editorial 519 - Tώρα είναι η ευκαιρία!

Από το

Μαύρο Σκύλο

1/2/2013

Ακούς παράπονα από παντού. Για τα μαγαζιά, για τα συνεργεία, για τις αντιπροσωπείες. Και με την σειρά τους, τα μαγαζιά, τα συνεργεία και οι αντιπροσωπείες κάνουν τα δικά τους παράπονα. Κι όταν τους ρωτήσεις, η στάνταρ απάντηση είναι η κρίση: Δεν έχουμε δουλειά. Και τι κάνουν γι’ αυτό; Το περίεργο είναι πως οι περισσότεροι κάνουν ό,τι μπορούν για να μην πουλήσουν. Ναι, ειδικά αυτή την εποχή, που κάθε πώληση μετράει, δείχνουν σαν να αδιαφορούν. Απίστευτο και όμως αληθινό.

Μια ματιά στα στοιχεία των πωλήσεων δίνει μια πρώτη εξήγηση. Οι μοτοσυκλέτες αποτελούν μόνο το 10% της αγοράς, το υπόλοιπο 90% είναι παπιά και σκούτερ. Ο τζίρος των αντιπροσωπειών, και κατ’ επέκταση των καταστημάτων, έχει πέσει δραματικά. Οι αιτίες γνωστές, λεφτά δεν υπάρχουν, τα δάνεια έχουν τελειώσει, κανείς δεν περιμένει πως αύριο κάτι θα αλλάξει. Οι αντιπροσωπείες έχουν αρχίσει να "ξεχνούν" τις μοτοσυκλέτες, και να περιορίζονται στα παπιά και τα σκούτερ, που έχουν όμως πολύ μικρότερο περιθώριο κέρδους. Χάνουν έτσι μια πολύ καλή ευκαιρία: Τώρα που οι αντίπαλοί τους κοιμούνται, μπορούν να τους πιάσουν στον ύπνο, και μόλις η κατάσταση αρχίσει να αναστρέφεται, και να κυκλοφορεί και πάλι χρήμα στην αγορά, να είναι εκείνοι που θα έχουν την καλύτερη εικόνα και θα είναι έτοιμοι να κάνουν τις μεγαλύτερες πωλήσεις. Το 2012, πουλήθηκαν στην Ελλάδα σχεδόν 3.300 μοτοσυκλέτες, κι ακόμα κι αν υποθέσουμε πως δεν προβλέπεται να αυξηθούν το 2013, γιατί η κάθε αντιπροσωπεία να μην προσπαθεί να είναι εκείνη που θα πουλήσει τις περισσότερες; Δεν ισχύει βέβαια για όλους, αλλά ο κανόνας πια είναι πως αρκετά μοντέλα θα έρχονται μόνον κατόπιν παραγγελίας, χωρίς ο υποψήφιος αγοραστής να έχει δει το όνειρό του από κοντά, ή να το έχει οδηγήσει σε ένα test ride. Κάτι σαν γουρούνι στο σακί. Και για να περάσουμε και στην δική μας δουλειά εδώ στο ΜΟΤΟ, που είναι προς όφελος της ενημέρωσης των αναγνωστών μας, αν μια αντιπροσωπεία δεν μας στείλει στην παρουσίαση του νέου μοντέλου, κι όταν έρθει στην Ελλάδα δεν το βγάζει για τεστ, ούτε το διαφημίζει, τότε πολύ γρήγορα και το μοντέλο αλλά και η ίδια η εταιρία βγαίνει από τις επιλογές των αγοραστών. Μάτια που δεν βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται. Ο ρόλος του ειδικού τύπου και των test rides δεν αναπληρώνεται από δελτία τύπου στα social media, ούτε από το site της εταιρίας στο internet. Οι μύθοι και η εικόνα της κάθε μοτοσυκλέτας χτίζεται με χιλιόμετρα στους δρόμους, χτίζεται από την αίσθηση που παίρνουν όσοι την οδηγούν, από το αν θα τους μιλήσει κατ’ ευθείαν στην καρδιά ή όχι.

 

Κι εμείς στο ΜΟΤΟ επαγγελματίες του χώρου της μοτοσυκλέτας είμαστε. Πουλάμε γνώσεις, όνειρα, εμπειρίες και συναισθήματα για να ζήσουμε. Ζοριζόμαστε, ναι, αλλά η ίδια η μοτοσυκλέτα μας δίνει αρκετή ενέργεια για να συνεχίσουμε, και προσπαθούμε συνέχεια να βρίσκουμε τρόπους να γινόμαστε καλύτεροι. Η κρίση φυσικά μας έχει χτυπήσει κι εμάς, αλλά αυτό δεν έγινε δικαιολογία ούτε για να ρίξουμε την ποιότητά μας ούτε για να κάτσουμε στ’ αυγά μας και να μιζεριάζουμε. Για παράδειγμα, σ’ αυτό το τεύχος θα βρείτε την πρώτη μιας σειράς δοκιμών παλαιότερων μοτοσυκλετών, που δεν είναι πια σε παραγωγή αλλά εμείς θεωρούμε πως αξίζουν ακόμα. Πως είναι σήμερα; Τι κερδίζεις και τι χάνεις σε σχέση με ένα καινούργιο; Τι αξεσουάρ και βελτιώσεις κυκλοφορούν στην αγορά; Βάζουμε το μυαλό μας να δουλέψει για να κάνουμε τα άρθρα μας όσο το δυνατόν πιο πλήρη, και μετά τα δίνουμε στην δική σας κρίση, κι αν σας αρέσουν, θα αγοράσετε και το επόμενο τεύχος μας. Έτσι πάει, κρινόμαστε σε κάθε τεύχος, σε κάθε άρθρο. Αντίστοιχη προσπάθεια θα ήθελα να βλέπω από όλους τους επαγγελματίες του χώρου της μοτοσυκλέτας, σε όλα τα επίπεδα. Είναι πια θέμα επιβίωσης για πολλούς, το γνωρίζω, αλλά για να επιβιώσεις σήμερα δεν αρκεί να κάνεις ότι έκανες και χτες. Οι επιλογές πάντα υπάρχουν. Απαθής ή δραστήριος; Έτσι έμαθα κι έτσι κάνω, ή βρίσκω νέους τρόπους; Περιμένω αραχτός στο μαγαζί μου μπας και μπει πελάτης ή τον φέρνω γιατί κάτι έχω να προσφέρω που τον ενδιαφέρει;

Για να αλλάξει κανείς κάτι, χρειάζεται πρώτα να εντοπίσει και να αποδεχτεί το πρόβλημα. Αν δεν το κάνει αυτό, καμία λύση δεν πρόκειται να βρεθεί. Κι όταν βάλεις στο μυαλό σου πως στεγανά δεν υπάρχουν, πως αυτό που θα φέρει κόσμο στο μαγαζί σου μπορεί να είναι και άσχετο με το τι ακριβώς πουλάς και με το πόσο το πουλάς, πολλά μπορούν να γίνουν.

Θαυμάζω την καμπάνια με τις παστίλιες των Γιατρών Χωρίς Σύνορα, "Παστίλιες για τον πόνο του άλλου. Εσύ τις παίρνεις, κάποιοι άλλοι σταματούν να πονάνε". Έξυπνο και αποτελεσματικό, σου κινεί το ενδιαφέρον και σε παρακινεί να κάνεις κάτι. είναι καιρός να δούμε κάτι αντίστοιχο και στην μοτοσυ

 

---------------------------------------------------------------------------------

Διακοπή. Κενό. Βαθιά ανάσα. Όχι ρε πούστη. Μόλις έμαθα ότι χτες, 22 Ιανουαρίου του 2013, σκοτώθηκε ο Kevin Ash, φίλος μου και συνεργάτης του ΜΟΤΟ. Το ατύχημα έγινε στην Νότια Αφρική, οδηγώντας στην παρουσίαση του νέου GS. To πως ακριβώς, δεν το ξέρουμε και δεν έχει και σημασία πια. Αυτό που έχει σημασία, είναι πως στον κόσμο μας υπήρχε μια θέση για τον Kevin, ενώ τώρα υπάρχει ένα κενό. Αυτός ο χώρος που γέμιζε με το χιούμορ, την εξυπνάδα του και τις γνώσεις του, αυτός ο χώρος που κάθε φορά απολάμβανα όταν βρισκόμουν εκεί, τώρα φιλοξενεί μόνο τις αναμνήσεις μας από κείνον, αλλά δεν έχει ζωή.

Δεν θυμάμαι αν τον είχα γνωρίσει πριν την παρουσίαση του Ducati 916, το ’93, εκεί όμως ήμασταν μαζί. Ο Kevin δεν ήταν ο τυπικός Άγγλος δημοσιογράφος. είχε ένα σπάνιο συνδυασμό βαθιάς γνώσης και παιχνιδιάρικης διάθεσης, πάντα με το χαμόγελο, πάντα έτοιμος για την πιο βαθιά συζήτηση ή την πιο διασκεδαστική πλάκα. Για είκοσι χρόνια η δουλειά μας μας έφερε πολλές φορές κοντά, από τα σοκάκια του Tokyo ως τα casino του Las Vegas, κι ο Kevin ήταν πάντα η καλύτερη παρέα για μένα. Θα μου λείψει πολύ.

 

Πρόσφατα, τον είχαν ρωτήσει τι είναι η απόλυτη ευτυχία για κείνον: "Οδηγώντας μοτοσυκλέτα, υπάρχουν στιγμές που η συγκέντρωσή σου είναι τόσο έντονη, ώστε ο υπόλοιπος κόσμος, η ζωή σου, οι στεναχώριες σου, οι αναμνήσεις σου, τα πάντα φεύγουν από το μυαλό σου καθώς εστιάζεις στο τώρα. Αυτό μπορεί να συμβεί με μια καλοζυγισμένη μοτοσυκλέτα σε ένα αισθησιακό στροφιλίκι, ή με ένα πανίσχυρο αλλά επικοινωνιακό superbike σε μια υπέροχη πίστα. Δεν πιστεύω πως υπάρχει η απόλυτη ευτυχία, αλλά πάνω σε μια μοτοσυκλέτα, μπορείς να πλησιάσεις αρκετά. Μπορώ να σκεφτώ και μερικά άλλα πράγματα, χωρίς μοτοσυκλέτα... "

Και η αγαπημένη του διαδρομή; "Οποιαδήποτε διάσχιση των Άλπεων. Αν υπάρχει κάτι που ξεκαθαρίζει γιατί οι μοτοσυκλέτες είναι καλύτερες από τα αυτοκίνητα, αυτό είναι. Έχεις την εμπειρία της διαδρομής μέσω της πτώσης της θερμοκρασίας, νιώθεις την παγωνιά στον αέρα, το πόσο κοντά στο χάος είναι η άκρη του δρόμου σε μια δύσκολη στροφή. Έχεις το νου σου συνέχεια στην πρόσφυση, μουσκεύεις καθώς περνάς μέσα από τα σύννεφα, κρυώνεις στην κορυφή του διάσελου, ίσως σταματήσεις για να ντυθείς πιο ζεστά, και μετά, καθώς κατεβαίνεις, νιώθεις τη ζεστασιά να επιστρέφει, την υγρασία να αυξάνεται, τη μυρωδιά της βλάστησης να αλλάζει από την φρέσκια των ελάτων στην πιο βαριά της γύρης, τα έντομα αρχίζουν ξανά να στουκάρουν στην ζελατίνα του κράνους σου. Συμμετέχεις στην διαδρομή και το περιβάλλον της, δεν παρατηρείς απλώς κλεισμένος πίσω από ένα παρμπρίζ, μέσα σε ένα άνετο κλιματιζόμενο κουτί, μυρίζοντας μόνο τα σάντουιτς που είχες αγοράσει στο βενζινάδικο."

Ήταν αισιόδοξος για το μέλλον της μοτοσυκλέτας; "Μεσοπρόθεσμα, ναι. Ο φόβος που έχουμε για την νομοθεσία καταλήγει να είναι χειρότερος από τους νόμους που τελικά ψηφίζονται. Θυμάμαι πως όλοι έλεγαν πως η νομοθεσία για τους ρύπους θα σκοτώσει την μοτοσυκλέτα, ή πως το όριο των 100 ίππων θα μας αποθαρρύνει. Κι όμως, τα όρια ρύπων για τις μοτοσυκλέτες είναι χαλαρά σε σχέση με των αυτοκινήτων, και έχουμε περισσότερα γκάζια από ποτέ. Όσο για το όριο των 100 ίππων, μόνο η Γαλλία είχε μείνει να το έχει, χωρίς καμία απόδειξη πως έτσι καταφέρνει κάτι. Μακροπρόθεσμα όμως, η κοινωνία μας τρομοκρατείται τόσο πολύ από κάθε είδους ρίσκο, που, για όνομα του θεού, δεν επιτρέπεται στην μικρή μου κόρη να τρέχει στην παιδική χαρά. Πως θα φαίνονται στις επόμενες γενιές αυτά τα περίεργα οχήματα που δεν έχουν αερόσακους και ζώνες παραμόρφωσης, κι επιπλέουν πέφτουν κάτω κιόλας; Φοβάμαι πως οι μοτοσυκλέτες απλά θα φαίνονται πολύ τρομακτικές, και πιστεύω πως ο μοτοσυκλετισμός θα υποφέρει πολύ από έλλειψη νέου αίματος. "

Και πως νιώθεις αυτή την εποχή; "Ήρεμος και ευχαριστημένος. Δεν θα μπορούσα να σκεφτώ κάποια καλύτερη δουλειά να κάνω, και το να είσαι ελεύθερος συνεργάτης περιοδικών και εφημερίδων είναι καλύτερο από το να δουλεύεις μόνο για ένα περιοδικό, δεν έχεις να σκέφτεσαι την εξέλιξη της καριέρας σου, μια καλύτερη θέση. Είναι σκληρή δουλειά αλλά αυτό την κάνει και πιο ικανοποιητική, μου αρέσει να γράφω, να ταξιδεύω και να οδηγώ μοτοσυκλέτες, κι αυτό ακριβώς κάνω. Έχω και μια υπέροχη οικογένεια, τι άλλο θα μπορούσα να ζητήσω; Εντάξει, αυτό το λόττο της περασμένης εβδομάδας με τα 80 εκατομμύρια ευρώ καλό θα ήταν... "

 

Αυτός ήταν ο Kevin. Κι επειδή μερικοί ίσως σκεφτούν το συνηθισμένο "πέθανε κάνοντας αυτό που αγαπούσε", διαβάστε τι έγραψε η μεγάλη κόρη του:

"Η φράση "πέθανε κάνοντας αυτό που αγαπούσε", μπορεί να έρθει στο μυαλό σας, θα ήθελα όμως να το αρνηθώ κατηγορηματικά. Αγαπούσε την οικογένειά του ακόμη περισσότερο, όπως τον αγαπούσαμε κι εμείς. Είμαι η μεγαλύτερη κόρη του, και μόλις πρόσφατα άρχισα να καταλαβαίνω πλήρως πόσο στα σοβαρά έπαιρνε τον ρόλο του πατέρα. Ήταν ήδη στο αεροδρόμιο για να φύγει σε κάποια αποστολή, και τον πήρα κλαίγοντας τηλέφωνο. Η αυθόρμητη αντίδρασή του ήταν να ακυρώσει το ταξίδι και να γυρίσει σπίτι για να μου κάνει μάθημα τριγωνομετρίας όλο το βράδυ. Την επόμενη μέρα είχα εξετάσεις. Ό,τι κι αν έκανε ήταν για τα παιδιά και την γυναίκα του, άντε και λίγο για την γάτα του.

Οι γονείς μου αγαπιούνταν πολύ, κι ελπίζω κάποια μέρα να μάθουμε να ζούμε χωρίς εκείνον. "

editorial 537 - Τι ονειρεύεσαι;

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

31/7/2014

Είναι περίεργο που ένα ταξίδι το ονειρεύομαι πιο πολύ μετά παρά πριν; Ίσως γιατί μ’ ένα ταξίδι σου ανοίγει η όρεξη και για άλλα, ίσως γιατί μια εικόνα μόνο από το ταξίδι μπορεί να σου δώσει την αφορμή για πολλά ακόμα, όνειρα ή ταξίδια. Η εξόρμησή μας στην Ροδόπη, πίσω από τα σύνορα, έδωσε πλήθος τέτοιες εικόνες, έλυσε πολλές απορίες και δημιούργησε ακόμα περισσότερα όνειρα.

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 εξερευνούσαμε με τους Λαρισαίους φίλους τα μέρη της "δικής μας" Ροδόπης. Ζόρικα τότε τα πράγματα, τα σύνορα σοβαρή υπόθεση, ο στρατός παντού, περιοχές ολόκληρες αποκλεισμένες. Για να μπεις στα Πομακοχώρια, πάνω από την Ξάνθη, χρειαζόταν έγγραφη άδεια από την ασφάλεια της πόλης σου, στην οποία αναφερόταν τα πάντα, από τα οχήματα έως και τα άτομα της παρέας. Στρατιωτικό φυλάκιο με μπάρα, στον κεντρικό δρόμο, τσεκάριζε τόσο τους τουρίστες όσο και τους ντόπιους, που ζούσαν σε ελεγχόμενη περιοχή, χωρίς ελεύθερη διακίνηση. Δεν γνωρίζω να υπήρχε αυτό το καθεστώς πουθενά αλλού στην Ελλάδα. Οι άνθρωποι συνεσταλμένοι, πάντα ευγενικοί, τα χωριά πεντακάθαρα, στις βρύσες πάντα κύπελλο για να πίνει αυτή η φιγούρα που μάλλον έχει εκλείψει πια, ο διαβάτης. Άλλος κόσμος.

Επειδή όμως πάντα μας τραβούσαν τα κενά του χάρτη, κολλήσαμε στην περιοχή που χοντρικά εκτείνεται από το Κάτω Νευροκόπι ως τα Πομακοχώρια, σ’ αυτά τα ατέλειωτα δάση της Ροδόπης με τα μυθικά ονόματα Καράντερε, Ζαγκραντένια, Λεπίδα, Τσάκαλος, Μπαρτάκοβα... Τα εξερευνήσαμε βήμα βήμα και ροδιά ροδιά, χωνόμασταν σε κάθε δρόμο όσο παρατημένος κι αν ήταν, μέχρι που βγαίναμε κάπου ή αναγκαζόμασταν να γυρίσουμε πίσω. Τότε, τα μηχανάκια της παρέας δεν θα μπορούσαν να είναι πιο ετερόκλητα... Από Χουσκβάρνες Βέ Αρ τετρακόσα και Ταφ Έψιλον πέντε-δέκα, μέχρι Ιξάρ ιξακουσάρ για μένα, ως Μοντέζες Ήτα Εφτά δυόμισι και τρία-εξήντα, αλλά και Ιξιλάρ ένα-εικοσπέντε και Καέλ δυόμισι και Μεζέ Ιτιζέντ εκατό πενήντα, αλλά και Ιξελές πεντακόσια... Τέτοια τρέλα μας είχε πιάσει με το Καράντερε, που μια φορά ξεκίνησα δικάβαλος με δίχρονο Cagiva 125 Cruiser από Αθήνα, φορτωμένο με τα πάντα...

Εκεί πάνω μάθαμε πως όταν τα δρομάκια που καταλήγουν σε μικρό πλάτωμα "αναστροφής", τα σύνορα ήταν πάντα κοντά. Από το Ε/Φ Τσάκαλος, τότε που είχε ακόμα φαντάρους, πριν το αφήσουν να ρημάξει αντί να γίνει καταφύγιο ή κάτι χρήσιμο, βλέπαμε τις υπερυψωμένες σκοπιές των Βουλγάρων, κι αναρωτιόμασταν πως να είναι από την άλλη μεριά. Σύντομα αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε πως τα σύνορα, παρά το χαντάκι και τα άσπρα κολωνάκια, ήταν απλά διακοσμητικά. Πώς να ελέγξεις τόσα βουνά, τόσα περάσματα; Βρίσκαμε μονοπάτια που ξεκινούσαν από το "Ελληνικό" και περνούσαν ακάθεκτα στο "Βουλγάρικο", όπως έκαναν χιλιάδες χρόνια τώρα. Συναντούσαμε τύπους που έξαλλοι μας απειλούσαν με καραμπίνες, γιατί φοβόντουσαν μήπως τους χαλάσουμε τις βρωμοδουλειές και τα λαθρεμπόριά τους... Βρίσκαμε καλύβες σε ξέφωτα κοντά στα σύνορα, με επιγραφές στα Βουλγάρικα στους τοίχους τους και τσοντοεφημερίδες στα κυριλλικά πεταμένες στο πάτωμά τους... Πετυχαίναμε Βούλγαρους φαντάρους να κόβουν βόλτες στο ελληνικό έδαφος, κι ακούγαμε ιστορίες για δεσμούς μεταξύ των πληθυσμών που κρατούσαν από πριν τα κλειστά σύνορα, από τότε που οι Σαρακατσαναίοι βόσκαγαν όλη την περιοχή και μετακινούνταν ελεύθερα και στις δύο χώρες. Αλλά ήρθε ο πόλεμος και μετά τον πόλεμο ήρθαν οι κολεκτίβες, και μια μέρα, αρχές δεκαετίας του ’50 φθινόπωρο, όπως κατέβαιναν οι Σαρακατσαναίοι τα βουνά, ο Βουλγάρικος στρατός είχε μπλοκάρει τα περάσματα, τα καμιόνια έτοιμα, τα πρόβατα φορτώθηκαν όλα εκτός από πέντε για κάθε οικογένεια, η κάθοδος στην Ελλάδα απαγορεύτηκε. Τα σκυλιά, λένε οι ιστορίες, γύρισαν μόνα τους στα χειμαδιά.

 

Οι άνθρωποι σπάνιζαν εκεί πάνω, μόνο κάποιους δασεργάτες συναντούσαμε, αλλά από ζώα άλλο καλό. Ελάφια ακούγαμε, ζαρκάδια βλέπαμε, αετούς, αγριόγατους, ίχνη και σκατούλες από αρκούδες, τα πάντα όλα. Τα χωριά όμως που κάποτε υπήρχαν εκεί πάνω, σήμερα είναι μόνο κάτι σωροί από πέτρες, κάτι μάντρες, κάτι γεφύρια, ένα μονοπάτι. Κι όταν επιτέλους πέρασα τα σύνορα για να δω και την άλλη μεριά για πρώτη φορά, ήταν Φεβρουάριος κι είχε δυό μέτρα χιόνι, αλλά τα χωριά ήταν όλα ζωντανά, γεμάτα κόσμο, οι δρόμοι ανοιχτοί, χωριά στα 1350 μέτρα υψόμετρο κι ακόμα ψηλότερα, ξέρετε, από αυτά που στην Ελλάδα εγκαταλείπονται το χειμώνα από τους λιγοστούς κατοίκους τους.

Σήμερα που τα ταξίδια είναι πιο εύκολα και τα σύνορα πιο προσιτά, αφού Βουλγαρία πηγαίνεις μόνο με ταυτότητα και δεν υπάρχει πια το άγχος της φύλαξης των παραμεθόριων περιοχών από "κατασκόπους", μπορούμε να περιπλανηθούμε πίσω από τα σύνορα και να δούμε πώς μια γραμμή στο χάρτη αλλάζει τη ζωή των ανθρώπων. Είναι χαρακτηριστικό πως μέχρι το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα υπήρχαν πάρα πολλές διαβάσεις μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, όσο οι μετακινήσεις γινόταν με τα πόδια, κι όσο τα καραβάνια με τα αλογομούλαρα και τις καμήλες μετέφεραν εμπορεύματα. Ο πόλεμος τα άλλαξε όλα αυτά, τα ορεινά περάσματα επίσημα έκλεισαν, οι αμαξιτοί δρόμοι βλέπετε ελέγχονταν πολύ πιο εύκολα, τα καθεστώτα ήταν ενάντια στην επαφή και την διακίνηση, ανθρώπων, εμπορευμάτων, ιδεών...

Ένα πράγμα που ζήλεψα, απ’ αυτά που είδα στο ταξίδι μας, ήταν τα εκατοντάδες χιλιόμετρα σηματοδοτημένων μονοπατιών, που συνεχίζουν να θυμίζουν πως ήταν και πως είναι ακόμα, για όσους θέλουν να μετακινούνται με φυσικό τρόπο, οι δρόμοι σε ανθρώπινο μέτρο. Είσαι ας πούμε στο Smolyan, το παλιό Πασμακλή, και βλέπεις πινακίδες σήμανσης μονοπατιού για Gotse Delchev, το Άνω Νευροκόπι, που σε ευθεία γραμμή είναι 80 χιλιόμετρα μακριά. Όλη την περιοχή που περιηγηθήκαμε την διασχίζουν προς κάθε κατεύθυνση σηματοδοτημένα και μη μονοπάτια, και μερικά ήταν πολύ προκλητικά... Πολύ θα το ήθελα να περπατήσω από χωριό σε χωριό, παράλληλα με τα σύνορα, πολύ θα το ήθελα να κατασκηνώσω με την εντουροπαρέα μου στις όχθες της Siroka Poljana και να χάνομαι κάθε μέρα στα ατέλειωτα δάση. Βλέπαμε τα δρομάκια, βλέπαμε τα μονοπάτια, λίγο θέλαμε να ξεχάσουμε και MEGA TEST και φωτογραφήσεις και επιστροφή στην Αθήνα, και να μείνουμε εκεί πάνω παλεύοντας με τα θηρία.

Εντύπωση επίσης μου έκανε πως ΟΛΑ τα παραμεθόρια χωριά είχαν συγκοινωνία, με τα φοβερά βανάκια UAZ-452, που το παρατσούκλι τους λόγω σχήματος είναι "φρατζόλες". Και θεωρώ πολύ πιο οικο-λογική την χρήση του ίδιου τύπου αυτοκινήτου από το 1960 μέχρι σήμερα, με κάποιες λίγες βελτιώσεις. Όπως και οι μοτοσυκλέτες που χρησιμοποιούνται από τότε στα βουλγάρικα βουνά, οι ΙΖΗ Planeta 350, κι εξακολουθούν να φροντίζουν την μετακίνηση των κατόχων τους. Μπορεί τα UAZ να μην είναι ό,τι πιο σύγχρονο και άνετο και με εικοσιεφτά αερόσακους, αλλά υπάρχουν, εξακολουθούν να δουλεύουν και το κυριότερο, φροντίζουν για την συγκοινωνία των χωριών.

Κάτι άλλο που θα ονειρευόμουν και για την δική μου χώρα, και που ισχύει στην βουλγάρικη μεθόριο, είναι η πανταχού παρούσα δασική της υπηρεσία. Σ’ έναν τόπο με 90% δασοκάλυψη, καταλαβαίνετε πόσο σημαντικό είναι αυτό. Φαίνεται βέβαια, από τα εγκαταλελειμμένα κτίρια στα βουνά, πως κάποτε η δασική τους υπηρεσία ήταν πολυπληθέστερη, αλλά ακόμα κι έτσι είχαν φύλαξη όλων των κεντρικών διασταυρώσεων, όπως και συνεχή παρουσία στους δασικούς δρόμους. Δασικός σταμάτησε, ενώ ήμασταν ήδη κατασκηνωμένοι σε ένα από τα πολλά κιόσκια-camp, και μας σύστησε να ανάβουμε φωτιά μόνο εκεί. Πραγματικά χαρήκαμε που έδειχναν τέτοιο ενδιαφέρον, πουθενά δεν είδαμε καμένα, πουθενά παλιά φωτιά πέρα από τα μέρη που επιτρέπεται. Ευτυχώς, σκεφτόμουν, που δεν μιλάω βουλγάρικα, γιατί, τι θα του έλεγα; Πως τα δάση της Ελλάδας τα έχει ρημάξει η λαθροϋλοτομία, ειδικά τα τελευταία χρόνια; Πως έφευγαν νταλίκες φορτωμένες λαθραία ξυλεία, ακόμα κι από νησιά όπως η κατακαμένη Κεφαλλονιά, και κανείς δεν νοιαζόταν;

 

Έβλεπα τα δικά τους ζωντανά ορεινά χωριά, κι ονειρευόμουν να μπορούσαν να ξαναγίνουν και τα δικά μας έτσι. Η συντριπτική πλειοψηφία των χωριών που είδαμε το καταφέρνουν αυτό χωρίς εισοδήματα από τον τουρισμό. Ένα σημείο κλειδί πρέπει να είναι ότι το κάθε σπίτι έχει τον κήπο του όπου καλλιεργεί τα λαχανικά του, συν κάποια οικόσιτα ζώα. Μπορεί στα δικά μας κυριλέ –τρομάρα μας- μάτια να μοιάζουν φτωχικά, και να είναι, υπάρχει όμως μια μεγάλη αξιοπρέπεια στην μερική, έστω, αυτάρκεια.

Παρατηρούσαμε πως πολλοί έκαναν εξορμήσεις στα δάση και μάζευαν μανιτάρια, βατόμουρα κι άλλα καλά του δάσους, τα οποία μαζί με την περίσσεια των λαχανικών θα συντηρηθούν για να φαγωθούν τον χειμώνα. Αλλά εμείς θέλουμε να είναι όλα αγοραστά, μάρκα τάδε, και επίσημα πια, να τρώμε μόνο μεταλλαγμένα της Monsanto. Ακούστε και τον Πούτιν σχετικά με τα μεταλλαγμένα, και συγκρίνετε τις απόψεις του με αυτές των Ελλήνων πολιτικών.

Θαυμάσαμε τις τεχνητές λίμνες τους, τέσσερις μεγάλες στην περιοχή που επισκεφτήκαμε, κι είδαμε πόσο τις χαίρονται τα Σαββατοκύριακα οι κάτοικοι των γύρω περιοχών. Κατασκηνώνουν στις όχθες τους, κάνουν καγιάκ, βόλτες με τις βάρκες τους, ρίχνουν κι ένα ξεγυρισμένο ψάρεμα για το φαγητό τους. Στις δικές μας, τα πάντα απαγορεύονται, γιατί δεν ανήκουν φαίνεται στο ελληνικό κράτος, αλλά στη ΔΕΗ ή κι εγώ δεν ξέρω σε ποιόν.

Ονειρεύομαι να μπορούσα να τριγυρίζω εκεί στην Ροδόπη πίσω απ’ τα σύνορα για μήνες, χρόνια... Με τα πόδια, με εντούρο, με on-off, με αυτοκίνητο, με UAZ και IZH και με τα κάρα των τσιγγάνων που συναντήσαμε. Να περπατήσω πάλι τα ξεχασμένα ορεινά περάσματα που ένωναν κάποτε τους τόπους, όταν δεν τους χώριζαν τα σύνορα και οι "αγορές", όπως το κάνουν σήμερα. Να μπορούσα να καταλάβω πως έχουν βιώσει αυτοί οι άνθρωποι τις δεκαετίες που πέρασαν, να καταλάβω γιατί αυτή η γιαγιά στη Mugla είχε τόσο μεγάλο ενδιαφέρον να μας δείξει από που πάει το μονοπάτι για Trigrad, αυτό που περνάει από τα τσαΐρια με τις λιμνούλες, ψηλά στο βουνό. Να ζήσω για λίγο στο Trigrad, να βγω εντουράδα με τους ντόπιους, να καταλάβω και τι σημαίνει γι’ αυτούς ένα τζαμί και μια εκκλησία δίπλα δίπλα. Να μάθω την καταγωγή των κατοίκων του Gela, που δηλώνει γενέτειρα του Ορφέα, και που οι φωτογραφίες τους έξω από την Αγία Τριάδα θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι παλιές από τα δικά μας Βλαχοχώρια. Για να είναι από δω, ο Ορφέας μάλλον τσομπάνος θα ήταν, και θα έπαιζε την μουσική του όσο έβοσκε τα γελάδια του. Ή ξυλοκόπος, γιατί τι άλλο να κάνει κανείς εδώ; Ίσως κάποιες τέχνες που τώρα πια έχουν ξεχαστεί.

 

Τι καλύτερο; Λίγο λίγο τα όνειρά σου να γίνονται ταξίδια, βόλτες, παρέες, τοπία, άνθρωποι με τους οποίους δεν έχεις κοινή γλώσσα, αλλά εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε-γέλασε, κάπως την βρίσκεις την άκρη, αυτή την άκρη των αόρατων νημάτων που συνδέουν όλους τους Βαλκάνιους. Γειτονιά μας είναι, κι η μοτοσυκλέτα είναι ακόμα ένας τρόπος για να την γνωρίσουμε, και να κάνουμε ακόμα περισσότερα όνειρα πίνοντας με την παρέα μας μπύρα Kamenitza, σε κάποιο φιλόξενο κιόσκι της Ροδόπης. Και κάπου εκεί ίσως καταλάβουμε πως όταν ένας καβαλάρης με την μοτοσυκλέτα του συναντιέται στα οροπέδια του Sveti Petar με έναν καβαλάρη τσιγγάνο και χαιρετιούνται, έχουν περισσότερα κοινά να τους ενώνουν, παρά διαφορές που τους χωρίζουν.