Οδηγούμε Yamaha R1 του 2020 μαζί με τον Σάκη Συνιώρη

Οι λεπτομέρειες που την ολοκλήρωσαν
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

19/2/2020

Τον Απρίλιο του 2015 ταξιδέψαμε στην Αυστραλία για να οδηγήσουμε την ολοκαίνουρια τότε Yamaha R1. Από την πρώτη R1 του 1998 η Yamaha έλεγε πως αυτή η μοτοσυκλέτα είναι εμπνευσμένη από των κόσμο των GP, αλλά η R1 του 2015 ήταν η πρώτη που πραγματικά έμοιαζε εμφανισιακά και είχε τεχνολογία από τον κόσμο των MotoGP. Η μεγάλη διαχωριστική γραμμή αυτής της μοτοσυκλέτας από το παρελθόν ήταν τα ηλεκτρονικά βοηθήματα, που σε συνδυασμό με τον cross-plane στρόφαλο (είχε εμφανιστεί πρώτη φορά στο προηγούμενο μοντέλο) την απομάκρυναν όσο περισσότερο γινόταν από τον “ταπεινό” κόσμο των superbike και την έβαζαν στην ελίτ των μοντέρνων hyperbike. Από τότε έως σήμερα, ο ανταγωνισμός έχει αγριέψει πολύ και η Yamaha φρόντισε να κρατήσει φρέσκια τη μοτοσυκλέτα της με μια ενδιάμεση αναβάθμιση το 2018. Δυστυχώς τη μοτοσυκλέτα εκείνη δεν την οδηγήσαμε ποτέ και δεν έχουμε άποψη για τις βελτιώσεις που έκανε η Yamaha στα σημεία που πονούσε η R1. Όμως τώρα έχουμε στα χέρια μας το μοντέλο του 2020 και συγκεκριμένα την προσωπική μοτοσυκλέτα του 11 φορές πρωταθλητή Ελλάδος Σάκη Συνιώρη, η οποία θα αντικαταστήσει την Kawasaki ZX-10RR στο πρωτάθλημα του 2020 και όπως ήταν φυσικό δεν αφήσαμε την ευκαιρία να πάει χαμένη, δίνοντας ραντεβού στα EXTREME TRACK DAYS στην πίστα των Μεγάρων.

Έως τώρα, όλα τα οδηγικά ραντεβού μας με την R1 ήταν στην πίστα των Σερρών. Ένα περιβάλλον δηλαδή, που είναι κομμένο και ραμμένο για να αναδείξει τα πλεονεκτήματα αυτής της μοτοσυκλέτας. Σταθερότητα και υψηλές ταχύτητες μέσα στη στροφή και μια γλυκιά παροχή δύναμης από τον κινητήρα, που προσφέρει περισσότερη πρόσφυση στο πίσω ελαστικό ώστε να ανοίξεις το γκάζι πιο νωρίς. Στις Σέρρες η R1 είναι… ποίημα! Τώρα όμως το ραντεβού μας ήταν στα Μέγαρα και οι ιδιαιτερότητες αυτής της πίστας αλλάζουν δραματικά το σκηνικό. Στις Σέρρες οι φυσικές ικανότητες του πλαισίου και του κινητήρα έδιναν ρόλο κομπάρσου στα ηλεκτρονικά. Στα Μέγαρα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο γιατί η χάραξη της πίστας επιβάλει οδήγηση “stop & go” με αυτά τα θηρία των 200 ίππων. Ως εκ τούτου τα ηλεκτρονικά αναλαμβάνουν ρόλο πρωταγωνιστή, κάτι που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι καλό για τη δουλειά μας, διότι η Yamaha έχει κάνει βελτιώσεις σε αυτόν τον τομέα στο μοντέλου του 2020. Επίσης έχει αλλάξει ολόκληρη την κεφαλή, το σύστημα λίπανσης του κινητήρα και την αεροδυναμική του φαίρινγκ, δηλαδή πράγματα που τα χρειάζεσαι στην πίσω ευθεία.

Η ιπποδύναμη που ανακοινώνει η Yamaha παραμένει στα 200 άλογα στις ίδιες στροφές (13.500), όπως και η ροπή των 11,6kg/m στις 11.500. Τότε γιατί άλλαξαν το σχήμα στα ενδιάμεσα κοκκοράκια μεταξύ των εκκεντροφόρων και των βαλβίδων και γιατί τα νέα μπεκ ψεκασμού είναι τώρα στο πάνω μέρος των νέων αυλών εισαγωγής και πιο κοντά στον θάλαμο καύσης; Και γιατί άλλαξαν το κύκλωμα λίπανσης, που τώρα έχει λιγότερες απώλειες δύναμης στις υψηλές στροφές και καλύτερη λίπανση στα κομβία του στροφάλου και τις μπιέλες; Διότι οι περισσότερες από αυτές τις αλλαγές αφορούν τις αγωνιστικές ομάδες του SBK που θα αγοράσουν το εργοστασιακό κιτ και όχι τόσο τον απλό πελάτη. Βέβαια κάποιες από αυτές βοηθούν ώστε ο κινητήρας να περνάει τις αυστηρότερες προδιαγραφές Euro 5, χάρη των οποίων έχουμε πλέον δύο νέους καταλύτες, που ευθύνονται αποκλειστικά για την αύξηση του βάρους κατά 2 κιλά, φτάνοντας στα 201kg (από 199kg) για το βασικό μοντέλο και στα 202kg (από 200kg) της έκδοσης M. Θυμίζουμε πως η έκδοση M έχει μεν carbon fiber φαίρινγκ, αλλά έχει επίσης και τις ημι-ενεργητικές αναρτήσεις της Ohlins, που μαζί με τον περίπλοκο μηχανισμό που τις ελέγχει, είναι πολύ πιο βαριές από τις συμβατικές αναρτήσεις της KYB. Επίσης το carbon φαίρινγκ της M1 έχει άφθονη ρητίνη και προστατευτικό βερνίκι για να δείχνει όμορφο και να αντέχει στους “πυροβολισμούς” από τα μυγάκια με τα όξυνα υγρά τους και είναι σαφώς πιο βαριά από τα αγωνιστικών προδιαγραφών carbon φαίρινγκ, που έχουν ελάχιστη ρητίνη και μηδέν βερνίκι. Για αυτή τη δοκιμή είχαμε από την αρχή φτιάξει στο μυαλό μας μια λίστα με συγκεκριμένους τομείς που θέλαμε να δούμε. Πρώτα απ’ όλα θέλαμε να δοκιμάσουμε την λειτουργία του quick-shifter Up/Down, το οποίο απουσίαζε από το μοντέλο του 2015 (είχε συμβατικό quick-shifter μόνο για τα ανεβάσματα) και η επίσημη του Project Leader δικαιολογία τότε ήταν πως τα συστήματα quick-shifter Up/Down δεν ανταποκρίνονται στις προδιαγραφές αξιοπιστίας της Yamaha…” Προφανώς έλεγε μπούρδες, διότι τα συστήματα Quick-Shifter Up/Down, όχι μόνο δεν καταπονούν το κιβώτιο και τον συμπλέκτη, αλλά αντιθέτως προστατεύουν από τυχόν άγαρμπους χειρισμούς του αναβάτη, διότι ταιριάζουν ιδανικά τις στροφές του κινητήρα με την περιστροφή των δίσκων του συμπλέκτη και του κιβωτίου ταχυτήτων κάθε φορά που ανεβάζεις ή κατεβάζεις ταχύτητα. Μάλιστα το κάνουν αυτό, ακόμα και αν έχεις ελάχιστα ανοιχτό το γκάζι, ενώ τα συμβατικά quick-shifter απαιτούν σχεδόν τέρμα ανοιχτό γκάζι και να “καρφώσεις” αμέσως και σωστά την επόμενη σχέση για να μην κουρέψουν τα γρανάζια. Επίσης τα Quick-Shifter Up/Down σε βοηθούν αφάνταστα να διατηρήσεις σταθερή τη μοτοσυκλέτα στα δυνατά φρεναρίσματα με κατεβάσματα, διότι το αριστερό σου χέρι πιάνει σωστά το γκριπ στο τιμόνι και δεν χρειάζεται να έχεις τα δάκτυλα στη μανέτα του συμπλέκτη. Οπότε η δικαιολογία περί αξιοπιστίας ήταν απλώς ένα “παιδικό ψέμα” για να μην πουν πως δεν είχαν βρει προμηθευτή για να το βάλουν στο μοντέλο του 2015 ή απλά δεν σκέφτηκαν πως θα το έκανε ο ανταγωνισμός πριν από αυτούς. Και όχι δεν μας διαλύθηκε το κιβώτιο στη μοτοσυκλέτα του Σάκη επειδή χρησιμοποιούσαμε το quick-shifter Up/Down συνεχώς.

Να πούμε όμως πως στη συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα είχαμε αλλάξει το setup του λεβιέ ταχυτήτων ώστε η 1η να είναι πάνω και οι υπόλοιπες σχέσεις να είναι “πατητές”. Η Yamaha είναι από τις λίγες εταιρείες που έκατσε και σχεδίασε ένα έξυπνο σύστημα αρθρώσεων για τον λεβιέ ταχυτήτων, που σου επιτρέπει να κάνεις αυτή την αλλαγή εύκολα και χωρίς να μπερδεύει τον διακόπτη του quick-shifter. Πράγματι το quick-shifter είχε άψογη λειτουργία, παρά την αλλαγή στη συνδεσμολογία του λεβιέ, με μοναδική εξαίρεση το “κατέβασμα” από 2α σε 1η, όπου κάποιες φορές πέταξε νεκρά και σε εμένα και στον Σάκη. Αυτό είναι συνηθισμένο φαινόμενο όταν οδηγάς γρήγορα στην πίστα και γι΄αυτό στα αγωνιστικά κιβώτια το κενό μεταξύ 1ης και 2ας είναι ελάχιστο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν τα λόγια του μηχανικού της BMW όταν οδήγησα την S 1000 RR του WSBK στη Jerez: Όταν έρθεις πίσω στα πιτς μην προσπαθήσεις μάταια να βρεις νεκρά με τον κινητήρα να δουλεύει. Απλά πάτα συμπλέκτη και σβήσε…” Στην εξίσωση θα προσθέταμε και την εργονομία της θέσης οδήγησης που δεν βόλευε το πόδι να κάνει ολόκληρη την κίνηση στον λεβιέ, η οποία όμως είναι ένα μεγάλο θέμα από μόνη της.

Ακόμα και στο θέμα της εργονομίας, η ιδιαίτερη χάραξη της πίστας των Μεγάρων έπαιξε τον ρόλο της. Για κάποιον εντελώς ηλίθιο λόγο, σχεδόν όλοι οι κατασκευαστές πιστεύουν πως οι κοντές και χαμηλές ζελατίνες, τα στενά φαίρινγκ και τα μικρά ρεζερβουάρ κάνουν τις superbike να δείχνουν όμορφες και ως εκ τούτου θα πάει ο κόσμος να τις αγοράσει. Πράγματι τις δεκαετίες του ’90 και των αρχών του 2000 τα τετρακύλινδρα superbike ήταν χοντρά σαν γελάδες και έδειχναν πιο βαριά απ’ ότι ήταν. Όμως τα τελευταία χρόνια το έχουν παρακάνει τόσο πολύ με τον μινιμαλισμό, που έχει δημιουργηθεί μια ολόκληρη βιομηχανία αγωνιστικών after market  προϊόντων που… χοντραίνουν τα superbike. Με το φαίρινγκ της R1 του 2020 δεν χρειάζεται να ασχοληθείς, διότι το έκανε η Yamaha από μόνη της. Μοιάζει αρχικά ίδιο με το προηγούμενο αλλά στην πραγματικότητα έχει φαρδύνει στο ύψος του τιμονιού και η ζελατίνα διώχνει πιο αποτελεσματικά τον αέρα από το κράνος και το σώμα του αναβάτη.

Το αποτέλεσμα είναι το μοντέλο του 2020 να έχει 5,3% μικρότερη αντίσταση στις υψηλές ταχύτητες. Αυτό δεν είναι μόνο κερδισμένα δεκατάκια στα χρονομετρημένα, ούτε είναι μόνο πλεονέκτημα όταν παίρνεις ή σου παίρνουν το slipstreaming μέσα στον αγώνα. Είναι επίσης πλεονέκτημα για τα αποθέματα σωματικής αντοχής του αναβάτη στους αλλεπάλληλους γύρους. Πράγματι η αεροδυναμική της νέας R1 ήταν εξόφθαλμα βελτιωμένη σε σχέση με το προηγούμενο μοντέλο, έστω κι αν στα Μέγαρα δεν πιάσαμε την τελική που είδαμε στην ευθεία των Σερρών με το προηγούμενο μοντέλο. Σε ότι αφορά όμως την υπόλοιπη εργονομία της θέσης οδήγησης, πρέπει να πούμε πως ήταν η αιτία όλων των προβλημάτων που είχαμε πάνω στη σέλα. Το τιμόνι, τα μαρσπιέ και η απόστασή τους από την σέλα είναι άψογα. Όμως το γλιστερό κάλυμμα της σέλας και το σχήμα του ρεζερβουάρ γύρω από τα πόδια σου καταστρέφουν όλη την εικόνα και την εμπειρία οδήγησης της μοτοσυκλέτας στα Μέγαρα.

Τόσο στα φρένα, όσο και στις επιταχύνσεις, το κάτω μέρος τους σώματός σου δεν έχει σταθερό σημείο στήριξης, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιείς πολύ περισσότερο απ’ όσο πρέπει τα χέρια σου για να κρατηθείς πάνω στη μοτοσυκλέτα. Στις Σέρρες φρενάρεις αληθινά μόνο στην Κ1 και την Κ5 και πριν πέσεις στα φρένα έχεις αρκετή ώρα να τοποθετήσεις σωστά το σώμα σου και το φρενάρισμα έχει αρκετή χρονική διάρκεια. Επίσης οι Σέρρες έχουν πολύ trail-braking. Στα Μέγαρα όμως φρενάρεις απότομα, πολύ δυνατά για λίγα μέτρα, με την μοτοσυκλέτα όρθια και trail-braking ουσιαστικά έχει μόνο η Κ1. Αν τα βάλεις όλα αυτά μαζί, καταλαβαίνεις γιατί όταν κάναμε τεστ στις Σέρρες την R1, δεν γράψαμε τίποτα αρνητικό για την εργονομία της θέσης οδήγησης, ενώ τώρα στα Μέγαρα, η ευρυχωρία τις γλιστερής σέλας και το μικρό ρεζερβουάρ γινόντουσαν αιτία για παρενέργειες στη συμπεριφορά της μοτοσυκλέτας.

Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το κούνημα του τιμονιού στην έξοδο για την μεγάλη ευθεία, που δεν είχε απολύτως καμία σχέση με τη σταθερότητα του πλαισίου. Όσες φορές κούνησε η R1 ήταν επειδή γλίστραγα στη σέλα και προσπαθούσα να κρατηθώ πάνω στη μοτοσυκλέτα από το τιμόνι. Και καθώς φορούσε slick ελαστικά της Dunlop, είχα όσο κράτημα γούσταρα για να χουφτώνω το γκάζι με… χυδαιότητα. Επίσης η πρόωρη κόπωση στους καρπούς και τους πήχεις των χεριών, οφειλόταν ξεκάθαρα στην έλλειψη στήριξης του κάτω μέρους του σώματος από τα πόδια στο ρεζερβουάρ. Αν δεν είχα οδηγήσει την R1 στις Σέρρες, θα έλεγα πως είναι από τις πιο απαιτητικές superbike σε θέμα φυσικής κατάστασης του αναβάτη. Κάτι που δεν είναι απολύτως αληθές. Η R1 είναι απολαυστικά σταθερή στις παρατεταμένες στροφές και κρατά σε ηρεμία και ξεκούραστο τον αναβάτη. Όπως εντυπωσιακή είναι η εμπιστοσύνη που σου δίνει στο trail-braking. Απλώς τέτοιες στροφές δεν έχουν τα Μέγαρα… Η σταθερότητά της έχει μια μικρή επίπτωση στην ευελιξία και αυτό το είχαμε επισημάνει και στις Σέρρες, όταν η μοτοσυκλέτα έπρεπε να αλλάξει απότομα κατεύθυνση στο τριπλό S. Τόσο η βασική έκδοση, όσο και η Μ, έχουν ελαφριές ζάντες μαγνησίου με μειωμένο γυροσκοπικό φαινόμενο και η επιθετική κορώνα των slick ελαστικών θα έπρεπε να βοηθούν την ευελιξία, όμως πρακτικά στην R1 δεν αρέσει ο κλεφτοπόλεμος. Σε κάθε περίπτωση, αν σκοπεύετε να κάνετε πολλά track day, βάλτε ένα αντιολισθητικό κάλυμμα στη σέλα και βρείτε στην after market αγορά, τις ειδικές πλαστικές προσθήκες για το ρεζερβουάρ. Οι αλλαγές αυτές είναι βέβαιο ότι θα πετάξουν έξω από το παράθυρο τα περισσότερα σημεία αρνητικής κριτικής που έχουμε κάνει σε αυτό το κείμενο. Εναλλακτικά κάντε track day μόνο στις Σέρρες που η R1 νοιώθει σαν το σπίτι της…

Όπως το πλαίσιο, έτσι κι ο κινητήρας της R1 έχει μοναδικά πλεονεκτήματα λόγω του cross-plane στροφάλου της, που την διαφοροποιεί εντελώς από κάθε άλλη τετρακύλινδρη εν σειρά. Αυτός ο κινητήρας μοιάζει περισσότερο με τον V4 της Aprilia,παρά με τις υπόλοιπες ιαπωνικές superbike. Φέτος αλλάξανε την ηλεκτρονική γκαζιέρα και το λογισμικό των ride mode του ride by wire ψεκασμού.

Όπως θα θυμάστε στο τεστ του ΜΟΤΟ από τις Σέρρες τον Οκτώβριο 2015, είχαμε γράψει πως στο “Power 1” η μοτοσυκλέτα τινάζεται απότομα μπροστά και σου ανοίγει τη γραμμή, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιούμε την περισσότερη ώρα το “Power 2” το οποίο όμως έκοβε αρκετά την επιτάχυνση της μοτοσυκλέτας στις εξόδους των στροφών. Πάνω σε αυτό το πρόβλημα δούλεψαν και το αποτέλεσμα τους δικαιώνει, έστω κι αν το “Power 2” εξακολουθεί να μας αρέσει περισσότερο, τουλάχιστον μέσα στα Μέγαρα. Ούτε τινάζει τη μοτοσυκλέτα, ούτε την κοιμίζει και πλέον σε βοηθάει να εκμεταλλευτείς στο έπακρο τις “γεμάτες” ροπή μεσαίες στροφές του κινητήρα, που απλώνει ομοιόμορφα τη δύναμή του έως τον κόφτη στις 14.000+ στροφές. Βέβαια όπως όλες οι καινούριες hyperbike, η R1 έχει υπερβολικά μακριές 1η, 2α και 3η ακολουθώντας την αγωνιστική φιλοσοφία. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει πως για να βάλεις 5η στα Μέγαρα θα πρέπει να κοντύνεις γενναία την τελική μετάδοση, όπως κάνουν όλοι στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα. Με την στάνταρ τελική μετάδοση, είναι άθλος να στρίψεις με 2α ακόμα και με την επιπλέον φόρα που σου δίνουν τα slick. Όπως κι αν έχει, η πραγματικότητα είναι πως έχει τόσο όμορφα απλωμένη η δύναμη ο κινητήρας, που στην αρχή πιάνεις κόφτη στροφών χωρίς να το καταλάβεις και οι 14.000 στροφές σου φαίνονται… λίγες! Ο Σάκης γύρισε στο 1:01 εκείνη την ημέρα, που είναι θαυμάσιος χρόνος για εντελώς normal μοτοσυκλέτα, δεδομένης της κατάστασης που ήταν η πίστα λόγω της βραδινής βροχόπτωσης που είχε προηγηθεί.

Εμείς έπρεπε να έχουμε στο μυαλό μας να μην υπάρχουν άλλες μοτοσυκλέτες κοντά μας όταν περνούσαμε εμπρός από τον φωτογράφο, οπότε δεν κάναμε πάνω από δύο-τρεις συνεχόμενους γύρους σε γρήγορο ρυθμό, κάτι που σιχαίνονται τα slick ελαστικά, ρίχνοντας απότομα την θερμοκρασία τους και το επίπεδο κρατήματος. Ακόμα κι έτσι όμως το cornering ABS φρόντισε να θυμίσει και στους δυο μας πως δεν κάνει για γρήγορη οδήγηση σε πίστα. Όσες φορές βγαίναμε με αρκετή φόρα στην πίσω μεγάλη ευθεία και μπορούσαμε να κουμπώσουμε την μακριά 4η στο κιβώτιο, τα φρένα της R1 έμοιαζαν σαν να μην έχουν τη δύναμη να σταματήσουν την ορμή της. Σε αντίθεση με τα παλαιού τύπου συμβατικά ABS που η μανέτα πάλλεται και τρέμει όταν επεμβαίνουν, στο cornering ABS η μανέτα μένει σκληρή, με μια ελαφρώς σπογγώδη αίσθηση. Έτσι δεν έχεις αίσθηση σε ποιο σημείο ακριβώς επεμβαίνει και το μόνο που καταλαβαίνεις είναι πως προσπέρασες το ιδανικό σημείο εισόδου για μερικά μέτρα.

Γι΄αυτό και θα συνεχίσουμε να ζητάμε από τα εργοστάσια να σταματήσουν τη νέα πατερναλιστική μόδα της μη δυνατότητας απενεργοποίησης του ABS στις σπορ μοτοσυκλέτες. Κατά τα λοιπά, τα φρένα της R1 σε επίπεδο hardware είναι άριστα, με πολύ καλή αίσθηση, άμεση απόκριση στο άγγιγμα της μανέτας και ισχυρό δάγκωμα έως τη στιγμή που θα σηκωθεί ο πίσω τροχός και θα επέμβει το ABS… Ποιος είναι λοιπόν ο τελικός απολογισμός από την οδήγηση της R1 του 2020; Στα καλά νέα βάζουμε όλες τις αλλαγές που έκαναν στα σημεία που είχαμε ασκήσει κριτική στο προηγούμενο μοντέλο. Βελτίωσαν το λογισμικό των “mode” στον ride by wire ψεκασμό, βελτίωσαν την προστασία του φαίρινγκ και έβαλαν quick-shifter Up/Down. Επίσης στα καλά νέα βάζουμε και την ηρεμία και σταθερότητα του πλαισίου (έστω κι αν έχει κόστος στην ευελιξία), όπως φυσικά μας αρέσει η ομαλή απόδοση του κινητήρα με τις γεμάτες μεσαίες. Όλα τα σημεία της κριτικής της R1 είναι σχεδόν κοινά με όλων των καινούριων superbike και εντοπίζονται στην εργονομία και το ABS. Όσο για τις συμβατικές αναρτήσεις της KYB σε σχέση με τις ημι-ενεργητικές της Ohlins που είχε η Μ1, επιμένουμε προς το παρόν στην άποψή μας πως η ημι-ενεργητική λειτουργία είναι καλή (προς το παρόν) μόνο για τον δρόμο. Τονίζοντας το πρόσκαιρο της τοποθέτησης αυτής. Στην πίστα οι συμβατικές αναρτήσεις συνεχίζουν να είναι ανώτερες σε αίσθηση και πληροφόρηση.  

 

Η δοκιμή της R1 του Σάκη Συνιώρη έγινε στα πλαίσια του EXTREME TRACK DAYS. Ευχαριστούμε θερμά τον Σωτήρη Ζαφειρόπουλο και τους συνεργάτες τους για τη βοήθεια και την υπομονή τους στις ιδιαίτερες απαιτήσεις που έχει η διαδικασία φωτογράφησης ενός τεστ του ΜΟΤΟ, αλλά και για τις προσπάθειες που κάνουν, ώστε να έχουμε τη δυνατότητα όλοι μας να οδηγούμε μέσα στο ασφαλές περιβάλλον τις πίστας.

                     

Θα επανέλθουμε αναλυτικότερα στο ΜΟΤΟ αλλά και στην ίδια μοτοσυκλέτα όταν θα έχει προετοιμαστεί πλήρως για το HSBK...

Δοκιμή Malaguti Madison 125 - Ιταλική φινέτσα με πινελιές πρακτικότητας

Ο καθημερινός σύμμαχος για τις αστικές σας μετακινήσεις
motomag Δοκιμή Malaguti Madison 125 – Ιταλική φινέτσα με πινελιές πρακτικότητας
Από τον

Γιάννη Τσινάβο

19/3/2024

To Malaguti Madison 125 επιστρέφει κοντά μας μετά από μία αποχή κάποιων ετών, ακολουθώντας τα χνάρια άλλων μοντέλων της κατηγορίας Mini GT scooter, καταφέρνοντας ωστόσο να δημιουργήσει μια μοναδική και κομψή συνταγή.

Η ιταλική Malaguti η οποία ιδρύθηκε το 1930 στην Μπολόνια από τον Antonino Malaguti, χάρη στα επενδυτικά κεφάλαια του KSR Group επανέρχεται δυναμικά στο μοτοσυκλετιστικό προσκήνιο με το Madison 12,5 το οποίο καλείται με το καλημέρα να αντιμετωπίσει “μπαρουτοκαπνισμένους παίκτες” στην κατηγορία των Mini GT scooter.

Δοκιμή Malaguti Madison 125 – Ιταλική φινέτσα με πινελιές πρακτικότητας

Κάπου σε έχω ξαναδεί

Αντικρίζοντας το λευκό Madison 125 για πρώτη φορά κάτι μέσα σου λέει πως αυτή την εμφάνιση κάπου την έχεις ξαναδεί. Και όμως δεν πέφτεις έξω καθώς οι άνθρωποι που σχεδίασαν το νέο scooter της Malaguti αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν στοιχεία από δύο σημαντικούς παίκτες της κατηγορίας των Mini GT scooter, τα Honda PCX και Sym Jet X.

To Madison 125 ακολουθεί και αυτό την σχεδιαστική φιλοσοφία των μικρών GT scooter πόλης, έχοντας αιχμηρές γραμμές με αρκετές γωνίες. Το εμπρός μέρος χάρη στους δίδυμους προβολείς LED και τη φιμέ ζελατίνα μας θυμίζει λίγο τον Megatron από την ταινία Transformers, ενώ την επιθετική σπορτίφ εικόνα του νέου μοντέλου συμπληρώνει η ανασηκωμένη ουρά στο τελείωμα της οποίας υπάρχει ένα πολύ ιδιαίτερο LED φωτιστικό σώμα.

Δοκιμή Malaguti Madison 125 – Ιταλική φινέτσα με πινελιές πρακτικότητας

Οι κόκκινες ραφές οι οποίες υπάρχουν στη σέλα, οι χρυσές ζάντες και τα γκρι-μαύρα πλαστικά τα οποία κάνουν αντίθεση με το υπόλοιπο λευκό χρώμα του Madison 125 της δοκιμής μας, έρχονται να ολοκληρώσουν τη σύγχρονη εμφάνιση του νέου scooter της Malaguti.

Πίσω από τη φιμέ ζελατίνα ο αναβάτης έχει στη διάθεση του μία ευανάγνωστη ψηφιακή οθόνη LCD, η οποία έχει τις απαραίτητες ενδείξεις (ταχύτητα, χιλιομετρητή, ένδειξη καυσίμου, ώρα), ωστόσο τη σύγχρονη και ποιοτική εικόνα του scooter δεν ακολουθούν οι διακόπτες που υπάρχουν στο Madison 125. Σχεδόν όλοι τους είναι πρόχειρα σχεδιασμένοι και αυτό είναι κάτι που οι υπεύθυνοι σχεδιασμού της Malaguti θα πρέπει να το ξαναδούν γιατί δεν συνάδουν με την κατά τα άλλα πολύ καλή εικόνα του νέου μοντέλου.

Δοκιμή Malaguti Madison 125 – Ιταλική φινέτσα με πινελιές πρακτικότητας

Κάτω από το τιμόνι βρίσκεται ο κεντρικός διακόπτης, με τον αναβάτη να μην χρειάζεται να εισάγει κάποιο κλειδί καθώς αυτός είναι keyless, αυτοκινητιστικού τύπου. Η τάπα του ρεζερβουάρ των 9 λίτρων ανοίγει από τον κεντρικό διακόπτη όπως και η σέλα η οποία μπορεί να φιλοξενήσει ένα jet κράνος, κάποια αντικείμενα ή τσάντα πλάτης. Στα αριστερά και δεξιά του κεντρικού διακόπτη υπάρχουν δύο ντουλαπάκια για μικροαντικείμενα, με το αριστερό ντουλαπάκι να φιλοξενεί μία θύρα USB για φόρτιση ηλεκτρονικών συσκευών.

Δοκιμή Malaguti Madison 125 – Ιταλική φινέτσα με πινελιές πρακτικότητας

Εξοπλισμός που αποδίδει καρπούς

Στο κομμάτι των αναρτήσεων στο scooter της Malaguti συναντάμε τηλεσκοπικό πιρούνι μπροστά και ψαλίδι αλουμινίου πίσω, με δυο αμορτισέρ. Μπορεί όταν διαβάσεις για αυτά στο manual της εταιρείας να πεις... "εντάξει σιγά την πρωτοτυπία", στην πράξη όμως τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά.

Σε σχέση με άλλα scooter στα οποία συναντάμε αναρτήσεις με πολύ μαλακή ή απότομη αίσθηση στο Madison 125 έχουμε το αντίθετο. Μπορεί αρχικά κάποιος να παρατηρήσει πως οι αναρτήσεις έχουν σφικτή αίσθηση ωστόσο μετά από μερικά χιλιόμετρα θα καταλάβει πως κάτι τέτοιο δεν ισχύει καθώς το Mini GT scooter της Malaguti περνά δίχως προβλήματα από τις ανωμαλίες των ελληνικών δρόμων, ενώ θα χρειαστεί κάποια μεγάλη λακούβα για να διαταράξει την “αστική καλοπέραση” σου πάνω στην ευρύχωρη σέλα του Madison 125.

Δοκιμή Malaguti Madison 125 – Ιταλική φινέτσα με πινελιές πρακτικότητας

Τα ελαστικά 14 ιντσών πρώτης τοποθέτησης της CST με διαστάσεις 100/80 και 120/70 τα πάνε με την σειρά τους αρκετά καλά με την γλιστερή ελληνική άσφαλτο, ακόμη και όταν βρέχει, ενώ σημαντικός σύμμαχος στην καθημερινή αστική μετακίνηση είναι και το σύστημα πέδησης στο Madison 125. Το σύστημα των φρένων αποτελείται από μία διπίστονη δαγκάνα με δίσκο 250 χιλιοστών εμπρός, και πίσω έναν δίσκο 220 χιλιοστών, ενώ στον βασικό εξοπλισμό υπάρχει και το δικάναλο ABS. Στην πράξη τα φρένα έχουν την κατάλληλη δύναμη για να ακινητοποιήσουν το scooter χωρίς πρόβλημα ενώ και το ABS με τη σειρά του θα είναι εκεί για να σε βγάλει από την δύσκολη θέση ενός φρεναρίσματος πανικού σε ολισθηρό οδόστρωμα, όταν και αν χρειαστεί.

Δοκιμή Malaguti Madison 125 – Ιταλική φινέτσα με πινελιές πρακτικότητας

Σύμμαχος στον “αστικό πόλεμο”

Η θέση οδήγησης του Madison 125 είναι αυτή που συναντάμε στα scooter αυτής της κατηγορίας, με το τιμόνι να είναι τοποθετημένο χαμηλά και κοντά στον οδηγό. Το ψηλό πάτωμα φέρνει τα γόνατα κοντά στο τιμόνι, με τους πολύ ψηλούς αναβάτες να χρειάζονται να κάνουν κάποιες παραχωρήσεις.

Το χαμηλό ύψος της σέλας το οποίο βρίσκεται στα 755 χιλιοστά θα βολέψει ακόμη και τους πιο κοντούς αναβάτες, ενώ το βάρος το οποίο αγγίζει τα 147,5 κιλά δεν πρόκειται να δυσκολέψει κανέναν κατά την καθημερινή μετακίνηση. Στην ευρύχωρη με μπόλικο αφρώδες σέλα θα βολευτούν άνετα δύο επιβαίνοντες, με τον συνεπιβάτη να έχει στη διάθεση του δύο πρακτικές χειρολαβές.

Τις ημέρες που είχαμε στα χέρια μας το Madison 125 δεν συναντήσαμε κανένα απολύτως πρόβλημα στο μποτιλιάρισμα της Αττικής, με το scooter της Malaguti να περνά χωρίς κανένα πρόβλημα ανάμεσα στα αυτοκίνητα χωρίς να μας απασχολεί σε καμία των περιπτώσεων το ύψος των καθρεπτών. Η ευκινησία, μαζί με την εξαιρετική σταθερότητα σε όλες τις συνθήκες κάνει το Madison 125 παιχνίδι ενώ το τιμόνι κόβει όσο χρειάζεται, και αυτό είναι κάτι που το εκτιμήσαμε ιδιαιτέρως όταν χρειάστηκε να κάνουμε “σλάλομ” ανάμεσα στα εκατοντάδες αυτοκίνητα τις ημέρες των μεγάλων απεργιών.

Δοκιμή Malaguti Madison 125 – Ιταλική φινέτσα με πινελιές πρακτικότητας

Ο τετράχρονος, τετραβάλβιδος, υγρόψυκτος μονοκύλινδρος EURO 5 κινητήρας, αν και 124,8 κυβικά σου δίνει την εντύπωση πως είναι πιο δυνατός, με το Madison 125 να έχει ισχύ 12,5 ίππους στις 8.250 σ.α.λ. και ροπή 1,12 κιλά στις 6.500 σ.α.λ. Η καλή απόκριση στο γκάζι χάρη στο ηλεκτρονικό σύστημα ψεκασμού της Bosch και η γεμάτη καμπύλη απόδοσης χαρίζουν ικανοποιητικές επιταχύνσεις μέσα στην πόλη, ενώ εσύ καταφέρνεις να αφήσεις πίσω σου χωρίς πρόβλημα τα τετράτροχα οχήματα τα οποία σε “πολιορκούν” σε κάθε φανάρι. To Madison 125 επιταχύνει γραμμικά μέχρι τα 90 χλμ./ώρα ωστόσο θα χρειαστεί κάποια υπομονή για να δείτε περισσότερα από 105 χλμ./ώρα στην ψηφιακή LCD οθόνη.

Για να είμαστε ειλικρινείς, σε αυτήν την κατηγορία δεν νομίζουμε πως η τελική ταχύτητα είναι το ζητούμενο αλλά πρωτίστως η πρακτικότητα, και το Madison 125 τα καταφέρνει περίφημα εκεί. Η φιμέ ζελατίνα η οποία υπάρχει στο scooter της Malaguti αρχικά μπορεί να μην γεμίζει το μάτι ωστόσο διώχνει τον αέρα από το σώμα του αναβάτη και αυτό είναι πολύ σημαντικό κατά την καθημερινή μετακίνηση. Ακόμη ένας σημαντικός παράγοντας για όσους επιλέγουν scooter της συγκεκριμένης κατηγορίας είναι και η κατανάλωση. Το Madison 125 τα πάει περίφημα και σε αυτόν τον τομέα, καθώς στα χέρια μας και με ζωηρή οδήγηση η κατανάλωση κυμάνθηκε στα 2,5 λίτρα ανά 100 χιλιόμετρα.

Δοκιμή Malaguti Madison 125 – Ιταλική φινέτσα με πινελιές πρακτικότητας

Στιλάτος, γυμνασμένος και φιλικός σύντροφος

Με κόστος στα 2.895 ευρώ, το Malaguti Madison 125 το οποίο διατίθεται σε τρία χρώματα (λευκό, μαύρο, πράσινο), είναι ένα Mini GT scooter που συνδυάζει άνεση, ευελιξία, ποιότητα και στιλ σε προσιτή τιμή, αποτελώντας ταυτόχρονα μία αξιόλογη λύση για τον αναβάτη που ψάχνει έναν σύμμαχο στο δύσκολο πρόβλημα της καθημερινής μετακίνησης εντός πόλης.

Ετικέτες