενασχόληση απαιτούσαν οι προπολεμικής τεχνολογίας μοτοσυκλέτες, με λεβιεδάκια για την προπορεία της ανάφλεξης, για τον αέρα, παλιότερα και χειροκίνητη λίπανση κινητήρα, ακόμα και φώτα που άναβαν με σπίρτο, ας πιάσουμε το θέμα από την έλευση της ηλεκτρονικής ανάφλεξης. Ξαφνικά, ο αναβάτης δεν χρειαζόταν να ασχοληθεί με το ιδανικό αβάνς για κάθε ταχύτητα κιβωτίου, άνοιγμα γκαζιού και κλίση του οδοστρώματος. Δεν χρειαζόταν καν να υπάρχει μηχανικό αβάνς. Δεν χρειαζόταν πια να ξέρει τι κάνουν οι πλατίνες, να τις καθαρίζει, να τις ρυθμίζει και να τις αλλάζει, να βάζει λάδι στο σφουγγαράκι τους, να βρίσκει πεταμένο στην άκρη του δρόμου χαρτονάκι από Άσσο σκέτο κασετίνα για να ρυθμίζει το διάκενό τους στα 0,4 mm περίπου, να βρίσκει ντουκόχαρτο για να τις πάρει λίγο όταν μπιμπικιάσουν, να ταιριάζει άλλο πυκνωτάκι γιατί σιγά μην παραγγείλει το δικό τους. Ό,τι βρεθεί. Το κεφάλαιο πλατίνες όμως είχε ξεκινήσει την πορεία του προς το τέλος. Η βασική διαφορά των ηλεκτρονικών από τις πλατίνες είναι πως ενώ για τις πλατίνες ο αναβάτης μπορούσε να κάνει κάτι (να τις ρυθμίσει ή να τις αλλάξει στο πλάι του δρόμου και να συνεχίσει, όταν χαλάσει όμως η ηλεκτρονική πρέπει να την πετάξεις και αγοράσεις μια άλλη (και οι πρώτες χαλούσαν, ειδικά οι aftermarket), που δεν έβρισκες πρόχειρη και σε κάθε χωριό της Ελλάδας. Πλατίνες όμως, είχες πολλές πιθανότητες να βρεις, αν δεν κουβαλούσες μαζί σου.

Ήρθαν και εποχές που ο αναβάτης δεν είχε να ρυθμίσει τίποτα. Ούτε αναρτήσεις, ούτε απόδοση κινητήρα, ούτε κάτι άλλο που να είχε σχέση με την συμπεριφορά και τις επιδόσεις της μοτοσυκλέτας. Έτσι είναι, κι ο καθένας ας την οδηγήσει όπως μπορεί. Φυσικά, πάντα κάποιοι μπορούσαν καλύτερα από τους άλλους. Σήμερα, με όλα τα ηλεκτρονικά συστήματα, υπάρχει άραγε εξίσωση των αναβατών, ή παραμένουν οι διαφορές μεταξύ τους; Μια απλουστευμένη λογική λέει πως από την στιγμή που τα ηλεκτρονικά αποφασίζουν τι θα συμβεί, η απόδοση των φρένων για παράδειγμα, θα είναι ίδια για όλους. Πατάς με όλη σου τη δύναμη, το ABS κάνει τη δουλειά του, οι ημιενεργητικές αναρτήσεις την δική τους, σταματάνε όλοι οι αναβάτες στις ίδιες αποστάσεις, αντίστοιχα γλιτώνουν όλοι το ίδιο ένα γλίστρημα χάρη στο traction control, κατεβάζουν όλοι όπως νά 'ναι ταχύτητες αφού έχουν μονόδρομο συμπλέκτη και auto blipper, και κάπως έτσι είναι εύκολο να πιστέψει κανείς πως πάει πια, δεν χρειάζεται να ξέρει κανείς να οδηγεί, τα συστήματα τα κάνουν όλα γι' αυτόν, άντε κι έγιναν όλοι ίδιοι. Μόνο που στην πραγματική ζωή δεν είναι καθόλου έτσι. Είναι αλήθεια πως τα ηλεκτρονικά συστήματα μπορούν να βοηθήσουν κάποιον αναβάτη, άπειρο ή έμπειρο αδιάφορο, να την γλιτώσει κάποια στιγμή. Ο λιγότερο ικανός όμως θα παραμείνει σ' αυτό το επίπεδο, ενώ ο καλύτερος αναβάτης θα αφιερώσει χρόνο και φαιά ουσία για να κατανοήσει πλήρως και εμπειρικά την λειτουργία του κάθε συστήματος. Μετά, έρχεται το επόμενο στάδιο, η πλήρης εκμετάλλευση των νέων δυνατοτήτων που προσφέρει το κάθε καλοσχεδιασμένο σύστημα. Βοηθούν τα ηλεκτρονικά στην εξέλιξη των αναβατών; Σίγουρα ναι. Κανείς αναβάτης δεν μπορούσε ποτέ να οδηγεί με μπλοκαρισμένους τους τροχούς. Το σύνηθες ήταν ένα ξαφνικό μπλοκάρισμα και εξίσου αστραπιαία, επώδυνη πτώση. Αυτό που αλλάζει είναι πως τώρα ο αναβάτης προειδοποιείται για το όριο της πρόσφυσης και του μπλοκαρίσματος, και ρυθμίζει το φρενάρισμά του ανάλογα, πετυχαίνοντας πολύ πιο εύκολα τη μέγιστη επιβράδυνση. Αυτό και μόνο απελευθερώνει ένα κομμάτι από την υπολογιστική ισχύ του εγκεφάλου του, που δεν χρειάζεται πια να ασχολείται με το συγκεκριμένο θέμα, τουλάχιστον όχι τόσο πολύ. Αν προσθέσει κανείς τις αντίστοιχες μειώσεις απαιτήσεων σε υπολογιστική ισχύ και στα θέματα της πρόσφυσης, της απόκρισης – απόδοσης του κινητήρα και της λειτουργίας των αναρτήσεων που άρχισαν πια να προσαρμόζονται στις συνθήκες της κάθε στιγμής, ο αναβάτης έχει πια το περιθώριο να ασχοληθεί την αξιοποίηση όλων αυτών, με τις γραμμές του, με τις εντολές του προς την μοτοσυκλέτα, έτσι όπως ποτέ πριν δεν μπορούσε να κάνει. Γι' αυτό κι ακόμα δεν μπορούμε να ξέρουμε σε ποιο οδηγικό επίπεδο μπορούν να μας φτάσουν. Ακόμα και οι αναβάτες – θεοί των MotoGP μπορεί να αναπολούν τις μέρες χωρίς ηλεκτρονικά "βοηθήματα", τουλάχιστον όσοι έμαθαν αρχικά να τρέχουν χωρίς αυτά, αλλά δεν θα μπορούσαν να πάνε το ίδιο γρήγορα χωρίς αυτά. Και πάλι, μιλάμε για τους καλύτερους του κόσμου, με τις καλύτερες μοτοσυκλέτες, που τρέχουν σε συγκεκριμένες συνθήκες μιας κλειστής πίστας. Στους δρόμους, είναι μια άλλη ιστορία. Για ρωτήστε τους, πόσοι από αυτούς τους υπερ-αναβάτες κυκλοφορούν με μοτοσυκλέτα στο δρόμο; Αν υπάρχει κάποιος, θα είναι η εξαίρεση.

Χρειάζεται να έχει κανείς πρότερη εμπειρία σε "αναλογικές" μοτοσυκλέτες, για να εκτιμήσει τις "ψηφιακές"; Όχι απαραίτητα. Μπορεί να είναι και καλύτερα να μην έχει. Είναι δύσκολο για τους περισσότερους να αποβάλλουν συνήθειες και προκαταλήψεις ετών. Το πραγματικό αποτέλεσμα θα το δούμε στους αναβάτες των επόμενων γενεών, που θα έχουν μάθει να βρίσκουν νέα όρια μόνο πάνω σε νέες μοτοσυκλέτες.

Ο τίτλος αυτού του editorial είναι παραπλανητικός. Η τέχνη δεν τελειώνει, εξελίσσεται. Το ίδιο και οι αναβάτες. Αυτό που αλλάζει μαζί με την τεχνολογία των μοτοσυκλετών είναι το είδος της εμπλοκής του αναβάτη, ποια πράγματα χρειάζεται να σκέφτεται, πότε και πόσο. Η ουσία όμως, παραμένει ίδια. Κατανόηση, εφαρμογή, εξέλιξη. Έτσι κι αλλιώς, η κίνηση μιας μοτοσυκλέτας και στους τρεις άξονες του χώρου (ταυτόχρονα!) και το πλήθος των ερεθισμάτων που δέχεται ο αναβάτης της, απαιτεί πολύ πιο ουσιαστική εμπλοκή απ' ότι ένα αυτοκίνητο. Επιβάλλεται άλλωστε, καθώς οι συνέπειες του κάθε λάθους μπορεί να είναι πολύ χειρότερες. Από τη μια, φοβάμαι πως οι οδηγοί των σύγχρονων αυτοκινήτων μπορεί να γίνονται καλοί χειριστές αλλά σπάνια πραγματικά καλοί οδηγοί, καθώς δεν αποκτούν εμπειρία για την δυναμική συμπεριφορά του αυτοκινήτου όταν πια οι νόμοι της φυσικής ορίζουν την πορεία του. Μερίδιο ευθύνης εδώ, ειδικά στα αυτοκίνητα, έχουν και οι πωλητές, όπως και πολλοί "δημοσιογράφοι", που επιμένουν "αυτό δεν κολλάει πουθενά, τα κάνει όλα μόνο του, πάντα θα σε σώζει". Μια ματιά στις μπαριέρες και τα χαντάκια του δρόμου πάει στο χιονοδρομικό του Παρνασσού, τις μέρες που ο δρόμος είναι χιονισμένος ή και παγωμένος, δίνει μια καλή άποψη: Ειδικά αυτά που υποτίθεται πως είναι άτρωτα, όπως οι μεγάλες ψηλές τζιπούρες, πάνε στου χαντάκ' χωρίς δεύτερη συζήτηση, αν ο οδηγός τους πιστέψει τους ισχυρισμούς πωλητών και εταιριών. Το ίδιο ισχύει και στις μοτοσυκλέτες. Τα συστήματα δεν είναι πανάκεια, απλά σου βγάζουν μερικές σκοτούρες απ' το κεφάλι σου, αφήνοντάς σε να ασχοληθείς με άλλα ζητήματα. Το γεγονός πως η οδήγηση μοτοσυκλέτας απαιτεί το 100% της προσοχής σου, δεν αλλάζει. Αποδεδειγμένα όμως, τα συστήματα αυτά μειώνουν τις συνέπειες μιας λάθος εκτίμησης και μας βοηθούν να πάμε πιο γρήγορα, με περισσότερη ασφάλεια.

Κάθε εξέλιξη φέρνει νέες απαιτήσεις. Όταν το φαίρινγκ της BMW R100RS και τα άλλα full fairing που ακολούθησαν έκαναν εφικτό το πολύωρο ταξίδι μεγάλων ταχυτήτων, έθεσε και μια σειρά νέων, αυξημένων απαιτήσεων σε λάστιχα, αναρτήσεις, φρένα, πλαίσια... Όσο ανέβαιναν οι ιπποδυνάμεις και οι ταχύτητες, ανέβαιναν κι ένα σκαλί οι απαιτήσεις, όχι μόνο για την υπόλοιπη μοτοσυκλέτα, αλλά και για τον αναβάτη της. Όταν δεν υπήρχαν ρυθμίσεις αναρτήσεων, δεν ασχολούνταν κανείς μαζί τους κι όλα καλά, πορευόσουν μ' αυτά που είχες. Βάλε όμως στην εξίσωση τις πλήρως ρυθμιζόμενες αναρτήσεις με hi-low speed συμπίεση, προφορτίσεις, επαναφορές, ύψος πίσω ανάρτησης, σκληρότητες ελατηρίων, ύψος στάθμης λαδιού και διαφορετικό ιξώδες, κι έχεις ένα λαμπρό νέο πεδίο γνώσης και πειραματισμών που οδηγεί και σε καλύτερη κατανόηση της συμπεριφοράς της μοτοσυκλέτας, και σε βελτίωση της συμπεριφοράς της, και σε πιο σκεπτόμενους αναβάτες, και σε πρόοδο των ίδιων των αναρτήσεων.

Φυσικά, το κάθε ηλεκτρονικό σύστημα που είναι προγραμματισμένο να λειτουργεί και να επεμβαίνει με ένα συγκεκριμένο τρόπο, έχει και ένα εγγενές και ουσιώδες μειονέκτημα: Είναι τόσο καλό (ή κακό) όσο του επιτρέπουν οι παράμετροι της λειτουργίας του. Μπορεί οι κατασκευαστές να λένε πως προγραμματίζουν τα συστήματά τους να αντιδρούν όπως θα ήθελε ένας έμπειρος αναβάτης, πιπιλίζοντας παράλληλα την καραμέλα της ασφάλειας, η πραγματικότητα όμως είναι πως στόχος των πωλήσεών τους δεν είναι το μικρό ποσοστό των πραγματικά καλών αναβατών, αλλά η μετριότητα της μάζας, που ελπίζουν να ψήσουν πως η υπερμοτοσυκλέτα τους δεν αποτελεί απειλή, αλλά ευεργέτημα. Πως θα τους ανεβάσει σε οδηγικές απολαύσεις παραδεισένιες, σε μέρη μακρινά κι ονειρεμένα, πως θα τους κάνει καλύτερους απ' ότι είναι. Μόνο που αυτό δεν γίνεται. Κανείς προγραμματιστής δεν μπορεί να προβλέψει τις καταστάσεις που θα προκύψουν στην πραγματική ζωή, το ίδιο όπως κανείς κατασκευαστής κράνους δεν μπορεί να προβλέψει όλους τους πιθανούς τρόπους και τόπους πρόσκρουσης του ξερού μας κεφαλιού που θα φοράει το κράνος. Η ασφάλεια όμως είναι το μεγάλο εμπόρευμα των ημερών μας, κι αυτό μας πουλάνε όλοι. Η αλήθεια είναι πως με ηλεκτρονικά ή χωρίς, η μοτοσυκλέτα παραμένει υπέροχα επικίνδυνη, και γι' αυτό την αγαπάμε. Φαίνεται πως μας χρειάζεται να νιώθουμε πως για μια ακόμη μέρα, για μια ακόμη βόλτα, τα καταφέραμε με την αξία μας απέναντι στους κινδύνους. Με βοηθήματα ή χωρίς. Κι αν μια μέρα βγει το απόλυτα ασφαλές μοντέλο που με τίποτα δεν θα σε αφήσει να κινδυνεύσεις, 1) Δεν θα είναι μοτοσυκλέτα, και 2) Δεν θα έχει ενδιαφέρον.