Οδηγούμε Yamaha R1 του 2020 μαζί με τον Σάκη Συνιώρη

Οι λεπτομέρειες που την ολοκλήρωσαν
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

19/2/2020

Τον Απρίλιο του 2015 ταξιδέψαμε στην Αυστραλία για να οδηγήσουμε την ολοκαίνουρια τότε Yamaha R1. Από την πρώτη R1 του 1998 η Yamaha έλεγε πως αυτή η μοτοσυκλέτα είναι εμπνευσμένη από των κόσμο των GP, αλλά η R1 του 2015 ήταν η πρώτη που πραγματικά έμοιαζε εμφανισιακά και είχε τεχνολογία από τον κόσμο των MotoGP. Η μεγάλη διαχωριστική γραμμή αυτής της μοτοσυκλέτας από το παρελθόν ήταν τα ηλεκτρονικά βοηθήματα, που σε συνδυασμό με τον cross-plane στρόφαλο (είχε εμφανιστεί πρώτη φορά στο προηγούμενο μοντέλο) την απομάκρυναν όσο περισσότερο γινόταν από τον “ταπεινό” κόσμο των superbike και την έβαζαν στην ελίτ των μοντέρνων hyperbike. Από τότε έως σήμερα, ο ανταγωνισμός έχει αγριέψει πολύ και η Yamaha φρόντισε να κρατήσει φρέσκια τη μοτοσυκλέτα της με μια ενδιάμεση αναβάθμιση το 2018. Δυστυχώς τη μοτοσυκλέτα εκείνη δεν την οδηγήσαμε ποτέ και δεν έχουμε άποψη για τις βελτιώσεις που έκανε η Yamaha στα σημεία που πονούσε η R1. Όμως τώρα έχουμε στα χέρια μας το μοντέλο του 2020 και συγκεκριμένα την προσωπική μοτοσυκλέτα του 11 φορές πρωταθλητή Ελλάδος Σάκη Συνιώρη, η οποία θα αντικαταστήσει την Kawasaki ZX-10RR στο πρωτάθλημα του 2020 και όπως ήταν φυσικό δεν αφήσαμε την ευκαιρία να πάει χαμένη, δίνοντας ραντεβού στα EXTREME TRACK DAYS στην πίστα των Μεγάρων.

Έως τώρα, όλα τα οδηγικά ραντεβού μας με την R1 ήταν στην πίστα των Σερρών. Ένα περιβάλλον δηλαδή, που είναι κομμένο και ραμμένο για να αναδείξει τα πλεονεκτήματα αυτής της μοτοσυκλέτας. Σταθερότητα και υψηλές ταχύτητες μέσα στη στροφή και μια γλυκιά παροχή δύναμης από τον κινητήρα, που προσφέρει περισσότερη πρόσφυση στο πίσω ελαστικό ώστε να ανοίξεις το γκάζι πιο νωρίς. Στις Σέρρες η R1 είναι… ποίημα! Τώρα όμως το ραντεβού μας ήταν στα Μέγαρα και οι ιδιαιτερότητες αυτής της πίστας αλλάζουν δραματικά το σκηνικό. Στις Σέρρες οι φυσικές ικανότητες του πλαισίου και του κινητήρα έδιναν ρόλο κομπάρσου στα ηλεκτρονικά. Στα Μέγαρα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο γιατί η χάραξη της πίστας επιβάλει οδήγηση “stop & go” με αυτά τα θηρία των 200 ίππων. Ως εκ τούτου τα ηλεκτρονικά αναλαμβάνουν ρόλο πρωταγωνιστή, κάτι που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι καλό για τη δουλειά μας, διότι η Yamaha έχει κάνει βελτιώσεις σε αυτόν τον τομέα στο μοντέλου του 2020. Επίσης έχει αλλάξει ολόκληρη την κεφαλή, το σύστημα λίπανσης του κινητήρα και την αεροδυναμική του φαίρινγκ, δηλαδή πράγματα που τα χρειάζεσαι στην πίσω ευθεία.

Η ιπποδύναμη που ανακοινώνει η Yamaha παραμένει στα 200 άλογα στις ίδιες στροφές (13.500), όπως και η ροπή των 11,6kg/m στις 11.500. Τότε γιατί άλλαξαν το σχήμα στα ενδιάμεσα κοκκοράκια μεταξύ των εκκεντροφόρων και των βαλβίδων και γιατί τα νέα μπεκ ψεκασμού είναι τώρα στο πάνω μέρος των νέων αυλών εισαγωγής και πιο κοντά στον θάλαμο καύσης; Και γιατί άλλαξαν το κύκλωμα λίπανσης, που τώρα έχει λιγότερες απώλειες δύναμης στις υψηλές στροφές και καλύτερη λίπανση στα κομβία του στροφάλου και τις μπιέλες; Διότι οι περισσότερες από αυτές τις αλλαγές αφορούν τις αγωνιστικές ομάδες του SBK που θα αγοράσουν το εργοστασιακό κιτ και όχι τόσο τον απλό πελάτη. Βέβαια κάποιες από αυτές βοηθούν ώστε ο κινητήρας να περνάει τις αυστηρότερες προδιαγραφές Euro 5, χάρη των οποίων έχουμε πλέον δύο νέους καταλύτες, που ευθύνονται αποκλειστικά για την αύξηση του βάρους κατά 2 κιλά, φτάνοντας στα 201kg (από 199kg) για το βασικό μοντέλο και στα 202kg (από 200kg) της έκδοσης M. Θυμίζουμε πως η έκδοση M έχει μεν carbon fiber φαίρινγκ, αλλά έχει επίσης και τις ημι-ενεργητικές αναρτήσεις της Ohlins, που μαζί με τον περίπλοκο μηχανισμό που τις ελέγχει, είναι πολύ πιο βαριές από τις συμβατικές αναρτήσεις της KYB. Επίσης το carbon φαίρινγκ της M1 έχει άφθονη ρητίνη και προστατευτικό βερνίκι για να δείχνει όμορφο και να αντέχει στους “πυροβολισμούς” από τα μυγάκια με τα όξυνα υγρά τους και είναι σαφώς πιο βαριά από τα αγωνιστικών προδιαγραφών carbon φαίρινγκ, που έχουν ελάχιστη ρητίνη και μηδέν βερνίκι. Για αυτή τη δοκιμή είχαμε από την αρχή φτιάξει στο μυαλό μας μια λίστα με συγκεκριμένους τομείς που θέλαμε να δούμε. Πρώτα απ’ όλα θέλαμε να δοκιμάσουμε την λειτουργία του quick-shifter Up/Down, το οποίο απουσίαζε από το μοντέλο του 2015 (είχε συμβατικό quick-shifter μόνο για τα ανεβάσματα) και η επίσημη του Project Leader δικαιολογία τότε ήταν πως τα συστήματα quick-shifter Up/Down δεν ανταποκρίνονται στις προδιαγραφές αξιοπιστίας της Yamaha…” Προφανώς έλεγε μπούρδες, διότι τα συστήματα Quick-Shifter Up/Down, όχι μόνο δεν καταπονούν το κιβώτιο και τον συμπλέκτη, αλλά αντιθέτως προστατεύουν από τυχόν άγαρμπους χειρισμούς του αναβάτη, διότι ταιριάζουν ιδανικά τις στροφές του κινητήρα με την περιστροφή των δίσκων του συμπλέκτη και του κιβωτίου ταχυτήτων κάθε φορά που ανεβάζεις ή κατεβάζεις ταχύτητα. Μάλιστα το κάνουν αυτό, ακόμα και αν έχεις ελάχιστα ανοιχτό το γκάζι, ενώ τα συμβατικά quick-shifter απαιτούν σχεδόν τέρμα ανοιχτό γκάζι και να “καρφώσεις” αμέσως και σωστά την επόμενη σχέση για να μην κουρέψουν τα γρανάζια. Επίσης τα Quick-Shifter Up/Down σε βοηθούν αφάνταστα να διατηρήσεις σταθερή τη μοτοσυκλέτα στα δυνατά φρεναρίσματα με κατεβάσματα, διότι το αριστερό σου χέρι πιάνει σωστά το γκριπ στο τιμόνι και δεν χρειάζεται να έχεις τα δάκτυλα στη μανέτα του συμπλέκτη. Οπότε η δικαιολογία περί αξιοπιστίας ήταν απλώς ένα “παιδικό ψέμα” για να μην πουν πως δεν είχαν βρει προμηθευτή για να το βάλουν στο μοντέλο του 2015 ή απλά δεν σκέφτηκαν πως θα το έκανε ο ανταγωνισμός πριν από αυτούς. Και όχι δεν μας διαλύθηκε το κιβώτιο στη μοτοσυκλέτα του Σάκη επειδή χρησιμοποιούσαμε το quick-shifter Up/Down συνεχώς.

Να πούμε όμως πως στη συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα είχαμε αλλάξει το setup του λεβιέ ταχυτήτων ώστε η 1η να είναι πάνω και οι υπόλοιπες σχέσεις να είναι “πατητές”. Η Yamaha είναι από τις λίγες εταιρείες που έκατσε και σχεδίασε ένα έξυπνο σύστημα αρθρώσεων για τον λεβιέ ταχυτήτων, που σου επιτρέπει να κάνεις αυτή την αλλαγή εύκολα και χωρίς να μπερδεύει τον διακόπτη του quick-shifter. Πράγματι το quick-shifter είχε άψογη λειτουργία, παρά την αλλαγή στη συνδεσμολογία του λεβιέ, με μοναδική εξαίρεση το “κατέβασμα” από 2α σε 1η, όπου κάποιες φορές πέταξε νεκρά και σε εμένα και στον Σάκη. Αυτό είναι συνηθισμένο φαινόμενο όταν οδηγάς γρήγορα στην πίστα και γι΄αυτό στα αγωνιστικά κιβώτια το κενό μεταξύ 1ης και 2ας είναι ελάχιστο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν τα λόγια του μηχανικού της BMW όταν οδήγησα την S 1000 RR του WSBK στη Jerez: Όταν έρθεις πίσω στα πιτς μην προσπαθήσεις μάταια να βρεις νεκρά με τον κινητήρα να δουλεύει. Απλά πάτα συμπλέκτη και σβήσε…” Στην εξίσωση θα προσθέταμε και την εργονομία της θέσης οδήγησης που δεν βόλευε το πόδι να κάνει ολόκληρη την κίνηση στον λεβιέ, η οποία όμως είναι ένα μεγάλο θέμα από μόνη της.

Ακόμα και στο θέμα της εργονομίας, η ιδιαίτερη χάραξη της πίστας των Μεγάρων έπαιξε τον ρόλο της. Για κάποιον εντελώς ηλίθιο λόγο, σχεδόν όλοι οι κατασκευαστές πιστεύουν πως οι κοντές και χαμηλές ζελατίνες, τα στενά φαίρινγκ και τα μικρά ρεζερβουάρ κάνουν τις superbike να δείχνουν όμορφες και ως εκ τούτου θα πάει ο κόσμος να τις αγοράσει. Πράγματι τις δεκαετίες του ’90 και των αρχών του 2000 τα τετρακύλινδρα superbike ήταν χοντρά σαν γελάδες και έδειχναν πιο βαριά απ’ ότι ήταν. Όμως τα τελευταία χρόνια το έχουν παρακάνει τόσο πολύ με τον μινιμαλισμό, που έχει δημιουργηθεί μια ολόκληρη βιομηχανία αγωνιστικών after market  προϊόντων που… χοντραίνουν τα superbike. Με το φαίρινγκ της R1 του 2020 δεν χρειάζεται να ασχοληθείς, διότι το έκανε η Yamaha από μόνη της. Μοιάζει αρχικά ίδιο με το προηγούμενο αλλά στην πραγματικότητα έχει φαρδύνει στο ύψος του τιμονιού και η ζελατίνα διώχνει πιο αποτελεσματικά τον αέρα από το κράνος και το σώμα του αναβάτη.

Το αποτέλεσμα είναι το μοντέλο του 2020 να έχει 5,3% μικρότερη αντίσταση στις υψηλές ταχύτητες. Αυτό δεν είναι μόνο κερδισμένα δεκατάκια στα χρονομετρημένα, ούτε είναι μόνο πλεονέκτημα όταν παίρνεις ή σου παίρνουν το slipstreaming μέσα στον αγώνα. Είναι επίσης πλεονέκτημα για τα αποθέματα σωματικής αντοχής του αναβάτη στους αλλεπάλληλους γύρους. Πράγματι η αεροδυναμική της νέας R1 ήταν εξόφθαλμα βελτιωμένη σε σχέση με το προηγούμενο μοντέλο, έστω κι αν στα Μέγαρα δεν πιάσαμε την τελική που είδαμε στην ευθεία των Σερρών με το προηγούμενο μοντέλο. Σε ότι αφορά όμως την υπόλοιπη εργονομία της θέσης οδήγησης, πρέπει να πούμε πως ήταν η αιτία όλων των προβλημάτων που είχαμε πάνω στη σέλα. Το τιμόνι, τα μαρσπιέ και η απόστασή τους από την σέλα είναι άψογα. Όμως το γλιστερό κάλυμμα της σέλας και το σχήμα του ρεζερβουάρ γύρω από τα πόδια σου καταστρέφουν όλη την εικόνα και την εμπειρία οδήγησης της μοτοσυκλέτας στα Μέγαρα.

Τόσο στα φρένα, όσο και στις επιταχύνσεις, το κάτω μέρος τους σώματός σου δεν έχει σταθερό σημείο στήριξης, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιείς πολύ περισσότερο απ’ όσο πρέπει τα χέρια σου για να κρατηθείς πάνω στη μοτοσυκλέτα. Στις Σέρρες φρενάρεις αληθινά μόνο στην Κ1 και την Κ5 και πριν πέσεις στα φρένα έχεις αρκετή ώρα να τοποθετήσεις σωστά το σώμα σου και το φρενάρισμα έχει αρκετή χρονική διάρκεια. Επίσης οι Σέρρες έχουν πολύ trail-braking. Στα Μέγαρα όμως φρενάρεις απότομα, πολύ δυνατά για λίγα μέτρα, με την μοτοσυκλέτα όρθια και trail-braking ουσιαστικά έχει μόνο η Κ1. Αν τα βάλεις όλα αυτά μαζί, καταλαβαίνεις γιατί όταν κάναμε τεστ στις Σέρρες την R1, δεν γράψαμε τίποτα αρνητικό για την εργονομία της θέσης οδήγησης, ενώ τώρα στα Μέγαρα, η ευρυχωρία τις γλιστερής σέλας και το μικρό ρεζερβουάρ γινόντουσαν αιτία για παρενέργειες στη συμπεριφορά της μοτοσυκλέτας.

Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το κούνημα του τιμονιού στην έξοδο για την μεγάλη ευθεία, που δεν είχε απολύτως καμία σχέση με τη σταθερότητα του πλαισίου. Όσες φορές κούνησε η R1 ήταν επειδή γλίστραγα στη σέλα και προσπαθούσα να κρατηθώ πάνω στη μοτοσυκλέτα από το τιμόνι. Και καθώς φορούσε slick ελαστικά της Dunlop, είχα όσο κράτημα γούσταρα για να χουφτώνω το γκάζι με… χυδαιότητα. Επίσης η πρόωρη κόπωση στους καρπούς και τους πήχεις των χεριών, οφειλόταν ξεκάθαρα στην έλλειψη στήριξης του κάτω μέρους του σώματος από τα πόδια στο ρεζερβουάρ. Αν δεν είχα οδηγήσει την R1 στις Σέρρες, θα έλεγα πως είναι από τις πιο απαιτητικές superbike σε θέμα φυσικής κατάστασης του αναβάτη. Κάτι που δεν είναι απολύτως αληθές. Η R1 είναι απολαυστικά σταθερή στις παρατεταμένες στροφές και κρατά σε ηρεμία και ξεκούραστο τον αναβάτη. Όπως εντυπωσιακή είναι η εμπιστοσύνη που σου δίνει στο trail-braking. Απλώς τέτοιες στροφές δεν έχουν τα Μέγαρα… Η σταθερότητά της έχει μια μικρή επίπτωση στην ευελιξία και αυτό το είχαμε επισημάνει και στις Σέρρες, όταν η μοτοσυκλέτα έπρεπε να αλλάξει απότομα κατεύθυνση στο τριπλό S. Τόσο η βασική έκδοση, όσο και η Μ, έχουν ελαφριές ζάντες μαγνησίου με μειωμένο γυροσκοπικό φαινόμενο και η επιθετική κορώνα των slick ελαστικών θα έπρεπε να βοηθούν την ευελιξία, όμως πρακτικά στην R1 δεν αρέσει ο κλεφτοπόλεμος. Σε κάθε περίπτωση, αν σκοπεύετε να κάνετε πολλά track day, βάλτε ένα αντιολισθητικό κάλυμμα στη σέλα και βρείτε στην after market αγορά, τις ειδικές πλαστικές προσθήκες για το ρεζερβουάρ. Οι αλλαγές αυτές είναι βέβαιο ότι θα πετάξουν έξω από το παράθυρο τα περισσότερα σημεία αρνητικής κριτικής που έχουμε κάνει σε αυτό το κείμενο. Εναλλακτικά κάντε track day μόνο στις Σέρρες που η R1 νοιώθει σαν το σπίτι της…

Όπως το πλαίσιο, έτσι κι ο κινητήρας της R1 έχει μοναδικά πλεονεκτήματα λόγω του cross-plane στροφάλου της, που την διαφοροποιεί εντελώς από κάθε άλλη τετρακύλινδρη εν σειρά. Αυτός ο κινητήρας μοιάζει περισσότερο με τον V4 της Aprilia,παρά με τις υπόλοιπες ιαπωνικές superbike. Φέτος αλλάξανε την ηλεκτρονική γκαζιέρα και το λογισμικό των ride mode του ride by wire ψεκασμού.

Όπως θα θυμάστε στο τεστ του ΜΟΤΟ από τις Σέρρες τον Οκτώβριο 2015, είχαμε γράψει πως στο “Power 1” η μοτοσυκλέτα τινάζεται απότομα μπροστά και σου ανοίγει τη γραμμή, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιούμε την περισσότερη ώρα το “Power 2” το οποίο όμως έκοβε αρκετά την επιτάχυνση της μοτοσυκλέτας στις εξόδους των στροφών. Πάνω σε αυτό το πρόβλημα δούλεψαν και το αποτέλεσμα τους δικαιώνει, έστω κι αν το “Power 2” εξακολουθεί να μας αρέσει περισσότερο, τουλάχιστον μέσα στα Μέγαρα. Ούτε τινάζει τη μοτοσυκλέτα, ούτε την κοιμίζει και πλέον σε βοηθάει να εκμεταλλευτείς στο έπακρο τις “γεμάτες” ροπή μεσαίες στροφές του κινητήρα, που απλώνει ομοιόμορφα τη δύναμή του έως τον κόφτη στις 14.000+ στροφές. Βέβαια όπως όλες οι καινούριες hyperbike, η R1 έχει υπερβολικά μακριές 1η, 2α και 3η ακολουθώντας την αγωνιστική φιλοσοφία. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει πως για να βάλεις 5η στα Μέγαρα θα πρέπει να κοντύνεις γενναία την τελική μετάδοση, όπως κάνουν όλοι στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα. Με την στάνταρ τελική μετάδοση, είναι άθλος να στρίψεις με 2α ακόμα και με την επιπλέον φόρα που σου δίνουν τα slick. Όπως κι αν έχει, η πραγματικότητα είναι πως έχει τόσο όμορφα απλωμένη η δύναμη ο κινητήρας, που στην αρχή πιάνεις κόφτη στροφών χωρίς να το καταλάβεις και οι 14.000 στροφές σου φαίνονται… λίγες! Ο Σάκης γύρισε στο 1:01 εκείνη την ημέρα, που είναι θαυμάσιος χρόνος για εντελώς normal μοτοσυκλέτα, δεδομένης της κατάστασης που ήταν η πίστα λόγω της βραδινής βροχόπτωσης που είχε προηγηθεί.

Εμείς έπρεπε να έχουμε στο μυαλό μας να μην υπάρχουν άλλες μοτοσυκλέτες κοντά μας όταν περνούσαμε εμπρός από τον φωτογράφο, οπότε δεν κάναμε πάνω από δύο-τρεις συνεχόμενους γύρους σε γρήγορο ρυθμό, κάτι που σιχαίνονται τα slick ελαστικά, ρίχνοντας απότομα την θερμοκρασία τους και το επίπεδο κρατήματος. Ακόμα κι έτσι όμως το cornering ABS φρόντισε να θυμίσει και στους δυο μας πως δεν κάνει για γρήγορη οδήγηση σε πίστα. Όσες φορές βγαίναμε με αρκετή φόρα στην πίσω μεγάλη ευθεία και μπορούσαμε να κουμπώσουμε την μακριά 4η στο κιβώτιο, τα φρένα της R1 έμοιαζαν σαν να μην έχουν τη δύναμη να σταματήσουν την ορμή της. Σε αντίθεση με τα παλαιού τύπου συμβατικά ABS που η μανέτα πάλλεται και τρέμει όταν επεμβαίνουν, στο cornering ABS η μανέτα μένει σκληρή, με μια ελαφρώς σπογγώδη αίσθηση. Έτσι δεν έχεις αίσθηση σε ποιο σημείο ακριβώς επεμβαίνει και το μόνο που καταλαβαίνεις είναι πως προσπέρασες το ιδανικό σημείο εισόδου για μερικά μέτρα.

Γι΄αυτό και θα συνεχίσουμε να ζητάμε από τα εργοστάσια να σταματήσουν τη νέα πατερναλιστική μόδα της μη δυνατότητας απενεργοποίησης του ABS στις σπορ μοτοσυκλέτες. Κατά τα λοιπά, τα φρένα της R1 σε επίπεδο hardware είναι άριστα, με πολύ καλή αίσθηση, άμεση απόκριση στο άγγιγμα της μανέτας και ισχυρό δάγκωμα έως τη στιγμή που θα σηκωθεί ο πίσω τροχός και θα επέμβει το ABS… Ποιος είναι λοιπόν ο τελικός απολογισμός από την οδήγηση της R1 του 2020; Στα καλά νέα βάζουμε όλες τις αλλαγές που έκαναν στα σημεία που είχαμε ασκήσει κριτική στο προηγούμενο μοντέλο. Βελτίωσαν το λογισμικό των “mode” στον ride by wire ψεκασμό, βελτίωσαν την προστασία του φαίρινγκ και έβαλαν quick-shifter Up/Down. Επίσης στα καλά νέα βάζουμε και την ηρεμία και σταθερότητα του πλαισίου (έστω κι αν έχει κόστος στην ευελιξία), όπως φυσικά μας αρέσει η ομαλή απόδοση του κινητήρα με τις γεμάτες μεσαίες. Όλα τα σημεία της κριτικής της R1 είναι σχεδόν κοινά με όλων των καινούριων superbike και εντοπίζονται στην εργονομία και το ABS. Όσο για τις συμβατικές αναρτήσεις της KYB σε σχέση με τις ημι-ενεργητικές της Ohlins που είχε η Μ1, επιμένουμε προς το παρόν στην άποψή μας πως η ημι-ενεργητική λειτουργία είναι καλή (προς το παρόν) μόνο για τον δρόμο. Τονίζοντας το πρόσκαιρο της τοποθέτησης αυτής. Στην πίστα οι συμβατικές αναρτήσεις συνεχίζουν να είναι ανώτερες σε αίσθηση και πληροφόρηση.  

 

Η δοκιμή της R1 του Σάκη Συνιώρη έγινε στα πλαίσια του EXTREME TRACK DAYS. Ευχαριστούμε θερμά τον Σωτήρη Ζαφειρόπουλο και τους συνεργάτες τους για τη βοήθεια και την υπομονή τους στις ιδιαίτερες απαιτήσεις που έχει η διαδικασία φωτογράφησης ενός τεστ του ΜΟΤΟ, αλλά και για τις προσπάθειες που κάνουν, ώστε να έχουμε τη δυνατότητα όλοι μας να οδηγούμε μέσα στο ασφαλές περιβάλλον τις πίστας.

                     

Θα επανέλθουμε αναλυτικότερα στο ΜΟΤΟ αλλά και στην ίδια μοτοσυκλέτα όταν θα έχει προετοιμαστεί πλήρως για το HSBK...

Δοκιμή: Honda Forza 125 2023

Ό,τι πληρώνεις παίρνεις
1
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

5/6/2023

 

Η πλήρης δοκιμή στην Ελλάδα του Honda Forza 125, όπως δημοδσιεύτηκε στο περιοδικό ΜΟΤΟ:

 

Το Forza 125 απευθύνεται σε εκείνους που αναζητούν το απόλυτο scooter στην κατηγορία των 125 κυβικών χωρίς να τους απασχολεί το κόστος αγοράς και η Honda τους το προσφέρει χωρίς συμβιβασμούς

Μέχρι πριν ένα χρόνο περίπου η κατηγορία των 125 κυβικών στη χώρα μας ήταν για νεαρούς αναβάτες που είχαν δίπλωμα της Α1 κατηγορίας, αλλά και για εκείνους που έψαχναν ένα φτηνό και οικονομικό στη χρήση δίκυκλο για καθημερινή μετακίνηση. Τόσο η πρώτη κατηγορία αναβατών, όσο και η δεύτερη, βάζουν συνήθως σε πρώτο πλάνο το κόστος αγοράς, οπότε και τα premium μοντέλα της A1 κατηγορίας δεν είχαν ιδιαίτερη εμπορική επιτυχία στην Ελλάδα. Με την προσαρμογή της Ελληνικής νομοθεσίας στα πρότυπα των υπόλοιπων Ευρωπαϊκών χωρών και τη δυνατότητα οδήγησης δίκυκλων έως 125 κυβικά από κατόχους διπλωμάτων αυτοκινήτου, το κοινό της μικρής κατηγορίας διευρύνθηκε πάρα πολύ και άρχισε να προσελκύει ανθρώπους που είχαν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν το καλύτερο που τους επιτρέπει η νομοθεσία. Σε αυτό το κοινό απευθύνεται το Forza 125, όπου με τιμή 5.070€ είναι από τα πιο ακριβά 125 της ελληνικής αγοράς… και τα αξίζει μέχρι το τελευταίο ευρώ!

2

Τα έχει όλα

Το Forza 125 μας είχε εντυπωσιάσει ήδη από την πρώτη γενιά διότι είχε επίπεδο εξοπλισμού άνεσης και ενεργητικής ασφάλειας που δεν έβρισκες τότε ούτε στα mega-scooter. Όχι μόνο αυτό, αλλά είχε χώρους και επιδόσεις που θα ζήλευαν ακόμα και scooter των 200 και 250 κυβικών. Σε αυτή τη δεύτερη γενιά τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο εντυπωσιακά, καθώς η Honda πρόσθεσε ακόμα περισσότερο εξοπλισμό άνεσης και ενεργητικής ασφάλειας, διατηρώντας ταυτόχρονα τις απίστευτες επιδόσεις του κινητήρα-θαύμα που έχει το Forza 125. Το στοιχείο του Forza 125 που εντυπωσιάζει τους περισσότερους είναι φυσικά η ηλεκτρικά ρυθμιζόμενη ζελατίνα, η οποία επιτρέπει στον αναβάτη να την κατεβάζει μέσα στην κίνηση της πόλης για να έχει καθαρό οπτικό πεδίο όταν κάνει ελιγμούς κοντά στα αυτοκίνητα, αλλά και για να δροσίζει το σώμα του ο αέρας όταν κάνει ζέστη. Βγαίνοντας στους ανοιχτούς δρόμους ή όταν κάνει κρύο την ανεβάζεις πάνω και διώχνεις τον αέρα από το στήθος και το κράνος σου.

5

Σημαντική λεπτομέρεια είναι πως ρυθμίζεται σε όποιο ύψος θέλεις με ακρίβεια χιλιοστού, οπότε είτε είσαι ψηλός, είτε είσαι κοντός, θα βρεις ακριβώς τη θέση που θέλεις κάθε στιγμή. Έχει εξαιρετική ποιότητα λειτουργίας και ο συρταρωτός μηχανισμός είναι στιβαρός, αποτρέποντας κάθε είδους τριξίματα και τρέμουλα στις λακκούβες. Παρά τα μόλις 125 κυβικά του, το “μικρό” Forza δεν είναι καθόλου μικροσκοπικό σε εξωτερικές διαστάσεις. Οι χώροι που προσφέρει για δύο άτομα είναι πραγματικά άφθονοι και η εργονομία της θέσης οδήγησης και της θέσης του συνεπιβάτη, εξασφαλίζουν μια πολύ άνετη συμβίωση για δύο άτομα.

6

Η Honda έχει στον κατάλογο των αξεσουάρ μπαγκαζιέρα (top case) που ξεκλειδώνει με το εργοστασιακό key-less, όμως το Forza 125 έχει από τους μεγαλύτερους αποθηκευτικούς χώρους κάτω από τη σέλα που υπάρχουν σε scooter, ο οποίος διαθέτει αποσπόμενα χωρίσματα και μπορείς να τον διαμορφώσεις εσωτερικά όπως θέλεις εσύ. Χωράει δύο μεγάλα κράνη και περισσεύει χώρος για να χώσεις μέσα γάντια και αδιάβροχα ή να κουβαλήσεις τα ψώνια της εβδομάδας από το supermarket. Η πρακτικότητα του Forza 125 είναι κορυφαία ανεξαρτήτως κατηγορίας κυβισμού και με την προσθήκη θύρας USB στο μεγάλο και βαθύ ντουλαπάκι για να φορτίζεις smartphone, mp3/4 κ.τ.λ. καλύπτει όλες τις ανάγκες στην καθημερινή χρήση. Για το 2022 η Honda έβαλε επιπλέον traction control στο Forza 125 και σε συνδυασμό με το δικάναλο ABS η ενεργητική ασφάλεια είναι κορυφαία. Μπορεί να ακούγεται ως υπερβολή για ένα scooter 125 κυβικών η ύπαρξη traction control, όμως όπως έχουμε γράψει δεκάδες φορές, όλα τα scooter ανεξαρτήτως κυβισμού θα έπρεπε να έχουν traction control. Οι ελληνικοί δρόμοι είναι γενικώς άθλιοι μέσα στις πόλεις και ειδικά στα πρωτοβρόχια του φθινοπώρου η κατάσταση γίνεται πραγματικά επικίνδυνη, λόγω της καλοκαιρινής σκόνης και των πετρελαίων από τα φορτηγά διανομής που έχει καθίσει στην επιφάνειά τους. Οι αυτόματες μεταδόσεις CVT και το μεγάλο βάρος στον πίσω τροχό που έχουν όλα τα scooter δυσκολεύουν τον έλεγχο ενός γλιστρήματος και επιπλέον ο αναβάτης δεν ελέγχει τον συμπλέκτη και δεν μπορεί να απομονώσει τον κινητήρα από τον πίσω τροχό.

8

Κινητήρας-θαύμα

Πραγματικά δεν υπάρχουν λόγια για να περιγράψεις τον κινητήρα του Forza 125 και είναι με τεράστια διαφορά ο καλύτερος τετράχρονος 125 που έχουμε δοκιμάσει στην ιστορία του περιοδικού. Παρά το γεγονός πως το Forza 125 έχει full-size εξωτερικές διαστάσεις αντίστοιχες της κατηγορίας των 250-300 κυβικών και παρά το γεγονός πως το βάρος του είναι πάνω από 180 κιλά, ο μικρός κινητήρας έχει επιδόσεις εφάμιλλες της κατηγορίας των 200 κυβικών. Η οδήγηση σε δρόμους ταχείας κυκλοφορίας με ένα 125 είναι πάντα μια ψυχοφθόρα διαδικασία, όχι όμως για τον αναβάτη του Forza 125 όπου διατηρεί χωρίς πρόβλημα ταχύτητες μεταξύ 110-120km/h και σε ευνοϊκές συνθήκες το κοντέρ δείχνει έως και 130km/h. Τέτοιους αριθμούς βλέπουν οι ιδιοκτήτες των scooter με πάνω από 150-200 κυβικά! Η εντυπωσιακή απόδοση αυτού του κινητήρα συνεχίζεται και όταν βάλεις δεύτερο άτομο στη σέλα, όπου οι επιταχύνσεις από τα φανάρια συνεχίζουν να είναι αξιοπρεπέστατες.

8

Αυτή η ευκολία που έχει το Forza 125 να ακολουθεί απροβλημάτιστα τη ροή της κίνησης και τις ταχύτητες κίνησης των υπόλοιπων οχημάτων αποτελεί άλλο ένα στοιχείο ενεργητικής ασφάλειας που δεν βρίσκεις σε αυτή την κατηγορία κυβισμού, ειδικά μετά την εφαρμογή των Euro 5 προδιαγραφών όπου στις υπόλοιπες κατηγορίες είχαν την άνεση να αυξήσουν τους κυβισμούς (τα περισσότερα 250 έγιναν 300 και τα περισσότερα 300 έχουν γίνει 350 και 400 κυβικά). Συνήθως οι επιδόσεις έχουν αντίκτυπο στην κατανάλωση, αφού τα άλογα θέλουν “σανό” για να τρέξουν. Εδώ είναι που ο κινητήρας του Forza 125 κερδίζει τον χαρακτηρισμό “θαύμα”. Οδηγώντας τέρμα γκάζι σε ανοιχτούς δρόμους, η κατανάλωση δύσκολα θα ξεπεράσει τα 3,5 λίτρα για κάθε 100 χιλιόμετρα, ενώ μέσα στην κίνηση της πόλης η μέση κατανάλωση είναι ακόμα χαμηλότερη! Οδηγώντας τις περισσότερες ημέρες 80% τέρμα γκάζι σε ανοιχτούς δρόμους και 20% δικάβαλοι μέσα στην πόλη, η μέσες καταναλώσεις που μετρήσαμε ήταν στο φάσμα των 2,1 και 2,5 λίτρων για κάθε 100 χιλιόμετρα.

9

Με το ρεζερβουάρ να έχει χωρητικότητα 11 λίτρα, η μέση πραγματική αυτονομία είναι πάνω από 400 χιλιόμετρα! Κι όλα αυτά έχοντας κορυφαίες επιδόσεις στην κατηγορία του. Ο κινητήρας του Forza 125 έχει επίσης Start-Stop (Idling Stop το λέει η Honda) που σβήνει τον κινητήρα όταν δουλεύει στο ρελαντί για περισσότερο από 3-4 δευτερόλεπτα. Στην πραγματικότητα δεν προσφέρει κάποια σοβαρή διαφορά στην κατανάλωση και καλό είναι να το έχεις απενεργοποιημένο αν θέλεις να ζήσει πολλά χρόνια ο κινητήρας  και η μπαταρία. Το καλό είναι πως τα συστήματα start/stop δεν έχουν κόμπλερ μίζας και το ηλεκτρικό μοτέρ είναι απευθείας συνδεδεμένο στον στρόφαλο, παίζοντας ταυτόχρονα το ρόλο της μίζας όταν ο κινητήρας είναι σβηστός και τον ρόλο της γεννήτριας όταν ο κινητήρας λειτουργεί.

10

Μόνο το καλύτερο

Τα premium scooter των 125 κυβικών δεν είχαν ιδιαίτερο νόημα στη χώρα μας, διότι στα ίδια χρήματα μπορούσες να αγοράσεις μεγαλύτερου κυβισμού scooter. Τώρα όμως που η νομοθεσία ευνοεί την αγορά τους από τους κατόχους διπλωμάτων αυτοκινήτου, οι οποίοι έχουν καλομάθει στον εξοπλισμό άνεσης και ενεργητικής ασφάλειας των αυτοκινήτων, το Forza 125 είναι μία από τις κορυφαίες επιλογές που υπάρχουν. Αν μάλιστα προσθέσουμε τις επιδόσεις και την μικρή κατανάλωση καυσίμου, τότε είναι και η κορυφαία επιλογή που έχουν.

12

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ   

Honda Forza 125

Αντιπρόσωπος:

ΑΦΟΙ ΣΑΡΑΚΑΚΗΣ ΑΕΒΜΕ

Τιμή:

€5.470

 

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ

Μήκος (mm):

2.134

Ύψος (mm):

1.452

Μεταξόνιο (mm):

1490

Απόσταση από το έδαφος (mm):

148

Ύψος σέλας (mm):

780

Ίχνος (mm):

89

Γωνία κάστερ (˚):

26,5

Απόσταση σέλας-τιμονιού

570

Απόσταση σέλας-δαπέδου

570

Απόσταση δαπέδου-τιμονιού

780

Απόσταση σέλας-μαρσπιέ συνεπιβάτη

500

 

ΠΛΑΙΣΙΟ

Τύπος:

Ατσάλινο σωληνωτό

Πλάτος (mm):

748

Βάρος κατασκευαστή, γεμάτη (kg):

162

Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):

11,5 / -

 

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Τύπος:

Τετράχρονος, υγρόψυκτος, μονοκύλινδρος με 1ΕΕΚ και 4 Β/Κ

Διάμετρος επί διαδρομή (mm):

53.5 x 55.5

Χωρητικότητα (cc):

124,7

Σχέση συμπίεσης:

-

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

14 /8.750

Ροπή (kg.m/rpm):

1 / 8.250

Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):

112

Τροφοδοσία:

Ψεκασμός

Σύστημα εξαγωγής:

1 σε 1

Σύστημα λίπανσης:

Υγρό κάρτερ

Σύστημα εκκίνησης:

Μίζα

 

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Συμπλέκτης:

Φυγοκεντρικός

Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:

Ιμάντα / -

Τελική μετάδοση / σχέση:

Ιμάντα / -

 

ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ

 

Κενή

Γεμάτη

Θεωρητικά

10,9

 11,6kg

 

ΠΙΣΩ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Δύο αμορτισέρ

Διαδρομή (mm):

-

Ρυθμίσεις:

Προφόρτιση ελατηρίου

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

4 Χ 14

Ελαστικό:

140/70-14

ΦΡΕΝΟ

Δίσκος 240mm με δαγκάνα δύο εμβόλων με συνδυασμένο ABS

 

ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

Ταχύμετρο, στροφόμετρο, ρολόι, στάθμη καυσίμου, ολικό χιλιομετρητή, μερικό χιλιομετρητή, θερμοκρασία ψυκτικού και ενδεικτικές λυχνίες για φλας, μεγάλη σκάλα φώτων, στάθμη λαδιού, κεντρικό και πλάγιο σταντ, USB port

 

ΕΜΠΡΟΣ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Τηλεσκοπικό πιρούνι

Διαδρομή/Διάμετρος (mm):

-/-

Ρυθμίσεις:

-

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

3,5 Χ 15

Ελαστικό:

120/70-15

ΦΡΕΝΟ

Δίσκος 256mm με δαγκάνα δύο εμβόλων και συνδυασμένο ABS

       

SK Motorium