editorial 528 - Επικίνδυνη ζωή

Από το

Μαύρο Σκύλο

31/10/2013

Είμαι εναντίον κάθε μορφής προσηλυτισμού. Θρησκευτικού, πολιτικού, μοτοσυκλετιστικού, ό,τι κι αν είναι. Επίσης, είμαι... φανατικά εναντίον των φανατικών. Επειδή εμένα μου αρέσουν οι μοτοσυκλέτες, πρέπει να αρέσουν σε όλους; Δεν γίνεται. Με απασχολεί όμως το για ποιους λόγους οι νέες γενιές φαίνεται να μην ενθουσιάζονται με τις μοτοσυκλέτες. Το μεγαλύτερο πρόβλημα της μοτοσυκλέτας αυτή τη στιγμή είναι ότι οι αναβάτες γερνάνε, χωρίς να έρχονται νέοι για να εξισορροπήσουν την κατάσταση και να κατεβάσουν τον μέσο όρο ηλικίας, να φέρουν νέες ιδέες, νέες τάσεις, νέα πράγματα. Οι λόγοι πολλοί, και τους έχουμε αναλύσει. Πως να εκτιμήσει κάποιος τις συζητήσεις της παρέας πριν και μετά από κάθε βόλτα, όταν η "παρέα" δεν συζητά κατά πρόσωπο αλλά μέσω facebook; Πως να συναρπάσει κάποιον νέο η απλή χαρά της 3D κίνησης στο χώρο με μια μοτοσυκλέτα, όταν περνά όλη τη μέρα του και την νύχτα του σκοτώνοντας ακατάπαυστα εχθρούς σε παιχνίδια εικονικής πραγματικότητας; Γιατί όταν μπορείς να έχεις μια αυθεντική εμπειρία να προτιμάς την ψεύτικη; Και τι να λέμε τώρα, μας απασχολούν οι μοτοσυκλέτες, ενώ φαίνεται πως τους νέους ούτε το sex τους συγκινεί πια... Ένας από τους κύριους λόγους όμως είναι η φανατικά ρισκοφοβική δυτικού τύπου κοινωνία μας, που φαίνεται να δαιμονοποιεί το ρίσκο και να ξοδεύει πολλή ενέργεια και πόρους για να εξαλείψει κάθε πιθανότητα κινδύνου από την ζωή μας, σε μια τεράστια, ουτοπική όμως προσπάθεια. Ένα από τα αποτελέσματα αυτής της προσπάθειας είναι η όλο και αυξανόμενη παραγωγή ηλιθίων. Οι άνθρωποι δεν μαθαίνουν πια να σκέφτονται και να κρίνουν, αλλά εκπαιδεύονται να περιμένουν από κάποιον άλλο να τους πει τι και πως πρέπει να κάνουν. Όταν αγοράζεις ένα καλό κράνος στις ΗΠΑ, η ζελατίνα του γράφει επάνω "DO NOT PAINT" και "DO NOT COVER". Πείτε μου τώρα, πόσο στόκος πρέπει να είσαι για να βάψεις την ζελατίνα του κράνους ή να την γεμίσεις αυτοκόλλητα και να μην βλέπεις μπροστά σου; Αντίστοιχα, υπάρχουν αυτή την στιγμή αυτοκίνητα παραγωγής που αν το επέτρεπε η νομοθεσία θα μπορούσαν να σε πάνε στον προορισμό σου χωρίς εσύ να κάνεις τίποτα. Θα μπορούσες να ρίξεις κι έναν υπνάκο. Ή, όπως επιτρέπει η σημερινή νομοθεσία, να πατήσεις ένα κουμπί και το αυτοκίνητό σου να ακολουθεί πιστά και με "ασφάλεια" το προπορευόμενο όχημα! Υπολογίστε και όλα τα συστήματα "ασφαλείας" που υπάρχουν, για να καταλάβετε πως οι αναβάτες και οι οδηγοί μετατρέπονται σε επιβάτες, με όλο και μικρότερη συμμετοχή στην οδήγηση.

Η πολιτικά ορθή και κοινώς αποδεκτή άποψη, όπως και η πολιτική της ΕΕ, λέει πως πρέπει να μειώσουμε τα ατυχήματα στο μηδέν. Σε πρώτη ανάγνωση δύσκολα θα μπορούσε κανείς να διαφωνήσει. Ευτυχώς όμως υπάρχουν και άνθρωποι που σκέφτονται εκτός της πεπατημένης, και που δίνουν και σε άλλους τροφή για σκέψη.

Ένας από αυτούς είναι και οι Ian Mutch, πρόεδρος του Βρετανικού Motorcycle Action Group, εξέφρασε μια ανατρεπτική άποψη που αξίζει να ακούσουμε και που θα έκανε όλους τους ζηλωτές της "ασφάλειας" να βγάλουν σπυράκια. Ακούστε τον:

"Δεν χρειάζεται να μειωθούν οι θάνατοι μοτοσυκλετιστών. Κι όπως πολλές υπερβολικές και ακραίες δηλώσεις, υπάρχει μια δόση αλήθειας μέσα της. Μερικές φορές, για να δεις μια κατάσταση από μια καλύτερη προοπτική, χρειάζεται να απομακρυνθείς για να δεις την αλήθεια. Κάτι σαν έναν πίνακα του Rolf Harris, με τον κίνδυνο να καταλήξεις σε αμφιλεγόμενο συμπέρασμα. Κι ακριβώς επειδή έχουμε σε μεγάλο βαθμό μετατραπεί σε μια κοινωνία που απεχθάνεται το ρίσκο, κάτι που πριν μερικές δεκαετίες φαινόταν απολύτως φυσικό, σήμερα φαντάζει για πολλούς σαν την μεγαλύτερη απειλή για τον Δυτικό πολιτισμό από τότε που οι Μογγολικές ορδές την έπεφταν στην Ευρώπη.

Οι μοτοσυκλετιστές σκοτώνονται πιο συχνά για κάθε χιλιόμετρο που διανύουν σε σχέση με τους οδηγούς αυτοκινήτων – εκπληκτικό! Ποιος θα το περίμενε! Πάνω σε τόσους τροχούς οδηγούμε, με μηδενική προστασία γύρω μας, σωστά; Το πρόβλημα είναι πως οι υπερπροστατευτικοί φανατικοί της ασφάλειας πιστεύουν πως μπορούν να βάλουν ως στόχο την μείωση των θανάτων μοτοσυκλετιστών στο ίδιο ποσοστό με αυτό των οδηγών αυτοκινήτων. Ναι, μπορεί να γίνει. Πως, θα με ρωτήσετε. Απλό – προσθέτουμε άλλους δύο τροχούς και ένα ατσάλινο περίβλημα γύρω – γύρω. Απλό.

Εντάξει, ας το παραδεχτούμε, οι μοτοσυκλέτες είναι επικίνδυνες. Ναι, ναι, ναι, πραγματικά το είπα αυτό. Όλοι ξέρουμε πως ο άλλος έφταιγε, πως ήταν ο δρόμος χάλια, πως ο καιρός "δεν βοήθησε" ή ότι άλλο θα θέλαμε να κατηγορήσουμε για την δική μας δυστυχία. Ό,τι και να πεις όμως, αν έχεις ατύχημα με μοτοσυκλέτα έχεις και πολύ περισσότερες πιθανότητες τραυματισμού ή θανάτου σε σχέση με το να χτυπήσεις κάτι με το αυτοκίνητο.

Οι ζηλωτές που σκέφτηκαν και υποστηρίζουν την καμπάνια "Vision Zero" (κανένας θάνατος), ζουν στον πλανήτη κούκου. Στον πραγματικό κόσμο τα πράγματα είναι διαφορετικά. Μερικά παιδιά δεν είναι "διανοητικά διαφοροποιημένα", είναι απλώς χαζά. Κάποιοι άνθρωποι δεν είναι ότι έχουν απολύτως αποδεκτές αναλογίες βάρους – ύψους που ξεφεύγουν από το μέσο όρο. Είναι απλώς θεόχοντροι. Ο αλπινισμός είναι πιο επικίνδυνος από την ανθοδετική, και το Everest έχει διάσπαρτες πάνω του τις αποδείξεις.

Ο κόσμος μας αντιμετωπίζει έναν υπερπληθυσμό φανατικών της ασφάλειας που υποκρίνονται πως πραγματικά απορούν με τις στατιστικές θανάτων των μοτοσυκλετιστών, σε σχέση με των αυτοκινητιστών, λες και πρόκειται για κάποια ασθένεια που μπορεί να αντιμετωπιστεί με αντιβίωση.

Οπότε, που θέλω να το πάω με αυτή την προβοκατόρικη οπτική; Φυσικά και θα ήταν υπέροχο αν μπορούσαν να μειωθούν οι θάνατοι από δυστυχήματα μοτοσυκλετιστών. Και ναι, χρησιμοποιώ τη λέξη "δυστυχήματα" και όχι "συμβάντα". Το δυστύχημα δεν είναι κάτι προσχεδιασμένο. Οι φανατικοί της ασφάλειας μέσα στον τρόμο και τον πανικό του κόσμου τους "κάποιος φταίει και θα έπρεπε να υπάρχει ένας νόμος γι' αυτό", δεν μπορούν να δεχτούν την ιδέα πως δυστυχήματα συμβαίνουν, οπότε ψάχνουν να βρουν εκφράσεις που να δείχνουν πως δεν θα έπρεπε να συμβαίνουν καθόλου.

Το ξαναλέω, θα ήταν πολύ καλό αν πέθαιναν λιγότεροι στους δρόμους μας. Αυτό όμως που πραγματικά θα έπρεπε να κάνουμε δεν είναι να αφιερώσουμε όλη μας την ενέργεια για να βελτιώσουμε τις στατιστικές, αλλά για να αλλάξουμε την νοοτροπία των νομοθετών, ώστε να αναγνωρίζουν πως υπάρχουν διαφορετικά επίπεδα ρίσκου στη ζωή, κι είναι μέρος της ίδιας της ζωής. Ο σεβασμός στο δικαίωμα κάθε ατόμου να κάνει τις επιλογές της ζωής του είναι τόσο ζωτικός για την ποιότητα ζωής μας όσο και το καθαρό, πόσιμο νερό. Αν φτάσουμε να εγκαταλείψουμε αυτή την θεώρηση της πραγματικότητας, τότε πρέπει να εγκαταλείψουμε και τα οποιαδήποτε επιχειρήματά μας υπέρ του μοτοσυκλετισμού.

Μιλώντας ως πρόεδρος του MAG, είμαι περήφανος που βοηθήσαμε να πραγματοποιηθούν οι καμπάνιες Bikesafe και Get a Grip (για καλούς συντελεστές τριβής στους δρόμους). Είμαι περήφανος για όλες μας τις λογικές προσπάθειες βελτίωσης της ασφάλειας των μοτοσυκλετιστών, που στρέφουν τους πολιτικούς προς χρήσιμες δράσεις αντί για δρακόντεια νομοθετικά μέτρα. Το MAG δεν καθορίζεται μόνο από αυτές τις προσπάθειες, όπως και η μοτοσυκλέτα δεν καθορίζεται μόνο από τον παράγοντα "ασφάλεια". Μοτοσυκλέτα σημαίνει απόλαυση και ελευθερία, και στόχος του MAG είναι να υπερασπίζεται την όρεξη γι' αυτά, παρά το γεγονός πως – άντε πάλι! – είναι μια δραστηριότητα πιο επικίνδυνη από άλλες. Όπως είχε πει κι ένας μπάτσος, "προσέχετε εκεί έξω, είναι επικίνδυνα». Αυτή είναι η ζωή."

Τα επιχειρήματά του μπορεί να φαίνονται αμφιλεγόμενα, αλλά είναι στατιστικά, και άρα μαθηματικά, σωστά. Οι θάνατοι είναι προϊόν του ρίσκου και του πλήθους των ανθρώπων που παίρνουν αυτό το ρίσκο. Σε μεγάλους πληθυσμούς, ο μηδενισμός των θανάτων έχει ως απαραίτητη προϋπόθεση να μην παίρνει ρίσκο κανείς απολύτως. Αν αυτό δεν είναι εφικτό ή επιθυμητό, τότε θα έπρεπε να συζητάμε για το ποιό είναι το αποδεκτό ποσοστό θνησιμότητας. Από την στιγμή όμως που το μη αποδεκτό ρίσκο είναι ένα μεγάλο φρένο για την μοτοσυκλέτα γενικότερα, χρειάζεται να μελετήσουμε περισσότερο ποια είναι η σχέση των πιο σημαντικών για την μοτοσυκλέτα κοινωνιών σήμερα, με το ρίσκο. Πάρτε έναν παγκόσμιο χάρτη, και ρίξτε μια ματιά σε όλη την νότια Ασία, από Ινδία μέχρι και Κίνα, εκεί βρίσκονται αυτές. Η θεώρηση για την ανθρώπινη ζωή και την αξία της είναι εκεί πολύ διαφορετική απ' ότι στο τόξο ΗΠΑ – Ευρώπη. Γνωστός μου που επέβλεπε την κατασκευή πλοίου σε ναυπηγείο στην Κίνα, μου είπε φρικαρισμένος πως όταν ένας εργάτης έπεσε από ψηλή σκαλωσιά κι έγινε αλοιφή στο πάτωμα, όσοι δούλευαν εκεί γύρω που έπεσε δεν σταμάτησαν ούτε λεπτό την εργασία τους, δεν ασχολήθηκαν με το συμβάν. Μετά, έχουμε εκεί κάτω και όσους έχουν βαθιά πίστη στην μετενσάρκωση, οπότε αν δεν αλλοτριωθούν ταχύτατα, κι αν η νεολαία τους δεν προσπεράσει τις μοτοσυκλέτες για άλλες δραστηριότητες που θα είναι πιο της μόδας στην χώρα τους, υπάρχει ελπίδα. Ο σφυγμός της μοτοσυκλέτας θα χτυπάει σε αυτές τις χώρες όλο και περισσότερο, κι αν ρίξετε μια ματιά στους μεγάλους κατασκευαστές, όλοι έχουν κάποια συνεργασία έτοιμη στην Ινδία και την Κίνα, ή την ετοιμάζουν. Δεν είναι μακριά η στιγμή που αυτές οι αγορές θα καθορίζουν και τι είδους μοτοσυκλέτες θα παράγονται. Μια τρελή σκέψη είναι να γράφουν στα παλιά τους τα παπούτσια το ρίσκο, και να ξαναζήσουμε εποχές που το γκάζι των μοτοσυκλετών ξεπερνούσε κατά πολύ τα πλαίσιά τους. Σε ένα πιο προσγειωμένο επίπεδο, οι κατασκευαστές έχουν αρχίσει να σχεδιάζουν και να παράγουν μοντέλα που απευθύνονται σε όσους δεν είναι μοτοσυκλετιστές, για να τους προσελκύσουν, όπως τα CTX 700 και CTX1300 στις ΗΠΑ. Τέτοια μοντέλα μπορεί να μην αρέσουν σε μας τους ήδη με διαμορφωμένη άποψη μοτοσυκλετιστές, αλλά μπορεί να προσελκύσουν μη μοτοσυκλετιστές. Κι όπως έχει δείξει η ιστορία, ανατροπές γίνονται, και μετά την ανατροπή έρχεται η ανάπτυξη. Και μετά τους επαναστάτες χωρίς αιτία έρχονται οι πιο χαριτωμένοι άνθρωποι που τους συναντάς να βολτάρουν με μοτοσυκλέτα.

editorial 537 - Τι ονειρεύεσαι;

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

31/7/2014

Είναι περίεργο που ένα ταξίδι το ονειρεύομαι πιο πολύ μετά παρά πριν; Ίσως γιατί μ’ ένα ταξίδι σου ανοίγει η όρεξη και για άλλα, ίσως γιατί μια εικόνα μόνο από το ταξίδι μπορεί να σου δώσει την αφορμή για πολλά ακόμα, όνειρα ή ταξίδια. Η εξόρμησή μας στην Ροδόπη, πίσω από τα σύνορα, έδωσε πλήθος τέτοιες εικόνες, έλυσε πολλές απορίες και δημιούργησε ακόμα περισσότερα όνειρα.

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 εξερευνούσαμε με τους Λαρισαίους φίλους τα μέρη της "δικής μας" Ροδόπης. Ζόρικα τότε τα πράγματα, τα σύνορα σοβαρή υπόθεση, ο στρατός παντού, περιοχές ολόκληρες αποκλεισμένες. Για να μπεις στα Πομακοχώρια, πάνω από την Ξάνθη, χρειαζόταν έγγραφη άδεια από την ασφάλεια της πόλης σου, στην οποία αναφερόταν τα πάντα, από τα οχήματα έως και τα άτομα της παρέας. Στρατιωτικό φυλάκιο με μπάρα, στον κεντρικό δρόμο, τσεκάριζε τόσο τους τουρίστες όσο και τους ντόπιους, που ζούσαν σε ελεγχόμενη περιοχή, χωρίς ελεύθερη διακίνηση. Δεν γνωρίζω να υπήρχε αυτό το καθεστώς πουθενά αλλού στην Ελλάδα. Οι άνθρωποι συνεσταλμένοι, πάντα ευγενικοί, τα χωριά πεντακάθαρα, στις βρύσες πάντα κύπελλο για να πίνει αυτή η φιγούρα που μάλλον έχει εκλείψει πια, ο διαβάτης. Άλλος κόσμος.

Επειδή όμως πάντα μας τραβούσαν τα κενά του χάρτη, κολλήσαμε στην περιοχή που χοντρικά εκτείνεται από το Κάτω Νευροκόπι ως τα Πομακοχώρια, σ’ αυτά τα ατέλειωτα δάση της Ροδόπης με τα μυθικά ονόματα Καράντερε, Ζαγκραντένια, Λεπίδα, Τσάκαλος, Μπαρτάκοβα... Τα εξερευνήσαμε βήμα βήμα και ροδιά ροδιά, χωνόμασταν σε κάθε δρόμο όσο παρατημένος κι αν ήταν, μέχρι που βγαίναμε κάπου ή αναγκαζόμασταν να γυρίσουμε πίσω. Τότε, τα μηχανάκια της παρέας δεν θα μπορούσαν να είναι πιο ετερόκλητα... Από Χουσκβάρνες Βέ Αρ τετρακόσα και Ταφ Έψιλον πέντε-δέκα, μέχρι Ιξάρ ιξακουσάρ για μένα, ως Μοντέζες Ήτα Εφτά δυόμισι και τρία-εξήντα, αλλά και Ιξιλάρ ένα-εικοσπέντε και Καέλ δυόμισι και Μεζέ Ιτιζέντ εκατό πενήντα, αλλά και Ιξελές πεντακόσια... Τέτοια τρέλα μας είχε πιάσει με το Καράντερε, που μια φορά ξεκίνησα δικάβαλος με δίχρονο Cagiva 125 Cruiser από Αθήνα, φορτωμένο με τα πάντα...

Εκεί πάνω μάθαμε πως όταν τα δρομάκια που καταλήγουν σε μικρό πλάτωμα "αναστροφής", τα σύνορα ήταν πάντα κοντά. Από το Ε/Φ Τσάκαλος, τότε που είχε ακόμα φαντάρους, πριν το αφήσουν να ρημάξει αντί να γίνει καταφύγιο ή κάτι χρήσιμο, βλέπαμε τις υπερυψωμένες σκοπιές των Βουλγάρων, κι αναρωτιόμασταν πως να είναι από την άλλη μεριά. Σύντομα αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε πως τα σύνορα, παρά το χαντάκι και τα άσπρα κολωνάκια, ήταν απλά διακοσμητικά. Πώς να ελέγξεις τόσα βουνά, τόσα περάσματα; Βρίσκαμε μονοπάτια που ξεκινούσαν από το "Ελληνικό" και περνούσαν ακάθεκτα στο "Βουλγάρικο", όπως έκαναν χιλιάδες χρόνια τώρα. Συναντούσαμε τύπους που έξαλλοι μας απειλούσαν με καραμπίνες, γιατί φοβόντουσαν μήπως τους χαλάσουμε τις βρωμοδουλειές και τα λαθρεμπόριά τους... Βρίσκαμε καλύβες σε ξέφωτα κοντά στα σύνορα, με επιγραφές στα Βουλγάρικα στους τοίχους τους και τσοντοεφημερίδες στα κυριλλικά πεταμένες στο πάτωμά τους... Πετυχαίναμε Βούλγαρους φαντάρους να κόβουν βόλτες στο ελληνικό έδαφος, κι ακούγαμε ιστορίες για δεσμούς μεταξύ των πληθυσμών που κρατούσαν από πριν τα κλειστά σύνορα, από τότε που οι Σαρακατσαναίοι βόσκαγαν όλη την περιοχή και μετακινούνταν ελεύθερα και στις δύο χώρες. Αλλά ήρθε ο πόλεμος και μετά τον πόλεμο ήρθαν οι κολεκτίβες, και μια μέρα, αρχές δεκαετίας του ’50 φθινόπωρο, όπως κατέβαιναν οι Σαρακατσαναίοι τα βουνά, ο Βουλγάρικος στρατός είχε μπλοκάρει τα περάσματα, τα καμιόνια έτοιμα, τα πρόβατα φορτώθηκαν όλα εκτός από πέντε για κάθε οικογένεια, η κάθοδος στην Ελλάδα απαγορεύτηκε. Τα σκυλιά, λένε οι ιστορίες, γύρισαν μόνα τους στα χειμαδιά.

 

Οι άνθρωποι σπάνιζαν εκεί πάνω, μόνο κάποιους δασεργάτες συναντούσαμε, αλλά από ζώα άλλο καλό. Ελάφια ακούγαμε, ζαρκάδια βλέπαμε, αετούς, αγριόγατους, ίχνη και σκατούλες από αρκούδες, τα πάντα όλα. Τα χωριά όμως που κάποτε υπήρχαν εκεί πάνω, σήμερα είναι μόνο κάτι σωροί από πέτρες, κάτι μάντρες, κάτι γεφύρια, ένα μονοπάτι. Κι όταν επιτέλους πέρασα τα σύνορα για να δω και την άλλη μεριά για πρώτη φορά, ήταν Φεβρουάριος κι είχε δυό μέτρα χιόνι, αλλά τα χωριά ήταν όλα ζωντανά, γεμάτα κόσμο, οι δρόμοι ανοιχτοί, χωριά στα 1350 μέτρα υψόμετρο κι ακόμα ψηλότερα, ξέρετε, από αυτά που στην Ελλάδα εγκαταλείπονται το χειμώνα από τους λιγοστούς κατοίκους τους.

Σήμερα που τα ταξίδια είναι πιο εύκολα και τα σύνορα πιο προσιτά, αφού Βουλγαρία πηγαίνεις μόνο με ταυτότητα και δεν υπάρχει πια το άγχος της φύλαξης των παραμεθόριων περιοχών από "κατασκόπους", μπορούμε να περιπλανηθούμε πίσω από τα σύνορα και να δούμε πώς μια γραμμή στο χάρτη αλλάζει τη ζωή των ανθρώπων. Είναι χαρακτηριστικό πως μέχρι το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα υπήρχαν πάρα πολλές διαβάσεις μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, όσο οι μετακινήσεις γινόταν με τα πόδια, κι όσο τα καραβάνια με τα αλογομούλαρα και τις καμήλες μετέφεραν εμπορεύματα. Ο πόλεμος τα άλλαξε όλα αυτά, τα ορεινά περάσματα επίσημα έκλεισαν, οι αμαξιτοί δρόμοι βλέπετε ελέγχονταν πολύ πιο εύκολα, τα καθεστώτα ήταν ενάντια στην επαφή και την διακίνηση, ανθρώπων, εμπορευμάτων, ιδεών...

Ένα πράγμα που ζήλεψα, απ’ αυτά που είδα στο ταξίδι μας, ήταν τα εκατοντάδες χιλιόμετρα σηματοδοτημένων μονοπατιών, που συνεχίζουν να θυμίζουν πως ήταν και πως είναι ακόμα, για όσους θέλουν να μετακινούνται με φυσικό τρόπο, οι δρόμοι σε ανθρώπινο μέτρο. Είσαι ας πούμε στο Smolyan, το παλιό Πασμακλή, και βλέπεις πινακίδες σήμανσης μονοπατιού για Gotse Delchev, το Άνω Νευροκόπι, που σε ευθεία γραμμή είναι 80 χιλιόμετρα μακριά. Όλη την περιοχή που περιηγηθήκαμε την διασχίζουν προς κάθε κατεύθυνση σηματοδοτημένα και μη μονοπάτια, και μερικά ήταν πολύ προκλητικά... Πολύ θα το ήθελα να περπατήσω από χωριό σε χωριό, παράλληλα με τα σύνορα, πολύ θα το ήθελα να κατασκηνώσω με την εντουροπαρέα μου στις όχθες της Siroka Poljana και να χάνομαι κάθε μέρα στα ατέλειωτα δάση. Βλέπαμε τα δρομάκια, βλέπαμε τα μονοπάτια, λίγο θέλαμε να ξεχάσουμε και MEGA TEST και φωτογραφήσεις και επιστροφή στην Αθήνα, και να μείνουμε εκεί πάνω παλεύοντας με τα θηρία.

Εντύπωση επίσης μου έκανε πως ΟΛΑ τα παραμεθόρια χωριά είχαν συγκοινωνία, με τα φοβερά βανάκια UAZ-452, που το παρατσούκλι τους λόγω σχήματος είναι "φρατζόλες". Και θεωρώ πολύ πιο οικο-λογική την χρήση του ίδιου τύπου αυτοκινήτου από το 1960 μέχρι σήμερα, με κάποιες λίγες βελτιώσεις. Όπως και οι μοτοσυκλέτες που χρησιμοποιούνται από τότε στα βουλγάρικα βουνά, οι ΙΖΗ Planeta 350, κι εξακολουθούν να φροντίζουν την μετακίνηση των κατόχων τους. Μπορεί τα UAZ να μην είναι ό,τι πιο σύγχρονο και άνετο και με εικοσιεφτά αερόσακους, αλλά υπάρχουν, εξακολουθούν να δουλεύουν και το κυριότερο, φροντίζουν για την συγκοινωνία των χωριών.

Κάτι άλλο που θα ονειρευόμουν και για την δική μου χώρα, και που ισχύει στην βουλγάρικη μεθόριο, είναι η πανταχού παρούσα δασική της υπηρεσία. Σ’ έναν τόπο με 90% δασοκάλυψη, καταλαβαίνετε πόσο σημαντικό είναι αυτό. Φαίνεται βέβαια, από τα εγκαταλελειμμένα κτίρια στα βουνά, πως κάποτε η δασική τους υπηρεσία ήταν πολυπληθέστερη, αλλά ακόμα κι έτσι είχαν φύλαξη όλων των κεντρικών διασταυρώσεων, όπως και συνεχή παρουσία στους δασικούς δρόμους. Δασικός σταμάτησε, ενώ ήμασταν ήδη κατασκηνωμένοι σε ένα από τα πολλά κιόσκια-camp, και μας σύστησε να ανάβουμε φωτιά μόνο εκεί. Πραγματικά χαρήκαμε που έδειχναν τέτοιο ενδιαφέρον, πουθενά δεν είδαμε καμένα, πουθενά παλιά φωτιά πέρα από τα μέρη που επιτρέπεται. Ευτυχώς, σκεφτόμουν, που δεν μιλάω βουλγάρικα, γιατί, τι θα του έλεγα; Πως τα δάση της Ελλάδας τα έχει ρημάξει η λαθροϋλοτομία, ειδικά τα τελευταία χρόνια; Πως έφευγαν νταλίκες φορτωμένες λαθραία ξυλεία, ακόμα κι από νησιά όπως η κατακαμένη Κεφαλλονιά, και κανείς δεν νοιαζόταν;

 

Έβλεπα τα δικά τους ζωντανά ορεινά χωριά, κι ονειρευόμουν να μπορούσαν να ξαναγίνουν και τα δικά μας έτσι. Η συντριπτική πλειοψηφία των χωριών που είδαμε το καταφέρνουν αυτό χωρίς εισοδήματα από τον τουρισμό. Ένα σημείο κλειδί πρέπει να είναι ότι το κάθε σπίτι έχει τον κήπο του όπου καλλιεργεί τα λαχανικά του, συν κάποια οικόσιτα ζώα. Μπορεί στα δικά μας κυριλέ –τρομάρα μας- μάτια να μοιάζουν φτωχικά, και να είναι, υπάρχει όμως μια μεγάλη αξιοπρέπεια στην μερική, έστω, αυτάρκεια.

Παρατηρούσαμε πως πολλοί έκαναν εξορμήσεις στα δάση και μάζευαν μανιτάρια, βατόμουρα κι άλλα καλά του δάσους, τα οποία μαζί με την περίσσεια των λαχανικών θα συντηρηθούν για να φαγωθούν τον χειμώνα. Αλλά εμείς θέλουμε να είναι όλα αγοραστά, μάρκα τάδε, και επίσημα πια, να τρώμε μόνο μεταλλαγμένα της Monsanto. Ακούστε και τον Πούτιν σχετικά με τα μεταλλαγμένα, και συγκρίνετε τις απόψεις του με αυτές των Ελλήνων πολιτικών.

Θαυμάσαμε τις τεχνητές λίμνες τους, τέσσερις μεγάλες στην περιοχή που επισκεφτήκαμε, κι είδαμε πόσο τις χαίρονται τα Σαββατοκύριακα οι κάτοικοι των γύρω περιοχών. Κατασκηνώνουν στις όχθες τους, κάνουν καγιάκ, βόλτες με τις βάρκες τους, ρίχνουν κι ένα ξεγυρισμένο ψάρεμα για το φαγητό τους. Στις δικές μας, τα πάντα απαγορεύονται, γιατί δεν ανήκουν φαίνεται στο ελληνικό κράτος, αλλά στη ΔΕΗ ή κι εγώ δεν ξέρω σε ποιόν.

Ονειρεύομαι να μπορούσα να τριγυρίζω εκεί στην Ροδόπη πίσω απ’ τα σύνορα για μήνες, χρόνια... Με τα πόδια, με εντούρο, με on-off, με αυτοκίνητο, με UAZ και IZH και με τα κάρα των τσιγγάνων που συναντήσαμε. Να περπατήσω πάλι τα ξεχασμένα ορεινά περάσματα που ένωναν κάποτε τους τόπους, όταν δεν τους χώριζαν τα σύνορα και οι "αγορές", όπως το κάνουν σήμερα. Να μπορούσα να καταλάβω πως έχουν βιώσει αυτοί οι άνθρωποι τις δεκαετίες που πέρασαν, να καταλάβω γιατί αυτή η γιαγιά στη Mugla είχε τόσο μεγάλο ενδιαφέρον να μας δείξει από που πάει το μονοπάτι για Trigrad, αυτό που περνάει από τα τσαΐρια με τις λιμνούλες, ψηλά στο βουνό. Να ζήσω για λίγο στο Trigrad, να βγω εντουράδα με τους ντόπιους, να καταλάβω και τι σημαίνει γι’ αυτούς ένα τζαμί και μια εκκλησία δίπλα δίπλα. Να μάθω την καταγωγή των κατοίκων του Gela, που δηλώνει γενέτειρα του Ορφέα, και που οι φωτογραφίες τους έξω από την Αγία Τριάδα θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι παλιές από τα δικά μας Βλαχοχώρια. Για να είναι από δω, ο Ορφέας μάλλον τσομπάνος θα ήταν, και θα έπαιζε την μουσική του όσο έβοσκε τα γελάδια του. Ή ξυλοκόπος, γιατί τι άλλο να κάνει κανείς εδώ; Ίσως κάποιες τέχνες που τώρα πια έχουν ξεχαστεί.

 

Τι καλύτερο; Λίγο λίγο τα όνειρά σου να γίνονται ταξίδια, βόλτες, παρέες, τοπία, άνθρωποι με τους οποίους δεν έχεις κοινή γλώσσα, αλλά εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε-γέλασε, κάπως την βρίσκεις την άκρη, αυτή την άκρη των αόρατων νημάτων που συνδέουν όλους τους Βαλκάνιους. Γειτονιά μας είναι, κι η μοτοσυκλέτα είναι ακόμα ένας τρόπος για να την γνωρίσουμε, και να κάνουμε ακόμα περισσότερα όνειρα πίνοντας με την παρέα μας μπύρα Kamenitza, σε κάποιο φιλόξενο κιόσκι της Ροδόπης. Και κάπου εκεί ίσως καταλάβουμε πως όταν ένας καβαλάρης με την μοτοσυκλέτα του συναντιέται στα οροπέδια του Sveti Petar με έναν καβαλάρη τσιγγάνο και χαιρετιούνται, έχουν περισσότερα κοινά να τους ενώνουν, παρά διαφορές που τους χωρίζουν.