Δοκιμή: KAWASAKI H2R 2015

Εκτόξευση μαχητικού
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

16/8/2018

Για να μετρήσουμε τις επιδόσεις της Kawasaki H2R -τον Ιούλιο του '15- σπάσαμε κάθε όριο, ζητώντας την άδεια να χρησιμοποιήσουμε το ιστορικό αεροδρόμιο του Τατοίου ενώ για την δυναμομέτρηση της (που ήταν η δεύτερη που έγινε στον κόσμο…) χρειαστήκαμε δύο δυναμόμετρα, τέσσερεις ολόκληρες ημέρες και δοκιμάσαμε όλα τα είδη βενζίνης που πωλούνται νόμιμα στο εμπόριο.

Στο άρθρο που ακολουθεί και είχε δημοσιευθεί στο τεύχος 548 του 2015, αναλύουμε με κάθε λεπτομέρεια όλα όσα μάθαμε και ζήσαμε πάνω στη σέλα του υπερτροφοδοτούμενου Τέρατος της Kawasaki. Φυσικά αυτή ήταν μόνο η αρχή, αφού λίγους μήνες αργότερα οδηγήσαμε την έκδοση δρόμου (H2) στο μυθικό Nurburgring της Γερμανίας και αναστατώσαμε με την ελεύθερη εξάτμιση του H2R την πίστα των Σερρών, μαζί με τα Yamaha R1M και BMW S1000RR στο συγκριτικό Superbike Dreams, το video του οποίου ξεπέρασε σε χρόνο ρεκόρ τις 230.000 προβολές!   

 

Ας θυμηθούμε λοιπόν την πρώτη μας εμπειρία με το H2R και μία από τις πρώτες ανεξάρτητες δοκιμές και μετρήσεις του στον κόσμο:

Ταχύτητα διαφυγής!

του Θάνου Αμβροσιάδη-Φελούκα

Όταν το H2R επιταχύνει, νομίζεις ότι τα έχει βάλει με την βαρύτητα την ίδια και προσπαθεί να διαφύγει. Ένας πύραυλος κανονικός στην ευθεία, που στο τέλος της φρενάρει και μεταμορφώνεται ξανά σε μοτοσυκλέτα, να την οδηγείς φυσιολογικά και να απορείς, που βρίσκονται τα όρια της φυσικής και της μηχανικής! 

Στα χίλια εκατό μέτρα περίπου έχουμε τοποθετήσει τις κορύνες, ενώ λίγο πιο κάτω στα αριστερά και πιο μέσα βρίσκεται μια μικρή, κόκκινη εξέδρα με φώτα, που βοηθά το μάτι να οριοθετήσει την πίστα του διαδρόμου. Έχουμε υπολογίσει ότι αν περάσω και τις κορύνες και δεν έχω ξεκινήσει να φρενάρω στο ύψος της εξέδρας, τότε στα επόμενα δέκατα έχω περάσει τον διάδρομο, τον περιφερειακό δρόμο της κάτω πύλης, και έχω ανοίξει τρύπα στην εξωτερική περίφραξη φεύγοντας από το Τατόι…

Έχουμε μόλις ολοκληρώσει την φωτογράφηση, αλλά ο Θανάσης, ο φωτογράφος μας, βρίσκεται ακόμα μέσα στον διάδρομο, στο κέντρο της πίστας, και περιμένει να περάσω από δίπλα του για τις ανάγκες του video πριν αρχίσουμε τις πιο γρήγορες διελεύσεις. Άντεξε στις δύο πρώτες, και μετά άφησε την κάμερα στον τρίποδα και έφυγε μακριά. Δεν περνούσα με τέρμα γκάζι, μπας και κρατηθεί στη ζωή το πίσω λάστιχο μέχρι να τοποθετήσουμε και το GPS, όμως το H2R είναι τρεις φορές πιο εντυπωσιακό "απ’ έξω", απ’ ότι όταν το οδηγείς. Κι αν περνά στο ένα μέτρο μακριά σου με το κοντέρ πάνω από τα τριακόσια, τότε ξεφεύγει από την απλή εντύπωση και καταλήγει στον τρόμο. Αν το καλοσκεφτείς, ο φωτογράφος ήταν ο πιο γενναίος απ’ όλους μας. Ευτυχώς που το κάναμε έτσι όμως, γιατί οι δοκιμές αυτές αποτύπωσαν καλύτερα τα σημεία για τα φρένα, καθώς στα 330 του κοντέρ, ίσα που αντιλαμβάνεσαι τις κορύνες και το τέλος του διαδρόμου πλησιάζει με ταχύτητα που ο εγκέφαλός σου δεν έχει συνηθίσει. Ή έχεις αποφασίσει από πριν, ή είναι πολύ αργά για οποιαδήποτε απόφαση!

Δείτε το video από την πρώτη μας δοκιμή στο Τατόι:

 

Διαπιστευμένοι για απογείωση!

Το H2R είναι ήδη το πιο γρήγορο όχημα, ιπτάμενο και μη, που έχει περάσει από αυτό τον ιστορικό διάδρομο, και έχει ακόμα πολύ παραπάνω γκάζι να μας δώσει! Είναι η στιγμή που περίμενα πολλές μέρες, και για να έρθει έγινε ένας μακρύς σχεδιασμός και "σλάλομ" σε αποφάσεις και ανθρώπους, μέχρι να μας δοθεί το τελικό ΟΚ να την οδηγήσουμε. Φέραμε τον κόσμο πάνω-κάτω, και τελικώς τα καταφέραμε με την βοήθεια πολλών, της TEOMOTO καταρχήν, αλλά και της αεροπορίας στο τέλος, που συνέπτυξε την γραφειοκρατία ενός μήνα σε διάστημα λίγων ημερών, ώστε να βρεθούμε στον διάδρομο που λειτουργεί από το 1918, μ’ ένα από τα ελάχιστα H2R που υπάρχουν διαθέσιμα! Τελειώνοντας με την χαρτούρα των συμβολαίων με την μονάδα, τσεκάρουμε και τις λάμπες του αεροδιαδρόμου, συστήνοντας επιτροπή (καθόλου αστεία πράματα) που θα υπογράψει ότι στο τέλος είναι όλα ΟΚ. Μία να σπάσουμε το έχουμε χάσει το μηνιάτικο, ακριβές τις έχουν. Κατεβάζοντας το H2R από το van της Kawasaki, μαζεύεται και κόσμος από την μονάδα, να θαυμάσει την μοτοσυκλέτα που μάλλον θα γίνει το πιο γρήγορο όχημα που πέρασε ποτέ από εκεί. Υπάρχει και κάποιος που ήταν αδειούχος, αλλά επέστρεψε για το θέαμα, οπότε το εγχείρημά μας θα έχει και θεατές. Γεμίζουμε το ρεζερβουάρ και βγάζουμε τις ζυγαριές του περιοδικού, στο πιο παράδοξο σημείο που έχουμε ζυγίσει ποτέ μοτοσυκλέτα. Πίσω από τα φώτα διαδρόμου! Η διατροφή πλούσια σε carbon που έχει ακολουθήσει το H2R έχει βοηθήσει πολύ το συνολικό βάρος, που γεμάτο ανέρχεται στα 213 κιλά. Είναι ένα πολύ καλό νούμερο.   

Όλες αυτές τις μέρες έχω δει πώς συμπεριφέρεται στο δυναμόμετρο (στην περιπέτεια που διαβάζετε πιο κάτω) και πόσο εύκολο είναι να το μανουβράρεις και να το οδηγήσεις με χαμηλές ταχύτητες. Σαν μια κανονική μοτοσυκλέτα, σαν να έχει εκατόν πενήντα άλογα λιγότερα, και ατμοσφαιρικά μάλιστα. Έχω δει στο κλείσιμο του γκαζιού από τις υψηλές στροφές το ρεζερβουάρ να τραντάζεται, και στις χαμηλές να γίνεται αισθητή η περιστροφή του κομπρέσορα από τους κραδασμούς, ενώ περιμένοντας να τελειώσει η φωτογράφιση, το ακούω να ξεφυσά στο κλείσιμο του γκαζιού και να ουρλιάζει στο άνοιγμα. Οπότε μόλις βρέθηκα στη σέλα του, περίμενα να ανοίξω το γκάζι και να ζήσω μια τρέλα, μια παράνοια φτιαγμένη για τους "ευθειάκηδες", κι ας έχουμε πει ένα εκατομμύριο φορές ότι αυτή η μοτοσυκλέτα δεν είναι dragster, αλλά σχεδιασμένη για να την χαίρεσαι σε πίστα, φυσικά όμως εκτός αγώνων. Τίποτα από όλα τα παραπάνω αυτά δεν εμφανίζονται όταν την οδηγείς! Αυτή η μοτοσυκλέτα μεταμορφώνεται όταν κυλούν οι ρόδες της! Δεμένη σε δυναμόμετρο είναι ένα φυλακισμένο αγρίμι, που λυσσά και ξερνά φλόγες, απειλώντας να σε κατασπαράξει μόλις την αφήσεις ελεύθερη. Στην στατική παρουσίασή της, όταν καλέσαμε τον κόσμο, άνοιξαν μύτες και έσπασαν τύμπανα μόλις ανέβασε στροφές. Ξεκινώντας όμως δεν συμβαίνει τίποτα το τρομακτικό, ακόμα και όταν την γκαζώσεις! Μόλις βέβαια κουμπώσει η τρίτη και αποσύρεται από την ενεργό δράση το launch control, το θηρίο σου δείχνει τι κρύβει μέσα του! Ένα κύμα δύναμης, όχι, ένα τσουνάμι ροπής, σε χτυπά με την μορφή του πίσω τροχού, και εκτοξεύεσαι εμπρός με τα ηλεκτρονικά να συγκρατούν με κόπο τον εμπρός τροχό στο έδαφος. Τετάρτη σε πέμπτη αλλάζεις σχεδόν ταυτόχρονα, η καταιγιστική δύναμη φέρνει αυτές τις δύο πολύ κοντά μεταξύ τους, κι όταν γεμίσεις την πέμπτη έχεις ήδη τριακόσια πραγματικά χιλιόμετρα αλλά οι κορύνες που είναι το πρώτο σημάδι έχουν αρχίσει ήδη να φαίνονται. Καθώς κουμπώνεις την έκτη, νιώθεις το σώμα σου να κολλά στο ρεζερβουάρ, με τον αέρα να σε πιέζει δυνατά προς τα κάτω, έτσι και κάνεις το λάθος να σηκώσεις κεφάλι, θα γίνεις η επόμενη συνέχεια στην ταινία του ακέφαλου καβαλάρη…

Τέζα στο Τατόι!

Μία – δύο δοκιμαστικές εκκινήσεις, και ήδη έχουμε πιάσει την μεγαλύτερη τελική που έχουμε δει στο περιοδικό, αλλά σε πολύ μικρότερη απόσταση. Δεν είναι εύκολο να βρεις το ιδανικό του, και το Τατόι δεν είναι η πιο επίπεδη ευθεία που υπάρχει. Οι ανωμαλίες της πίστας είναι πρακτικά μηδενικές για τα εκπαιδευτικά διπλάνα (ναι υπάρχουν ακόμα), τα Pezetel και τα αεροσκάφη των αερολεσχών, όμως όλα αυτά προσγειώνονται και απογειώνονται με ταχύτητα μικρότερη από εκείνη που έχει το H2R με πρώτη! Στα τριακόσια οι ανωμαλίες αποκτούν άλλη βαρύτητα. Επίσης στην τρίτη ή την τέταρτη εκκίνηση, το launch control μπερδεύτηκε, άφησε τις στροφές να ανέβουν στις 6.000, τις έκοψε όπως έπρεπε να κάνει και πάνω που έπιασα τη μανέτα του συμπλέκτη να αλλάξω σε δευτέρα, πριν ακόμα κόψω το γκάζι, σ’ εκείνο το μικρό-δευτερόλεπτο, τις άφησε να ανέβουν στις 8.000 μπορεί και παραπάνω. Δεν θυμάμαι. Το μόνο που δεν θα ξεχάσω ήταν η αμεσότερη σούζα που έχω κάνει ποτέ! Εκεί που έβλεπα την ευθεία να "διαλύεται" στο βάθος, από την παραμόρφωση της μακρινής εστίασης των ματιών, ξαφνικά ήμουν όρθιος, κάθετα, αντικρίζοντας τον αττικό ουρανό! Ένα χιλιοστό του δευτερολέπτου ακόμα και θα είχα γεμίσει τον διάδρομο με βίδες και κάρβουνα, αξίας 55.000 ευρώ, έκοψα - πάτησα πίσω φρένο – προσευχήθηκα, όλα ταυτόχρονα, και το H2R προσγειώθηκε. Επέστρεψα πίσω στην αρχή της ευθείας και έσβησα, πρώτα για να επιστρέψει η ψυχή μου στο σώμα, και μετά για να τσεκάρω και το πίσω ελαστικό, με την ευκαιρία. Έχει αρχίσει να δείχνει σημάδια κόπωσης, και πρέπει να το βλέπω συνέχεια, γιατί έτσι και χάσει αέρα όταν θα έχω έκτη, την απογείωση δεν την γλιτώνουμε, όπως και τον κρατήρα αμέσως μετά.

TRACK DAY DREAMS: Στις Σέρρες με BMW S1000RR - Yamaha R1M - Kawasaki H2R: Το VIDEO!

 Ήταν όμως το πρώτο και τελευταίο παρατράγουδο. Ξεκινάω τριακόσια – τετρακόσια μέτρα από την φυσική αρχή του διαδρόμου, γιατί εκεί είναι σχεδόν χωματόδρομος, απάτητο σημείο για χρόνια, και στήνομαι στα πρώτα σημάδια που αφήνουν τα ελαστικά των αεροπλάνων όταν προσγειώνονται. Πρώτη, δευτέρα και τρίτη, σαν να έχει τα μισά άλογα, γιατί το launch control δεν αφήνει άλλα περιθώρια, ευτυχώς! Αλλαγή σε τετάρτη και έρχεται η σούζα, έχω πάνω από 250, και δεν προσέχω άλλο τα όργανα. Προσπαθεί ο νους ν’ αντιληφθεί την επιτάχυνση, αλλά δεν υπάρχει μέτρο σύγκρισης και ας έχω μπει πιτσιρικάς σε μαχητικό αεροσκάφος, με το εφηβικό μυαλό που όλα τα φουσκώνει. Πέμπτη σχέση και επιταχύνω πιο γρήγορα από κάθε άλλη φορά, ο εμπρός τροχός πατά γερά και το H2R είναι απόλυτα στιβαρό και ασφαλές! Τι έχουν φτιάξει οι άνθρωποι; Έκτη και περνάω το σημείο των φρένων πριν καταλάβω τι γίνεται. Τα τελευταία μέτρα του διαδρόμου είναι μη εκμεταλλεύσιμα, καθώς έχουν την ίδια ποσότητα πέτρας με την αρχή, κι αρχίζω να νιώθω εγκλωβισμένος εκεί μέσα με το " γιαπωνέζικο μαχητικό "! Θέλουμε έναν πιο μακρύ διάδρομο, ή έστω τον ίδιο αλλά καθαρό από άκρη σε άκρη και πλήρως εκμεταλλεύσιμο. Ωστώσο δεν χωρούν γκρίνιες ζούμε κάτι πέρα από το όνειρο, με την δυνατότερη μοτοσυκλέτα παραγωγής!

Απίστευτα σταθερό – απίστευτα γρήγορο!

Αναστροφή και είναι σαν να πέφτει χαλάζι, καθώς ο πίσω τροχός σηκώνει ότι βρει κάτω, τα πετά ψηλά στον αέρα, και ο καιρός ραντίζει πετραδάκια, που βρίσκουμε αργότερα μέσα στην "εγκιβωτισμένη" σέλα. Σλάλομ στις διαχωριστικές για παιχνίδι και σταματάω δίπλα στους υπόλοιπους, ν’ αφήσουμε το ελαστικό να πάρει λίγο αέρα. Ο Βασίλης μετρά θερμοκρασία με θερμόμετρο υπερύθρων: Ενενήντα βαθμοί Κελσίου και έχει περάσει και λίγη ώρα, μέχρι να βγάλω κράνος. Είναι πολύ μακριά από το όριό του, όμως το πιέζουμε πολύ, και είναι ελαστικό σλικ για να στρίβεις και όχι για ευθείες. Έχει αρχίσει ήδη το πέλμα να παρουσιάζει χαραγματιές, ενώ κι ο χρόνος μας τελειώνει. Από πάνω μας κάνει κύκλους ένα αεροπλάνο της αερολέσχης που έχει ζητήσει να προσγειωθεί, και ο πύργος ελέγχου μας προειδοποιεί ότι μπορεί να το κρατήσει άλλη μισή ώρα μόνο, μετά τελειώνουν τα καύσιμα και πρέπει να παραχωρήσουμε τον διάδρομο ή να προσγειωθεί στο κεφάλι μας. Άλλωστε εμάς περιμένουν κι άλλοι για να απογειωθούν, ωστόσο μισή ώρα είναι υπεραρκετή, καθώς το ελαστικό δεν πρόκειται να αντέξει τόσο πολύ.

Ξανά στην εκκίνηση, πρώτη, δευτέρα – τρίτη, σαν πύραυλος στο Χιούστον που σηκώνεται αργά, αλλά νιώθεις από την εικόνα την τεράστια έκλυση ενέργειας, και ξαφνικά τα πάντα πηγαίνουν πιο γρήγορα. Το H2R εκτοξεύεται εμπρός, ελαφρώς ανηφορικά καθώς ο εμπρός δεν πατά καθόλου, πίεση στη μανέτα που θέλει λίγο παραπάνω δύναμη και αλλαγή σε τετάρτη με τον βαρύ λεβιέ που είναι τοποθετημένος λίγο πιο μέσα και αναγκάζει το πόδι να στρίβει, αλλά δεν υπάρχει χρόνος για τέτοιου είδους ρυθμίσεις. Όλα αυτά στιγμιαία: Επιστροφή στο γκάζι και πλέον το H2R γίνεται Star Trek και εγώ ο κυβερνήτης του που δίνω την εντολή για warp speed! Η κατασκευή της σέλας με κρατά εγκλωβισμένο χωρίς να χρειάζεται να σφίγγομαι. Με την σταθερότητα που έχει το H2R, παρόλο που ο εμπρός τροχός φλερτάρει με τις σούζες, βλέπω τα πάντα να φεύγουν προς τα πίσω πολύ πιο γρήγορα από το συνηθισμένο, αλλά με αίσθηση αντίστοιχη λιγότερων χιλιομέτρων. Η ροπή είναι σαν να έχεις στο κιβώτιο μικρότερη σχέση, δεν συγκρίνεται με τίποτα άλλο. Η επιτάχυνση με τετάρτη είναι πιο άμεση σε απευθείας αντιστοιχία με δευτέρα, σε άλλες μοτοσυκλέτες που προσπαθώ να φέρω στο μυαλό μου, και μόνο το μάτι μπορεί να αντιληφθεί την πραγματική ταχύτητα. Βάζοντας πέμπτη καταλαβαίνεις αμέσως ότι το H2R δεν είναι απλά μια μοτοσυκλέτα επίδειξης και ανάδειξης κύρους για την Kawasaki, βέβαια αυτό τον σκοπό επιτελεί - κακά τα ψέματα, όμως είναι φτιαγμένο για να το οδηγείς, κι ανάθεμά με έχουν κάνει άψογη δουλειά οι άτιμοι οι Γιαπωνέζοι! Αλλαγή σε έκτη, το κοντέρ δείχνει νούμερα εξωπραγματικά σε μια γρήγορη ματιά, και το βλέμμα σηκώνεται και πάλι να δει τα σημάδια, ίσα που έχω περάσει την εξέδρα, το τελικό σύνορο. Φρένα και το θηρίο εκτονώνεται και βρυχάται, όσο κρατάς το γκάζι κλειστό. Καταιγιστική είναι και η επιβράδυνση, από τα 320 πραγματικά στα 260 μέσα σε 150 μέτρα (πάνω σε πετραδάκια και ανωμαλίες του διαδρόμου) αλλά τα φρένα έχουν ήδη επιβαρυνθεί και από εκεί και πέρα ο ρυθμός δεν συνεχίζει το ίδιο παρόλο που ο διάδρομος είναι συγκεκριμένος και τελειώνει. Στο αποτύπωμα του GPS στο χάρτη, φαίνονται ξεκάθαρα οι αναστροφές, εκτός από μία που βγαίνει μακριά, σχεδόν εκατό μέτρα από τις άλλες, βαθιά στο ακάθαρτο τελείωμα. Κίνδυνος δεν υπήρξε, αλλά όταν έχεις συνηθίσει να φρενάρεις σ’ ένα σημείο και το περάσεις, χωρίς να σε υπακούν τα φρένα, η καρδιά σου βαράει συναγερμό και θέλει να ανοίξει τρύπα στο στήθος και να δραπετεύσει… Ορισμένες ακόμα επιταχύνσεις και το H2R έχει διαλύσει το πίσω λάστιχο, ενώ το επόμενο πρωί θα πρέπει να ταξιδέψει, μάλλον για Ισπανία. Τα καύσιμα του αεροπλάνου τελειώνουν και όλα συνηγορούν να έρθει το τέλος της πρώτης αυτής δοκιμής. Κι όμως, εκείνη τη στιγμή ένα πράγμα μας λείπει, μια πινακίδα και μια άδεια! Να ήταν νόμιμο να το βγάλεις στο δρόμο και δεν χρειάζεται τίποτα άλλο, αυτή η μοτοσυκλέτα είναι ικανή να κάνει τα πάντα! Αλλά η επιστροφή γίνεται με Crosstourer και είναι τόσο απότομη η προσγείωση που σχεδόν απογοητεύομαι. Μου πήρε πολλή ώρα να συνηθίσω την επιτάχυνση του V4 με την άφθονη ροπή… Τα πάντα κυλούσαν πολύ πιο αργά, βασανιστικά αργά. Το H2R άλλαξε για πάντα τα δεδομένα μας.

Τέζα στο Τατόι

του Βασίλη Καραχάλιου

Μπροστά μου ο διάδρομος του Τατοΐου. Ξεκινάω, πρώτη, δευτέρα, τρίτη και τίποτα δραματικό δεν έχει συμβεί ακόμα, αν δεν υπολογίσεις βέβαια πως το πράμα αυτό επιταχύνει κολασμένα. Κι εκεί που γεμίζει η τρίτη, και τα χιλιόμετρα είναι πάνω από 200, σουζάρει και κρατάει τον τροχό του ψηλά ως τον κόφτη στα 230 χιλιόμετρα, αλλάζω σε τετάρτη, και δεν μπορεί, μα δεν καταλαβαίνει πως με τετάρτη θα έπρεπε να μειωθεί ο ρυθμός της επιτάχυνσης; Σφεντονίζεται προς τον ορίζοντα, και μόλις περνάει τα 250...  ξανασουζάρει, ευτυχώς τα ηλεκτρονικά κρατάνε μακριά το καπάκι, 270+ πια, ο κόφτης κατεβάζει τον τροχό, πέμπτη και πάνω από 300, έκτη και προλαβαίνω να δω μόνο τα δύο πρώτα ψηφία του κοντέρ, 33..., ο διάδρομος τελειώνει, φρένααα!!! Δεν μπορεί, είναι βλαμένο αυτό το μηχανάκι, βάζεις έκτη και νομίζει πως έχει τρίτη...

Μακριά από το Τατόι, στο Ολυμπιακό χωριό, ένας φίλος, χωρίς να ξέρει τι γίνεται, απορούσε. "Άκουγα ένα θρήνο, ένα ουρλιαχτό, και δεν μπορούσα να καταλάβω ούτε τι είναι, ούτε που είναι". Μέσα στο Τατόι, ο διοικητής με τον υποδιοικητή και άλλα στελέχη (όλοι μοτοσυκλετιστές φυσικά!), βρίσκονται στο συνδετικό διάδρομο, λίγο πριν τα σημάδια για τα φρένα που έχουμε βάλει, αφού πρώτα τους διαβεβαιώσαμε πως δεν θα χρειαστεί να τοποθετήσουν δίχτυα απ’ αυτά που πιάνουν τα αεροπλάνα στο τέλος του διαδρόμου, όπως αστειευόμενοι (;) μας ρώτησαν. Με το αίμα μου πλημμυρισμένο νορεπινεφρίνη, βγαίνω και παραδίδω το H2R στον Φελούκα, για να παρακολουθήσω απ’ έξω πια, τι έκανα τόση ώρα. Φυσάει ένας ελαφρύς νοτιάς, κόντρα, κι όταν ξεκινάει από το πάνω μέρος του διαδρόμου ίσα που τον διακρίνουμε, κι ακούγεται ν’ αλλάζει ταχύτητες πολύ νωρίς, αλλά όσο πλησιάζει τόσο ο ήχος αλλάζει, λες και με κάθε αλλαγή ο κόφτης ανεβαίνει ψηλότερα... Περίεργο.

Μόνο όταν φτάνει στο ύψος μας και περνάει, με πολλά πάνω από 300, καταλαβαίνουμε πόσο γρήγορα πάει, ειδικά όταν μας χτυπάει πια κατάστηθα το ωστικό κύμα από την ελεύθερη εξάτμιση με τα 130 ντεσιμπέλ.

 Τότε είναι που μένεις με το στόμα ανοιχτό και ψελλίζεις κάποιο σχόλιο που αδυνατεί φυσικά να περιγράψει το δράμα που εκτυλίσσεται μπροστά σου. Το ίδιο φαινόμενο, που σε κάνει να νομίζεις πως όσο η μοτοσυκλέτα είναι πολύ μακριά οι πρώτες αλλαγές ταχυτήτων γίνονται σε χαμηλές στροφές, αποτυπώθηκε και στα video που γυρίσαμε, κι έχει εξηγηθεί από τον Christian Doppler το 1842, όταν δεν υπήρχε καν η σκέψη για όχημα που μπορεί να κινηθεί με τέτοιες ταχύτητες. Η μοτοσυκλέτα επιταχύνει τόσο γρήγορα, ξεκινώντας από 1.300 μέτρα μακριά, ώστε η συχνότητα του ήχου αυξάνεται όσο πλησιάζει στους παρατηρητές (ή στην κάμερα), κάνοντάς τους να νομίζουν πως οι πρώτες αλλαγές που έγιναν μακριά έγιναν και χαλαρά, μπουου, μπουου, μπουου... Καλά, εντάξει, καμία σχέση με την πραγματικότητα.

Το Launch Control Mode, το σύστημα υποβοήθησης εκκίνησης, κρατάει τις στροφές έως τις 6.500 για να ξεκινήσεις από στάση, κι από κει και πέρα αφήνει τον κινητήρα να αποδώσει μόνο τόση ροπή όση μπορεί να αντέξει η διαθέσιμη πρόσφυση, χωρίς να έρθεις καπάκι, τι καπάκι, οχτακόσιες κολοτούμπες θα κάνεις χωρίς αυτό. Το σύστημα συνεχίζει να δουλεύει μέχρι να αλλάξεις σε τρίτη ή να ξεπεράσεις τα 150 km/h, γι΄αυτό και μετά αρχίζουν τα πανηγύρια και οι σούζες στα 250...

Αλλά βιαζόμαστε. Μέχρι να φτάσουμε να οδηγούμε την πιο δυνατή μοτοσυκλέτα παραγωγής που έχει βγει ποτέ, προηγήθηκε η πρωτοβουλία της TEOMOTO, αντιπροσωπείας της Kawasaki στην Ελλάδα, να φέρει το H2R αποκλειστικά για να την δυναμομετρήσει το ΜΟΤΟ. Το πως φτάσαμε να την οδηγούμε στο ιστορικό για την ελληνική μοτοσυκλέτα Τατόι, το έχετε ήδη διαβάσει... δείτε τώρα πώς εξελίχθηκε η ιστορία στο δυναμόμετρο: 

 

Ninja H2R στο δυναμόμετρο

Θρίλερ με δράκους

 

Πόσα άλογα βγάζει το Η2R; Mέχρι να έρθει στην Ελλάδα και να το βάλουμε στο δυναμόμετρο, δεν ξέραμε. Το μεγαλύτερο περιοδικό της Αμερικής, το Cycle World, είχε δημοσιεύσει βιντεάκι από δυναμομέτρηση, χωρίς να δημοσιεύσει ούτε διάγραμμα ούτε στροφές ούτε τίποτα, και δήλωνε "297 ΗP στον τροχό". Η ίδια η Kawasaki δηλώνει 310ΗΡ/14.000 σε στάση και 326ΗΡ/14.000 με το Ram Air (όταν η μοτοσυκλέτα κινείται κοντά στην τελική της και το αποτέλεσμα της υπερπλήρωσης λόγω Ram Air είναι μέγιστο). Για το "απλό" Η2 ανακοινώνει 200 και 210 ίππους αντίστοιχα, στις 11.000 στροφές, και η έρευνα που κάναμε ανάμεσα στους Αμερικανούς βελτιωτές που ήδη έχουν περιποιηθεί το Η2 έδωσε αποτελέσματα ανάμεσα στα 198 και 204 ίππους στον τροχό (για τις νορμάλ μοτοσυκλέτες), οπότε το Η2 βγάζει όσα υπόσχεται. Από τις 11.000 της μέγιστης ισχύος του Η2 ως τις 14.000 του Η2R, μεσολαβούν τρεις χιλιάδες πολύ χρήσιμες στροφές, και με την υπερπλήρωση του κομπρέσορα που στις στροφές της μέγιστης ισχύος γυρίζει σχεδόν με 140.000 στροφές, οι προσδοκίες ήταν υψηλές.

Η πρώτη απόπειρα, στο δυναμόμετρο του Άκη Γεωργόπουλου όπου δυναμομετρούμε όλες μας τις μοτοσυκλέτες, αποδείχτηκε άκαρπη για τα υψηλότερα νούμερα που θα θέλαμε. Για αυτό και επιστρατεύσαμε την DNA Filters και την κατάσταση ήρθε να σώσει ο Ντίνος Νικολαΐδης, που ήταν και ο πρώτος που έφερε δυναμόμετρο στην Ελλάδα και όπου δυναμομετρούσαμε για πολλά χρόνια. Φυσικά, για την εξέλιξη των φίλτρων που κατασκευάζει στην Ελλάδα και πουλάει σε όλο τον κόσμο, συνεχίζει να έχει την τελευταία λέξη της τεχνολογίας στα δυναμόμετρα Dynojet. . 

Τον θάλαμο του δυναμόμετρου τον βλέπετε στις φωτογραφίες: Στ’ αριστερά, η παροχή αέρα για την ψύξη της μοτοσυκλέτας, από πάνω της υπολογιστές και οθόνες. Στο πάτωμα, εγκιβωτισμένο, το τύμπανο και η βάση του δυναμόμετρου. Εκεί δένεται η μοτοσυκλέτα (και στην περίπτωση του Η2R, ΠΟΛΥ ΚΑΛΑ) έτσι ώστε και να μην εκτοξευτεί τρυπώντας τοίχους αλλά και να μην σπινάρει το λάστιχο στο τύμπανο, κάτι που φαίνεται βέβαια αμέσως στο διάγραμμα. Δεξιά, οι σωλήνες απαγωγής των καυσαερίων.

Η διαδικασία είναι σχετικά απλή: Η μοτοσυκλέτα ζεσταίνεται, γίνονται μια-δυό δοκιμαστικές για να εξασφαλιστεί πως οι στροφές του κινητήρα καταγράφονται σωστά και πως δεν υπάρχει κάποιο πρόβλημα για την μέτρηση, και μετά ανοίγεται τέρμα το γκάζι (με τετάρτη αρχικά, κι έπειτα με πέμπτη ή και έκτη) από όσο πιο χαμηλές στροφές μπορεί να σηκώσει ο κινητήρας, και μένει εκεί μέχρι τον κόφτη. Το H2R σηκώνει τέρμα γκάζι από εκπληκτικά χαμηλές στροφές, μόλις πάνω από χίλιες! Το τι γίνεται από κει και πέρα όμως, είναι άλλο θέμα, και στην περίπτωσή μας περιγράφεται επακριβώς ως ο κακός χαμός. Μέσα στην καμπίνα, ακόμα και με ειδικά προστατευτικά για τα αφτιά, δέχεσαι μια τρομακτική ηχητική επίθεση, που σε κάνει να μορφάζεις και να πιέζεις ακόμα περισσότερο τα προστατευτικά στα αφτιά σου, καθώς σου φαίνεται απίστευτο να υπάρχει τόση ενέργεια, ακριβώς δίπλα σου. Τότε συνειδητοποιείς πως μέσα στον κινητήρα γίνεται πραγματική κόλαση, οι στροφές ανεβαίνουν, ανεβαίνουν, ανεβαίνουν, με την ελεύθερη εξάτμιση να βγάζει όλο και πιο οξύ ήχο μέχρι το κακάρισμα του κόφτη στις 14.100... Με το κλείσιμο του γκαζιού βγαίνει μια απίστευτη γαλάζια φλόγα από το τελικό, ενώ στις ταινίες έχουμε συνηθίσει οι δράκοι να βγάζουν κιτρινοκόκκινες φλόγες... Δεν υπάρχει εδώ η συνηθισμένη μυρωδιά καυσαερίων που έχουμε συνηθίσει σε άλλες μοτοσυκλέτες. Το "πράμα" είναι φτωχό από μίγμα, κάτι που η καυσανάλυση επιβεβαιώνει.

Πρώτη δυναμομέτρηση και ο σπιράλ σωλήνας απαγωγής καυσαερίων που είχε αντέξει εκατοντάδες άλλες δυναμομετρήσεις, απλά εξαϋλώνεται! Έμεινε μόνο το σύρμα...

 

Αλλαγή σωλήνα και πάμε πάλι. Όποιος στέκεται έξω από τον θάλαμο πρέπει να σπρώχνει τις διπλές πόρτες για να μην ανοίξουν, τέτοια είναι η πίεση εκεί μέσα, το Η2R τις τραντάζει δυνατά, λες και είναι ο δράκος Smaug που την πέφτει στις πύλες του Erebor, του βασιλείου των νάνων...

Το αποτέλεσμα; 255,5 ίπποι στις 11.800 στροφές, και 15,5 kgm ροπής. Είναι ό,τι πιο δυνατό  (παραγωγής) έχουμε ποτέ δυναμομετρήσει! Είναι όμως και μακριά από την ιπποδύναμη που δηλώνει η Kawasaki, σε αρκετά χαμηλότερες στροφές. Από κει και πάνω, κρεμάει, κι ενώ αν επιμείνεις στο γκάζι συνεχίζει να ανεβάζει στροφές μέχρι τον κόφτη στις 14.100, δεν παράγει περισσότερη ισχύ. Η Kawasaki, σε ένα απλό διάγραμμα που έχει δώσει στην δημοσιότητα, δείχνει μια "καμπύλη" απόδοσης που είναι σχεδόν ευθεία ως την μέγιστη ισχύ στις 14.000. To δικό μας H2R κρεμάει μετά τις 12.000. Τι γίνεται εδώ; Γιατί συμβαίνει αυτό; Κάτι δεν πάει καλά ή τόσους ίππους βγάζουν τα H2R στατικά, στο δυναμόμετρο; Όπως φαίνεται, ήμασταν οι πρώτοι στον κόσμο που θα το μαθαίναμε. Αρχίζω τα τηλέφωνα, και με την βοήθεια της ΤΕΟΜΟΤΟ φτάνω στον Daniel Jackson, τεχνικό guru της Kawasaki Europe, με έδρα την Αγγλία. Του περιγράφω τα αποτελέσματα, του λέω πως κρεμάει μετά τις δώδεκα και κάτι και δεν συνεχίζει απτόητο ως τον κόφτη όπως δείχνει το διάγραμμα της ίδιας της Kawasaki, του μεταφέρω την υποψία μου πως αυτή η μοτοσυκλέτα μπορεί και να είναι ρυθμισμένη διαφορετικά αφού μέχρι τώρα έχει πρωταγωνιστήσει σε διάφορες εκθέσεις ανά την Ευρώπη όπου την γκάζωναν στατικά για να συγκλονίζεται το κοινό από τον τρομερό ήχο και τις γαλάζιες φλόγες (και για αυτή τη χρήση δεν είχε καμία σημασία η μέγιστη ισχύς, και μπορεί να την είχαν περιορίσει με άλλη χαρτογράφηση). Πάνω στην κουβέντα, κι αφού μου εξηγεί πως κανείς δεν έχει παρέμβει στην χαρτογράφηση, πετάει την βόμβα: "Φυσικά, χρησιμοποιείτε αγωνιστικό καύσιμο, υποθέτω". Κόκαλο εγώ. "Μα αφού στο manual αναφέρει χρήση βενζίνης τουλάχιστον 95 οκτανίων, κι εμείς βάλαμε μια καλή κατοστάρα". "No, no, you need race fuel for dyno testing..." Άντε τώρα να του εξηγήσεις πως είναι Παρασκευή απόγευμα, βρίσκεσαι σε ένα υπόγειο στην βιομηχανική περιοχή της Ελευσίνας, και πως στην Ελλάδα δεν είναι και τόσο εύκολο να βρεις ένα βαρελάκι αγωνιστικό καύσιμο στα μαγαζιά, ειδικά μάλιστα όταν αυτά έχουν κλείσει. Στην Ελλάδα όμως όλα γίνονται, με λίγη βοήθεια από τους φίλους. Κι ένας φίλος του Μάριου Νικολαΐδη έτυχε να έχει αυτό που χρειαζόμασταν, κι ήταν διατεθειμένος να μας το δώσει!

 Σε λιγότερο από μισή ώρα, είχαμε στα χέρια μας ένα βαρελάκι VP Racing Fuel MS109, που σε άπταιστα αμερικάνικα έγραφε απέξω "makinpower!". Αυτό θέλουμε κι εμείς.

 

Φυσικά, απ’ έξω έγραφε και πως αυτό που έχει μέσα δεν πρέπει να το δεις, να το αναπνεύσεις, να το αγγίξεις και γενικώς πως θα σε στείλει αδιάβαστο αν έχεις πολλές παρτίδες μαζί του, άσε που πρέπει να το αδειάσεις μετά από το κύκλωμα τροφοδοσίας για να μη στο λιώσει! Για να ανεφοδιάσουμε το H2R με το νέο μας αθώο καύσιμο, χρειαζόταν να βγάλουμε το ρεζερβουάρ για να το αδειάσουμε από το παλιό. Έτσι, γίναμε οι πρώτοι άνθρωποι, μηχανικοί (δημοσιογράφοι, σίγουρα!), πείτε το όπως θέλετε, εκτός των μηχανικών της Kawasaki Japan, USA και Europe που θα λύναμε H2R. Για να βγει το ρεζερβουάρ χρειάζεται μια αρκετά μεγάλη διαδικασία, αλλά ευτυχώς υπήρχαν ήδη τα owner’s manual του H2R αλλά και το service manual του Η2. Ευλαβικά, ξεβιδώναμε βίδα βίδα τα ανθρακονημάτινα φυσικά χειροποίητα κομμάτια του φαίρινγκ (έλειπαν και δύο βίδες), αποκαλύπτοντας ό,τι υπήρχε από κάτω τους, και που άνθρωπος εκτός Kawasaki δεν είχε δει. Το H2R με αριθμό πλαισίου Α000023, το εικοστό τρίτο που φτιάχτηκε, ήταν σαφώς μοντέλο προπαραγωγής, από αυτά που έφτιαξε δηλαδή η Kawasaki για τις δικές της ανάγκες και χρήση, που χρησιμεύουν εκτός των άλλων και για την τελειοποίηση της διαδικασίας παραγωγής, πριν φτιαχτούν τα μηχανάκια που θα πωληθούν. Εδώ δεν μιλάμε για γραμμή παραγωγής, αλλά για ελάχιστους εξειδικευμένους ανθρώπους που συναρμολογούν ξεχωριστά την κάθε μοτοσυκλέτα. Και φαίνεται πως όταν φτιάχτηκε "η δική μας", η διαδικασία παραγωγής του carbon αεραγωγού από την εισαγωγή και το φίλτρο προς τον κομπρέσορα, δεν είχε τελειοποιηθεί ακόμα, τουλάχιστον όσο θα ήθελαν οι τελειομανείς Ιάπωνες

Υπήρχαν μικρές χαρτοταινίες με ιδεογράμματα, που όταν τις διάβασε ένας ακόμα φίλος, μάθαμε πως έλεγαν "μαύρο σημείο", εννοώντας πως σε κείνο το σημείο το φύλλο του ανθρακονήματος είχε κάνει μια μικρή λακουβίτσα που την γέμισε μετά η ρητίνη και δεν φαινόταν η πλέξη του!

 

Πως λένε ότι η ψυχή του ανθρώπου καθρεφτίζεται στα μάτια του; Αυτό δηλαδή σημαίνει πως όταν φτάσεις να βλέπεις μπροστά σου την φτερωτή του κομπρέσορα του Kawasaki, κοιτάς την ψυχή του ή την καρδιά του; Άστο καλύτερα, θα μπλέξουμε. Πίσω στα γκάζια. Τοποθέτηση ρεζερβουάρ (χρειάζεται να προσέξετε να λυγίσει το σωληνάκι της βενζίνης προς τα μπρος, που έχει χώρο, κι όχι προς τα πίσω, γιατί τσακίζει, το λέω για να μην την πατήσετε), αγωνιστικό καύσιμο μέσα, ξανά δέσιμο στο δυναμόμετρο, πάμε πάλι, να τα γκάζια, να το γνώριμο πια ουρλιαχτό, να οι γαλάζιες φλόγες, και... ναι! Με το νέο καύσιμο τα άλογα έγιναν δεκατρία περισσότερα, 268 έδειξε το Dynojet, ένα ακόμα νέο ρεκόρ δυναμομέτρησης ΜΟΤΟ, κυρίες κύριοι κι αγαπητά μας παιδιά, ιδού η πιο δυνατή μοτοσυκλέτα παραγωγής που έχει ποτέ υπάρξει, ζωντανή και κολασμένη μπροστά σας. Όποιος πει πως είναι λίγα, θα πέσει φωτιά να τον κάψει. Είναι όμως και 50 λιγότερα από αυτά που ανακοινώνει η Kawasaki, κι έπρεπε να σιγουρευτούμε, για να λέμε πως κάνουμε σωστά την δουλειά μας, πως το αποτέλεσμα της δυναμομέτρησής μας είναι μέσα στις προδιαγραφές της ίδιας της Kawasaki, και πως δεν έτρεχε τίποτα στραβό με το συγκεκριμένο H2R.

Ξεκινάει έτσι ένας νέος κύκλος επαφών μεταξύ ΜΟΤΟ – Kawasaki Europe και Kawasaki Japan, πάντα σύμφωνα με την ιεραρχία που τόσο σέβονται οι Ιάπωνες. Κι ενώ ήδη είχαμε οδηγήσει το H2R στο Τατόι, μετά από δύο σχεδόν βδομάδες, περιμένοντας ακόμη την απάντηση από το Akashi, βγαίνει η MCN στην Αγγλία (η εφημερίδα Motorcycle News), με δυναμομέτρηση H2R και δοκιμή του σε διάδρομο αεροδρομίου!

Τι είχε βγάλει στο δυναμόμετρο το δικό τους Η2R; (Και λέω το δικό τους, γιατί το τσέκαρα με τον αριθμό πλαισίου και σιγουρεύτηκα πως είχαν άλλη μοτοσυκλέτα κι όχι την ίδια με μας, την 023, οπότε θα σιγουρευόμασταν πως η δική μας ήταν αντιπροσωπευτικό δείγμα!). Απέδιδε λοιπόν 249,76 ίππους λίγο πάνω από τις 12.000, πολύ κοντά στη δική μας χωρίς το αγωνιστικό καύσιμο. Και αυτό το H2R κρέμαγε λίγο μετά τις δώδεκα, και δεν ανέβαζε μέχρι τις 14.000 ευθεία. Συγκρίνοντας τις καμπύλες απόδοσης των δύο σίγουρων δυναμομετρήσεων που ξέρουμε να υπάρχουν αυτή την στιγμή στον κόσμο, της δικής μας και της MCN, με το διάγραμμα που έχει δώσει η ίδια η Kawasaki, βλέπουμε πως αν προεκτείνουμε την σχεδόν ευθεία "καμπύλη" από τις δώδεκα ως τις 14.000, τότε θα είχαμε τους 310 ίππους που ανακοινώνει η Kawasaki, ή και παραπάνω! Επιπλέον, το κοντέρ του κρατάει στην μνήμη του την μέγιστη ταχύτητα που έχει πιάσει η μοτοσυκλέτα, κι έγραφε 356, ταχύτητα που μόνο μοτοσυκλέτες MotoGP πιάνουν, ακόμα κι αν υπολογίσουμε την απώλεια του κοντέρ, που εμείς γνωρίζουμε πόση είναι. Μέχρι τώρα λοιπόν τα δεδομένα μας και οι μετρήσεις μας λένε πως στο δυναμόμετρο η απόδοση του H2R είναι όντως αυτή που μετρήσαμε, και πως στο δρόμο, όχι, στο Τατόι, είναι επίσης – αλλοίμονο! – η πιο γρήγορη μοτοσυκλέτα που έχουμε μετρήσει ποτέ, μακάρι να ήταν διπλάσιος ο διάδρομος για να δούμε και την τελική της! Γιατί εκεί, με τη μια ταχύτητα να γεμίζει μετά την άλλη με καταιγιστικό ρυθμό, και τις στροφές να ανεβαίνουν άνετα ως τον κόφτη στις 14.100, και με την κάμερα πάνω στο ρεζερβουάρ να καταγράφει το κοντέρ να ανεβαίνει άνετα στα 338 (χωρίς ο αναβάτης να μπορεί να κρυφτεί τελείως πίσω από το φαίρινγκ, τίποτα δεν έδειχνε πτώση ιπποδύναμης μετά τις 12.300, το αντίθετο μάλιστα... Για να ολοκληρωθεί το θέμα της δυναμομέτρησης, και να είμαστε 100% σίγουροι πως τα αποτελέσματα είναι σωστά, έπρεπε να περιμένουμε και την απάντηση της Kawasaki Japan, που ήρθε μέσω Kawasaki Europe και ΤΕΟΜΟΤΟ. Και ήρθε:

"Το Ninja H2R έχει εξελιχθεί σε δυναμόμετρο πάγκου, που μετρά την απόδοση ισχύος στον στρόφαλο, με τον κινητήρα ως αυτόνομη μονάδα, τοποθετημένο σε ειδική βάση. Τυπικά, ο κινητήρας ενός Ninja H2R γνωρίζουμε πως παράγει περίπου 310 ίππους στον στρόφαλο, σε ελεγχόμενες συνθήκες, χρησιμοποιώντας τον συγκεκριμένο τύπο δυναμόμετρου, χωρίς επίδραση από το Ram Air. Υπολογίζοντας την αποδεκτή απώλεια ισχύος από το σύστημα μετάδοσης, ένα τυπικό δυναμόμετρο τυμπάνου θα μπορεί να δώσει ένα αποτέλεσμα μεταξύ 250 και 260 ίππων στον τροχό, στις κανονικές συνθήκες του θαλάμου του, με ελάχιστο ή καθόλου Ram Air. Η Kawasaki δεν μπορεί να αξιολογήσει αποτελέσματα συγκεκριμένων δυναμομετρήσεων, καθώς οι τοπικές συνθήκες και τα διαφορετικά δυναμόμετρα μπορεί να δώσουν σημαντικές αποκλίσεις."

 

Έτσι, ακόμα κι αν – απολύτως λογικά – η Kawasaki Japan δεν μπορεί να αξιολογήσει ξεχωριστά κάθε μία δυναμομέτρηση που θα γίνει στον κόσμο, επιβεβαιώνει πως τα αποτελέσματα της δυναμομέτρησης του ΜΟΤΟ είναι μέσα στις προδιαγραφές της, δηλαδή σωστά. Και καθώς η ίδια ανακοινώνει πως με το Ram Air σε πλήρη λειτουργία, όπως γίνεται όταν ταμπουρωμένος πίσω από το φαίρινγκ διακτινίζεσαι προς την τελική της, έχεις 16 παραπάνω άλογα, δηλαδή πάνω από 280 εντελώς άγρια καθαρόαιμα άλογα στον τροχό, επί ελληνικού εδάφους, στην ιστορική ευθεία του Τατοΐου, σούζα με πάνω από 270... Καθόλου άσχημα.

 

Η ΔΥΝΑΜΟΜΕΤΡΗΣΗ

 

Με αγωνιστικό καύσιμο 109 οκτανίων

Ισχύς: 268 HP / 12.300

Ροπή: 15,9 kgm / 12.200

 

Με 100στάρα βενζίνη πρατηρίου

Ισχύς: 255,5 HP / 11.800

Ροπή: 15,5 kgm / 11.900

 

Η καλύτερη απόδειξη για την άψογη απόδοση του κομπρέσορα είναι πως αυτός ο κινητήρας σηκώνει φορτίο ήδη λίγο πάνω από τις χίλιες στροφές, με πολύ καλή απόκριση στο γκάζι παντού. Ανεβάζει γραμμικά ως τις 6.000, και φουσκώνει μετά τις 6.300... Για άλλες 6.000 στροφές, έχεις να απολαύσεις την απόλυτη ισχύ, που ως γνωστόν διαφθείρει και απόλυτα... Ήδη, στις 10.000 έχει 200 ίππους στον τροχό, για να φτάσει τους 250 στις 12.000, κι έχει κι άλλο! Φυσικά, η ροπή δεν πάει πίσω, και ήδη από τις 6.000 έχει πάνω από 10 χιλιογραμμόμετρα, για να φτάσει τα 15 στις 12.000. Οι πραγματικές δυνατότητες αυτού του κινητήρα φαίνονται αν προεκτείνει κανείς την ευθεία της απόλυτα γραμμικής απόδοσης από τις 8.000 και πάνω: Στις 14.000 θα έχει τους 310 ίππους στον τροχό που υπόσχεται η Kawasaki. Απ’ ότι φαίνεται όμως, όταν η μοτοσυκλέτα δοκιμάζεται στατικά στο δυναμόμετρο, οι αναρίθμητοι αισθητήρες που έχει καταλαβαίνουν πως η μοτοσυκλέτα δεν τρέχει ελεύθερη στον ανοιχτό διάδρομο του αεροδρομίου, και την περιορίζουν, κλείνοντας τις πεταλούδες του ride by wire ψεκασμού και αλλάζοντας αβάνς και τροφοδοσία. Και στην δυναμομέτρηση του H2R από την MCN στην Αγγλία τα αποτελέσματα ήταν ίδια, κάτι που επιβεβαιώνει πως μιλάμε για την πρώτη μοτοσυκλέτα που καταλαβαίνει πως είναι ακίνητη και μειώνει την απόλυτη ισχύ της.

 

Σημειωμένη πάνω στην καμπύλη ισχύος, η απόδοση μοτοσυκλετών – σταθμών για την ιστορία της Kawasaki, από το 1966 ως σήμερα. Εκατό ίπποι στον τροχό παραπάνω από τα ΖΧ-12R και ΖΖR1400, 237 παραπάνω από το πολύ γρήγορο για την εποχή του Samurai, 170 παραπάνω από το φοβερό και τρομερό GPz1100 που πέρναγε και μέναμε με το στόμα ανοιχτό...

Τεχνική ανάλυση:

Ninja H2R compressor-ολογίες

 

Compressor power

 

Kawasaki city, Akashi, Japan: Η αχανής βιομηχανική περιοχή της Kawasaki Heavy Industries. Κινητήρες jet, μαχητικά αεροσκάφη, τάνκερ, υποβρύχια, βιομηχανικά ρομπότ, τρένα, γέφυρες... και μοτοσυκλέτες. Σε ένα εργαστήριο, μακριά από τις γραμμές παραγωγής, δύο μόνο συγκεκριμένοι άνθρωποι μοντάρουν τους κομπρέσορες για τα Η2 και H2R, που σύντομα θα γυρίζουν στις 140.000 στροφές

Παραδοσιακά, το όνομα της Kawasaki συνδέεται με γκάζια και τελικές. Από το μοναδικό  Samurai, το δικύλινδρο 250 Α1 του 1966 με τα 31 ζωηρά άλογα έως τα αφηνιασμένα του H2R, τα χρονόμετρα και τα κοντέρ ήταν λίγο-πολύ μονοπώλιο της Kawasaki. H ίδια λέει πως ονόμασε Η2 τα δύο κομπρεσοράτα της μοντέλα προς τιμήν του τρικύλινδρου Η2 750 του 1971 με τους 74 ίππους, το οποίο είχε και αγωνιστικές εκδόσεις, αλλά πολύ πιο πρόσφατα, το 1994, η Kawasaki συμμετείχε καθοριστικά στο Ιαπωνικό διαστημικό πρόγραμμα που είχε ως αποτέλεσμα την εκτόξευση του πυραύλου... Η-2. Έτσι κι αλλιώς, οι αναβάτες της εποχής θυμούνται πως το 750 ήταν πιο γλυκό μηχανάκι, ενώ το τρικύλινδρο 500 ήταν απότομο, κερδίζοντας το βραβείο παροχής πελατών στο ΚΑΤ και τα θυμαράκια.

Η μοτοσυκλέτα όμως που την έβαλε στο χάρτη ως κατασκευαστή επιδόσεων, ήταν το Ζ900 του ’72, που είχε 72 ίππους στον τροχό. Σήμερα, φαντάζουν απελπιστικά λίγοι. Τότε, όπως μου είπε αναβάτης που το είχε καινούργιο, η εμπειρία της οδήγησής του περιγραφόταν πολύ καλά με την φράση "μας είχε φύγει το σκατό". Όλα σχετικά είναι. Για τα πλαίσια, τα λάστιχα, τις αναρτήσεις και τα φρένα της εποχής, τα 72 άλογα ήταν πολλά. Σήμερα, καβαλάς το H2R και το στήσιμο της μοτοσυκλέτας με την βοήθεια των ηλεκτρονικών της κάνουν κουμάντο μια χαρά 272 άλογα, όχι 72.

Η προηγούμενη εμπλοκή της Kawasaki με υπερτροφοδότη ήταν το 1983, όταν είχε παρουσιάσει το GPz750 turbo. Απότομο κι αυτό, με περιορισμένο εύρος ισχύος, και άρα δυσκολοδήγητο, δεν είχε συνέχεια, δεν άφησε απογόνους.

 Πολύ αργότερα, όταν η Kawasaki είχε την ιδέα να φτιάξει ένα χιλιάρι με κομπρέσορα, απευθύνθηκε στους μεγαλύτερους κατασκευαστές υπερτροφοδοτών του κόσμου, δίνοντας τις προδιαγραφές της: "Αυτές οι διαστάσεις, για αυτά τα κυβικά, χωρίς intercooler, και να γυρίζει επί δέκα για να βγάζει και τόσα άλογα". Όλοι της απάντησαν πως δεν μπορούν να το κάνουν. Εντάξει, είπαν κι εκείνοι, έτσι ρωτήσαμε για να βεβαιωθούμε, όλα μόνοι μας πρέπει να τα κάνουμε... Το "μόνοι" μας σήμαινε πως με την συνεργασία του τμήματος αεροδιαστημικής, του τμήματος κινητήρων jet και του τμήματος Εταιρικής Τεχνολογίας, σχεδίασαν έναν φυγοκεντρικό κομπρέσορα που παρά τις ελάχιστες διαστάσεις του μπορεί να παρέχει πάνω από 200 λίτρα αέρα το δευτερόλεπτο, με μέγιστη ταχύτητα αέρα εισαγωγής 100 μέτρα το δευτερόλεπτο: Ο αέρας από τον κομπρέσορα προς το φιλτροκούτι έχει μέγιστη ταχύτητα 360 χιλιόμετρα την ώρα! Καταλαβαίνουμε πως όταν το H2R κινείται με πάνω από 300 km/h, η δουλειά του κομπρέσορα γίνεται αρκετά πιο εύκολη, με τον αέρα να μπαίνει με πίεση από τις διπλές μπούκες προς το φιλτροκούτι. Έτσι κι αλλιώς, το στάνταρ φίλτρο είναι πολύ ελεύθερο γιατί κάνει μόνο ένα χοντρικό φιλτράρισμα (ζουζούνια, πετραδάκια, σπουργίτια).

Με την μέγιστη αύξηση της πίεσης σε σχέση με την ατμοσφαιρική να είναι 2,4 (εμείς καταγράψαμε 24,5 psi ή 1,66 bar), καταλαβαίνετε γιατί το φιλτροκούτι είναι αλουμινένιο και γιατί οι μεταβολές της πίεσης εκεί τραντάζουν ολόκληρο το ρεζερβουάρ όταν γκαζώνεις το Η2R!

Στόχος της Kawasaki δεν ήταν μόνο η απόλυτη ισχύς, αλλά και η κορυφαία επιτάχυνση και απόκριση στο γκάζι. Γι’ αυτό και επιλέχθηκε ο φυγοκεντρικός κομπρέσορας, που μπορεί να υπερτροφοδοτεί τον κινητήρα αποτελεσματικά από τις πολύ χαμηλές στροφές. Η Kawasaki λέει πως ο κομπρέσορας δεν ζεσταίνει πολύ τον εισερχόμενο αέρα (εμείς μετρήσαμε όμως θερμοκρασία εισαγωγής 72 βαθμών Κελσίου) οπότε δεν χρειάζεται και intercooler. Ο κυριότερος λόγος όμως πρέπει να είναι πως το intercooler χρειάζεται χώρο, που δεν υπάρχει σε μια μοτοσυκλέτα. Ο ψεκασμός νερού όμως μπορεί να βολευτεί πιο εύκολα...   

Η κατασκευή του όλου συστήματος του κομπρέσορα είναι ό,τι πιο προηγμένο υπάρχει. Ένιωσα δέος όταν βγάζοντας τον αεραγωγό του Ram Air, αντίκρισα την μικροσκοπική φτερωτή, που έχει διάμετρο μόλις 69 mm, ακρίβεις μικρών στην κατεργασία της κι έξι πτερύγια στο άκρο της, δώδεκα στη βάση. Για να φτιαχτεί, το τρισδιάστατο CNC κοπτικό τρώει υπομονετικά ένα μασίφ κομμάτι σφυρήλατου αλουμινίου, για να φτιάξει τελικά αυτό το ιμπελεράκι - κόσμημα. Ο άξονάς του εδράζεται σε κεραμικά ρουλεμάν, ενώ όλη η διάταξη μαζί "πλέει" σε ένα φιλμ λαδιού που φροντίζει για την απόσβεση των κραδασμών και την ευθυγράμμισή του. Το τμήμα αεροδιαστημικής της Kawasaki αποφάσισε πως η σχέση μετάδοσης από τον στρόφαλο στον άξονα της φτερωτής θα πρέπει να είναι 9,81:1, δηλαδή για κάθε μία περιστροφή του στροφάλου η φτερωτή θα γυρίζει 9,81 φορές. Για να γίνει αυτό, ένας ενδιάμεσος άξονας παίρνει κίνηση από το έκτο μάγουλο του στροφάλου (που έχει γίνει γρανάζι), κι από κει με αλυσίδα η κίνηση φτάνει στο επίπεδο του κομπρέσορα. Για να υπάρξει όμως ο αναγκαίος υποπολαπλασιασμός, μεσολαβεί ένα πλανητικό κιβώτιο τεσσάρων γραναζιών. Η αλυσίδα μετάδοσης λιπαίνεται με μπεκ λαδιού, κι όλο το σύστημα με το ίδιο το λάδι του κινητήρα. Αντίστοιχη προσοχή στην λίπανση αλλά και την ψύξη έχει δοθεί και στα πιστόνια: Ένα μπεκ λαδιού ψεκάζει το κάτω μέρος του πιστονιού, ενώ ένα δεύτερο συνέχεια ψεκάζει λάδι στην μεριά του πιστονιού προς την βαλβίδα εξαγωγής, για να το κρυώνει.

Από τον κομπρέσορα, μέσω ενός κολλάρου σιλικόνης, ο συμπιεσμένος αέρας φτάνει στο άκαμπτο αλουμινένιο φιλτροκούτι, όπου τον περιμένουν με ανοιχτό το στόμα οι τέσσερις εισαγωγές, καλυμμένες με λεπτό ατσάλινο πλέγμα, που πάνω του ψεκάζουν καύσιμο τα μπεκ. Καλά όλα αυτά, όσο ο αναβάτης έχει ανοιχτό το γκάζι κι επιταχύνει. Τι γίνεται όμως όταν κλείσει το γκάζι; Ευτυχώς, υπάρχει βαλβίδα ανακούφισης, που εκτονώνει την πίεση από το φιλτροκούτι, αλλιώς θα εμφανίζονταν κραδασμοί στον άξονα της φτερωτής, η οποία θα καταστρεφόταν.

Τα ηλεκτρονικά του H2R είναι κι αυτά τόσο προηγμένα, που όχι μόνο προστατεύουν ως μαγικά χέρια τον αναβάτη, και κάνουν την μοτοσυκλέτα οδηγήσιμη, αλλά προστατεύουν και τον κινητήρα, ακόμα κι από κακή ποιότητα καυσίμου: Με τον αισθητήρα προανάφλεξης που έχει, αφήνει τον κινητήρα να αποδώσει μόνο μέχρι το σημείο που αρχίζει η προανάφλεξη, και μετά τον κόβει για να τον προστατεύσει. Όπως είδαμε, το ίδιο κάνει και όταν η μοτοσυκλέτα είναι στατική, στο δυναμόμετρο, αφού δεν υπάρχει στις επιλογές της κεντρικής μονάδας "dyno mode".

Η Kawasaki είναι τόσο σίγουρη για την αξιοπιστία του κομπρέσορα αλλά και συνολικά του κινητήρα, που μεταξύ σοβαρού και αστείου έχει δηλώσει στους αντιπροσώπους της πως αποκλείεται να υπάρξει θέμα βλάβης, και πως αν τεθεί θέμα εγγύησης για επισκευή, θα φταίει άλλος, όχι η ίδια! Απ’ την άλλη, η σοβαρή συντήρηση που απαιτεί το H2R γίνεται ακριβώς για να εξασφαλίσει την αξιοπιστία και την απόδοσή του. Βέβαια, όταν ακούς πως κάθε 30 ώρες λειτουργίας πάνω από τις 8.000 στροφές θέλει λύσιμο ο κινητήρας (διαβάστε παρακάτω τι αλλάζεται) και κάθε 60 πάλι λύσιμο για μπιέλες, δεν σκέφτεσαι πως 60 ώρες ΠΑΝΩ από τις 8.000 στροφές είναι πολύς καιρός, σκέφτεσαι τα έξοδα και το λύσε-δέσε. Αλλά όταν πληρώνεις 55.000 ευρώ για μια μοτοσυκλέτα ειδικής χρήσης, δεν μπορεί να μην έχεις χρήματα για την συντήρηση...

Κάτω από την σέλα, έκπληκτος είδα πως υπάρχει τσαντάκι με εργαλεία, συν το ειδικό εργαλείο για την ρύθμιση της αλυσίδας. Κι όμως, ενώ στο owner’s manual του H2R εξηγείται αναλυτικά το πως ο ιδιοκτήτης θα ρυθμίσει την αλυσίδα, η Kawasaki έχει εκδώσει οδηγία προς τους αντιπροσώπους της, τονίζοντας πως μόνο οι dealer επιτρέπεται να ρυθμίσουν την αλυσίδα! 

Πέρα από την όποια αγωνία της μαμάς Kawasaki για το νέο της παιδί, το γεγονός είναι πως με την συνέργεια των διάφορων τμημάτων της Kawasaki Heavy Industries, n H2R αποτελεί μια δήλωση τεχνολογικής υπεροχής, κάτι αντίστοιχο με αυτό που είχε κάνει η Honda με την ΝR. Mόνο που εδώ μιλάμε όχι μόνο για την πιο προηγμένη τεχνολογικά, αλλά και την πιο ισχυρή, την πιο γρήγορη μοτοσυκλέτα παραγωγής του κόσμου. Εξίσου σημαντικό είναι πως η Kawasaki τόλμησε να το κάνει, βγάζοντας παράλληλα και την Η2, την έκδοση δρόμου, που έχει "μαμά" 200 ίππους στον τροχό. Επιπλέον, όπως ήδη έχουν ανακαλύψει οι αμερικανοί βελτιωτές, όπως η Guhl Motors που φτιάχνει το Η2 του κορυφαίου ντραγκστερά Rickey Gadson, η H2 των 25.000 ευρώ με ανοιχτή εξάτμιση, άλλη χαρτογράφηση (παρόμοια με του H2R) και συγκεκριμένα, ελληνικό φίλτρο αέρα DNA, βγάζει 242 ίππους στον τροχό! Και από τον κινητήρα H2R που φοράει η μοτοσυκλέτα του Rickey Gadson (αλλά με την περιοριστική, μικρή εισαγωγή του H2), κατάφεραν να βγάλουν 301 ίππους στον τροχό, ανεβάζοντας το όριο στροφών στις 15.000! Όρεξη και γνώσεις να έχεις δηλαδή, κι από άλογα άλλο καλό, βρίσκονται! Δεν υπάρχει ακόμα πουθενά στον κόσμο H2R "βελτιωμένο", για να μάθουμε πόσους ίππους θα μπορούσε να βγάλει αν ανέβαζε 15.500 στροφές. Η απλή προέκταση του διαγράμματος της δυναμομέτρησης προβλέπει 370 ίππους...

Ο δράκος θέλει και συντήρηση

Η κεντρική μονάδα του Η2 καταγράφει τις ώρες λειτουργίας του κινητήρα πάνω από τις  8.000 στροφές. Κι ανάλογα, προειδοποιεί για την συντήρηση...

service 1 κάθε 15 ώρες

αλλαγή λαδιών, έλεγχος φίλτρου αέρα, συμπλέκτη, αλυσίδας και γραναζιών κομπρέσορα, αξονικών ανοχών φτερωτής κομπρέσορα

 

service 2 κάθε 30 ώρες

αλλαγή λαδιών και (ετοιμαστείτε...), αλλαγή πιστονιών, ελατηρίων και πείρων, έλεγχος στροφάλου, αλλαγή κουζινέτων στροφάλου και μπιελών, αλλαγή αλυσίδας κίνησης, έλεγχος καδένας εκκεντροφόρων, διακένου βαλβίδων, έλεγχος των ίδιων των βαλβίδων εξαγωγής, των εδρών τους και των ελατηρίων τους.

 

και κάθε 60 ώρες...

Αλλαγή βαλβίδων εξαγωγής και μπιελών

 

 

Οι ισχυρότερες μοτοσυκλέτες της Kawasaki στην ιστορία της

 

1966 A1 Samurai (250) 31HP*

1968 H1 500 Mach III  60HP*

1971 Η2 750 Μach IV  74HP*

1972 Z1 900  72HP

1979 Z1300  120HP

1982 GPz1100  102HP

1984 GPz900R  94HP

1988 ZX-10  123HP

1990 ZZ-R 1100  133HP

2000 ZX-12R  164HP

2006 ZZR1400 167HP

2015 Ninja H2R  262HP

 

(*) Στοιχεία εργοστασίου. Οι υπόλοιπες ιπποδυνάμεις προέρχονται από δυναμομετρήσεις του περιοδικού Motosprint (ως το 1990), οι υπόλοιπες δικές μας

 

 

 

Suter MMX 500: Η εξωτική δίχρονη V4 500 με τεχνολογία MotoGP

Κάνουμε εγκεφαλικό reset παλεύοντας με την Σκύλα
1
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

11/1/2024

Υπάρχει κάποιος που δεν θέλει να οδηγήσει ένα δίχρονο τετρακύλινδρο 500; Και δεν μιλάμε για κάποια race-replica παραγωγής, όπως τo Yamaha RD 500 ή το Suzuki RG 500Γ ή έστω βρε αδερφέ το τρικύλινδρο Honda NS 400 R. Μιλάμε για “καθαρόαιμο” αγωνιστικό δίχρονο V4 και μάλιστα με άμεσο ψεκασμό, άφθονο carbon και σύγχρονη τεχνολογία MotoGP! Αυτή είναι η Suter MMX 500, του γνωστού Ελβετού κατασκευαστή αγωνιστικών συστημάτων σύμπλεξης, που αποφάσισε να φτιάξει μια αγωνιστική δίχρονη V4 500 με τεχνολογία του 2000 για τον εαυτό του και για όσους κουβαλάνε την ίδια τρέλα με αυτόν… Α! Και έχουν τραπεζικό λογαριασμό στην Ελβετία διότι η MMX 500 κάθε άλλο παρά φτηνή είναι.

Όπως καταλαβαίνετε, όταν έχεις την ευκαιρία να την οδηγήσεις στην Ελλάδα και μάλιστα παρουσία του ίδιου δημιουργού της, πας πετώντας μέχρι την πίστα των Μεγάρων, με το σώμα να τρέμει και την καρδιά να φτερουγίζει. Ιδού λοιπόν πως ζήσαμε εκείνη την ημέρα πάνω στην σέλα της εξωτικής Suter MMX 500 και διαβάστε την τεχνική ανάλυση και την ιστορία δημιουργίας αυτής την μοναδικής μοτοσυκλέτας όπως δημοσιεύτηκε στο τεύχος 566 του περιοδικού ΜΟΤΟ το 2017.

Η μοτοσυκλέτα είχε έρθει στην Ελλάδα με ενέργειες της Wolf Racing, της MOTUL και του Γιώργου Παρασκευά προσωπικά, που γνωρίζει τον Eskil Suter και είναι αντιπροσωπός του, δίνοντας μας έτσι αυτή την μοναδική εμπερία οδήγησης. Η αναδημοσίευση γίνεται στα πλαίσια μίας ενέργειας που κάνουμε σε τακτικά διαστήματα, να δίνουμε δηλαδή μία μικρή γεύση στο ευρύτερο κοινό από την πλούσια και μοναδική ύλη της έντυπης έκδοσης. Απολαύστε:

 

Suter MMX 500 - Εγκεφαλικό reset

 

Κάποιες φορές πρέπει να γυρίζεις πίσω στα βασικά. Να πατήσεις το reset και να ξαναφορτώσεις τα λειτουργικά προγράμματα του εγκεφάλου σου από την αρχή. Να καθαρίσεις το μυαλό σου από όλα αυτά τα χιλιάδες μικρά αρχεία, που μετά από τόσα χρόνια καταλαμβάνουν MB και σε κάνουν να κολλάς στα ίδια και τα ίδια. Η οδήγηση της δίχρονης V4 του Suter σου προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία να καθαρίσεις το μυαλό σου από τα σκουπίδια

2

Η ημέρα μου ξεκίνησε με δημοσιογραφικό bulling από τον Θάνο: "Είσαι σίγουρος ότι θέλεις να την οδηγήσεις; Αν γίνει κάτι, ο Suter θα μας ζητάει 100.000 euro αποζημίωση. Για να στο πω πιο απλά, θα χάσουμε τα σπίτια μας και τις δουλειές μας!" Ωραία συναδελφική τόνωση της αυτοπεποίθησης!

Ό,τι χρειάζεται κάποιος για να ανέβει στη σέλα μιας δίχρονης μοτοσυκλέτας 180 ίππων στον τροχό και μόλις 135 κιλών, στην παγωμένη πίστα των Μεγάρων που φημίζεται για την “ποιότητα” του ασφαλτοτάπητά της. Σαν να μην έφτανε αυτό, λίγο πριν μου είχε κοπεί η αλυσίδα και παραλίγο να μπλεχτεί ανάμεσα στον πίσω τροχό και το ψαλίδι, στην μοτοσυκλέτα που έκανα μερικούς γύρους προθέρμανσης.

Όλα τα σημάδια έδειχναν ότι δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για να καβαλήσω Το Τέρας.

Όμως τέτοιες ευκαιρίες δεν σου δίνονται κάθε μέρα και η επιθυμία να την οδηγήσω ήταν πολύ πιο ισχυρή από κάθε άλλη λογική σκέψη. Κανένας οπαδός των GP δεν μπορεί να αντισταθεί στον οξύ ήχο των τεσσάρων εξατμίσεων και τις “ναρκωτικές ουσίες” που περιέχονται στη μυρωδιά του αγωνιστικού συνθετικού διχρονόλαδου. Εκείνη τη στιγμή τίποτα δεν ήταν πιο σημαντικό για μένα, από το να βγω στην πίστα καβάλα στην MMX 500 και δεν μετανιώνω για το ρίσκο που πήρα.

3

Όταν ο καφές λεκές στο σώβρακο δεν είναι ντροπή

Το βασικό πλεονέκτημα που έχεις όταν καβαλάς την MMX 500 είναι ότι μπορείς να επιστρέψεις στα πιτς με χεσμένο σώβρακο και κανείς να μην σε ειρωνευτεί. Αντιθέτως, σε κάθε γύρο που περνάς από μπροστά τους σε θαυμάζουν που είσαι ακόμα ζωντανός.

Ο μύθος των άγριων και απάνθρωπων GP500 που την περιβάλει, σου δίνουν το άλλοθι να την οδηγήσεις προσεκτικά στους πρώτους γύρους γνωριμίας και σου δίνει τον χρόνο που χρειάζεσαι για να ξεχάσεις όσα ήξερες και να ξαναμάθεις την αλφάβητο από την αρχή.

Ανήκω στην πιο τυχερή γενιά Ελλήνων μοτοσυκλετιστών, που στα δεκαοχτώ μας είχαμε δίπλωμα μοτοσυκλέτας ανεξαρτήτου κυβισμού και ζήσαμε στη χρυσή εποχή των μεταχειρισμένων Ιαπωνίας, όπου με έξι ή επτά μήνες δουλειάς σε σουβλατζίδικο αγοράζαμε NSR 250 SP, TZR 250 R, RGV 250 Γ SP και φυσικά όποιο Superbike 750 γουστάραμε.

Για την γενιά μου τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα: Οι καθαρόαιμες αγωνιστικές μοτοσυκλέτες ήταν δίχρονες και οι μοτοσυκλέτες για τον δρόμο ήταν τετράχρονες. Τόσο απλά! Όσοι θέλαμε να γευτούμε την οδήγηση μιας αγωνιστικής μοτοσυκλέτας στο δρόμο αγοράζαμε ένα δίχρονο V2 των 250 κυβικών.

Όμως όταν περνάνε δεκαέξι χρόνια από την τελευταία φορά που έχεις οδηγήσει δίχρονο και σχεδόν εικοσιτέσσερα από την πρώτη σου βόλτα με εκείνο το μαύρο-κίτρινο TDR 250, οι μνήμες είναι θολές αλλά ταυτόχρονα πολύ βαθιά φυτεμένες για να τις ξεριζώσει ο χρόνος.

Η μεγάλη διαφορά των δίχρονων μοτοσυκλετών από τις τετράχρονες, δεν είναι μόνο ο τρόπος απόδοσης . Διαφέρουν εντυπωσιακά στο βάρος και στο μέγεθος του κινητήρα τους.

Ο μικρός όγκος που καταλαμβάνουν πάνω στη μοτοσυκλέτα, επιτρέπει στους σχεδιαστές των πλαισίων να τον τοποθετήσουν στο σημείο που πρέπει και όχι απλώς στο σημείο που χωράει.

Το πολύ χαμηλό ύψος των κεφαλών και η απουσία των εκκεντροφόρων και της καδένας τους, σε βοηθάει να σχεδιάσεις ένα στενό, συμμετρικό πλαίσιο με δύο τεράστιους ευθύγραμμους δοκούς, απίστευτα ελαφρύ και άκαμπτο.

Το βάρος του δίχρονου κινητήρα είναι πολύ μικρότερο από του αναβάτη, σε αντίθεση με τους τετράχρονους που ζυγίζουν έως και 65 στην περίπτωση των τετρακύλινδρων. Αυτές οι διαφορές παίζουν καταλυτικό ρόλο στη συμπεριφορά της μοτοσυκλέτας όταν αλλάζει πορεία ή στρίβει με πολύ υψηλές ταχύτητες.

Στον τρόπο που αποδίδει τη δύναμη και τη ροπή του ένας δίχρονος κινητήρας στο πίσω ελαστικό, δεν υπάρχουν συγκρίσεις με έναν ίδιας ιπποδύναμης τετράχρονο. Όλα αυτά καθορίζουν σε απόλυτο βαθμό τον τρόπο οδήγησης μια δίχρονης μοτοσυκλέτας. Απαιτούνται διαφορετικοί χειρισμοί από τον αναβάτη, ο οποίος αν δεν προσαρμοστεί αμέσως θα βρεθεί πολύ γρήγορα άσχημα μπλεγμένος.

4

Μην πετάς πέτρες στο γορίλα

Στην περίπτωση της Suter MMX 500, θεωρητικά έχει γίνει προσπάθεια ώστε η συμπεριφορά του κινητήρα να μοιάζει όσο περισσότερο γίνεται με τετράχρονου. Ναι καλά! Αν το πιστέψεις αυτό, θα βρεθείς μέσα στο ίδιο κλουβί με το γορίλα που πριν λίγα λεπτά του πέταγες πέτρες στο κεφάλι. Όχι ιδιαίτερα ευχάριστη εμπειρία για να ζήσει κάποιος…

Το σλόγκαν The Beast is Back ή το άλλο που έγραφε στο φαίρινγκ 4 strokes are 4 Grandmothers, είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα. Ναι μεν η άνοδος των στροφών γίνεται γραμμικά και η δύναμη έρχεται με σχετική ομαλότητα, όμως ο δίχρονος χαρακτήρας δεν έχει αλλοιωθεί καθόλου.

Έχεις στη διάθεσή σου ένα μικρό φάσμα συμπυκνωμένης δύναμης μεταξύ 7.500-10.500 στροφών, που αν φύγεις έξω από αυτό δεν υπάρχει τίποτα. Κάτω από τις 7.500 στροφές αδιαφορεί παντελώς για τις κινήσεις που κάνει το χέρι σου στην γκαζιέρα.

Είτε τέρμα το ανοίξεις, είτε μέχρι την μέση, ο κινητήρας της MMX 500 ξεροβήχει σαν να προσπαθεί να καθαρίσει τον λαιμό του. Και αυτό ακριβώς κάνει, αφού μόλις το στροφόμετρο δείξει πάνω από τις 7.500 ξεσπάει με ένα οξύ, στεγνό ουρλιαχτό. Μόλις συμβεί αυτό, η μοτοσυκλέτα εκτοξεύεται εμπρός και έχεις στη διάθεσή σου ελάχιστο χρόνο μέχρι να προετοιμαστείς για την επόμενη αλλαγή ταχύτητας, που θα μαστιγώσει ξανά τα 180 δίχρονα άλογα.

Όσο προσπαθείς να την οδηγήσεις σαν τετράχρονο, απλώς ματαιοπονείς. Ο έλεγχος του γκαζιού πέρα από το στενό φάσμα των 7.500-10.500 στροφών είναι ανύπαρκτος και δεν γίνεται τίποτα σπουδαίο αν ανοίγεις προοδευτικά το γκάζι κάτω από τις 7.500 στροφές.

Επιπλέον, αυτό εμπεριέχει τον κίνδυνο να βρεθείς με πολύ ανοιγμένο το γκάζι όταν ο κινητήρας μπει στην “καλή” περιοχή στροφών και να βρεθείς προ μεγάλων εκπλήξεων - στην περίπτωσή μας να κάνεις ένα θεαματικό high-siding πριν δεις την έξοδο της τελευταίας στροφής της πίστας των Μεγάρων.

Πολύ θα ήθελα να γράψω ότι ο κύριος Suter κατάφερε να φτιάξει τον πρώτο φιλικό για όλους V4 δίχρονο κινητήρα, που μπορεί να τον οδηγήσει κάθε πλούσιος χομπίστας, με οποιουδήποτε επιπέδου εμπειρία, όμως θα ήταν ψέματα. Η Suter MMX 500 είναι σκύλα!

Βγαίνοντας στα πιτς μετά από τους τέσσερεις πρώτους γύρους, ευχαριστώ τον Θεό που μου έδωσε την ευκαιρία να οδηγήσω μια τόσο σπάνια και εξωτική μοτοσυκλέτα, όμως μέσα μου κάτι με τρώει.

Σαν να μου έχουν δώσει ένα γρίφο, που είμαι βέβαιος ότι μπορώ να λύσω αλλά ακόμα δεν τα έχω βρει την αρχή του νήματος. Η MMX 500 μου είχε ήδη δώσει τα στοιχεία που χρειαζόμουν για την λύση του. Έπρεπε όμως να τα βάλω σε μια σωστή σειρά.

Η εργονομία της θέσης οδήγησης, η γεωμετρία του πλαισίου και το πολύ μικρό βάρος της μοτοσυκλέτας ήταν σαφές ότι μου ζητούσαν να μπω στις στροφές με πολύ μεγαλύτερη φόρα. Ο κινητήρας από την μεριά του, μου τα είπε ξεκάθαρα: "Εγώ φίλε είμαι εδώ για να σπρώχνω την μοτοσυκλέτα εμπρός με όλη μου τη δύναμη. Αυτές τις σαχλαμάρες για έλεγχο του γκαζιού στις χαμηλές και μεσαίες στροφές δεν τα καταλαβαίνω." Όσο με βασανίζουν οι σκέψεις μου, βλέπω το κύριο Suter να μου κάνει νοήματα. "Άμα θέλεις, μπορείς να κάνεις άλλους έξι γύρους."

Πριν προλάβει να τελειώσει την φράση του είμαι ήδη πάνω στη μοτοσυκλέτα και ο Θάνος αδειάζει μια καρτέλα υπογλώσσια μέσα στο στόμα του και αρχίζει να τα μασάει χωρίς νερό…

5

Η λύση είναι η φόρα, ακόμα περισσότερη φόρα

Η δεύτερη βόλτα μαζί της δεν είχε καμία απολύτως σχέση με την πρώτη. Έχοντας κάνει ένα γενναίο reset στο μυαλό μου και επαναφέροντας από τα σκονισμένα ράφια της μνήμης όποια εμπειρία είχα αποκτήσει από την οδήγηση δίχρονων σπορ μοτοσυκλετών στα νιάτα μου, βάζω σε εφαρμογή μια απλή, αλλά ιδιαίτερα δύσκολη στην εφαρμογή οδηγική τακτική. Μαζεύω όση περισσότερη φόρα μπορώ τις ευθείες με την βοήθεια του κινητήρα και στρίβω με όσο μεγαλύτερη ταχύτητα μπορώ με την βοήθεια του ελαφριού, άκαμπτου πλαισίου.

Για να το πετύχεις αυτό πρέπει να κάνεις τις αλλαγές ταχυτήτων στην ευθεία, ακριβώς μόλις το στροφόμετρο ξεπεράσει τις 10.500 στροφές. Αν ανεβάσεις ταχύτητα πιο νωρίς η MMX 500 θα σηκώσει απότομα τον εμπρός τροχό στον αέρα. Αν αλλάξεις μετά τις 11.000 ρισκάρεις να “χτυπήσεις” κόφτη, με αποτέλεσμα να μπερδευτεί το Quick-shifter και να χάσεις χρόνο ή ακόμα και την αλλαγή ταχύτητας. Ο λεβιές του κιβωτίου ταχυτήτων και το quick-shifter δούλευαν αρμονικά και με ακρίβεια μόνο όταν είχες το γκάζι γενναία ανοιχτό και τις στροφές του κινητήρα πάνω από τις 8.000. Με μισό γκάζι ή κάτω από αυτές τις στροφές, το κιβώτιο μάγκωνε και δεν άλλαζε ταχύτητες χωρίς συμπλέκτη.

Όλη η μαγεία αυτής της μοτοσυκλέτας (η οποία χάθηκε όταν σταμάτησαν να παράγονται δίχρονα supersport) είναι η ταχύτητα εισόδου στις στροφές. Αν δεν το έχεις ζήσει, μάλλον δεν θα μπορέσεις να καταλάβεις πόση μεγάλη διαφορά υπάρχει σε σύγκριση με μια βαριά τετράχρονη superbike.

Καθώς ο κινητήρας δεν φρενάρει τον πίσω τροχό όταν κλείνεις το γκάζι κατεβάζοντας ταυτόχρονα δύο-τρεις ταχύτητες πριν μπεις στη στροφή, η MMX 500 ρέει μέσα στην πίστα. Μόλις βρεθείς στη μέση της στροφής καταλαβαίνεις ότι δεν χρειαζόταν να φρενάρεις τόσο πολύ.

Γύρο με τον γύρο, φρενάρεις όλο και λιγότερο, μπαίνεις στις στροφές όλο και πιο γρήγορα… Σιγά-σιγά η Σκύλα γίνεται αρνάκι! Η μεγαλύτερη ταχύτητα μέσα στη στροφή σε βοηθάει να μένουν οι στροφές του κινητήρα ψηλά και στην έξοδο είναι έτοιμος να σε τινάξει εμπρός.

Όμως για να γίνει αυτό, θέλει να έχεις επιλέξει τη σωστή σχέση ώστε στο τελευταίο 1/3 της στροφής να δείχνει το στροφόμετρο 8.000 με 9.000 στροφές. Όποιο χειρισμό κάνεις πάνω της, θα πρέπει να είναι συγκεκριμένος και να εξυπηρετεί συγκεκριμένο σκοπό. Εδώ φρενάρεις, εδώ ανοίγεις το γκάζι, εδώ αλλάζεις ταχύτητα, με τόσα στρίβεις. Αν το κάνεις, περνάς σε μία άλλη διάσταση όπου η οδήγηση γίνεται… ερωτική πράξη! Αν δεν το κάνεις, σε ξαναρίχνουν πίσω στο κλουβί με τον γορίλα.

7

Ζήλια

Όσο μεγαλώνουμε σε ηλικία, τόσο περισσότερο ζηλεύουμε τους νέους για τα πράγματα και τις ευκολίες που έχουν σήμερα και δεν είχαμε τότε εμείς. Όμως ως μοτοσυκλετιστής δεν ζηλεύω καθόλου την νέα γενιά που δεν μπορεί πλέον να οδηγήσει μια δίχρονη σπορ μοτοσυκλέτα.

Νοιώθω πολύ τυχερός που έζησα την εποχή όπου τα αγωνιστικά ήταν δίχρονα και οι μοτοσυκλέτες δρόμου τετράχρονες και νοιώθω δέκα φορές πιο τυχερός που οδήγησα την Suter MMX 500 και ξαναθυμήθηκα γιατί το λέγαμε τότε αυτό. Γιατί έτσι είναι!

8

Τεχνική Ανάλυση – ιστορικό

 

Two stroke forever!

 

Έχει κρύο στα Μέγαρα. Ο Eskil Suter ζητάει ταινία, σκύβει και βάζει δύο λωρίδες στο πάνω ψυγείο του MMX500. Για λίγες ώρες, ζήσαμε την εμπειρία ενός δίχρονου V4, με ήχους, εικόνες και μυρωδιές από την Χρυσή Εποχή των GP500. Μόνο που το Suter είναι ακόμα καλύτερο από κείνα...

Γιατί; Όπως λέει ο ίδιος, "Τώρα δεν μας περιορίζουν οι κανονισμοί, οπότε κάνουμε ό,τι θέλουμε!" Αυτό το ό,τι θέλουμε κουβαλάει μαζί του την πρόσθετη εμπειρία πάνω από 15 ετών, από τότε που έπεσε τσεκούρι στις συμμετοχές των δίχρονων στα GP. Με την εμπειρία της Suter Racing Technology στα πλαίσια, αλλά και τις εξελίξεις στα ηλεκτρονικά, το ΜΜΧ500 είναι κάτι παραπάνω από τα εργοστασιακά, ενώ από την στιγμή που δεν απευθύνεται σε ομάδες με budget εκατομμυρίων, είναι και μια πολύ πιο απλή κατασκευή, λιγότερο ιδιότροπη και μπελαλίδικη από τα racing του τότε. Κι όπως πάντα, πίσω από κάθε τι που αξίζει, βρίσκονται τα όνειρα και η σκληρή δουλειά ενός ανθρώπου. 

9

Eskil Suter – μόνο τυχαίος δεν είναι...

Ο Eskil Suter ξεκίνησε την αγωνιστική του εμπλοκή από το motocross, κι όπως μου είπε στα Μέγαρα "Αυτή είναι ακόμα η μεγάλη μου αγάπη!". Κι όταν μια τέτοια δήλωση έρχεται από τον άνθρωπο που έχει τόση ιστορία στις ασφάλτινες πίστες, μετράει αλλιώς.

Μένει ακόμα κι έχει την Suter Racing Technology στο Turbenthal, το μικρό χωριό κοντά στην Ζυρίχη της Ελβετίας όπου γεννήθηκε το 1967. Μετά από κάποια χρόνια στα χώματα, έτρεξε στην Daytona με 250 το ’91, όπου και τερμάτισε δεύτερος. Την επόμενη χρονιά, είχε και την πρώτη του συμμετοχή στα GP250 με Aprilia.

Συνέχισε στα 250 ως το ’96, τερματίζοντας δύο φορές 13ος στο πρωτάθλημα, μία 14ος και μία 19ος.  Την Suter Racing Technology την ίδρυσε το ’96, με αντικείμενο την εξέλιξη τεχνολογικών λύσεων για τους ασφάλτινους αγώνες μοτοσυκλέτας. Το 1998 ήταν αναβάτης εξέλιξης για την ομάδα της MuZ στα GP500, με την μοτοσυκλέτα να χρησιμοποιεί τον κινητήρα της Swissauto σε πλαίσιο ROC.

Όταν ο αναβάτης της ομάδας Doriano Romboni τραυματίστηκε στον δεύτερο μόλις αγώνα της χρονιάς, ο Suter στήθηκε στην εκκίνηση και στους υπόλοιπους αγώνες βαθμολογήθηκε σε τρεις. Η MuZ όμως αποφάσισε να μην χρησιμοποιεί πια το Γαλλικό πλαίσιο της ROC, κι έτσι ο Suter ανέλαβε να εξελίξει ένα νέο. Το ’99 η MuZ είχε δικό του πλαίσιο στα GP500, κι έτσι από αναβάτης εξέλιξης έγινε και κατασκευαστής πλαισίων.

11

Έχει εξελίξει και μοτοσυκλέτα MotoGP για την Kawasaki (ZX-RR, 2004-2006), όπως και το Ilmor SRT X3 800 με τις πνευματικές βαλβίδες (2006), αλλά και τον τρικύλινδρο κινητήρα του Foggy Petronas FP1 των 900cc για τα superbike (2002-2005). Η Suter Racing Technology άρχισε την εμπλοκή της στην Moto2 το 2010, με πλαίσια ειδικά φτιαγμένα για τον κινητήρα της Honda, κερδίζοντας το πρωτάθλημα κατασκευαστών το 2010 και το 2011, χωρίς όμως κάποιος αναβάτης της να στεφθεί πρωταθλητής. Το 2012 όμως, τα κέρδισε και τα δύο, κατασκευαστών και αναβατών, με τον Marc Marquez.

Την ίδια χρονιά, κατασκεύασε και ένα πρωτότυπο για τα MotoGP, με κινητήρα BMW S1000RR, που είχε δοκιμαστεί από την ομάδα Marc VDS Racing από τα τέλη του 2010 και όλο το 2011. Αυτή η μοτοσυκλέτα συμμετείχε στα MotoGP με την Forward Racing.

"Ήμουν αγωνιζόμενος για πάνω από 35 χρόνια, πρώτα motocross, μετά το γύρισα σε αγώνες ταχύτητας. Τα πήγα καλά στο Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα, κι αργότερα πέρασα στα GP. Κυρίως έτρεχα στα 250, από το '92 ως το '96. Υπό κανονικές συνθήκες, όσο δηλαδή τα πάντα πήγαιναν καλά, συνήθως θα ήμουν από δέκατος ως δωδέκατος, και νομίζω πως ο καλύτερος τερματισμός μου ήταν πέμπτος στο Assen το ’95.
Σταμάτησα τους αγώνες γιατί είχαμε αρχίσει να επικεντρωνόμαστε πολύ περισσότερο στην τεχνική πλευρά τους, αφού ως Ελβετός αναβάτης ήταν δύσκολο να πάρω εργοστασιακά εξαρτήματα, οπότε αναγκαστήκαμε να φτιάξουμε δικά μας!

Πριν ακόμα σταματήσω να τρέχω, μας απασχολούσε πολύ περισσότερο η συντήρηση και εξέλιξη των κινητήρων και εξαρτημάτων του πλαισίου, παρά η οδήγηση, κι αυτό μάλλον δεν βελτιώνει τους τερματισμούς!

Έτσι ξεκινήσαμε, και γι’ αυτό φτάσαμε εδώ που είμαστε τώρα. Στήσαμε την Suter Racing κι αρχίσαμε να πουλάμε εξαρτήματα στους μέχρι τότε αντιπάλους μας. Είμαστε τυχεροί, γιατί κάναμε το πάθος μας επάγγελμα. Από πάντα η ζωή μου περιστρεφόταν γύρω από τις μοτοσυκλέτες... Τις έχω στο αίμα μου και στην καρδιά μου!"
 

12

Γδύστην! Τσίτσιδη!

 

Σπρώχνουμε το V4 στην εκκίνηση της πίστας των Μεγάρων, την ίδια μοτοσυκλέτα που λίγους μήνες πριν είχε στηθεί στην εκκίνηση του ΤΤ στο Isle of Man, με αναβάτη τον Ian Lougher. "Δεν έχουμε πειράξει τίποτα, και θα δείτε όταν το οδηγήσετε, πως ο λεβιές των ταχυτήτων είναι πιο σκληρός απ’ ότι θα έπρεπε, γιατί αν δεν τον κάνεις έτσι, με τα σαμαράκια, τα κοπανήματα και τις προσγειώσεις στο Isle of Man, ανεβάζει ταχύτητες μόνο του!", προειδοποιεί ο Eskil Suter, και με ένα τεσσαράκι allen κι ένα οχταράκι Τ αρχίζει να γδύνει το δημιούργημά του.

Εξαιρετικά απλή διαδικασία, αφού το φαίρινγκ στηρίζεται με συνδέσμους Djus μισής στροφής. Άλλες τρεις βίδες κι έχουμε πάρει όλα τα carbon στο χέρι, θαυμάζοντας την ελαφρότητα της ύπαρξής τους. Κι όπως συμβαίνει και σε κάποιες άλλες περιπτώσεις, όταν γδυθεί καταλαβαίνεις τη διαφορά. Την παράσταση κλέβουν μεμιάς οι εξατμίσεις, καθώς είναι πια ό,τι πιο ασυνήθιστο σε μια μοτοσυκλέτα.

Οι θάλαμοι διαστολής είναι κατασκευασμένοι από τιτάνιο, από τους μετρ του υλικού στην Akrapovic, και δεν θυμάμαι να έχω δει άλλη φορά δίχρονες εξατμίσεις από την Σλοβένικη εταιρία. Τελικά δίχρονων, ή καλύτερα, τσιμπουκόφωνα όπως πολύ πιο εύηχα λέγονται, φτιάχνει, αλλά θαλάμους διαστολής όχι, εκτός από αυτούς. Κι είναι και οι τέσσερις διαφορετικοί, με τους δύο επάνω να είναι καθρέφτης ο ένας του άλλου, με μία μόνο βάση στην ουρά, και τους δύο κάτω εντελώς ανόμοιους, να συστρέφονται πριν καταλήξουν στην δεξιά μεριά του ψαλιδιού banana. Ειδικά αυτή του κάτω αριστερού κυλίνδρου, μοιάζει με πύθωνα που μόλις έφαγε τον άτυχο ιθαγενή. "Δεν ήταν εύκολη υπόθεση.

13

Σε συνεργασία με ένα διεθνώς αναγνωρισμένο πανεπιστήμιο σχεδιάσαμε τις εξαιρετικά λεπτές και ελαφριές εξατμίσεις που κατασκεύασε η Akrapovic. Ένας από τους κύριους λόγους που θέλαμε να τρέξουμε στο Isle of Man είναι πως αποτελεί το τέλειο πεδίο δοκιμών, αφού είναι ο παγκοσμίως πιο σκληρός αγώνας σε δημόσιους δρόμους", λέει ο Suter. Tα μικροσκοπικά carbon τελικά δεν πείθουν πως δικαιολογούν την ονομασία "σιγαστήρες".

Το επόμενο σημείο που καρφώνεται το μάτι είναι το ψαλίδι. Όχι το πλαίσιο, το ψαλίδι, κι ειδικά από την αριστερή μεριά του που είναι σχεδόν διπλάσια από την δεξιά.

Φτιαγμένο κι αυτό, όπως και το πλαίσιο, από συνδυασμό αλουμινένιων διαμορφωμένων φύλλων και μασίφ κομματιών κατεργασμένων σε CNC, έχει ενισχυτικά βαθουλώματα σε στρατηγικά σημεία.

Όπως και το πλαίσιο των δύο δοκών, εντυπωσιάζει γιατί ενστικτωδώς καταλαβαίνεις πως είναι έτσι γιατί έτσι χρειάζεται να είναι, χωρίς περιττές ντιζαϊνιές. Η περιοχή του λαιμού στο πλαίσιο είναι ένα κουτί ολόκληρο, καθώς αποτελεί και την είσοδο του αέρα για το κλειστό φιλτροκούτι του ψεκασμού. Και κλειστό σημαίνει Ram Air, με όφελος στην πίεση της εισαγωγής όσο ανεβαίνουν τα χιλιόμετρα.

Η κατανομή του βάρους είναι 54-46 % εμπρός-πίσω, κάτι λογικό αφού ο άξονας του ψαλιδιού είναι σχεδόν στη μέση της μοτοσυκλέτας, και τα πάντα που έχουν κάποιο αξιόλογο βάρος (ο κινητήρας και το ρεζερβουάρ με την βενζίνη δηλαδή) είναι μπροστά από κει. Μετά βλέπεις και τα μαρσπιέ που είναι... τριάντα πόντους πίσω από τον άξονα του ψαλιδιού, και καταλαβαίνεις πως με τον αναβάτη επάνω, η αναλογία θα πλησιάζει το 50-50. Τα πάντα στο πλαίσιο είναι ρυθμιζόμενα, από την κάστερ ως το ύψος του άξονα του ψαλιδιού και το μεταξόνιο, μαζί με την θέση οδήγησης φυσικά.

14

Την μεγαλύτερη συγγένεια με όσα πλαίσια έχει φτιάξει ως τώρα ο Suter για τα MotoGP την έχει με αυτό του Ilmor SRT X3 των 800cc, του 2007. Διαστάσεις και γεωμετρία δεν ανακοινώνονται, αλλά το μεταξόνιο είναι κοντά στα 1.400mm που είχαν τα δίχρονα 500 στις δόξες τους. (Για όσους γεννήθηκαν πρόσφατα, να θυμίσουμε πως η τελευταία χρονιά που έτρεξαν, σε ρόλο κομπάρσου μαζί με τις μπετονιέρες, ήταν το 2003).

Μετά το πλαίσιο το μάτι πάει στα χρυσά, στο πιρούνι FGR300 της Ohlins, και στο ΤΤΧ36 αμορτισέρ, που αποτελούν τις βασικές επιλογές. Για όποιον το αντέχει η τσέπη του, και δεν τον μοιάζουν μερικές χιλιάδες ευρώ παραπάνω, ο Eskil τοποθετεί και τα εντελώς MotoGP Ohlins, το πιρούνι RVP20 και το αμορτισέρ RVP46.

Ακόμα όμως και με τα "απλά" Ohlins, η αίσθηση στα σχεδόν motocross Μέγαρα ήταν πως η ανάλαφρη μοτοσυκλέτα πάταγε κάτω, με μια σταθερότητα πολύ βαρύτερης, παρά τα ελάχιστα κιλά της, χωρίς αναπηδήσεις ή άλλα χαζά.

16

Εμπιστοσύνη για να πάρεις φόρα.... Αντίστοιχα κορυφαίου επιπέδου είναι και τα φρένα, με τις GP4-RR δαγκάνες της Brembo. Oι εμπρός δίσκοι μοιάζουν μικροί στα 320mm, αλλά με μόνο 127 κιλά βάρους φτάνουν και περισσεύουν, άλλωστε και ο τρόπος που θέλει να οδηγείται, δεν απαιτεί κάτι περισσότερο. Κι ενώ χαϊδεύει κανείς τις αναρτήσεις, βλέπει πως υπάρχουν και εμπρός και πίσω αισθητήρες καταγραφής δεδομένων για την λειτουργία τους, μέσω του συστήματος της 2D, εταιρίας που έχει εμπειρία πάνω από είκοσι χρόνια.

Και τα YZR500 της Yamaha το ίδιο σύστημα χρησιμοποιούσαν (κι όχι, δεν το θυμόμουν από τότε, αλλά στην κουζίνα μας στο ΜΟΤΟ έχουμε κορνιζαρισμένη μια μεγάλη φωτό του Abe με το YZR, κι είδα το αυτοκόλλητο της 2D στο ψαλίδι!). Γιατί τηλεμετρία και καταγραφή δεδομένων;

Μα, όταν ο Eskil αυτοπροσώπως θα σας παραδώσει το καινούργιο σας ΜΜΧ500, όπως έκανε πρόσφατα με πέντε πελάτες του, είχε κλείσει το Mugello και ρύθμισε ανάλογα την μοτοσυκλέτα του καθενός. Ε, όταν δίνεις πάνω από 100.000 ευρώ, έχεις και το ανάλογο service κατά την παράδοση.  

17

 

Δίχρονο V4, live!

Ναι, V, αλλά πόσο V; Με το μάτι το βλέπεις να είναι κάτι λιγότερο από 90 μοίρες, αλλά πόσο; Ιστορικά, τα δίχρονα V4 είχαν γωνίες από 65 ως και 108 μοίρες. Ο Suter μου λύνει την απορία: "V80°, με αντίθετα περιστρεφόμενους στροφάλους". Γιατί 80°; "Θέμα κραδασμών δεν υπάρχει, οπότε επιλέχθηκε η περιεχόμενη γωνία που βόλευε περισσότερο χωροταξικά!"

Στην καριέρα των δίχρονων V4, σχεδόν όλοι – εκτός της Honda! – κατέληξαν στην λύση των δύο ξεχωριστών στροφάλων, κάτι που δίνει ελαφρά πιο στενό κινητήρα και βελτιώνει την συμπεριφορά, μειώνοντας το γυροσκοπικό φαινόμενο από την περιστροφή του στροφάλου. Έχουμε έτσι δύο στροφάλους γραναζωμένους μεταξύ τους.

Η βασική διαφορά με έναν τετράχρονο V4 είναι πως ο δίχρονος έχει τέσσερα κομβία και τέσσερις ανεξάρτητους στροφαλοθάλαμους, απαραίτητους για να διατηρείται η πίεση της εισαγωγής, ενώ ο τετράχρονος μπορεί να έχει δύο μπιέλες ανά κομβίο. Το επόμενο που χαρακτηρίζει έναν δίχρονο V4 είναι ο χρονισμός του.

Είναι screamer ή big bang, έχει δηλαδή μικρά, ή μεγάλα διαστήματα ανάμεσα στις αναφλέξεις; Στην περίπτωσή μας έχουμε έναν κανονικό screamer, με μια ανάφλεξη κάθε 90 μοίρες, με σειρά ανάφλεξης κυλίνδρων 1-3-2-4.

18

Ανάλογα με το τι βλέπω στο μηχανάκι και τι μου περνάει απ’ το μυαλό, ρωτάω τον Eskil Suter, πηδώντας από τα διαστήματα ανάφλεξης στην μακροζωία των πιστονιών: "Τα πιστόνια αντέχουν και για παραπάνω, αλλά προληπτικά τα αλλάζουμε κάθε 800-1000km, ενώ τους στροφάλους κάθε 3-5.000, ανάλογα την χρήση.

Αλλά τώρα που το λέμε, δεν έχουμε αλλάξει ποτέ κανέναν, οπότε δεν ξέρουμε, μπορεί να αντέχουν και πολύ παραπάνω!" Ένα στοιχείο που δεν είχαν τα GP500, αλλά έχει το Suter, είναι ο ψεκασμός. Οι Ιάπωνες το είχαν δουλέψει, η Honda μάλιστα είχε φτιάξει και ψεκαστό NSR500, αλλά δεν το έτρεξαν.

Δυστυχώς, τα δίχρονα παραγωγής δεν πρόλαβαν να περάσουν στον ψεκασμό, κάτι που θα κάνουν από του χρόνου τα μόνα δίχρονα που απέμειναν, τα enduro και τα motocross. To Suter έχει κεντρική μονάδα ελέγχου της Mectronic που διαχειρίζεται την ανάφλεξη και την τροφοδοσία, μέσω τεσσάρων ενοποιημένων σωμάτων ψεκασμού, που οδηγούν σε βαλβίδες reed με πέταλα carbon fiber. Υπάρχουν κανονικά πεταλούδες, με δύο μπεκ ανά εισαγωγή, ένα κάτω από την πεταλούδα κι ένα από πάνω, shower.

Ο Eskil Suter ήταν έτοιμος να προσθέσει και τα Μέγαρα στην εμπειρία του από τις πίστες του κόσμου τούτου. Λίγο σπρώξιμο και το Τέρας παίρνει, με έναν τραγανό, ροκανιστό ήχο σαν να σκάνε συνέχεια δυναμιτάκια...

Το ζεσταίνει με γκαζιές κοντά στις 8.000, βάζει το χέρι του στα ψυγεία, κι όταν θεωρεί πως έχει φτάσει σε ασφαλή θερμοκρασία, ανεβάζει ακόμα πιο ψηλά τις στροφές...

Ξαφνικά η ογδονταμελής Συμφωνική Ορχήστρα Αλυσοπρίονων Χωρίς Εξάτμιση κάνει κρεσέντο κι ανεβάζει στον κόφτη... Ο ήχος αυτός από τις γκαζιές ως τις 12.000 κάποια στιγμή θα κυκλοφορεί σε παράνομα αρχεία, που two stroke πρεζάκια θα ακούν με κλειστές πόρτες και παράθυρα...

19

Κι όμως, όταν τελικά βάζει κράνος, πρώτη, και ξεκινά με λίγες στροφές από τα πιτς, ο ήχος είναι απρόσμενα βαθύς, σαν μουγκρητό, και η λειτουργία εξαιρετικά καθαρή, χάρη και στον ψεκασμό, αλλά και στις ηλεκτρονικά ελεγχόμενες βαλβίδες που μεταβάλλουν το ύψος της θυρίδας εξαγωγής.

Καθώς είναι κλειστές σ’ αυτή τη φάση, και το ύψος των θυρίδων το ελάχιστο, είναι υπεύθυνες και για τον βαρύ για δίχρονο ήχο του κινητήρα στις χαμηλές στροφές. Μέσα στην πίστα, έχουμε μια μίνι αναβίωση της σεζόν των GP του 2003, όταν τετράχρονα και δίχρονα γύρναγαν μαζί: Ο Παρασκευάς με το R1 του, και ο Eskil Suter με το... Suter του, το ένα τετρακύλινδρο τετράχρονο cross plane, το άλλο τετρακύλινδρο δίχρονο screamer, με το πρώτο να παίζει μια βαρύτονη υπόκρουση στα στριγγά ροπιάσματα του άλλου...

Θα λέγατε όχι σε μια έκδοση δρόμου;

Δρόμου; Δηλαδή με πινακίδα; Ποιος τρελός θα το φτιάξει, γιατί τρελούς να το αγοράσουν έχουμε! Μα, αυτός ο Ελβετός, που γυαλίζει το μάτι του... Όταν βγήκε από την πίστα, τον ρωτάω για την αναλογία λαδιού στην βενζίνη, και παίρνω μια απρόσμενη απάντηση: "Τώρα βάζουμε 3% λάδι.

Αλλά [εδώ άστραψε το μάτι του...] έχουμε ήδη έτοιμη αντλία λαδιού, που θα καταργήσει την μίξη στο ρεζερβουάρ! Έτοιμη είναι επίσης και η μίζα, κι έτσι δεν θα χρειάζεται σπρώξιμο για να πάρει μπρος." ΟΚ, και μετά θα του βγάλουμε και πινακίδα για να κυκλοφορούμε στο δρόμο, αστειεύομαι.

Αλλά ο Ελβετός δεν αστειευόταν: "Θα γίνει κι αυτό, είναι στα σχέδιά μας!" Να δω πως θα καταφέρουν να το κάνουν αυτό... Έτσι κι αλλιώς, το ΜΜΧ500 δεν απευθύνεται σε αγωνιζόμενους, από τη στιγμή που ναυάγησαν τα αρχικά σχέδια του Suter για μια σειρά αγώνων με MMX500 βαμμένα στα χρώματα των ομάδων του τότε, με αναβάτες του τότε...

Αυτό ήταν όταν είχε πρωτοφτιάξει τον κινητήρα, με 500cc. Ώριμα σκεπτόμενος, ανέβασε τα κυβικά στα 580. Γιατί 580 όμως; Ας μην ξεχνάμε σε ποιους απευθύνεται αυτή η μοτοσυκλέτα. Κατηγορία αγώνων για δίχρονα 500 δεν υπάρχει, οι προτεραιότητες ήταν πια άλλες.

Από τις αρχικές διαστάσεις του κινητήρα των 500cc που ήταν 56x50,8, αυξήθηκε η διαδρομή του στροφάλου κατά 8mm και πλέον οι διαστάσεις των 56x58,8 δίνουν 576cc. Έχουμε έτσι έναν υποτετράγωνο (!) δίχρονο V4, πιο αξιόπιστο, πιο οδηγήσιμο, με πιο ομαλή λειτουργία και εξαιρετικά λιγότερο  απαιτητικό σε εξειδικευμένες γνώσεις για συντήρηση και ρύθμιση.

21

Και πολύ μικρότερο κοστολόγιο – μια ακριβής GP500 ρέπλικα θα ήταν ασύμφορη ακόμα και για τον πιο πλούσιο ιδιώτη. Πέρα από τα επιπλέον κυβικά και τα πλεονεκτήματά τους, η διαφορά ανάμεσα στις απαιτήσεις ρυθμίσεων των καρμπυρατέρ του τότε και τον ψεκασμό του Suter είναι η μέρα με την νύχτα. Κι αν χρειαστεί αλλαγές στην τροφοδοσία, ανοίγεις το laptop αντί για το κουτί με τα ζιγκλέρ και τις βελόνες...

Κι όλα αυτά, με μια απόδοση που είναι ίση με την κορυφαία που είχαν φτάσει τα δίχρονα 500 στα GP. Η NSR500 του Rossi είχε το 2001 190-200 ίππους στις 13.500 για 131 κιλά, αν και υπάρχει μια "απόκρυφη" ιστορία πως ο ίδιος είχε επιλέξει μια απόδοση πιο κοντά στους 170.

Άλλο αυτό όμως. Η ΜΜΧ500 με τις στάνταρ ρυθμίσεις έχει 195, ίσως στις 11.500, με μέγιστες στροφές τις 13.000, για 127 κιλά... Για μια μικρή σύγκριση με τις GP500, ας θυμηθούμε πως όταν ξεκίνησαν οι τετρακύλινδρες δίχρονες, το 1975 με την εν σειρά Yamaha OW23, είχε κάτω από 100 ίππους, ενώ το Suzuki RG500 – square four αυτό – μόλις που ξεπερνούσε τους 100.

Η ίδια η Yamaha ανακοινώνει 130 ίππους για την πρώτη V4 με δύο στροφάλους και εισαγωγή με reed στον στροφαλοθάλαμο, την OW76 του 1984, με την οποία ο Eddie Lawson είχε κερδίσει το πρωτάθλημα εκείνης της χρονιάς.

Ο Rossi, στην τελευταία του χρονιά με δίχρονο, το 2001, έκανε όσους περισσότερους γύρους μπορούσε σε δοκιμές και χρονομετρημένα, γιατί όπως έλεγε "μου μένουν λίγοι ακόμα αγώνες με μια αληθινή μοτοσυκλέτα...".

Ήταν η Yamaha με την OW61 του 1982 που έφτιαξε την πρώτη δίχρονη V4, που είχε και τον πρόγονο του πλαισίου Deltabox, εξελιγμένο από τον Ισπανό Antonio "JJ" Cobas. Δυο χρόνια αργότερα, το 1984, η ΥΖR500 OW76 απέκτησε εισαγωγή με reed κατ’ ευθείαν στον στροφαλοθάλαμο, και με την OW81 του 1985 έβαλε τους στροφάλους να περιστρέφονται αντίθετα, για μείωση του γυροσκοπικού τους φαινομένου και μεγαλύτερη ευελιξία (την διάταξη αυτή την είχε δοκιμάσει στην OW77, μια πειραματική GP500 που δεν έτρεξε ποτέ). Η ισχύς είχε ανέβει στους 154 ίππους.

Έτσι, η βασική διάταξη του κινητήρα της ΜΜΧ500 είναι παρόμοια με της OW81: Αντεστραμμένοι πίσω κύλινδροι με τις ευθύγραμμες εξατμίσεις τους στην ουρά, εισαγωγή με reed στον στροφαλοθάλαμο, αντίθετα περιστρεφόμενοι στρόφαλοι. Η διαφορά ήταν στην περιεχόμενη γωνία των κυλίνδρων, που στην πορεία των OW κυμαινόταν από 60-75°, ενώ της Suter είναι 80°.

22

Αλλά ήταν οι Yamaha ΥΖR500 ΟW98 και Suzuki RGV500 XR74 του 1988 που αποτέλεσαν το πρότυπο των δίχρονων V4 και στο πλαίσιο, αφού ήταν οι πρώτες που φορούσαν ασύμμετρο ψαλίδι banana για να βγαίνουν και οι δύο κάτω εξατμίσεις από την δεξιά μεριά. Η διάταξη αυτή κινητήρα και πλαισίου κράτησε μέχρι το οριστικό τέλος των δίχρονων 500, με εξαίρεση την Honda που επέμενε στον "αληθινό" V4 με έναν στρόφαλο, ξεκινώντας από κινητήρα screamer, φτιάχνοντας τον πρώτο big bang το ’92, και γυρνώντας αργότερα πάλι σε screamer μετά από απαίτηση του Doohan. Τα NSR κέρδισαν επτά από τους δέκα τελευταίους τίτλους των GP500, ενώ η Honda είχε εξελίξει και NSR500 με ψεκασμό. Φανταστείτε το αυτό σε συνδυασμό με το σύστημα AR, το Active Radicals combustion που επίσης είχε βγάλει σε παραγωγή η Honda, ή και σε συνδυασμό με άλλες εξελίξεις στο θέμα των δίχρονων, και σήμερα θα μπορούσαμε να οδηγούμε καθαρά δίχρονα στο δρόμο.

23

Αλλά η politically correct άποψη επέμενε τετράχρονα, και η αλλαγή των κανονισμών σήμανε το τέλος των street δίχρονων. Έμειναν πια μόνο τα χωματερά, που σε λίγο κι αυτά θα γίνουν ψεκαστά. Αυτό που αγοράζει λοιπόν σήμερα ο ευτυχής πελάτης του Eskil Suter έχει ίση ιπποδύναμη με το απόγειο της εξέλιξης των GP500, με έναν κινητήρα screamer πολύ πιο ροπάτο και γραμμικό, σχεδιασμένο για τον χομπίστα αναβάτη που θέλει να ζήσει την αίσθηση των ιστορικών πια 500, χωρίς να έχει και μια εργοστασιακή ομάδα να τον υποστηρίζει. 

Ο Eskil Suter δικαιολογημένα είναι περήφανος: "Η κατασκευή μιας τέτοιας μοτοσυκλέτας, έστω και σε περιορισμένη παραγωγή, αποκτά ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα γιατί έχει αυτόν τον τετρακύλινδρο δίχρονο των 580cc, που προκαλεί σχεδόν υστερικές αντιδράσεις σε όσους είναι δεμένοι συναισθηματικά με τις άγριες μέρες των GP500, τότε που θρύλοι σαν τους Kenny Roberts, Eddie Lawson και Wayne Gardner, για να αναφέρουμε μόνο λίγους από αυτούς, έδιναν συναρπαστικές μάχες για το βάθρο – και για να καταφέρουν να μένουν όρθιοι!

Η εκρηκτική απόδοση των δίχρονων δεν έχει ξεχαστεί, κι οι πραγματικοί fans θεωρούν ακόμα πως η χρυσή εποχή των GP ήταν η δίχρονη... Εκείνες οι μοτοσυκλέτες όμως ποτέ δεν ήταν διαθέσιμες στο κοινό, κι εμείς θέλαμε να τις φέρουμε και πάλι στη ζωή, προσαρμοσμένες στην εποχή μας. Γι’ αυτό και τα πάντα πάνω στην MMX500 είναι ό,τι πιο σύγχρονο κι ό,τι καλύτερο. Την τεχνολογία, την τεχνογνωσία και τα εξαρτήματα της MMX500 μόνο να τα ονειρευτούμε θα μπορούσαμε τις μέρες των δίχρονων GP."


 

 

Πως φτάσαμε ως εδώ...

SUZUKI RGV500 XR74  1988

Του Schwantz το μηχανάκι

31

To ’88 και οι δύο στρόφαλοι είχαν την ίδια φορά, αλλά το πρόβλημα ήταν πως με τα καρμπυρατέρ ανάμεσα στους κυλίνδρους, ο ένας στρόφαλος περιστρεφόταν κόντρα στην ροή του μίγματος, οπότε έχανε σε απόδοση. Το 1989 όμως το RGV είχε τους στροφάλους του να περιστρέφονται αντίστροφα, και τότε άρχισαν να βγάζουν άλογα, αλλά είχαν θέμα αξιοπιστίας. Έσπαγαν οι στρόφαλοι απ’ το γκάζι, ή απλά, δεν ήταν εξ αρχής σχεδιασμένοι για τόσο γκάζι. Ο Schwantz θεωρεί πως το 1989 ήταν η καλύτερη χρονιά του. Κέρδισε έξι αγώνες, αλλά έπεσε σε άλλους τρεις κι εγκατέλειψε από μηχανική βλάβη επίσης σε τρεις.

35

Το RGV500 είχε το πρώτο αλουμινένιο πλαίσιο δύο δοκών της Suzuki, αλλά η ομάδα το άλλαζε συνεχώς, πειραματιζόμενη με την θέση του άξονα του ψαλιδιού αλλά και την κάστερ του λαιμού. Το ’88 όμως, είxε ψαλίδι banana, που επέτρεψε και στις δύο εξατμίσεις των κάτω κυλίνδρων να έρθουν από την ίδια μεριά, όπως και το πρώτο upside down πιρούνι της Kayaba. Οι κινητήρες ήταν όλοι παρόμοιοι, αλλά ως το 2001 θα άλλαζαν πολλές φορές την περιεχόμενη γωνία των κυλίνδρων, ανάμεσα από τις 70 και τις 80 μοίρες. Επίσης το ’89 χρησιμοποιήθηκαν διπλές βαλβίδες εξαγωγής, συνδυασμός γκιλοτίνας και περιστροφικής, όπως και ένα πρωτόγονο σύστημα quickshifter. Δοκίμαζαν επίσης διάφορες διαμέτρους κυλίνδρων, 54 ή 56mm, αλλά τα κιβώτια ταχυτήτων ήταν σχεδόν ίδια για όλα. Άλλαζαν και τα διαστήματα ανάφλεξης, από big bang ως screamer, κι είχε τύχει να τα έχουν την ίδια χρονιά μαζί. Είχαν φτιάξει στροφάλους των 180°, των 90° και των 45°. Tο RGV500 XR84 του 1994 ζύγιζε 135kg κι έβγαζε κοντά στα 195 άλογα από τον κινητήρα των 70° μοιρών.

 


Πως φτάσαμε ως εδώ, ΙΙ...

YAMAHA OW81 1985

Αντίθετα περιστρεφόμενοι στρόφαλοι

24

Ο V4 του OW81 ήταν εντελώς νέος. Οι στρόφαλοι περιστρέφονταν αντίθετα, με τον εμπρός να γυρίζει προς την διεύθυνση κίνησης της μοτοσυκλέτας, και τον πίσω αντίθετα μ’ αυτή, κάτι που μείωνε το γυροσκοπικό φαινόμενο που επηρέαζε αρνητικά την συμπεριφορά. Επιπλέον, τα κάρτερ είχαν φτιαχτεί αρκετά ισχυρά ώστε να αποτελούν ενεργό μέρος του πλαισίου, αυξάνοντας την ακαμψία και συμβάλλοντας στο εξαιρετικό κράτημά της.

29

Το OW81 με τους Eddie Lawson και Christian Sarron πήρε την δεύτερη και τρίτη θέση στο πρωτάθλημα του 1985. Για το 1986, η ισχύς ανέβηκε από τους 140 στους 145 ίππους, ενώ υπήρχαν και εργονομικές αλλαγές όπως στο σχήμα της σέλας και την θέση οδήσησης, και οι βελτιώσεις ήταν αρκετές ώστε να βοηθήσουν τον Lawson να πάρει τον δεύτερό του τίτλο στα GP500, και τον Tadahiko Taira να πάρει τον τρίτο συνεχόμενο τίτλο του στα 500cc του All Japan Championships. Από αυτή την μοτοσυκλέτα λοιπόν ξεκίνησαν οι στρόφαλοι να περιστρέφονται αντίθετα, ενώ η τελική μορφή, στο πλαίσιο, ολοκληρώθηκε από την Suzuki, με το ψαλίδι banana. H Yamaha θα έφτιαχνε το πρώτο της big bang, το YZR500, το 1992. Κι αυτό είχε δύο στροφάλους, με γωνία 90 μοιρών.

 

 

Πως φτάσαμε ως εδώ, ΙΙΙ...

Swissauto V4 500

Ο πρώτος Ελβετικός V4

33

Αρχικά, ο Suter είχε εμπειρία από το Swissauto 500, που με τις κλασικές διαστάσεις 54x54,5 mm και περιεχόμενο γωνία 108° έβγαζε 210 ίππους στις 12.500. Τα κάρτερ του ήταν είτε αλουμινένια είτε από μαγνήσιο, και τροφοδοτούνταν από 4 Mikuni 35mm με επίπεδα slide. Τα διαστήματα ανάφλεξής του ήταν... ό,τι ήθελε κάθε φορά ο πελάτης, από 30 έως 180 μοίρες. Κι αυτός είχε ηλεκτρονικά ελεγχόμενες βαλβίδες εξαγωγής, και ζύγιζε 39,5 κιλά. Ο Suter έφτιαχνε μεταξύ άλλων και τις εξατμίσεις του, αλλά έστηνε και το πλαίσιο, όπως έκανε στην περίπτωση του MuZ.  O κινητήρας αυτός ήταν σε παραγωγή από το ’94 ως το ’99. Χρησιμοποιήθηκε και στο Παγκόσμιο Sidecar, από διάφορες ομάδες και με διάφορα ονόματα. Στα GP 500 εμφανίστηκε ως Swissauto, ως elf – ROC, ως MuZ και τελικά ως Pulse, μαζεύοντας 29 νίκες σε GP και τρία Παγκόσμια Πρωταθλήματα. 

 

 

Πως φτάσαμε ως εδώ, IV…

HONDA NSR500

Εν τω μεταξύ, η Honda έκανε τα δικά της!

26

Tο Honda NSR500 είχε πάντα έναν στρόφαλο, ήταν δηλαδή ένα κανονικό V, κι όχι δύο δικύλινδροι τοποθετημένοι υπό γωνία μεταξύ τους, όπως ουσιαστικά είναι όλοι οι κινητήρες V4 με δύο στροφάλους. Η Honda, όπως είχε δηλώσει ο Oguma, απέρριψε την λύση των δύο στροφάλων "...λόγω τριβών, γιατί οι δύο στρόφαλοι χρειάζονται 8 ρουλεμάν, ενώ ο ένας μόνο 5". Άρχισε την αγωνιστική του καριέρα, και την τελείωσε, ως screamer, με τα πιστόνια να είναι σε παρόμοια διάταξη με ενός τετράχρονου V4 με στρόφαλο 180°. Το 1990, η Honda έβαλε τα κομβία του στροφάλου σε κάθε ζεύγος κυλίνδρων να είναι στην ίδια θέση, σαν ένα τετράχρονο “droner” με στρόφαλο 360°, αλλά σε διαφορά φάσης 180° με του άλλου ζεύγους κυλίνδρων. Ήταν ο πρώτος κινητήρας big bang.

28

Το 1997 ο Mick Doohan ήθελε κινητήρα screamer, 180°, κι ο θρυλικός crew chief του HRC τότε, ο Jerry Burgess, εξηγεί γιατί: "Με τον screamer των 180 μοιρών υπάρχει άμεση σχέση ανάμεσα στην γκαζιέρα και τον πίσω τροχό, κι όταν το πίσω λάστιχο σπινάριζε ο Mick μπορούσε να κλείσει ελαφρά το γκάζι χωρίς να χάσει κι εντελώς την ισχύ. Ένας big bang έχει πολύ περισσότερο φρένο κινητήρα, όταν κλείνει το γκάζι, οπότε αποσταθεροποιεί την μοτοσυκλέτα στην είσοδο των στροφών, κι όταν ανοίγεις κατόπιν το γκάζι, έχεις αυτή την ξαφνική παροχή δύναμης, που και πάλι χαλάει την ισορροπία της μοτοσυκλέτας και δυσκολεύει την ανάρτηση, δεν την αφήνει να κάνει τη δουλειά της. Το μυστικό του Mick ήταν η ταχύτητα μέσα στην στροφή, οπότε ήθελε την απόδοση να είναι ομαλή, και ένας screamer είναι πολύ πιο ομαλός στις μεταβολές του γκαζιού σε σχέση με έναν big bang."

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ        

Κατασκευαστής:

Suter Racing Technology

Τιμή:

112.300 (βασική έκδοση...)

 

 

ΒΑΡΟΣ

 

127 kg

Πίσω

46%

Εμπρός

54%

 

 

 

ΠΛΑΙΣΙΟ

Τύπος:

Αλουμινένιο box δύο δοκών από πρεσαριστά και κατεργασμένα σε CNC κομμάτια, ρυθμιζόμενο μεταξόνιο, κάστερ, ύψος, θέση οδήγησης. Ψαλίδι banana από πρεσαριστά και κατεργασμένα CNC κομμάτια.

Πλάτος (mm):

 

Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):

 

 

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Τύπος:

Δίχρονος V4 με δύο αντίθετα περιστρεφόμενους στροφάλους σε ρουλεμάν, διπλές ηλεκτρονικά ελεγχόμενες βαλβίδες εξαγωγής

Διάμετρος επί διαδρομή (mm):

 56 x 58,5

Χωρητικότητα (cc):

576

Σχέση συμπίεσης:

 

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

195/13.000

Ροπή (kg.m/rpm):

-

Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):

338,5

Τροφοδοσία / ανάφλεξη:

Ψεκασμός με τέσσερα σώματα, carbon βαλβίδες reed στο στροφαλοθάλαμο / Mectronic ECU

Σύστημα εξαγωγής:

4 θάλαμοι διαστολής Akrapovic από τιτάνιο

Σύστημα λίπανσης:

Mίξη λαδιού 3%

Σύστημα εκκίνησης:

Σπρώξιμο (προσεχώς μίζα!)

 

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Κιβώτιο: Suter τύπου κασέτας, 6 σχέσεων

Συμπλέκτης:

Ξηρός πολύδισκος Suter

Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:

Γρανάζια / -

Τελική μετάδοση / σχέση:

Αλυσίδα 520 / γρανάζια

 

ΠΙΣΩ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Σύστημα μοχλισμού με αμορτισέρ Ohlins TTX36 (RVP46)

Διαδρομή (mm):

-

Ρυθμίσεις:

Απόσβεση συμπίεσης, επαναφοράς, προφόρτιση, μήκος

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

6,0 x 17 ΟΖ σφυρήλατη αλουμινένια (ΟΖ ή Marchesini μαγνησίου)

Ελαστικό:

195/65R17 Dunlop KR108 ή 190/65R17 Bridgestone ή 200/60R17 Pirelli

Πίεση:

1,4 bar

ΦΡΕΝΟ

Δίσκος 218mm με διπίστονη δαγκάνα Brembo P4.24 (έμβολα τιτανίου)

 

ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

Big Dash full carbon της 2D, ενδείξεις στροφών, σχέσης κιβωτίου, θερμοκρασίας ψυκτικού, shift lights, GPS, χρονομέτρηση γύρων, split (Σύστημα καταγραφής δεδομένων για λειτουργία εμπρός / πίσω ανάρτησης, πίεση φρένων εμπρός / πίσω, λειτουργίας κινητήρα, ΙMU, ανάλυση γύρου, GPS, software χαρτογράφησης κινητήρα). Ρεζερβουάρ / φαίρινγκ / ουρά carbon fiber

 

ΕΜΠΡΟΣ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Πιρούνι USD Ohlins FGR300, TTX25 (RVP20)

Διαδρομή/Διάμετρος (mm):

130/43 (130/42)

Ρυθμίσεις:

Απόσβεση συμπίεσης, επαναφοράς, προφόρτιση ελατηρίου

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

3,75 x 17 ΟΖ σφυρήλατη αλουμινένια (ΟΖ ή Marchesini μαγνησίου)

Ελαστικό:

120/70R17 Dunlop KR106-1 ή Pirelli, 120/60R17 Βridgestone 

Πίεση:

2,4 bar

ΦΡΕΝΟ

Δύο δίσκοι 320mm με τετραπίστονες δαγκάνες Brembo GP4-RR 32/36 (Brembo XA8D1.B0/1 36/38)