Συγκριτικό γυμνά 2002-2004: Ducati Monster S4 - Honda CB900F2 Hornet - Triumph Speed Triple 955i - Yamaha FZS 1000 Fazer [Αρχείο περιοδικού ΜΟΤΟ]

Αρχείο περιοδικού ΜΟΤΟ
1/5/2019

Yamaha FZS 1000 Fazer, Ducati Monster S4, Honda CB900F2 Hornet και Triumph Speed Triple 955i ήταν στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας οι μεγάλες γυμνές μοτοσυκλέτες που υπόσχονταν πως θα εκπλήρωναν διαφορετικούς ρόλους και θα ήταν καθημερινοί σύντροφοι με τον πλέον πιστό, για τα δεδομένα της εποχής τρόπο. Τώρα, με τις ανανεώσεις των μοντέλων να πραγματοποιούνται σχεδόν κάθε διετία και με τη ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας που ακολουθεί τις νέες μοτοσυκλέτες, το συγκριτικό των τριών γυμνών και της μιας “ημίγυμνης” φανερώνει αρχικά ένα χαοτικό πλέον κενό με βάση τα σημερινά δεδομένα. Είναι όμως έτσι και ουσιαστικά; Οι περισσότερες απ’ αυτές τις μοτοσυκλέτες κυκλοφορούν ακόμη στους δρόμους της πόλης, έχοντας πρωτοεμφανιστεί τόσο πίσω που αν ήταν τότε βρέφη, σήμερα θα ετοιμαζόντουσαν να ψηφίσουν για πρώτη φορά. Κι όλο αυτό το διάστημε έχουν χαρίσει αμέτρητα χαμόγελα στους τυχερούς ιδιοκτήτες τους αναβάτες τους, οι λόγοι τονίζονται μέσα στο άρθρο που αναδημοσιεύουμε απ’ το τεύχος 293 του ΜΟΤΟ.

Το άρθρο αναδημοσιεύεται αυτούσιο από τότε, πίσω στο 2002, δίχως αλλαγές - και πλαισιώνεται με τις φωτογραφίες που το συνόδευαν και τότε.

 

"Ξηρόγκαζα"

Ο πολιτικά ορθός συντηρητισμός δεν πέθανε. Απλώς εξελίχθηκε. Μετά τις περσινές τρομοκρατικές επιθέσεις στην Νέα Υόρκη, η αστυνόμευση και η προληπτική καταστολή εισήλθαν στην ημερησία διάταξη, ενώ πλέον η τρομοκρατία διώκεται ανηλεώς από τα κράτη όλου του κόσμου. Και εδώ μπαίνουμε εμείς στην εξίσωση σουζαριστοί, να τρομοκρατούμε δύσμοιρους ηλικιωμένους και να τρώμε τα εγγόνια τους για πρωινό…

το άρθρο και οι φωτογραφίες αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία του περιοδικού ΜΟΤΟ όπως αυτά έχουν δημοσιοποιηθεί ενυπόγραφα στην έντυπη έκδοση - απαγορεύεται οποιαδήποτε αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, μέρους ή ολόκληρου του άρθρου. Για οποιαδήποτε παράβαση αρμόδια είναι τα ελληνικά δικαστήρια

Ζητώ προκαταβολικά συγγνώμη από τους ευαίσθητους αναγνώστες, όμως το κείμενο που ακολουθεί είναι ωμό και κόκκινο σαν ματωμένο μοσχαρίσιο μπούτι που κρέμεται στο τσιγκέλι…

Θέλετε να μιλήσω για τα τέσσερα εργαλεία του διαβόλου με ήπιες εκφράσεις; Λυπάμαι. Αδυνατώ. Θέλετε να εκφραστώ κόσμια για σουζομηχανές που εξωθούν τον αναβάτη να γίνει αντικοινωνικός όσο δεν το χωράει ο νους; Χάσατε.

Οι μοτοσυκλέτες του τεστ, όλες πλην του Fazer γυμνές, είναι σκοτεινοί εκπρόσωποι της δίτροχης τρομοκρατίας, ενώ αποτελούν τον προάγγελο της νέας τάξης πραγμάτων, σαλπίζοντας με όλη τους τη δύναμη για την κάστα των επερχόμενων streetfighters, κάστα που θα παίξει μεγάλο ρόλο στη μετα-supersport μοτοσυκλετιστική πραγματικότητα.

Το υπερπλήρες λεξικό των εκδόσεων "Εωσφόρος" αναφέρει για τον όρο streetfighter τα εξής: "Γυμνές και κακές στην ψυχή κατασκευές, με κινητήρα δανεισμένο από SuperSport μοτοσυκλέτες, φτιαγμένες για τις μάχες των μεγαλουπόλεων αλλά και για την αναψυχή των αναβατών τους. Η μόδα ξεκίνησε από το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου άνεργοι τσογλαναράδες Άγγλοι αγόραζαν SuperSport, τις έγδυναν, τους κότσαραν και κάνα ίσιο τιμονάκι, κάνα αξεσουαράκι και αρχίζανε την τρομοκρατία του άστεως. Ενίοτε τις χρησιμοποιούν και stuntmen για να ξεσηκώνουν τα αρρωστημένα μυαλά των 'καμένων' μοτοσυκλετιστών (βλ. Craig Jones)".

Τα άνθη του κακού

Αφήνουμε τα όπλα μας να πάρουν μια ανάσα πριν το επερχόμενο σκίσιμο… Τα μεταλλικά "τσικ-τσικ" αποτελούν τη μουσική που βοηθάει στη χαλάρωση και εντείνει την αυτοσυγκέντρωση. Κάποιοι ανάβουν τσιγάρο, εγώ δεν καπνίζω. Πιστεύω πως το τσιγάρο είναι επικίνδυνο για την υγεία. Θα σε σκοτώσει, φίλε Λάζαρε, του λέω, και αυτός γελάει...

Χαζεύοντας τα άνθη του κακού, το βλέμμα τσακώνουν οι λεπτομέρειες. Το Triumph κερδίζει το παιχνίδι με την πρώτη ματιά! Αυτή η μοτοσυκλέτα φτιάχτηκε για να τη χαζεύουν. Από το μονόμπρατσο ψαλίδι ώς τη μάσκα που μοιάζει με καπελάκι, από το πιρούνι με τα κτηνώδη καλάμια των 45mm ώς τις σκόπιμα άβαφες βίδες στο μοτέρ που εκπέμπουν χειροποίητη κακία. Όταν μιλάμε για streetfighter, δείχνουμε το Speed Triple και λέμε "αυτόόό". Μετά κοιτάμε το Ducati. Με τους δυο κυλίνδρους του 996 να διψάνε για εύκολες σούζες, με πολύ και αληθινό ανθρακόνημα πάνω του, με το πλαίσιο χωροδικτύωμα να ξεχωρίζει από οτιδήποτε άλλο, μουγκρίζει εκκωφαντικά ακόμα και σταματημένο: "Duuuu-caaaa-tiiiiii"...

To Fazer και το Hornet, πάλι, είναι σχετικά άχρωμα και άοσμα, ενώ ένας αέρας χρηστικότητας διώχνει μακριά τους τα σύννεφα του πολέμου. Το πρώτο είναι το πιο ογκώδες και μεγαλόπρεπο από τα τέσσερα, ενώ διαθέτει τη μόνη αξιοπρεπή μάσκα του συγκριτικού. Γεμάτο γωνίες, δεν προκαλεί ιδιαίτερα, ούτε και εξιτάρει. Το Hornet είναι μικροκαμωμένο σαν παπί, με ύψος σέλας μόλις 750mm, ενώ η λεπτομέρεια που σε κερδίζει είναι οι δυο μπούκες των εξατμίσεων. Κατά τα άλλα, η Honda έπαιξε και πάλι συντηρητικά. Εμφανισιακά, μόνο οι ψαγμένοι θα το ξεχωρίσουν από το 600, και αυτό είναι μεγάλο κρίμα, αφού η μοτοσυκλέτα αυτή είναι πραγματικά ξεχωριστή και η πλέον ενδεδειγμένη για ινδιανιλίκια…   

Σούζα, Αζώρ!

…λες εσύ, και υπακούει πειθήνια το Hornet, το πιο εύκολα ελεγχόμενο από τα τέσσερα, το πιο ερεθιστικό από πλευράς ακροβατικών ικανοτήτων. Σηκώνεται πανεύκολα, και μένει εκεί με την ισορροπία του καλοζυγισμένου στιλέτου. Τα rolling endo γίνονται ρουτίνα καθώς οι τετραέμβολες δαγκάνες της Nissin, από το CBR του '96, δαγκώνουν με μανία τους δίσκους και προσφέρουν απίθανη αίσθηση κάτω από συνεχή πίεση. Δυστυχώς, παρόλο που το μηχανάκι είναι υπέροχο σε όλα, ο πολλά παρεξηγημένος τομέας "αίσθηση", παρά τα αντίθετα λεγόμενα του κατασκευαστή, έχει πάλι παραμεληθεί, και το Hornet είναι εκνευριστικά "Honda"… Το μικρό μέγεθος σε κάνει να πιστεύεις πως αποκλείεται να είναι 900 κυβικά, ενώ ο ήχος που καταφέρνει να διαφύγει από τις κλειστές εξατμίσεις είναι πνιγμένος και δεν περιέχει ούτε σπίθα αγριάδας μέσα του.

Σαν να μην έφτανε αυτό, υπάρχει και ένα καπάκι στο φίλτρο αέρα το οποίο προσπαθεί να ακυρώσει και τον ήχο από το ρούφηγμα του αέρα στις χαμηλές στροφές... Αιδώς, Αργείοι! Ο κινητήρας του, που προέρχεται από CBR 900RR του '98, είναι μεν εύστροφος και ελαστικός αλλά σε απόλυτη δύναμη υπολείπεται των άλλων συμμοριτών, παρόλο που κατά τη Honda το Hornet είναι 30% ταχύτερο στις χαμηλομεσαίες από το CBR. Μπορεί εκατό ίπποι να είναι υπεραρκετοί στη μεγαλούπολη, όμως στις μεγάλες και γρήγορες λεωφόρους οι ανταγωνιστές του θα έχουν το πάνω χέρι, για όσο αντέχει ο σβέρκος των αναβατών τους τουλάχιστον. Από πλευρά στησίματος, το Honda προσφέρει απόλυτα προβλέψιμη συμπεριφορά σε όλες τις συνθήκες, έχοντας μαλακές και ενδοτικές αναρτήσεις οι οποίες προσφέρουν μεν άνεση, αφαιρούν δε από απόλυτη αίσθηση. Το πλαίσιό του είναι μονής ραχοκοκκαλιάς, ελαφρύ και διακριτικό στην εμφάνιση, με το μοτέρ να κρέμεται από αυτό.

Στον αντίποδα βρίσκεται το Ducati. Σφιχτό έως κούτσουρο σε πλαίσιο και αναρτήσεις, θα κουράσει στις λακκούβες και θα βγάλει "BLR" χέρια και μέση σε κακό οδόστρωμα. Μόλις βρει καλή άσφαλτο μετατρέπεται σε killer queen και αποτελεί το απόλυτο εργαλείο για να ξύσει κανείς μέχρι και το κράνος του άτυχου συνεπιβάτη, το σελάκι του οποίου είναι ήδη πατενταρισμένο ανέκδοτο. Στις σούζες, ένας δικύλινδρος κινητήρας είναι πάντα πιο εύκολος στον έλεγχο από τον τετρακύλινδρο, ενώ τα φρένα του Monster S4 είναι τα καλύτερα έστω και στο νήμα, προσφέροντας αγωνιστική αίσθηση και γεμίζοντας εμπιστοσύνη τον αναβάτη του. Αυτό που εκνευρίζει αφόρητα στην πόλη είναι το απίστευτα μικρό κόψιμο του τιμονιού, που αφαιρεί από τη μοτοσυκλέτα οποιαδήποτε εναπομείναντα ψήγματα χρηστικότητας.

Επίσης, σε ένα endo, το ανθρακονημάτινο φτερό κόλλησε στο ψυγείο, και μόνο από τύχη γλύτωσε ο Γιάννης την πτώση, αφού το S4 δεν έστριβε μετά το ακροβατικό. Το Fazer είναι ογκώδες και διαθέτει βαριά αίσθηση στο στροφιλίκι αλλά και στις επιτόπιες μανούβρες. Από την άλλη, διαθέτει έναν κινητήρα πραγματικό κανόνι, ο οποίος θεραπεύει κόμπλεξ και ανασφάλειες και οδηγεί σε νέα επίπεδα μοτοσυκλετιστικής έκστασης. Τα φρένα υπολείπονται σε απόλυτη ισχύ, χωρίς πάντως να είναι σε καμία περίπτωση κακά. Το μπροστινό θέλει δυνατή και αποφασιστική λαβή στη μανέτα για να αποδώσει τα μέγιστα. Endo δύσκολα θα κάνετε με το Fazer, ενώ οι σούζες αποτελούν ψωμοτύρι για αυτό.

Και φτάνουμε στο Speed Triple. Ναι, ναι, ναι! Κι άλλο, πιο δυνατά, μη σταματάς! Μπράβο στην Triumph για μια πραγματικά ολοκληρωμένη και απολαυστικά κακή μοτοσυκλέτα που βοηθάει τον εγκέφαλο του αναβάτη να εκκρίνει τεράστιες ποσότητες αδρεναλίνης και ταυτόχρονα να αισθάνεται ασφαλής, είτε πηγαίνει για τσιγάρα στο περίπτερο, είτε βγαίνει παγανιά στη Βούτα, είτε σε γρήγορο επαρχιακό με κακό οδόστρωμα και ύπουλες στροφές. Ο τρικύλινδρος κινητήρας των 955cc βγάζει έναν απίστευτα άγριο ήχο, που ενώ στις χαμηλές σφυρίζει ελαφρά, από τις μεσαίες και πάνω ουρλιάζει σαν τον δαιμονικό θεό Κθούλου που περιγράφει ο H.P. Lovecraft... 118 ίπποι, είπατε; Συνδυασμένοι με στιβαρές αλλά όχι ανυποχώρητες πολυρυθμιζόμενες αναρτήσεις, με πλαισιάρα και όρθια θέση οδήγησης, το Triumph είναι αχτύπητο στην εφαρμογή του κώδικα των αστικών σαμουράι…

Και στρίβει, και φρενάρει, αλλά και κάνει σούζες από μηδέν χιλιόμετρα: Τραβάς το τιμονάκι και το 955 συμπεριφέρεται σαν καθαρόαιμο motocross. Μόνο που ο κινητήρας του δεν το βοηθάει να στέκεται άνετα για ώρα στην όρθια θέση. Κι αυτό γιατί διαθέτει μια τρύπα στις χαμηλές στροφές, ενώ μετά ανεβάζει απότομα, έχοντας την τάση να δώσει στη μοτοσυκλέτα περισσότερη κλίση, πιο γρήγορα απ’ όσο θέλει ο αναβάτης της. Η αίσθηση της μεγάλης μοτοσυκλέτας, της "χιλιάρας", είναι διάχυτη στο Speed Triple, από το μέγεθός του και την ψηλή και όρθια θέση οδήγησης μέχρι τον ήχο και το έντεχνα ακατέργαστο look του μοτέρ. Όλοι το είδαν έμειναν στο look και τον θόρυβο, ενώ όσοι το οδήγησαν έπαθαν σοκ από τη συμπεριφορά του, την αίσθηση αλλά και την αγριάδα που βγάζει στη συμπεριφορά του αναβάτη του. Μοναδικό μελανό σημείο αποτελεί ο απότομος ψεκασμός, ο οποίος σε συνδυασμό με τη σκληρή γκαζιέρα ενοχλεί μέσα στην πόλη.

Απόλυτος φανατικός ή οπαδός της χρυσής τομής;

Άλλοι ζουν αποδεχόμενοι το ρίσκο σαν το αλατοπίπερο της ζωής, άλλοι προσπαθούν να το διώξουν από τη ζωή τους. Οι τέσσερις μοτοσυκλέτες του συγκριτικού απευθύνονται και στις δυο παραπάνω κατηγορίες, εξιτάροντας και τρομοκρατώντας από τη μία, προσπαθώντας όμως ταυτόχρονα να ικανοποιήσουν τις ανάγκες και τα γούστα μιας ευρύτερης γκάμας αγοραστών εκτός από τους καυλόγκαζους ινδιάνους. Για αυτούς που θέλουν να τα κάνουν όλα, το Fazer είναι ίσως το ιδανικότερο από την άποψη της προστασίας που προσφέρει από τα στοιχεία της φύσης, επιτρέποντας σε δυο άτομα να ταξιδέψουν με υψηλές ταχύτητες. Κερασάκι το μοτέρ-θεριό. Το Hornet έρχεται δεύτερο από πλευράς χρηστικότητας, αφού χωρίς φέρινγκ το ταξίδι γίνεται μαρτύριο. Όμως για τον αναβάτη που θέλει μια μεγάλη μοτοσυκλέτα με αίσθηση παπιού για την πόλη, το Hornet δεν έχει αντίπαλο! Επιπλέον, κάνει τα πιο απίθανα κόλπα να φαίνονται απλά και εύκολα. Τόσο εύκολα που ίσως απογοητεύσει τους σκληροπυρηνικούς που κολλάνε σε λέξεις όπως "άποψη", "ιδιαιτερότητα" και… "καρύδια". Παρεμπιπτόντως, τα τελευταία είναι πολύ νόστιμα με μέλι.

Για τους –πάσχοντες από πριαπισμό– επίδοξους δίτροχους τρομοκράτες το Monster και το Speed Triple κονταροχτυπιούνται μέχρι τελικής πτώσης. Από τη μια το Ducati είναι το απόλυτο παιχνίδι, χωρίς ίχνος χρηστικότητας, ακριβό και μονόχνοτο, και απευθύνεται μόνο σε αυτούς που ξέρουν τί ζητάνε, αλλά και τί πρέπει να πληρώσουν, σε χρήμα και συμβιβασμούς, για να το αποκτήσουν και να το γλεντήσουν. Και από την άλλη βρίσκεται το Triumph. Μοτοσυκλετάρα με τα όλα της! Μεγάλη, κακιά, με γκάζι αντάξιο του άψογου στησίματός της, και για την Ελλάδα, από μεριάς πλαισίου και αναρτήσεων, πανέμορφη σε εμφάνιση και λεπτομέρεια, και με όρθια επιθετική θέση οδήγησης που σε κάνει να αισθάνεσαι Tom Cruise στις "Επικίνδυνες Αποστολές", έτοιμος να βάλει κόντρα με τους πάντες και τα πάντα. Θα μου τυλίξετε δύο;

 

Ducati Monster S4

Η απόλυτη ίσως μοτοσυκλέτα για τους απανταχού ινδιάνους. Άλλωστε, και να προσπαθήσεις για κάτι νορμάλ, θα δυσκολευτείς. Μοτοσυκλέτα που έχει όλα τα ακραία κόλπα στο αίμα της. Κάτι σαν επιτομή για… ανορθώσεις εμπρός ή πίσω τροχού, υπερστροφές ισχύος και άλλα τέτοια συναφή. Πανίσχυρος κινητήρας με υστερικό ανέβασμα στροφών και τον γνωστό φοβερό ήχο, πλαίσιο υπερ-άκαμπτο, supersport αναρτήσεις και… απίστευτα σε αίσθηση και ισχύ φρένα. Μοτοσυκλέτα φετίχ που ανταποκρίνεται απόλυτα στην ονομασία της. Και η έκδοση S4 είναι το πιο… Monster της σειράς.

Honda Hornet 900

Με κινητήρα από προγενέστερο CBR 900 RR με προσθήκη ψεκασμού και όχι πολύ βαρύτερο από το 600, το μεγάλο Hornet θα έπρεπε να "ξηλώνει" την άσφαλτο. Όχι πως η μοτοσυκλέτα δεν "πάει", μην τρελαθούμε κιόλας, απλώς νομίζω πως το νεύρο της θα έπρεπε να μην έχει προηγούμενο. Αντ΄ αυτού, το 900, με τις ίδιες λίγο-πολύ μινιμαλιστικές διαστάσεις του 600, προκύπτει ένα δυνατό αλλά απόλυτα προβλέψιμο streetfigher, ιδανικό για την πόλη και τα πέριξ. Εξαιρετικά φρένα, άνετες αναρτήσεις, παραδοσιακά κορυφαίο φινίρισμα. Υπερβολικά φιλικό και εύχρηστο για τα προσωπικά μου γούστα –και μόνο– και μονομανής προσωπικότητα, μια που η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε αεροδυναμικής προστασίας το καταδικάζει σε "αποκλειστική" χρήση ή σε ταχύτητες ταξιδιού το πολύ μέχρι τα 130 χ.α.ώ.

Triumph Speed Triple

Οι στυλίστες της Triumph είναι ή του ύψους ή του βάθους. Η περίπτωση του Speed Triple ανήκει σαφώς στην πρώτη κατηγορία. Μοτοσυκλέτα όμορφη, ξεχωριστή και απαλλαγμένη από οποιανδήποτε μορφή ευρωπαϊκής ιδιαιτερότητας η παραξενιάς. Μοτοσυκλέτα με ιαπωνική λειτουργικότητα και ευχρηστία, λιγότερο αυστηρή streetfigher και περισσότερο "φυσιολογική" naked, ταιριάζει σε ηρεμότερα ταμπεραμέντα απ' ό,τι ένα Monster S4, ενώ η ελαφρώς κεκλιμένη προς τα εμπρός θέση οδήγησης αντισταθμίζει κάπως την πίεση του αέρα. Δυνατός κινητήρας με εξαιρετικά γραμμικό τρόπο απόδοσης, ισχυρά φρένα, σωστές αναρτήσεις και σοβαρές σπορ δυνατότητες οδήγησης.

Yamaha Fazer 1000

Μοτοσυκλέτα power and the glory… Όταν στη μεγάλη κάψα του συναισθήματος μπαίνει και ολίγη λογική, τότε η επιλογή καταδεικνύει Fazer 1000.  Έξυπνη μοτοσυκλέτα, ικανή να καλύψει σχεδόν όποια χρήση σού έρθει στο μυαλό. Έχει τους χώρους και τη σχετική προστασία για να ταξιδέψει με ταχύτητες που για τις υπόλοιπες της παρέας είναι διαδικασία επίπονη, ενώ μπορεί ανά πάσα στιγμή να αφαιρέσει μέταλλο από τα μαρσπιέ της με χαρακτηριστική ευκολία και άνεση. Μετά χαράς θα επιδοθεί και σε εντυπωσιακά "ινδιανιλίκια", ενώ ουδέν πρόβλημα θα αναφερθεί και σε αστική χρήση. Μεγαλειώδης κινητήρας, πειστικό για την αποστολή του πλαίσιο και πολύ καλά φρένα.

O πλεονέκτης

 

Οι γυμνές μοτοσυκλέτες πάντα με γοήτευαν. Γενικά οι γυμνές, αλλά αυτό είναι θέμα άλλου περιοδικού. Τα λατρεύω αυτά τα μηχανάκια. Για κάποιο λόγο, μου βγάζουν περισσότερη μοτοσυκλέτα – συναίσθημα είναι, μη με ρωτήσετε γιατί και πώς. Τις τέσσερις μοτοσυκλέτες του συγκριτικού τις απόλαυσα. Έχουν να σου προσφέρουν κάτι διαφορετικό η κάθε μια τους, κάτι που τις κάνει να ξεχωρίζουν. Και μιας και συνηθίζουμε να παραλληλίζουμε τις μοτοσυκλέτες με γυναίκες, ας υποθέσουμε ότι τις συναντάμε σ' ένα μπαρ:

Η Ducati είναι η πιο ζόρικη απ' όλες. Τραχιά και άγρια όμορφη, πίνει σκέτη βότκα σε νεροπότηρο. Η τύχη είναι με το μέρος των τολμηρών, προσέξτε όμως γιατί η Ιταλίδα γελάει με τους άτσαλους και άπειρους.

H Hornet σάς κοιτάζει πάνω απ' την τεκίλα της και έχει έτοιμο το χαμόγελο. Φοράει τζιν και λευκό πουκάμισο και σε κάνει ν' απορείς τί θέλει μια καθωσπρέπει κοπέλα σ' ένα τέτοιο μέρος. Μόλις όμως τα χαμηλώσουν τα φώτα και τα ρούχα πέσουν στο πάτωμα, θα παίξει μαζί σου τη σαραντάρα και τον πρωτάρη.

Η Triumph είναι η πιο τραβηχτική της παρέας – από τα κορίτσια εκείνα που είναι τόσο όμορφα ώστε κάνουν τους άντρες να τις φοβούνται. Πίνει ένα "συμβατικό" ουισκάκι –malt πάντως– και πρέπει να βρεις κάτι πραγματικά πρωτότυπο για να της τραβήξεις την προσοχή. Η Fazer πίνει Alexander δείχνει να είναι η πιο σοβαρή. Στοιχηματίζεις ότι είναι μεγαλύτερη απ' τις υπόλοιπες σε ηλικία – δείχνει πάντως πιο έμπειρη. Λίγο πιο μετά θα σου αποκαλύψει ότι είναι συμμαθήτριά τους και θ' αποδειχτεί το ίδιο φλογερή είτε στο DaCapo είτε στη Μουρτερή.

Στο τέλος της βραδιάς θα έφευγα αγκαλιά με τη Fazer. Μου αρέσει που με βάζει στη διαδικασία ν' ανακαλύψω πόσο φλογερό είναι το πάθος της – το οποίο φυλάει μόνο για μένα και δεν το δείχνει εξόφθαλμα στα μπαράκια σε κάτι τύπους σαν τον Γκαζή, τον Μαυράκη και τον Μιχάλη…

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
Κατασκευαστής / Μοντέλο:
Ducati
Monster S4
Honda
CB 900F2 Hornet
Triumph
Speed Triple
Yamaha
FZS 1000 Fazer
Αντιπρόσωπος / Εισαγωγέας
HELLINMOTO Α.Β.Ε.Ε.Ο.
ΓΕΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ
MΟΤΟΠΑΡΚ Α.Ε.
ΜΟΤΟΔΥΝΑΜΙΚΗ Α.Ε.Ε.
Τιμή (ευρώ):
13.200
10.419
12.800
11.900
Εγγύηση:
2 χρόνια
2 χρόνια
2 χρόνια
2 χρόνια
 
 
 
 
 
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
 
 
 
 
Τύπος
Τετράχρονος, V-2 90°, υγρόψυκτος, με 2 ΕΕΚ και 4 Β/Κ
Τετρακύλινδρος, τετράχρονος, υγρόψυκτος, με 2 ΕΕΚ και 4 Β/Κ
Τετράχρονος, τρικύλινδρος εν σειρά, υγρόψυκτος, με 2 ΕΕΚ και 4 Β/Κ
Τετρακύλινδρος, τετράχρονος, υγρόψυκτος, με 2 ΕΕΚ και 5 Β/Κ
Διάμετρος x Διαδρομή (mm):
94 x 68
71 x 58
79 x 65
74 x 58
Χωρητικότητα (cc):
944
919
955
998
Σχέση συμπίεσης:
11
10,8:1
12,0
11,4
Ανάφλεξη:
Ηλεκτρονική
Ηλεκτρονική
Ψηφιακή
Ηλεκτρονική
Τροφοδοσία:
Ηλεκτρονικά ελεγχόμενος ψεκασμός Marelli με σώμα 50mm
Ηλεκτρονικά ελεγχόμενος ψεκασμός με σώμα 36mm
Ψηφιακός ψεκασμός
4 Mikuni BSR37
Σύστημα εξαγωγής:
2 σε 2
4 σε 2 σε 1 σε 2
3 σε 1
4 σε 1
Σύστημα λίπανσης:
Υγρό κάρτερ
Υγρό κάρτερ
Υγρό κάρτερ , ψυγείο λαδιού
Υγρό κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα
Μίζα
Μίζα
Μίζα
 
 
 
 
 
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
 
 
 
 
Τύπος συμπλέκτη:
Ξηρός πολύδισκος
Υγρός, πολύδισκος, μηχανικός
Υγρός, πολύδισκος, μηχανικός
Υγρός, πολύδισκος
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:
Με γρανάζια / 1,840
Με γρανάζια / 1,520
Με γρανάζια / 1,75
Με γρανάζια / 1,581
Σχέσεις ταχυτήτων:
 
 
 
 
 
1: 2,466  2: 1,764  3: 1,400  4: 1,182  5: 1,043  6: 0,958
1: 2,769  2: 2,000  3: 1,600  4: 1,368  5: 1,227  6: 1,130
1: 2,773  2: 1,947  3: 1,545  4: 1,291  5: 1,154  6: 1,074
1: 2,500  2: 1,842  3: 1,500  4: 1,333  5: 1,200  6: 1,115
Τελική μετάδοση / σχέση:
Με αλυσίδα / 2,466
Με αλυσίδα / 2,688
Με αλυσίδα / 2,333
Με αλυσίδα / 2,750
Συνολικές σχέσεις
 
 
 
 
ταχυτήτων:
1: 11,189  2: 8,004  3: 6,352  4: 5,363  5: 4,733  6: 4,374
1: 11,313  2: 8,171  3: 6,537  4: 5,589  5: 5,013  6: 4,616
1: 11,421  2: 8,137  3: 6,457  4: 5,395  5: 4,823  6: 4,488
1: 10,869  2: 8,009  3: 6,522  4: 5,796  5: 5,217  6: 4,848
 
 
 
 
 
ΠΛΑΙΣΙΟ
 
 
 
 
Τύπος:
Χωροδικτύωμα με ατσάλινους σωλήνες
Ατσάλινο, μονής ραχοκοκαλιάς
Αλουμινίου περιμετρικό
Διπλό κλειστό, με ατσάλινους σωλήνες κυκλικής διατομής
Γωνία κάστερ (°):
24
25
23.5
26
Ίχνος (mm):
102
98
84
104
Μεταξόνιο (mm):
1.440
1.460
1.429
1.450
Μήκος (mm):
2.070
2.125
2.115
2.125
Πλάτος (mm):
775
750
780
765
Ύψος (mm):
1.140
1.085
1.220
1.190
Ύψος σέλας (mm):
803
795
815
Απόσταση από έδαφος (mm):
145
Βάρος κενή / γεμάτη (kg):
193
194
189 / –
208
Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):
16,5 / 3
19 / 4
21 / 4
21
 
 
 
 
 
ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
 
 
 
 
Εμπρός
 
 
 
 
Τύπος:
Ανεστραμμένο πιρούνι της Showa
Τηλεσκοπικό πιρούνι
Τηλεσκοπικό πιρούνι
Τηλεσκοπικό πιρούνι
Διαδρομή (mm):
120
120
127
140
Διάμετρος (mm):
43
43
45
43
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίων, απόσβεση συμπίεσης και επαναφοράς
Καμία
Προφόρτιση ελατηρίων, απόσβεση συμπίεσης και επαναφοράς
Προφόρτιση ελατηρίων, απόσβεση συμπίεσης και επαναφοράς
Πίσω
 
 
 
 
Τύπος:
Μονό αμορτισέρ της Sachs
Μονό αμορτισέρ χωρίς μοχλικό
Μονό αμορτισέρ με μοχλικό
Μονό αμορτισέρ piggyback
Διαδρομή (mm):
144
128
120
135
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση συμπίεσης και επαναφοράς
7 θέσεις για προφόρτιση ελατηρίου
Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση συμπίεσης και επαναφοράς
11 θέσεις για προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση συμπίεσης και επαναφοράς
 
 
 
 
 
ΦΡΕΝΑ
 
 
 
 
Εμπρός:
Δύο δίσκοι 320mm με δαγκάνες τεσσάρων εμβόλων
Δύο δίσκοι 296mm με δαγκάνες τεσσάρων εμβόλων
Δύο δίσκοι 320mm με δαγκάνες τεσσάρων εμβόλων
Δύο δίσκοι 298mm με δαγκάνες τεσσάρων εμβόλων
Πίσω:
Δίσκος 245mm με δαγκάνα δύο εμβόλων
Δίσκος 240mm με δαγκάνα δύο εμβόλων
Δίσκος 220mm με δαγκάνα δύο εμβόλων
Δίσκος 267mm με δαγκάνα δύο εμβόλων
 
 
 
 
 
ΤΡΟΧΟΙ
 
 
 
 
Εμπρός
 
 
 
 
Ελαστικό / Διάσταση:
120/70 ZR 17
120/70 ZR 17Μ
120/70-17
120/70 ZR17
Ζάντα:
3,5 x 17
3,5 x 17
3,5 x 17
3,50 x 17
Πίσω
 
 
 
 
Ελαστικό / Διάσταση:
180/55 ZR 17
180/55 ZR 17Μ
190/50-17
180 / 55 ZR17
Ζάντα:
5,5 x 17
5,5 x 17
6,0 x 17
5,50 x 17
 
 
 
 
 
ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ
 
 
 
 
Μπαταρία:
12V / 16Ah
12V-10Ah
12V-14Ah
12V / 10Ah
Φώτα εμπρός / πίσω:
12V/55-12V/5W / 12V/21-5W
12V 60/55W x 2 / 12V 5/21W x 2
 
 
 
 
 
ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
Στροφόμετρο, ταχύμετρο με ολικό και μερικό χιλιομετρητή και ενδεικτικές λυχνίες για φλας / νεκρά / πίεση λαδιού / μεγάλη σκάλα φώτων / θερμοκρασία ψυκτικού
Στροφόμετρο, ταχύμετρο με ολικό και μερικό χιλιομετρητή και ενδεικτικές λυχνίες για φλας / νεκρά / πίεση λαδιού / μεγάλη σκάλα φώτων / θερμοκρασία, πλαϊνό σταντ
Στροφόμετρο, ψηφιακό ταχύμετρο, με ολικό και μερικό χιλιομετρητή / δείκτης καυσίμου και θερμοκρασίας, ψηφιακό ρολόι, λυχνίες για φλας / μεγάλη σκάλα / νεκρά / πίεση λαδιού / χαμηλή στάθμη καυσίμου / ψεκασμό, πλαϊνό σταντ
Ταχύμετρο, στροφόμετρο, δείκτης βενζίνης, ψηφιακές ενδείξεις για ολικό και δύο μερικούς χιλιομετρητές / ρολόι / θερμοκρασία
και ενδεικτικές λυχνίες για νεκρά / φλας / μεγάλη σκάλα φώτων / πίεση λαδιού, πλαϊνό και κεντρικό σταντ
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ
 
 
 
 
Ρύθμιση βαλβίδων (km):
10.000
24.000
20.000
24.000
Διάκενο βαλβίδων ΕΙΣ. / ΕΞ. (mm):
Άνοιγμα 0,10-0,15 Κλείσιμο 0,05-0,10 / Άνοιγμα 0,15-0,20 Κλείσιμο 0,05-0,10
0,10-0,15 / 0,15-0,20
0,10-0,15 / 0,15-0,20
0,11-0,20 / 0,21-0,25
Αλλαγή λαδιού (km):
10.000
12.000
6.000
6.000
Ποσότητα λαδιού (l) / τύπος:
3,8 / –
3,6 / –
4 / 15W-40 SH
2,9 / 15W 50 - 20W 50
Τύπος φίλτρου λαδιού / αλλαγή (km)
Αυτοκινήτου / 10.000
 – / –
– / –
Αυτοκινήτου / 6.000
Τύπος μπουζί / διάκενο (mm)
Champion RA596C / 0,5 – 0,6
NGK CR8EH-9 / 0,8- 0,9
NGK DPR 8EA-9 / 0,8-0,9
NGK CR9E / 0,7-0,8
Tύπος φίλτρου αέρα
 
 
 
 
/ καθάρισμα / αλλαγή (km)
Χάρτινο / 10.000
 – / –
Πολυουρεθάνης / – / –
Χάρτινο / –
Τύπος υγρών φρένων
 
 
 
 
/ αλλαγή (km):
DOT4 / 20.000
DOT 4 / 2 χρόνια
DOT 4 / 2 χρόνια
DOT4 / 2 χρόνια
Πίεση ελαστικών
 
 
 
 
εμπρός / πίσω (psi):
32 / 35
36 / 36
36 / 38
36 / 36
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Ισχύς εργοστασίου (hp/rpm):
101 / 8.750
108 / 9.000
120 / 9.100
143,1 / 10.000
Ροπή εργοστασίου (kg.m/rpm):
9,3 / 7.000
9,3 / 6.500
9,7 / 5.100
10,8 / 7.500
Ειδική ισχύς (hp/l):
107
117,5
125,8
143,4
Ελάχιστες σ.α.λ. για πλήρες
 
 
 
 
άνοιγμα γκαζιού με τελ. σχέση
2.000
2.000
2.000
2.000
Κιλά/ίππο κενή / γεμάτη
1,9 / –
1,65 / –
1,88 / 2,07
1,45 / –
Θεωρητική τελική ταχύτητα (km/h)¨:
259
244
254
282
Θεωρητική ταχύτητα (km/h) ανά σχέση στο κόκκινο (10.500 / 9.500rpm):
1: 101  2: 141  3: 178  4: 210  5: 238  6: 259
1: 100  2: 138  3: 173  4: 202  5: 225  6: 244
1: 98  2: 140  3: 177  4: 211  5: 236  6: 254
1: 126  2: 170  3: 209  4: 236  5: 262  6: 282
Στροφές κινητήρα στα 100 km/h:
3.662
3.889
3.741
4.084
 
 
 
 
 
ΜΕΤΡΗΣΕΙΣ ΕΠΙΔΟΣΕΩΝ
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Ισχύς στον τροχό (hp/rpm):
101,6 / 8.800
101,8 / 8.700
118,3 / 9.900
126,4 / 9.800
Ροπή στον τροχό (kg.m/rpm):
9,1 / 7.000
8,9 / 7.700
9,6 / 7.600
10,0 / 7.400
 
 
 
 
 
ΤΕΛΙΚΗ ΤΑΧΥΤΗΤΑ (km/h)
 
 
 
 
Πραγματική:
241
237
244
252
 
 
 
 
 
Ένδειξη
ταχυμέτρου:
245
243
250
270
 
 
 
 
 
ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ (sec)
 
 
 
 
0-100m:
   4,6
  5,1
  4,5
  4,8
0-200m:
   7,1
  7,5
  7,0
  7,0
0-400m:
 11,0
11,5
10,9
10,7
0-100 km/h:
   3,0
  3,3
  3,0
  3,0
0-150 km/h:
   5,8
  5,9
  5,4
  5,2
 
 
 
 
 
ΡΕΠΡΙΖ (sec)
 
 
 
 
Από 50 km/h με τελευταία σχέση
 
 
 
 
 
 
 
 
 
50-100 km/h:
5,6
5,3
4,8
5,6
50-150 km/h:
9,9
9,8
9,5
9,6
 
 
 
 
 
ΤΑΧΥΜΕΤΡΟ (km/h)
 
 
 
 
Ένδειξη
Πραγματικά
Πραγματικά
Πραγματικά
Πραγματικά
 60
  60
  58
  60
  60
 80
  80
  77
  80
  80
100
  99
  96
100
  99
120
118
114
119
118
140
138
133
138
138
160
158
152
157
157
180
177
170
176
177
200
196
190
195
194
 
 
 
 
 
ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ (km/l)
 
 
 
 
Ελάχιστη:
18,8
17,2
15,4
15,1
Μέση:
15
16,9
12,3
12,1
Μέγιστη:
11,2
14,3
  8,2
   9,1
 
 
 
 
 
ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ (km)
 
 
 
 
Μέγιστη:
300,8
326
303,3
317
Μέση:
240
321
239,8
254
Ελάχιστη:
179,2
271
159,3
191
 
 
 
 

 

Σφιχταγκαλιασμένα πορεύονται το Monster και το Hornet μέχρι και τις 7.500 σ.α.λ., όπου το Honda κάνει ένα μικρό αλματάκι για να συνεχίσει και μετά τον κόφτη του Ducati. Ένα σκαλί πιο πάνω το Speed Triple, το οποίο έχει μεν ρωμαλέο κινητήρα αλλά στις 3.500 παρουσιάζει μια τρύπα η οποία χαλάει την κατά τα άλλα φοβερά ομαλή καμπύλη του. Στις 9.500 τελειώνουν όλα, και μάλιστα απότομα, για το Triumph. Καλά όλα αυτά, αλλά τί να πεις για το μοτέρ του Fazer; Μια ευθεία γραμμή που τσακίζει κόκκαλα, απογειώνεται μετά τις 6.000 και συνεχίζει να αποδίδει αλόγατα μέχρι και τις 12.000 σ.α.λ.… 

Μικρό το εύρος των στροφών όπου αποδίδεται η ροπή του Monster, κι έτσι το Hornet βρίσκει την ευκαιρία να πάρει κεφάλι και να κάνει τη μικρή έστω διαφορά που βλέπουμε. Το Speed Triple σκοτώνει στις χαμηλές στροφές, όμως σύντομα πέφτει στην τρύπα-πηγάδι, για να ξανασκαρφαλώσει πάνω απ’ όλους μέχρι τις 5.800 σ.α.λ., όπου το Fazer, που κι εδώ ακολουθεί την πιο ευθεία διαδρομή, διαφοροποιείται και δημιουργεί την ίδια τελική εικόνα με το σχεδιάγραμμα της ιπποδύναμης.

Suter MMX 500: Η εξωτική δίχρονη V4 500 με τεχνολογία MotoGP

Κάνουμε εγκεφαλικό reset παλεύοντας με την Σκύλα
1
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

11/1/2024

Υπάρχει κάποιος που δεν θέλει να οδηγήσει ένα δίχρονο τετρακύλινδρο 500; Και δεν μιλάμε για κάποια race-replica παραγωγής, όπως τo Yamaha RD 500 ή το Suzuki RG 500Γ ή έστω βρε αδερφέ το τρικύλινδρο Honda NS 400 R. Μιλάμε για “καθαρόαιμο” αγωνιστικό δίχρονο V4 και μάλιστα με άμεσο ψεκασμό, άφθονο carbon και σύγχρονη τεχνολογία MotoGP! Αυτή είναι η Suter MMX 500, του γνωστού Ελβετού κατασκευαστή αγωνιστικών συστημάτων σύμπλεξης, που αποφάσισε να φτιάξει μια αγωνιστική δίχρονη V4 500 με τεχνολογία του 2000 για τον εαυτό του και για όσους κουβαλάνε την ίδια τρέλα με αυτόν… Α! Και έχουν τραπεζικό λογαριασμό στην Ελβετία διότι η MMX 500 κάθε άλλο παρά φτηνή είναι.

Όπως καταλαβαίνετε, όταν έχεις την ευκαιρία να την οδηγήσεις στην Ελλάδα και μάλιστα παρουσία του ίδιου δημιουργού της, πας πετώντας μέχρι την πίστα των Μεγάρων, με το σώμα να τρέμει και την καρδιά να φτερουγίζει. Ιδού λοιπόν πως ζήσαμε εκείνη την ημέρα πάνω στην σέλα της εξωτικής Suter MMX 500 και διαβάστε την τεχνική ανάλυση και την ιστορία δημιουργίας αυτής την μοναδικής μοτοσυκλέτας όπως δημοσιεύτηκε στο τεύχος 566 του περιοδικού ΜΟΤΟ το 2017.

Η μοτοσυκλέτα είχε έρθει στην Ελλάδα με ενέργειες της Wolf Racing, της MOTUL και του Γιώργου Παρασκευά προσωπικά, που γνωρίζει τον Eskil Suter και είναι αντιπροσωπός του, δίνοντας μας έτσι αυτή την μοναδική εμπερία οδήγησης. Η αναδημοσίευση γίνεται στα πλαίσια μίας ενέργειας που κάνουμε σε τακτικά διαστήματα, να δίνουμε δηλαδή μία μικρή γεύση στο ευρύτερο κοινό από την πλούσια και μοναδική ύλη της έντυπης έκδοσης. Απολαύστε:

 

Suter MMX 500 - Εγκεφαλικό reset

 

Κάποιες φορές πρέπει να γυρίζεις πίσω στα βασικά. Να πατήσεις το reset και να ξαναφορτώσεις τα λειτουργικά προγράμματα του εγκεφάλου σου από την αρχή. Να καθαρίσεις το μυαλό σου από όλα αυτά τα χιλιάδες μικρά αρχεία, που μετά από τόσα χρόνια καταλαμβάνουν MB και σε κάνουν να κολλάς στα ίδια και τα ίδια. Η οδήγηση της δίχρονης V4 του Suter σου προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία να καθαρίσεις το μυαλό σου από τα σκουπίδια

2

Η ημέρα μου ξεκίνησε με δημοσιογραφικό bulling από τον Θάνο: "Είσαι σίγουρος ότι θέλεις να την οδηγήσεις; Αν γίνει κάτι, ο Suter θα μας ζητάει 100.000 euro αποζημίωση. Για να στο πω πιο απλά, θα χάσουμε τα σπίτια μας και τις δουλειές μας!" Ωραία συναδελφική τόνωση της αυτοπεποίθησης!

Ό,τι χρειάζεται κάποιος για να ανέβει στη σέλα μιας δίχρονης μοτοσυκλέτας 180 ίππων στον τροχό και μόλις 135 κιλών, στην παγωμένη πίστα των Μεγάρων που φημίζεται για την “ποιότητα” του ασφαλτοτάπητά της. Σαν να μην έφτανε αυτό, λίγο πριν μου είχε κοπεί η αλυσίδα και παραλίγο να μπλεχτεί ανάμεσα στον πίσω τροχό και το ψαλίδι, στην μοτοσυκλέτα που έκανα μερικούς γύρους προθέρμανσης.

Όλα τα σημάδια έδειχναν ότι δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για να καβαλήσω Το Τέρας.

Όμως τέτοιες ευκαιρίες δεν σου δίνονται κάθε μέρα και η επιθυμία να την οδηγήσω ήταν πολύ πιο ισχυρή από κάθε άλλη λογική σκέψη. Κανένας οπαδός των GP δεν μπορεί να αντισταθεί στον οξύ ήχο των τεσσάρων εξατμίσεων και τις “ναρκωτικές ουσίες” που περιέχονται στη μυρωδιά του αγωνιστικού συνθετικού διχρονόλαδου. Εκείνη τη στιγμή τίποτα δεν ήταν πιο σημαντικό για μένα, από το να βγω στην πίστα καβάλα στην MMX 500 και δεν μετανιώνω για το ρίσκο που πήρα.

3

Όταν ο καφές λεκές στο σώβρακο δεν είναι ντροπή

Το βασικό πλεονέκτημα που έχεις όταν καβαλάς την MMX 500 είναι ότι μπορείς να επιστρέψεις στα πιτς με χεσμένο σώβρακο και κανείς να μην σε ειρωνευτεί. Αντιθέτως, σε κάθε γύρο που περνάς από μπροστά τους σε θαυμάζουν που είσαι ακόμα ζωντανός.

Ο μύθος των άγριων και απάνθρωπων GP500 που την περιβάλει, σου δίνουν το άλλοθι να την οδηγήσεις προσεκτικά στους πρώτους γύρους γνωριμίας και σου δίνει τον χρόνο που χρειάζεσαι για να ξεχάσεις όσα ήξερες και να ξαναμάθεις την αλφάβητο από την αρχή.

Ανήκω στην πιο τυχερή γενιά Ελλήνων μοτοσυκλετιστών, που στα δεκαοχτώ μας είχαμε δίπλωμα μοτοσυκλέτας ανεξαρτήτου κυβισμού και ζήσαμε στη χρυσή εποχή των μεταχειρισμένων Ιαπωνίας, όπου με έξι ή επτά μήνες δουλειάς σε σουβλατζίδικο αγοράζαμε NSR 250 SP, TZR 250 R, RGV 250 Γ SP και φυσικά όποιο Superbike 750 γουστάραμε.

Για την γενιά μου τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα: Οι καθαρόαιμες αγωνιστικές μοτοσυκλέτες ήταν δίχρονες και οι μοτοσυκλέτες για τον δρόμο ήταν τετράχρονες. Τόσο απλά! Όσοι θέλαμε να γευτούμε την οδήγηση μιας αγωνιστικής μοτοσυκλέτας στο δρόμο αγοράζαμε ένα δίχρονο V2 των 250 κυβικών.

Όμως όταν περνάνε δεκαέξι χρόνια από την τελευταία φορά που έχεις οδηγήσει δίχρονο και σχεδόν εικοσιτέσσερα από την πρώτη σου βόλτα με εκείνο το μαύρο-κίτρινο TDR 250, οι μνήμες είναι θολές αλλά ταυτόχρονα πολύ βαθιά φυτεμένες για να τις ξεριζώσει ο χρόνος.

Η μεγάλη διαφορά των δίχρονων μοτοσυκλετών από τις τετράχρονες, δεν είναι μόνο ο τρόπος απόδοσης . Διαφέρουν εντυπωσιακά στο βάρος και στο μέγεθος του κινητήρα τους.

Ο μικρός όγκος που καταλαμβάνουν πάνω στη μοτοσυκλέτα, επιτρέπει στους σχεδιαστές των πλαισίων να τον τοποθετήσουν στο σημείο που πρέπει και όχι απλώς στο σημείο που χωράει.

Το πολύ χαμηλό ύψος των κεφαλών και η απουσία των εκκεντροφόρων και της καδένας τους, σε βοηθάει να σχεδιάσεις ένα στενό, συμμετρικό πλαίσιο με δύο τεράστιους ευθύγραμμους δοκούς, απίστευτα ελαφρύ και άκαμπτο.

Το βάρος του δίχρονου κινητήρα είναι πολύ μικρότερο από του αναβάτη, σε αντίθεση με τους τετράχρονους που ζυγίζουν έως και 65 στην περίπτωση των τετρακύλινδρων. Αυτές οι διαφορές παίζουν καταλυτικό ρόλο στη συμπεριφορά της μοτοσυκλέτας όταν αλλάζει πορεία ή στρίβει με πολύ υψηλές ταχύτητες.

Στον τρόπο που αποδίδει τη δύναμη και τη ροπή του ένας δίχρονος κινητήρας στο πίσω ελαστικό, δεν υπάρχουν συγκρίσεις με έναν ίδιας ιπποδύναμης τετράχρονο. Όλα αυτά καθορίζουν σε απόλυτο βαθμό τον τρόπο οδήγησης μια δίχρονης μοτοσυκλέτας. Απαιτούνται διαφορετικοί χειρισμοί από τον αναβάτη, ο οποίος αν δεν προσαρμοστεί αμέσως θα βρεθεί πολύ γρήγορα άσχημα μπλεγμένος.

4

Μην πετάς πέτρες στο γορίλα

Στην περίπτωση της Suter MMX 500, θεωρητικά έχει γίνει προσπάθεια ώστε η συμπεριφορά του κινητήρα να μοιάζει όσο περισσότερο γίνεται με τετράχρονου. Ναι καλά! Αν το πιστέψεις αυτό, θα βρεθείς μέσα στο ίδιο κλουβί με το γορίλα που πριν λίγα λεπτά του πέταγες πέτρες στο κεφάλι. Όχι ιδιαίτερα ευχάριστη εμπειρία για να ζήσει κάποιος…

Το σλόγκαν The Beast is Back ή το άλλο που έγραφε στο φαίρινγκ 4 strokes are 4 Grandmothers, είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα. Ναι μεν η άνοδος των στροφών γίνεται γραμμικά και η δύναμη έρχεται με σχετική ομαλότητα, όμως ο δίχρονος χαρακτήρας δεν έχει αλλοιωθεί καθόλου.

Έχεις στη διάθεσή σου ένα μικρό φάσμα συμπυκνωμένης δύναμης μεταξύ 7.500-10.500 στροφών, που αν φύγεις έξω από αυτό δεν υπάρχει τίποτα. Κάτω από τις 7.500 στροφές αδιαφορεί παντελώς για τις κινήσεις που κάνει το χέρι σου στην γκαζιέρα.

Είτε τέρμα το ανοίξεις, είτε μέχρι την μέση, ο κινητήρας της MMX 500 ξεροβήχει σαν να προσπαθεί να καθαρίσει τον λαιμό του. Και αυτό ακριβώς κάνει, αφού μόλις το στροφόμετρο δείξει πάνω από τις 7.500 ξεσπάει με ένα οξύ, στεγνό ουρλιαχτό. Μόλις συμβεί αυτό, η μοτοσυκλέτα εκτοξεύεται εμπρός και έχεις στη διάθεσή σου ελάχιστο χρόνο μέχρι να προετοιμαστείς για την επόμενη αλλαγή ταχύτητας, που θα μαστιγώσει ξανά τα 180 δίχρονα άλογα.

Όσο προσπαθείς να την οδηγήσεις σαν τετράχρονο, απλώς ματαιοπονείς. Ο έλεγχος του γκαζιού πέρα από το στενό φάσμα των 7.500-10.500 στροφών είναι ανύπαρκτος και δεν γίνεται τίποτα σπουδαίο αν ανοίγεις προοδευτικά το γκάζι κάτω από τις 7.500 στροφές.

Επιπλέον, αυτό εμπεριέχει τον κίνδυνο να βρεθείς με πολύ ανοιγμένο το γκάζι όταν ο κινητήρας μπει στην “καλή” περιοχή στροφών και να βρεθείς προ μεγάλων εκπλήξεων - στην περίπτωσή μας να κάνεις ένα θεαματικό high-siding πριν δεις την έξοδο της τελευταίας στροφής της πίστας των Μεγάρων.

Πολύ θα ήθελα να γράψω ότι ο κύριος Suter κατάφερε να φτιάξει τον πρώτο φιλικό για όλους V4 δίχρονο κινητήρα, που μπορεί να τον οδηγήσει κάθε πλούσιος χομπίστας, με οποιουδήποτε επιπέδου εμπειρία, όμως θα ήταν ψέματα. Η Suter MMX 500 είναι σκύλα!

Βγαίνοντας στα πιτς μετά από τους τέσσερεις πρώτους γύρους, ευχαριστώ τον Θεό που μου έδωσε την ευκαιρία να οδηγήσω μια τόσο σπάνια και εξωτική μοτοσυκλέτα, όμως μέσα μου κάτι με τρώει.

Σαν να μου έχουν δώσει ένα γρίφο, που είμαι βέβαιος ότι μπορώ να λύσω αλλά ακόμα δεν τα έχω βρει την αρχή του νήματος. Η MMX 500 μου είχε ήδη δώσει τα στοιχεία που χρειαζόμουν για την λύση του. Έπρεπε όμως να τα βάλω σε μια σωστή σειρά.

Η εργονομία της θέσης οδήγησης, η γεωμετρία του πλαισίου και το πολύ μικρό βάρος της μοτοσυκλέτας ήταν σαφές ότι μου ζητούσαν να μπω στις στροφές με πολύ μεγαλύτερη φόρα. Ο κινητήρας από την μεριά του, μου τα είπε ξεκάθαρα: "Εγώ φίλε είμαι εδώ για να σπρώχνω την μοτοσυκλέτα εμπρός με όλη μου τη δύναμη. Αυτές τις σαχλαμάρες για έλεγχο του γκαζιού στις χαμηλές και μεσαίες στροφές δεν τα καταλαβαίνω." Όσο με βασανίζουν οι σκέψεις μου, βλέπω το κύριο Suter να μου κάνει νοήματα. "Άμα θέλεις, μπορείς να κάνεις άλλους έξι γύρους."

Πριν προλάβει να τελειώσει την φράση του είμαι ήδη πάνω στη μοτοσυκλέτα και ο Θάνος αδειάζει μια καρτέλα υπογλώσσια μέσα στο στόμα του και αρχίζει να τα μασάει χωρίς νερό…

5

Η λύση είναι η φόρα, ακόμα περισσότερη φόρα

Η δεύτερη βόλτα μαζί της δεν είχε καμία απολύτως σχέση με την πρώτη. Έχοντας κάνει ένα γενναίο reset στο μυαλό μου και επαναφέροντας από τα σκονισμένα ράφια της μνήμης όποια εμπειρία είχα αποκτήσει από την οδήγηση δίχρονων σπορ μοτοσυκλετών στα νιάτα μου, βάζω σε εφαρμογή μια απλή, αλλά ιδιαίτερα δύσκολη στην εφαρμογή οδηγική τακτική. Μαζεύω όση περισσότερη φόρα μπορώ τις ευθείες με την βοήθεια του κινητήρα και στρίβω με όσο μεγαλύτερη ταχύτητα μπορώ με την βοήθεια του ελαφριού, άκαμπτου πλαισίου.

Για να το πετύχεις αυτό πρέπει να κάνεις τις αλλαγές ταχυτήτων στην ευθεία, ακριβώς μόλις το στροφόμετρο ξεπεράσει τις 10.500 στροφές. Αν ανεβάσεις ταχύτητα πιο νωρίς η MMX 500 θα σηκώσει απότομα τον εμπρός τροχό στον αέρα. Αν αλλάξεις μετά τις 11.000 ρισκάρεις να “χτυπήσεις” κόφτη, με αποτέλεσμα να μπερδευτεί το Quick-shifter και να χάσεις χρόνο ή ακόμα και την αλλαγή ταχύτητας. Ο λεβιές του κιβωτίου ταχυτήτων και το quick-shifter δούλευαν αρμονικά και με ακρίβεια μόνο όταν είχες το γκάζι γενναία ανοιχτό και τις στροφές του κινητήρα πάνω από τις 8.000. Με μισό γκάζι ή κάτω από αυτές τις στροφές, το κιβώτιο μάγκωνε και δεν άλλαζε ταχύτητες χωρίς συμπλέκτη.

Όλη η μαγεία αυτής της μοτοσυκλέτας (η οποία χάθηκε όταν σταμάτησαν να παράγονται δίχρονα supersport) είναι η ταχύτητα εισόδου στις στροφές. Αν δεν το έχεις ζήσει, μάλλον δεν θα μπορέσεις να καταλάβεις πόση μεγάλη διαφορά υπάρχει σε σύγκριση με μια βαριά τετράχρονη superbike.

Καθώς ο κινητήρας δεν φρενάρει τον πίσω τροχό όταν κλείνεις το γκάζι κατεβάζοντας ταυτόχρονα δύο-τρεις ταχύτητες πριν μπεις στη στροφή, η MMX 500 ρέει μέσα στην πίστα. Μόλις βρεθείς στη μέση της στροφής καταλαβαίνεις ότι δεν χρειαζόταν να φρενάρεις τόσο πολύ.

Γύρο με τον γύρο, φρενάρεις όλο και λιγότερο, μπαίνεις στις στροφές όλο και πιο γρήγορα… Σιγά-σιγά η Σκύλα γίνεται αρνάκι! Η μεγαλύτερη ταχύτητα μέσα στη στροφή σε βοηθάει να μένουν οι στροφές του κινητήρα ψηλά και στην έξοδο είναι έτοιμος να σε τινάξει εμπρός.

Όμως για να γίνει αυτό, θέλει να έχεις επιλέξει τη σωστή σχέση ώστε στο τελευταίο 1/3 της στροφής να δείχνει το στροφόμετρο 8.000 με 9.000 στροφές. Όποιο χειρισμό κάνεις πάνω της, θα πρέπει να είναι συγκεκριμένος και να εξυπηρετεί συγκεκριμένο σκοπό. Εδώ φρενάρεις, εδώ ανοίγεις το γκάζι, εδώ αλλάζεις ταχύτητα, με τόσα στρίβεις. Αν το κάνεις, περνάς σε μία άλλη διάσταση όπου η οδήγηση γίνεται… ερωτική πράξη! Αν δεν το κάνεις, σε ξαναρίχνουν πίσω στο κλουβί με τον γορίλα.

7

Ζήλια

Όσο μεγαλώνουμε σε ηλικία, τόσο περισσότερο ζηλεύουμε τους νέους για τα πράγματα και τις ευκολίες που έχουν σήμερα και δεν είχαμε τότε εμείς. Όμως ως μοτοσυκλετιστής δεν ζηλεύω καθόλου την νέα γενιά που δεν μπορεί πλέον να οδηγήσει μια δίχρονη σπορ μοτοσυκλέτα.

Νοιώθω πολύ τυχερός που έζησα την εποχή όπου τα αγωνιστικά ήταν δίχρονα και οι μοτοσυκλέτες δρόμου τετράχρονες και νοιώθω δέκα φορές πιο τυχερός που οδήγησα την Suter MMX 500 και ξαναθυμήθηκα γιατί το λέγαμε τότε αυτό. Γιατί έτσι είναι!

8

Τεχνική Ανάλυση – ιστορικό

 

Two stroke forever!

 

Έχει κρύο στα Μέγαρα. Ο Eskil Suter ζητάει ταινία, σκύβει και βάζει δύο λωρίδες στο πάνω ψυγείο του MMX500. Για λίγες ώρες, ζήσαμε την εμπειρία ενός δίχρονου V4, με ήχους, εικόνες και μυρωδιές από την Χρυσή Εποχή των GP500. Μόνο που το Suter είναι ακόμα καλύτερο από κείνα...

Γιατί; Όπως λέει ο ίδιος, "Τώρα δεν μας περιορίζουν οι κανονισμοί, οπότε κάνουμε ό,τι θέλουμε!" Αυτό το ό,τι θέλουμε κουβαλάει μαζί του την πρόσθετη εμπειρία πάνω από 15 ετών, από τότε που έπεσε τσεκούρι στις συμμετοχές των δίχρονων στα GP. Με την εμπειρία της Suter Racing Technology στα πλαίσια, αλλά και τις εξελίξεις στα ηλεκτρονικά, το ΜΜΧ500 είναι κάτι παραπάνω από τα εργοστασιακά, ενώ από την στιγμή που δεν απευθύνεται σε ομάδες με budget εκατομμυρίων, είναι και μια πολύ πιο απλή κατασκευή, λιγότερο ιδιότροπη και μπελαλίδικη από τα racing του τότε. Κι όπως πάντα, πίσω από κάθε τι που αξίζει, βρίσκονται τα όνειρα και η σκληρή δουλειά ενός ανθρώπου. 

9

Eskil Suter – μόνο τυχαίος δεν είναι...

Ο Eskil Suter ξεκίνησε την αγωνιστική του εμπλοκή από το motocross, κι όπως μου είπε στα Μέγαρα "Αυτή είναι ακόμα η μεγάλη μου αγάπη!". Κι όταν μια τέτοια δήλωση έρχεται από τον άνθρωπο που έχει τόση ιστορία στις ασφάλτινες πίστες, μετράει αλλιώς.

Μένει ακόμα κι έχει την Suter Racing Technology στο Turbenthal, το μικρό χωριό κοντά στην Ζυρίχη της Ελβετίας όπου γεννήθηκε το 1967. Μετά από κάποια χρόνια στα χώματα, έτρεξε στην Daytona με 250 το ’91, όπου και τερμάτισε δεύτερος. Την επόμενη χρονιά, είχε και την πρώτη του συμμετοχή στα GP250 με Aprilia.

Συνέχισε στα 250 ως το ’96, τερματίζοντας δύο φορές 13ος στο πρωτάθλημα, μία 14ος και μία 19ος.  Την Suter Racing Technology την ίδρυσε το ’96, με αντικείμενο την εξέλιξη τεχνολογικών λύσεων για τους ασφάλτινους αγώνες μοτοσυκλέτας. Το 1998 ήταν αναβάτης εξέλιξης για την ομάδα της MuZ στα GP500, με την μοτοσυκλέτα να χρησιμοποιεί τον κινητήρα της Swissauto σε πλαίσιο ROC.

Όταν ο αναβάτης της ομάδας Doriano Romboni τραυματίστηκε στον δεύτερο μόλις αγώνα της χρονιάς, ο Suter στήθηκε στην εκκίνηση και στους υπόλοιπους αγώνες βαθμολογήθηκε σε τρεις. Η MuZ όμως αποφάσισε να μην χρησιμοποιεί πια το Γαλλικό πλαίσιο της ROC, κι έτσι ο Suter ανέλαβε να εξελίξει ένα νέο. Το ’99 η MuZ είχε δικό του πλαίσιο στα GP500, κι έτσι από αναβάτης εξέλιξης έγινε και κατασκευαστής πλαισίων.

11

Έχει εξελίξει και μοτοσυκλέτα MotoGP για την Kawasaki (ZX-RR, 2004-2006), όπως και το Ilmor SRT X3 800 με τις πνευματικές βαλβίδες (2006), αλλά και τον τρικύλινδρο κινητήρα του Foggy Petronas FP1 των 900cc για τα superbike (2002-2005). Η Suter Racing Technology άρχισε την εμπλοκή της στην Moto2 το 2010, με πλαίσια ειδικά φτιαγμένα για τον κινητήρα της Honda, κερδίζοντας το πρωτάθλημα κατασκευαστών το 2010 και το 2011, χωρίς όμως κάποιος αναβάτης της να στεφθεί πρωταθλητής. Το 2012 όμως, τα κέρδισε και τα δύο, κατασκευαστών και αναβατών, με τον Marc Marquez.

Την ίδια χρονιά, κατασκεύασε και ένα πρωτότυπο για τα MotoGP, με κινητήρα BMW S1000RR, που είχε δοκιμαστεί από την ομάδα Marc VDS Racing από τα τέλη του 2010 και όλο το 2011. Αυτή η μοτοσυκλέτα συμμετείχε στα MotoGP με την Forward Racing.

"Ήμουν αγωνιζόμενος για πάνω από 35 χρόνια, πρώτα motocross, μετά το γύρισα σε αγώνες ταχύτητας. Τα πήγα καλά στο Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα, κι αργότερα πέρασα στα GP. Κυρίως έτρεχα στα 250, από το '92 ως το '96. Υπό κανονικές συνθήκες, όσο δηλαδή τα πάντα πήγαιναν καλά, συνήθως θα ήμουν από δέκατος ως δωδέκατος, και νομίζω πως ο καλύτερος τερματισμός μου ήταν πέμπτος στο Assen το ’95.
Σταμάτησα τους αγώνες γιατί είχαμε αρχίσει να επικεντρωνόμαστε πολύ περισσότερο στην τεχνική πλευρά τους, αφού ως Ελβετός αναβάτης ήταν δύσκολο να πάρω εργοστασιακά εξαρτήματα, οπότε αναγκαστήκαμε να φτιάξουμε δικά μας!

Πριν ακόμα σταματήσω να τρέχω, μας απασχολούσε πολύ περισσότερο η συντήρηση και εξέλιξη των κινητήρων και εξαρτημάτων του πλαισίου, παρά η οδήγηση, κι αυτό μάλλον δεν βελτιώνει τους τερματισμούς!

Έτσι ξεκινήσαμε, και γι’ αυτό φτάσαμε εδώ που είμαστε τώρα. Στήσαμε την Suter Racing κι αρχίσαμε να πουλάμε εξαρτήματα στους μέχρι τότε αντιπάλους μας. Είμαστε τυχεροί, γιατί κάναμε το πάθος μας επάγγελμα. Από πάντα η ζωή μου περιστρεφόταν γύρω από τις μοτοσυκλέτες... Τις έχω στο αίμα μου και στην καρδιά μου!"
 

12

Γδύστην! Τσίτσιδη!

 

Σπρώχνουμε το V4 στην εκκίνηση της πίστας των Μεγάρων, την ίδια μοτοσυκλέτα που λίγους μήνες πριν είχε στηθεί στην εκκίνηση του ΤΤ στο Isle of Man, με αναβάτη τον Ian Lougher. "Δεν έχουμε πειράξει τίποτα, και θα δείτε όταν το οδηγήσετε, πως ο λεβιές των ταχυτήτων είναι πιο σκληρός απ’ ότι θα έπρεπε, γιατί αν δεν τον κάνεις έτσι, με τα σαμαράκια, τα κοπανήματα και τις προσγειώσεις στο Isle of Man, ανεβάζει ταχύτητες μόνο του!", προειδοποιεί ο Eskil Suter, και με ένα τεσσαράκι allen κι ένα οχταράκι Τ αρχίζει να γδύνει το δημιούργημά του.

Εξαιρετικά απλή διαδικασία, αφού το φαίρινγκ στηρίζεται με συνδέσμους Djus μισής στροφής. Άλλες τρεις βίδες κι έχουμε πάρει όλα τα carbon στο χέρι, θαυμάζοντας την ελαφρότητα της ύπαρξής τους. Κι όπως συμβαίνει και σε κάποιες άλλες περιπτώσεις, όταν γδυθεί καταλαβαίνεις τη διαφορά. Την παράσταση κλέβουν μεμιάς οι εξατμίσεις, καθώς είναι πια ό,τι πιο ασυνήθιστο σε μια μοτοσυκλέτα.

Οι θάλαμοι διαστολής είναι κατασκευασμένοι από τιτάνιο, από τους μετρ του υλικού στην Akrapovic, και δεν θυμάμαι να έχω δει άλλη φορά δίχρονες εξατμίσεις από την Σλοβένικη εταιρία. Τελικά δίχρονων, ή καλύτερα, τσιμπουκόφωνα όπως πολύ πιο εύηχα λέγονται, φτιάχνει, αλλά θαλάμους διαστολής όχι, εκτός από αυτούς. Κι είναι και οι τέσσερις διαφορετικοί, με τους δύο επάνω να είναι καθρέφτης ο ένας του άλλου, με μία μόνο βάση στην ουρά, και τους δύο κάτω εντελώς ανόμοιους, να συστρέφονται πριν καταλήξουν στην δεξιά μεριά του ψαλιδιού banana. Ειδικά αυτή του κάτω αριστερού κυλίνδρου, μοιάζει με πύθωνα που μόλις έφαγε τον άτυχο ιθαγενή. "Δεν ήταν εύκολη υπόθεση.

13

Σε συνεργασία με ένα διεθνώς αναγνωρισμένο πανεπιστήμιο σχεδιάσαμε τις εξαιρετικά λεπτές και ελαφριές εξατμίσεις που κατασκεύασε η Akrapovic. Ένας από τους κύριους λόγους που θέλαμε να τρέξουμε στο Isle of Man είναι πως αποτελεί το τέλειο πεδίο δοκιμών, αφού είναι ο παγκοσμίως πιο σκληρός αγώνας σε δημόσιους δρόμους", λέει ο Suter. Tα μικροσκοπικά carbon τελικά δεν πείθουν πως δικαιολογούν την ονομασία "σιγαστήρες".

Το επόμενο σημείο που καρφώνεται το μάτι είναι το ψαλίδι. Όχι το πλαίσιο, το ψαλίδι, κι ειδικά από την αριστερή μεριά του που είναι σχεδόν διπλάσια από την δεξιά.

Φτιαγμένο κι αυτό, όπως και το πλαίσιο, από συνδυασμό αλουμινένιων διαμορφωμένων φύλλων και μασίφ κομματιών κατεργασμένων σε CNC, έχει ενισχυτικά βαθουλώματα σε στρατηγικά σημεία.

Όπως και το πλαίσιο των δύο δοκών, εντυπωσιάζει γιατί ενστικτωδώς καταλαβαίνεις πως είναι έτσι γιατί έτσι χρειάζεται να είναι, χωρίς περιττές ντιζαϊνιές. Η περιοχή του λαιμού στο πλαίσιο είναι ένα κουτί ολόκληρο, καθώς αποτελεί και την είσοδο του αέρα για το κλειστό φιλτροκούτι του ψεκασμού. Και κλειστό σημαίνει Ram Air, με όφελος στην πίεση της εισαγωγής όσο ανεβαίνουν τα χιλιόμετρα.

Η κατανομή του βάρους είναι 54-46 % εμπρός-πίσω, κάτι λογικό αφού ο άξονας του ψαλιδιού είναι σχεδόν στη μέση της μοτοσυκλέτας, και τα πάντα που έχουν κάποιο αξιόλογο βάρος (ο κινητήρας και το ρεζερβουάρ με την βενζίνη δηλαδή) είναι μπροστά από κει. Μετά βλέπεις και τα μαρσπιέ που είναι... τριάντα πόντους πίσω από τον άξονα του ψαλιδιού, και καταλαβαίνεις πως με τον αναβάτη επάνω, η αναλογία θα πλησιάζει το 50-50. Τα πάντα στο πλαίσιο είναι ρυθμιζόμενα, από την κάστερ ως το ύψος του άξονα του ψαλιδιού και το μεταξόνιο, μαζί με την θέση οδήγησης φυσικά.

14

Την μεγαλύτερη συγγένεια με όσα πλαίσια έχει φτιάξει ως τώρα ο Suter για τα MotoGP την έχει με αυτό του Ilmor SRT X3 των 800cc, του 2007. Διαστάσεις και γεωμετρία δεν ανακοινώνονται, αλλά το μεταξόνιο είναι κοντά στα 1.400mm που είχαν τα δίχρονα 500 στις δόξες τους. (Για όσους γεννήθηκαν πρόσφατα, να θυμίσουμε πως η τελευταία χρονιά που έτρεξαν, σε ρόλο κομπάρσου μαζί με τις μπετονιέρες, ήταν το 2003).

Μετά το πλαίσιο το μάτι πάει στα χρυσά, στο πιρούνι FGR300 της Ohlins, και στο ΤΤΧ36 αμορτισέρ, που αποτελούν τις βασικές επιλογές. Για όποιον το αντέχει η τσέπη του, και δεν τον μοιάζουν μερικές χιλιάδες ευρώ παραπάνω, ο Eskil τοποθετεί και τα εντελώς MotoGP Ohlins, το πιρούνι RVP20 και το αμορτισέρ RVP46.

Ακόμα όμως και με τα "απλά" Ohlins, η αίσθηση στα σχεδόν motocross Μέγαρα ήταν πως η ανάλαφρη μοτοσυκλέτα πάταγε κάτω, με μια σταθερότητα πολύ βαρύτερης, παρά τα ελάχιστα κιλά της, χωρίς αναπηδήσεις ή άλλα χαζά.

16

Εμπιστοσύνη για να πάρεις φόρα.... Αντίστοιχα κορυφαίου επιπέδου είναι και τα φρένα, με τις GP4-RR δαγκάνες της Brembo. Oι εμπρός δίσκοι μοιάζουν μικροί στα 320mm, αλλά με μόνο 127 κιλά βάρους φτάνουν και περισσεύουν, άλλωστε και ο τρόπος που θέλει να οδηγείται, δεν απαιτεί κάτι περισσότερο. Κι ενώ χαϊδεύει κανείς τις αναρτήσεις, βλέπει πως υπάρχουν και εμπρός και πίσω αισθητήρες καταγραφής δεδομένων για την λειτουργία τους, μέσω του συστήματος της 2D, εταιρίας που έχει εμπειρία πάνω από είκοσι χρόνια.

Και τα YZR500 της Yamaha το ίδιο σύστημα χρησιμοποιούσαν (κι όχι, δεν το θυμόμουν από τότε, αλλά στην κουζίνα μας στο ΜΟΤΟ έχουμε κορνιζαρισμένη μια μεγάλη φωτό του Abe με το YZR, κι είδα το αυτοκόλλητο της 2D στο ψαλίδι!). Γιατί τηλεμετρία και καταγραφή δεδομένων;

Μα, όταν ο Eskil αυτοπροσώπως θα σας παραδώσει το καινούργιο σας ΜΜΧ500, όπως έκανε πρόσφατα με πέντε πελάτες του, είχε κλείσει το Mugello και ρύθμισε ανάλογα την μοτοσυκλέτα του καθενός. Ε, όταν δίνεις πάνω από 100.000 ευρώ, έχεις και το ανάλογο service κατά την παράδοση.  

17

 

Δίχρονο V4, live!

Ναι, V, αλλά πόσο V; Με το μάτι το βλέπεις να είναι κάτι λιγότερο από 90 μοίρες, αλλά πόσο; Ιστορικά, τα δίχρονα V4 είχαν γωνίες από 65 ως και 108 μοίρες. Ο Suter μου λύνει την απορία: "V80°, με αντίθετα περιστρεφόμενους στροφάλους". Γιατί 80°; "Θέμα κραδασμών δεν υπάρχει, οπότε επιλέχθηκε η περιεχόμενη γωνία που βόλευε περισσότερο χωροταξικά!"

Στην καριέρα των δίχρονων V4, σχεδόν όλοι – εκτός της Honda! – κατέληξαν στην λύση των δύο ξεχωριστών στροφάλων, κάτι που δίνει ελαφρά πιο στενό κινητήρα και βελτιώνει την συμπεριφορά, μειώνοντας το γυροσκοπικό φαινόμενο από την περιστροφή του στροφάλου. Έχουμε έτσι δύο στροφάλους γραναζωμένους μεταξύ τους.

Η βασική διαφορά με έναν τετράχρονο V4 είναι πως ο δίχρονος έχει τέσσερα κομβία και τέσσερις ανεξάρτητους στροφαλοθάλαμους, απαραίτητους για να διατηρείται η πίεση της εισαγωγής, ενώ ο τετράχρονος μπορεί να έχει δύο μπιέλες ανά κομβίο. Το επόμενο που χαρακτηρίζει έναν δίχρονο V4 είναι ο χρονισμός του.

Είναι screamer ή big bang, έχει δηλαδή μικρά, ή μεγάλα διαστήματα ανάμεσα στις αναφλέξεις; Στην περίπτωσή μας έχουμε έναν κανονικό screamer, με μια ανάφλεξη κάθε 90 μοίρες, με σειρά ανάφλεξης κυλίνδρων 1-3-2-4.

18

Ανάλογα με το τι βλέπω στο μηχανάκι και τι μου περνάει απ’ το μυαλό, ρωτάω τον Eskil Suter, πηδώντας από τα διαστήματα ανάφλεξης στην μακροζωία των πιστονιών: "Τα πιστόνια αντέχουν και για παραπάνω, αλλά προληπτικά τα αλλάζουμε κάθε 800-1000km, ενώ τους στροφάλους κάθε 3-5.000, ανάλογα την χρήση.

Αλλά τώρα που το λέμε, δεν έχουμε αλλάξει ποτέ κανέναν, οπότε δεν ξέρουμε, μπορεί να αντέχουν και πολύ παραπάνω!" Ένα στοιχείο που δεν είχαν τα GP500, αλλά έχει το Suter, είναι ο ψεκασμός. Οι Ιάπωνες το είχαν δουλέψει, η Honda μάλιστα είχε φτιάξει και ψεκαστό NSR500, αλλά δεν το έτρεξαν.

Δυστυχώς, τα δίχρονα παραγωγής δεν πρόλαβαν να περάσουν στον ψεκασμό, κάτι που θα κάνουν από του χρόνου τα μόνα δίχρονα που απέμειναν, τα enduro και τα motocross. To Suter έχει κεντρική μονάδα ελέγχου της Mectronic που διαχειρίζεται την ανάφλεξη και την τροφοδοσία, μέσω τεσσάρων ενοποιημένων σωμάτων ψεκασμού, που οδηγούν σε βαλβίδες reed με πέταλα carbon fiber. Υπάρχουν κανονικά πεταλούδες, με δύο μπεκ ανά εισαγωγή, ένα κάτω από την πεταλούδα κι ένα από πάνω, shower.

Ο Eskil Suter ήταν έτοιμος να προσθέσει και τα Μέγαρα στην εμπειρία του από τις πίστες του κόσμου τούτου. Λίγο σπρώξιμο και το Τέρας παίρνει, με έναν τραγανό, ροκανιστό ήχο σαν να σκάνε συνέχεια δυναμιτάκια...

Το ζεσταίνει με γκαζιές κοντά στις 8.000, βάζει το χέρι του στα ψυγεία, κι όταν θεωρεί πως έχει φτάσει σε ασφαλή θερμοκρασία, ανεβάζει ακόμα πιο ψηλά τις στροφές...

Ξαφνικά η ογδονταμελής Συμφωνική Ορχήστρα Αλυσοπρίονων Χωρίς Εξάτμιση κάνει κρεσέντο κι ανεβάζει στον κόφτη... Ο ήχος αυτός από τις γκαζιές ως τις 12.000 κάποια στιγμή θα κυκλοφορεί σε παράνομα αρχεία, που two stroke πρεζάκια θα ακούν με κλειστές πόρτες και παράθυρα...

19

Κι όμως, όταν τελικά βάζει κράνος, πρώτη, και ξεκινά με λίγες στροφές από τα πιτς, ο ήχος είναι απρόσμενα βαθύς, σαν μουγκρητό, και η λειτουργία εξαιρετικά καθαρή, χάρη και στον ψεκασμό, αλλά και στις ηλεκτρονικά ελεγχόμενες βαλβίδες που μεταβάλλουν το ύψος της θυρίδας εξαγωγής.

Καθώς είναι κλειστές σ’ αυτή τη φάση, και το ύψος των θυρίδων το ελάχιστο, είναι υπεύθυνες και για τον βαρύ για δίχρονο ήχο του κινητήρα στις χαμηλές στροφές. Μέσα στην πίστα, έχουμε μια μίνι αναβίωση της σεζόν των GP του 2003, όταν τετράχρονα και δίχρονα γύρναγαν μαζί: Ο Παρασκευάς με το R1 του, και ο Eskil Suter με το... Suter του, το ένα τετρακύλινδρο τετράχρονο cross plane, το άλλο τετρακύλινδρο δίχρονο screamer, με το πρώτο να παίζει μια βαρύτονη υπόκρουση στα στριγγά ροπιάσματα του άλλου...

Θα λέγατε όχι σε μια έκδοση δρόμου;

Δρόμου; Δηλαδή με πινακίδα; Ποιος τρελός θα το φτιάξει, γιατί τρελούς να το αγοράσουν έχουμε! Μα, αυτός ο Ελβετός, που γυαλίζει το μάτι του... Όταν βγήκε από την πίστα, τον ρωτάω για την αναλογία λαδιού στην βενζίνη, και παίρνω μια απρόσμενη απάντηση: "Τώρα βάζουμε 3% λάδι.

Αλλά [εδώ άστραψε το μάτι του...] έχουμε ήδη έτοιμη αντλία λαδιού, που θα καταργήσει την μίξη στο ρεζερβουάρ! Έτοιμη είναι επίσης και η μίζα, κι έτσι δεν θα χρειάζεται σπρώξιμο για να πάρει μπρος." ΟΚ, και μετά θα του βγάλουμε και πινακίδα για να κυκλοφορούμε στο δρόμο, αστειεύομαι.

Αλλά ο Ελβετός δεν αστειευόταν: "Θα γίνει κι αυτό, είναι στα σχέδιά μας!" Να δω πως θα καταφέρουν να το κάνουν αυτό... Έτσι κι αλλιώς, το ΜΜΧ500 δεν απευθύνεται σε αγωνιζόμενους, από τη στιγμή που ναυάγησαν τα αρχικά σχέδια του Suter για μια σειρά αγώνων με MMX500 βαμμένα στα χρώματα των ομάδων του τότε, με αναβάτες του τότε...

Αυτό ήταν όταν είχε πρωτοφτιάξει τον κινητήρα, με 500cc. Ώριμα σκεπτόμενος, ανέβασε τα κυβικά στα 580. Γιατί 580 όμως; Ας μην ξεχνάμε σε ποιους απευθύνεται αυτή η μοτοσυκλέτα. Κατηγορία αγώνων για δίχρονα 500 δεν υπάρχει, οι προτεραιότητες ήταν πια άλλες.

Από τις αρχικές διαστάσεις του κινητήρα των 500cc που ήταν 56x50,8, αυξήθηκε η διαδρομή του στροφάλου κατά 8mm και πλέον οι διαστάσεις των 56x58,8 δίνουν 576cc. Έχουμε έτσι έναν υποτετράγωνο (!) δίχρονο V4, πιο αξιόπιστο, πιο οδηγήσιμο, με πιο ομαλή λειτουργία και εξαιρετικά λιγότερο  απαιτητικό σε εξειδικευμένες γνώσεις για συντήρηση και ρύθμιση.

21

Και πολύ μικρότερο κοστολόγιο – μια ακριβής GP500 ρέπλικα θα ήταν ασύμφορη ακόμα και για τον πιο πλούσιο ιδιώτη. Πέρα από τα επιπλέον κυβικά και τα πλεονεκτήματά τους, η διαφορά ανάμεσα στις απαιτήσεις ρυθμίσεων των καρμπυρατέρ του τότε και τον ψεκασμό του Suter είναι η μέρα με την νύχτα. Κι αν χρειαστεί αλλαγές στην τροφοδοσία, ανοίγεις το laptop αντί για το κουτί με τα ζιγκλέρ και τις βελόνες...

Κι όλα αυτά, με μια απόδοση που είναι ίση με την κορυφαία που είχαν φτάσει τα δίχρονα 500 στα GP. Η NSR500 του Rossi είχε το 2001 190-200 ίππους στις 13.500 για 131 κιλά, αν και υπάρχει μια "απόκρυφη" ιστορία πως ο ίδιος είχε επιλέξει μια απόδοση πιο κοντά στους 170.

Άλλο αυτό όμως. Η ΜΜΧ500 με τις στάνταρ ρυθμίσεις έχει 195, ίσως στις 11.500, με μέγιστες στροφές τις 13.000, για 127 κιλά... Για μια μικρή σύγκριση με τις GP500, ας θυμηθούμε πως όταν ξεκίνησαν οι τετρακύλινδρες δίχρονες, το 1975 με την εν σειρά Yamaha OW23, είχε κάτω από 100 ίππους, ενώ το Suzuki RG500 – square four αυτό – μόλις που ξεπερνούσε τους 100.

Η ίδια η Yamaha ανακοινώνει 130 ίππους για την πρώτη V4 με δύο στροφάλους και εισαγωγή με reed στον στροφαλοθάλαμο, την OW76 του 1984, με την οποία ο Eddie Lawson είχε κερδίσει το πρωτάθλημα εκείνης της χρονιάς.

Ο Rossi, στην τελευταία του χρονιά με δίχρονο, το 2001, έκανε όσους περισσότερους γύρους μπορούσε σε δοκιμές και χρονομετρημένα, γιατί όπως έλεγε "μου μένουν λίγοι ακόμα αγώνες με μια αληθινή μοτοσυκλέτα...".

Ήταν η Yamaha με την OW61 του 1982 που έφτιαξε την πρώτη δίχρονη V4, που είχε και τον πρόγονο του πλαισίου Deltabox, εξελιγμένο από τον Ισπανό Antonio "JJ" Cobas. Δυο χρόνια αργότερα, το 1984, η ΥΖR500 OW76 απέκτησε εισαγωγή με reed κατ’ ευθείαν στον στροφαλοθάλαμο, και με την OW81 του 1985 έβαλε τους στροφάλους να περιστρέφονται αντίθετα, για μείωση του γυροσκοπικού τους φαινομένου και μεγαλύτερη ευελιξία (την διάταξη αυτή την είχε δοκιμάσει στην OW77, μια πειραματική GP500 που δεν έτρεξε ποτέ). Η ισχύς είχε ανέβει στους 154 ίππους.

Έτσι, η βασική διάταξη του κινητήρα της ΜΜΧ500 είναι παρόμοια με της OW81: Αντεστραμμένοι πίσω κύλινδροι με τις ευθύγραμμες εξατμίσεις τους στην ουρά, εισαγωγή με reed στον στροφαλοθάλαμο, αντίθετα περιστρεφόμενοι στρόφαλοι. Η διαφορά ήταν στην περιεχόμενη γωνία των κυλίνδρων, που στην πορεία των OW κυμαινόταν από 60-75°, ενώ της Suter είναι 80°.

22

Αλλά ήταν οι Yamaha ΥΖR500 ΟW98 και Suzuki RGV500 XR74 του 1988 που αποτέλεσαν το πρότυπο των δίχρονων V4 και στο πλαίσιο, αφού ήταν οι πρώτες που φορούσαν ασύμμετρο ψαλίδι banana για να βγαίνουν και οι δύο κάτω εξατμίσεις από την δεξιά μεριά. Η διάταξη αυτή κινητήρα και πλαισίου κράτησε μέχρι το οριστικό τέλος των δίχρονων 500, με εξαίρεση την Honda που επέμενε στον "αληθινό" V4 με έναν στρόφαλο, ξεκινώντας από κινητήρα screamer, φτιάχνοντας τον πρώτο big bang το ’92, και γυρνώντας αργότερα πάλι σε screamer μετά από απαίτηση του Doohan. Τα NSR κέρδισαν επτά από τους δέκα τελευταίους τίτλους των GP500, ενώ η Honda είχε εξελίξει και NSR500 με ψεκασμό. Φανταστείτε το αυτό σε συνδυασμό με το σύστημα AR, το Active Radicals combustion που επίσης είχε βγάλει σε παραγωγή η Honda, ή και σε συνδυασμό με άλλες εξελίξεις στο θέμα των δίχρονων, και σήμερα θα μπορούσαμε να οδηγούμε καθαρά δίχρονα στο δρόμο.

23

Αλλά η politically correct άποψη επέμενε τετράχρονα, και η αλλαγή των κανονισμών σήμανε το τέλος των street δίχρονων. Έμειναν πια μόνο τα χωματερά, που σε λίγο κι αυτά θα γίνουν ψεκαστά. Αυτό που αγοράζει λοιπόν σήμερα ο ευτυχής πελάτης του Eskil Suter έχει ίση ιπποδύναμη με το απόγειο της εξέλιξης των GP500, με έναν κινητήρα screamer πολύ πιο ροπάτο και γραμμικό, σχεδιασμένο για τον χομπίστα αναβάτη που θέλει να ζήσει την αίσθηση των ιστορικών πια 500, χωρίς να έχει και μια εργοστασιακή ομάδα να τον υποστηρίζει. 

Ο Eskil Suter δικαιολογημένα είναι περήφανος: "Η κατασκευή μιας τέτοιας μοτοσυκλέτας, έστω και σε περιορισμένη παραγωγή, αποκτά ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα γιατί έχει αυτόν τον τετρακύλινδρο δίχρονο των 580cc, που προκαλεί σχεδόν υστερικές αντιδράσεις σε όσους είναι δεμένοι συναισθηματικά με τις άγριες μέρες των GP500, τότε που θρύλοι σαν τους Kenny Roberts, Eddie Lawson και Wayne Gardner, για να αναφέρουμε μόνο λίγους από αυτούς, έδιναν συναρπαστικές μάχες για το βάθρο – και για να καταφέρουν να μένουν όρθιοι!

Η εκρηκτική απόδοση των δίχρονων δεν έχει ξεχαστεί, κι οι πραγματικοί fans θεωρούν ακόμα πως η χρυσή εποχή των GP ήταν η δίχρονη... Εκείνες οι μοτοσυκλέτες όμως ποτέ δεν ήταν διαθέσιμες στο κοινό, κι εμείς θέλαμε να τις φέρουμε και πάλι στη ζωή, προσαρμοσμένες στην εποχή μας. Γι’ αυτό και τα πάντα πάνω στην MMX500 είναι ό,τι πιο σύγχρονο κι ό,τι καλύτερο. Την τεχνολογία, την τεχνογνωσία και τα εξαρτήματα της MMX500 μόνο να τα ονειρευτούμε θα μπορούσαμε τις μέρες των δίχρονων GP."


 

 

Πως φτάσαμε ως εδώ...

SUZUKI RGV500 XR74  1988

Του Schwantz το μηχανάκι

31

To ’88 και οι δύο στρόφαλοι είχαν την ίδια φορά, αλλά το πρόβλημα ήταν πως με τα καρμπυρατέρ ανάμεσα στους κυλίνδρους, ο ένας στρόφαλος περιστρεφόταν κόντρα στην ροή του μίγματος, οπότε έχανε σε απόδοση. Το 1989 όμως το RGV είχε τους στροφάλους του να περιστρέφονται αντίστροφα, και τότε άρχισαν να βγάζουν άλογα, αλλά είχαν θέμα αξιοπιστίας. Έσπαγαν οι στρόφαλοι απ’ το γκάζι, ή απλά, δεν ήταν εξ αρχής σχεδιασμένοι για τόσο γκάζι. Ο Schwantz θεωρεί πως το 1989 ήταν η καλύτερη χρονιά του. Κέρδισε έξι αγώνες, αλλά έπεσε σε άλλους τρεις κι εγκατέλειψε από μηχανική βλάβη επίσης σε τρεις.

35

Το RGV500 είχε το πρώτο αλουμινένιο πλαίσιο δύο δοκών της Suzuki, αλλά η ομάδα το άλλαζε συνεχώς, πειραματιζόμενη με την θέση του άξονα του ψαλιδιού αλλά και την κάστερ του λαιμού. Το ’88 όμως, είxε ψαλίδι banana, που επέτρεψε και στις δύο εξατμίσεις των κάτω κυλίνδρων να έρθουν από την ίδια μεριά, όπως και το πρώτο upside down πιρούνι της Kayaba. Οι κινητήρες ήταν όλοι παρόμοιοι, αλλά ως το 2001 θα άλλαζαν πολλές φορές την περιεχόμενη γωνία των κυλίνδρων, ανάμεσα από τις 70 και τις 80 μοίρες. Επίσης το ’89 χρησιμοποιήθηκαν διπλές βαλβίδες εξαγωγής, συνδυασμός γκιλοτίνας και περιστροφικής, όπως και ένα πρωτόγονο σύστημα quickshifter. Δοκίμαζαν επίσης διάφορες διαμέτρους κυλίνδρων, 54 ή 56mm, αλλά τα κιβώτια ταχυτήτων ήταν σχεδόν ίδια για όλα. Άλλαζαν και τα διαστήματα ανάφλεξης, από big bang ως screamer, κι είχε τύχει να τα έχουν την ίδια χρονιά μαζί. Είχαν φτιάξει στροφάλους των 180°, των 90° και των 45°. Tο RGV500 XR84 του 1994 ζύγιζε 135kg κι έβγαζε κοντά στα 195 άλογα από τον κινητήρα των 70° μοιρών.

 


Πως φτάσαμε ως εδώ, ΙΙ...

YAMAHA OW81 1985

Αντίθετα περιστρεφόμενοι στρόφαλοι

24

Ο V4 του OW81 ήταν εντελώς νέος. Οι στρόφαλοι περιστρέφονταν αντίθετα, με τον εμπρός να γυρίζει προς την διεύθυνση κίνησης της μοτοσυκλέτας, και τον πίσω αντίθετα μ’ αυτή, κάτι που μείωνε το γυροσκοπικό φαινόμενο που επηρέαζε αρνητικά την συμπεριφορά. Επιπλέον, τα κάρτερ είχαν φτιαχτεί αρκετά ισχυρά ώστε να αποτελούν ενεργό μέρος του πλαισίου, αυξάνοντας την ακαμψία και συμβάλλοντας στο εξαιρετικό κράτημά της.

29

Το OW81 με τους Eddie Lawson και Christian Sarron πήρε την δεύτερη και τρίτη θέση στο πρωτάθλημα του 1985. Για το 1986, η ισχύς ανέβηκε από τους 140 στους 145 ίππους, ενώ υπήρχαν και εργονομικές αλλαγές όπως στο σχήμα της σέλας και την θέση οδήσησης, και οι βελτιώσεις ήταν αρκετές ώστε να βοηθήσουν τον Lawson να πάρει τον δεύτερό του τίτλο στα GP500, και τον Tadahiko Taira να πάρει τον τρίτο συνεχόμενο τίτλο του στα 500cc του All Japan Championships. Από αυτή την μοτοσυκλέτα λοιπόν ξεκίνησαν οι στρόφαλοι να περιστρέφονται αντίθετα, ενώ η τελική μορφή, στο πλαίσιο, ολοκληρώθηκε από την Suzuki, με το ψαλίδι banana. H Yamaha θα έφτιαχνε το πρώτο της big bang, το YZR500, το 1992. Κι αυτό είχε δύο στροφάλους, με γωνία 90 μοιρών.

 

 

Πως φτάσαμε ως εδώ, ΙΙΙ...

Swissauto V4 500

Ο πρώτος Ελβετικός V4

33

Αρχικά, ο Suter είχε εμπειρία από το Swissauto 500, που με τις κλασικές διαστάσεις 54x54,5 mm και περιεχόμενο γωνία 108° έβγαζε 210 ίππους στις 12.500. Τα κάρτερ του ήταν είτε αλουμινένια είτε από μαγνήσιο, και τροφοδοτούνταν από 4 Mikuni 35mm με επίπεδα slide. Τα διαστήματα ανάφλεξής του ήταν... ό,τι ήθελε κάθε φορά ο πελάτης, από 30 έως 180 μοίρες. Κι αυτός είχε ηλεκτρονικά ελεγχόμενες βαλβίδες εξαγωγής, και ζύγιζε 39,5 κιλά. Ο Suter έφτιαχνε μεταξύ άλλων και τις εξατμίσεις του, αλλά έστηνε και το πλαίσιο, όπως έκανε στην περίπτωση του MuZ.  O κινητήρας αυτός ήταν σε παραγωγή από το ’94 ως το ’99. Χρησιμοποιήθηκε και στο Παγκόσμιο Sidecar, από διάφορες ομάδες και με διάφορα ονόματα. Στα GP 500 εμφανίστηκε ως Swissauto, ως elf – ROC, ως MuZ και τελικά ως Pulse, μαζεύοντας 29 νίκες σε GP και τρία Παγκόσμια Πρωταθλήματα. 

 

 

Πως φτάσαμε ως εδώ, IV…

HONDA NSR500

Εν τω μεταξύ, η Honda έκανε τα δικά της!

26

Tο Honda NSR500 είχε πάντα έναν στρόφαλο, ήταν δηλαδή ένα κανονικό V, κι όχι δύο δικύλινδροι τοποθετημένοι υπό γωνία μεταξύ τους, όπως ουσιαστικά είναι όλοι οι κινητήρες V4 με δύο στροφάλους. Η Honda, όπως είχε δηλώσει ο Oguma, απέρριψε την λύση των δύο στροφάλων "...λόγω τριβών, γιατί οι δύο στρόφαλοι χρειάζονται 8 ρουλεμάν, ενώ ο ένας μόνο 5". Άρχισε την αγωνιστική του καριέρα, και την τελείωσε, ως screamer, με τα πιστόνια να είναι σε παρόμοια διάταξη με ενός τετράχρονου V4 με στρόφαλο 180°. Το 1990, η Honda έβαλε τα κομβία του στροφάλου σε κάθε ζεύγος κυλίνδρων να είναι στην ίδια θέση, σαν ένα τετράχρονο “droner” με στρόφαλο 360°, αλλά σε διαφορά φάσης 180° με του άλλου ζεύγους κυλίνδρων. Ήταν ο πρώτος κινητήρας big bang.

28

Το 1997 ο Mick Doohan ήθελε κινητήρα screamer, 180°, κι ο θρυλικός crew chief του HRC τότε, ο Jerry Burgess, εξηγεί γιατί: "Με τον screamer των 180 μοιρών υπάρχει άμεση σχέση ανάμεσα στην γκαζιέρα και τον πίσω τροχό, κι όταν το πίσω λάστιχο σπινάριζε ο Mick μπορούσε να κλείσει ελαφρά το γκάζι χωρίς να χάσει κι εντελώς την ισχύ. Ένας big bang έχει πολύ περισσότερο φρένο κινητήρα, όταν κλείνει το γκάζι, οπότε αποσταθεροποιεί την μοτοσυκλέτα στην είσοδο των στροφών, κι όταν ανοίγεις κατόπιν το γκάζι, έχεις αυτή την ξαφνική παροχή δύναμης, που και πάλι χαλάει την ισορροπία της μοτοσυκλέτας και δυσκολεύει την ανάρτηση, δεν την αφήνει να κάνει τη δουλειά της. Το μυστικό του Mick ήταν η ταχύτητα μέσα στην στροφή, οπότε ήθελε την απόδοση να είναι ομαλή, και ένας screamer είναι πολύ πιο ομαλός στις μεταβολές του γκαζιού σε σχέση με έναν big bang."

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ        

Κατασκευαστής:

Suter Racing Technology

Τιμή:

112.300 (βασική έκδοση...)

 

 

ΒΑΡΟΣ

 

127 kg

Πίσω

46%

Εμπρός

54%

 

 

 

ΠΛΑΙΣΙΟ

Τύπος:

Αλουμινένιο box δύο δοκών από πρεσαριστά και κατεργασμένα σε CNC κομμάτια, ρυθμιζόμενο μεταξόνιο, κάστερ, ύψος, θέση οδήγησης. Ψαλίδι banana από πρεσαριστά και κατεργασμένα CNC κομμάτια.

Πλάτος (mm):

 

Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):

 

 

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Τύπος:

Δίχρονος V4 με δύο αντίθετα περιστρεφόμενους στροφάλους σε ρουλεμάν, διπλές ηλεκτρονικά ελεγχόμενες βαλβίδες εξαγωγής

Διάμετρος επί διαδρομή (mm):

 56 x 58,5

Χωρητικότητα (cc):

576

Σχέση συμπίεσης:

 

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

195/13.000

Ροπή (kg.m/rpm):

-

Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):

338,5

Τροφοδοσία / ανάφλεξη:

Ψεκασμός με τέσσερα σώματα, carbon βαλβίδες reed στο στροφαλοθάλαμο / Mectronic ECU

Σύστημα εξαγωγής:

4 θάλαμοι διαστολής Akrapovic από τιτάνιο

Σύστημα λίπανσης:

Mίξη λαδιού 3%

Σύστημα εκκίνησης:

Σπρώξιμο (προσεχώς μίζα!)

 

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Κιβώτιο: Suter τύπου κασέτας, 6 σχέσεων

Συμπλέκτης:

Ξηρός πολύδισκος Suter

Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:

Γρανάζια / -

Τελική μετάδοση / σχέση:

Αλυσίδα 520 / γρανάζια

 

ΠΙΣΩ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Σύστημα μοχλισμού με αμορτισέρ Ohlins TTX36 (RVP46)

Διαδρομή (mm):

-

Ρυθμίσεις:

Απόσβεση συμπίεσης, επαναφοράς, προφόρτιση, μήκος

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

6,0 x 17 ΟΖ σφυρήλατη αλουμινένια (ΟΖ ή Marchesini μαγνησίου)

Ελαστικό:

195/65R17 Dunlop KR108 ή 190/65R17 Bridgestone ή 200/60R17 Pirelli

Πίεση:

1,4 bar

ΦΡΕΝΟ

Δίσκος 218mm με διπίστονη δαγκάνα Brembo P4.24 (έμβολα τιτανίου)

 

ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

Big Dash full carbon της 2D, ενδείξεις στροφών, σχέσης κιβωτίου, θερμοκρασίας ψυκτικού, shift lights, GPS, χρονομέτρηση γύρων, split (Σύστημα καταγραφής δεδομένων για λειτουργία εμπρός / πίσω ανάρτησης, πίεση φρένων εμπρός / πίσω, λειτουργίας κινητήρα, ΙMU, ανάλυση γύρου, GPS, software χαρτογράφησης κινητήρα). Ρεζερβουάρ / φαίρινγκ / ουρά carbon fiber

 

ΕΜΠΡΟΣ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Πιρούνι USD Ohlins FGR300, TTX25 (RVP20)

Διαδρομή/Διάμετρος (mm):

130/43 (130/42)

Ρυθμίσεις:

Απόσβεση συμπίεσης, επαναφοράς, προφόρτιση ελατηρίου

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

3,75 x 17 ΟΖ σφυρήλατη αλουμινένια (ΟΖ ή Marchesini μαγνησίου)

Ελαστικό:

120/70R17 Dunlop KR106-1 ή Pirelli, 120/60R17 Βridgestone 

Πίεση:

2,4 bar

ΦΡΕΝΟ

Δύο δίσκοι 320mm με τετραπίστονες δαγκάνες Brembo GP4-RR 32/36 (Brembo XA8D1.B0/1 36/38)