Θεωρητικά τα scooter έχουν ως βασικό πλεονέκτημά τους την πρακτικότητα στην καθημερινή χρήση και αν μιλάμε ειδικά για την κατηγορία των mega scooter που ανήκει το Yamaha Tmax, τότε θα πρέπει να προσθέσουμε ως βασικό συστατικό και την άνεση. Μόνο που το Tmax έχει καταφέρει όλα αυτά τα χρόνια να ξεφύγει από τα στενά όρια που καθορίζουν την κατηγορία των mega scooter και έχει δημιουργήσει μια δική του ξεχωριστή κοινωνία. Ακριβώς για αυτή την ιδιαίτερη κοινωνία των Tmax η Yamaha δημιούργησε την έκδοση Sport Edition!
Παραδόξως, η πρώτη φορά που οδηγήσαμε το Tmax Sport Edition δεν ήταν σε κάποια παρουσίαση της Yamaha, αλλά στην διεθνή παρουσίαση των νέων ελαστικών SC2/SC2 Rain της Bridgestone στην Πορτογαλία. Ουσιαστικά κάναμε κατευθείαν συγκριτικό τεστ εκεί, αφού την ίδια ημέρα και στους ίδιους δρόμους οδηγήσαμε και τα περισσότερα mega scooter του άμεσου ανταγωνισμού.
Όμως σε αντίθεση με την βασική έκδοση του Tmax και την πιο πλούσια εξοπλισμένη στον τομέα της άνεσης DX, η Sport Edition δεν έχει φτιαχτεί για να ανταγωνιστεί κάποιο μοντέλο άλλης εταιρείας. Οπότε είναι άδικο να μπεις στη διαδικασία σύγκρισης σε έναν-έναν τομέα ξεχωριστά, αφού δεν έχει φτιαχτεί με αυτό το σκεπτικό. Για παράδειγμα η χαμηλή, σκούρα μαύρη ζελατίνα μειώνει την προστασία από τον αέρα και ως εκ τούτου η άνεση στις υψηλές ταχύτητες είναι περιορισμένη σε σχέση με τις άλλες εκδόσεις του Tmax. Γι΄αυτό, πρέπει πρώτα να μάθεις τα πάντα για την κουλτούρα της κοινωνίας-Tmax πριν αρχίσεις να κρίνεις της έκδοση Sport Edition.
Όλα ξεκίνησαν από την μεγάλη εμπορική επιτυχία του Tmax, η οποία οφείλεται ξεκάθαρα στα ανώτερης τεχνολογίας μηχανικά του μέρη, αλλά κι επειδή ήταν το πρώτο της κατηγορίας με τον κινητήρα τοποθετημένο στο κέντρο και συμπεριφορά που συγκρινόταν απευθείας με μοτοσυκλέτα. Από την μια μεριά, τα χιλιάδες Tmax που πωλούνται κάθε χρόνο δημιούργησαν την ανάγκη στους ιδιοκτήτες τους να θέλουν να ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους, εισάγοντας σιγά-σιγά το customizing μέσα στην κοινωνία τους. Από την άλλη μεριά, ο σπορ χαρακτήρας του Tmax λόγω ισχυρού πλαισίου και δυνατού δικύλινδρου κινητήρα, ώθησε τους ιδιοκτήτες να εμπνευστούν την “αγωνιστική” παράδοση της Yamaha. Έτσι τα Tmax άρχισαν να αποκτούν ελεύθερες εξατμίσεις, ρυθμιζόμενες μανέτες, χρωματιστές ζάντες, πιρούνια, δαγκάνες και carbon αξεσουάρ.
Με αυτά τα δεδομένα υπόψη, η ειδική έκδοση Sport Edition είναι ένα Tmax με επιλεγμένα γνήσια αξεσουάρ, που έχουν τοποθετηθεί από το ίδιο το εργοστάσιο και με τιμή στα €13.800 είναι πολύ φτηνότερο από το να αγοράσεις ένα SX και να αγοράσεις ξεχωριστά την εξάτμιση της Akrapovic, την φιμέ ζελατίνα και τα carbon διακοσμητικά. Τα υπόλοιπα μηχανικά μέρη παραμένουν όμοια με της έκδοσης SX, όποτε η συνολική συμπεριφορά στο δρόμο δεν έχει αλλάξει, αν και πιστεύουμε ότι θα μπορούσε η Yamaha να είχε βάλει στην Sport Edition το ρυθμιζόμενο πίσω αμορτισέρ του DX, έστω και αν χρειαζόταν να αυξήσει λίγο παραπάνω την τελική τιμή.
Οδηγούμε: Yamaha MT-03 2024 - Πιο κοντά στον Ευρωπαίο αναβάτη
Το μικρομεσαίο μοντέλο της Iwata συνεχίζει την πορεία του στην Euro 5+ εποχή, με μικρές αλλαγές
Από τον
Αλέξανδρο Λαμπράκη
19/3/2024
Το MT-03 του 2024 μπαίνει στην Euro 5+ εποχή, διατηρώντας την ίδια σχεδιαστική ταυτότητα που γνωρίσαμε το 2020, έχοντας όμως δεχτεί αλλαγές στο εργονομικό τρίγωνο του αναβάτη που το φέρνουν πιο κοντά στον σωματότυπο των Ευρωπαίων, ενώ η απουσία του κόκκινου αυτοκόλλητου από το ρεζερβουάρ προσδίδει ένα πιο σοβαρό ύφος στον χρωματισμό της δοκιμής μας, Midnight Cyan.
Το MT-03 με τον δικύλινδρο εν σειρά κινητήρα των 321 κυβικών, το γνωρίσαμε το 2016, όταν η Yamaha αποφάσισε να διεκδικήσει κομμάτι της πίτας από την Α2 κατηγορία, η οποία είχε ήδη αρχίσει να δίνει ζωή στις μικρομεσαίες μοτοσυκλέτες. Από τότε ο κινητήρας του ήταν ένα από τα δυνατά στοιχεία της μοτοσυκλέτας, καθώς οι περισσότερες προτάσεις της κατηγορίας έχουν μέχρι και σήμερα μονοκύλινδρη διάταξη. Το 2020, η εμφάνισή του άλλαξε δραματικά, υιοθετώντας το επιθετικό στυλ που είχε επιλέξει η Yamaha για όλα τα μοντέλα της οικογένειας MT. Ταυτόχρονα, επωφελήθηκε και από τις αλλαγές που είχαν γίνει από την προηγούμενη χρονιά, στο YZF-R3.
Ερχόμαστε στο σήμερα και στις Euro 5+ προδιαγραφές, όπου σε αντίθεση από το MT-09 που είδαμε να δέχεται μία σημαντική αλλαγή στην εμφάνιση, μαζί με πολλές ακόμα βελτιώσεις, η Yamaha επέλεξε να ακολουθήσει την ίδια σχεδιαστική φιλοσοφία στο ανανεωμένο MT-03, το οποίο καλύπτει τις νέες προδιαγραφές χωρίς επιπτώσεις στην απόδοσή του. Έτσι, έχουμε 42 ονομαστικούς ίππους στις 10.750 στροφές με τη ροπή να αγγίζει τα 3 κιλά στις 9.000 στροφές. Οι τιμές που φτάνουν στον πίσω τροχό δεν έχουν μεγάλη απόσταση από τα νούμερα που ανακοινώνει η Yamaha, ενώ με τη σωστή κλιμάκωση του κιβωτίου έξι σχέσεων, το MT-03 μπορεί να διατηρήσει με άνεση ταχύτητες 140-150 χ.α.ω. Το θέμα είναι αν εσύ αντέχεις, καθώς η έλλειψη οποιουδήποτε είδους προστασίας και η όρθια θέση οδήγησης βάζουν δύσκολα στον αναβάτη στα πολλά. Μάλιστα, για τη νέα χρονιά, ο αναβάτης είναι λίγο πιο όρθιος, με μικρές αλλαγές που έχουν να κάνουν με την εργονομία και θα τις αναλύσουμε εκτενέστερα σε επόμενο τεύχος.
Εκεί θα δούμε και τις αλλαγές που έχουν να κάνουν με τις αναρτήσεις, όπου παραμένει το μη ρυθμιζόμενο ανεστραμμένο τηλεσκοπικό πιρούνι και το μονό αμορτισέρ πίσω, το οποίο ρυθμίζεται ως προς την προφόρτιση του ελατηρίου. Οι διαδρομές παραμένουν στα ίδια επίπεδα με πριν, με 130 χιλιοστά μπροστά και 125 πίσω, που συνεπικουρούν στη διατήρηση του ύψους της σέλας στα 780 χιλιοστά από το έδαφος. Πράγμα που σημαίνει ότι το MT-03 καλύπτει μεγάλο εύρος αναβατών, ανεξαρτήτως αναστήματος. Επίσης, το γεγονός ότι οι περισσότεροι αναβάτες μπορούν να πατήσουν όλο το πέλμα και των δύο ποδιών στο έδαφος χαρίζει αυξημένη εμπιστοσύνη, αλλά και ευκολία στην καθημερινή μετακίνηση.
Το πλαίσιο διατηρεί τα γρήγορα γεωμετρικά του χαρακτηριστικά, με τη γωνία κάστερ των 25 μοιρών και το ίχνος των μόλις 95 χιλιοστών να προσδίδουν υψηλά επίπεδα ευελιξίας και σπορ συμπεριφοράς. Σε συνδυασμό με το μαζεμένων διαστάσεων τιμόνι, που έχει σαν αποτέλεσμα το πλάτος να μην ξεπερνάει τα 745 χιλιοστά, οι ελιγμοί ανάμεσα στα μποτιλιαρισμένα αυτοκίνητα γίνονται παιχνίδι, ενώ το μόνο που θα θέσει περιορισμούς στην αστική μετακίνηση είναι το μικρό κόψιμο του τιμονιού. Οι ρυθμίσεις στο ανεστραμμένο τηλεσκοπικό πιρούνι, όπου τα ελατήρια είναι πιο μαλακά σε σχέση με αυτό που θα βρίσκαμε σε ένα συμβατικό, έχουν όμως πιο σφιχτή προφόρτιση κατά 6 χιλιοστά και πιο ήπια απόσβεση συμπίεσης, συνεισφέρουν στην αμεσότητα των χειρισμών, καθιστώντας το MT-03 μία πολύ ευέλικτη μοτοσυκλέτα στην καθημερινή χρήση εντός αστικού ιστού.
Εκεί που το MT-03 θα ξεδιπλώσει τις αρετές του όμως, είναι οι στενοί επαρχιακοί δρόμοι με διαδοχικές στροφές, όπου τον πρώτο λόγο δεν έχει η ιπποδύναμη, αλλά η ευελιξία που χαρίζουν το χαμηλό βάρος, τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά και η χαμηλή αντίσταση στο γυροσκοπικό φαινόμενο. Σε αντίθεση με τα μεγάλα δικύλινδρα, τα οποία έχουν παντού ροπή, το μικρομεσαίο γυμνό της Yamaha θυμίζει σε τρόπο οδήγησης τα τετρακύλινδρα εξακοσάρια, καθώς όπως σε αυτά, έτσι κι εδώ, η δύναμη βρίσκεται ψηλά. Στην περίπτωση του MT-03 χωρίζεται από δύο σκαλοπάτια. Το πρώτο, και πιο έντονο, έρχεται περίπου στις 7.000 στροφές, ενώ το δεύτερο και πιο ήπιο, λίγο ψηλότερα, κοντά στην περιοχή όπου βγάζει την μέγιστη ισχύ, απαιτώντας να μείνεις εκεί αν θέλεις να πάρεις τα μέγιστα από την απόδοση, όπως θα εξηγήσουμε και στην δοκιμή που θα δημοσιευτεί στο περιοδικό. Το πλαίσιο είναι πιο ενδοτικό από πριν, μία αλλαγή που είδαμε ήδη από τη δεύτερη γενιά του, χωρίς όμως να εμφανίζει τάσεις πλεύσεις. Έτσι, δεν θα αντιδράσει με τον ίδιο απότομο τρόπο περνώντας πάνω από κοφτές ανωμαλίες με ταχύτητα και κλίση, όπως γινόταν στο πρώτης γενιάς MT-03.
Στα όργανα βρίσκουμε μία μονόχρωμη LCD οθόνη, με πλήθος ενδείξεων και καλή αντίθεση που δεν θα σου δημιουργήσει σημαντικά προβλήματα κατά τη διάρκεια της ημέρας. Μόνο σημείο που θα δεις αντανακλάσεις είναι όταν ο ήλιος βρίσκεται ακριβώς πάνω από την οθόνη. Το χρώμα της δοκιμής μας, Midnight Cyan, με το γυαλιστερό φινίρισμα προσθέτει πόντους στην ποιοτική εμφάνιση, ενώ για το 2024, τα κόκκινα γραφικά απουσιάζουν όπως προείπαμε, δίνοντας μία πιο σοβαρή αλλά και πιο προσεγμένη αισθητικά αύρα στο MT-03. Η ποιότητα βαφής και συναρμογής των πλαστικών βρίσκονται στον μέσο όρο της κατηγορίας, χωρίς να εμφανίζονται συντονισμοί σε κανένα σημείο του στροφόμετρου. Μόνη παραφωνία η έδραση της οθόνης οργάνων, η οποία δεν τρίζει, ούτε δημιουργεί κάποιο πρόβλημα. Θα μπορούσε όμως να έχει δεχτεί περισσότερη φροντίδα, καθώς όταν ακουμπάς τα χέρια σου στα κουμπιά που βρίσκονται πάνω της για να αλλάξεις τις ενδείξεις, παρατηρείται ένας μικρός τζόγος που υπονομεύει την γενικότερα καλή ποιότητα κατασκευής.
Το MT-03 δεν θα θα σε εντυπωσιάσει για τον πλούσιο εξοπλισμό -που δεν διαθέτει-, αλλά για τη γενικότερη συμπεριφορά του, ως μία καλοζυγισμένη, διασκεδαστική και πολυχρηστική γυμνή μοτοσυκλέτα της Α2 κατηγορίας που μπορεί να σε βγάλει και εκτός των στενών αστικών ορίων χωρίς να νιώθεις ότι τη βασανίζεις. Ταυτόχρονα αποτελεί άριστη εισαγωγή για όσους θέλουν να μάθουν τα μυστικά της γρήγορης οδήγησης, επιτρέποντάς σου να κάνεις και τα πρώτα σου βήματα στα track days. Σαφώς, όπως συμβαίνει με όλες τις μοτοσυκλέτες, έτσι κι εδώ δεν έχουμε μόνο πλεονεκτήματα, αλλά και μειονεκτήματα, τα οποία θα τα δούμε στην εκτενή δοκιμή του MT-03 σε έντυπη μορφή.