editorial 543 - Κάνουν ό,τι μπορούν για να μην πουλήσουν

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

29/1/2015

Θα φανταζόταν κανείς πως σε τέτοιους καιρούς κρίσης μπορεί να υπάρχουν έμποροι που κάνουν ό,τι μπορούν για να μην πουλήσουν; Κι όμως, στην Ελλάδα αυτό είναι γεγονός. Αντιπροσωπείες, στελέχη αντιπροσωπειών, έμποροι μοτοσυκλετών, έμποροι αξεσουάρ, συνεργεία, σε όλο το φάσμα του εμπορικού κόσμου της μοτοσυκλέτας υπάρχουν πολλοί που κάνουν ακριβώς την αντίθετη δουλειά από αυτή που υποτίθεται πως κάνουν. Δεν είναι η πλειοψηφία, αλλά δεν αποτελούν και "τις εξαιρέσεις", το ποσοστό είναι μεγάλο και ανησυχητικό. Είναι θαύμα και πολύ ενθαρρυντικό το γεγονός πως παρ’ όλη την κρίση, οι πωλήσεις μοτοσυκλετών δείχνουν ανοδικές τάσεις. Είναι η απόλυτη επιβεβαίωση πως η μοτοσυκλέτα είναι και επιθυμία, και ανάγκη, και διασκέδαση, και εξυπηρέτηση, και όνειρο για πολλούς.

Θα μπορούσε να θεωρηθεί αυτονόητο πως όταν τα πράγματα δυσκολεύουν, πρέπει να κάνεις και μεγαλύτερη προσπάθεια για να φέρεις το ίδιο αποτέλεσμα. Αλλά δεν είναι. Όταν ο μοτοσυκλετιστής – πελάτης το σκέφτεται τρεις φορές πριν ξοδέψει τα όποια χρήματά του, θα περίμενε κανείς πως οι επαγγελματίες του χώρου, από τις αντιπροσωπείες ως το πιο μικρό συνεργείο, θα έκαναν τα πάντα για να πείσουν τους πελάτες να έρθουν σ’ αυτούς, τα πάντα για να τους πείσουν πως τα χρήματα αξίζει να τα δώσουν σε εκείνους και όχι σε άλλους, στην Ελλάδα ή σε όλο τον κόσμο. Θα θέλαμε να δούμε ανταγωνιστικές τιμές, αναβαθμισμένη εξυπηρέτηση και συμπεριφορά, προβολή και ενημέρωση για τα όποια προϊόντα, κινήσεις που τελικά θα πείσουν τον πελάτη. Αντί για αυτό, βλέπουμε πολλές φορές ακριβώς τα αντίθετα.

Συγκέντρωσα χαρακτηριστικές περιπτώσεις από την Ελληνική πραγματικότητα. Άλλες ιστορίες έχουν συμβεί σε μένα, άλλες σε φίλους, άλλες τις μαθαίνουμε από την ίδια την αγορά και τους φίλους μοτοσυκλετιστές.

 

Παίρνω τηλέφωνο (ανώνυμα βέβαια) σε αντιπρόσωπο αξεσουάρ για να ρωτήσω αν έχει ένα εξάρτημα που χρειαζόμουνα, κόστους γύρω στα 25 ευρώ όπως είχα δει από την έρευνά μου σε διάφορα ευρωπαϊκά site. "Γειά σας, μήπως έχετε αυτό το παπαράκι;" Απάντηση: "Αααα, μόνο παραγγελία με προκαταβολή, τουλάχιστον τρεις βδομάδες παράδοση." "Πόσο θα κοστίσει;" "Να έρθει και βλέπουμε..."

Πως να αγοράσεις κάτι από αυτόν τον αντιπρόσωπο, όταν ξέρεις πως αν το παραγγείλεις μέσω κάποιου ευρωπαϊκού e-shop θα έρθει σε τρεις μέρες αντί για τρεις βδομάδες και βλέπουμε, με μικρότερο κόστος; Καταλαβαίνω πως δεν μπορεί να υπάρχει στοκ για τα πάντα. Μια απάντηση όμως του τύπου "Δεν το έχω, αλλά σε τρεις μέρες θα είναι εδώ", μάλλον θα κέρδιζε τον πελάτη.

 

Θεωρώ απολύτως λογικό, αναγκαίο και απαραίτητο να μπορεί ο υποψήφιος αγοραστής να οδηγήσει την μοτοσυκλέτα πριν την αγοράσει. Κι όχι μόνο τις μοτοσυκλέτες των είκοσι χιλιάδων, αλλά και τις πολύ φτηνές. Σημειώστε πως για μια αντιπροσωπεία οι μοτοσυκλέτες test ride έχουν κάποιο κόστος, αλλά μετά πωλούνται μια χαρά ως μεταχειρισμένες, σε τιμή μεγαλύτερη απ’ ό,τι έχουν κοστίσει στην αντιπροσωπεία. Κι αν τα test ride οδηγήσουν και σε πωλήσεις, το κέρδος είναι πολλαπλάσιο. Είναι απολύτως πιο πιθανό να αποφασίσεις να αγοράσεις μια μοτοσυκλέτα που έχεις οδηγήσει, παρά μια άγνωστη ποσότητα. Κι όμως. Πολλές αντιπροσωπείες δεν έχουν μοτοσυκλέτες για test ride οι ίδιες, ενώ επιμένουν να διαθέτουν οι dealer τους! Μερικές, ενώ έχουν, επιδεικνύουν δυσκαμψία που διώχνει τους υποψήφιους πελάτες. Αληθινή ιστορία: Έμπορος επαρχιακής πόλης ζητά από την αντιπροσωπεία των μοτοσυκλετών που πουλάει να του στείλουν ένα συγκεκριμένο μοντέλο, ακριβό, που υπήρχε ήδη διαθέσιμο για test ride: "Έχω κάποιους υποψήφιους πελάτες που θέλουν να την οδηγήσουν, μπορείτε να μου την στείλετε για δυό μέρες;" (Παρένθεση: Κόστος μεταφοράς γύρω στα 50 ευρώ). Απάντηση αντιπροσωπείας: "Πες τους να κατέβουν Αθήνα άμα θέλουν". Αν ήμουν ένας από αυτούς τους υποψήφιους πελάτες, θα έβαζα ένα μεγάλο "X" σ’ αυτή τη μάρκα. Κι αν τύχει να συζητήσεις με τους υπαλλήλους της αντιπροσωπείας, είναι σίγουρο πως θα σου πουν "Δύσκολοι καιροί, μικρές πωλήσεις..." Σε απόλυτη αντίθεση, έμαθα πως υποψήφιος αγοραστής ενός πολύ ιδιαίτερου αυτοκινήτου (τόσο ιδιαίτερου που το μόνο ίσως που κυκλοφορεί στην Ελλάδα είναι το προσωπικό του ιδιοκτήτη της αντιπροσωπείας), απευθύνθηκε σε έμπορο της συγκεκριμένης μάρκας εκδηλώνοντας το ενδιαφέρον του για test ride. Τι συνέβη; Δεν του είπαν καν πήγαινε στην αντιπροσωπεία να το οδηγήσεις. Μόλις το έμαθε ο ιδιοκτήτης της αντιπροσωπείας, έστειλε το αυτοκίνητο με τον προσωπικό οδηγό του στον dealer για να κάνει ο πελάτης το test drive του. Λέτε να μην το αγόρασε μετά από αυτό; Μπορεί, αλλά η κίνηση σίγουρα μετράει, και το κυριότερο, δείχνει σεβασμό στον πελάτη. Και μην παρασυρθεί κανείς και πει "Ναι, αλλά αυτό προφανώς ήταν ακριβό αυτοκίνητο". Δεν έχει σχέση. Μπορεί ο συγκεκριμένος πελάτης να είχε χρήματα, και να το αγόραζε πιο εύκολα απ’ ότι ένας άνεργος ή πενιχρά αμειβόμενος θα έπαιρνε ένα παπί. Και ειδικά αυτός που αγοράζει με σκληρά κερδισμένα χρήματα, υπολογίζοντας και το τελευταίο ευρώ, αξίζει τον σεβασμό των εμπόρων.

 

Οι εταιρίες που παράγουν μοτοσυκλέτες έχουν τις εξής βασικές ευκαιρίες να ενημερώσουν και να πείσουν τους υποψήφιους πελάτες: 1) Την πρώτη παρουσίαση του μοντέλου στα διεθνή Σαλόνια Μοτοσυκλέτας, μετά ίσως και από σειρά σπαστικών βίντεο teaser όπως συνηθίζεται τώρα τελευταία, 2) Την οδηγική πια διεθνή παρουσίαση για τους δημοσιογράφους, μια πολύ σημαντική πρώτη επαφή με την μοτοσυκλέτα και τους δημιουργούς της, 3) Την διάθεσή της για test ride στην Ελλάδα, τόσο στο περιοδικό όσο και απ’ ευθείας στους υποψήφιους αγοραστές, και 4) μια ακόμα παρότρυνση – υπενθύμιση μέσω των κάθε μορφής διαφημίσεων. Πολλές αντιπροσωπείες στην Ελλάδα αδιαφορούν για το (1), και δεν στέλνουν ποτέ ούτε το ενημερωτικό υλικό, κάνουν το παγώνι για το (2) για να μην ξοδέψουν καθόλου χρήματα, πολλές φορές λέγοντάς μας και ψέματα ("Δεν ξέρουμε τίποτα, δεν μας έχουν ενημερώσει..."), αδιαφορούν πλήρως για το (3) που έχει για κείνους πολύ μικρό κόστος (αν έχει) σε σχέση με την προβολή και τον σεβασμό που οφείλουν να δείχνουν προς τους υποψήφιους αγοραστές, και τελικά αγνοούν και το (4), αποφεύγοντας να διαφημίσουν την μοτοσυκλέτα τους. Και μετά λένε... "Οι πωλήσεις είναι πολύ χαμηλές", αποφεύγοντας να αναφέρουν πως έχουν κάνει ό,τι έπρεπε για να πετύχουν αυτό ακριβώς το αποτέλεσμα: Να μην πουλήσουν. Λες και οι υποψήφιοι αγοραστές θα τρέξουν από μόνοι τους στα μαγαζιά να παρακαλάνε να αγοράσουν μια μοτοσυκλέτα για την οποία η ίδια της η αντιπροσωπεία αδιαφορεί.     

 

Το 2014, αρκετές αντιπροσωπείες με δημοφιλή μοντέλα... ξέμειναν, και δεν είχαν να πουλήσουν, ενώ οι πελάτες τα ζητούσαν. Κακός αρχικός υπολογισμός; Αδυναμία ανεύρεσης επιπλέον μοτοσυκλετών; Φόβος για αρχική παραγγελία μεγαλύτερη από την ζήτηση;  Όπως και νά’χει, η ευθύνη προφανώς δεν ήταν των πελατών, που ήθελαν να δώσουν τα ωραία τους χρήματα, αλλά της αντιπροσωπείας: Θα μπορούσε να πουλήσει παραπάνω αλλά δεν τα κατάφερε.

 

Υπάρχει μια γενική αντίληψη πως τα αξεσουάρ μοτοσυκλέτας και αναβάτη είναι ακριβότερα στην ελληνική απ’ ότι στην ευρωπαϊκή αγορά. Σε πολλές περιπτώσεις αυτό ισχύει, σε άλλες όχι. Κι όμως, όσοι έχουν τα ίδια αξεσουάρ στις ίδιες ή και καλύτερες τιμές απ’ ότι σε χώρες της ΕΕ, μπορεί να μην κάνουν τίποτα για να μάθουμε κι εμείς κι εσείς πως τα έχουν, και σε τι τιμές. Μετά βέβαια, γκρινιάζουν πως οι πελάτες παραγγέλνουν μέσω internet και πως το internet τους κάνει ζημιά, χωρίς οι ίδιοι ούτε να διαθέτουν e-shop, ούτε να διαφημίζουν τα προϊόντα τους, ενημερώνοντας τους υποψήφιους αγοραστές. Άλλοι, ενώ διαθέτουν e-shop, όπου ο πελάτης βλέπει στην οθόνη του διαθέσιμο το προϊόν, ανακαλύπτει όταν κάνει παραγγελία πως τον είχαν παραπληροφορήσει, πως τελικά δεν είναι διαθέσιμο, πως δεν ξέρουμε πότε θα έρθει κλπ κλπ. Αποτέλεσμα; Μένει δυσαρεστημένος και δεν ξαναψωνίζει από κει.         

 

Φίλος έχει μια μοτοσυκλέτα για την οποία είχε ανακοινωθεί μια ανάκληση, κι έπρεπε να αλλαχτούν 2-3  εξαρτήματα του κινητήρα. Βεβαίως, του είπε η αντιπροσωπεία, θα το κάνουμε. Επί δέκα μέρες προσπαθούσε να συνεννοηθεί για το πότε θα την πάει στο εξουσιοδοτημένο συνεργείο. "Να τη φέρω αύριο;" "Πάρε με αύριο να σου πω...", ήταν η απάντηση του υπεύθυνου μηχανικού, κι αυτό τράβηξε πάνω από μια βδομάδα, κάθε μέρα. Τελικά του είπαν να την πάει μια Δευτέρα. Όταν έφτασε η Παρασκευή, με την μοτοσυκλέτα ακόμα στο συνεργείο για εργασία που μάλλον δεν θα έπαιρνε πάνω από μία ώρα, η απάντηση στο τηλεφώνημά του ήταν "Το μεσημέρι θα την πιάσω..." Αργότερα, μετά το μεσημέρι, η απάντηση ήταν "Δεν μπορούμε να την φτιάξουμε, τελικά δεν μας είχαν στείλει όλα τα ανταλλακτικά..."  Τι να πει κανείς; Είναι να μην αγανακτείς; Κάποιο δίκιο είχε αυτός που είπε "Μια εταιρία είναι τόσο καλή, όσο ο χειρότερος υπάλληλός της". Τι να τον κάνεις τον καταπληκτικό διευθυντή αν ο μάστορας διώχνει τους πελάτες; Και βέβαια, πόσο καταπληκτικός είναι αυτός ο διευθυντής, αν δεν μπορεί να καταλάβει πως αυτός ο υπάλληλός του του κάνει μεγάλη ζημιά;

 

Εδώ και χρόνια, τα scooter αποτελούν την κατηγορία best seller στην Ελλάδα. Κι όμως, από πολλές μεριές ακούμε πως υπάρχουν ελλείψεις σε βασικά ανταλλακτικά, έως και αναλώσιμα. Τώρα πια, που οι κατασκευαστές και ευρωπαίοι να μην είναι, έχουν κέντρα διανομής ανταλλακτικών στην Ευρώπη και οι παραγγελίες πηγαίνουν κατ’ ευθείαν εκεί, δεν μπορεί να συμβαίνουν τέτοια πράγματα. Μπορεί ένα ανταλλακτικό να μην υπάρχει ετοιμοπαράδοτο στην Ελλάδα, ακριβώς γιατί ούτε συμφέρει ούτε έχει νόημα πια να υπάρχουν και εδώ μεγάλα στοκ ανταλλακτικών, όταν οι χρόνοι παράδοσης κυμαίνονται από την επόμενη μέρα έως τρεις, για τις σοβαρές εταιρίες. Στις μέρες μας, είναι πολύ δύσκολο να καταπιεί κάποιος το παραμυθάκι "Θα έρθει σε ένα μήνα, πλήρωσε και επιπλέον για να στο φέρω".

 

Παραγγέλνω αναλώσιμα για την συντήρηση της μοτοσυκλέτας μου, από ανεξάρτητο Έλληνα έμπορο, μέσω του e-shop του. Το e-shop υποσχόταν δωρεάν μεταφορικά εντός Αττικής και παράδοση την επόμενη μέρα, με αντικαταβολή. Τέλεια. Μετά από μια βδομάδα, ούτε φωνή ούτε ακρόαση, ενώ είχαν και το mail μου και το τηλέφωνό μου. Τους στέλνω mail, καμία απάντηση. Στις οχτώ μέρες, τους τηλεφωνώ εγώ. Η προσπάθεια της κυρίας που το σήκωσε ήταν να βγάλει πως φταίω εγώ: "Μήπως δεν μας δώσατε σωστό τηλέφωνο; Μήπως σας τηλεφωνήσαμε και δεν το σηκώσατε; Μήπως λουστήκατε με λάθος σαμπουάν;" Μετά, αποφάσισε με βαριά καρδιά να μου παραδώσει την παραγγελία: "Αύριο δύο με πέντε" "Εντάξει". Εκείνο το... αύριο, το περίμενα αλλά δεν ήρθε ποτέ. Τα πράγματα έφτασαν τελικά τρεις μέρες μετά το "αύριο", δώδεκα μέρες μετά την παραγγελία. Θα έπρεπε να την είχα ακυρώσει.

 

Όλα αυτά είναι ένα μικρό μόνο δείγμα όσων συμβαίνουν. Υπάρχουν φυσικά κι αυτοί που κάνουν τις σωστές κινήσεις, που σέβονται τους πελάτες τους, που το παλεύουν με κάθε τρόπο, αυτοί δηλαδή που κάνουν τη δουλειά τους. Πολλοί όμως δεν έχουν καταφέρει να αποβάλλουν κακές πρακτικές του παρελθόντος, δεν μπορούν να καταλάβουν πως τα κορόιδα τελειώνουν σιγά σιγά. Το κυριότερο, δεν έχουν καταλάβει πως αν δεν κάνουν τα βασικά, δεν πρόκειται να επιβιώσουν. Γιατί οι κλασικές εμπορικές κινήσεις για την προώθηση, την πώληση και τον σεβασμό προς τον πελάτη είναι τα απολύτως βασικά, τα απολύτως απαραίτητα, κι όχι τίποτα προχωρημένα πράγματα και υπερβολές... Με άλλα λόγια, και στον τομέα της μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα, το επίπεδο είναι τέτοιο που θεωρούνται άριστοι και καταπληκτικοί αυτοί που απλώς κάνουν τη δουλειά τους, αντί να σαμποτάρουν τις πωλήσεις της εταιρίας στην οποία εργάζονται.

Φανταστείτε πόσο θετικά αποτελέσματα θα είχε κάποιος που όχι απλώς θα έκανε καλά την δουλειά του, αλλά και κάτι παραπάνω. Τι χρειάζεται γι’ αυτό; Μόνο λίγη συγκίνηση, συν-κίνηση.   

Τώρα είναι η ευκαιρία για όσους ξέρουν πως να κινηθούν, και κινούνται.

 

---------------------------------------

Η κλοπή.

Ακόμα δεν έχουμε νέα από το MV Agusta που μας έκλεψαν. Ούτε ένα γράμμα, ούτε ένα τηλεφώνημα. Ξέρουμε όμως πως οι αναγνώστες μας θα το γνωρίσουν αμέσως αν το δουν κάπου, οπότε ας μας ειδοποιήσουν κιόλας!

editorial 537 - Τι ονειρεύεσαι;

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

31/7/2014

Είναι περίεργο που ένα ταξίδι το ονειρεύομαι πιο πολύ μετά παρά πριν; Ίσως γιατί μ’ ένα ταξίδι σου ανοίγει η όρεξη και για άλλα, ίσως γιατί μια εικόνα μόνο από το ταξίδι μπορεί να σου δώσει την αφορμή για πολλά ακόμα, όνειρα ή ταξίδια. Η εξόρμησή μας στην Ροδόπη, πίσω από τα σύνορα, έδωσε πλήθος τέτοιες εικόνες, έλυσε πολλές απορίες και δημιούργησε ακόμα περισσότερα όνειρα.

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 εξερευνούσαμε με τους Λαρισαίους φίλους τα μέρη της "δικής μας" Ροδόπης. Ζόρικα τότε τα πράγματα, τα σύνορα σοβαρή υπόθεση, ο στρατός παντού, περιοχές ολόκληρες αποκλεισμένες. Για να μπεις στα Πομακοχώρια, πάνω από την Ξάνθη, χρειαζόταν έγγραφη άδεια από την ασφάλεια της πόλης σου, στην οποία αναφερόταν τα πάντα, από τα οχήματα έως και τα άτομα της παρέας. Στρατιωτικό φυλάκιο με μπάρα, στον κεντρικό δρόμο, τσεκάριζε τόσο τους τουρίστες όσο και τους ντόπιους, που ζούσαν σε ελεγχόμενη περιοχή, χωρίς ελεύθερη διακίνηση. Δεν γνωρίζω να υπήρχε αυτό το καθεστώς πουθενά αλλού στην Ελλάδα. Οι άνθρωποι συνεσταλμένοι, πάντα ευγενικοί, τα χωριά πεντακάθαρα, στις βρύσες πάντα κύπελλο για να πίνει αυτή η φιγούρα που μάλλον έχει εκλείψει πια, ο διαβάτης. Άλλος κόσμος.

Επειδή όμως πάντα μας τραβούσαν τα κενά του χάρτη, κολλήσαμε στην περιοχή που χοντρικά εκτείνεται από το Κάτω Νευροκόπι ως τα Πομακοχώρια, σ’ αυτά τα ατέλειωτα δάση της Ροδόπης με τα μυθικά ονόματα Καράντερε, Ζαγκραντένια, Λεπίδα, Τσάκαλος, Μπαρτάκοβα... Τα εξερευνήσαμε βήμα βήμα και ροδιά ροδιά, χωνόμασταν σε κάθε δρόμο όσο παρατημένος κι αν ήταν, μέχρι που βγαίναμε κάπου ή αναγκαζόμασταν να γυρίσουμε πίσω. Τότε, τα μηχανάκια της παρέας δεν θα μπορούσαν να είναι πιο ετερόκλητα... Από Χουσκβάρνες Βέ Αρ τετρακόσα και Ταφ Έψιλον πέντε-δέκα, μέχρι Ιξάρ ιξακουσάρ για μένα, ως Μοντέζες Ήτα Εφτά δυόμισι και τρία-εξήντα, αλλά και Ιξιλάρ ένα-εικοσπέντε και Καέλ δυόμισι και Μεζέ Ιτιζέντ εκατό πενήντα, αλλά και Ιξελές πεντακόσια... Τέτοια τρέλα μας είχε πιάσει με το Καράντερε, που μια φορά ξεκίνησα δικάβαλος με δίχρονο Cagiva 125 Cruiser από Αθήνα, φορτωμένο με τα πάντα...

Εκεί πάνω μάθαμε πως όταν τα δρομάκια που καταλήγουν σε μικρό πλάτωμα "αναστροφής", τα σύνορα ήταν πάντα κοντά. Από το Ε/Φ Τσάκαλος, τότε που είχε ακόμα φαντάρους, πριν το αφήσουν να ρημάξει αντί να γίνει καταφύγιο ή κάτι χρήσιμο, βλέπαμε τις υπερυψωμένες σκοπιές των Βουλγάρων, κι αναρωτιόμασταν πως να είναι από την άλλη μεριά. Σύντομα αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε πως τα σύνορα, παρά το χαντάκι και τα άσπρα κολωνάκια, ήταν απλά διακοσμητικά. Πώς να ελέγξεις τόσα βουνά, τόσα περάσματα; Βρίσκαμε μονοπάτια που ξεκινούσαν από το "Ελληνικό" και περνούσαν ακάθεκτα στο "Βουλγάρικο", όπως έκαναν χιλιάδες χρόνια τώρα. Συναντούσαμε τύπους που έξαλλοι μας απειλούσαν με καραμπίνες, γιατί φοβόντουσαν μήπως τους χαλάσουμε τις βρωμοδουλειές και τα λαθρεμπόριά τους... Βρίσκαμε καλύβες σε ξέφωτα κοντά στα σύνορα, με επιγραφές στα Βουλγάρικα στους τοίχους τους και τσοντοεφημερίδες στα κυριλλικά πεταμένες στο πάτωμά τους... Πετυχαίναμε Βούλγαρους φαντάρους να κόβουν βόλτες στο ελληνικό έδαφος, κι ακούγαμε ιστορίες για δεσμούς μεταξύ των πληθυσμών που κρατούσαν από πριν τα κλειστά σύνορα, από τότε που οι Σαρακατσαναίοι βόσκαγαν όλη την περιοχή και μετακινούνταν ελεύθερα και στις δύο χώρες. Αλλά ήρθε ο πόλεμος και μετά τον πόλεμο ήρθαν οι κολεκτίβες, και μια μέρα, αρχές δεκαετίας του ’50 φθινόπωρο, όπως κατέβαιναν οι Σαρακατσαναίοι τα βουνά, ο Βουλγάρικος στρατός είχε μπλοκάρει τα περάσματα, τα καμιόνια έτοιμα, τα πρόβατα φορτώθηκαν όλα εκτός από πέντε για κάθε οικογένεια, η κάθοδος στην Ελλάδα απαγορεύτηκε. Τα σκυλιά, λένε οι ιστορίες, γύρισαν μόνα τους στα χειμαδιά.

 

Οι άνθρωποι σπάνιζαν εκεί πάνω, μόνο κάποιους δασεργάτες συναντούσαμε, αλλά από ζώα άλλο καλό. Ελάφια ακούγαμε, ζαρκάδια βλέπαμε, αετούς, αγριόγατους, ίχνη και σκατούλες από αρκούδες, τα πάντα όλα. Τα χωριά όμως που κάποτε υπήρχαν εκεί πάνω, σήμερα είναι μόνο κάτι σωροί από πέτρες, κάτι μάντρες, κάτι γεφύρια, ένα μονοπάτι. Κι όταν επιτέλους πέρασα τα σύνορα για να δω και την άλλη μεριά για πρώτη φορά, ήταν Φεβρουάριος κι είχε δυό μέτρα χιόνι, αλλά τα χωριά ήταν όλα ζωντανά, γεμάτα κόσμο, οι δρόμοι ανοιχτοί, χωριά στα 1350 μέτρα υψόμετρο κι ακόμα ψηλότερα, ξέρετε, από αυτά που στην Ελλάδα εγκαταλείπονται το χειμώνα από τους λιγοστούς κατοίκους τους.

Σήμερα που τα ταξίδια είναι πιο εύκολα και τα σύνορα πιο προσιτά, αφού Βουλγαρία πηγαίνεις μόνο με ταυτότητα και δεν υπάρχει πια το άγχος της φύλαξης των παραμεθόριων περιοχών από "κατασκόπους", μπορούμε να περιπλανηθούμε πίσω από τα σύνορα και να δούμε πώς μια γραμμή στο χάρτη αλλάζει τη ζωή των ανθρώπων. Είναι χαρακτηριστικό πως μέχρι το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα υπήρχαν πάρα πολλές διαβάσεις μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, όσο οι μετακινήσεις γινόταν με τα πόδια, κι όσο τα καραβάνια με τα αλογομούλαρα και τις καμήλες μετέφεραν εμπορεύματα. Ο πόλεμος τα άλλαξε όλα αυτά, τα ορεινά περάσματα επίσημα έκλεισαν, οι αμαξιτοί δρόμοι βλέπετε ελέγχονταν πολύ πιο εύκολα, τα καθεστώτα ήταν ενάντια στην επαφή και την διακίνηση, ανθρώπων, εμπορευμάτων, ιδεών...

Ένα πράγμα που ζήλεψα, απ’ αυτά που είδα στο ταξίδι μας, ήταν τα εκατοντάδες χιλιόμετρα σηματοδοτημένων μονοπατιών, που συνεχίζουν να θυμίζουν πως ήταν και πως είναι ακόμα, για όσους θέλουν να μετακινούνται με φυσικό τρόπο, οι δρόμοι σε ανθρώπινο μέτρο. Είσαι ας πούμε στο Smolyan, το παλιό Πασμακλή, και βλέπεις πινακίδες σήμανσης μονοπατιού για Gotse Delchev, το Άνω Νευροκόπι, που σε ευθεία γραμμή είναι 80 χιλιόμετρα μακριά. Όλη την περιοχή που περιηγηθήκαμε την διασχίζουν προς κάθε κατεύθυνση σηματοδοτημένα και μη μονοπάτια, και μερικά ήταν πολύ προκλητικά... Πολύ θα το ήθελα να περπατήσω από χωριό σε χωριό, παράλληλα με τα σύνορα, πολύ θα το ήθελα να κατασκηνώσω με την εντουροπαρέα μου στις όχθες της Siroka Poljana και να χάνομαι κάθε μέρα στα ατέλειωτα δάση. Βλέπαμε τα δρομάκια, βλέπαμε τα μονοπάτια, λίγο θέλαμε να ξεχάσουμε και MEGA TEST και φωτογραφήσεις και επιστροφή στην Αθήνα, και να μείνουμε εκεί πάνω παλεύοντας με τα θηρία.

Εντύπωση επίσης μου έκανε πως ΟΛΑ τα παραμεθόρια χωριά είχαν συγκοινωνία, με τα φοβερά βανάκια UAZ-452, που το παρατσούκλι τους λόγω σχήματος είναι "φρατζόλες". Και θεωρώ πολύ πιο οικο-λογική την χρήση του ίδιου τύπου αυτοκινήτου από το 1960 μέχρι σήμερα, με κάποιες λίγες βελτιώσεις. Όπως και οι μοτοσυκλέτες που χρησιμοποιούνται από τότε στα βουλγάρικα βουνά, οι ΙΖΗ Planeta 350, κι εξακολουθούν να φροντίζουν την μετακίνηση των κατόχων τους. Μπορεί τα UAZ να μην είναι ό,τι πιο σύγχρονο και άνετο και με εικοσιεφτά αερόσακους, αλλά υπάρχουν, εξακολουθούν να δουλεύουν και το κυριότερο, φροντίζουν για την συγκοινωνία των χωριών.

Κάτι άλλο που θα ονειρευόμουν και για την δική μου χώρα, και που ισχύει στην βουλγάρικη μεθόριο, είναι η πανταχού παρούσα δασική της υπηρεσία. Σ’ έναν τόπο με 90% δασοκάλυψη, καταλαβαίνετε πόσο σημαντικό είναι αυτό. Φαίνεται βέβαια, από τα εγκαταλελειμμένα κτίρια στα βουνά, πως κάποτε η δασική τους υπηρεσία ήταν πολυπληθέστερη, αλλά ακόμα κι έτσι είχαν φύλαξη όλων των κεντρικών διασταυρώσεων, όπως και συνεχή παρουσία στους δασικούς δρόμους. Δασικός σταμάτησε, ενώ ήμασταν ήδη κατασκηνωμένοι σε ένα από τα πολλά κιόσκια-camp, και μας σύστησε να ανάβουμε φωτιά μόνο εκεί. Πραγματικά χαρήκαμε που έδειχναν τέτοιο ενδιαφέρον, πουθενά δεν είδαμε καμένα, πουθενά παλιά φωτιά πέρα από τα μέρη που επιτρέπεται. Ευτυχώς, σκεφτόμουν, που δεν μιλάω βουλγάρικα, γιατί, τι θα του έλεγα; Πως τα δάση της Ελλάδας τα έχει ρημάξει η λαθροϋλοτομία, ειδικά τα τελευταία χρόνια; Πως έφευγαν νταλίκες φορτωμένες λαθραία ξυλεία, ακόμα κι από νησιά όπως η κατακαμένη Κεφαλλονιά, και κανείς δεν νοιαζόταν;

 

Έβλεπα τα δικά τους ζωντανά ορεινά χωριά, κι ονειρευόμουν να μπορούσαν να ξαναγίνουν και τα δικά μας έτσι. Η συντριπτική πλειοψηφία των χωριών που είδαμε το καταφέρνουν αυτό χωρίς εισοδήματα από τον τουρισμό. Ένα σημείο κλειδί πρέπει να είναι ότι το κάθε σπίτι έχει τον κήπο του όπου καλλιεργεί τα λαχανικά του, συν κάποια οικόσιτα ζώα. Μπορεί στα δικά μας κυριλέ –τρομάρα μας- μάτια να μοιάζουν φτωχικά, και να είναι, υπάρχει όμως μια μεγάλη αξιοπρέπεια στην μερική, έστω, αυτάρκεια.

Παρατηρούσαμε πως πολλοί έκαναν εξορμήσεις στα δάση και μάζευαν μανιτάρια, βατόμουρα κι άλλα καλά του δάσους, τα οποία μαζί με την περίσσεια των λαχανικών θα συντηρηθούν για να φαγωθούν τον χειμώνα. Αλλά εμείς θέλουμε να είναι όλα αγοραστά, μάρκα τάδε, και επίσημα πια, να τρώμε μόνο μεταλλαγμένα της Monsanto. Ακούστε και τον Πούτιν σχετικά με τα μεταλλαγμένα, και συγκρίνετε τις απόψεις του με αυτές των Ελλήνων πολιτικών.

Θαυμάσαμε τις τεχνητές λίμνες τους, τέσσερις μεγάλες στην περιοχή που επισκεφτήκαμε, κι είδαμε πόσο τις χαίρονται τα Σαββατοκύριακα οι κάτοικοι των γύρω περιοχών. Κατασκηνώνουν στις όχθες τους, κάνουν καγιάκ, βόλτες με τις βάρκες τους, ρίχνουν κι ένα ξεγυρισμένο ψάρεμα για το φαγητό τους. Στις δικές μας, τα πάντα απαγορεύονται, γιατί δεν ανήκουν φαίνεται στο ελληνικό κράτος, αλλά στη ΔΕΗ ή κι εγώ δεν ξέρω σε ποιόν.

Ονειρεύομαι να μπορούσα να τριγυρίζω εκεί στην Ροδόπη πίσω απ’ τα σύνορα για μήνες, χρόνια... Με τα πόδια, με εντούρο, με on-off, με αυτοκίνητο, με UAZ και IZH και με τα κάρα των τσιγγάνων που συναντήσαμε. Να περπατήσω πάλι τα ξεχασμένα ορεινά περάσματα που ένωναν κάποτε τους τόπους, όταν δεν τους χώριζαν τα σύνορα και οι "αγορές", όπως το κάνουν σήμερα. Να μπορούσα να καταλάβω πως έχουν βιώσει αυτοί οι άνθρωποι τις δεκαετίες που πέρασαν, να καταλάβω γιατί αυτή η γιαγιά στη Mugla είχε τόσο μεγάλο ενδιαφέρον να μας δείξει από που πάει το μονοπάτι για Trigrad, αυτό που περνάει από τα τσαΐρια με τις λιμνούλες, ψηλά στο βουνό. Να ζήσω για λίγο στο Trigrad, να βγω εντουράδα με τους ντόπιους, να καταλάβω και τι σημαίνει γι’ αυτούς ένα τζαμί και μια εκκλησία δίπλα δίπλα. Να μάθω την καταγωγή των κατοίκων του Gela, που δηλώνει γενέτειρα του Ορφέα, και που οι φωτογραφίες τους έξω από την Αγία Τριάδα θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι παλιές από τα δικά μας Βλαχοχώρια. Για να είναι από δω, ο Ορφέας μάλλον τσομπάνος θα ήταν, και θα έπαιζε την μουσική του όσο έβοσκε τα γελάδια του. Ή ξυλοκόπος, γιατί τι άλλο να κάνει κανείς εδώ; Ίσως κάποιες τέχνες που τώρα πια έχουν ξεχαστεί.

 

Τι καλύτερο; Λίγο λίγο τα όνειρά σου να γίνονται ταξίδια, βόλτες, παρέες, τοπία, άνθρωποι με τους οποίους δεν έχεις κοινή γλώσσα, αλλά εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε-γέλασε, κάπως την βρίσκεις την άκρη, αυτή την άκρη των αόρατων νημάτων που συνδέουν όλους τους Βαλκάνιους. Γειτονιά μας είναι, κι η μοτοσυκλέτα είναι ακόμα ένας τρόπος για να την γνωρίσουμε, και να κάνουμε ακόμα περισσότερα όνειρα πίνοντας με την παρέα μας μπύρα Kamenitza, σε κάποιο φιλόξενο κιόσκι της Ροδόπης. Και κάπου εκεί ίσως καταλάβουμε πως όταν ένας καβαλάρης με την μοτοσυκλέτα του συναντιέται στα οροπέδια του Sveti Petar με έναν καβαλάρη τσιγγάνο και χαιρετιούνται, έχουν περισσότερα κοινά να τους ενώνουν, παρά διαφορές που τους χωρίζουν.