Μόλις επιστρέψαμε πίσω στην αντιπροσωπεία το καινούριο Z 400 μετά από την επταήμερη συμβίωση μαζί του. Φυσικά το μετρήσαμε και το δυναμομετρήσαμε και στο τεστ που θα δημοσιεύσουμε στο προσεχές τεύχος του ΜΟΤΟ θα αναλύσουμε λεπτομερώς κάθε πτυχή των δυνατοτήτων του.
Μέχρι τότε όμως μπορούμε να πούμε δύο λόγια για την συνολική εικόνα που αποκομίσαμε και κυρίως για την θέση που έχει πλέον αυτή η μοτοσυκλέτα μέσα στην νέα ελληνική πραγματικότητα. Το Z 400 είναι κάτι παραπάνω από μια γυμνή έκδοση του supersport Ninja 400, το οποίο θυμίζουμε πως κέρδισε στον πρώτο αγώνα που συμμετείχε στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα Ταχύτητας πέρσι, στα χέρια του νεαρού Παπανικολάου.
Το Z 400 έχει πλέον αναλάβει το ρόλο που είχε το Z 750 τις “παλιές, καλές εποχές”. Όπως εκείνη η μοτοσυκλέτα της Kawasaki, έτσι και το νέο Z 400 απευθύνεται σε νέους αναβάτες που θέλουν να αποκτήσουν την πρώτη τους “μεγάλη” μοτοσυκλέτα. Αναλογικά κοστίζει τα ίδια λεφτά, αν λάβουμε υπόψη μας τις μειώσεις των μισθών μετά την οικονομική κρίση.
Οπότε το ερώτημα είναι αν μπορεί με τους μισούς κυλίνδρους και τα σχεδόν μισά κυβικά να προσφέρει στον αναβάτη του ό,τι προσέφερε το Z 750. Η απάντηση είναι ένα απόλυτο ΝΑΙ. Στο κοντέρ ξεπερνά εύκολα τα 170 km/h που για την κατηγορία των γυμνών μοτοσυκλετών είναι συνήθως η μέγιστη ταχύτητα ταξιδιού που μπορεί να αντέξει ο σβέρκος σου. Το μέγεθός του είναι σαφώς πιο ογκώδες από εκείνο των 250-300 κυβικών και κάνει αισθητή την παρουσία του όταν το παρκάρεις μπροστά στην καφετέρια. Σίγουρα ο ήχος του δικύλινδρου κινητήρα δεν έχει την γοητεία του τετρακύλινδρου, αλλά έχουμε ακούσει αυτόν τον δικύλινδρο κινητήρα με ελεύθερη εξάτμιση και αποκτά μια ιδιαίτερα άγρια χροιά μετά τις 6000 στροφές. Οι “φουσκωμένες” εξωτερικές διαστάσεις προσφέρουν και περισσότερους χώρους για δύο άτομα. Προφανώς το Z 400 δεν είναι υπόδειγμα άνεσης για δύο άτομα λόγω της δίπατης σέλας, όμως για βόλτες μέσα στην πόλη και εντός νομού, δεν είναι ανυπόφορο για δύο άτομα. Άλλωστε το ίδιο ακριβώς επίπεδο άνεσης είχε και το Z 750, κάτι που καθόριζε συνολικά και το πεδίο δράσης και χρήσης του.
Μακάρι να πέσει η ανεργία στους νέους και οι τράπεζες να αρχίσουν να δίνουν πιο εύκολα δάνεια ώστε να αγοράζουμε Ζ 900, όμως όσο η κατάσταση παραμένει ως έχει, το Z 400 μπορεί να παίξει το ρόλο που είχε πριν μερικά χρόνια του Ζ 750.
Το επόμενο βήμα της ιταλικής εταιρείας ξεκινά από τη μικρή κατηγορία
Από τον
Γιάννη Τσινάβο
1/12/2023
Η ιστορία της SWM -Speedy Working Motors- η αλλιώς "Ζβουμ" -μάλλον έτσι θα την έχετε ακούσει στην χώρα μας- ξεκινά το 1971 στο Μιλάνο από τους Piero Sironi και Fausto Vergani. Αρχικά η ιταλική εταιρεία παρήγαγε εντουράκια τα οποία χρησιμοποιούσαν γερμανικούς κινητήρες Sachs ενώ η συνέχεια έγινε με μοντέλα trial τα οποία εφοδιαζόταν με δίχρονους κινητήρες της Rotax.
Το 1984 τα πράγματα δεν πήγαιναν και πολύ καλά για την SWM με αποτέλεσμα η εταιρεία να πει το στερνό αντίο σε ότι αφορά την παραγωγή μοτοσυκλετών. Αρκετά χρόνια αργότερα, -τριάντα για την ακρίβεια- ο μηχανολόγος Ampelio Macchi, που είχε δουλέψει στην Cagiva, την Morini, τη Husqvarna και την Αprilia, αποφάσισε πως το κλείσιμο του εργοστασίου της Husqvarna στο Varese της Ιταλίας το οποίο είχε ανακαινίσει η BMW -κατείχε εκείνη την εποχή την Husqvarna πριν την πουλήσει στην KTM- θα ήταν μια καλή ευκαιρία για τη δημιουργία μιας νέας εταιρείας. Ο Ιταλός δεν θέλησε να βρει ευρωπαϊκά κεφάλαια καθώς πίστευε πως στην Κίνα οι ευκαιρίες υλοποίησης της ιδέας του ήταν μεγαλύτερες και για τον λόγο αυτό κατευθύνθηκε προς την κινέζικη εταιρεία Shineray.
Το ραντεβού του Ampelio Macchi με τον πρόεδρο της Shineray, Daxing Gong πήγε ανέλπιστα καλά καθώς οι δύο τους βρήκαν κοινή συνιστώσα το πάθος για τις εκτός δρόμου μοτοσυκλέτες και κάπως έτσι η Shineray απέκτησε την SWM καθώς και το “παλιό” εργοστάσιο της Husqvarna στο Varese. Η προίκα περιελάμβανε επιπρόσθετα την γκάμα enduro, motocross καθώς και κάποιες on-off μοτοσυκλέτες που διέθετε η εταιρεία και δεν ενδιέφερε την KTM να αξιοποιήσει όταν αγόρασε τη Husqvarna. Θα περίμενε κανείς από την SWM να παράγει από εκεί και έπειτα τις μοτοσυκλέτες της στην Κίνα -για να κρατηθεί το κόστος παραγωγής χαμηλά- ωστόσο αυτό δε συνέβη ποτέ με την ιταλική εταιρεία να “βάζει μπροστά τις μηχανές” του εργοστασίου στο Varese. Κάπως έτσι εμφανίστηκαν στην αγορά τα SWM Gran Milano, SWM Gran Turismo 440, SWM RS 300 R, SWM RS 500 R, SWM SM 450 R, SWM Silver Vase 440 και SWM Superdual 650. Απώτερος σκοπός της SWM ήταν να καταφέρει να σταθεί στα πόδια της εμπορικά -αν και τα κεφάλαια από την Shineray παρείχαν μία έξτρα σταθερότητα- και στη συνέχεια να δημιουργήσει νέα μοντέλα μοτοσυκλετών τα οποία θα έχουν ποιότητα και ιταλική φινέτσα.
Και κάπως έτσι φτάνουμε στη νέα γυμνή μοτοσυκλέτα της SWM την οποία έχουμε στα χέρια μας. Το Varez 125 το οποίο χρησιμοποιεί τον μονοκύλινδρο, τετραβάλβιδο με δύο εκκεντροφόρους κινητήρα χωρητικότητας 125 κ. εκ. απόδοσης 15 ίππων -έχει πάρει το όνομα του από την τοποθεσία του εργοστασίου της ιταλικής εταιρείας- αποτελεί μία πρόταση η οποία στοχεύει κυρίως στους νέους μοτοσυκλετιστές οι οποίοι κάνουν τα πρώτα τους βήματα στον δίτροχο κόσμο.
Αντικρίζοντας για πρώτη φορά το άσπρο-κόκκινο γυμνό μοτοσυκλετάκι της SWM, θα δεις μια γνώριμη εικόνα να εμφανίζεται μπροστά σου και εξηγούμαστε, το Varez 125 έχει σχεδιαστικά στοιχεία από δύο ιταλικά μοντέλα τα οποία έχουν γράψουν τη δική τους ιστορία στον χώρο της μοτοσυκλέτας, το ένα είναι το Ducati Monster και το άλλο το Aprilia Tuono. Ναι δεν διαβάζετε λάθος το Varez 125 είναι λες και έχει ενσωματώσει αυτά τα δύο μοντέλα σε ένα και η αλήθεια είναι ότι μας αρέσει η εμφάνιση της μικρής μοτοσυκλέτας των 125 κυβικών εκατοστών. Όπου και να το κοιτάξεις αυτό σου βγάζει μια ιταλική φινέτσα και βλέπεις πως υπάρχει προσοχή στη λεπτομέρεια. Ο στρογγυλός προβολέας σε συνδυασμό με το πλαίσιο χωροδικτύωμα κόκκινου χρώματος, τα καλαίσθητα πλαστικά γκρι χρώματος για το υποπλαίσιο, η πλαστική καρίνα κινητήρα και το ασημένιο αλουμινένιο ψαλίδι τύπου “μπανάνα”, δίνουν μία επιθετική εικόνα στο Varez 125 ενώ τα κόκκινα πλαϊνά πλαστικά που υπάρχουν πέριξ του ρεζερβουάρ χωρητικότητας 13,5 λίτρων προσδίδουν μεγαλύτερο όγκο στην μοτοσυκλέτα. Και για να πούμε την αλήθεια το μέγεθος μετράει καθώς ο νέος μοτοσυκλετιστής θέλει να καβαλά κάτι μεγαλύτερο αν και στην περίπτωση μας μιλάμε για μία μοτοσυκλέτα μόλις 125 κυβικών εκατοστών.
Ανεβαίνοντας στη σέλα του Varez 125 διαπιστώνεις πως τίποτα δεν σε ξενίζει, ενώ πατώντας το μπουτόν της μίζας έρχονται και τα πρώτα ευχάριστα ηχητικά ακούσματα από την εξάτμιση. Αναρτήσεις-πλαίσιο-κινητήρας συνεργάζονται πολύ καλά προσφέροντας στον αναβάτη μία ευχάριστη καθημερινή συμβίωση ενώ στα θετικά να βάλουμε και τα ελαστικά πρώτης τοποθέτησης Michelin Pilot Sport και βοηθούν στο να μείνεις ασφαλείς στο γλιστερό ελληνικό οδόστρωμα. Ο κινητήρας των 125 κυβικών εκατοστών έχει αρκετή δύναμη για να κινήσει με αξιοπρέπεια τα 144 κιλά του Varez 125 ενώ από πλευράς κατανάλωσης η μικρή μοτοσυκλέτα της SWM θα σου χαρίσει ένα έξτρα χαμόγελο καθώς θα κάνεις να δεις τον βενζινά σου για μεγάλο χρονικό διάστημα. Οδηγώντας εντός αστικού περιβάλλοντος θα εντυπωσιαστείς από το πόσο εύκολο είναι το Varez 125 στις αλλαγές πορείας ή στους ελιγμούς ανάμεσα στα σταματημένα αυτοκίνητα, με τους καθρέφτες να έχουν το σωστό ύψος ώστε να γλυτώσεις τις στενές επαφές με αυτούς των αυτοκινήτων. Ο μπάσος ήχος της racing-look εξάτμισης σου φτιάχνει τη διάθεση είτε διανύσεις μικρές ή μεγάλες αποστάσεις ενώ η σωστή κλιμάκωση του κιβωτίου θα σε βοηθήσει να κινηθείς σβέλτα κάτι που είμαστε σίγουροι πως ο αναβάτης του Varez 125 θα βάλει στο οδηγικό ρεπερτόριο του.
Αν μη τι άλλο η SWM θέλει να διαφοροποιηθεί από τον ανταγωνισμό της κατηγορίας των 125 κυβικών προσφέροντας ιταλικό στιλ και συμπεριφορά. Σε ποιο βαθμό έχει καταφέρει να τα πετύχει όλα αυτά θα το διαβάσετε στο τεύχος 650 του ΜΟΤΟ στο οποίο θα υπάρχει η αναλυτική δοκιμή του Varez 125.