Δοκιμή: MV Agusta Turismo Veloce

Έρωτας με την πρώτη γκαζιά
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

8/8/2018

Το Turismo Veloce είναι ένας μικρός πλανήτης, με μια ισχυρή βαρυτική έλξη. Δεν εξηγείται διαφορετικά το γεγονός ότι αρκεί η παρουσία του και μόνο για να αρχίσουν να κινούνται όλα γύρω απ' αυτό, ενώ σε οποιαδήποτε απόσταση κι αν βρεθείς κοιτώντας το, νιώθεις μια ακατανίκητη δύναμη να σε τραβάει κοντά του…

"Το να μην αντιγράψουμε τον ανταγωνισμό ήταν ένα ρίσκο". Από μόνη της αυτή η φράση προκαλεί ένα σοκ, κυρίως για το πόσο αλήθεια κρύβει μέσα της. Όταν ακούστηκαν αυτές οι λέξεις από το στόμα του Adrian Morton, του υπεύθυνου σχεδιασμού της MV Agusta, όλοι οι δημοσιογράφοι που ήμασταν παρόντες στην παρουσίαση του νέου Turismo Veloce 800 σκεφτήκαμε το ίδιο πράγμα: Επιτέλους, κάποιος λέει τα πράγματα με τ' όνομά τους. Η πλειοψηφία των κατασκευαστών που δραστηριοποιούνται στην κατηγορία των τουριστικών παντός δρόμου, αντιγράφουν στοιχεία από τον market leader της BMW, το R1200GS. Άλλοι λιγότερο, άλλοι περισσότερο, αλλά κανείς δεν παραδέχεται πως συμβαίνει. Η MV Agusta από την άλλη, όχι απλώς ομολογεί το αυτονόητο, αλλά παραδέχεται πως ήταν και ρίσκο το να μην το κάνει! Αυτός όμως ο μοναχικός και ξεχωριστός δρόμος είναι που χαρακτηρίζει τις επιλογές της ιταλικής εταιρείας, από τότε που στο τιμόνι της ήταν ο πατέρας του σημερινού CEO του Giovanni Castiglioni, ο αείμνηστος Clαudio Castiglioni.

Στην περίπτωση του Turismo Veloce, μπορεί να τους ήταν δύσκολο να μη ακολουθήσουν την πεπατημένη, αλλά μάλλον τους ήταν πιο δύσκολο να ξεφύγουν από τα δικά τους πρότυπα. "Είναι η πρώτη φορά που δεν αντλήσαμε έμπνευση από τους 75 παγκόσμιους τίτλους μας. Η πρόκληση ήταν να φτιάξουμε την πρώτη συναρπαστική τουριστική μοτοσυκλέτα κι όχι άλλο ένα "όπλο" για την πίστα", μας εξομολογήθηκε ο Giovanni –όπως τον αποκαλούν όλοι οι άνθρωποι της εταιρείας, κι όχι με το επίθετό του- για να κλείσει την ομιλία του λέγοντας πως "νομίζω ότι τα καταφέραμε, αλλά εσείς που θα οδηγήσετε αύριο τις μοτοσυκλέτες μας, θα μου πείτε αν έχω δίκιο ή τόση ώρα σας λέω μαλακίες".

Μαγνήτης

Μέχρι να μα λυθεί η παραπάνω απορία, για ένα πράγμα μπορούσαμε να είμαστε σίγουροι κι αυτό επιβεβαιώθηκε με το που βρεθήκαμε μπροστά στα Turismo Veloce που ήταν παρκαρισμένα στην είσοδο του ξενοδοχείου. Στην MV Agusta ξέρουν να φτιάχνουν όμορφες μοτοσυκλέτες. Όχι, χρειάζεται επαναδιατύπωση… Ξέρουν να φτιάχνουν ΠΟΘΗΤΕΣ μοτοσυκλέτες. Και μόνο που την βλέπεις ξυπνούν όλες οι αισθήσεις κι ας είναι σβηστή και ακίνητη μπροστά σου.

Έχεις την αίσθηση ότι ακούς το τραχύ γρύλισμα του τρικύλινδρου, ότι σφίγγεις με τα γόνατα το ρεζερβουάρ-γλυπτό κι ότι τα μαρσπιέ εγκαταλείπουν γραμμάρια μετάλλου στην επαφή με την άσφαλτο. Έστω και ακίνητο, το Turismo διαθέτει ένα δυναμικό σχήμα που νομίζεις ότι βρίσκεται διαρκώς σε κίνηση. Και δεν φταίει ο ενθουσιασμός της πρώτης συνάντησης. Το ίδιο έπαθα και την επόμενη μέρα, περιμένοντας να ξεκινήσουμε για την βόλτα των 230 χιλιομέτρων στην πέριξ της Κυανής Ακτής, κι αφού είχα ξενυχτήσει μελετώντας το press kit με τις φωτογραφίες για να αποκτήσω μια πιο ψύχραιμη ματιά.

Μπροστά, ο προβολέας και το φαίρινγκ διαφημίζουν με έμφαση τα superbike γονίδια που διαθέτουν με το κλασικό σχήμα της γενιάς των F4 και F3. Η ποιότητα συναρμογής και των ίδιων των πλαστικών, ήταν αναμενόμενο ότι θα βρίσκονταν σε πολύ υψηλά επίπεδα, ενώ κάθε λεπτομέρεια πάνω στο Turismo"φωνάζει" για το executive της κατασκευής. Από τις τρεις παροχές ρεύματος (μία μπροστά από το τιμόνι, μία μπροστά από το δεξί πόδι του αναβάτη πάνω στο πλαίσιο και μια μπροστά από το δεξί πόδι του συνεπιβάτη), μέχρι τη σέλα του συνεπιβάτη με την εξωτερική ραφή που δίνει έναν τόνο πολυτέλειας –λες και τον χρειαζόταν…

Η αλήθεια είναι ότι γενικότερα στον συνεπιβάτη έχει δοθεί ιδιαίτερη προσοχή σε ό,τι αφορά την άνεσή του, τόσο με το σωστό ύψος και πάχος της σέλας, όσο και εργονομικά με την τοποθέτηση των βαλιτσών έτσι ώστε να μην ενοχλούν σε καμία περίπτωση το δεύτερο άτομο. Ακόμη και οι ρυθμίσεις στο φρένο του κινητήρα, σύμφωνα με τον Brian Gillen, υπηρετούν και την άνεση του συνεπιβάτη προκειμένου να μην κοπανάει το κράνος του με του αναβάτη, σε διαδρομές με πολλές στροφές και φρένα.

Αυτό δεν σημαίνει οι ισορροπίες διαταράχθηκαν και ότι τα χαρακτηριστικά της άνεσης λειτούργησαν εις βάρος της σπορ φιλοσοφίας. Κάθε άλλο, το πάντρεμα ανάμεσα στους δύο κόσμους έγινε με προσοχή και μελέτη. Το Turismo Veloce είναι μια μοτοσυκλέτα με πολύ μικρές διαστάσεις, εξαιρετικά μικρό μεταξόνιο (σχεδόν δέκα πόντους πιο κοντό από το Multistrada και 12 από το BMW S1000XR), που σε καμία όμως περίπτωση δεν στριμώχνει του ψηλούς αναβάτες.

Η θέση οδήγησης τοποθετεί σε απόλυτα φυσιολογικές γωνίες τα άκρα, χάρη στην εργονομική σχεδίαση του τριγώνου σέλα-μαρσπιέ-τιμόνι, με τον μπροστινό τροχό να απέχει λίγο από εκεί που κάθεται ο αναβάτης. Η φαρδιά σέλα στενεύει αρκετά στο σημείο που ενώνεται με το ρεζερβουάρ και παρά τα 850 χιλιοστά του ύψους της, τα πόδια πατούν εύκολα και σταθερά στο έδαφος.

Το μόνο αντιφατικό στοιχείο με τις μικρές διαστάσεις του –και δη με το μικρό μεταξόνιο- είναι το σχετικά μικρό κόψιμο του τιμονιού που δεν επιτρέπει να εκμεταλλευθείς αυτές ακριβώς τις μικρές διαστάσεις του Turismo σε επιτόπιους ελιγμούς. Αυτό είναι κάτι που μπορεί να μην αφαιρεί πόντους από την… συναρπαστικότητα που θέλει η MV Agusta να προσδώσει, αλλά για την καθημερινή πρακτικότητα είναι ένα θέμα.

Νιρβάνα

Για πρώτη φορά, μετά από πολύ καιρό, ήμουν σε παρουσίαση ιταλικής μοτοσυκλέτας έτοιμος να οδηγήσω και… δεν έβρεχε! Τα μάγια φαίνεται πως είχαν λυθεί κι αυτό ήταν το πρώτο από τα "συν" πριν καν βάλω μπροστά τον κινητήρα. Το δεύτερο, ήρθε αμέσως μετά, όταν πάτησα τον διακόπτη της μίζας. Ο ήχος που βγαίνει από τα τρία τελικά και από τα μέταλλα που ξυπνάνε μέσα του, "μυρίζει" Ιταλία. Τραχιά χροιά και μπόλικοι μηχανικοί ήχοι από τον στρόφαλο που γυρίζει ανάποδα –κοινός τόπος για όλους τους τρικύλινδρους της MV- δεν θυμίζει σε τίποτε τον σφυριχτό ήχο των Triumph ή το πιο τετρακύλινδρο γουργουρητό των ΜΤ-09. Πριν αρχίσουμε την βόλτα μας από τα περίχωρα της κοσμοπολίτικης Νίκαιας, είχα επιλέξει τον χάρτη Turismo, το traction control στη θέση "3" και το ABS σε λειτουργία. Τα πρώτα χιλιόμετρα είναι ένας συνδυασμός της Πανεπιστημίου και της παραλιακής: απίστευτο μποτιλιάρισμα με θέα στην θάλασσα. Το Turismo, παραδόξως, δεν δυσανασχετεί. Η απόκριση του γκαζιού και οι αντιδράσεις του ψεκασμού είναι αρκετά ήπιες και ο έλεγχος ανάμεσα στα ακινητοποιημένα αυτοκίνητα γίνεται παιχνιδάκι.

Μόνο το μικρό κόψιμο του τιμονιού δυσκολεύει την κατάσταση σε πολύ οριακές συνθήκες, ενώ οι γεμάτες με ροπή χαμηλές στροφές αποτελούν πολύτιμο σύμμαχο. Η θερμοκρασία του κινητήρα παραμένει σε φυσιολογικά επίπεδα, παρά τους 24 βαθμούς θερμοκρασίας και το μποτιλιάρισμα που μας περιβάλλει. Όλοι οι χειρισμοί σε μανέτες και λεβιέδες γίνονται μαλακά κι απροβλημάτιστα, αν και σε αυτές τις συνθήκες δεν μπορούμε να εκμεταλλευτούμε πλήρως το power shifter –που ανήκει στον στάνταρ εξοπλισμό όλων των εκδόσεων- το οποίο δουλεύει και στα κατεβάσματα αλλά μετά τα 30 χιλιόμετρα την ώρα για ευνόητους λόγους.

Ευτυχώς κάποια στιγμή το μαρτύριο τελειώνει κι η διαδρομή αρχίζει να αποκτά ένα ενδιαφέρον. Το υψόμετρο ανεβαίνει, οι στροφές πληθαίνουν και τα αυτοκίνητα αραιώνουν. Μετά τα πρώτα χιλιόμετρα αποφασίζω να αλλάξω "on the fly" τον χάρτη από "Turismo" σε "Sport". Καλή η θεωρητικά πιο γραμμική απόκριση και η ομαλή μεταφορά της δύναμης, αλλά το γκρουπάκι με τους υπόλοιπους δημοσιογράφους αγριεύει κι εγώ δεν θέλω να μείνω έξω από το πάρτι με τα 90 άλογα στο χέρι.

Με την πλήρη ισχύ των 110 ίππων διαθέσιμη, διαπιστώνω ότι η αλλαγή στην απόκριση δεν έχει καμιά χαοτική διαφορά, με την προοδευτικότητα να παραμένει, αλλά ο ρυθμός που ανεβαίνουν οι στροφές γίνεται λίγο πιο σβέλτος και η παραπάνω δύναμη σαφώς πιο αισθητή σε όλο το φάσμα. Προσπαθώ να έχω συνεχώς το νου μου στις ενδείξεις του ψηφιακού στροφομέτρου –πράγμα όχι και εύκολο με την τόση πληροφορία που αναγράφεται στο όργανο- για να αντιληφθώ αν και πότε συμβαίνουν ξεσπάσματα στην απόδοση της δύναμης. Μάταιος κόπος, μιας και οι αλλαγές στον τρικύλινδρο κινητήρα τον έχουν μετατρέψει σε υπόδειγμα γραμμικότητας. Από τις 2.500 στροφές και πάνω, η διαθέσιμη ροπή κάνει τα πάντα απλά. Ανοίγεις γκάζι, κλείνεις γκάζι και ενίοτε φρενάρεις, αν η στροφή είναι πολύ κλειστή. Η κατανομή της δύναμης και της ροπής βοηθούν τα μέγιστα στο να διατηρήσεις ροή στην οδήγηση, ακόμη κι όταν η χάραξη του δρόμου δεν συμβάλλει σ' αυτό. Στο ίδιο μήκος κύματος βρίσκεται και η διαφορετική κλιμάκωση των σχέσεων που διαθέτει η μοτοσυκλέτα σε σχέση με τα υπόλοιπα τρικύλινδρα της εταιρείας.

Έχεις πάντα ικανά ποσά δύναμης που απελευθερώνονται με την περιστροφή του δεξιού καρπού, για να αντισταθμίσεις καμπές που κλείνουν απότομα και δύσκολες εξόδους μετά από φουρκέτες. Τα εξαιρετικά Pirelli Scorpion κατεβάζουν τη δύναμη στο δρόμο με τις ελάχιστες δυνατές απώλειες, ενώ ακόμα και στην σπάνια περίπτωση που έρχονται σε δύσκολη θέση, το traction control επεμβαίνει προοδευτικά με το λαμπάκι στα όργανα να είναι η μοναδική ένδειξη γι' αυτό. Το power shifter "δίνει ρέστα", τόσο στα ανεβάσματα όσο και στα κατεβάσματα, με τον μονόδρομο συμπλέκτη να συμπληρώνει ένα σπορ προφίλ, μοναδικό για την κατηγορία. Το εντυπωσιακό είναι ότι ο κινητήρας, με την ίδια ευκολία που παλεύει και αντιμετωπίζει επιτυχώς την αστική μιζέρια της κίνησης, καταφέρνει να ανταποκρίνεται με τις αρετές ενός supersport στις απαιτήσεις της σπορ οδήγησης.

Ισορροπία αισθήσεων

Το Turismo Veloce όμως, είναι πολλά περισσότερα από το τρικύλινδρο "διαμάντι" που είναι υπεύθυνο κυρίως για την "Veloce" πλευρά του χαρακτήρα του. Είναι ένα ολοκληρωμένο πακέτο όπου κάθε κομμάτι του αποτελεί μέρος ενός μεγαλύτερου παζλ και ταιριάζει ακριβώς με τα διπλανά του. Για παράδειγμα, η λειτουργία του ABS δένει αρμονικά με τη προοδευτική δύναμη των φρένων –αν και το πίσω δισκόφρενο απαιτεί μεγαλύτερη διαδρομή από το λεβιέ για να αρχίσει κόβει την φόρα του πίσω τροχού- που με τη σειρά τους εκμεταλλεύονται στο έπακρο την επίσης προοδευτική λειτουργία των αναρτήσεων. Την στιγμή βέβαια που γράφονται αυτές οι γραμμές, έχει ήδη ανακοινωθεί το κλείσιμο του εργοστασίου της Marzocchi λόγω στρατηγικών αποφάσεων της εταιρείας που την έχει στην ιδιοκτησία της, οπότε οι μελλοντικές επιλογές της MV παραμένουν άγνωστες. Προς το παρόν, το πιρούνι με το οποίο είναι εξοπλισμένη η απλή έκδοση του Turismo έχει εξαιρετική λειτουργία, αν και στις στάνταρ ρυθμίσεις ήταν αρκετά σκληρό για τα σαμαράκια του δικτύου στη νότια Γαλλία. Μετά την πρώτη στάση για φωτογράφηση ρυθμίστηκαν οι αποσβέσεις δύο κλικ πιο μαλακές και η αίσθηση άγγιξε το ιδανικό.

Το πλαίσιο διαθέτει το ποσοστό ακαμψίας που πρέπει ώστε να φιλτράρονται οι ταλαντώσεις από τις συνεχώς μεταβαλλόμενες δυνάμεις που ασκούνται σε πραγματικά γρήγορο ρυθμό οδήγησης, με τις αναρτήσεις να ισορροπούν υποδειγματικά μεταξύ συμπεριφοράς και άνεσης. Η εξαιρετικά γρήγορη γεωμετρία σε συνδυασμό με την όρθια θέση οδήγησης και το φαρδύ τιμόνι, είναι ό,τι πρέπει για να κάνετε τα superbike που πιθανώς να συναντήσετε σε ένα ορεινό στροφιλίκι να μοιάζουν με νταλίκες που σέρνουν πίσω τους επικαθήμενο. Πραγματικά σε έκανε να λυπηθείς τους ανθρώπους της εταιρείας που ακολουθούσαν το γκρουπ μας πάνω σε μερικά Brutale και ένα Dragster, που πάλευαν με τα σκυφτά τιμόνια και τον αέρα να τους ταλαιπωρεί χωρίς έλεος το σβέρκο. Από την άλλη, η προστασία από το φαίρινγκ του Turismo Veloce είναι αρκετά καλή, στέλνοντας τον αέρα στην κορυφή του κράνους (με ύψος 1,80), ενώ τα πόδια που φωλιάζουν στον ρεζερβουάρ καλύπτουν μια χαρά, όπως και τα χέρια πίσω από τις χούφτες οι οποίες πέρα από "ντιζαϊνάτες" αποδείχθηκαν και εξαιρετικά λειτουργικές.

Σε μία και μόνη περίπτωση όμως που καταφέραμε να πιάσουμε 180 χιλιόμετρα στο κοντέρ, οι στροβιλισμοί άρχισαν να γίνονται λίγο πιο έντονοι φέρνοντας αυτές τις ενοχλητικές "σφαλιάρες" που κάνουν το κράνος να πηγαίνει πέρα δώθε. Σ' αυτές τις ταχύτητες εμφανίστηκε κι άλλο ένα σημείο που το Turismo χάνει το άριστο, καθώς στις απότομες επιταχύνσεις λόγω γεωμετρίας ελαφραίνει η αίσθηση του μπροστινού. Σε καμία περίπτωση δεν είναι κάτι που θα σε τρομάξει, αλλά γίνεται αντιληπτό λόγω της εξαιρετικής σταθερότητας και της εμπιστοσύνης που εμπνέει το μπροστινό μέχρι εκείνη τη στιγμή.

Αυτό όμως που δεν επιδέχεται καμίας κριτικής είναι η άνεση και η εργονομία της σέλας. Μετά από σχεδόν οκτώ ώρες πάνω της και πάνω από 230 χιλιόμετρα διαδρομής, κατέβηκα από τη μοτοσυκλέτα έχοντας πλήρη συναίσθηση των μαλακών μορίων μου… Αν και οπτικά δείχνει σκληρή και με λίγο αφρώδες, η πραγματικότητα απέχει παρασάγγες. Τρομερά άνετη, με σωστό σχήμα, προσφέρει αυτονομία στον αναβάτη πολλαπλάσια από αυτή που προσφέρει το ρεζερβουάρ και η κατανάλωση των περίπου 6,5 λίτρων για κάθε 100 χιλιόμετρα.

Η αφρόκρεμα

Με μια φράση, το Turismo Veloce είναι το καλύτερο F3 που μπορεί να αγοράσει κανείς. Είναι το πιο ισορροπημένο και πιο ολοκληρωμένο τρικύλινδρο της MV, που σε κάνει να αναρωτιέσαι γιατί θα έπρεπε να προτιμήσεις κάποιο από τα υπόλοιπα της γκάμας. Προσφέρει διασκέδαση και συγκινήσεις, σπορ αίσθηση και άνεση, επιδόσεις και στιλ. Δεν αυτοπεριορίζεται ούτε από τον σχεδιασμό του, ούτε από τα χαρακτηριστικά που του έχουν προσδώσει. Αντιθέτως, έχει ένα τόσο διευρυμένο πεδίο δράσης και τόσο υψηλά στάνταρ στους επιμέρους τομείς, που τελικά δικαιώνει τα λεγόμενα του Castiglioni του νεότερου. Το Turismo Veloce είναι πραγματικά μια συναρπαστική τουριστική μοτοσυκλέτα που δεν εκμεταλλεύεται την αγωνιστικά χτισμένη παράδοση της MV Agusta, αλλά δημιουργεί το δικό της, ξεχωριστό κεφάλαιο στην Ιστορία.

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ MV Agusta Turismo Veloce

Αντιπρόσωπος:

ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΜΟΤΟ

 

 

 

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ

Μήκος (mm):

2.084

Μεταξόνιο (mm):

1.424

Απόσταση από το έδαφος (mm):

140

Ύψος σέλας (mm):

850

Ίχνος (mm):

108

 

ΠΛΑΙΣΙΟ

Τύπος:

Ατσάλινο, σωληνωτό χωροδικτύωμα σε συνδυασμό με χυτά αλουμινένια τμήματα για την έδραση του ψαλιδιού

Πλάτος (mm):

900

Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):

191 / -

Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):

22 / -

 

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Τύπος:

Τετράχρονος, υγρόψυκτος τρικύλινδρος εν σειρά με 4Β/Κ και 2ΕΕΚ

Διάμετρος επί διαδρομή (mm):

79 x 54,3

Χωρητικότητα (cc):

798

Σχέση συμπίεσης:

12,2:1

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

110 / 10.000

Ροπή (kg.m/rpm):

8,5 / 8.000

Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):

137,8

Τροφοδοσία:

Ψεκασμός

Σύστημα εξαγωγής:

3 σε 1 σε 3

Σύστημα λίπανσης:

Υγρό κάρτερ

Σύστημα εκκίνησης:

Μίζα

 

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Συμπλέκτης:

Υγρός πολύδισκος

Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:

Με γρανάζια / 1,895

Τελική μετάδοση / σχέση:

Με αλυσίδα / 2,562

 

Σχέσεις / km/h ανά 1.000 rpm

1η

2,846 / 9

2α

2,187 / 11

3η

1,777 / 14

4η

1,500 / 17

5η

1,318 / 19

6η

1,190 / 21

 

 

ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ

 

Κενή

Γεμάτη

Θεωρητικά

1,7

-

 

ΠΙΣΩ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Ένα αμορτισέρ Sachs με προοδευτικό μοχλικό

Διαδρομή (mm):

165

Ρυθμίσεις:

Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση συμπίεσης και επαναφοράς

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

6,00 x 17''

Ελαστικό:

190/55 ZR 17 M/C (75W)

ΦΡΕΝΟ

Δίσκος 220mm με δαγκάνα δύο εμβόλων της Brembo και ABS

 

ΕΜΠΡΟΣ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Ανεστραμμένο τηλεσκοπικό πιρούνι Marzocchi

Διαδρομή/Διάμετρος (mm):

160 / 43

Ρυθμίσεις:

Προφόρτιση ελατηρίων, απόσβεση συμπίεσης και επαναφοράς

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

3,50 x 17''

Ελαστικό:

120/70 ZR 17 M/C (58W)

ΦΡΕΝΟ

Δύο δίσκοι 320mm με ακτινικές δαγκάνες τεσσάρων εμβόλων της Brembo και ABS

    

 

Δοκιμή SWM Varez 125: Ιταλικό στιλ και επιδόσεις

Το επόμενο βήμα της ιταλικής εταιρείας ξεκινά από τη μικρή κατηγορία
motomag Πρώτη δοκιμή με το SWM Varez 125
Από τον

Γιάννη Τσινάβο

1/12/2023

Η ιστορία της SWM -Speedy Working Motors- η αλλιώς "Ζβουμ" -μάλλον έτσι θα την έχετε ακούσει στην χώρα μας- ξεκινά το 1971 στο Μιλάνο από τους Piero Sironi και Fausto Vergani. Αρχικά η ιταλική εταιρεία παρήγαγε εντουράκια τα οποία χρησιμοποιούσαν γερμανικούς κινητήρες Sachs ενώ η συνέχεια έγινε με μοντέλα trial τα οποία εφοδιαζόταν με δίχρονους κινητήρες της Rotax.

Το 1984 τα πράγματα δεν πήγαιναν και πολύ καλά για την SWM με αποτέλεσμα η εταιρεία να πει το στερνό αντίο σε ότι αφορά την παραγωγή μοτοσυκλετών. Αρκετά χρόνια αργότερα, -τριάντα για την ακρίβεια- ο μηχανολόγος Ampelio Macchi, που είχε δουλέψει στην Cagiva, την Morini, τη Husqvarna και την Αprilia, αποφάσισε πως το κλείσιμο του εργοστασίου της Husqvarna στο Varese της Ιταλίας το οποίο είχε ανακαινίσει η BMW -κατείχε εκείνη την εποχή την Husqvarna πριν την πουλήσει στην KTM- θα ήταν μια καλή ευκαιρία για τη δημιουργία μιας νέας εταιρείας. Ο Ιταλός δεν θέλησε να βρει ευρωπαϊκά κεφάλαια καθώς πίστευε πως στην Κίνα οι ευκαιρίες υλοποίησης της ιδέας του ήταν μεγαλύτερες και για τον λόγο αυτό κατευθύνθηκε προς την κινέζικη εταιρεία Shineray.

Πρώτη δοκιμή με το SWM Varez 125

Το ραντεβού του Ampelio Macchi με τον πρόεδρο της Shineray, Daxing Gong πήγε ανέλπιστα καλά καθώς οι δύο τους βρήκαν κοινή συνιστώσα το πάθος για τις εκτός δρόμου μοτοσυκλέτες και κάπως έτσι η Shineray απέκτησε την SWM καθώς και το “παλιό” εργοστάσιο της Husqvarna στο Varese. Η προίκα περιελάμβανε επιπρόσθετα την γκάμα enduro, motocross καθώς και κάποιες on-off μοτοσυκλέτες που διέθετε η εταιρεία και δεν ενδιέφερε την KTM να αξιοποιήσει όταν αγόρασε τη Husqvarna. Θα περίμενε κανείς από την SWM να παράγει από εκεί και έπειτα τις μοτοσυκλέτες της στην Κίνα -για να κρατηθεί το κόστος παραγωγής χαμηλά- ωστόσο αυτό δε συνέβη ποτέ με την ιταλική εταιρεία να “βάζει μπροστά τις μηχανές” του εργοστασίου στο Varese. Κάπως έτσι εμφανίστηκαν στην αγορά τα SWM Gran Milano, SWM Gran Turismo 440, SWM RS 300 R, SWM RS 500 R, SWM SM 450 R, SWM Silver Vase 440 και SWM Superdual 650. Απώτερος σκοπός της SWM ήταν να καταφέρει να σταθεί στα πόδια της εμπορικά -αν και τα κεφάλαια από την Shineray παρείχαν μία έξτρα σταθερότητα- και στη συνέχεια να δημιουργήσει νέα μοντέλα μοτοσυκλετών τα οποία θα έχουν ποιότητα και ιταλική φινέτσα.

Πρώτη δοκιμή με το SWM Varez 125

Και κάπως έτσι φτάνουμε στη νέα γυμνή μοτοσυκλέτα της SWM την οποία έχουμε στα χέρια μας. Το Varez 125 το οποίο χρησιμοποιεί τον μονοκύλινδρο, τετραβάλβιδο με δύο εκκεντροφόρους κινητήρα χωρητικότητας 125 κ. εκ. απόδοσης 15 ίππων -έχει πάρει το όνομα του από την τοποθεσία του εργοστασίου της ιταλικής εταιρείας- αποτελεί μία πρόταση η οποία στοχεύει κυρίως στους νέους μοτοσυκλετιστές οι οποίοι κάνουν τα πρώτα τους βήματα στον δίτροχο κόσμο.

Αντικρίζοντας για πρώτη φορά το άσπρο-κόκκινο γυμνό μοτοσυκλετάκι της SWM, θα δεις μια γνώριμη εικόνα να εμφανίζεται μπροστά σου και εξηγούμαστε, το Varez 125 έχει σχεδιαστικά στοιχεία από δύο ιταλικά μοντέλα τα οποία έχουν γράψουν τη δική τους ιστορία στον χώρο της μοτοσυκλέτας, το ένα είναι το Ducati Monster και το άλλο το Aprilia Tuono. Ναι δεν διαβάζετε λάθος το Varez 125 είναι λες και έχει ενσωματώσει αυτά τα δύο μοντέλα σε ένα και η αλήθεια είναι ότι μας αρέσει η εμφάνιση της μικρής μοτοσυκλέτας των 125 κυβικών εκατοστών. Όπου και να το κοιτάξεις αυτό σου βγάζει μια ιταλική φινέτσα και βλέπεις πως υπάρχει προσοχή στη λεπτομέρεια. Ο στρογγυλός προβολέας σε συνδυασμό με το πλαίσιο χωροδικτύωμα κόκκινου χρώματος, τα καλαίσθητα πλαστικά γκρι χρώματος για το υποπλαίσιο, η πλαστική καρίνα κινητήρα και το ασημένιο αλουμινένιο ψαλίδι τύπου “μπανάνα”, δίνουν μία επιθετική εικόνα στο Varez 125 ενώ τα κόκκινα πλαϊνά πλαστικά που υπάρχουν πέριξ του ρεζερβουάρ χωρητικότητας 13,5 λίτρων προσδίδουν μεγαλύτερο όγκο στην μοτοσυκλέτα. Και για να πούμε την αλήθεια το μέγεθος μετράει καθώς ο νέος μοτοσυκλετιστής θέλει να καβαλά κάτι μεγαλύτερο αν και στην περίπτωση μας μιλάμε για μία μοτοσυκλέτα μόλις 125 κυβικών εκατοστών.

Πρώτη δοκιμή με το SWM Varez 125

Ανεβαίνοντας στη σέλα του Varez 125 διαπιστώνεις πως τίποτα δεν σε ξενίζει, ενώ πατώντας το μπουτόν της μίζας έρχονται και τα πρώτα ευχάριστα ηχητικά ακούσματα από την εξάτμιση. Αναρτήσεις-πλαίσιο-κινητήρας συνεργάζονται πολύ καλά προσφέροντας στον αναβάτη μία ευχάριστη καθημερινή συμβίωση ενώ στα θετικά να βάλουμε και τα ελαστικά πρώτης τοποθέτησης Michelin Pilot Sport και βοηθούν στο να μείνεις ασφαλείς στο γλιστερό ελληνικό οδόστρωμα. Ο κινητήρας των 125 κυβικών εκατοστών έχει αρκετή δύναμη για να κινήσει με αξιοπρέπεια τα 144 κιλά του Varez 125 ενώ από πλευράς κατανάλωσης η μικρή μοτοσυκλέτα της SWM θα σου χαρίσει ένα έξτρα χαμόγελο καθώς θα κάνεις να δεις τον βενζινά σου για μεγάλο χρονικό διάστημα. Οδηγώντας εντός αστικού περιβάλλοντος θα εντυπωσιαστείς από το πόσο εύκολο είναι το Varez 125 στις αλλαγές πορείας ή στους ελιγμούς ανάμεσα στα σταματημένα αυτοκίνητα, με τους καθρέφτες να έχουν το σωστό ύψος ώστε να γλυτώσεις τις στενές επαφές με αυτούς των αυτοκινήτων. Ο μπάσος ήχος της racing-look εξάτμισης σου φτιάχνει τη διάθεση είτε διανύσεις μικρές ή μεγάλες αποστάσεις ενώ η σωστή κλιμάκωση του κιβωτίου θα σε βοηθήσει να κινηθείς σβέλτα κάτι που είμαστε σίγουροι πως ο αναβάτης του Varez 125 θα βάλει στο οδηγικό ρεπερτόριο του.

Πρώτη δοκιμή με το SWM Varez 125

Αν μη τι άλλο η SWM θέλει να διαφοροποιηθεί από τον ανταγωνισμό της κατηγορίας των 125 κυβικών προσφέροντας ιταλικό στιλ και συμπεριφορά. Σε ποιο βαθμό έχει καταφέρει να τα πετύχει όλα αυτά θα το διαβάσετε στο τεύχος 650 του ΜΟΤΟ στο οποίο θα υπάρχει η αναλυτική δοκιμή του Varez 125.

Πρώτη δοκιμή με το SWM Varez 125
Ετικέτες