Το MOTO στις Σέρρες - Superbike & Gentlemen 2017!

Όνειρα με ανοικτά μάτια
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

12/9/2017

Προετοιμάζοντας το τεύχος της 1ης Σεπτεμβρίου, βρεθήκαμε μέσα στον Αύγουστο με δύο ολοκαίνουρια superbike που ήθελαν στρώσιμο, χάδια και φροντίδα για τα παιδικά τους βήματα δηλαδή, πριν συγκεντρώσουμε ανθρώπους και ελαστικά για να βρεθούμε όλοι μαζί στις Σέρρες για κάτι ανεπανάληπτο: Τρεις κορυφαίοι Έλληνες αναβάτες, που σε λίγες μέρες κονταροχτυπιούνται για το Πανελλήνιο Πρωτάθλημα Ταχύτητας, θα συμβίωναν ειρηνικά και φιλικά, θα γινόμασταν μία παρέα με σκοπό να φέρουμε το πιο έγκυρο, το πιο δυνατό αποτέλεσμα: Την άποψή τους για ένα πολύ συγκεκριμένο τμήμα της ζωής αυτών των μοτοσυκλετών, εμπλουτίζοντας την δοκιμή του MOTO. Το πρώτο μεγάλο «μπάμ» έγινε αμέσως στα περίπτερα όλης της χώρας, με την δοκιμή του Suzuki GSXR1000R και χρόνο διαστημικό για μία ολοκαίνουρια μοτοσυκλέτα. Στο τεύχος που κυκλοφορεί μαθαίνετε όλες τις λεπτομέρειες κι έτσι διαβασμένοι, δεν θα έχετε απορίες για το μεγάλο συγκριτικό που θα ακολουθήσει: Honda CBR1000RR vs Suzuki GSXR1000R, μέσα από συνολικά πέντε αναβάτες, δύο από το περιοδικό και τρεις κορυφαίοι αγωνιζόμενοι!

Βέβαια στο ίδιο τεύχος θα προηγηθεί και η δοκιμή του CBR1000RR, η πιο πλήρης στην Ελλάδα, με ταξίδι και οδήγηση στο δρόμο, μετρήσεις επιδόσεων, δυναμομέτρηση στο ίδιο δυναμόμετρο που έχει μετρήσει όλα τα superbike, αλλά και ζύγισμα, κάτι πολύ σημαντικό σε κάθε μοτοσυκλέτα και πολλαπλάσια στην συγκεκριμένη περίπτωση. Γιατί η διαφορά τους στα κιλά είναι μεγάλη, το θέμα όμως για το αν περνάει αυτή η διαφορά από την ζυγαριά στο δρόμο και μετά στην πίστα είναι κάτι σύνθετο και θα αναλυθεί στην έντυπη έκδοση για να έχει την έκταση που του αξίζει.

Προετοιμάζοντας όμως ένα τέτοιου είδους συγκριτικό, που τοποθετείται μακριά από την σημερινή ελληνική πραγματικότητα, προέκυψαν πολλές παράλληλες ιστορίες. Στα 32 χρόνια της ιστορίας του, το MOTO έχει διοργανώσει πολλά συγκριτικά για superbikes, πολυπληθή με τεράστια συμμετοχή μοτοσυκλετών και αναβάτων, έχει μαζέψει λοιπόν πολλές ιστορίες, αυτή όμως είναι λίγο πιο διαφορετική. Γιατί πέρα από την διαχείριση μίας τόσο ακριβής διαδικασίας με τα σημερινά σφιχτά πλαίσια, είχαμε να φροντίσουμε και τρεις προσκεκλημένους, που είναι όλοι τους ανταγωνιστές. Αυτό που δεν περιμέναμε, ήταν να καταλήξουμε μία μεγάλη παρέα με πειράγματα, με αστεία που άφηναν ένα ηχηρό γέλιο, με μία συνεννόηση και έναν εσωτερικό κώδικα, σαν να είμασταν χρόνια φίλοι. Κι ήταν ίσως εξαιτίας αυτού του κλίματος, που πάντα βρισκόταν ένας εθελοντής μόλις εμφανιζόταν η παραμικρή δυσκολία!

Πώς είναι στην καθημερινότητά τους ο Παρασκευόπουλος Χάρης, ο Πίππος Λευτέρης και ο Συνιώρης Σάκης; Ποιος είναι εκείνος που λέει αστεία μέχρι να κλάψουν όλοι με μαύρο δάκρυ, ποιος είναι σοβαρός και λιγομίλητος, ποιος καταναλώνει χιλιάδες θερμίδες στο πρωινό και τις έχει κάψει όλες πριν ακόμα μπει στην πίστα;

Μετά από τρεις μέρες στις Σέρρες, εκατοντάδες γύρους μέσα στην πίστα, εκατοντάδες χιλιόμετρα στο δρόμο, λιωμένα ελαστικά, αεροπλάνα, βραστά αυγά, σουβλάκια άπαχα και μερικούς τόνους ανέκδοτα, γεμίσαμε γνώσεις για τα GSXR και CBR, περνώντας μερικές εκπληκτικές στιγμές. Ας δούμε όμως και την άλλη πλευρά των αναβατών ξεκινώντας με αλφαβητική σειρά:

 
Παρασκευόπουλος Χάρης

Είναι ο ίδιος μία κανονική μηχανή, ακούραστη και με… blueprints από κάποιο ελβετικό ωρολογοποιείο για να δουλεύει με τόση ακρίβεια. Ξεκινούσε την ημέρα του από τις 06:00 το πρωί με σκληρή γυμναστική, κατανάλωνε μερικές χιλιάδες θερμίδες και συνέχιζε μέχρι τις 09:00 κάνοντας γύρους στην πίστα με τα πόδια, πριν ακούραστος καβαλήσει τις μοτοσυκλέτες για να συνεχίσει οδηγώντας με αγωνιστικό ρυθμό. Έτοιμος να ψάξει ρυθμίσεις, να βοηθήσει σε διαδικασίες, γυρνούσε ασταμάτητα αφήνοντας κάθε φορά μερικά γραμμάρια μετάλλου στην πίστα, ξύνοντας ότι ήταν δυνατό να ξύσει…

 

Πίππος Λευτέρης

Ο άνθρωπος που μπορεί να ζωγραφίσει το χαμόγελο ακόμα και στο πιο σφιχτό πρόσωπο, έχει κάθε στιγμή την κατάλληλη ατάκα και μία αφοπλιστική ειλικρίνεια που στην πετά κατάμουτρα με μία γερή δόση χιούμορ, κι έτσι δέχεσαι να ακούσεις το οτιδήποτε και πάλι να σκας στο γέλιο. Μεγάλη εμπειρία στους αγώνες, χαρισματική προσωπικότητα, πολυτάλαντος και ειλικρινής, ο Λευτέρης θα γίνει η ψυχή της παρέας μέχρι τα αστεία να κοπούν και να μπει στην πίστα, ίσως το μοναδικό σημείο σε αυτό τον κόσμο που σταματά να κάνει πλάκα.

 

Συνιώρης Σάκης

Ο Έλληνας πολυπρωταθλητής που έχει ταυτίσει το όνομά του με τους αγώνες ταχύτητας, χωρίς να χρειάζεται συστάσεις. Υπολογίζει με ακρίβεια τα πάντα γύρω του και αποφεύγει το ρίσκο επιδεικνύοντας επαγγελματισμό και στοχεύοντας στο πρωτάθλημα με χαρακτηριστική ακρίβεια. Αλάνθαστος στην πίστα και απόλυτα ακριβής, δεν αφήνει περιθώρια για να χαθεί ο έλεγχος. Ανεξάρτητος και ταυτόχρονα μέρος της παρέας συνομιλώντας με όλους, από τους ανταγωνιστές του μέχρι όλους όσους ήρθαν για να παρακολουθήσουν, ήταν έτοιμος να μας δώσει την κριτική του σε κάθε στάδιο της δοκιμής, χωρίς περιστροφές.

 

Γιάννης Περιστεράς

Μαζί με τον Σάκη Συνιώρη και ως μέρος της αγωνιστικής του προετοιμασίας, ήταν στις Σέρρες μαζί μας ο Γιάννης Περιστεράς. Έτοιμος να ανέβει στις Superbike και να φύγει αν τον αφήναμε, πράγμα που δεν το κάναμε για δύο λόγους: ότι θα είχαμε να λογοδοτήσουμε αν συνέβαινε κάτι κι έπειτα επειδή θα γύριζε ταχύτερα από εμάς και θα μας ντρόπιαζε! Ο Γιάννης έχει όλο το μέλλον μπροστά του για μία πλούσια καριέρα, πράγμα που του το ευχόμαστε.

 

Δύο ιαπωνικές superbike μοτοσυκλέτες λοιπόν, με ισχυρούς χαρακτήρες, έρχονται αντιμέτωπες μεταξύ τους, στα χέρια αναβατών με εξίσου ισχυρές προσωπικότητες. Ο συνδυασμός ήταν εκρηκτικός και καταφέραμε να συνδυάσουμε όλα τα στάδια που απαιτεί μία τέτοια δοκιμή, με άφθονες ενδιάμεσες στιγμές, όπως η παρακάτω:

Ο Λευτέρης ανεβαίνει στην πίσω σέλα του GSXR, με τον Χάρη να οδηγεί, και μας κλείνει το μάτι: «θα δω καλύτερα τις γραμμές του τώρα», πριν το λουράκι του κράνους του κόψει την ανάσα γιατί ο Χάρης έχει ξεκινήσει σουζάροντας. Η πραγματικότητα εξελισσόταν διαφορετική για τον Λευτέρη, όταν αρχίσαμε να βλέπουμε πως ο Χάρης δεν είχε σκοπό να πάει πολύ χαλαρά και μετέτρεπε εκείνη την στιγμή το GSXR1000R σε μηχανάκι του Randy Mamola… Φτάνοντας στην ευθεία ακούμε το GSXR να επιταχύνει δυνατά και τον Λευτέρη να βγάζει κραυγές για όλο τον υπόλοιπο γύρο που –χαλαρά όπως μας είπε μετά ο Χάρης ότι πήγαινε- έγραψαν χρόνο σε χαμηλό 1:28 με τα ελαστικά που ήδη είχε η μοτοσυκλέτα. «Το παιδί είναι…. Εγώ δεν το ξανά κάνω αυτό» έλεγε ο Λευτέρης, με τον Χάρη να σκάει ένα χαμόγελο και να ζητά τον επόμενο εθελοντή για να ξύσουν μαζί, μόλις σφίξουν αναρτήσεις. Κανείς δεν βρέθηκε πρόθυμος, προς μεγάλη απογοήτευση του Χάρη…

Η διαδικασία της δοκιμής, όπου πέντε αναβάτες πρέπει να οδηγήσουν δύο μοτοσυκλέτες ο καθένας και να έχουν μία σειρά από φωτογραφίες και με τις δύο, δεν αφήνει πολλά περιθώρια χρόνου. Δοκιμή των μοτοσυκλετών με τα δικά τους ελαστικά, των ηλεκτρονικών και των ρυθμίσεών τους μαζί με την πολύπλοκη φωτογράφιση, καταναλώνουν πλήρως μία ημέρα. Αργά το βράδυ έπρεπε να αλλάξουμε ελαστικά για να είναι έτοιμες οι superbike για την επόμενη μεγάλη μέρα, που η επίσημη χρονομέτρηση της πίστας και το κυνήγι του χρονόμετρου μας περίμενε για να ολοκληρωθεί η δοκιμή, αφού πρώτα ρυθμίζαμε ξανά αναρτήσεις. Το βράδυ θα γίνουμε μία μεγάλη παρέα, θα καταλήξουμε στην επιλογή ταβέρνας στο κέντρο των Σερρών και αφού μοιραστούμε ιστορίες και πεθάνουμε στα γέλια με τις ατάκες του Λευτέρη, θα γυρίσουμε όλοι μαζί στο ξενοδοχείο.. ή μάλλον όχι όλοι, γιατί ο Χάρης επιλέγει να συνεχίσει την γυμναστική με περπάτημα μέχρι το ξενοδοχείο που είναι ψηλά, έξω από την πόλη, και που το χαρακτηρίζει πολύ χαλαρό για βράδυ…

Τα ολοκαίνουρια slick ελαστικά της Dunlop θερμαίνονται στις κουβέρτες νωρίς το πρωί, όσο ξεκινούν οι διαδικασίες για την χρονομέτρηση με το επίσημο σύστημα χρονομέτρησης της πίστας, την συνέχιση της φωτογράφισης και την ολοκλήρωση της δοκιμής. Μέχρι να μπούμε σε van, φορτηγά και αεροπλάνα για να επιστρέψουμε πίσω, έχουμε περάσει τρεις μέρες με πολύ οδήγηση και πολύ γέλιο, σαν μία μεγάλη παρέα, με πολλές σημειώσεις και πλούσια καταγεγραμμένη εμπειρία οδήγησης στην πίστα των Σερρών με τις δύο ολοκαίνουριες ιαπωνικές superbike. Για τα ελληνικά δεδομένα ήταν επιτυχία που καταφέραμε να συγκεντρώσουμε αυτές τις δύο μοτοσυκλέτες και φυσικά συγχαρητήρια αξίζουν και στις αντιπροσωπείες που ανταποκρίθηκαν. Άλλη μία επιτυχία ενάντια στην εποχή, όπως το αντίστοιχο Track Day Dreams που αποτελούσε παγκόσμια πρωτοτυπία στις μέρες του. Ευελπιστούμε όμως στο κοντινό μέλλον να έχουμε την ευκαιρία για ένα συγκεντρωτικό συγκριτικό τεστ όλων των superbike!

Είχαμε σημαντική βοήθεια για να τα καταφέρουμε και σε αυτό βέβαια: Η Dunlop μας παρείχε slick ελαστικά για να τα δοκιμάσουμε αλλά και για να βοηθήσει στο συγκριτικό μας, ώστε οι μοτοσυκλέτες να συγκριθούν με τα ίδια ελαστικά. Το κατάστημα MOTO SPORT ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ - BMW MOTOSERVICE μας βοήθησε δυναμικά στην πίστα και στις διαδικασίες της δοκιμής, η εταιρία Moto Kafetzis – Serres έκανε υπερωρίες για να μας αλλάξει ελαστικά και να ελέγξει τις μοτοσυκλέτες μετά από μία τέτοια βαριά ημέρα οδήγησης, και φυσικά η εταιρία Peristeras Tyres ανέλαβε την προμήθεια ελαστικών, την αλλαγή τους στην Αθήνα και μας παρείχε και πρόσθετα ζευγάρια για ασφάλεια. Η δουλειά μας έγινε πολύ καλύτερη με την βοήθειά τους και τους ευχαριστούμε θερμά.

Πιο θερμά από όλους βέβαια πρέπει να ευχαριστήσουμε τους τρεις Έλληνες αναβάτες για τον χρόνο που επένδυσαν, την παρέα που προσέφεραν και την διάθεση να συμμετέχουν σε μία δοκιμή που έχει πολύ κούραση και απαιτεί πολύ δουλειά. Παρασκευόπουλος Χάρης -Πίππος Λευτέρης - Συνιώρης Σάκης, σας ευχαριστούμε και ανανεώνουμε για το επόμενο τεύχος με ένα συγκριτικό που θα κάνει νέο μεγάλο πάταγο!

 

Ξέρετε μία από τις πλευρές του Πανελληνίου Πρωταθλήματος Ταχύτητας, είναι ένα κλειστό περιβάλλον με αγωνιζόμενους που κάνουν μία υπερπροσπάθεια να συγκεντρώσουν τους απαραίτητους πόρους, μηχανικοί που προσπαθούν να κάνουν θαύματα με μικρά έξοδα, εταιρίες που επενδύουν μεγάλα ποσά με μικρό αριθμητικό αντίκρισμα και μία μικρή στρατιά από ανθρώπινους δορυφόρους και μετεωρίτες που είτε βοηθούν αρκετά, είτε δημιουργούν προβλήματα, είτε και τα δύο. Συχνά όχι από πρόθεση, αλλά από παρεξήγηση κι αυτό το πράγμα στον συγκεκριμένο χώρο -η παρεξήγηση- είναι πολύ συχνό φαινόμενο. Φανταστείτε ότι μόλις άρχισε να ακούγεται τι πάει να κάνει το MOTO, άρχισαν και τα πρώτα τηλέφωνα. Θέλετε από ζήλια, θέλετε από αθώο αστείο που παρεξηγήθηκε, οι αναβάτες που θα είχαμε μαζί μας, άκουγαν σχόλια όπως, «το MOTO έπρεπε να πάρει μόνο εσένα», «οι άλλοι είναι χειρότεροι μην τους κάνεις παρέα» κτλ.. Υπήρχαν προβλήματα με χορηγούς και εταιρίες για τις κοινές φωτογραφίες και ένα σωρό υπέροχα και μικρά προβληματάκια που μας έκαναν να γελάμε λίγο, ακούγοντας τι τους έλεγε ο ένας κι ο άλλος. Για αυτό αξίζει να εστιάσουμε για λίγο στην ιστορία όπως την ζήσαμε, γιατί δεν είναι όλα μίζερα, ή δεν χρειάζεται να είναι. Μπορούμε αν θέλουμε να γυρίσουμε το πρίσμα και να τα δούμε όλα λίγο πιο σκοτεινά, να δούμε την αρνητική πλευρά ανθρώπων, να εστιάσουμε στην μικρή ή μεγάλη ιστορία τους, όμως αυτό είναι το συνηθισμένο στην Ελλάδα σε μία χώρα που αναδεικνύει το άσχημο για να μειώσει προσωπικότητες και προσπάθειες. Εμείς ζώντας τρεις μέρες σαν παρέα με τρεις από τους κορυφαίους Έλληνες αναβάτες, έχουμε μονάχα καλά λόγια να πούμε και θα ανανεώσουμε το ραντεβού, σκοπεύοντας μάλιστα να γίνει ακόμα πιο μεγάλο την επόμενη φορά, ακόμα πιο μακριά από τα ελληνικά δεδομένα!

MOTO GUZZI V7 CLASSIC 2008-2012: Πάντα επίκαιρη

Η επιστροφή ενός θρυλικού ονόματος στη σύγχρονη εποχή
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

4/3/2022

Το 2008 η Moto Guzzi αποφάσισε να ξαναφέρει στη ζωή μας το θρυλικό όνομα V7, με μια μοτοσυκλέτα που όχι απλώς έμοιαζε σε εμφάνιση με τις κλασσικές ιταλικές V2 της δεκαετίας του ’70, αλλά είχε το αυθεντικό “άρωμα” και την αυθεντική “αίσθηση”. Από τότε έως σήμερα τα σύγχρονα V7 έχουν δεχτεί πάρα πολλές αναβαθμίσεις στα μηχανικά τους μέρη, ενώ το 2021 έγινε ολικός επανασχεδιασμός με εντελώς νέο κινητήρα 850cc  και εντελώς νέο πλαίσιο. Εδώ όμως αναδημοσιεύουμε την πλήρη δοκιμή του πρώτου “νέου” Moto Guzzi V7 του 2008 από το τεύχος 425 του περιοδικού ΜΟΤΟ:

 

Σαρκαστική

 

Υπάρχουν μοτοσυκλέτες που παίρνουν τις δυσκολίες της καθημερινότητας στα σοβαρά. Άλλες που τις αντιμετωπίζουν με άγχος και μερικές που αδιαφορούν πλήρως. Η Moto Guzzi V7 Classic, κάνει κάτι εντελώς πρωτότυπο. Τις σαρκάζει!

 

Αυτή την παράγραφο, την πληκτρολογώ μόλις τρία λεπτά από την ώρα που πάρκαρα τη V7 κάτω από το περιοδικό. Έχω κάνει πέντε χιλιόμετρα από τη στιγμή που την πήρα και ένιωσα την απόλυτη ανάγκη να εκφράσω τα συναισθήματα που βίωσα! Πρώτη φορά μου συμβαίνει να εισχωρεί μια μοτοσυκλέτα τόσο γρήγορα, κατευθείαν στην καρδιά μου. Έχω λατρέψει μοτοσυκλέτες. Έχω ερωτευτεί μοτοσυκλέτες και έχω ονειρευτεί μοτοσυκλέτες, όμως όλες τους χρειάστηκαν χρόνο για να με μαγέψουν, και τις κατάλληλες συνθήκες μέσα στις οποίες έδειξαν τον χαρακτήρα τους.

Θυμάμαι τη Ducati 916 SPS στις Σέρρες, τη Yamaha R1 στο Nurburgring, τη Suzuki Hayabusa στην εθνική οδό Αθηνών-Τριπόλεως , την MV Agusta F4 στην Επίδαυρο και πρόσφατα τη Ducati Desmosedici RR στο Mugello. Όλες τους μαγικές, μοναδικές, εξωπραγματικά τέλειες -όμως αυτή η Moto Guzzi μου σκάλισε ένα χαμόγελο στο πρόσωπο, ίδιο με αυτό που είχα όταν φόραγα κοντά παντελονάκια και καβάλησα το πρώτο μου τρίκυκλο ποδηλατάκι.

Το κατάφερε μέσα σε δύο λεπτά. Το κατάφερε μέσα στο κέντρο της Αθήνας. Το κατάφερε μέσα σε μια μέρα που όλα μου πήγαιναν στραβά και φτάνοντας στην αντιπροσωπεία για να την παραλάβω, τα νεύρα μου έμοιαζαν με σπασμένες χορδές κιθάρας. Τώρα είναι μαλακά σαν λουκουμάς με μέλι και μπορώ να δω πόσο όμορφη είναι η λιακάδα έξω. Πριν την καβαλήσω, ήταν μια αγχώδης Δευτέρα, με τις υπόλοιπες μέρες τις εβδομάδας να ακολουθούν γεμάτες υποχρεώσεις και αγγαρείες. Τώρα, είναι η πρώτη μέρα μιας εβδομάδας γεμάτη δράση. Είναι η κλασική ιστορία με το μισοάδειο και το μισογεμάτο ποτήρι: Η V7 το κάνει να φαίνεται μισογεμάτο!

 

Μία εβδομάδα μετά...

Για να μετρήσω την οδηγική ευχαρίστηση μιας μοτοσυκλέτας, έχω εφεύρει ένα αλάνθαστο - μέχρι στιγμής τουλάχιστον - σύστημα. Μετράω τα περιττά χιλιόμετρα. Κάθε χιλιόμετρο που διανύει η μοτοσυκλέτα, το οποίο θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί αν σκοπός ήταν μόνο η μετακίνηση, το μετράω ως περιττό. Να σας δώσω ένα παράδειγμα: Θέλεις να πας από το σπίτι στη δουλειά. Η διαδρομή που ακολουθείς, είναι είτε αυτή με τη μικρότερη απόσταση, είτε αυτή με τον ευκολότερο δρόμο. Σκοπός είναι να φτάσεις στον προορισμό σου το γρηγορότερο δυνατό, χωρίς να σου σπάσουν τα νεύρα. Αυτά είναι αναγκαία χιλιόμετρα. Αν όμως βρεθείς να περιπλανιέσαι σε άλλους δρόμους και άλλες γειτονιές, αν ξυπνάς πιο νωρίς το πρωί για να κάνεις μια βολτίτσα πριν πας στη δουλειά, αλλά παρ’ όλα αυτά φτάνεις εκεί αργοπορημένος γιατί η βολτίτσα έγινε στην πορεία ταξιδάκι, τότε στο βιβλίο συμβάντων, αυτά τα χιλιόμετρα εγγράφονται ως "περιττά".

Το V7 γέμισε πολλές σελίδες με δαύτα. Στο περίπτερο της πλατείας για τσιγάρα να πεταγόμουνα, έκανα στην επιστροφή ολόκληρο τον κύκλο από τον παραλιακό δρόμο. Βασικά, έχω ψιλικατζίδικο κάτω από το σπίτι μου και δεν θα έπρεπε καν να πάρω τη μοτοσυκλέτα για να πάω για τσιγάρα. Όμως με τη V7 εφευρίσκεις αφορμές για να την καβαλήσεις και να κάψεις βενζίνη. Οι οικολόγοι, που θέλουν να μας γυρίσουν στην εποχή του γαϊδάρου, θα πρέπει να είναι εξοργισμένοι τώρα! Μόνο τις δύο πρώτες μέρες είχε γράψει διακόσια περιττά χιλιόμετρα, χωρίς να φύγω από το λεκανοπέδιο της Αττικής.

Ακούω ήδη μερικούς από εσάς που μουρμουράτε μεταξύ σας, ότι μια μοτοσυκλέτα που δεν κάνει σούζες ούτε με τη βοήθεια γερανού, είναι αδύνατον να προσφέρει οδηγική ευχαρίστηση. Σας καταλαβαίνω απόλυτα. Όταν επί χρόνια στα περιοδικά του ειδικού Τύπου έχει σχεδόν ταυτιστεί η οδηγική απόλαυση μόνο με τις σούζες, τα burn out, τα παντιλίκια και τις "διαστημικές" επιδόσεις, είναι φυσικό αποτέλεσμα να έχει περάσει αυτή η νοοτροπία και στους μοτοσυκλετιστές.

Προσωπικά, έχω οδηγήσει αρκετές μοτοσυκλέτες που κάνουν απίστευτα "ινδιανιλίκια" στον δρόμο, αλλά δεν μου έχουν προσφέρει καμιά απολύτως οδηγική ευχαρίστηση. Και από τη στιγμή που είμαστε υποκείμενα και όχι αντικείμενα, τα υποκειμενικά κριτήρια έχουν την ίδια βαρύτητα. Κοιτάξτε γύρω σας. Πόσοι αγοράζουν τη μοτοσυκλέτα που καλύπτει τις ανάγκες μετακίνησής τους και πόσοι τη μοτοσυκλέτα που γουστάρουν; Οι δεύτεροι είναι πολλοί περισσότεροι -και αυτό εξηγεί γιατί δεν κυκλοφορούμε όλοι με ένα μονοκύλινδρο τετράχρονο on-off 250 κυβικών.

 

Πεζή πραγματικότητα

Είμαι τόσο ενθουσιασμένος με τη V7, γιατί χλευάζει τις δυσκολίες της ζωής. Όχι μόνο ζυγίζει λιγότερο από 200 κιλά γεμάτη (όσο δηλαδή ένα υπερσύγχρονο αλουμινένιο Hornet 600), όχι μόνο είναι το ίδιο ευέλικτη, όχι μόνο έχει πλούσιους χώρους για δύο άτομα, όχι μόνο καίει ελάχιστη βενζίνη, αλλά τα κάνει όλα αυτά με μία σατιρική διάθεση.

Εμπαίζει τα σκούτερ μέσα στην πυκνή κυκλοφορία της πόλης, χάρη στο μικρό της πλάτος και το ψηλό τιμόνι που περνά πάνω από τους καθρέφτες. Βγάζει τη γλώσσα στα παπιά με τα μόλις 4,5 λίτρα βενζίνης που καταναλώνει για κάθε εκατό χιλιόμετρα. Κακαρίζει από τα γέλια όταν βλέπει τα μεγάλα on-off να ξύνουν την κοιλιά τους στο πεζοδρόμιο που αυτή κατέβηκε άνετα, χάρη στα 18 εκατοστά απόστασης από το έδαφος. Σταματάει δίπλα στους ιδιοκτήτες κλασικών μοτοσυκλετών και χαχανίζει, την ώρα που αυτοί προσπαθούν να βρουν τον σωστό συνδυασμό αβάνς, άνω νεκρού σημείου και... υπερχείλισης των Amal, για να τα βάλουν μπροστά και να πάνε από το ένα συνεργείο στο άλλο.

Όσο για τους ιδιοκτήτες supersport, που ανακαλύπτουν σε κάθε φανάρι ότι έπρεπε να "συμπλεκτάρουν" το τετρακύλινδρο καμάρι τους μέχρι τις 8.000 στροφές για να την περάσουν, η καζούρα συνεχίζεται και στις στροφές. Το αστείο της υπόθεσης είναι, ότι το V7 στρίβει θαυμάσια χρησιμοποιώντας τεχνολογία με ρίζες στη δεκαετία του '70. Το πλαίσιο όπως και ο κινητήρας προέρχονται από το Nevada 750, μια φτηνή μοτοσυκλέτα cruiser της Moto Guzzi. Κι όμως, η V7 στρίβει καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη Moto Guzzi έχω οδηγήσει. Αυτό σημαίνει ότι στρίβει γρήγορα και με ασφάλεια.

Βέβαια, σπορ δεν είναι σε καμιά περίπτωση και η στενή μηχανολογική συγγένεια με την Nevada 750, της έχει κληρονομήσει μερικά κουσούρια. Ένα από αυτά είναι η μεγάλη γωνία κάστερ των 27,5 μοιρών. Εδώ υπάρχει ένας μύθος, που λέει ότι όσο μεγαλύτερη είναι η γωνία κάστερ, τόσο πιο σταθερή είναι μια μοτοσυκλέτα. Στην πραγματικότητα, η γωνία κάστερ από μόνη της δεν έχει καμία σχέση με τη σταθερότητα. Το μόνο που κάνει, είναι να φορτίζει υπερβολικά την άρθρωση του λαιμού, με αποτέλεσμα το τιμόνι να γίνεται πολύ βαρύ στο κέντρο. Κουνήστε το τιμόνι από άκρη σε άκρη και θα δείτε ότι στο κέντρο η μοτοσυκλέτα σας σηκώνεται. Όσο μεγαλύτερη είναι η γωνία κάστερ και όσο βαρύτερη είναι η μοτοσυκλέτα, τόσο μεγαλύτερη δύναμη απαιτείται για να κουνήσεις το τιμόνι από την άκρη στο κέντρο.

Για τον ίδιο λόγο, το τιμόνι έχει την τάση να γυρίζει μόνο του προς τα μέσα μόλις το στρίψεις ελαφρά. Πριν από... δύο εκατομμύρια χρόνια, που οι μοτοσυκλέτες είχαν αναρτήσεις από τραμπολίνα και πλαίσια από μαστίχα Χίου (υπάρχουν ιστορικές μαρτυρίες που αναφέρουν ότι με ένα ιαπωνικό τετρακύλινδρο του 1970, μπορούσες να τρακάρεις πίσω από φορτηγό και το πλαίσιο θα ερχόταν στο αρχικό του σχήμα... μόνο του!), το φαινόμενο αυτό που "βάραινε" την αίσθηση του τιμονιού, ήταν καλοδεχούμενο για την ψυχική ηρεμία του αναβάτη, όταν τολμούσε να ξεπεράσει τα 100 χιλιόμετρα την ώρα. Σήμερα, που τα πλαίσια διατηρούν σταθερή την απόσταση των τροχών όταν οδηγείς τη μοτοσυκλέτα και οι αναρτήσεις, τους κρατάνε στο έδαφος, η σταθερότητα μιας μοτοσυκλέτας εξαρτάται από πολύ πιο περίπλοκα πράγματα, όπως το γυροσκοπικό φαινόμενο, τη θέση του στροφάλου στο πλαίσιο, μέχρι και τη στάση του σώματος του αναβάτη.

Γιατί σας τα λέω όλα αυτά; Μα γιατί η V7 χρειάζεται ένα ή δυο μέτρα για να ισορροπήσει, όταν ξεκινά αργά από το φανάρι (όπως όλα τα cruiser με τόσο μεγάλη κάστερ) και στις στροφές έχεις μόνο μία γραμμή -δηλαδή αυτή που διάλεξες στην είσοδο. Μπαίνει με φόρα και διαγράφει την καμπή ακλόνητη, σαν να πρόκειται για μια γεροδεμένη αγωνιστική κατασκευή, πάνω στο τέλειο οδόστρωμα μιας πίστας. Όμως είναι τόσο έντονο το πείσμα της να μείνει σταθερή στη γραμμή της, που αν ξαφνικά ανακαλύψεις ότι η επιλογή του σημείου εισόδου που έκανες δεν ήταν τόσο έξυπνη, το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να φρενάρεις απαλά και να επαναπροσδιορίσεις με προσοχή τη νέα πορεία. Απότομα πλαγιάσματα και βίαιες αλλαγές πορείας στη μέση της στροφής, είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσουν σε απώλεια πρόσφυσης του εμπρός τροχού.

Η μεγάλη κάστερ προκαλεί και κάτι ακόμα: Όταν ο εμπρός τροχός βρει ένα εξόγκωμα στον δρόμο με τη μοτοσυκλέτα πλαγιασμένη, τότε πάλλεται αρχικά το τιμόνι και μετά η μοτοσυκλέτα. Βρίσκει αμέσως την ηρεμία της, γιατί το πλαίσιο είναι γρανίτης και οι αναρτήσεις σφιχτές, αλλά στις σύγχρονες σπορ μοτοσυκλέτες με τις μικρές κάστερ, η αντίδραση είναι μονοκόμματη και η χρονική διάρκεια του φαινομένου ελάχιστη. Από την άλλη, ένας έμπειρος αναβάτης με όρεξη να οδηγήσει γρήγορα, θα βρει αμέσως τα κόλπα της. Ο άπειρος αποκλείεται να δυσκολευτεί, διότι πρέπει να τη ζορίσεις πολύ για να εκδηλώσει τις αντιρρήσεις της -ένα σημείο που θα αργήσει πολύ να φτάσει ή να ξεπεράσει ένας άπειρος αναβάτης.

 

Το μεροκάματο

Εκμεταλλεύομαι την υπομονή σας και συνεχίζω λίγο ακόμα με ταπεινά θέματα, όπως οι αναρτήσεις και τα φρένα. Τα φρένα είναι μια χαρά. Η ελαφριά μοτοσυκλέτα επιβραδύνει με ένα δάχτυλο στη μανέτα, φρενάρει με δύο και σταματάει με τρία. Η αίσθηση είναι πολύ καλή από την τετραέμβολη δαγκάνα του 320 χιλιοστών δίσκου, με το μεταλλικό σωληνάκι υψηλής πίεσης -όμως η τρόμπα κρίνεται απλώς επαρκής. Αν θέλετε περισσότερη δύναμη (προσωπικά το βρίσκω άσκοπο) τότε μόνο η αντικατάσταση της τρόμπας θα φέρει αποτέλεσμα. Οι αναρτήσεις από τη μεριά τους ήταν ένα από τα δύο σημεία για τα οποία θα έβαζα χέρι πάνω στην V7 -το άλλο, είναι η σέλα.

Το πιρούνι της Marzzochi ίσως να ήταν τέλειο για μια σπορ μοτοσυκλέτα, αλλά πάνω στη V7 θα το ήθελα πιο ενδοτικό. Για την ακρίβεια, θα ήθελα να έχει ρυθμίσεις. Το ίδιο ακριβώς θα ήθελα και για τα αμορτισέρ της Sachs. Έχουν ποιοτική λειτουργία δεδομένης της απουσίας μοχλικού, όμως οι ισχυρές αποσβέσεις τους αποκτούν νόημα, μόνο όταν προφορτίσεις τα ελατήρια και βάλεις δεύτερο άτομο πίσω. Ο Μάλαμας που είναι μεγάλος -όχι μόνο στην ηλικία αλλά και στη σωματοδομή, τα βρήκε μια χαρά. Τα δικά μου 75 κιλά, αποδείχτηκαν λίγα. Για τα €8.200 που ζητάει η Moto Guzzi για τη V7, θα ήθελα να έχω πλήρως ρυθμιζόμενες αναρτήσεις.

Εξίσου σκληρή είναι η σέλα. Αρχικά, νόμιζα ότι θα ήταν αδύνατον να κάτσω πάνω της για αρκετή ώρα, μα στην πράξη δεν είναι τόσο άσχημα τα πράγματα. Μπορείς να κάψεις ένα ολόκληρο ρεζερβουάρ, χωρίς να νιώσεις την ανάγκη να σταματήσεις για ξεκούραση. Αυτό, μας φέρνει κατευθείαν σε ένα ακόμα πλεονέκτημα της V7, τη μεγάλη αυτονομία. Σιχαίνομαι να πηγαίνω κάθε δύο μέρες στο βενζινάδικο και με εκνευρίζουν αφάνταστα οι μοτοσυκλέτες, που όταν ξεκινάς μαζί τους ένα ταξίδι σε άγνωστες διαδρομές, έχεις διαρκώς το άγχος να μη "μείνεις" από βενζίνη. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να ανάψει το λαμπάκι της ρεζέρβας, πριν διανύσεις 180 χιλιόμετρα. Συνήθως ανάβει μετά τα 210 χιλιόμετρα οδηγώντας όπως γουστάρεις, και αγγίζει τα 300 με λίγη εγκράτεια.

 

Θέλεις, αλλά δεν το ξέρεις

Οι γνήσιες κλασικές μοτοσυκλέτες, θέλουν έντονη συναισθηματικό δέσιμο για να μπορέσεις να ζήσεις μαζί τους. Σχεδόν βασανίζεις ψυχικά, σωματικά και οικονομικά τον εαυτό σου, μόνο για λίγες στιγμές χαράς στη βόλτα της Κυριακής. Υπάρχουν λεβιέ στις μπουκαπόρτες των αρματαγωγών που θέλουν λιγότερη δύναμη από τον συμπλέκτη μιας παλιάς 900SS και είναι φτηνότερο να επισκευάσεις έναν κατασκοπευτικό δορυφόρο της NASA, παρά να συντηρείς ένα Zundapp.

Από την άλλη, οι σύγχρονες ρετρό μοτοσυκλέτες, όπως η Triumph Bonneville, η Ducati SportClassic και η Kawasaki W 650, περιορίζονται στην κλασική εικόνα -και αυτό το νιώθεις όταν τις οδηγείς. Η V7 από την άλλη, είναι η πιο επιτυχημένη αναβίωση κλασικής μοτοσυκλέτας. Μπορεί να έχει ψεκασμό, μπορεί να έχει τον πιο μαλακό συμπλέκτη και το πιο απαλό κιβώτιο ταχυτήτων σε μοτοσυκλέτα (ναι, είναι βούτυρο!) και μπορεί να είναι απροβλημάτιστη στην καθημερινή χρήση, όμως ταυτόχρονα είναι γεμάτη συναισθηματική φόρτιση και είναι πανέμορφη. Οι επιδόσεις της είναι ουσιαστικά ίδιες με ενός μονοκύλινδρου αερόψυκτου 500, όμως σου προσφέρει τέτοια οδηγική ευχαρίστηση που κάνει τα τέρατα των 200 ίππων να μοιάζουν ανούσια.

 

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ                                 MOTO GUZZI V7 CLASSIC

Αντιπρόσωπος:

Piaggio Hellas

 

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ

Μήκος (mm):

2.185

Ύψος (mm):

1.115

Μεταξόνιο (mm):

1.449

Απόσταση από το έδαφος (mm):

182

Ύψος σέλας (mm):

805

Ίχνος (mm):

109

Γωνία κάστερ (˚):

27,5

Απόσταση σέλας - τιμονιού (mm):

570

Απόσταση σέλας - μαρσπιέ (mm):

500

Απόσταση μαρσπιέ - τιμονιού (mm):

790

Απόσταση πίσω σέλας - πίσω μαρσπιέ (mm):

420

 

ΜΕΤΡΗΣΗ ΒΑΡΟΥΣ

 

199,5kg (χωρίς καύσιμο: 186,7kg)

Πίσω

49%

Εμπρός

51%

Σφάλμα στοιχείων κατασκευαστή:

+0,75%

 

ΠΛΑΙΣΙΟ

Τύπος:

Ατσάλινο, διαιρούμενο, περιμετρικό

Πλάτος (mm):

800

Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):

182/198

 

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Τύπος:

Διαμήκης V2, 90°, αερόψυκτος με 2B/K

Διάμετρος επί διαδρομή (mm):

80x74

Χωρητικότητα (cc):

744

Σχέση συμπίεσης:

9,6:1

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

48 / 6.800

Ροπή (kg.m/rpm):

5,4 / 3.600

Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):

64,5

Τροφοδοσία:

Ψεκασμός

Σύστημα εξαγωγής:

2 σε 2

Σύστημα λίπανσης:

Υγρό κάρτερ

Σύστημα εκκίνησης:

Μίζα

 

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Συμπλέκτης:

Ξηρός, μονόδισκος

Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:

Γρανάζια / 1,312

Τελική μετάδοση / σχέση:

Άξονας / 4,825

 

Σχέσεις / km/h ανά 1.000 rpm

1η

2,363/8

2α

1,642/12

3η

1,277/15

4η

1,055/18

5η

0,900/21

6η

-

 

ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ

Ρύθμιση βαλβίδων (km):

Στα πρώτα 1.500 και κάθε 7.500

Αλλαγή λαδιού (km):

Στα πρώτα 1.500 και κάθε 7.500

Ποσότητα λαδιού με/χωρίς φίλτρο (l):

ΔΑ / ΔΑ

Φίλτρο λαδιού / αλλαγή (km):

Στα πρώτα 1.500 και κάθε 7.500

 

ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ

Km/h

Sec

Μέτρα

0-50

2,18

14,51

0-100

5,93

96,17

0-150

17,24

513,15

0-200

-

-

 

ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ

Μέτρα

Sec

Km/h

0-400

14,48

145,06

0-1.000

28,35

161,94

 

ΕΙΚΟΝΙΚΟ ΠΡΟΣΠΕΡΑΣΜΑ

Km/h

Sec

Μέτρα

80-140

8,39

270,51

 

ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΕΝ ΚΙΝΗΣΕΙ (sec/μέτρα)

Km/h

3η

4η

5η

40-80

4,13/69,94

5,43/89,55

-

80-120

5,68/161,61

7,15/200,76

7,81/220,51

120-160

 

 

17,3/687,92

160-200

-

-

-

 

ΦΡΕΝΑΡΙΣΜΑ

Km/h

Sec

Μέτρα

120-40

3,00

68,81

 

ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ

 

Κενή

Γεμάτη

Θεωρητικά

3,79

4,1

Πραγματικά

4,76

5

 

ΠΙΣΩ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Διπλά αμορτισέρ της Sachs

Διαδρομή (mm):

118

Ρυθμίσεις:

Προφόρτιση ελατηρίου

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

3,50x17''

Ελαστικό:

130/80-17

Πίεση:

-

ΦΡΕΝΟ

Δίσκος 260mm με δαγκάνα ενός εμβόλου και γλίστρα της Brembo

 

ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

Ταχύμετρο / στροφόμετρο με αναλογικές ενδείξεις και ψηφιακές ενδείξεις για ολικό / μερικό χιλιομετρητή / ρεζέρβα / θερμοκρασία περιβάλλοντος

 

ΕΜΠΡΟΣ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Τηλεσκοπικό πιρούνι της Marzzochi

Διαδρομή/Διάμετρος (mm):

40

Ρυθμίσεις:

Καμία

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

2,50x18''

Ελαστικό:

100/90-18

Πίεση:

-

ΦΡΕΝΟ

Μονός δίσκος 320mm με δαγκάνα τεσσάρων εμβόλων της Brembo

 

ΔΥΝΑΜΟΜΕΤΡΗΣΗ

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

39,2 / 6.200

Ροπή (kg.m/rpm):

5,1 / 2.700

 

 

Αν είχε χίλια κυβικά θα έβγαζε το πολύ 64,5 ίππους. Φανταστείτε τώρα που είναι 744 κυβικά, πόσους βγάζει. Σωστά, μόλις 39,2 ίπποι φτάνουν στον πίσω τροχό.

Λόγω κυβικών όμως, η ροπή αγγίζει τα 5,1 χιλιογραμμόμετρα στις 2.700 στροφές, πράγμα που σημαίνει ότι όταν ανοίγεις το γκάζι, η απόκριση είναι άμεση από πολύ χαμηλά. Ας είμαστε όμως ειλικρινείς μεταξύ μας, δεν αγοράζεις αυτή τη μοτοσυκλέτα για να κάνεις κόντρες στα φανάρια. Στην πραγματική ζωή, είναι σβέλτη στην πόλη και ταξιδεύει υπέροχα με 110 στο κοντέρ.

 

 

 

ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΑΝΑ ΣΧΕΣΗ

Κόφτης:

7.800

Μέγιστη ισχύς:

6.200

 

 

1η

63

2α

90

3η

116

4η

141

5η

165

6η

-

 

 

ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ

Μέση

5,6

Ελάχιστη

4,5

Μέγιστη

7

Αυτονομία (km):

303,5

Αυτονομία ρεζέρβας (km):

44,6

Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):

17/2,5