Οδηγούμε Yamaha R1 του 2020 μαζί με τον Σάκη Συνιώρη

Οι λεπτομέρειες που την ολοκλήρωσαν
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

19/2/2020

Τον Απρίλιο του 2015 ταξιδέψαμε στην Αυστραλία για να οδηγήσουμε την ολοκαίνουρια τότε Yamaha R1. Από την πρώτη R1 του 1998 η Yamaha έλεγε πως αυτή η μοτοσυκλέτα είναι εμπνευσμένη από των κόσμο των GP, αλλά η R1 του 2015 ήταν η πρώτη που πραγματικά έμοιαζε εμφανισιακά και είχε τεχνολογία από τον κόσμο των MotoGP. Η μεγάλη διαχωριστική γραμμή αυτής της μοτοσυκλέτας από το παρελθόν ήταν τα ηλεκτρονικά βοηθήματα, που σε συνδυασμό με τον cross-plane στρόφαλο (είχε εμφανιστεί πρώτη φορά στο προηγούμενο μοντέλο) την απομάκρυναν όσο περισσότερο γινόταν από τον “ταπεινό” κόσμο των superbike και την έβαζαν στην ελίτ των μοντέρνων hyperbike. Από τότε έως σήμερα, ο ανταγωνισμός έχει αγριέψει πολύ και η Yamaha φρόντισε να κρατήσει φρέσκια τη μοτοσυκλέτα της με μια ενδιάμεση αναβάθμιση το 2018. Δυστυχώς τη μοτοσυκλέτα εκείνη δεν την οδηγήσαμε ποτέ και δεν έχουμε άποψη για τις βελτιώσεις που έκανε η Yamaha στα σημεία που πονούσε η R1. Όμως τώρα έχουμε στα χέρια μας το μοντέλο του 2020 και συγκεκριμένα την προσωπική μοτοσυκλέτα του 11 φορές πρωταθλητή Ελλάδος Σάκη Συνιώρη, η οποία θα αντικαταστήσει την Kawasaki ZX-10RR στο πρωτάθλημα του 2020 και όπως ήταν φυσικό δεν αφήσαμε την ευκαιρία να πάει χαμένη, δίνοντας ραντεβού στα EXTREME TRACK DAYS στην πίστα των Μεγάρων.

Έως τώρα, όλα τα οδηγικά ραντεβού μας με την R1 ήταν στην πίστα των Σερρών. Ένα περιβάλλον δηλαδή, που είναι κομμένο και ραμμένο για να αναδείξει τα πλεονεκτήματα αυτής της μοτοσυκλέτας. Σταθερότητα και υψηλές ταχύτητες μέσα στη στροφή και μια γλυκιά παροχή δύναμης από τον κινητήρα, που προσφέρει περισσότερη πρόσφυση στο πίσω ελαστικό ώστε να ανοίξεις το γκάζι πιο νωρίς. Στις Σέρρες η R1 είναι… ποίημα! Τώρα όμως το ραντεβού μας ήταν στα Μέγαρα και οι ιδιαιτερότητες αυτής της πίστας αλλάζουν δραματικά το σκηνικό. Στις Σέρρες οι φυσικές ικανότητες του πλαισίου και του κινητήρα έδιναν ρόλο κομπάρσου στα ηλεκτρονικά. Στα Μέγαρα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο γιατί η χάραξη της πίστας επιβάλει οδήγηση “stop & go” με αυτά τα θηρία των 200 ίππων. Ως εκ τούτου τα ηλεκτρονικά αναλαμβάνουν ρόλο πρωταγωνιστή, κάτι που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι καλό για τη δουλειά μας, διότι η Yamaha έχει κάνει βελτιώσεις σε αυτόν τον τομέα στο μοντέλου του 2020. Επίσης έχει αλλάξει ολόκληρη την κεφαλή, το σύστημα λίπανσης του κινητήρα και την αεροδυναμική του φαίρινγκ, δηλαδή πράγματα που τα χρειάζεσαι στην πίσω ευθεία.

Η ιπποδύναμη που ανακοινώνει η Yamaha παραμένει στα 200 άλογα στις ίδιες στροφές (13.500), όπως και η ροπή των 11,6kg/m στις 11.500. Τότε γιατί άλλαξαν το σχήμα στα ενδιάμεσα κοκκοράκια μεταξύ των εκκεντροφόρων και των βαλβίδων και γιατί τα νέα μπεκ ψεκασμού είναι τώρα στο πάνω μέρος των νέων αυλών εισαγωγής και πιο κοντά στον θάλαμο καύσης; Και γιατί άλλαξαν το κύκλωμα λίπανσης, που τώρα έχει λιγότερες απώλειες δύναμης στις υψηλές στροφές και καλύτερη λίπανση στα κομβία του στροφάλου και τις μπιέλες; Διότι οι περισσότερες από αυτές τις αλλαγές αφορούν τις αγωνιστικές ομάδες του SBK που θα αγοράσουν το εργοστασιακό κιτ και όχι τόσο τον απλό πελάτη. Βέβαια κάποιες από αυτές βοηθούν ώστε ο κινητήρας να περνάει τις αυστηρότερες προδιαγραφές Euro 5, χάρη των οποίων έχουμε πλέον δύο νέους καταλύτες, που ευθύνονται αποκλειστικά για την αύξηση του βάρους κατά 2 κιλά, φτάνοντας στα 201kg (από 199kg) για το βασικό μοντέλο και στα 202kg (από 200kg) της έκδοσης M. Θυμίζουμε πως η έκδοση M έχει μεν carbon fiber φαίρινγκ, αλλά έχει επίσης και τις ημι-ενεργητικές αναρτήσεις της Ohlins, που μαζί με τον περίπλοκο μηχανισμό που τις ελέγχει, είναι πολύ πιο βαριές από τις συμβατικές αναρτήσεις της KYB. Επίσης το carbon φαίρινγκ της M1 έχει άφθονη ρητίνη και προστατευτικό βερνίκι για να δείχνει όμορφο και να αντέχει στους “πυροβολισμούς” από τα μυγάκια με τα όξυνα υγρά τους και είναι σαφώς πιο βαριά από τα αγωνιστικών προδιαγραφών carbon φαίρινγκ, που έχουν ελάχιστη ρητίνη και μηδέν βερνίκι. Για αυτή τη δοκιμή είχαμε από την αρχή φτιάξει στο μυαλό μας μια λίστα με συγκεκριμένους τομείς που θέλαμε να δούμε. Πρώτα απ’ όλα θέλαμε να δοκιμάσουμε την λειτουργία του quick-shifter Up/Down, το οποίο απουσίαζε από το μοντέλο του 2015 (είχε συμβατικό quick-shifter μόνο για τα ανεβάσματα) και η επίσημη του Project Leader δικαιολογία τότε ήταν πως τα συστήματα quick-shifter Up/Down δεν ανταποκρίνονται στις προδιαγραφές αξιοπιστίας της Yamaha…” Προφανώς έλεγε μπούρδες, διότι τα συστήματα Quick-Shifter Up/Down, όχι μόνο δεν καταπονούν το κιβώτιο και τον συμπλέκτη, αλλά αντιθέτως προστατεύουν από τυχόν άγαρμπους χειρισμούς του αναβάτη, διότι ταιριάζουν ιδανικά τις στροφές του κινητήρα με την περιστροφή των δίσκων του συμπλέκτη και του κιβωτίου ταχυτήτων κάθε φορά που ανεβάζεις ή κατεβάζεις ταχύτητα. Μάλιστα το κάνουν αυτό, ακόμα και αν έχεις ελάχιστα ανοιχτό το γκάζι, ενώ τα συμβατικά quick-shifter απαιτούν σχεδόν τέρμα ανοιχτό γκάζι και να “καρφώσεις” αμέσως και σωστά την επόμενη σχέση για να μην κουρέψουν τα γρανάζια. Επίσης τα Quick-Shifter Up/Down σε βοηθούν αφάνταστα να διατηρήσεις σταθερή τη μοτοσυκλέτα στα δυνατά φρεναρίσματα με κατεβάσματα, διότι το αριστερό σου χέρι πιάνει σωστά το γκριπ στο τιμόνι και δεν χρειάζεται να έχεις τα δάκτυλα στη μανέτα του συμπλέκτη. Οπότε η δικαιολογία περί αξιοπιστίας ήταν απλώς ένα “παιδικό ψέμα” για να μην πουν πως δεν είχαν βρει προμηθευτή για να το βάλουν στο μοντέλο του 2015 ή απλά δεν σκέφτηκαν πως θα το έκανε ο ανταγωνισμός πριν από αυτούς. Και όχι δεν μας διαλύθηκε το κιβώτιο στη μοτοσυκλέτα του Σάκη επειδή χρησιμοποιούσαμε το quick-shifter Up/Down συνεχώς.

Να πούμε όμως πως στη συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα είχαμε αλλάξει το setup του λεβιέ ταχυτήτων ώστε η 1η να είναι πάνω και οι υπόλοιπες σχέσεις να είναι “πατητές”. Η Yamaha είναι από τις λίγες εταιρείες που έκατσε και σχεδίασε ένα έξυπνο σύστημα αρθρώσεων για τον λεβιέ ταχυτήτων, που σου επιτρέπει να κάνεις αυτή την αλλαγή εύκολα και χωρίς να μπερδεύει τον διακόπτη του quick-shifter. Πράγματι το quick-shifter είχε άψογη λειτουργία, παρά την αλλαγή στη συνδεσμολογία του λεβιέ, με μοναδική εξαίρεση το “κατέβασμα” από 2α σε 1η, όπου κάποιες φορές πέταξε νεκρά και σε εμένα και στον Σάκη. Αυτό είναι συνηθισμένο φαινόμενο όταν οδηγάς γρήγορα στην πίστα και γι΄αυτό στα αγωνιστικά κιβώτια το κενό μεταξύ 1ης και 2ας είναι ελάχιστο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν τα λόγια του μηχανικού της BMW όταν οδήγησα την S 1000 RR του WSBK στη Jerez: Όταν έρθεις πίσω στα πιτς μην προσπαθήσεις μάταια να βρεις νεκρά με τον κινητήρα να δουλεύει. Απλά πάτα συμπλέκτη και σβήσε…” Στην εξίσωση θα προσθέταμε και την εργονομία της θέσης οδήγησης που δεν βόλευε το πόδι να κάνει ολόκληρη την κίνηση στον λεβιέ, η οποία όμως είναι ένα μεγάλο θέμα από μόνη της.

Ακόμα και στο θέμα της εργονομίας, η ιδιαίτερη χάραξη της πίστας των Μεγάρων έπαιξε τον ρόλο της. Για κάποιον εντελώς ηλίθιο λόγο, σχεδόν όλοι οι κατασκευαστές πιστεύουν πως οι κοντές και χαμηλές ζελατίνες, τα στενά φαίρινγκ και τα μικρά ρεζερβουάρ κάνουν τις superbike να δείχνουν όμορφες και ως εκ τούτου θα πάει ο κόσμος να τις αγοράσει. Πράγματι τις δεκαετίες του ’90 και των αρχών του 2000 τα τετρακύλινδρα superbike ήταν χοντρά σαν γελάδες και έδειχναν πιο βαριά απ’ ότι ήταν. Όμως τα τελευταία χρόνια το έχουν παρακάνει τόσο πολύ με τον μινιμαλισμό, που έχει δημιουργηθεί μια ολόκληρη βιομηχανία αγωνιστικών after market  προϊόντων που… χοντραίνουν τα superbike. Με το φαίρινγκ της R1 του 2020 δεν χρειάζεται να ασχοληθείς, διότι το έκανε η Yamaha από μόνη της. Μοιάζει αρχικά ίδιο με το προηγούμενο αλλά στην πραγματικότητα έχει φαρδύνει στο ύψος του τιμονιού και η ζελατίνα διώχνει πιο αποτελεσματικά τον αέρα από το κράνος και το σώμα του αναβάτη.

Το αποτέλεσμα είναι το μοντέλο του 2020 να έχει 5,3% μικρότερη αντίσταση στις υψηλές ταχύτητες. Αυτό δεν είναι μόνο κερδισμένα δεκατάκια στα χρονομετρημένα, ούτε είναι μόνο πλεονέκτημα όταν παίρνεις ή σου παίρνουν το slipstreaming μέσα στον αγώνα. Είναι επίσης πλεονέκτημα για τα αποθέματα σωματικής αντοχής του αναβάτη στους αλλεπάλληλους γύρους. Πράγματι η αεροδυναμική της νέας R1 ήταν εξόφθαλμα βελτιωμένη σε σχέση με το προηγούμενο μοντέλο, έστω κι αν στα Μέγαρα δεν πιάσαμε την τελική που είδαμε στην ευθεία των Σερρών με το προηγούμενο μοντέλο. Σε ότι αφορά όμως την υπόλοιπη εργονομία της θέσης οδήγησης, πρέπει να πούμε πως ήταν η αιτία όλων των προβλημάτων που είχαμε πάνω στη σέλα. Το τιμόνι, τα μαρσπιέ και η απόστασή τους από την σέλα είναι άψογα. Όμως το γλιστερό κάλυμμα της σέλας και το σχήμα του ρεζερβουάρ γύρω από τα πόδια σου καταστρέφουν όλη την εικόνα και την εμπειρία οδήγησης της μοτοσυκλέτας στα Μέγαρα.

Τόσο στα φρένα, όσο και στις επιταχύνσεις, το κάτω μέρος τους σώματός σου δεν έχει σταθερό σημείο στήριξης, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιείς πολύ περισσότερο απ’ όσο πρέπει τα χέρια σου για να κρατηθείς πάνω στη μοτοσυκλέτα. Στις Σέρρες φρενάρεις αληθινά μόνο στην Κ1 και την Κ5 και πριν πέσεις στα φρένα έχεις αρκετή ώρα να τοποθετήσεις σωστά το σώμα σου και το φρενάρισμα έχει αρκετή χρονική διάρκεια. Επίσης οι Σέρρες έχουν πολύ trail-braking. Στα Μέγαρα όμως φρενάρεις απότομα, πολύ δυνατά για λίγα μέτρα, με την μοτοσυκλέτα όρθια και trail-braking ουσιαστικά έχει μόνο η Κ1. Αν τα βάλεις όλα αυτά μαζί, καταλαβαίνεις γιατί όταν κάναμε τεστ στις Σέρρες την R1, δεν γράψαμε τίποτα αρνητικό για την εργονομία της θέσης οδήγησης, ενώ τώρα στα Μέγαρα, η ευρυχωρία τις γλιστερής σέλας και το μικρό ρεζερβουάρ γινόντουσαν αιτία για παρενέργειες στη συμπεριφορά της μοτοσυκλέτας.

Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το κούνημα του τιμονιού στην έξοδο για την μεγάλη ευθεία, που δεν είχε απολύτως καμία σχέση με τη σταθερότητα του πλαισίου. Όσες φορές κούνησε η R1 ήταν επειδή γλίστραγα στη σέλα και προσπαθούσα να κρατηθώ πάνω στη μοτοσυκλέτα από το τιμόνι. Και καθώς φορούσε slick ελαστικά της Dunlop, είχα όσο κράτημα γούσταρα για να χουφτώνω το γκάζι με… χυδαιότητα. Επίσης η πρόωρη κόπωση στους καρπούς και τους πήχεις των χεριών, οφειλόταν ξεκάθαρα στην έλλειψη στήριξης του κάτω μέρους του σώματος από τα πόδια στο ρεζερβουάρ. Αν δεν είχα οδηγήσει την R1 στις Σέρρες, θα έλεγα πως είναι από τις πιο απαιτητικές superbike σε θέμα φυσικής κατάστασης του αναβάτη. Κάτι που δεν είναι απολύτως αληθές. Η R1 είναι απολαυστικά σταθερή στις παρατεταμένες στροφές και κρατά σε ηρεμία και ξεκούραστο τον αναβάτη. Όπως εντυπωσιακή είναι η εμπιστοσύνη που σου δίνει στο trail-braking. Απλώς τέτοιες στροφές δεν έχουν τα Μέγαρα… Η σταθερότητά της έχει μια μικρή επίπτωση στην ευελιξία και αυτό το είχαμε επισημάνει και στις Σέρρες, όταν η μοτοσυκλέτα έπρεπε να αλλάξει απότομα κατεύθυνση στο τριπλό S. Τόσο η βασική έκδοση, όσο και η Μ, έχουν ελαφριές ζάντες μαγνησίου με μειωμένο γυροσκοπικό φαινόμενο και η επιθετική κορώνα των slick ελαστικών θα έπρεπε να βοηθούν την ευελιξία, όμως πρακτικά στην R1 δεν αρέσει ο κλεφτοπόλεμος. Σε κάθε περίπτωση, αν σκοπεύετε να κάνετε πολλά track day, βάλτε ένα αντιολισθητικό κάλυμμα στη σέλα και βρείτε στην after market αγορά, τις ειδικές πλαστικές προσθήκες για το ρεζερβουάρ. Οι αλλαγές αυτές είναι βέβαιο ότι θα πετάξουν έξω από το παράθυρο τα περισσότερα σημεία αρνητικής κριτικής που έχουμε κάνει σε αυτό το κείμενο. Εναλλακτικά κάντε track day μόνο στις Σέρρες που η R1 νοιώθει σαν το σπίτι της…

Όπως το πλαίσιο, έτσι κι ο κινητήρας της R1 έχει μοναδικά πλεονεκτήματα λόγω του cross-plane στροφάλου της, που την διαφοροποιεί εντελώς από κάθε άλλη τετρακύλινδρη εν σειρά. Αυτός ο κινητήρας μοιάζει περισσότερο με τον V4 της Aprilia,παρά με τις υπόλοιπες ιαπωνικές superbike. Φέτος αλλάξανε την ηλεκτρονική γκαζιέρα και το λογισμικό των ride mode του ride by wire ψεκασμού.

Όπως θα θυμάστε στο τεστ του ΜΟΤΟ από τις Σέρρες τον Οκτώβριο 2015, είχαμε γράψει πως στο “Power 1” η μοτοσυκλέτα τινάζεται απότομα μπροστά και σου ανοίγει τη γραμμή, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιούμε την περισσότερη ώρα το “Power 2” το οποίο όμως έκοβε αρκετά την επιτάχυνση της μοτοσυκλέτας στις εξόδους των στροφών. Πάνω σε αυτό το πρόβλημα δούλεψαν και το αποτέλεσμα τους δικαιώνει, έστω κι αν το “Power 2” εξακολουθεί να μας αρέσει περισσότερο, τουλάχιστον μέσα στα Μέγαρα. Ούτε τινάζει τη μοτοσυκλέτα, ούτε την κοιμίζει και πλέον σε βοηθάει να εκμεταλλευτείς στο έπακρο τις “γεμάτες” ροπή μεσαίες στροφές του κινητήρα, που απλώνει ομοιόμορφα τη δύναμή του έως τον κόφτη στις 14.000+ στροφές. Βέβαια όπως όλες οι καινούριες hyperbike, η R1 έχει υπερβολικά μακριές 1η, 2α και 3η ακολουθώντας την αγωνιστική φιλοσοφία. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει πως για να βάλεις 5η στα Μέγαρα θα πρέπει να κοντύνεις γενναία την τελική μετάδοση, όπως κάνουν όλοι στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα. Με την στάνταρ τελική μετάδοση, είναι άθλος να στρίψεις με 2α ακόμα και με την επιπλέον φόρα που σου δίνουν τα slick. Όπως κι αν έχει, η πραγματικότητα είναι πως έχει τόσο όμορφα απλωμένη η δύναμη ο κινητήρας, που στην αρχή πιάνεις κόφτη στροφών χωρίς να το καταλάβεις και οι 14.000 στροφές σου φαίνονται… λίγες! Ο Σάκης γύρισε στο 1:01 εκείνη την ημέρα, που είναι θαυμάσιος χρόνος για εντελώς normal μοτοσυκλέτα, δεδομένης της κατάστασης που ήταν η πίστα λόγω της βραδινής βροχόπτωσης που είχε προηγηθεί.

Εμείς έπρεπε να έχουμε στο μυαλό μας να μην υπάρχουν άλλες μοτοσυκλέτες κοντά μας όταν περνούσαμε εμπρός από τον φωτογράφο, οπότε δεν κάναμε πάνω από δύο-τρεις συνεχόμενους γύρους σε γρήγορο ρυθμό, κάτι που σιχαίνονται τα slick ελαστικά, ρίχνοντας απότομα την θερμοκρασία τους και το επίπεδο κρατήματος. Ακόμα κι έτσι όμως το cornering ABS φρόντισε να θυμίσει και στους δυο μας πως δεν κάνει για γρήγορη οδήγηση σε πίστα. Όσες φορές βγαίναμε με αρκετή φόρα στην πίσω μεγάλη ευθεία και μπορούσαμε να κουμπώσουμε την μακριά 4η στο κιβώτιο, τα φρένα της R1 έμοιαζαν σαν να μην έχουν τη δύναμη να σταματήσουν την ορμή της. Σε αντίθεση με τα παλαιού τύπου συμβατικά ABS που η μανέτα πάλλεται και τρέμει όταν επεμβαίνουν, στο cornering ABS η μανέτα μένει σκληρή, με μια ελαφρώς σπογγώδη αίσθηση. Έτσι δεν έχεις αίσθηση σε ποιο σημείο ακριβώς επεμβαίνει και το μόνο που καταλαβαίνεις είναι πως προσπέρασες το ιδανικό σημείο εισόδου για μερικά μέτρα.

Γι΄αυτό και θα συνεχίσουμε να ζητάμε από τα εργοστάσια να σταματήσουν τη νέα πατερναλιστική μόδα της μη δυνατότητας απενεργοποίησης του ABS στις σπορ μοτοσυκλέτες. Κατά τα λοιπά, τα φρένα της R1 σε επίπεδο hardware είναι άριστα, με πολύ καλή αίσθηση, άμεση απόκριση στο άγγιγμα της μανέτας και ισχυρό δάγκωμα έως τη στιγμή που θα σηκωθεί ο πίσω τροχός και θα επέμβει το ABS… Ποιος είναι λοιπόν ο τελικός απολογισμός από την οδήγηση της R1 του 2020; Στα καλά νέα βάζουμε όλες τις αλλαγές που έκαναν στα σημεία που είχαμε ασκήσει κριτική στο προηγούμενο μοντέλο. Βελτίωσαν το λογισμικό των “mode” στον ride by wire ψεκασμό, βελτίωσαν την προστασία του φαίρινγκ και έβαλαν quick-shifter Up/Down. Επίσης στα καλά νέα βάζουμε και την ηρεμία και σταθερότητα του πλαισίου (έστω κι αν έχει κόστος στην ευελιξία), όπως φυσικά μας αρέσει η ομαλή απόδοση του κινητήρα με τις γεμάτες μεσαίες. Όλα τα σημεία της κριτικής της R1 είναι σχεδόν κοινά με όλων των καινούριων superbike και εντοπίζονται στην εργονομία και το ABS. Όσο για τις συμβατικές αναρτήσεις της KYB σε σχέση με τις ημι-ενεργητικές της Ohlins που είχε η Μ1, επιμένουμε προς το παρόν στην άποψή μας πως η ημι-ενεργητική λειτουργία είναι καλή (προς το παρόν) μόνο για τον δρόμο. Τονίζοντας το πρόσκαιρο της τοποθέτησης αυτής. Στην πίστα οι συμβατικές αναρτήσεις συνεχίζουν να είναι ανώτερες σε αίσθηση και πληροφόρηση.  

 

Η δοκιμή της R1 του Σάκη Συνιώρη έγινε στα πλαίσια του EXTREME TRACK DAYS. Ευχαριστούμε θερμά τον Σωτήρη Ζαφειρόπουλο και τους συνεργάτες τους για τη βοήθεια και την υπομονή τους στις ιδιαίτερες απαιτήσεις που έχει η διαδικασία φωτογράφησης ενός τεστ του ΜΟΤΟ, αλλά και για τις προσπάθειες που κάνουν, ώστε να έχουμε τη δυνατότητα όλοι μας να οδηγούμε μέσα στο ασφαλές περιβάλλον τις πίστας.

                     

Θα επανέλθουμε αναλυτικότερα στο ΜΟΤΟ αλλά και στην ίδια μοτοσυκλέτα όταν θα έχει προετοιμαστεί πλήρως για το HSBK...

Test - Voge AC525X - Scrambler στιλ και ποιοτική κατασκευή

Με δικύλινδρο κινητήρα, ψηλά τοποθετημένο τελικό, και μπροστινό τροχό 19 ιντσών
Voge AC525X Test by MOTO
Κώστα Γκαζή
Από τον

Κώστα Γκαζή

24/7/2023

Κείμενο: Κώστας Γκαζής | φωτό: Γιώργος Νιαουνάκης

Δίπλα στο γυμνό street μοντέλο AC500, που συνεχίζει την πορεία του στην αγορά, το 2023 προστίθεται το AC525X, με νέο κινητήρα και Scrambler εμφάνιση και χαρακτήρα.

Αν βάλεις δίπλα-δίπλα τα AC500 και AC525X, οι ομοιότητες είναι εμφανείς, με τις δυο μοτοσυκλέτες να μοιράζονται πλαίσιο, ρεζερβουάρ, προβολέα, φλας, πίσω φωτιστικό σώμα, TFT οθόνη οργάνων, και πιθανώς και αναρτήσεις. Εκεί που διαφοροποιούνται είναι στις ζάντες, όπου το AC500 φέρει τροχούς 17 ιντσών με μπράτσα, ενώ το AC525Χ διαθέτει ακτινωτούς τροχούς 19 ιντσών μπροστά και 17 πίσω, στην εξάτμιση (χαμηλά τοποθετημένο τελικό στο AC500, ψηλή τοποθέτηση στο AC525X), στα ελαστικά (street στο 500, Metzeler Tourance με προφίλ για μεικτή χρήση 80/20 στο 525X), και στη μικρή ζελατίνα του AC525X.

Όσον αφορά στον κινητήρα, και στις δυο μοτοσυκλέτες έχει δικύλινδρη εν σειρά διάταξη, με διαφορετικές όμως διαστάσεις, διαφορετικό κυβισμό και ανεπαίσθητα διαφορετικές επιδόσεις.

 

AC500

AC525X

Διαστάσεις (mm x mm)

67 x 66,8

68 x 68

Κυβισμός (cc)

471

494

Συμπίεση (:1)

10,6

11,5

Μέγιστη απόδοση (hp / rpm)

47 / 8.500

47,6 / 8.500

Μέγιστη ροπή (hp / rpm)

4,53 / 7.000

4,53 / 7.000

Σημειώστε πως τα δυο μοντέλα μπορούν να οδηγηθούν και με δίπλωμα Α2.

Όμορφη και ποιοτική

VOGE AC525X

Το Voge AC5S5X είναι αδιαμφισβήτητα μια όμορφη μοτοσυκλέτα, με το μάτι να σκαλώνει σε πολλές λεπτομέρειες. Από τον ιδιαίτερο προβολέα, στα βουρτσισμένα κομμάτια του κινητήρα, στον καλαίσθητο μαύρο-κίτρινο χρωματικό συνδυασμό, στο τελικό της εξάτμισης που θυμίζει vintage Supertrapp από το πλάι, στη βάση της πινακίδας στο ψαλίδι που επιτρέπει στην ουρά να αναδειχθεί, στους εργονομικούς σύγχρονους διακόπτες, στα τρία δισκόφρενα μαργαρίτες της Nissin, στα LED φλας με το κενό στη μέση, στην έγχρωμη οθόνη με τις δυο επιλογές απεικόνισης και την αυτόματη εναλλαγή από λευκό σε μαύρο φόντο ανάλογα των εξωτερικών συνθηκών φωτισμού, στον καθαρό από καλώδια και ντίζες κινητήρα, στο στιβαρό ψαλίδι, στα επώνυμα ευρωπαϊκά ελαστικά πρώτης τοποθέτησης, στο μονό αμορτισέρ που έχει μοχλικό, στα ανάγλυφα σήματα Voge σε ρεζερβουάρ και πλάκα τιμονιού, στο ιδιαίτερο κλειδί, κ.α.

Εκτός από όμορφη όμως η μοτοσυκλέτα της Voge είναι και κορυφαία ποιοτικά, με άριστη συναρμογή, απουσία τριγμών και εξαιρετικό φινίρισμα παντού.

VOGE AC525X

Ο χειρισμός των μενού στην οθόνη γίνεται εύκολα με τρία κουμπιά στο αριστερό γκριπ, και με τον αναβάτη να μπορεί να επιλέξει μεταξύ δυο User Interfaces, με το πιο εύκολο στο μάτι για εμάς να είναι εκείνο με την κλασική απεικόνιση, ενώ το δεύτερο είναι πιο πρωτότυπο (έχει μοτίβο ξεραμένου χώματος και απεικόνιση μπάρας στροφών που θυμίζει… αποτύπωμα ελαστικού στο χώμα), αλλά θέλει λίγη παραπάνω συνήθεια.

VOGE AC525X

Η συνδεσιμότητα με το app της Voge δεν μας εντυπωσίασε, καθώς προσφέρει μεν υπηρεσίες τηλεφωνίας, ειδοποιώντας σας στα όργανα όταν σας καλούν, αλλά απ’ ότι καταλάβαμε ο αναβάτης πρέπει να πληρώσει για υπηρεσίες GPS. Παράλληλα, παρόλο που συνδεθήκαμε, η εφαρμογή δεν κατάφερε να καταγράψει στοιχεία από τις βόλτες μας, όπως δείχνει πως μπορεί. Με λίγα λόγια, θέλει ακόμα δουλειά για να μπορέσει να σταθεί με αξιοπρέπεια απέναντι στα κορυφαία app της αγοράς.

Βόλτες με στιλ

VOGE AC525X

Η σέλα είναι άνετη και βολική, ενώ με ύψος 820 mm δεν είναι ούτε πολύ ψηλή, ούτε και πολύ χαμηλή. Έχοντας ύψος 1.70 μπορούσα να πατάω κάτω με λίγη προσπάθεια ολόκληρο το πέλμα του ενός ποδιού, κι έτσι ένιωθα σιγουριά τόσο στην άσφαλτο όσο και στο χώμα, σιγουριά που δεν μου χάλασαν τα πραγματικά 205 κιλά που ζυγίζει η μοτοσυκλέτα με υγρά.

VOGE AC525X

Ο ήχος από την εξάτμιση είναι όμορφος και… νόμιμος, ενώ η μανέτα του συμπλέκτη έχει μαλακό τράβηγμα, και η εύρεση νεκράς είναι εύκολη υπόθεση. Το κιβώτιο είναι θετικό, ενώ κάποιες φορές ο λεβιές δεν επέστρεφε στη θέση του όσο γρήγορα θέλαμε, κάτι στο οποίο πιθανώς να ευθύνεται το ότι κατά τα μέσα της δοκιμής μας ξεπεράσαμε τα 1.000 χιλιόμετρα στο κοντέρ, όριο στο οποίο έπρεπε να γίνει το πρώτο σέρβις.

Κατά την οδήγηση ο αναβάτης κάθεται “μέσα” στη μοτοσυκλέτα, με το τιμόνι ψηλά. Το τελευταίο είναι ελαφρώς μακρύτερα από το ιδανικό για Off-Road χρήση, αλλά συνεισφέρει στην άνεση σε καθημερινή οδήγηση.

Test - Voge AC525X

Το πλαίσιο δείχνει στιβαρότατο, όπως και το ψαλίδι, προσδίδοντας κορυφαία σταθερότητα στο σύνολο ακόμα και μέχρι την τελική ταχύτητα των 172 πραγματικών χλμ/ώρα, με το κοντέρ να μην απέχει πολύ από την πραγματικότητα, δείχνοντας 178 χλμ/ώρα, όπου και επεμβαίνει δραστικά ο κόφτης υπερστροφίας.

VOGE AC525X

Αν τώρα σε καλό οδόστρωμα οι αναρτήσεις της KYB τα πηγαίνουν περίφημα, δεν καταφέρνουν να λειτουργήσουν όπως θα θέλαμε στα κακοτράχαλα κομμάτια που αποτελούν την πλειοψηφία στους ελληνικούς δρόμους.

VOGE AC525X

Εκεί, πιρούνι και αμορτισέρ συμπεριφέρονται κοφτά και απότομα, και δεν καταφέρνουν να ακολουθήσουν το ανάγλυφο του εδάφους, με αποτέλεσμα “ξερή” λειτουργία και αρκετές αναπηδήσεις τόσο στις μικρές όσο και στις μεγάλες ανωμαλίες, που από τη μια ταλαιπωρούν τους επιβαίνοντες, και από την άλλη κόβουν πόντους από το πόσο μπορείς να εμπιστευτείς τις αναρτήσεις σε οριακές καταστάσεις.

VOGE AC525X

Οι 43 ίπποι που φτάνουν στον πίσω τροχό είναι αρκετοί για να χαρίσουν ζωηρές επιταχύνσεις στο AC525X, να βοηθήσουν τον αναβάτη να σηκώσει σούζα -με 1η στο κιβώτιο και τη βοήθεια του συμπλέκτη-, και να διώξουν τον πίσω τροχό στο χώμα. Στην άσφαλτο δύσκολα θα καταφέρετε να κάνετε το AC να γλιστρήσει, οπότε η έλλειψη Traction Control δεν μας απασχόλησε καθόλου.

Το δικάναλο ABS της Bosch είναι ρυθμισμένο αρκετά συντηρητικά, και σε δυνατό φρενάρισμα επεμβαίνει πιο νωρίς από το ιδανικό, μην αφήνοντας τις δαγκάνες της Nissin να απελευθερώσουν όλη τους τη δύναμη. Μιλάμε όμως για οριακές καταστάσεις, ενώ σε πιο “ανθρώπινους” ρυθμούς κανείς δεν θα αντιμετωπίσει πρόβλημα.

VOGE AC525X

Ο ψεκασμός της μοτοσυκλέτας είναι άψογος, όπως γραμμική είναι και η απόδοση του κινητήρα, χωρίς τρύπες και κομπιάσματα, με ιδανική καμπύλη ιπποδύναμης.

Στις ψηλές στροφές θα κάνουν την εμφάνιση τους έντονοι κραδασμοί, που θα κάνουν τον αναβάτη με μηχανικές συμπάθειες να κόψει ρυθμό, ειδικά αν μιλάμε για ταξίδι. Το ταξίδι με 120-130, άντε 140 χλμ/ώρα είναι στις δυνατότητες της μοτοσυκλέτας, όμως από εκεί και πάνω οι κραδασμοί γίνονται ιδιαίτερα αισθητοί σε γκριπ, σέλα, μαρσπιέ και καθρέπτες (θολώνουν εντελώς), ενώ ηχητικά ο κινητήρας ακούγεται ζορισμένος.

VOGE AC525X

Με τον μπροστινό τροχό των 19 ιντσών, τις ακτίνες στους τροχούς και με τα ελαστικά μεικτής χρήσης, το AC525X θα κινηθεί και σε βατούς χωματόδρομους, διασκεδάζοντας τον αναβάτη του με πλαγιολισθήσεις και μικρά αλματάκια. Όπως και στην άσφαλτο, έτσι κι εδώ, οι αναρτήσεις δεν συμπαθούν τις ανωμαλίες του εδάφους, ενώ το ABS επιμηκύνει τις αποστάσεις πέδησης με τη συμπεριφορά του. Επιπλέον, αν χρειαστεί να πατινάρεις τον συμπλέκτη, ανακαλύπτεις πως έχει ελαφρώς απότομη συμπεριφορά στο σημείο που συμπλέκει -κάτι που δεν φαίνεται στην άσφαλτο, όπου όλα είναι ρόδινα στον συγκεκριμένο τομέα. Είπαμε όμως, εδώ δεν έχουμε μια On-Off μοτοσυκλέτα, αλλά ένα Scrambler μοντέλο που περισσότερο τείνει προς την ασφάλτινη χρήση παρά προς το χώμα. Όπως και να έχει, θα κινηθείτε άνετα στους γνωστούς δασικούς, και θα φτάσετε με ασφάλεια, στιλ και έχοντας διασκεδάσει κιόλας, σε απομακρυσμένες παραλίες και ορεινές ομορφιές.

VOGE AC525X

Υποτυπώδης είναι η προστασία που προσφέρουν η χαμηλή ζελατίνα και η πλαστική ποδιά, και αν θέλετε κάτι παραπάνω, θα πρέπει να ψάξετε ψηλότερη aftermarket ζελατίνα και κάποια αλουμινένια ποδιά.

Η τιμή τιμή δεν έχει…

VOGE AC525X

Η τιμή των 5.945 ευρώ είναι ένα δυνατό σημείο για το AC525X, τιμή που θα κάνει αρκετούς να αγνοήσουν την κοφτή συμπεριφορά των αναρτήσεων. Με 6 χιλιάρικα αποκτά κανείς ένα δικύλινδρο Scrambler μοντέλο με ιδιαίτερα όμορφο design και εξαιρετική ποιότητα κατασκευής, που θα τον συντροφεύσει σε πολλές αποστολές, από την πόλη μέχρι το ταξίδι και από την άσφαλτο στο χώμα. Οι επιδόσεις του κρίνονται ικανοποιητικές παντού, η κατανάλωση του φέρνει στο μυαλό scooter 250 κυβικών, και το στιλ του είναι αδιαμφισβήτητο.

Εξοπλισμός αναβάτη

Test - Voge AC525X
  • Κράνος: Airoh
  • Μπουφάν: Nordcode
  • Γάντια: Nordcode
  • Μποτάκια: Nordcode

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

Αντιπρόσωπος:

MOTOTREND S.A.

Τιμή:

5.945 Ευρώ

 

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ

Μήκος (mm):

2.150

Ύψος (mm):

1.230

Μεταξόνιο (mm):

1.450

Απόσταση από το έδαφος (mm):

160

Ύψος σέλας (mm):

820

Ίχνος (mm):

Δ.Α.

Γωνία κάστερ (˚):

Δ.Α.

Απόσταση σέλας - τιμονιού (mm):

650

Απόσταση σέλας - μαρσπιέ (mm):

520

Απόσταση μαρσπιέ - τιμονιού (mm):

920

Απόσταση πίσω σέλας - πίσω μαρσπιέ (mm):

450

 

ΜΕΤΡΗΣΗ ΒΑΡΟΥΣ

205 kg

(χωρίς καύσιμο: 190 kg )

Πίσω

51,5%

Εμπρός

48,5%

Σφάλμα στοιχείων κατασκευαστή:

6,18%

 

ΠΛΑΙΣΙΟ

Τύπος:

Ατσάλινο, σωληνωτό

Πλάτος (mm):

820

Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):

185 / Δ.Α.

 

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Τύπος:

Τετράχρονος, δικύλινδρος εν σειρά, 4Β/Κ, 2ΕΕΚ

Διάμετρος επί διαδρομή (mm):

68 x 68

Χωρητικότητα (cc):

494

Σχέση συμπίεσης:

11,5:1

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

47,6 / 8.500

Ροπή (kg.m/rpm):

4,53 / 7.000

Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):

96,35

Τροφοδοσία:

Ψεκασμός

Σύστημα εξαγωγής:

2 σε 1

Σύστημα λίπανσης:

Υγρό κάρτερ

Σύστημα εκκίνησης:

Μίζα

 

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Συμπλέκτης:

Υγρός πολύδισκος, περιορισμένης ολίσθησης

 

ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ

Ρύθμιση βαλβίδων (km):

40.000

Αλλαγή λαδιού (km):

Στα πρώτα 1.000 και κάθε 5.000

Ποσότητα λαδιού με/χωρίς φίλτρο (l):

2,7 με φίλτρο

Φίλτρο λαδιού / αλλαγή (km):

Στα πρώτα 1.000 και κάθε 5.000

 

ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ

Km/h

Sec

Μέτρα

0-50

1,86

13,47

0-100

5,43

88,69

0-150

13,53

378,50

ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ

Μέτρα

Sec

km/h

0-400

14,04

152,27

0-1.000

27,04

172,03

 

ΕΙΚΟΝΙΚΟ ΠΡΟΣΠΕΡΑΣΜΑ

Km/h

Sec

Μέτρα

80-140

7,54

243,05

 

ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΕΝ ΚΙΝΗΣΕΙ (sec/μέτρα)

Km/h

4η

5η

6η

40-80

4,05

4,97

6,34

80-120

4,51

5,11

6,43

120-160

 

 

12,16

 

ΦΡΕΝΑΡΙΣΜΑ

Km/h

Sec

Μέτρα

120-40

2,73

61,14

 

ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ

 

Κενή

Γεμάτη

Θεωρητικά

3,88

4,2

Πραγματικά

4,41

4,76

 

ΠΙΣΩ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ Μονό αμορτισέρ KYB

 

Διαδρομή (mm):

140

Ρυθμίσεις:

Προφόρτιση Ελατηρίου

ΤΡΟΧΟΣ

Ελαστικό:

150/70-17 Metzeler Tourance, tubeless

ΦΡΕΝΟ Δισκόφρενο, ABS Bosch

 

ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

Ψηφιακή TFT οθόνη οργάνων 7 ιντσών με ενδείξεις ταχύμετρου, στροφόμετρου, θερμοκρασίας κινητήρα, σχέσης κιβωτίου, στάθμης καυσίμου, πίεσης ελαστικών, ρολογιού, θερμοκρασίας περιβάλλοντος, ολικού και μερικού χιλιομετρητή, συνδεσιμότητα Bluetooth. Full LED φώτα, DRL LED φώτα, USB θύρα φόρτισης, πλαστική ποδιά κινητήρα, ζελατίνα, ρυθμιζόμενες μανέτες, χειρολαβές συνεπιβάτη

 

ΕΜΠΡΟΣ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ Ανεστραμμένο πιρούνι KYB

 

Διαδρομή/Διάμετρος (mm):

151,4 / 41

Ρυθμίσεις:

Καμία

ΤΡΟΧΟΣ

Ελαστικό:

110/80-19 Metzeler Tourance, tubeless

ΦΡΕΝΟ Δυο δισκόφρενα Nissin, ABS Bosch

 

ΔΥΝΑΜΟΜΕΤΡΗΣΗ

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

43 / 7.800

Ροπή (kg.m/rpm):

4,15 / 7.000

DynoΡοπή

 

ΛΕΖΑΝΤΑ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΟΣ

Μια ευθεία γραμμή είναι η καμπύλη ισχύος του AC525X, δίχως τρύπες και ξεσπάσματα, ενώ στην καμπύλη της ροπής εντύπωση προκαλούν τα σχεδόν 4 κιλά στις μόλις 4.400 rpm

 

ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ

Μέση

4,75

Ελάχιστη

4,3

Μέγιστη

5,2

Αυτονομία (μέση / ελάχιστη / μέγιστη (km):

400 / 365 / 441

Αυτονομία ρεζέρβας (km):

-

Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):

19 / Δ.Α.


 


 

Ετικέτες