Editorial 544 - Τεχνητή νοημοσύνη. Την θέλουμε;

Για όλα φταίει η Formula 1. Από κει ξεκίνησε η εφαρμογή των ηλεκτρονικών βοηθημάτων...
ASIMO_Robot
Από το

motomag

1/3/2015

Για όλα φταίει η Formula 1. Από κει ξεκίνησε η εφαρμογή των ηλεκτρονικών βοηθημάτων, για να περάσει στο MotoGP, πάντα στην αναζήτηση του ταχύτερου γύρου, της νίκης και του πρωταθλήματος. Ήταν μια ακόμα τεχνολογική μεταφορά από τα αυτοκίνητα στις μοτοσυκλέτες, καθώς είναι σαφώς μικρότερος ο αριθμός των καινοτομιών που πέρασαν από τις μοτοσυκλέτες στα αυτοκίνητα αντί για το αντίστροφο. Μπορεί να μην μας αρέσει, αλλά έτσι είναι. Και γιατί λέω "φταίει"; Ακούγεται σαν να μην θέλουμε να υπάρχουν ηλεκτρονικά βοηθήματα, κάτι που δεν ισχύει. Βρισκόμαστε όμως σε ένα σημείο-καμπή, όπως πολύ καλά εκφράζεται από τις δύο κορυφαίες μοτοσυκλέτες που κοσμούν το εξώφυλλο αυτού του τεύχους. Ο Μπάμπης το έθεσε πολύ καλά στο κείμενό του για το νέο Panigale 1299: "Βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα εποχή. Τώρα έχουμε τον ζουρλομανδύα των ηλεκτρονικών συστημάτων, που μας επιτρέπει να κρατάμε αυτό το παρανοϊκό δικύλινδρο τέρας σε καταστολή. Είναι μια εντελώς νέα προσέγγιση στον τρόπο που σχεδιάζονται οι μοτοσυκλέτες επιδόσεων." Κι αυτή δεν είναι μόνο η άποψη των κοινών θνητών. Ακόμα και κάποιος Rossi, δήλωσε ότι "με τις καινούριες superbike χρειάζεσαι απαραιτήτως τα ηλεκτρονικά για να τις οδηγήσεις στα όριά τους", και το εννοεί. Το ίδιο ισχύει και για το 1290 Super Adventure, που σαφώς είναι μια μοτοσυκλέτα επιδόσεων, ντυμένη με ρούχα παντός δρόμου. Κι αυτό έχει σχεδιαστεί εξ αρχής παρέα με τα ηλεκτρονικά του, έτσι ώστε να μπορεί να οδηγηθεί από όλους.

Το μεγάλο πρόβλημα των μηχανολόγων που εξελίσσουν τις νέες μοτοσυκλέτες επιδόσεων είναι πως σε αντίθεση με τα αυτοκίνητα, υπάρχει αναβάτης που κινείται. Στα αυτοκίνητα, οι μικρές κινήσεις των χεριών και των ποδιών του οδηγού αρκούν για να τα κατευθύνουν, ενώ στην μοτοσυκλέτα ο αναβάτης αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό ποσοστό της συνολικής μάζας κι επιπλέον, κουνιέται και κρεμιέται πέρα δώθε, επηρεάζοντας καθοριστικά την συμπεριφορά της. Με "πακτωμένο" αναβάτη, οι μοτοσυκλέτες θα σχεδιάζονταν πολύ διαφορετικά. Αλλά αυτό δεν είναι δυνατόν να γίνει, γιατί οι μοτοσυκλέτες έχουν άλλη μια κακή συνήθεια: Γέρνουν για να στρίψουν. Έτσι έκαναν πάντα, μπορεί να σκεφτεί κανείς, και τι προσπαθείς να μας πεις, πως μετά από ένα και βάλε αιώνα εξέλιξης, οι κατασκευαστές δεν έχουν μάθει πως να τις φτιάχνουν; Η απάντηση είναι πως όχι, δεν υπάρχει στάνταρ συνταγή. Κάθε φορά που σε έναν τομέα υπάρχει σημαντική πρόοδος, ο τρόπος της σχεδίασης αλλάζει. Κι αφού μιλάμε για ηλεκτρονικά, τώρα που αρχίζει η γενικευμένη χρήση τους, αλλάζουν και τα κριτήρια σχεδίασης της υπόλοιπης, εκτός των ηλεκτρονικών, μοτοσυκλέτας.     

Ο Atsuyuki Kobayashi είναι μηχανολόγος εξέλιξης ηλεκτρονικών στο HRC της Honda, κι έχει έναν ενδιαφέροντα παραλληλισμό να μας δώσει: "Τα ηλεκτρονικά στις μοτοσυκλέτες είναι το αντίστοιχο του ανθρώπινου εγκεφάλου και του νευρικού συστήματος". Για να εξελίξει Honda τα ηλεκτρονικά των RC-V, στηρίχθηκε αρχικά στην εμπειρία της από την F1, φέρνοντας στο ΗRC τον Tetsuhiro Kuwata,  αμέσως μόλις η Honda σταμάτησε την συμμετοχή της στην F1. "Είχα πολλή εμπειρία στα ηλεκτρονικά της F1, αλλά όταν προσπαθήσαμε να τα προσαρμόσουμε στις μοτοσυκλέτες, πραγματικά ένιωθα πως άρχιζα ξανά από το μηδέν. Το πιο σημαντικό στην μοτοσυκλέτα είναι να κατανοήσεις τι θέλει να κάνει ο αναβάτης, πως θα φρενάρει, πως θα μπει σε μια στροφή, πως θα επιταχύνει, τα πάντα, και μετά να προσπαθήσεις να ελέγξεις την παροχή ισχύος. Αν η μοτοσυκλέτα καταλάβει λάθος και δεν αντιληφθεί τις προθέσεις του αναβάτη, οι συνέπειες θα είναι μάλλον δυσάρεστες. Αυτό που κάνει όλη την διαφορά είναι πως η μοτοσυκλέτα πλαγιάζει. Με την κλίση που παίρνει μεταβάλλεται ουσιαστικά η περίμετρος του ελαστικού, αφού αλλάζει το σημείο επαφής του με το δρόμο. Κι αυτό γίνεται με την μετατόπιση του σώματος του αναβάτη, που στις αγωνιστικές αντιπροσωπεύει το μισό τους βάρος. Γι’ αυτό το λόγο, δεν έχει νόημα να μιλάμε για έλεγχο των κινήσεων της μοτοσυκλέτας. Είναι κάτι παραπάνω από πολύπλοκο. Το πρόβλημα του τι είναι εφικτό και τι όχι, στην αρχή με έπνιξε τελείως... Βλέπετε, όταν ο αναβάτης μετατοπίζει το σώμα του ή δίνει μια εντολή με το γκάζι ή τα φρένα, βασίζεται στον τρόπο που η μοτοσυκλέτα αντιδρά στις κινήσεις του. Αν το αποτέλεσμά τους διαφέρει έστω και ελάχιστα από τις προθέσεις του, δεν θα μπορεί να πιέσει την μοτοσυκλέτα στα όριά της. Η υποκρισία δεν έχει θέση στην οδήγηση μιας μοτοσυκλέτας."

Κάπως έτσι, οι μηχανολόγοι εξέλιξης κατάλαβαν πως δεν έχει νόημα να προσπαθούν να αναλύσουν και να ελέγξουν τις κινήσεις της μοτοσυκλέτας, και πως αυτό που θα έπρεπε να κάνουν ήταν να αναλύσουν τον αναβάτη και τις κινήσεις του. Πρόκειται για ένα τεράστιο νοητικό άλμα, που κάποιος έπρεπε να το κάνει. Αντί για τα σίδερα, το βάρος πέφτει στον άνθρωπο. Τι σκέφτεται όταν οδηγεί; Τι κάνει για να πάει λίγο πιο γρήγορα; Τι προσπαθεί να κάνει αλλά δεν του βγαίνει; Ο νέος στόχος είναι η κατανόηση του αναβάτη, και με βάση αυτά που μαθαίνουν σχεδιάζονται οι μοτοσυκλέτες και εξελίσσονται τα ηλεκτρονικά. Όπως λέει ο Tetsuhiro Kuwata, "...όσο πιο κοντά φτάνουμε στην κατανόηση του αναβάτη, τόσο καλύτερα μπορούμε να εξελίξουμε τα ηλεκτρονικά για να κάνουμε την δουλειά του πιο εύκολη και όχι τόσο αγχωτική. Φυσικά, ανακαλύπτουμε πως έχουμε πολύ μακρύ δρόμο μπροστά μας, αφού στην ουσία προσπαθούμε να κατανοήσουμε τις διαδικασίες πίσω από την ανθρώπινη σκέψη και τις ενέργειες που γίνονται με βάση αυτή τη σκέψη. Πρόκειται για κάτι απίστευτα πιο πολύπλοκο από τη μελέτη και ανάλυση των λειτουργιών μιας μηχανής."

Τα ηλεκτρονικά προς το παρόν χρησιμοποιούνται ως απάντηση στο ερώτημα "Πως θα συνεχίσουμε να εξελίσσουμε τις μοτοσυκλέτες πολύ πέρα από τις δυνατότητες των καθημερινών αναβατών;", που αφορά το κομμάτι που βγάζει χρήματα για τις εταιρίες πουλώντας μοτοσυκλέτες, αντί για το κομμάτι που ξοδεύει χρήματα για να πάει όλο και πιο γρήγορα, τους αγώνες δηλαδή. Στην ουσία, το θέμα που έχουν να αντιμετωπίσουν οι κατασκευαστές είναι το πως θα φτιάξουν μια μοτοσυκλέτα που θα αντιδρά όχι σαν άνθρωπος, αλλά καλύτερα από άνθρωπο. Είναι ουτοπικό να περιμένουν από την συντριπτική πλειοψηφία των αναβατών που αγοράζουν μοτοσυκλέτες να έχουν τις εξαιρετικές ικανότητες που απαιτούνται για να πάνε γρήγορα με 205 ίππους για 190 κιλά στην άσφαλτο, ή με 160 για 250 κιλά στα γαρμπίλια και τις λάσπες. Καθώς δεν θέλουν να κατηγορηθούν και για ηθική αυτουργία σε γενοκτονία αναβατών, η προσπάθειά τους είναι να φτιάξουν στις μοτοσυκλέτες ένα νευρικό σύστημα καλύτερο από του αναβάτη. Ανάλογα με τα χρόνια που το δουλεύουν, η εξέλιξή του φαίνεται ταχύτερη από την εξέλιξη του ανθρώπινου νευρικού συστήματος. Μετά σκέφτεσαι όμως πως ακόμα είναι πάρα πολλά αυτά που δεν ξέρουμε για την λειτουργία του ανθρώπινου εγκεφάλου και του δικού μας νευρικού συστήματος, οπότε δεν μπορούμε να κάνουμε και τέτοιες συγκρίσεις. Η μεγαλύτερη πρόοδος που έγινε στα ηλεκτρονικά των μοτοσυκλετών είναι πως καταλαβαίνουν την θέση τους στο χώρο, εν κινήσει. Κάτι σαν ένα μωρό που μόλις έχει μάθει να ισορροπεί και να περπατάει. Τεράστιο επίτευγμα από μόνο του. Αυτή η πρόοδος έγινε δυνατή χάρη σε γυροσκοπικούς αισθητήρες και επιταχυνσιόμετρα, που καταγράφουν την κίνηση της μοτοσυκλέτας (125 φορές το δευτερόλεπτο στην περίπτωση των αισθητήρων του νέου YZF-R1) και στους τρεις άξονες, οπότε η ηλεκτρονική γνωρίζει πια και το "προς τα που", και το "πως", και το "πόσο". Ήδη, τα οφέλη είναι απτά. Το ABS δουλεύει αποτελεσματικά και υπό κλίση, τα γλιστρήματα εξ αιτίας του υπερβολικού ανοίγματος του γκαζιού μέσα στη στροφή ελέγχονται, οι σούζες το ίδιο, για να μην πούμε και για τα αυτονόητα πια, το πόσο θα σπινάρει (αν το αντίστοιχο mode το επιτρέπει). Σχεδόν κάθε μια από τις δυνητικά επικίνδυνες καταστάσεις που θα μπορούσε να βρεθεί μια μοτοσυκλέτα λόγω των εντολών του αναβάτη της, ελέγχεται, περιορίζεται ή και εξαλείφεται από την ίδια την μοτοσυκλέτα. Κι όλα αυτά τα μαγικά, το ξαναλέμε, ενώ τα ηλεκτρονικά βρίσκονται ακόμα σε βρεφικό στάδιο, αντίστοιχο με αυτό που βρέθηκαν οι κινητήρες όταν κατάφεραν να ρυθμίζουν μόνοι τους το αβάνς τους...

Μέρος αυτής της τεχνολογίας ήρθε από τα ρομπότ που καταφέρνουν να περπατούν, να τρέχουν ή να πηδάνε στον αέρα και σε κάθε είδους έδαφος, διατηρώντας την ισορροπία τους μέσω της αντίληψης της στάσης τους και φυσικά, των κατάλληλων από κει και πέρα αντιδράσεών τους. Υπάρχουν τέτοια τετράποδα ρομπότ στην Αμερική, που στην τρίτη πια γενιά τους η φυσικότητα της κίνησής τους είναι ανατριχιαστική: Πρόσφατα είδα ένα video όπου ένας άνθρωπος κλωσάει με όλη του την δύναμη ένα τέτοιο τετράποδο, κι αυτό για να ισορροπήσει αντιδρά με κινήσεις σχεδόν ίδιες με οποιουδήποτε τετράποδου ζώου. Να μια ευκαιρία: Αντίστοιχα, τι αντιδράσεις θα έπρεπε να έχει μια μοτοσυκλέτα όταν την χτυπάει ένα αυτοκίνητο; Ή όταν κοντεύει να την χτυπήσει; Οι εταιρίες να πάρουν την άσκηση για να την λύσουν στο σπίτι. Η Honda, από την άλλη, είχε ήδη ένα δίποδο που μπορεί να τα κάνει όλα αυτά, να περπατάει, να τρέχει, να ανεβαίνει σκάλες, να ισορροπεί σαν άνθρωπος: Το ρομπότ Asimo. Η τεχνολογία χάρη στην οποία ισορροπεί χρησιμοποιείται σήμερα στις μοτοσυκλέτες MotoGP της Ηοnda.      

Έτσι, χάρη στα εξελιγμένα ηλεκτρονικά που δεν αφήνουν την μοτοσυκλέτα να βγει "εκτός ελέγχου", μπορεί να αλλάξει η σχεδίαση του πλαισίου, και δεν εννοώ την εμφάνισή του αλλά τα χαρακτηριστικά ελαστικότητας που έχει. Στις μοτοσυκλέτες με ανάλογα συστήματα, ακόμα και στις MotoGP, τα πλαίσια μπορούν να γίνουν πιο μαλακά στον εγκάρσιο κυρίως άξονα, έτσι ώστε να συμπεριφέρονται καλύτερα και να στρίβουν καλύτερα, δίνοντας και μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση στον αναβάτη αφού είναι ευκολότερο να καταλάβει τα όρια πρόσφυσης των ελαστικών. Με τα πολύ άκαμπτα πλαίσια, το πρόβλημα ήταν πως σε μεγάλες κλίσεις όπου οι αναρτήσεις ελάχιστη συνεισφορά έχουν, δεν υπήρχε πια μέσο απόσβεσης των δυνάμεων που αναπτύσσονται στη στροφή. Με την πρόοδο των ηλεκτρονικών όμως, ο περίφημος "μεντεσές στη μέση" επανέρχεται (έτσι κοροϊδεύαμε παλιά τα πολύ ελαστικά πλαίσια, που έκαναν την μοτοσυκλέτα να μοιάζει σαν να είχε μεντεσέ στη μέση κι αλλού να πηγαίνει το μπρος, κι αλλού το πίσω...). Οι ταχύτερες μοτοσυκλέτες του κόσμου λοιπόν, αποκτούν και πάλι τον μεντεσέ τους, αφού εξέλιξαν τα ηλεκτρονικά τους. Το πλήθος των δεδομένων που συλλέγεται από τους αγώνες είναι συγκλονιστικό. Το HRC δηλώνει πως για να στείλει πίσω στην Ιαπωνία τα δεδομένα που έχουν καταγραφεί κατά τη διάρκεια του κάθε αγώνα, απαιτούνται πέντε έως έξι ώρες, με γρήγορη σύνδεση φυσικά...

Σε ότι αφορά τους αγώνες, πολλοί κορυφαίοι αναβάτες δηλώνουν πως θα ήθελαν λιγότερα έως καθόλου ηλεκτρονικά, και ακόμα περισσότερο γκάζι, κι έχουν δίκιο: Το θέαμα θα ήταν συγκλονιστικό, με τα μηχανάκια να γλιστράνε συνέχεια, να σπινάρουν και να σουζάρουν παντού και πάντα. Οι χρόνοι όμως θα πήγαιναν περίπατο, οι μοτοσυκλέτες θα ήταν σαφώς πιο αργές. Και για τους καθημερινούς αναβάτες, στο δρόμο, η αλήθεια είναι πως τα νέα ηλεκτρονικά "προφυλακτικά" έχουν περάσει πια στο στάδιο που σε βοηθούν να πας πιο γρήγορα και να επιβιώσεις. Κι αυτό ισχύει: Χωρίς τα ηλεκτρονικά θα πηγαίναμε πιο αργά. Προκύπτουν ερωτήματα όμως: Οι νέες γενιές αναβατών θα μάθουν να οδηγούν ηλεκτρονικά υποβοηθούμενες μοτοσυκλέτες. Τι θα γίνει όταν ανέβουν σε κάποια που δεν έχει; Κι αν τα ηλεκτρονικά που βρίσκονται αυτή τη στιγμή σε ένα χαμηλό επίπεδο έχουν τόσο εντυπωσιακά αποτελέσματα, καθώς ήδη ξέρουν καλύτερα από τον αναβάτη τι συμβαίνει, τι θα γίνει όταν εξελιχθούν κι άλλο; Τεχνητή νοημοσύνη; Που είναι το όριο; Δεχόμαστε να έχουν οι ίδιες οι μοτοσυκλέτες μεγαλύτερο ποσοστό ελέγχου απ’ ότι ο αναβάτης τους; Το ζήτημα δεν είναι μηχανολογικό ή ηλεκτρονικό, είναι ηθικό και φιλοσοφικό. Ποιος όμως θα βάλει τους κανόνες; Να ένας, όπως τον έχει διατυπώσει ο Wayne Rainey: "Ο αναβάτης πρέπει πάντα να έχει το πάνω χέρι σε σχέση με την μοτοσυκλέτα. Εκείνος θα πρέπει να της λέει τι να κάνει, αντί να αντιδρά σ’ αυτό που ξέρει πως θα κάνει."

editorial τ.531 - άνθρωποι και μοτοσυκλέτες

Από το

Μαύρο Σκύλο

31/1/2014

Zήσαμε την άνοδο και την κορύφωση της μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα, τώρα ζούμε την παρακμή της. Κι όχι μόνο σε απόλυτους αριθμούς. Το 2007, όταν οι συνολικές πωλήσεις δικύκλων πλησίαζαν τις μαγικές 100.000 μονάδες, οι μοτοσυκλέτες ήταν το 23% της αγοράς, με το υπόλοιπο 70% να είναι παπιά και σκούτερ. Σήμερα έχουμε φτάσει σε άλλα ποσοστά: Τα σκούτερ σήμερα αντιπροσωπεύουν το 60% της αγοράς, τα παπιά 30% και οι μοτοσυκλέτες έχουν κάτω από 10%. Κι αυτά τα ποσοστά δεν αντιπροσωπεύουν το τζίρο σε χρήματα, αφού τις καλές χρονιές οι μοτοσυκλέτες που πωλούνταν ήταν σαφώς μεγαλύτερες και ακριβότερες απ' ότι σήμερα. Σε επίπεδο πωλήσεων μοτοσυκλετών, έχουμε γυρίσει πίσω στα επίπεδα των αρχών της δεκαετίας του '90. Τότε όμως κανείς δεν μιλούσε για κρίση, με βάση τις πωλήσεις μοτοσυκλετών. Η αγορά, οι αντιπροσωπείες και τα καταστήματα, ήταν λίγο πολύ σεταρισμένα για τις πωλήσεις της εποχής. Αυτό που κάνει τις σημερινές πωλήσεις να φαίνονται απελπιστικά λίγες, είναι πως η αγορά τις εποχές της αφθονίας γιγαντώθηκε, κι ο αριθμός των καταστημάτων πολλαπλασιάστηκε. Ανάλογα, κι ακόμα πιο γιγαντωμένα, ήταν τα φαινόμενα στο χώρο του αυτοκινήτου, όπου κάθε κωμόπολη απέκτησε γιγαντιαίες κάθετες μονάδες, που δεν έμελλε να ζήσουν πολύ. Όταν τα πράγματα δυσκόλεψαν, οι αντιπροσωπείες άρχισαν να συρρικνώνονται, και πραγματικά, πολλές από αυτές δεν είναι παρά φαντάσματα του παλιού τους εαυτού. Η επιβίωση είναι ο πρώτος και τελευταίος στόχος. Και λογικά. Εκεί που δεν είμαι σίγουρος πως γίνονται οι σωστές κινήσεις, είναι στις μεθόδους με τις οποίες η κάθε αντιπροσωπεία υπολογίζει πως θα επιβιώσει. Δυστυχώς, υπάρχουν κάποιες αντιπροσωπείες που έχουν ξεγράψει λίγο-πολύ τις μοτοσυκλέτες, κι έχουν απολύσει όσα στελέχη τους ήξεραν από μοτοσυκλέτες. Μπορεί κάποιοι να πιστεύουν πως δεν χρειάζεται να έχεις γνώσεις για μοτοσυκλέτες για να πουλήσεις σκούτερ και παπιά, μπορεί και να πιστεύουν πως οι δύο χώροι (μοτοσυκλετών και σκούτερ – παπιών) δεν συνδέονται μεταξύ τους, πως η αγορά μπορεί να ζήσει και χωρίς τις μοτοσυκλέτες. Μάλλον όμως κάνουν λάθος. Είναι αδύνατον να γνωρίζουμε ακριβή ποσοστά, αλλά είναι σίγουρο πως πάρα πολλοί από αυτούς που αγοράζουν σκούτερ και παπιά είναι μοτοσυκλετιστές που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν μοτοσυκλέτα, ή να έχουν και μοτοσυκλέτα και κάποιο σκούτερ, όπως παλιά.

Με ενοχλεί αφάνταστα όταν τα σκούτερ και τα παπιά αντιμετωπίζονται ως απρόσωπα εμπορεύματα, απογυμνωμένα και απομακρυσμένα από όλη την κουλτούρα του μοτοσυκλετισμού. Ακόμα περισσότερο με πικραίνει όταν και οι μοτοσυκλέτες αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο, όταν επικρατεί η νοοτροπία του «εμπορεύματα είναι κι αυτά, αρκεί ένας τυχαίος πωλητής χωρίς καμία εξειδικευμένη γνώση για να τα πουλήσει». Είναι κλασικό πια το επιχείρημα: Οι μοτοσυκλέτες δεν είναι πλυντήρια. Σπάνια έχουμε περισσότερες απαιτήσεις από ένα πλυντήριο, εκτός από το να κάνει την δουλειά του χωρίς να μας απασχολεί. Οι μοτοσυκλέτες όμως έχουν κάτι πολύ παραπάνω από μια λευκή συσκευή: Γίνονται μέρος της ζωής μας με ένα τρόπο που κανένα άλλο αγαθό δεν μπορεί να πετύχει, και σίγουρα κανένα άλλο μηχανοκίνητο όχημα. Για την δημιουργία κάθε μοτοσυκλέτας, έχουν δουλέψει άνθρωποι που διαθέτουν παρόμοια τρέλα με την δική μας, που απολαμβάνουν τα ίδια πράγματα, που έχουν πονέσει κι αυτοί από πτώσεις, που έχουν απογοητευτεί από τις όποιες δυσκολίες κι έχουν χαρεί από τις επιτυχίες, όπως κι εμείς. Στο δικό μου μυαλό είναι ξεκάθαρο: Τέτοιοι άνθρωποι χρειάζονται, από εκείνους που κάνουν την αρχική σύλληψη και εξέλιξη ενός μοντέλου, μέχρι εκείνους που μας παραδίδουν τα κλειδιά όταν την αγοράζουμε από το κατάστημα, μέχρι εκείνους που θα μας την κάνουν service μετά κι εκείνους που θα μας πουλήσουν ανταλλακτικά και αξεσουάρ. Δυστυχώς, ένα γενικευμένο πια φαινόμενο είναι να απολύονται «οι παλιοί που ξέρουν», γιατί είναι υψηλότερα αμειβόμενοι, και να αντικαθίστανται (;) από όσο πιο χαμηλά αμειβόμενους γίνεται, με την ελπίδα πως θα κάνουν την ίδια δουλειά. Τέτοιο αυτο-παραμύθιασμα; Βγάζεις τον τετρακύλινδρο κινητήρα ενός superbike και τον αντικαθιστάς με έναν no name αλυσοπρίονου προελεύσεως βαθιάς Κίνας, και περιμένεις να έχει τις ίδιες επιδόσεις; Κι όχι μόνο, αλλά να τρέξουν και οι αγοραστές να δώσουν προκαταβολές για να το αγοράσουν;

Κι οι άνθρωποι που πραγματικά ξέρουν δεν είναι αυτοί που μόλις πήραν ένα πτυχίο, αλλά αυτοί που έχουν την εξειδικευμένη εμπειρία και τις ικανότητες που δεν αποκτώνται παρά μόνο με την πολυετή ενασχόληση με το προσωπικό τους όνειρο. Με αφορμή το Fireblade SP, ήρθαν στο μυαλό μου δύο τέτοιοι άνθρωποι που σχετίζονται μαζί του, ο Tadao Baba και ο Dave Hancock, που η επαγγελματική πορεία τους δείχνει ξεκάθαρα πόσο πολύτιμοι είναι οι αντίστοιχοι άνθρωποι, όταν η εταιρία στην οποία εργάζονται τους αξιοποιεί κατάλληλα. Κανείς από τους δυό τους δεν είχε τα τυπικά προσόντα που θεωρητικά θα απαιτούσαν οι θέσεις που είχαν αργότερα. Ο Tadao Baba, πατέρας του Fireblade, είναι 68 ετών σήμερα. Όταν ήταν 14, αγόρασε ένα παπί, και το όνειρό του ήταν να γίνει εργοστασιακός αναβάτης της Honda. Στα 18 του, ξεκίνησε να εργάζεται στο μηχανουργείο του εργοστασίου της Honda στην Saitama, φτιάχνοντας κάρτερ και κεφαλές για τα CB72 και CB77. Τρία χρόνια αργότερα, τον έκαναν αναβάτη δοκιμών στο τμήμα R&D γιατί ήταν καλός αναβάτης, κι έφτασε μάλιστα να κερδίσει το εθνικό πρωτάθλημα στα 125, το 1970. Οι επιτυχίες του στους αγώνες έγιναν αφορμή να τον προσέξει ο Soichiro Honda, κι αναγνωρίζοντας στον Baba το αντισυμβατικό πνεύμα που χαρακτήριζε και τον ίδιο, όχι μόνο έγιναν φίλοι, αλλά όταν είδε πως η κατανόησή του για τις μοτοσυκλέτες και τον τρόπο που εξελίσσονται ήταν αυτή που ήθελε για την εταιρία του, του ανέθεσε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των μελλοντικών μοτοσυκλετών της Honda, γράφοντας στα παλιά του παπούτσια την έλλειψη πτυχίων και τίτλων. Αν και ο Baba ήταν υπεύθυνος για την εξέλιξη πολλών μοτοσυκλετών δρόμου αλλά και εκτός δρόμου της Honda, εμείς τον γνωρίζουμε περισσότερο ως πατέρα των Fireblade, και ειδικά του επαναστατικού πρώτου. Το '87 του ζητήθηκε να αναλάβει εξ ολοκλήρου την ευθύνη για την εξέλιξη του νέου superbike της Honda, στην θέση του Yoichi Oguma, που έγινε πρόεδρος του HRC. Aυτό δείχνει πόσο τον εκτιμούσαν στην Ηοnda, αλλά και πόσο σημαντικό θεωρούσαν αυτό το project. Ο Baba ήταν αγχωμένος φυσικά, αλλά από την άλλη ήταν και στο στοιχείο του: «Τρελαίνομαι να οδηγώ σπορ μοτοσυκλέτες, να έχω αυτό το συναίσθημα ικανοποίησης όταν καταφέρνω να τις ελέγχω όπως θέλω. Στόχος μου ήταν να δημιουργήσω μια μοτοσυκλέτα εύκολη στην οδήγηση, που να περιγράφεται από τις λέξεις «Total Control», την ιδανική μου superbike». Αρχικά, δεν ήταν σίγουροι ούτε για τον κυβισμό, αλλά ο Baba ήθελε χαμηλό βάρος, κι έθεσε ως στόχο τα 190 κιλά, που για τότε ήταν πολύ λίγα. Αρνήθηκε να συμβιβαστεί και να βαρύνει την μοτοσυκλέτα του, απαιτώντας να ξανασχεδιαστούν τα πάντα, ακόμα κι αρνούμενος να συζητήσει περί upside down πιρουνιού, αφού ήταν πιο βαριά. Το συμβατικό πιρούνι που εξέλιξε για το Fireblade δεν έμοιαζε με κανένα άλλο. Παρτά το ότι ήταν εμπειρικός μηχανολόγος και όχι σπουδαγμένος, το CBR900RR ήταν η πρώτη Honda που σχεδιάστηκε με τεχνολογία CAD και την θεωρία της συγκέντρωσης της μάζας κοντά στο κέντρο βάρους, βάζοντας τις βάσεις για όλες τις superbike που ακολούθησαν. Λιγότερο από δύο χρόνια μετά, ο Tadao Baba στάθηκε μπροστά στους αναβάτες εξέλιξης της Ηοnda, που ήταν έτοιμοι να οδηγήσουν τα πρωτότυπα στην πίστα της Suzuka, και τους είπε: «Κύριοι, σήμερα θα οδηγήσετε μια επαναστατική μοτοσυκλέτα». Και η συνέχεια της ιστορίας τον δικαίωσε.

Ανάμεσα σε αυτούς τους αναβάτες δοκιμών ήταν και ο Βρετανός Dave Hancock, που μόλις πριν δυό μέρες είχε αναλάβει τέτοιο ρόλο. Πως έφτασε ως εκεί; Οδηγούσε από 8 ετών. Παράτησε το σχολείο στα 16, για να γίνει μηχανικός μοτοσυκλετών, και στα 20 έτρεχε αγώνες ταχύτητας με ένα Yamaha TR3. Kατάλαβε όμως πως ήταν καλύτερος μηχανικός απ' ότι αναβάτης που θα έπαιρνε πρωταθλήματα, και κατάφερε να γίνει μηχανικός του Steve "Stavros" Parrish, team mate του Barry Sheene. Aργότερα, έφτιαχνε τους αγωνιστικούς κινητήρες για τον Kenny Roberts, κι όταν τελείωσε την καριέρα του ως μηχανικού, δοκίμασε να γίνει πωλητής μοτοσυκλετών, αλλά όπως λέει «δεν ήμουν και πολύ καλός, οπότε με έκαναν διευθυντή». Στην Ηοnda πήγε το 1987, και το 1989 έγινε, μετά από μια συνέντευξη που ο ίδιος θεώρησε πως δεν πήγε καλά, διευθυντής πωλήσεων για την Honda UK. Mέχρι τότε, οι αναβάτες εξέλιξης της Honda ήταν ιάπωνες, που δεν έκαναν και έντονη κριτική στις μοτοσυκλέτες που δοκίμαζαν, για να μην... στεναχωρήσουν τους υπεύθυνους εξέλιξης. Το R&D της Honda όμως ήθελε να το αλλάξει αυτό, και ρώτησαν τον Hancock αν μπορούσε να οδηγήσει γρήγορα. Φυσικά, τους απάντησε ο πρώην αγωνιζόμενος μια Πέμπτη. Πολύ ωραία, του απάντησαν, την Δευτέρα το πρωί να είσαι στην Suzuka! Ακόμη δεν ήξερε τι θα οδηγούσε, αλλά όταν έφτασε εκεί και άκουσε τις δηλώσεις του Tadao Baba, βρήκε μπροστά του δύο πρωτότυπα, ένα 750 κι ένα 900 κυβικών. Παρέα με αυτά, είχαν GSX-R1100 και FZR1000. To Fireblade είχε σχεδιαστεί αρχικά ως 750, και για να βάλουν τον κινητήρα των 900 κυβικών έκοψαν κι έραψαν το πλαίσιο, κάτι που έκανε την αρχική γεωμετρία να πάει περίπατο. «Δεν έστριβε με τίποτα, έχανε το μπροστινό στο τελευταίο σικαίην της Suzuka. Kάπως έτσι καταλήξαμε με εμπρός ζάντα 16 ιντσών αλλά με προφίλ ελαστικού που του έδινε την συνολική διάμετρο ενός τροχού 17 ιντσών... Πάντα ισχυριζόμασταν πως το είχαμε ειδικά σχεδιάσει, αλλά η αλήθεια είναι πως το κάναμε για να διορθώσουμε την λάθος γεωμετρία», εξηγεί ο Hancock. Έτσι, από γενικός διευθυντής πωλήσεων έγινε αναβάτης εξέλιξης, κι όχι μόνο έχει εξελίξει όλα τα Fireblade μέχρι το SP, αλλά διαθέτοντας την σπάνια ικανότητα να αντιλαμβάνεται τι πάει στραβά με μια μοτοσυκλέτα και να προτείνει ταυτόχρονα λύσεις, σύντομα ο ρόλος του αναβαθμίστηκε. Λίγο πριν την παρουσίαση του ST1300 Paneuropean, προειδοποίησε πως η μοτοσυκλέτα συνέχιζε να έχει πρόβλημα σταθερότητας όταν η θερμοκρασία του κινητήρα ζέσταινε τις βίδες που έδεναν τον κινητήρα με το πλαίσιο. Και με το ψαλίδι να στηρίζεται μόνο στον κινητήρα, η σταθερότητα πήγαινε περίπατο. Οι συνάδελφοί του στην Honda τον κατηγόρησαν πως ήταν υπερβολικά επικριτικός, αλλά όταν έγινε η παρουσίαση και όλοι οι δημοσιογράφοι παραπονέθηκαν, την επόμενη κιόλας μέρα του τηλεφώνησε ο ίδιος ο πρόεδρος του R&D και του ανέθεσε την εξής ευθύνη: Από τότε και στο εξής, καμία μοτοσυκλέτα δεν θα έπαιρνε έγκριση παραγωγής από το R&D, αν δεν είχε δώσει το ΟΚ ο Hancock! Αυτό ισχύει ακόμα και σήμερα, που ο Hancock έχει την θέση του επικεφαλής προγραμματισμού προϊόντων και εξέλιξης της Honda Motor Europe.

Για σκεφτείτε το: Ένας άνθρωπος που παράτησε το σχολείο στα 16 του για να γίνει μουτζούρης, έχει την ευθύνη για κάθε ένα νέο Honda: Αν δεν υπογράψει, δεν βγαίνει σε παραγωγή. Κι ένας άλλος πιτσιρικάς παπόβιος, που ξεκίνησε ως μουτζούρης κι αυτός, καθόρισε την εξελικτική πορεία όλων των supersport μοτοσυκλετών. Γι' αυτό και τις αγαπάμε ακόμα περισσότερο όταν μαθαίνουμε τέτοιες ιστορίες, που μας θυμίζουν και μας επιβεβαιώνουν πως οι άνθρωποι και μόνο οι άνθρωποι είναι αυτοί που με τα ελαττώματα και τα προτερήματά τους, την γνώση και την εμπειρία τους, κάνουν τις μοτοσυκλέτες σημαντικές για την ζωή μας. Γι' αυτό οι μοτοσυκλέτες είναι και θα είναι πολύ πιο ανθρώπινες από οποιοδήποτε άλλο «προϊόν», γι' αυτό και τις έχουμε στην καρδιά μας. Και τους αξίζει μια καλύτερη τύχη, ακόμα και στην Ελλάδα της κρίσης.