editorial 528 - Επικίνδυνη ζωή

Από το

Μαύρο Σκύλο

31/10/2013

Είμαι εναντίον κάθε μορφής προσηλυτισμού. Θρησκευτικού, πολιτικού, μοτοσυκλετιστικού, ό,τι κι αν είναι. Επίσης, είμαι... φανατικά εναντίον των φανατικών. Επειδή εμένα μου αρέσουν οι μοτοσυκλέτες, πρέπει να αρέσουν σε όλους; Δεν γίνεται. Με απασχολεί όμως το για ποιους λόγους οι νέες γενιές φαίνεται να μην ενθουσιάζονται με τις μοτοσυκλέτες. Το μεγαλύτερο πρόβλημα της μοτοσυκλέτας αυτή τη στιγμή είναι ότι οι αναβάτες γερνάνε, χωρίς να έρχονται νέοι για να εξισορροπήσουν την κατάσταση και να κατεβάσουν τον μέσο όρο ηλικίας, να φέρουν νέες ιδέες, νέες τάσεις, νέα πράγματα. Οι λόγοι πολλοί, και τους έχουμε αναλύσει. Πως να εκτιμήσει κάποιος τις συζητήσεις της παρέας πριν και μετά από κάθε βόλτα, όταν η "παρέα" δεν συζητά κατά πρόσωπο αλλά μέσω facebook; Πως να συναρπάσει κάποιον νέο η απλή χαρά της 3D κίνησης στο χώρο με μια μοτοσυκλέτα, όταν περνά όλη τη μέρα του και την νύχτα του σκοτώνοντας ακατάπαυστα εχθρούς σε παιχνίδια εικονικής πραγματικότητας; Γιατί όταν μπορείς να έχεις μια αυθεντική εμπειρία να προτιμάς την ψεύτικη; Και τι να λέμε τώρα, μας απασχολούν οι μοτοσυκλέτες, ενώ φαίνεται πως τους νέους ούτε το sex τους συγκινεί πια... Ένας από τους κύριους λόγους όμως είναι η φανατικά ρισκοφοβική δυτικού τύπου κοινωνία μας, που φαίνεται να δαιμονοποιεί το ρίσκο και να ξοδεύει πολλή ενέργεια και πόρους για να εξαλείψει κάθε πιθανότητα κινδύνου από την ζωή μας, σε μια τεράστια, ουτοπική όμως προσπάθεια. Ένα από τα αποτελέσματα αυτής της προσπάθειας είναι η όλο και αυξανόμενη παραγωγή ηλιθίων. Οι άνθρωποι δεν μαθαίνουν πια να σκέφτονται και να κρίνουν, αλλά εκπαιδεύονται να περιμένουν από κάποιον άλλο να τους πει τι και πως πρέπει να κάνουν. Όταν αγοράζεις ένα καλό κράνος στις ΗΠΑ, η ζελατίνα του γράφει επάνω "DO NOT PAINT" και "DO NOT COVER". Πείτε μου τώρα, πόσο στόκος πρέπει να είσαι για να βάψεις την ζελατίνα του κράνους ή να την γεμίσεις αυτοκόλλητα και να μην βλέπεις μπροστά σου; Αντίστοιχα, υπάρχουν αυτή την στιγμή αυτοκίνητα παραγωγής που αν το επέτρεπε η νομοθεσία θα μπορούσαν να σε πάνε στον προορισμό σου χωρίς εσύ να κάνεις τίποτα. Θα μπορούσες να ρίξεις κι έναν υπνάκο. Ή, όπως επιτρέπει η σημερινή νομοθεσία, να πατήσεις ένα κουμπί και το αυτοκίνητό σου να ακολουθεί πιστά και με "ασφάλεια" το προπορευόμενο όχημα! Υπολογίστε και όλα τα συστήματα "ασφαλείας" που υπάρχουν, για να καταλάβετε πως οι αναβάτες και οι οδηγοί μετατρέπονται σε επιβάτες, με όλο και μικρότερη συμμετοχή στην οδήγηση.

Η πολιτικά ορθή και κοινώς αποδεκτή άποψη, όπως και η πολιτική της ΕΕ, λέει πως πρέπει να μειώσουμε τα ατυχήματα στο μηδέν. Σε πρώτη ανάγνωση δύσκολα θα μπορούσε κανείς να διαφωνήσει. Ευτυχώς όμως υπάρχουν και άνθρωποι που σκέφτονται εκτός της πεπατημένης, και που δίνουν και σε άλλους τροφή για σκέψη.

Ένας από αυτούς είναι και οι Ian Mutch, πρόεδρος του Βρετανικού Motorcycle Action Group, εξέφρασε μια ανατρεπτική άποψη που αξίζει να ακούσουμε και που θα έκανε όλους τους ζηλωτές της "ασφάλειας" να βγάλουν σπυράκια. Ακούστε τον:

"Δεν χρειάζεται να μειωθούν οι θάνατοι μοτοσυκλετιστών. Κι όπως πολλές υπερβολικές και ακραίες δηλώσεις, υπάρχει μια δόση αλήθειας μέσα της. Μερικές φορές, για να δεις μια κατάσταση από μια καλύτερη προοπτική, χρειάζεται να απομακρυνθείς για να δεις την αλήθεια. Κάτι σαν έναν πίνακα του Rolf Harris, με τον κίνδυνο να καταλήξεις σε αμφιλεγόμενο συμπέρασμα. Κι ακριβώς επειδή έχουμε σε μεγάλο βαθμό μετατραπεί σε μια κοινωνία που απεχθάνεται το ρίσκο, κάτι που πριν μερικές δεκαετίες φαινόταν απολύτως φυσικό, σήμερα φαντάζει για πολλούς σαν την μεγαλύτερη απειλή για τον Δυτικό πολιτισμό από τότε που οι Μογγολικές ορδές την έπεφταν στην Ευρώπη.

Οι μοτοσυκλετιστές σκοτώνονται πιο συχνά για κάθε χιλιόμετρο που διανύουν σε σχέση με τους οδηγούς αυτοκινήτων – εκπληκτικό! Ποιος θα το περίμενε! Πάνω σε τόσους τροχούς οδηγούμε, με μηδενική προστασία γύρω μας, σωστά; Το πρόβλημα είναι πως οι υπερπροστατευτικοί φανατικοί της ασφάλειας πιστεύουν πως μπορούν να βάλουν ως στόχο την μείωση των θανάτων μοτοσυκλετιστών στο ίδιο ποσοστό με αυτό των οδηγών αυτοκινήτων. Ναι, μπορεί να γίνει. Πως, θα με ρωτήσετε. Απλό – προσθέτουμε άλλους δύο τροχούς και ένα ατσάλινο περίβλημα γύρω – γύρω. Απλό.

Εντάξει, ας το παραδεχτούμε, οι μοτοσυκλέτες είναι επικίνδυνες. Ναι, ναι, ναι, πραγματικά το είπα αυτό. Όλοι ξέρουμε πως ο άλλος έφταιγε, πως ήταν ο δρόμος χάλια, πως ο καιρός "δεν βοήθησε" ή ότι άλλο θα θέλαμε να κατηγορήσουμε για την δική μας δυστυχία. Ό,τι και να πεις όμως, αν έχεις ατύχημα με μοτοσυκλέτα έχεις και πολύ περισσότερες πιθανότητες τραυματισμού ή θανάτου σε σχέση με το να χτυπήσεις κάτι με το αυτοκίνητο.

Οι ζηλωτές που σκέφτηκαν και υποστηρίζουν την καμπάνια "Vision Zero" (κανένας θάνατος), ζουν στον πλανήτη κούκου. Στον πραγματικό κόσμο τα πράγματα είναι διαφορετικά. Μερικά παιδιά δεν είναι "διανοητικά διαφοροποιημένα", είναι απλώς χαζά. Κάποιοι άνθρωποι δεν είναι ότι έχουν απολύτως αποδεκτές αναλογίες βάρους – ύψους που ξεφεύγουν από το μέσο όρο. Είναι απλώς θεόχοντροι. Ο αλπινισμός είναι πιο επικίνδυνος από την ανθοδετική, και το Everest έχει διάσπαρτες πάνω του τις αποδείξεις.

Ο κόσμος μας αντιμετωπίζει έναν υπερπληθυσμό φανατικών της ασφάλειας που υποκρίνονται πως πραγματικά απορούν με τις στατιστικές θανάτων των μοτοσυκλετιστών, σε σχέση με των αυτοκινητιστών, λες και πρόκειται για κάποια ασθένεια που μπορεί να αντιμετωπιστεί με αντιβίωση.

Οπότε, που θέλω να το πάω με αυτή την προβοκατόρικη οπτική; Φυσικά και θα ήταν υπέροχο αν μπορούσαν να μειωθούν οι θάνατοι από δυστυχήματα μοτοσυκλετιστών. Και ναι, χρησιμοποιώ τη λέξη "δυστυχήματα" και όχι "συμβάντα". Το δυστύχημα δεν είναι κάτι προσχεδιασμένο. Οι φανατικοί της ασφάλειας μέσα στον τρόμο και τον πανικό του κόσμου τους "κάποιος φταίει και θα έπρεπε να υπάρχει ένας νόμος γι' αυτό", δεν μπορούν να δεχτούν την ιδέα πως δυστυχήματα συμβαίνουν, οπότε ψάχνουν να βρουν εκφράσεις που να δείχνουν πως δεν θα έπρεπε να συμβαίνουν καθόλου.

Το ξαναλέω, θα ήταν πολύ καλό αν πέθαιναν λιγότεροι στους δρόμους μας. Αυτό όμως που πραγματικά θα έπρεπε να κάνουμε δεν είναι να αφιερώσουμε όλη μας την ενέργεια για να βελτιώσουμε τις στατιστικές, αλλά για να αλλάξουμε την νοοτροπία των νομοθετών, ώστε να αναγνωρίζουν πως υπάρχουν διαφορετικά επίπεδα ρίσκου στη ζωή, κι είναι μέρος της ίδιας της ζωής. Ο σεβασμός στο δικαίωμα κάθε ατόμου να κάνει τις επιλογές της ζωής του είναι τόσο ζωτικός για την ποιότητα ζωής μας όσο και το καθαρό, πόσιμο νερό. Αν φτάσουμε να εγκαταλείψουμε αυτή την θεώρηση της πραγματικότητας, τότε πρέπει να εγκαταλείψουμε και τα οποιαδήποτε επιχειρήματά μας υπέρ του μοτοσυκλετισμού.

Μιλώντας ως πρόεδρος του MAG, είμαι περήφανος που βοηθήσαμε να πραγματοποιηθούν οι καμπάνιες Bikesafe και Get a Grip (για καλούς συντελεστές τριβής στους δρόμους). Είμαι περήφανος για όλες μας τις λογικές προσπάθειες βελτίωσης της ασφάλειας των μοτοσυκλετιστών, που στρέφουν τους πολιτικούς προς χρήσιμες δράσεις αντί για δρακόντεια νομοθετικά μέτρα. Το MAG δεν καθορίζεται μόνο από αυτές τις προσπάθειες, όπως και η μοτοσυκλέτα δεν καθορίζεται μόνο από τον παράγοντα "ασφάλεια". Μοτοσυκλέτα σημαίνει απόλαυση και ελευθερία, και στόχος του MAG είναι να υπερασπίζεται την όρεξη γι' αυτά, παρά το γεγονός πως – άντε πάλι! – είναι μια δραστηριότητα πιο επικίνδυνη από άλλες. Όπως είχε πει κι ένας μπάτσος, "προσέχετε εκεί έξω, είναι επικίνδυνα». Αυτή είναι η ζωή."

Τα επιχειρήματά του μπορεί να φαίνονται αμφιλεγόμενα, αλλά είναι στατιστικά, και άρα μαθηματικά, σωστά. Οι θάνατοι είναι προϊόν του ρίσκου και του πλήθους των ανθρώπων που παίρνουν αυτό το ρίσκο. Σε μεγάλους πληθυσμούς, ο μηδενισμός των θανάτων έχει ως απαραίτητη προϋπόθεση να μην παίρνει ρίσκο κανείς απολύτως. Αν αυτό δεν είναι εφικτό ή επιθυμητό, τότε θα έπρεπε να συζητάμε για το ποιό είναι το αποδεκτό ποσοστό θνησιμότητας. Από την στιγμή όμως που το μη αποδεκτό ρίσκο είναι ένα μεγάλο φρένο για την μοτοσυκλέτα γενικότερα, χρειάζεται να μελετήσουμε περισσότερο ποια είναι η σχέση των πιο σημαντικών για την μοτοσυκλέτα κοινωνιών σήμερα, με το ρίσκο. Πάρτε έναν παγκόσμιο χάρτη, και ρίξτε μια ματιά σε όλη την νότια Ασία, από Ινδία μέχρι και Κίνα, εκεί βρίσκονται αυτές. Η θεώρηση για την ανθρώπινη ζωή και την αξία της είναι εκεί πολύ διαφορετική απ' ότι στο τόξο ΗΠΑ – Ευρώπη. Γνωστός μου που επέβλεπε την κατασκευή πλοίου σε ναυπηγείο στην Κίνα, μου είπε φρικαρισμένος πως όταν ένας εργάτης έπεσε από ψηλή σκαλωσιά κι έγινε αλοιφή στο πάτωμα, όσοι δούλευαν εκεί γύρω που έπεσε δεν σταμάτησαν ούτε λεπτό την εργασία τους, δεν ασχολήθηκαν με το συμβάν. Μετά, έχουμε εκεί κάτω και όσους έχουν βαθιά πίστη στην μετενσάρκωση, οπότε αν δεν αλλοτριωθούν ταχύτατα, κι αν η νεολαία τους δεν προσπεράσει τις μοτοσυκλέτες για άλλες δραστηριότητες που θα είναι πιο της μόδας στην χώρα τους, υπάρχει ελπίδα. Ο σφυγμός της μοτοσυκλέτας θα χτυπάει σε αυτές τις χώρες όλο και περισσότερο, κι αν ρίξετε μια ματιά στους μεγάλους κατασκευαστές, όλοι έχουν κάποια συνεργασία έτοιμη στην Ινδία και την Κίνα, ή την ετοιμάζουν. Δεν είναι μακριά η στιγμή που αυτές οι αγορές θα καθορίζουν και τι είδους μοτοσυκλέτες θα παράγονται. Μια τρελή σκέψη είναι να γράφουν στα παλιά τους τα παπούτσια το ρίσκο, και να ξαναζήσουμε εποχές που το γκάζι των μοτοσυκλετών ξεπερνούσε κατά πολύ τα πλαίσιά τους. Σε ένα πιο προσγειωμένο επίπεδο, οι κατασκευαστές έχουν αρχίσει να σχεδιάζουν και να παράγουν μοντέλα που απευθύνονται σε όσους δεν είναι μοτοσυκλετιστές, για να τους προσελκύσουν, όπως τα CTX 700 και CTX1300 στις ΗΠΑ. Τέτοια μοντέλα μπορεί να μην αρέσουν σε μας τους ήδη με διαμορφωμένη άποψη μοτοσυκλετιστές, αλλά μπορεί να προσελκύσουν μη μοτοσυκλετιστές. Κι όπως έχει δείξει η ιστορία, ανατροπές γίνονται, και μετά την ανατροπή έρχεται η ανάπτυξη. Και μετά τους επαναστάτες χωρίς αιτία έρχονται οι πιο χαριτωμένοι άνθρωποι που τους συναντάς να βολτάρουν με μοτοσυκλέτα.

editorial τ.531 - άνθρωποι και μοτοσυκλέτες

Από το

Μαύρο Σκύλο

31/1/2014

Zήσαμε την άνοδο και την κορύφωση της μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα, τώρα ζούμε την παρακμή της. Κι όχι μόνο σε απόλυτους αριθμούς. Το 2007, όταν οι συνολικές πωλήσεις δικύκλων πλησίαζαν τις μαγικές 100.000 μονάδες, οι μοτοσυκλέτες ήταν το 23% της αγοράς, με το υπόλοιπο 70% να είναι παπιά και σκούτερ. Σήμερα έχουμε φτάσει σε άλλα ποσοστά: Τα σκούτερ σήμερα αντιπροσωπεύουν το 60% της αγοράς, τα παπιά 30% και οι μοτοσυκλέτες έχουν κάτω από 10%. Κι αυτά τα ποσοστά δεν αντιπροσωπεύουν το τζίρο σε χρήματα, αφού τις καλές χρονιές οι μοτοσυκλέτες που πωλούνταν ήταν σαφώς μεγαλύτερες και ακριβότερες απ' ότι σήμερα. Σε επίπεδο πωλήσεων μοτοσυκλετών, έχουμε γυρίσει πίσω στα επίπεδα των αρχών της δεκαετίας του '90. Τότε όμως κανείς δεν μιλούσε για κρίση, με βάση τις πωλήσεις μοτοσυκλετών. Η αγορά, οι αντιπροσωπείες και τα καταστήματα, ήταν λίγο πολύ σεταρισμένα για τις πωλήσεις της εποχής. Αυτό που κάνει τις σημερινές πωλήσεις να φαίνονται απελπιστικά λίγες, είναι πως η αγορά τις εποχές της αφθονίας γιγαντώθηκε, κι ο αριθμός των καταστημάτων πολλαπλασιάστηκε. Ανάλογα, κι ακόμα πιο γιγαντωμένα, ήταν τα φαινόμενα στο χώρο του αυτοκινήτου, όπου κάθε κωμόπολη απέκτησε γιγαντιαίες κάθετες μονάδες, που δεν έμελλε να ζήσουν πολύ. Όταν τα πράγματα δυσκόλεψαν, οι αντιπροσωπείες άρχισαν να συρρικνώνονται, και πραγματικά, πολλές από αυτές δεν είναι παρά φαντάσματα του παλιού τους εαυτού. Η επιβίωση είναι ο πρώτος και τελευταίος στόχος. Και λογικά. Εκεί που δεν είμαι σίγουρος πως γίνονται οι σωστές κινήσεις, είναι στις μεθόδους με τις οποίες η κάθε αντιπροσωπεία υπολογίζει πως θα επιβιώσει. Δυστυχώς, υπάρχουν κάποιες αντιπροσωπείες που έχουν ξεγράψει λίγο-πολύ τις μοτοσυκλέτες, κι έχουν απολύσει όσα στελέχη τους ήξεραν από μοτοσυκλέτες. Μπορεί κάποιοι να πιστεύουν πως δεν χρειάζεται να έχεις γνώσεις για μοτοσυκλέτες για να πουλήσεις σκούτερ και παπιά, μπορεί και να πιστεύουν πως οι δύο χώροι (μοτοσυκλετών και σκούτερ – παπιών) δεν συνδέονται μεταξύ τους, πως η αγορά μπορεί να ζήσει και χωρίς τις μοτοσυκλέτες. Μάλλον όμως κάνουν λάθος. Είναι αδύνατον να γνωρίζουμε ακριβή ποσοστά, αλλά είναι σίγουρο πως πάρα πολλοί από αυτούς που αγοράζουν σκούτερ και παπιά είναι μοτοσυκλετιστές που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν μοτοσυκλέτα, ή να έχουν και μοτοσυκλέτα και κάποιο σκούτερ, όπως παλιά.

Με ενοχλεί αφάνταστα όταν τα σκούτερ και τα παπιά αντιμετωπίζονται ως απρόσωπα εμπορεύματα, απογυμνωμένα και απομακρυσμένα από όλη την κουλτούρα του μοτοσυκλετισμού. Ακόμα περισσότερο με πικραίνει όταν και οι μοτοσυκλέτες αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο, όταν επικρατεί η νοοτροπία του «εμπορεύματα είναι κι αυτά, αρκεί ένας τυχαίος πωλητής χωρίς καμία εξειδικευμένη γνώση για να τα πουλήσει». Είναι κλασικό πια το επιχείρημα: Οι μοτοσυκλέτες δεν είναι πλυντήρια. Σπάνια έχουμε περισσότερες απαιτήσεις από ένα πλυντήριο, εκτός από το να κάνει την δουλειά του χωρίς να μας απασχολεί. Οι μοτοσυκλέτες όμως έχουν κάτι πολύ παραπάνω από μια λευκή συσκευή: Γίνονται μέρος της ζωής μας με ένα τρόπο που κανένα άλλο αγαθό δεν μπορεί να πετύχει, και σίγουρα κανένα άλλο μηχανοκίνητο όχημα. Για την δημιουργία κάθε μοτοσυκλέτας, έχουν δουλέψει άνθρωποι που διαθέτουν παρόμοια τρέλα με την δική μας, που απολαμβάνουν τα ίδια πράγματα, που έχουν πονέσει κι αυτοί από πτώσεις, που έχουν απογοητευτεί από τις όποιες δυσκολίες κι έχουν χαρεί από τις επιτυχίες, όπως κι εμείς. Στο δικό μου μυαλό είναι ξεκάθαρο: Τέτοιοι άνθρωποι χρειάζονται, από εκείνους που κάνουν την αρχική σύλληψη και εξέλιξη ενός μοντέλου, μέχρι εκείνους που μας παραδίδουν τα κλειδιά όταν την αγοράζουμε από το κατάστημα, μέχρι εκείνους που θα μας την κάνουν service μετά κι εκείνους που θα μας πουλήσουν ανταλλακτικά και αξεσουάρ. Δυστυχώς, ένα γενικευμένο πια φαινόμενο είναι να απολύονται «οι παλιοί που ξέρουν», γιατί είναι υψηλότερα αμειβόμενοι, και να αντικαθίστανται (;) από όσο πιο χαμηλά αμειβόμενους γίνεται, με την ελπίδα πως θα κάνουν την ίδια δουλειά. Τέτοιο αυτο-παραμύθιασμα; Βγάζεις τον τετρακύλινδρο κινητήρα ενός superbike και τον αντικαθιστάς με έναν no name αλυσοπρίονου προελεύσεως βαθιάς Κίνας, και περιμένεις να έχει τις ίδιες επιδόσεις; Κι όχι μόνο, αλλά να τρέξουν και οι αγοραστές να δώσουν προκαταβολές για να το αγοράσουν;

Κι οι άνθρωποι που πραγματικά ξέρουν δεν είναι αυτοί που μόλις πήραν ένα πτυχίο, αλλά αυτοί που έχουν την εξειδικευμένη εμπειρία και τις ικανότητες που δεν αποκτώνται παρά μόνο με την πολυετή ενασχόληση με το προσωπικό τους όνειρο. Με αφορμή το Fireblade SP, ήρθαν στο μυαλό μου δύο τέτοιοι άνθρωποι που σχετίζονται μαζί του, ο Tadao Baba και ο Dave Hancock, που η επαγγελματική πορεία τους δείχνει ξεκάθαρα πόσο πολύτιμοι είναι οι αντίστοιχοι άνθρωποι, όταν η εταιρία στην οποία εργάζονται τους αξιοποιεί κατάλληλα. Κανείς από τους δυό τους δεν είχε τα τυπικά προσόντα που θεωρητικά θα απαιτούσαν οι θέσεις που είχαν αργότερα. Ο Tadao Baba, πατέρας του Fireblade, είναι 68 ετών σήμερα. Όταν ήταν 14, αγόρασε ένα παπί, και το όνειρό του ήταν να γίνει εργοστασιακός αναβάτης της Honda. Στα 18 του, ξεκίνησε να εργάζεται στο μηχανουργείο του εργοστασίου της Honda στην Saitama, φτιάχνοντας κάρτερ και κεφαλές για τα CB72 και CB77. Τρία χρόνια αργότερα, τον έκαναν αναβάτη δοκιμών στο τμήμα R&D γιατί ήταν καλός αναβάτης, κι έφτασε μάλιστα να κερδίσει το εθνικό πρωτάθλημα στα 125, το 1970. Οι επιτυχίες του στους αγώνες έγιναν αφορμή να τον προσέξει ο Soichiro Honda, κι αναγνωρίζοντας στον Baba το αντισυμβατικό πνεύμα που χαρακτήριζε και τον ίδιο, όχι μόνο έγιναν φίλοι, αλλά όταν είδε πως η κατανόησή του για τις μοτοσυκλέτες και τον τρόπο που εξελίσσονται ήταν αυτή που ήθελε για την εταιρία του, του ανέθεσε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των μελλοντικών μοτοσυκλετών της Honda, γράφοντας στα παλιά του παπούτσια την έλλειψη πτυχίων και τίτλων. Αν και ο Baba ήταν υπεύθυνος για την εξέλιξη πολλών μοτοσυκλετών δρόμου αλλά και εκτός δρόμου της Honda, εμείς τον γνωρίζουμε περισσότερο ως πατέρα των Fireblade, και ειδικά του επαναστατικού πρώτου. Το '87 του ζητήθηκε να αναλάβει εξ ολοκλήρου την ευθύνη για την εξέλιξη του νέου superbike της Honda, στην θέση του Yoichi Oguma, που έγινε πρόεδρος του HRC. Aυτό δείχνει πόσο τον εκτιμούσαν στην Ηοnda, αλλά και πόσο σημαντικό θεωρούσαν αυτό το project. Ο Baba ήταν αγχωμένος φυσικά, αλλά από την άλλη ήταν και στο στοιχείο του: «Τρελαίνομαι να οδηγώ σπορ μοτοσυκλέτες, να έχω αυτό το συναίσθημα ικανοποίησης όταν καταφέρνω να τις ελέγχω όπως θέλω. Στόχος μου ήταν να δημιουργήσω μια μοτοσυκλέτα εύκολη στην οδήγηση, που να περιγράφεται από τις λέξεις «Total Control», την ιδανική μου superbike». Αρχικά, δεν ήταν σίγουροι ούτε για τον κυβισμό, αλλά ο Baba ήθελε χαμηλό βάρος, κι έθεσε ως στόχο τα 190 κιλά, που για τότε ήταν πολύ λίγα. Αρνήθηκε να συμβιβαστεί και να βαρύνει την μοτοσυκλέτα του, απαιτώντας να ξανασχεδιαστούν τα πάντα, ακόμα κι αρνούμενος να συζητήσει περί upside down πιρουνιού, αφού ήταν πιο βαριά. Το συμβατικό πιρούνι που εξέλιξε για το Fireblade δεν έμοιαζε με κανένα άλλο. Παρτά το ότι ήταν εμπειρικός μηχανολόγος και όχι σπουδαγμένος, το CBR900RR ήταν η πρώτη Honda που σχεδιάστηκε με τεχνολογία CAD και την θεωρία της συγκέντρωσης της μάζας κοντά στο κέντρο βάρους, βάζοντας τις βάσεις για όλες τις superbike που ακολούθησαν. Λιγότερο από δύο χρόνια μετά, ο Tadao Baba στάθηκε μπροστά στους αναβάτες εξέλιξης της Ηοnda, που ήταν έτοιμοι να οδηγήσουν τα πρωτότυπα στην πίστα της Suzuka, και τους είπε: «Κύριοι, σήμερα θα οδηγήσετε μια επαναστατική μοτοσυκλέτα». Και η συνέχεια της ιστορίας τον δικαίωσε.

Ανάμεσα σε αυτούς τους αναβάτες δοκιμών ήταν και ο Βρετανός Dave Hancock, που μόλις πριν δυό μέρες είχε αναλάβει τέτοιο ρόλο. Πως έφτασε ως εκεί; Οδηγούσε από 8 ετών. Παράτησε το σχολείο στα 16, για να γίνει μηχανικός μοτοσυκλετών, και στα 20 έτρεχε αγώνες ταχύτητας με ένα Yamaha TR3. Kατάλαβε όμως πως ήταν καλύτερος μηχανικός απ' ότι αναβάτης που θα έπαιρνε πρωταθλήματα, και κατάφερε να γίνει μηχανικός του Steve "Stavros" Parrish, team mate του Barry Sheene. Aργότερα, έφτιαχνε τους αγωνιστικούς κινητήρες για τον Kenny Roberts, κι όταν τελείωσε την καριέρα του ως μηχανικού, δοκίμασε να γίνει πωλητής μοτοσυκλετών, αλλά όπως λέει «δεν ήμουν και πολύ καλός, οπότε με έκαναν διευθυντή». Στην Ηοnda πήγε το 1987, και το 1989 έγινε, μετά από μια συνέντευξη που ο ίδιος θεώρησε πως δεν πήγε καλά, διευθυντής πωλήσεων για την Honda UK. Mέχρι τότε, οι αναβάτες εξέλιξης της Honda ήταν ιάπωνες, που δεν έκαναν και έντονη κριτική στις μοτοσυκλέτες που δοκίμαζαν, για να μην... στεναχωρήσουν τους υπεύθυνους εξέλιξης. Το R&D της Honda όμως ήθελε να το αλλάξει αυτό, και ρώτησαν τον Hancock αν μπορούσε να οδηγήσει γρήγορα. Φυσικά, τους απάντησε ο πρώην αγωνιζόμενος μια Πέμπτη. Πολύ ωραία, του απάντησαν, την Δευτέρα το πρωί να είσαι στην Suzuka! Ακόμη δεν ήξερε τι θα οδηγούσε, αλλά όταν έφτασε εκεί και άκουσε τις δηλώσεις του Tadao Baba, βρήκε μπροστά του δύο πρωτότυπα, ένα 750 κι ένα 900 κυβικών. Παρέα με αυτά, είχαν GSX-R1100 και FZR1000. To Fireblade είχε σχεδιαστεί αρχικά ως 750, και για να βάλουν τον κινητήρα των 900 κυβικών έκοψαν κι έραψαν το πλαίσιο, κάτι που έκανε την αρχική γεωμετρία να πάει περίπατο. «Δεν έστριβε με τίποτα, έχανε το μπροστινό στο τελευταίο σικαίην της Suzuka. Kάπως έτσι καταλήξαμε με εμπρός ζάντα 16 ιντσών αλλά με προφίλ ελαστικού που του έδινε την συνολική διάμετρο ενός τροχού 17 ιντσών... Πάντα ισχυριζόμασταν πως το είχαμε ειδικά σχεδιάσει, αλλά η αλήθεια είναι πως το κάναμε για να διορθώσουμε την λάθος γεωμετρία», εξηγεί ο Hancock. Έτσι, από γενικός διευθυντής πωλήσεων έγινε αναβάτης εξέλιξης, κι όχι μόνο έχει εξελίξει όλα τα Fireblade μέχρι το SP, αλλά διαθέτοντας την σπάνια ικανότητα να αντιλαμβάνεται τι πάει στραβά με μια μοτοσυκλέτα και να προτείνει ταυτόχρονα λύσεις, σύντομα ο ρόλος του αναβαθμίστηκε. Λίγο πριν την παρουσίαση του ST1300 Paneuropean, προειδοποίησε πως η μοτοσυκλέτα συνέχιζε να έχει πρόβλημα σταθερότητας όταν η θερμοκρασία του κινητήρα ζέσταινε τις βίδες που έδεναν τον κινητήρα με το πλαίσιο. Και με το ψαλίδι να στηρίζεται μόνο στον κινητήρα, η σταθερότητα πήγαινε περίπατο. Οι συνάδελφοί του στην Honda τον κατηγόρησαν πως ήταν υπερβολικά επικριτικός, αλλά όταν έγινε η παρουσίαση και όλοι οι δημοσιογράφοι παραπονέθηκαν, την επόμενη κιόλας μέρα του τηλεφώνησε ο ίδιος ο πρόεδρος του R&D και του ανέθεσε την εξής ευθύνη: Από τότε και στο εξής, καμία μοτοσυκλέτα δεν θα έπαιρνε έγκριση παραγωγής από το R&D, αν δεν είχε δώσει το ΟΚ ο Hancock! Αυτό ισχύει ακόμα και σήμερα, που ο Hancock έχει την θέση του επικεφαλής προγραμματισμού προϊόντων και εξέλιξης της Honda Motor Europe.

Για σκεφτείτε το: Ένας άνθρωπος που παράτησε το σχολείο στα 16 του για να γίνει μουτζούρης, έχει την ευθύνη για κάθε ένα νέο Honda: Αν δεν υπογράψει, δεν βγαίνει σε παραγωγή. Κι ένας άλλος πιτσιρικάς παπόβιος, που ξεκίνησε ως μουτζούρης κι αυτός, καθόρισε την εξελικτική πορεία όλων των supersport μοτοσυκλετών. Γι' αυτό και τις αγαπάμε ακόμα περισσότερο όταν μαθαίνουμε τέτοιες ιστορίες, που μας θυμίζουν και μας επιβεβαιώνουν πως οι άνθρωποι και μόνο οι άνθρωποι είναι αυτοί που με τα ελαττώματα και τα προτερήματά τους, την γνώση και την εμπειρία τους, κάνουν τις μοτοσυκλέτες σημαντικές για την ζωή μας. Γι' αυτό οι μοτοσυκλέτες είναι και θα είναι πολύ πιο ανθρώπινες από οποιοδήποτε άλλο «προϊόν», γι' αυτό και τις έχουμε στην καρδιά μας. Και τους αξίζει μια καλύτερη τύχη, ακόμα και στην Ελλάδα της κρίσης.