Δοκιμή Kawasaki H2 (2015-2018) Οδηγούμε στο Nürburgring- Αρχείο περιοδικού ΜΟΤΟ

Πόσο γυρίζει αυτό το γκριπ;
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

1/8/2019

Για το ΜΟΤΟ, το κεφάλαιο των υπερτροφοδοτούμενων μοτοσυκλετών της Kawasaki με τα H2 και H2R, ξεκίνησε με παγκόσμιες αποκλειστικότητες και έντονη δράση. Αρχικά είμασταν ανάμεσα στους ελάχιστους που είχαν την τύχη όχι απλά να οδηγήσουν την έκδοση H2R αλλά να την δοκιμάσουν όπως της αρμόζει. Η έκδοση R ήταν αυτή που ήρθε πρώτη στα χέρια μας και το ΜΟΤΟ ήταν ανάμεσα στους τρεις πρώτους παγκοσμίως που τη δυναμομέτρησε, και μάλιστα την στιγμή της δυναμομέτρησης είμασταν σε ανοιχτή γραμμή με το εργοστάσιο, προσπαθώντας να δικαιλογήσουμε τα νούμερα που βλέπαμε. Η εμπειρία της οδήγησης της H2R αλλά και λίγο αργότερα του μοναδικού συγκριτικού στην πίστα των Σερρών, απέναντι στα καλύτερα superbike, ήταν καθοριστική για να μπορέσουμε να μιλήσουμε για την "πολιτική" έκδοση, την H2. Και οι λόγοι που συμβαίνει αυτό αναλύονται στο παρακάτω κείμενο. Η δοκιμή του H2 ήταν εξίσου εντυπωσιακή καθώς πραγματοποιήθηκε επί γερμανικού εδάφους. Συγκεκριμένα στον ευρωπαϊκό επίγειο παράδεισο της ταχύτητας, το Nürburgring και εξελίχθηκε σε μια πραγματική περιπέτεια, που λίγο έλειψε να έχει και άσχημη κατάληξη. Οι αναγνώστες του MOTO διάβαζαν από τους πρώτους στον κόσμο, όλα τα νέα για τις H2 και H2R. Μοτοσυκλέτες που πρέπει κανείς να γνωρίζει τα πάντα, μιας και άλλαξαν πολλά δεδομένα και είναι ακόμη και τώρα πολύ μπροστά για την εποχή μας. Η H2 της Kawasaki είναι από τις περιπτώσεις που πρέπει να έχεις διαβάσει για εκείνη, όχι ως οδηγό αγόρας, όχι γιατί σκοπεύεις να την αγοράσεις, αλλά γιατί ενδιαφέρεσαι για τις μοτοσυκλέτες. Κι όπως συμβαίνει με όλες τις δοκιμές του ΜΟΤΟ, που δεν λειτουργεί ως οδηγός αγοράς και μόνο, από κάθε κείμενο έχεις πολλά να πάρεις για την οδήγηση γενικά και την εμπειρία την ίδια συγκεκριμένα.

Το άρθρο προέρχεται από το αρχείο του περιοδικού ΜΟΤΟ και αναδημοσιεύεται από την αρχική του μορφή δίχως αλλαγές. Αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του περιοδικού, μαζί με τις φωτογραφίες που το συνοδεύουν. Απαγορεύεται οποιαδήποτε αντιγραφή, οικειοποίηση μέρους ή του συνόλου του κειμένου και των φωτογραφιών, παραλλαγή ή χρήση πέραν της ανάγνωσης

Πόσο γυρίζει αυτό το γκριπ;

Γκάζι που δεν ξέρεις πού ακριβώς είναι το στοπ -και αμφιβάλλεις αν τελικά υπάρχει- με επιτάχυνση τόσο έξω από τα όρια που μπορεί να διαχειριστεί ο εγκέφαλός σου, που φοβάσαι ότι κάθε χούφτωμα του γκαζιού, ισοδυναμεί μ’ ένα βήμα πιο κοντά στην παράνοια! Κι όλα αυτά σου τα σερβίρουν τώρα νόμιμα, με χαρτιά και πινακίδα…

Είναι πρωί Δευτέρας και οι γερμανικές autobahn έχουν ακόμα κίνηση, παρόλο που έχει πάει 9:30 και κανονικά θα έπρεπε να είναι όλοι πίσω από ένα γραφείο… Έλα όμως που δεν έχουν όλοι τα ίδια ωράρια, άλλωστε κι εμείς πάμε μαζί με τον χαμό, καθώς κατευθυνόμαστε προς την Φρανκφούρτη, μέχρι να πάρουμε το δρόμο προς Κολονία και κάπου μετά να στρίψουμε προς τα αριστερά. Είναι πολύ μακριά από την μοτοσυκλετιστική νιρβάνα όλο αυτό το σκηνικό, γιατί έχει μόλις 1°C Κελσίου και υπερβολική, μαρτυρική κίνηση. Το Η2 δεν μπορεί να δείξει πόσο γκάζι έχει σ’ αυτό το σημείο, οπότε το μόνο ευχάριστο στη παγωμένη αυτή διαδρομή, είναι ο προορισμός μας: Σε περίπου μία ώρα, θα είμαστε στον επίγειο παράδεισο της ταχύτητας, ή για να μην το φουσκώνουμε πολύ, στο ευρωπαϊκό κομμάτι του παραδείσου, το θρυλικό Nürburgring!

Στο Nordschleife μπαίνουν όλοι μαζί, με ότι έχει πινακίδα, και στο συγκεκριμένο σημείο με τα πόδια - όταν κλείνει η πίστα - για να γράψουν στην άσφαλτο. Αποτελεί λειτουργία για τους ντόπιους...

 

Πίσω στην Ελλάδα κυκλοφορούσες ακόμα με κοντομάνικο, τι δουλειά λοιπόν έχουμε να τρέχουμε για να προλάβουμε τις δύο τελευταίες μέρες που θα είναι ανοικτή η πίστα, πριν πέσει το πρώτο χιόνι για φέτος και κλείσει για τα καλά; Το πώς φτάσαμε μέχρι εκεί και το γιατί, είναι από μόνο του μία μικρή περιπέτεια, που ξεκινά πίσω, στην έκθεση της Κολονίας, όταν ανάμεσα στους πρώτους παγκοσμίως αντικρύζαμε το H2R. Είχαμε τότε την βεβαιότητα, παρόλο που δεν είχαν έρθει ακόμα τα capital control και άλλοι τέτοιοι όροι στη ζωή μας, ότι δύσκολα θα βάζαμε χέρι στην μοτοσυκλέτα των 55.000 ευρώ. Μπορεί αργότερα οι προσπάθειές μας να απέδωσαν καρπούς και με το παραπάνω, αλλά αυτήν την ιστορία την ξέρετε ήδη. Πώς όμως μπορούσαμε να είμαστε σίγουροι, ότι θα τα καταφέρναμε να είμαστε στους τρεις πρώτους στον κόσμο που θα δυναμομετρούσαν το H2R, πως θα το τρέχαμε στο Τατόι και την πίστα των Σερρών! Με σκοπό λοιπόν να μάθουμε πρώτοι, όσα περισσότερα μπορούσαμε για την δυνατότερη μοτοσυκλέτα παραγωγής, τότε στην Κολονία, γνωρίσαμε τον άνθρωπο πίσω από την ομάδα superbike της Γερμανίας και ένα από τα υψηλότερα στελέχη της αντιπροσωπίας, ο οποίος μόλις είδε το MOTO, όπως πάντα συμβαίνει στο εξωτερικό, εντυπωσιάστηκε και δέχτηκε να μας βοηθήσει. Άνοιξε εκείνη την στιγμή λοιπόν άλλη μία πόρτα, απλά και μόνο από την δουλειά που αναγνώρισαν στις σελίδες του περιοδικού μας κι όταν τελικά διαπιστώσαμε ότι είναι πιο εύκολο να βρούμε ένα H2R στην Ελλάδα, παρά στην street legal έκδοση Η2, αποφασίσαμε να την χτυπήσουμε! Για να σφραγίσουμε έτσι τον φάκελο που αναγράφει: "Υπερτροφοδούμενες μοτοσυκλέτες Kawasaki"!

Έξω από το νέο συνεδριακό κέντρο, που επιβάρυνε οικονομικά την πίστα με καταστροφικό τρόπο...

 

"Θα σου το δώσω γιατί το υποσχέθηκα, και γιατί εκτιμώ πολύ την δουλειά που κάνετε, καλή τύχη στην Ελλάδα" έλεγε το e-mail πριν κλείσουμε τα εισιτήρια και φύγουμε για την Γερμανία, για τα κεντρικά της Kawasaki, περίπου σαράντα χιλιόμετρα έξω από την Φρανκφούρτη. Ο χώρος της Kawasaki Γερμανίας είναι μοναδικός, αν φτιάξω ποτέ δικό μου συνεργείο θα προσπαθήσω να τον αντιγράψω, ενώ μαζί με το Η2 που ετοιμάζονται να μου δώσουν, έχουν κι ένα GPZ750 Turbo, σε κατάσταση καινούριου. Δεν είναι ακριβώς το παλιό και το νέο, αλλά είναι υπέροχο να τα βλέπεις μαζί, συζητώντας με τους μηχανικούς τις δυσκολίες συντήρησης του ενός και του άλλου, μέχρι να έρθει η ώρα να φύγω: "Δεν έχουμε δώσει ποτέ μοτοσυκλέτα σε δημοσιογράφο εκτός Γερμανίας, και ό,τι χαρτιά έχω είναι στα Γερμανικά. Βάλε μία υπογραφή και έχε εμπιστοσύνη: Το μόνο που λέει, είναι ότι αν σπάσεις το Η2, εμείς αναλαμβάνουμε την μοτοσυκλέτα και εσύ τα κόκαλα που έχεις σπάσει!" Με αυτές τις ευχάριστες διαπιστώσεις, το Η2 με τα ολοκαίνουρια ελαστικά παίρνει το δρόμο για την πίστα και το ΜΟΤΟ ετοιμάζεται να δώσει τον καλύτερο επίλογο στο κεφάλαιο που λέγεται Η2 και H2R!

Το GPZ750 Turbo ετοιμαζόταν για το μουσείο. Ανά τακτά χρονικά διαστήματα, το παίρνουν για αλλαγή υγρών και για βόλτα, για να συντηρείται

 

Ανοίξτε του δρόμο!

Έχοντας συγκεντρώσει πλέον μία πολύ καλή εμπειρία με το H2R σε αεροδρόμιο, πίστα και… δρόμο, και μάλιστα πρόσφατα, οι διαφορές με το Η2 που κοστίζει λιγότερο από τα μισά λεφτά, είναι κατευθείαν παραπάνω από εμφανείς. Πρώτη και κυριότερη, το βάρος. Το carbon κουστούμι και η απουσία φώτων ελαφραίνουν πολύ την έκδοση R και τώρα αυτή η διαφορά ξενίζει, και ας είμαστε καμιά διακοσαριά χιλιόμετρα μακριά από την πίστα, σε άψογους ανοικτούς δρόμους. Όπως επίσης και η απόκριση του γκαζιού και η "αντίδραση" της υπερτροφοδότησης. Στο R το είχαμε δει αυτό να συμβαίνει μετά από μερικούς γύρους στην πίστα, όταν η πίεση στο αλουμινένιο φιλτροκούτι αυξανόταν και η μοτοσυκλέτα γινόταν νευρική χωρίς να μπορείς να ανοίξεις το γκάζι προοδευτικά. Στο Η2 είναι μόνιμο το φαινόμενο αυτό, από την πρώτη στιγμή. Όσοι ξένοι δημοσιογράφοι ήταν στην παρουσίαση των μοτοσυκλετών στο Losail είναι λογικό να μην πρόσεξαν την μεγάλη διαφορά, καθώς είχαν το R για πολύ λίγο στην διάθεσή τους. Όμως για εμάς τα πράγματα ήρθαν ανάποδα κι έτσι μέχρι να βρεθώ στη σέλα του Η2, είχα ήδη μία σειρά από πολύ καλές εμπειρίες με το R, οπότε η διαφορά ήταν άμεσα εμφανής. Για το διάστημα που κρατούσα σταθερή ταχύτητα πίσω από το αυτοκίνητο που είχαμε νοικιάσει με τον φωτογράφο μας, μοναδικός τρόπος να μεταφέρεις τον ίδιο και τον εξοπλισμό του, το φαινόμενο που αλλιώς μεταφράζεται ως "απόκριση Aprilia Shiver 1ης γενιάς" με συντρόφευε μέχρι και τις μεσαίες στροφές.

Πιάνοντας όμως μία autobahn με κατεύθυνση βορειο-ανατολικά, έρχεται η ώρα να αφήσω την συνοδεία του αυτοκινήτου για να διαπιστώσω πόσα από τα άλογα του R απουσιάζουν στο Η2, μια που όταν κινείσαι η μοτοσυκλέτα αυτή αναπνέει πολύ καλύτερα, σε σύγκριση με το δυναμόμετρο. Μέχρι να γίνει πραγματικότητα το ρομπότ της Yamaha, μετρώντας όλες τις παραμέτρους εν κινήσει, ο μόνος τρόπος να συγκρίνεις δύο μοτοσυκλέτες είναι η μνήμη σου και η αίσθηση που έχεις οδηγώντας και τις δύο. Ευτυχώς η επιτάχυνση του R δεν είναι κάτι που ξεχνάς εύκολα, αν το ξεχάσεις ποτέ… Ανοίγοντας από τα 120 με έκτη, έρχεται ένα πολύ γνωστό συναίσθημα στο μυαλό, ότι κάπου γίνεται λάθος και έχεις μπερδέψει τις σχέσεις. Το Η2 επιταχύνει σαν ένα χιλιάρι με τετάρτη, δηλαδή με μία μικρή έκρηξη από τον πίσω τροχό, που σε εκτοξεύει με δύναμη μπροστά. Είναι εκεί στα 240-250 που συμβαίνει το άλλο μικρό θαύμα, το Η2 ουρλιάζει επιταχύνοντας μ’ ένα νέο κύμα δύναμης. Δεν έχει αυτή την σταθερά γρήγορη επιτάχυνση που ίσως να περιμένεις έχοντας στο μυαλό σου τα superbike, πρόκειται για κάτι πολύ περισσότερο. Όπως και το R, με μικρή διαφορά είναι η αλήθεια, το Η2 επιταχύνει σαν τρελό και στα 240 περίπου συμπεριφέρεται σαν να θέλει να του αλλάξεις ταχύτητα, συνεχίζοντας ν’ ανεβάζει ακόμα πιο άνετα σε εκείνο το σημείο, ενώ βρίσκεται σε απόσταση από την κόκκινη περιοχή. Απλά ο ήχος και η καταιγιστική επιτάχυνση, σε κάνουν να πιστεύεις ότι έρχεται το τέλος του στροφόμετρου. Είναι κι αυτό ένα από τα δεδομένα που πρέπει να αναθεωρήσεις στη σέλα του…

Κάπου εκεί, όσο το Η2 περιορίζεται ηλεκτρονικά από το να περάσει τα 300 χιλιόμετρα, πηγαίνοντας με 260 και 280 στις ανοικτές καμπές του δρόμου, ανάβει το λαμπάκι του ABS. Φρενάρω σιγά-σιγά και βγαίνω δεξιά σ’ ένα βενζινάδικο σβήνοντας τον κινητήρα. Τις περισσότερες φορές, τέτοιες ενδείξεις είναι στιγμιαίες βλάβες των ηλεκτρονικών και από τη στιγμή που έσβησε όταν ξεκίνησα και πάλι κάνοντας μερικά μέτρα, αφού τα 6-8 χιλιόμετρα είναι το σημείο που ενεργοποιούνται όλα τα ABS, είπα να μην δώσω σημασία πέρα από το να το τσεκάρω πιο συχνά. Δέκα χιλιόμετρα παρακάτω, το ABS ήταν και πάλι εκτός λειτουργίας και αυτή τη φορά άναβε πολύ πιο γρήγορα μετά από κάθε στάση. Αυτό σημαίνει ότι ένας από τους δύο αισθητήρες ταχύτητας περιστροφής των τροχών ήταν εκτός λειτουργίας. Οπότε, λίγο μετά από κάθε εκκίνηση, το σύστημα λάμβανε παρατεταμένα μεγάλη διαφορά ταχύτητας και απενεργοποιούσε το ABS. Το περίεργο όμως ήταν πως το traction control και όλα με τη σειρά τα διάφορα υποσυστήματα που είναι φορτωμένο το Η2, δούλευαν κανονικά. Με την οπτική παρατήρηση μόνο, ή οπλισμένος με ένα κατσαβίδι και δύο τρία ακόμα πρωτόγονα εργαλεία, τέτοια προβλήματα δεν λύνονται στην άκρη μίας autobahn. Χρειάζεται διαγνωστικό εργαλείο, υπολογιστής, καλώδια και όλα τα σχετικά, που τελικά σου υποδεικνύουν ν’ αφήσεις το λαμπάκι στην ησυχία του και να συνεχίσεις χωρίς το ABS, δεν χάθηκε και ο κόσμος.

Πανέμορφο πίσω φωτιστικό σώμα και μια σιλουέτα στενή και μυώδης, που φαρδαίνει απότομα στο σημείο του κινητήρα
 

Δείτε επίσης: TRACK DAY DREAMS: Στις Σέρρες με BMW S1000RR - Yamaha R1M - Kawasaki H2R: Το VIDEO!

 

"Σφιγγοφωλιά αλόγων"

Το μικρό χωριό, το Nürburg, είναι στο κέντρο ουσιαστικά της τεράστιας πίστας των 21 χιλιομέτρων, με τον δρόμο που φτάνει εκεί να περνά κάτω και δίπλα από την μεγάλη διαδρομή, χωρίς ποτέ να την βλέπεις πίσω από τα δέντρα και την υψομετρική διαφορά των αλλεπάλληλων λόφων. Οπότε, την πρώτη φορά που θα φτάσεις εκεί θα ακούς συνέχεια τους ήχους των υπερ-αυτοκινήτων, χωρίς να ξέρεις από πού σου έρχονται κι αν σου βρίσκονται στο δημόσιο δρόμο που κινείσαι. Πόσο μάλλον αν έχεις την ατυχία να βρεθείς μία μέρα όπως εκείνη η Δευτέρα, που έχουν συγκεντρωθεί περισσότερα από 500 υπερ-αυτοκίνητα, φτάνοντας σε ένα σημείο της ημέρας να βρίσκονται πάνω από 200 ταυτόχρονα μέσα στην πίστα! Πρόκειται για την χαρά των "spotter", των ανθρώπων δηλαδή που πηγαίνουν για να θαυμάσουν ακριβά αυτοκίνητα και της λύπης κάθε μοτοσυκλετιστή που έχει σκοπό να μπει μαζί τους εκεί μέσα. Παλιότερα, οι μοτοσυκλέτες κάθε κατηγορίας και όχι μόνο οι superbike, είχαν το πλεονέκτημα στο Nordschleife, δηλαδή την βόρεια μεγάλη διαδρομή (βλέπε σχετικό Βox). Κι αυτό γιατί ήταν πολύ εύκολο να εκμεταλλευτείς την επιτάχυνση και τα δυνατά φρένα μιας σπορ μοτοσυκλέτας, για να πέσεις πολύ εύκολα στα εννιά λεπτά, από τους πρώτους γύρους ακόμα, χωρίς να ξέρεις καθόλου την πίστα. Τώρα όμως συναντάς σε καθημερινή βάση νέους ανθρώπους που βράζει το αίμα τους, με αυτοκίνητα άνω των 100.000 ευρώ και για τα εκατοντάδες άλογα που διαθέτουν τα οκτώ λεπτά δεν είναι άθλος. Στην πράξη είναι το νέο στάνταρ. Και όλοι τους, χωρίς εξαιρέσεις, δεν τρέφουν κανένα σεβασμό για τους μοτοσυκλετιστές. Αυτό σημαίνει ότι περιμένουν από εσένα να μην εκμεταλλευτείς όλο το πλάτος της πίστας για να στρίψεις, όσο έρχονται αφρενάριστοι με Lamborghini ή ακόμα χειρότερα (ναι, χειρότερα) με μία από τις καινούριες Μ3 που εξελίσσει ένας τοπικός “specialist” με κόστος περίπου τα 120.000-150.000 ευρώ, πέρα της αγοράς του αυτοκινήτου… Τα τελευταία χρόνια το Nordschleife είναι το άντρο των supercars κι αν τα πετύχεις μαζεμένα, όπως έγινε εκείνη την Δευτέρα, είναι προτιμότερο να μείνεις έξω ή να υποστείς τις τραγικές συνέπειες. Όταν φτάσαμε λοιπόν, λίγο πριν τις δώδεκα, έχοντας γεμίσει ήδη με την ακριβή βενζίνη στο μοναδικό κοντινό βενζινάδικο, το σκηνικό που αντικρύσαμε ήταν αποκαρδιωτικό για την δουλειά που θέλαμε να κάνουμε. Μια θάλασσα από supercars, από Ferrari μέχρι Radical, φτιαγμένες για πίστα BMW και Porsche και τρεις μοτοσυκλέτες στον ξεχωριστό χώρο του πάρκινγκ. Το Η2 ήταν η τρίτη… Αργότερα θα μάθαινα ότι η συνύπαρξη με τα supercars, πληρώνεται πολύ ακριβά, ενώ υπήρχε και εξήγηση για την τόσο μεγάλη συγκέντρωση. Είναι η τελευταία μέρα ενός τριημέρου αφιερωμένο σε όλους αυτούς τους πλούσιους μπάσταρδους (το λέω με ζήλια) και επίσης η τελευταία που η πίστα θα είναι ανοικτή από το πρωί, ενώ την επομένη το βράδυ περιμένουν το πρώτο χιόνι… Από την Αγγλία, την Γαλλία, την Ελβετία και την Γερμανία, όσα ακριβά αυτοκίνητα οδηγούνται από τους ιδιοκτήτες τους και δεν κοσμούν τέσσερις τοίχους σε φωταγωγημένα γκαράζ, ήταν εκείνη την ημέρα στην πίστα. Μαζί τους μπήκε και το Η2.

Η είσοδος γίνεται από μία μπαριέρα, όπως στα διόδια, που ανοίγει ακουμπώντας την κάρτα της πίστας στην οποία έχεις ήδη φορτώσει γύρους (βλέπε αντίστοιχο Βox) και αμέσως μπροστά σου ανοίγεται μία ευθεία με υψομετρική διαφορά κι ένα σπάσιμο στο τέλος της, πριν μία κλειστή δεξιά, το οποίο οι μοτοσυκλέτες το ισιώνουν, μαζί και ορισμένα από τα supercar των οποίων οι οδηγοί το λέει η καρδιά τους. Αυτό είναι το πιο εύκολο σημείο, από το πρώτο ένα τρίτο της πίστας, που μπορεί να δείξει το Η2 την ανωτερότητα του απέναντι σε κάθε τι άλλο που βρίσκεται μαζί του εκεί μέσα! Η απίστευτη επιτάχυνση το εκτοξεύει μπροστά από εκατοντάδες χιλιάδες στοιβαγμένα ευρώ, με την χειροπιαστή αμφιβολία πως ενδεχομένως και να το είχαν νικήσει αν είχαν στηθεί για dragster σε τετρακοσάρι. Όμως στην πίστα δεν είναι το ίδιο και το Η2 φτάνει με περισσότερη ευκολία τα σχεδόν 250 και βασίζεται στα δυνατά φρένα για να τα κρατήσει μέχρι και λίγο πριν την δεξιά στροφή. Το ABS συνεχίζει να λάμπει με την απουσία του, δεν ενεργοποιήθηκε ποτέ ξανά, με τις μόνες ευκαιρίες που είχα να το δοκιμάσω να είναι στο δημόσιο δρόμο αμέσως μετά την παραλαβή της μοτοσυκλέτας. Δεν πρόκειται να νιώσεις ανάδραση ή να αμολήσει, όσο δυνατά και να φρενάρεις, αν και εκτός από την εξαιρετική μονάδα ελέγχου, τα εύσημα πρέπει να συγκεντρωθούν στις δαγκάνες και την προοδευτική τους λειτουργία. Δεν μου χρειάστηκε ποτέ μέσα στο Nordschleife το ABS, τουλάχιστον την πρώτη μέρα, γιατί μπορείς να εμπιστευτείς απόλυτα την εμπρός ανάρτηση του Η2 και το προοδευτικό φρένο, κρατώντας την μανέτα μέσα στην στροφή για μεγάλη διάρκεια. Άλλωστε, στο πρώτο τρίτο της πίστας το πρόβλημα δεν ήταν τα φρένα, αλλά η ίδια η πίστα. Υπάρχουν δύο διαδοχικές στροφές με υψομετρική διαφορά και εκεί το Η2 γλίστρησε απότομα μπροστά, γλιτώνοντας την πτώση μονάχα από ένα συνδυασμό τύχης και ανοίγματος του γκαζιού και της γραμμής. Ήταν πολύ νωρίς για να τελειώσει μ’ αυτό τον τρόπο το ταξίδι κι αποφάσισα να συνεχίσω πιο προσεκτικά αφού κάτι μου έλεγε μετά από αυτές τις πρώτες στροφές, ότι δεν γίνεται να εμπιστευτείς την πρόσφυση.

Συνοδεία… υψηλών προσώπων

Μόλις έπεσε ο ρυθμός, αμέσως προσπέρασε και το τετράτροχο πακέτο των εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ που ερχόταν σε μικρή απόσταση από πίσω και φτάνοντας συνοδεία στο δεύτερο από τα τρία μέρη, στην πρώτη τσιμεντένια στροφή με καμπή, την Καρουσέλ, προσπερνάω ανοίγοντας στην σύντομη ανηφορική ευθεία που ακολουθεί. Σε εκείνο το σημείο, για να ετοιμαστείς για τις επόμενες στροφές, πρέπει να ανοιχτείς τέρμα αριστερά. Με σύμμαχο την επιτάχυνση του Η2 μαζεύω πολλά χιλιόμετρα αφήνοντας το supercar πίσω να "κλείνει την πόρτα" και διαλέγω έτσι άφοβα την σωστή γραμμή για να μπω σωστά στην επόμενη στροφή. Εκείνη τη στιγμή όμως, ακούω ένα δυνατό γδούπο από αριστερά, με το γόνατό μου να ακουμπά κάπου, σε κάτι λευκό που φευγαλέα πιάνει το μάτι μου. Από το πουθενά έχει εμφανιστεί μία λευκή Porsche με roll bar και ένα σκασμό αυτοκόλλητα και έχει καβαλήσει το κερμπ βγαίνοντας εκτός πίστας, ακριβώς στο πλάι του Η2! Ο "φύλακας" από πίσω αναβοσβήνει τα φώτα και βγάζουμε την υπόλοιπη διαδρομή και οι τρεις μας μουδιασμένοι, στη σειρά, ο ένας πίσω από τον άλλο. Στο πάρκινγκ γίνονται οι απαραίτητες διατυπώσεις, για το σουβλάκι που πήγε να μας κάνει ο τύπος με την Porsche, ο οποίος δήλωσε με αφοπλιστική ειλικρίνεια: "πίστευα ότι προλαβαίνω και χωράω" και "μάλλον θα με έπαιρνε η επόμενη στα 250+". Έχουμε ξεκινήσει πολύ άσχημα με το Η2! Πολλαπλές τραγωδίες έχουν αποφευχθεί από τον πρώτο γύρο και είμαστε ακόμα στην μέση της πρώτης μέρας, με την κίνηση να συνεχίζεται αμείωτη το μεσημέρι. Μαζί και τα προβλήματα.

Μέχρι τις πέντε το απόγευμα η πίστα κλείνει τρεις φορές με την τρίτη να κρατά περίπου μία ώρα, μέχρι να απομακρυνθούν τα αυτοκίνητα που έχουν δημιουργήσει φράγμα, στα αλλεπάλληλα ατυχήματα που συμβαίνουν. Ευτυχώς αναίμακτα όλα τους. Η αναμονή είναι περισσότερη από την οδήγηση, ενώ σουρουπώνει γρήγορα και στις εφτά η πίστα κλείνει. Δυστυχώς, θα κλείσει νωρίτερα, αναγκαστικά. Μία τέταρτη μοτοσυκλέτα που ήρθε εκείνη την ημέρα βγαίνει σε δύο κομμάτια, αλλά ευτυχώς ο αναβάτης της ανέπαφος. Όμως, μετά από λίγο ακολουθεί η γνωστή πλέον Prosche, γρατσουνισμένη από την μία πλευρά κάνοντας παράπονα για λάδια στην πίστα, οπότε η αυλαία πέφτει άμεσα… Αφού το πρόγραμμα είχε αναγκαστικά αλλάξει εξαιτίας των συνεχών ατυχημάτων, που λίγο έλειψε να γίνουμε μέρος τον αριθμών, βγαίνω στους γύρω δρόμους για να οδηγήσω όσο ακόμα υπάρχει φως. Ο προβολέας του Η2 κάνει καλή δουλειά, όχι όμως όσο χρειάζεται για να οδηγείς σβέλτα την νύκτα.

Η επίσκεψη στο Nordschleife. Ένας γύρος κοστίζει 27 ευρώ κι ανεβαίνει κάθε χρόνο, αλλά μας διαβεβαίωσαν ότι η τιμή της θα παραμείνει αμετάβλητη μέχρι το '17. Δεν υπάρχει διαφορά τιμής για τις μοτοσυκλέτες και η ίδια κάρτα χρησιμοποιείται με ό,τι οχήμα και αν μπεις μέσα. Με πακέτο των 4 ή των 9 γύρων, το κόστος πέφτει μέχρι και τα €23 παραμένοντας βέβαια υψηλό, αλλά είναι μια κάποια ανακούφιση... Δύο φίλοι πάντως μπορούν να πάρουν μια κάρτα και να την χρηισμοποιήσουν εναλλάξ, ή ακόμα και να μπουν ταυτόχρονα μέσα χρεώνοντας 2 γύρους στην ίδια κάρτα

 

Όμως, ακόμα και στους γύρω δημόσιους δρόμους συνεχίζεται ένα παρόμοιο σκηνικό με πριν. Παντού supercar που πηγαίνουν τέρμα γκάζι ανάμεσα στα χωριά και καμουφλαρισμένα αυτοκίνητα, από τα δεκάδες που δοκιμάζονταν εκείνη την ημέρα. Αν το καλοσκεφτείς πρόκειται για ονειρεμένη κατάσταση, μία παιδική χαρά για μεγάλα παιδιά αν και υπάρχει σχεδόν το ίδιο ρίσκο με πριν. Είναι η πρώτη φορά που βλέπω τόσες μαζεμένες τροχαίες παραβάσεις στην Γερμανία και μάλλον είναι χαρακτηριστικό μονάχα του συγκεκριμένου τόπου. Στους άγνωστους επαρχιακούς γύρω από το Nürburgring, με τις συνεχής στροφές, το γκάζι ανοιγοκλείνει συνέχεια και σταδιακά είναι ολοένα και πιο δύσκολο να το κρατήσεις σταθερό, η διαφορά τώρα με το H2R είναι τεράστια. Το μεγάλο πλεονέκτημα όμως, είναι ότι αν θέλεις μπορείς να έχεις τετάρτη σ’ έναν δρόμο που οποιοδήποτε άλλο χιλιάρι θ’ άλλαζε συνέχεια ανάμεσα σε δευτέρα και τρίτη. Έτσι είναι πιο ήπιες οι συνέπειες της απόκρισης του γκαζιού, χωρίς ποτέ να σου λείπει η απαραίτητη δύναμη για να επιταχύνεις άμεσα, χωρίς καμία υστέρηση στην απόδοση. Αυτό αν θέλεις να χαζέψεις το τοπίο χωρίς να σου πονάει ο αυχένας. Δεν ξέρω για πόση ώρα μπορείς να χαζεύεις χωράφια και αγελάδες, αφού δεν υπάρχει τίποτα διαφορετικό τριγύρω, όμως σίγουρα δεν γίνεται για πολύ, ακόμα κι αν έχεις την ματιά του Bob Ross, του μακαρίτη τηλεοπτικού ζωγράφου. Οπότε, δευτέρα στο κιβώτιο και άνοιγμα του γκαζιού, με τα ηλεκτρονικά να μην συγκρατούν τον εμπρός τροχό και να σε εκτοξεύουν μπροστά σαν να είσαι η σάκος του box σε μηχάνημα του λούνα παρκ… Ίσως σε αντικατάσταση των ακριβών κατασκευών που σε ανεβάζουν είκοσι μέτρα ψηλά για να σε αφήσουν να πέσεις με την βαρύτητα, να ήταν προτιμότερο ένα Η2 σε μια μικρή ευθεία, με τους επισκέπτες να κόβουν εισιτήριο για να δώσουν μια γκαζιά. Μεγαλύτερη αίσθηση αδρεναλίνης θα ένιωθαν!

Οι δρόμοι γύρω από την πίστα έχουν κατά περίπτωση καλύτερη πρόσφυση!

Ένα R κάνει την διαφορά

Σου κάνει εντύπωση πώς μερικά κιλά παραπάνω μπορούν να δημιουργήσουν τεράστια διαφορά στην οδήγηση, αλλά αυτό ακριβώς συμβαίνει στην περίπτωση του Η2. Είχα εντυπωσιαστεί με το H2R στις Σέρρες και την ευκολία που άλλαζε κατεύθυνση στο εσάκι, όμως βγάλε 100 άλογα και βάλε καμιά εικοσαριά κιλά και τα πράγματα αλλάζουν τελείως. Το Η2 δεν στρίβει σαν superbike, όπως κάνει το carbon αδερφάκι του με την διπλάσια τιμή, αλλά σαν Hayabusa. Με την τεράστια διαφορά ότι στις στροφές φτάνεις με πολύ περισσότερο γκάζι. Μόλις συνηθίσεις να πιέζεις πολύ το εμπρός ελαστικό, μπορείς να κρατήσεις τα φρένα μέχρι την κορυφή της στροφής, όμως σε συνεχόμενες στροφές θα σε κουράσει γρήγορα, γιατί βάζεις πολύ περισσότερη δύναμη στο τιμόνι, από αυτή που θα έβαζες σε μία naked ή superbike στους ίδιους δρόμους και μάλιστα φρενάροντας από μεγαλύτερη ταχύτητα. Κινείσαι γρηγορότερα, αλλά με πολλαπλάσια προσπάθεια και παραδέχομαι ότι αυτό δεν θα μου είχε κάνει τόση εντύπωση, αν δεν είχα πρώτα σαφή εκτίμηση για τις δυνατότητες του H2R.

Η καλύτερη λύση για τις νύχτες που βρίσκεσαι στην πίστα, είναι να τις περάσεις σε κάποιο ξενώνα στα χωριά που βρίσκονται στην ευρύτερη περιοχή, καθώς τα κοντινά ξενοδοχεία ξεφεύγουν σε τιμή. Οι περισσότερες οικογένειες έχουν κατασκευάσει ευρύχωρα δωμάτια και το σημαντικότερο, ορισμένοι προσφέρουν και κλειστό πάρκινγκ. Το Η2 πέρασε προφυλαγμένο το παγωμένο βράδυ και η επόμενη μέρα ξεκίνησε με τα πάντα τριγύρω σε λευκό χρώμα. Δεν είχε χιονίσει, ακόμα, αλλά το στρώμα της πάχνης ήταν τόσο παχύ που προμηνούσε το σκηνικό της επόμενης μέρας. Η πίστα θα άνοιγε το απόγευμα, οπότε για το πρωί είχα προγραμματίσει μία μεγάλη βόλτα με στόχο τους επαρχιακούς δρόμους, περνώντας για αρχή από έναν τσιμεντόδρομο, μέσα από το δάσος. Το Η2 γλιστρούσε επικίνδυνα στο άνοιγμα του γκαζιού, χωρίς το traction control να προλαβαίνει να περιορίσει την ροπή. Ενώ στις εξόδους των στροφών μπορείς να το εμπιστευτείς και να ανοίξεις θαρραλέα το γκάζι, σε μειωμένη πρόσφυση δεν πρέπει να ποτέ να το παρακάνεις. Επίσης θαρραλέο άνοιγμα δεν νοείται το απότομο χούφτωμα όλου του γκαζιού, γιατί όσο καλή πρόσφυση κι αν σου δίνει ο δρόμος, ο πίσω τροχός θα γυρίσει να σου τραβήξει το αυτί και η συνέχεια θα εξαρτηθεί από το πόσο τύχη σου έχει απομείνει.

Οι καθρέφτες αναλαμβάνουν εδώ την λειτουργία των πτερυγίων που έχει η έκδοση R, για αυτό και είναι απίστευτα σταθεροί! Μπορείς να τους μαζέψεις κάθετα επάνω, αλλά αν είναι να ανοίξεις στην ευθεία, είναι προτιμότερο να τους έχεις και μάλιστα ανοικτούς. Βελτιώνουν τη σταθερότητα της μοτοσυκλέτας!

 

Στον τσιμεντόδρομο φαίνεται και η γρήγορη επαναφορά του αμορτισέρ που θυσιάζει την άνεση, αλλά αυτό είναι λεπτομέρεια. Δεν σε νοιάζει η άνεση σε μια υπετροφοδοτούμενη μοτοσυκλέτα με 200 άλογα! Μόλις λοιπόν σηκώθηκε ο ήλιος και το αίμα κυκλοφόρησε ξανά στα δάχτυλα, αρχίζει και πάλι το παιχνίδι στις στροφές. Όσο δουλεύεις ψηλά το Η2 και γεμίζεις με πρόσθετη πίεση το φιλτρούτι, όσο ο υπερσυμπιεστής περιστρέφεται στις ψηλότερες στροφές, τόσο πιο γρήγορα βλέπεις τον δείκτη βενζίνης να εξαφανίζει τετραγωνάκια. Στην αρχή είναι ατάραχος, αλλά μετά από λίγο σου δείχνει όλη την κατανάλωση μαζεμένη, οπότε πρέπει να είσαι προετοιμασμένος. Μέσα στην πίστα είναι εύκολο να κάψεις έντεκα λίτρα στα εκατό, και από εννιά ως δέκα σε απλά γρήγορο ρυθμό, αλλά μπορεί να πέσει πολύ χαμηλότερα αν απλά βολτάρεις. Πράγμα για το οποίο χρειάζεσαι τρομερή εγκράτεια στη σέλα του.

Χωρίς δίχτυ ασφάλειας

Το μεσημέρι μας βρίσκει στο συνεργείο-γραφεία της RSR. Φανταστείτε μία εταιρεία που έχει supercar αντί εταιρικών αυτοκινήτων και πλήρες συνεργείο που οι υπάλληλοι φτιάχνουν τα δικά τους αυτοκίνητα, όταν δεν υπάρχει κάτι άλλο, πριν τα τρέξουν στην πίστα που η είσοδός της απέχει περίπου 300 μέτρα. Πρόκειται για παράδεισο, που μεταξύ άλλων απολαμβάνει και ο "μάγος των video" Κώστας Σιδηράς για να επιβεβαιώσει το ρητό ότι παντού βρίσκεις έναν Έλληνα, που θα μας βοηθήσει κάνοντας τις συστάσεις με τον Andy Carlile (βλέπε σχετικό Box). Ο Andy μου δείχνει τα σημεία της πίστας που χρειάζονται περισσότερη προσοχή για τις μοτοσυκλέτες και αμέσως μετά πηγαίνουμε προς την πίστα. Υπάρχει όμως ένα μικρό πρόβλημα. Από το πρωί το traction control βγαίνει εκτός λειτουργίας σε τακτά χρονικά διαστήματα και ενεργοποιείται όταν σβήσεις και ξεκινήσεις εκ νέου. Μόνο που το μεσημέρι βγαίνουν εκτός όλα τα ηλεκτρονικά της μοτοσυκλέτας και πλέον είμαστε με τα "200 άλογα στο χέρι". “Better for me” λέει ο Andy που μπαίνει στην πίστα για ένα γρήγορο γύρο και για να εκτιμήσει τις δυνατότητες του Η2: "Eίναι σαν Hayabusa στις στροφές, αλλά μου αρέσει". Φαντάσου να οδηγήσει το H2R λοιπόν, πόσο θα πέσει από τα σύννεφα με την διαφορά τους! Δεν είναι ώρα για κουβέντες όμως, γιατί λεπτό με το λεπτό η κατάσταση χειροτερεύει. Πυκνή ομίχλη έχει καθίσει στην πίστα που σιγά-σιγά ερημώνει και όταν ξανά μπαίνω η ορατότητα είναι μέχρι την στροφή εμπρός σου. Χωρίς καθόλου βοήθεια από τα ηλεκτρονικά, οι επόμενοι γύροι μέχρι να κλείσει η πίστα, θα έχουν μεγάλο ενδιαφέρον.

Είναι άλλη αίσθηση να οδηγείς εκεί μέσα χωρίς πυκνή κίνηση δηλαδή. Ακόμα κι αν το τίμημα ήταν η πυκνή ομίχλη, δεν με πείραζε καθόλου, φτάνει που μπορούσα να συγκεντρωθώ στο Η2 και σε τίποτα περισσότερο! Κάνω συνεχόμενους γύρους, συναντώντας μονάχα ένα αυτοκίνητο όλη αυτή την ώρα, έναν Ιταλό οδηγό της RSR, δικό μας άνθρωπο δηλαδή! Μπορείς να βγάλεις όλη την πίστα με τρίτη και να ανεβάσεις τετάρτη μονάχα σε μερικά σημεία, εκμεταλλευόμενος την θηριώδη ροπή του τέρατος, αλλά και έναν σπάνιο συνδυασμό ευστροφίας και διάρκειας. Με λίγα λόγια έχεις γκάζι παντού και το έχεις μπόλικο. Αντίστροφα τώρα, αν σε μερικές κλειστές στροφές κατεβάσεις δευτέρα, το μόνο που κάνεις είναι να διαταράσσεις την ισορροπία της μοτοσυκλέτας, κάνοντας το software που ελέγχει ηλεκτρονικά το φρένο του κινητήρα να μπαίνει σε περιοχές των αλγορίθμων που σπάνια βλέπει. Για να καταλάβεις πόσο ροπή έχει το πράγμα, είναι δυνατόν να έχεις σε όλη την πίστα, ακόμα και στα εσάκια, τετάρτη στο κιβώτιο αν σε νοιάζει να πας σβέλτα αλλά να μην κυνηγήσεις χρόνο… Αυτή είναι η μαγεία του Η2, η πληθωρική του στάση απέναντι στο γκάζι που μπορεί να σου προσφέρει χωρίς να σε πνίξει! Άμεσα διαθέσιμο, σε όλες τις στροφές και πάντα μπόλικο. Aν κατάφερναν να του δώσουν και καλύτερη απόκριση, τότε θα ήταν τέλειο.

Δύο γύρους ακόμα και η ομίχλη τώρα είναι παχιά σαν βαμβάκι κρύβοντας τελείως τις στροφές, αφού η ορατότητα έπεσε στο μηδέν και έχουν ανάψει τα προειδοποιητικά φώτα της πίστας που βγάζουν τους πάντες έξω, δηλαδή το Η2 που είναι μόνο του. Όμως για ένα περίεργο λόγο, τα φώτα στην είσοδο παραμένουν αναμμένα, οπότε πηγαίνω ξανά στα διόδια. Με κοιτάνε με μια αποδοκιμασία, βλέποντας τα χέρια να τρέμουν από το κρύο: "μπορώ να μπω;" ρωτάω τον αλυτάρχη, που κουνάει το κεφάλι λέγοντας όχι, αλλά συνεχίζει: "από τη στιγμή που ο έλεγχος δεν έκλεισε τα φώτα, μπες, αλλά δεν ξέρω γιατί να το κάνεις αυτό"…

Ξεκινάω λοιπόν, γιατί ο σκοπός είναι να οδηγήσω όσο περισσότερο μπορώ και βγαίνοντας από τις κορύνες, το Η2 σπινάρει σαν τρελό και σουζάρει μαζί. Το traction control έχει βγει ξανά εκτός, όμως τώρα ανάβουν μαζί όλα τα λαμπάκια σε σημείο που αν ήταν αεροσκάφος θα φώναζε "mayday" με γυναικεία φωνή. Δεν θα δουλέψουν ποτέ ξανά στη συνέχεια. Αν ήταν άλλη μοτοσυκλέτα θα ήταν τρομακτικό, αλλά το Η2 είπαμε ότι το οδηγείς σαν να έχει πενήντα άλογα λιγότερα και αυτό σε πηγαίνει παντού γρηγορότερα, καθώς είναι το πιο "εύκολο" γκάζι κι ας έχει τα μικρά θέματα με την απόκριση. Βασίζομαι στο εκπληκτικό εμπρός φρένο, όπως και όλες αυτές τις μέρες χωρίς το ABS, και στο άψογο πιρούνι ορμώντας στον τελευταίο γύρο με την πεποίθηση ότι ξέρω πού πάει η πίστα. Λες και ξέχασα τα λόγια του Andy, που επιμένει ότι είτε τρέξεις σε video game, είτε έχεις έρθει πολλές φορές, αν δε ξοδέψεις μία ολόκληρη σεζόν μέσα εκεί, δεν πρόκειται να την μάθεις ποτέ! Έχασα το μέτρημα από τις φορές που είδα ξαφνικά το κερμπ μπροστά μου, επιβεβαιώνοντας τουλάχιστον την άποψή μου για τα φρένα. Αν βάζαμε την πορεία στο χάρτη με το GPS, το αποτέλεσμα θα ήταν τεθλασμένες γραμμές.

Μονάχα στο δεύτερο μισό που ανηφορίζει η πίστα ήταν λίγο καλύτερα τα πράγματα. Το πιο τρομακτικό όμως ήταν τα γλιστρήματα του πίσω τροχού στο άνοιγμα του γκαζιού. Είπαμε ότι είναι εύκολα διαχειρίσιμο το γκάζι, αλλά σε συνθήκες πίστας το θέλεις το traction control απεγνωσμένα, διαφορετικά κόβεις και κάνεις βόλτα, όπως και έγινε στο τέλος. Στην έξοδο ο αλυτάρχης έρχεται, μου βγάζει το γάντι και πιάνει το χέρι μου να δει αν έχω παγώσει, αλλά επειδή η καρδιά μου χτυπούσε στην κόκκινη γραμμή του στροφόμετρου, το χέρι μου είναι πιο ζεστό από το δικό του. Με κοιτά παραξενεμένος και μου δείχνει τις φωτεινές ταμπέλες, η πίστα θα κλείσει νωρίτερα και θα είναι τελικά για μέρες. Σε λίγη ώρα αρχίζουν και οι πρώτες νιφάδες, με τα ηλεκτρονικά του Η2 να είναι πλέον εκτός, οριστικά, και τη μοτοσυκλέτα να έχει μπει σε safe mode. Που σημαίνει πως ό,τι κι αν κάνω δεν βγάζει πλέον πάνω από 100 ίππους. Με τη σιγουριά ότι ένας από τους αισθητήρες των τροχών δημιουργεί το πρόβλημα, αρχίζουμε να πειράζουμε ασφάλειες, με βάση τις τηλεφωνικές οδηγίες της Kawasaki που τους καλέσαμε καθώς ο χρόνος μας πίεζε αφόρητα, για να ψάχνουμε μόνοι μας την λύση...Η συνεννόηση μαζί τους γίνεται πιο εύκολη όταν μπαίνει στην μέση η RSR, ο φίλος Κώστας και ο Andy. Δέχονται να κρατήσουν την μοτοσυκλέτα με ασφάλεια, μέχρι να βελτιωθεί η κατάσταση στους δρόμους και να την παραλάβει κάποιος από την αντιπροσωπεία. Το Η2 μας έφτασε μέχρι τον τελευταίο, κυριολεκτικά, γύρο όπως και ο καιρός που κρατήθηκε κι άρχισε να χιονίζει την στιγμή που το παρκάραμε.

Αυστηρά μονόσελο, που «φυλακίζει» τον αναβάτη ώστε να μην παλεύει με την επιτάχυνση, προσφέρεται και ένας μικρός αποθηκευτικός χώρος που ισοδυναμεί με μικρό τσαντάκι μέσης

 

Το συμπέρασμα είναι απλό, χρειάζεται να βρω μία δουλειά στην Γερμανία και μάλιστα καλή, για να μπορώ ν’ αγοράσω ένα Η2. Έχω σκεφτεί και την συνέχεια: Φίλτρο της DNA, πρόγραμμα ECU από το H2R κι ένα πάσο διαρκείας για το Nürburgring!

Το προφίλ του Nürburgring

Με μειωμένη αξία στα 77.000.000 ευρώ, τόσα χρειάστηκαν για να αλλάξει χέρια τον Μάρτιο του ’14, το χρεωμένο από τις προσθήκες του 2009 Nürburgring, προσπαθεί να γνωρίσει νέα περίοδο δόξας στοιβάζοντας εκδηλώσεις την μία μετά την άλλη. Αν και έχει τεράστια επισκεψιμότητα, ορισμένα οικονομικά σκάνδαλα έχουν φέρει την παρακμή, άλλωστε είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας της. Από τότε που το ιλιγγιώδες ποσό των σαράντα εκατομμυρίων μάρκων για την κατασκευής της θεωρήθηκε υπέρογκο από τους Ναζί κι όταν ανέβηκαν στην εξουσία πέρασαν τους εργολάβους από δίκη. Στις μέρες μας πάντως, ένα από τα θετικά που έφερε η νέα διοίκηση, είναι ότι κάθε εργασία συντήρησης πραγματοποιείται στο πλάτος της πίστας και δεν διορθώνεται τοπικά, έτσι ώστε η πρόσφυση να έχει διακυμάνσεις μονάχα στο μήκος. Να μην δημιουργούνται δηλαδή διάδρομοι. Από το τέλος της δεκαετίας του ’20 που δημιουργήθηκε η πρώτη μορφή της πίστας, είναι ένας μικρός θρύλος ότι η πρόσφυση δεν ήταν ποτέ ενιαία σε όλο το μήκος της. Άλλωστε, ένας από τους σκοπούς της μεγάλης διαδρομής είναι να προσομοιάζει την εμπειρία ενός κανονικού δρόμου, αλλά με την ασφάλεια της κλειστής διαδρομής.

Στις μέρες μας, η μορφή της πίστας έχει δεχτεί διαδοχικές αλλαγές, από τότε που πρωτοδημιουργήθηκε, αναπόφευκτο άλλωστε όλα αυτά τα χρόνια με τις αλλαγές σε χρήση που της επιβλήθηκαν. Τελευταία φορά που χρησιμοποιήθηκε σε αγώνα της F1 ήταν το ’76, όταν το ατύχημα του Niki Lauda την έθεσε αυτόματα εκτός διοργάνωσης, με τις μοτοσυκλέτες ν’ ακολουθούν το ’80. Με μία δόση ειρωνείας, ο Niki είχε ξεκινήσει μόνος του μία εκστρατεία να σταματήσουν οι αγώνες F1 στην πίστα, καθώς πίστευε ότι είναι αδύνατο να φτάσουν έγκαιρα τα σωστικά συνεργεία σε περίπτωση ατυχήματος. Οι οδηγοί δεν τον υποστήριξαν με την ψήφο τους, το ατύχημα τελικά το έπαθε ο ίδιος και όπως είχε προβλέψει σώθηκε, αν και άσχημα τραυματισμένος, από τις ενέργειες των άλλων οδηγών. Μετά από αυτό ξεκίνησαν οι εργασίες για την κατασκευή ενός νέου circuit που πήρε ένα τμήμα από την παλιά διαδρομή.

Τώρα λοιπόν υπάρχει η κανονική πίστα και η μεγάλη, βόρεια ιστορική διαδρομή, με την μορφή που απέκτησε από το ’83 και μετά. Σ’ αυτή την διαδρομή είναι που μπαίνεις με το σύστημα των διοδίων με το όχημά σου, για να ολοκληρώσεις τα 20,81 χιλιόμετρα από τα οποία βέβαια τα τελευταία μέτρα είναι ανεκμετάλλευτα, καθώς πρέπει να βγεις να πληρώσεις εκ νέου και να ξανά μπεις. Έτσι, οι χρόνοι μετρούνται ανάμεσα στις δύο γέφυρες, αμέσως μετά από την εκκίνηση και λίγο πριν το τέλος της ευθείας, ώστε να έχεις χρόνο να επιταχύνεις στην αρχή και να φρενάρεις στο τέλος, με το συνολικό μήκος που διανύεις να είναι 19,1 χιλιόμετρα. Επίσημη χρονομέτρηση τις ημέρες του κοινού δεν υπάρχει και επειδή ο καθένας δηλώνει ότι χρόνο θέλει αυτός, έχει επικρατήσει να αποδεικνύεις τα λεγόμενά σου με video.

Andy Carlile: Η ιστορία του ανθρώπου που κατέχει το ρεκόρ μοτοσυκλέτας

Είχαμε κανονίσει να μιλήσουμε με τον Andy την δεύτερη μέρα που θα ήμασταν κοντά στο Nordschleife, όταν θα επέστρεφε και ο ίδιος από τις υποχρεώσεις της RSR στην οποία εργάζεται ως οδηγός και δάσκαλος. Η επαφή έγινε μέσω μίας κοινής μας γνωριμίας, καθώς είναι δύσκολο να τον εντοπίσεις αφού αποφεύγει να μιλά για τον εαυτό του, και περίμενα να μας συστήσουν καθώς αγνοούσα τα χαρακτηριστικά του. Φωτογραφίζαμε το H2 στο δρόμο, όταν σταμάτησε απότομα ένα Skyline και ο οδηγός του μου απηύθυνε τον λόγο, σαν να γνωριζόμαστε χρόνια. Ήταν ο Andy που αποφάσισε να συστηθεί μόνος του. Δύσκολα τον βρίσκεις, εύκολα όμως γίνεσαι φίλος του!

Ο Andy πήγε στο "ring" πρώτη φορά πριν από έξι χρόνια, και ερωτεύτηκε το μέρος κατευθείαν. Επέστρεψε για να εργαστεί σε έναν ξενώνα, αγοράζοντας ένα πάσο απεριόριστων διαδρομών, για να μπορεί να τρέχει σε κάθε κενό που έβρισκε. Μαθαίνοντας όμως την πίστα, ήρθε και η αναγνώριση από τους χρόνους που έχτιζε και γρήγορα βρήκε μία θέση στην RSR, μία εταιρία που διοργανώνει track days και κάθε δραστηριότητα με αντικείμενο την πίστα, που πιστέψτε με, είναι δομημένη με τον πιο φιλελεύθερο τρόπο που υπάρχει. Κι αυτό είναι ένα από τα στοιχεία της επιτυχίας της. Ο Andy έχει εργαστεί και σε αγγλικό περιοδικό μοτοσυκλέτας, με το οποίο η συνεργασία έληξε μόλις άρχισε να περνά σαν σταματημένους όλους τους δημοσιογράφους που υπέγραφαν τις δοκιμές. Πράγμα που δεν είναι κακό, αλλά διαφορετικά το αντιμετώπισαν και οι ίδιοι. Πλέον όμως βρίσκεται κάθε σεζόν στο Nürburgring, στο οποίο πηγαίνει οδικώς με μία BMW M3 που έχει roll bar και ένα bucket κάθισμα. Στο δρόμο δεν αντιμετωπίζει κανένα πρόβλημα, ενώ πλέον τον γνωρίζουν και στο τοπικό τμήμα του Nürburg, το οποίο δεν φημίζεται για την ελαστικότητα του, όμως διαθέτουν μία ειδική κατηγορία για οδηγούς σαν τον Andy και κάποιες φορές του την χαρίζουν..

Ζήτησα από τον Andy Carlile, να μας δώσει μερικές επιγραμματικές συμβουλές για όποιον έρχεται για πρώτη φορά στο Nordschleife, καθώς η γνώμη του έχει ιδιαίτερη βαρύτητα:

"- Τα περισσότερα ατυχήματα γίνονται σε στροφές με μικρή ταχύτητα. Σου λένε όλοι να προσέχεις συγκεκριμένα τμήματα και μετά μπαίνεις σε μια στροφή με 70, ενώ είναι το πολύ για 60 και πέφτεις. Για πρώτη φορά οδήγησε, παντού, πιο κάτω από αυτό που νομίζεις

- Δεν γίνεται να μάθεις την πίστα σε μία επίσκεψη, ακόμα κι αν μείνεις μέρες. Χρειάζεται ολόκληρη σεζόν. Βγάλε από το μυαλό σου το χρόνο και απόλαυσέ την!

- Η πρόσφυση αλλάζει συνέχεια. Μην την θεωρείς ποτέ δεδομένη

- Πρόσεχε τα αυτοκίνητα, δεν έχουν μάθει να δημιουργούν χώρο για τις μοτοσυκλέτες. Αν είναι πολλά την ημέρα που θα έρθεις, ίσως να είναι καλύτερα να μην μπεις και μέσα!

- Η βροχή σε αυτή την πίστα, είναι ο κρυπτονίτης της μοτοσυκλέτας. Σε συνδυασμό με την πρόσφυση που αλλάζει συνέχεια, είναι η καλύτερη συνταγή για πτώση. Να το θυμάσαι καλά αν σκοπεύεις να μπεις ενώ βρέχει"

Έτσι τέλειωσε η δοκιμή που ξεκίνησε με ήλιο, με το χιόνι να κλείνει για τα καλά την πίστα… Προλάβαμε κυριολεκτικά «στο τσακ» να την ευχαριστηθούμε!

 

Ο γερμανικός, "δημοκρατικός" τρόπος δουλειάς

Γύρω από την πίστα έχουν στηθεί επιχειρήσεις που θυμίζουν, αν κι αμυδρά, μαφιόζικους κανόνες επιχειρηματικότητας. Υπάρχει ένα βενζινάδικο και ορισμένες πολύ καλές ιστορίες για εκείνους που πήγαν να ανοίξουν δεύτερο… Μία εταιρεία με γερανούς βγάζει τα τρακαρισμένα αυτοκίνητα από την πίστα, που είναι πολλά, με κόστος 150 ευρώ την διαδρομή. Υπάρχουν επίσης μερικές καλές ιστορίες για άλλους που αγόρασαν γερανούς για να κάνουν αυτή τη δουλειά. Η πίστα έχει έναν μικρόκοσμο γύρω της, με φωτεινές και σκοτεινές πλευρές, αλλά μαγικό που αξίζει να τον γνωρίσεις… το λιγότερο!

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ                          Kawasaki H2
Αντιπρόσωπος:
TEOMOTO Α.Ε
Τιμή:
€27990
 
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
Μήκος (mm):
2.070
Ύψος (mm):
1.160
Μεταξόνιο (mm):
1.450
Απόσταση από το έδαφος (mm):
130
Ύψος σέλας (mm):
830
Ίχνος (mm):
108
Γωνία κάστερ (˚):
25,1
 
 
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
χωροδικτύωμα
Πλάτος (mm):
770
Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):
- / 228kg
 
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Τετράχρονος, τετρακύλινδρος υγρόψυκτος, 2ΕΕΚ, υπερτροφοδότηση
Διάμετρος επί διαδρομή (mm):
76 X 55
Χωρητικότητα (cc):
998
Σχέση συμπίεσης:
8,3:1
Ισχύς (ΗΡ/rpm):
200/14.000
Ροπή (kg.m/rpm):
 
Τροφοδοσία:
Ψεκασμός ride by wire
Σύστημα εξαγωγής:
4-1
Σύστημα λίπανσης:
Υγρό κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα
 
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Συμπλέκτης:
Υγρός, πολύδισκος
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:
Με γρανάζια/1,551
Τελική μετάδοση / σχέση:
Με αλυσίδα/2,333
 
Σχέσεις
1η
3,188
2α
2,526
3η
2,045
4η
1,727
5η
1,524
6η
1,348
ΠΙΣΩ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Ένα αμορτισέρ Uni-Track με piggyback
Διαδρομή (mm):
 
Ρυθμίσεις:
Πλήρεις
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
6,0 Χ 17
Ελαστικό:
190/65-17
Πίεση:
38
ΦΡΕΝΟ
Μονός δίσκος 250mm με δαγκάνα δύο εμβόλων και KIBS
 
ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
Οθόνη LCD με ενδείξεις για ταχύτητα, στροφές, ολικός και δύο μερικούς χιλιομετρητές, θερμοκρασία κινητήρα και περιβάλλοντος, ΚΙBS, KTRC, KQS, KEBC, KLCM, ESD
 
ΕΜΠΡΟΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Ανεστραμμένο τηλεσκοπικό πιρούνι
Διαδρομή/Διάμετρος (mm):
-/43
Ρυθμίσεις:
Πλήρεις
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
3,5 Χ 17
Ελαστικό:
120/60-17
Πίεση:
32
ΦΡΕΝΟ
Δύο δίσκοι 330mm με τετραπίστονες ακτινικές δαγκάνες και KIBS
 
 
 
ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ
 
Κενή
Γεμάτη
Θεωρητικά
-
0,7
Πραγματικά
0,74
0,79
 

 

Suter MMX 500: Η εξωτική δίχρονη V4 500 με τεχνολογία MotoGP

Κάνουμε εγκεφαλικό reset παλεύοντας με την Σκύλα
1
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

11/1/2024

Υπάρχει κάποιος που δεν θέλει να οδηγήσει ένα δίχρονο τετρακύλινδρο 500; Και δεν μιλάμε για κάποια race-replica παραγωγής, όπως τo Yamaha RD 500 ή το Suzuki RG 500Γ ή έστω βρε αδερφέ το τρικύλινδρο Honda NS 400 R. Μιλάμε για “καθαρόαιμο” αγωνιστικό δίχρονο V4 και μάλιστα με άμεσο ψεκασμό, άφθονο carbon και σύγχρονη τεχνολογία MotoGP! Αυτή είναι η Suter MMX 500, του γνωστού Ελβετού κατασκευαστή αγωνιστικών συστημάτων σύμπλεξης, που αποφάσισε να φτιάξει μια αγωνιστική δίχρονη V4 500 με τεχνολογία του 2000 για τον εαυτό του και για όσους κουβαλάνε την ίδια τρέλα με αυτόν… Α! Και έχουν τραπεζικό λογαριασμό στην Ελβετία διότι η MMX 500 κάθε άλλο παρά φτηνή είναι.

Όπως καταλαβαίνετε, όταν έχεις την ευκαιρία να την οδηγήσεις στην Ελλάδα και μάλιστα παρουσία του ίδιου δημιουργού της, πας πετώντας μέχρι την πίστα των Μεγάρων, με το σώμα να τρέμει και την καρδιά να φτερουγίζει. Ιδού λοιπόν πως ζήσαμε εκείνη την ημέρα πάνω στην σέλα της εξωτικής Suter MMX 500 και διαβάστε την τεχνική ανάλυση και την ιστορία δημιουργίας αυτής την μοναδικής μοτοσυκλέτας όπως δημοσιεύτηκε στο τεύχος 566 του περιοδικού ΜΟΤΟ το 2017.

Η μοτοσυκλέτα είχε έρθει στην Ελλάδα με ενέργειες της Wolf Racing, της MOTUL και του Γιώργου Παρασκευά προσωπικά, που γνωρίζει τον Eskil Suter και είναι αντιπροσωπός του, δίνοντας μας έτσι αυτή την μοναδική εμπερία οδήγησης. Η αναδημοσίευση γίνεται στα πλαίσια μίας ενέργειας που κάνουμε σε τακτικά διαστήματα, να δίνουμε δηλαδή μία μικρή γεύση στο ευρύτερο κοινό από την πλούσια και μοναδική ύλη της έντυπης έκδοσης. Απολαύστε:

 

Suter MMX 500 - Εγκεφαλικό reset

 

Κάποιες φορές πρέπει να γυρίζεις πίσω στα βασικά. Να πατήσεις το reset και να ξαναφορτώσεις τα λειτουργικά προγράμματα του εγκεφάλου σου από την αρχή. Να καθαρίσεις το μυαλό σου από όλα αυτά τα χιλιάδες μικρά αρχεία, που μετά από τόσα χρόνια καταλαμβάνουν MB και σε κάνουν να κολλάς στα ίδια και τα ίδια. Η οδήγηση της δίχρονης V4 του Suter σου προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία να καθαρίσεις το μυαλό σου από τα σκουπίδια

2

Η ημέρα μου ξεκίνησε με δημοσιογραφικό bulling από τον Θάνο: "Είσαι σίγουρος ότι θέλεις να την οδηγήσεις; Αν γίνει κάτι, ο Suter θα μας ζητάει 100.000 euro αποζημίωση. Για να στο πω πιο απλά, θα χάσουμε τα σπίτια μας και τις δουλειές μας!" Ωραία συναδελφική τόνωση της αυτοπεποίθησης!

Ό,τι χρειάζεται κάποιος για να ανέβει στη σέλα μιας δίχρονης μοτοσυκλέτας 180 ίππων στον τροχό και μόλις 135 κιλών, στην παγωμένη πίστα των Μεγάρων που φημίζεται για την “ποιότητα” του ασφαλτοτάπητά της. Σαν να μην έφτανε αυτό, λίγο πριν μου είχε κοπεί η αλυσίδα και παραλίγο να μπλεχτεί ανάμεσα στον πίσω τροχό και το ψαλίδι, στην μοτοσυκλέτα που έκανα μερικούς γύρους προθέρμανσης.

Όλα τα σημάδια έδειχναν ότι δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για να καβαλήσω Το Τέρας.

Όμως τέτοιες ευκαιρίες δεν σου δίνονται κάθε μέρα και η επιθυμία να την οδηγήσω ήταν πολύ πιο ισχυρή από κάθε άλλη λογική σκέψη. Κανένας οπαδός των GP δεν μπορεί να αντισταθεί στον οξύ ήχο των τεσσάρων εξατμίσεων και τις “ναρκωτικές ουσίες” που περιέχονται στη μυρωδιά του αγωνιστικού συνθετικού διχρονόλαδου. Εκείνη τη στιγμή τίποτα δεν ήταν πιο σημαντικό για μένα, από το να βγω στην πίστα καβάλα στην MMX 500 και δεν μετανιώνω για το ρίσκο που πήρα.

3

Όταν ο καφές λεκές στο σώβρακο δεν είναι ντροπή

Το βασικό πλεονέκτημα που έχεις όταν καβαλάς την MMX 500 είναι ότι μπορείς να επιστρέψεις στα πιτς με χεσμένο σώβρακο και κανείς να μην σε ειρωνευτεί. Αντιθέτως, σε κάθε γύρο που περνάς από μπροστά τους σε θαυμάζουν που είσαι ακόμα ζωντανός.

Ο μύθος των άγριων και απάνθρωπων GP500 που την περιβάλει, σου δίνουν το άλλοθι να την οδηγήσεις προσεκτικά στους πρώτους γύρους γνωριμίας και σου δίνει τον χρόνο που χρειάζεσαι για να ξεχάσεις όσα ήξερες και να ξαναμάθεις την αλφάβητο από την αρχή.

Ανήκω στην πιο τυχερή γενιά Ελλήνων μοτοσυκλετιστών, που στα δεκαοχτώ μας είχαμε δίπλωμα μοτοσυκλέτας ανεξαρτήτου κυβισμού και ζήσαμε στη χρυσή εποχή των μεταχειρισμένων Ιαπωνίας, όπου με έξι ή επτά μήνες δουλειάς σε σουβλατζίδικο αγοράζαμε NSR 250 SP, TZR 250 R, RGV 250 Γ SP και φυσικά όποιο Superbike 750 γουστάραμε.

Για την γενιά μου τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα: Οι καθαρόαιμες αγωνιστικές μοτοσυκλέτες ήταν δίχρονες και οι μοτοσυκλέτες για τον δρόμο ήταν τετράχρονες. Τόσο απλά! Όσοι θέλαμε να γευτούμε την οδήγηση μιας αγωνιστικής μοτοσυκλέτας στο δρόμο αγοράζαμε ένα δίχρονο V2 των 250 κυβικών.

Όμως όταν περνάνε δεκαέξι χρόνια από την τελευταία φορά που έχεις οδηγήσει δίχρονο και σχεδόν εικοσιτέσσερα από την πρώτη σου βόλτα με εκείνο το μαύρο-κίτρινο TDR 250, οι μνήμες είναι θολές αλλά ταυτόχρονα πολύ βαθιά φυτεμένες για να τις ξεριζώσει ο χρόνος.

Η μεγάλη διαφορά των δίχρονων μοτοσυκλετών από τις τετράχρονες, δεν είναι μόνο ο τρόπος απόδοσης . Διαφέρουν εντυπωσιακά στο βάρος και στο μέγεθος του κινητήρα τους.

Ο μικρός όγκος που καταλαμβάνουν πάνω στη μοτοσυκλέτα, επιτρέπει στους σχεδιαστές των πλαισίων να τον τοποθετήσουν στο σημείο που πρέπει και όχι απλώς στο σημείο που χωράει.

Το πολύ χαμηλό ύψος των κεφαλών και η απουσία των εκκεντροφόρων και της καδένας τους, σε βοηθάει να σχεδιάσεις ένα στενό, συμμετρικό πλαίσιο με δύο τεράστιους ευθύγραμμους δοκούς, απίστευτα ελαφρύ και άκαμπτο.

Το βάρος του δίχρονου κινητήρα είναι πολύ μικρότερο από του αναβάτη, σε αντίθεση με τους τετράχρονους που ζυγίζουν έως και 65 στην περίπτωση των τετρακύλινδρων. Αυτές οι διαφορές παίζουν καταλυτικό ρόλο στη συμπεριφορά της μοτοσυκλέτας όταν αλλάζει πορεία ή στρίβει με πολύ υψηλές ταχύτητες.

Στον τρόπο που αποδίδει τη δύναμη και τη ροπή του ένας δίχρονος κινητήρας στο πίσω ελαστικό, δεν υπάρχουν συγκρίσεις με έναν ίδιας ιπποδύναμης τετράχρονο. Όλα αυτά καθορίζουν σε απόλυτο βαθμό τον τρόπο οδήγησης μια δίχρονης μοτοσυκλέτας. Απαιτούνται διαφορετικοί χειρισμοί από τον αναβάτη, ο οποίος αν δεν προσαρμοστεί αμέσως θα βρεθεί πολύ γρήγορα άσχημα μπλεγμένος.

4

Μην πετάς πέτρες στο γορίλα

Στην περίπτωση της Suter MMX 500, θεωρητικά έχει γίνει προσπάθεια ώστε η συμπεριφορά του κινητήρα να μοιάζει όσο περισσότερο γίνεται με τετράχρονου. Ναι καλά! Αν το πιστέψεις αυτό, θα βρεθείς μέσα στο ίδιο κλουβί με το γορίλα που πριν λίγα λεπτά του πέταγες πέτρες στο κεφάλι. Όχι ιδιαίτερα ευχάριστη εμπειρία για να ζήσει κάποιος…

Το σλόγκαν The Beast is Back ή το άλλο που έγραφε στο φαίρινγκ 4 strokes are 4 Grandmothers, είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα. Ναι μεν η άνοδος των στροφών γίνεται γραμμικά και η δύναμη έρχεται με σχετική ομαλότητα, όμως ο δίχρονος χαρακτήρας δεν έχει αλλοιωθεί καθόλου.

Έχεις στη διάθεσή σου ένα μικρό φάσμα συμπυκνωμένης δύναμης μεταξύ 7.500-10.500 στροφών, που αν φύγεις έξω από αυτό δεν υπάρχει τίποτα. Κάτω από τις 7.500 στροφές αδιαφορεί παντελώς για τις κινήσεις που κάνει το χέρι σου στην γκαζιέρα.

Είτε τέρμα το ανοίξεις, είτε μέχρι την μέση, ο κινητήρας της MMX 500 ξεροβήχει σαν να προσπαθεί να καθαρίσει τον λαιμό του. Και αυτό ακριβώς κάνει, αφού μόλις το στροφόμετρο δείξει πάνω από τις 7.500 ξεσπάει με ένα οξύ, στεγνό ουρλιαχτό. Μόλις συμβεί αυτό, η μοτοσυκλέτα εκτοξεύεται εμπρός και έχεις στη διάθεσή σου ελάχιστο χρόνο μέχρι να προετοιμαστείς για την επόμενη αλλαγή ταχύτητας, που θα μαστιγώσει ξανά τα 180 δίχρονα άλογα.

Όσο προσπαθείς να την οδηγήσεις σαν τετράχρονο, απλώς ματαιοπονείς. Ο έλεγχος του γκαζιού πέρα από το στενό φάσμα των 7.500-10.500 στροφών είναι ανύπαρκτος και δεν γίνεται τίποτα σπουδαίο αν ανοίγεις προοδευτικά το γκάζι κάτω από τις 7.500 στροφές.

Επιπλέον, αυτό εμπεριέχει τον κίνδυνο να βρεθείς με πολύ ανοιγμένο το γκάζι όταν ο κινητήρας μπει στην “καλή” περιοχή στροφών και να βρεθείς προ μεγάλων εκπλήξεων - στην περίπτωσή μας να κάνεις ένα θεαματικό high-siding πριν δεις την έξοδο της τελευταίας στροφής της πίστας των Μεγάρων.

Πολύ θα ήθελα να γράψω ότι ο κύριος Suter κατάφερε να φτιάξει τον πρώτο φιλικό για όλους V4 δίχρονο κινητήρα, που μπορεί να τον οδηγήσει κάθε πλούσιος χομπίστας, με οποιουδήποτε επιπέδου εμπειρία, όμως θα ήταν ψέματα. Η Suter MMX 500 είναι σκύλα!

Βγαίνοντας στα πιτς μετά από τους τέσσερεις πρώτους γύρους, ευχαριστώ τον Θεό που μου έδωσε την ευκαιρία να οδηγήσω μια τόσο σπάνια και εξωτική μοτοσυκλέτα, όμως μέσα μου κάτι με τρώει.

Σαν να μου έχουν δώσει ένα γρίφο, που είμαι βέβαιος ότι μπορώ να λύσω αλλά ακόμα δεν τα έχω βρει την αρχή του νήματος. Η MMX 500 μου είχε ήδη δώσει τα στοιχεία που χρειαζόμουν για την λύση του. Έπρεπε όμως να τα βάλω σε μια σωστή σειρά.

Η εργονομία της θέσης οδήγησης, η γεωμετρία του πλαισίου και το πολύ μικρό βάρος της μοτοσυκλέτας ήταν σαφές ότι μου ζητούσαν να μπω στις στροφές με πολύ μεγαλύτερη φόρα. Ο κινητήρας από την μεριά του, μου τα είπε ξεκάθαρα: "Εγώ φίλε είμαι εδώ για να σπρώχνω την μοτοσυκλέτα εμπρός με όλη μου τη δύναμη. Αυτές τις σαχλαμάρες για έλεγχο του γκαζιού στις χαμηλές και μεσαίες στροφές δεν τα καταλαβαίνω." Όσο με βασανίζουν οι σκέψεις μου, βλέπω το κύριο Suter να μου κάνει νοήματα. "Άμα θέλεις, μπορείς να κάνεις άλλους έξι γύρους."

Πριν προλάβει να τελειώσει την φράση του είμαι ήδη πάνω στη μοτοσυκλέτα και ο Θάνος αδειάζει μια καρτέλα υπογλώσσια μέσα στο στόμα του και αρχίζει να τα μασάει χωρίς νερό…

5

Η λύση είναι η φόρα, ακόμα περισσότερη φόρα

Η δεύτερη βόλτα μαζί της δεν είχε καμία απολύτως σχέση με την πρώτη. Έχοντας κάνει ένα γενναίο reset στο μυαλό μου και επαναφέροντας από τα σκονισμένα ράφια της μνήμης όποια εμπειρία είχα αποκτήσει από την οδήγηση δίχρονων σπορ μοτοσυκλετών στα νιάτα μου, βάζω σε εφαρμογή μια απλή, αλλά ιδιαίτερα δύσκολη στην εφαρμογή οδηγική τακτική. Μαζεύω όση περισσότερη φόρα μπορώ τις ευθείες με την βοήθεια του κινητήρα και στρίβω με όσο μεγαλύτερη ταχύτητα μπορώ με την βοήθεια του ελαφριού, άκαμπτου πλαισίου.

Για να το πετύχεις αυτό πρέπει να κάνεις τις αλλαγές ταχυτήτων στην ευθεία, ακριβώς μόλις το στροφόμετρο ξεπεράσει τις 10.500 στροφές. Αν ανεβάσεις ταχύτητα πιο νωρίς η MMX 500 θα σηκώσει απότομα τον εμπρός τροχό στον αέρα. Αν αλλάξεις μετά τις 11.000 ρισκάρεις να “χτυπήσεις” κόφτη, με αποτέλεσμα να μπερδευτεί το Quick-shifter και να χάσεις χρόνο ή ακόμα και την αλλαγή ταχύτητας. Ο λεβιές του κιβωτίου ταχυτήτων και το quick-shifter δούλευαν αρμονικά και με ακρίβεια μόνο όταν είχες το γκάζι γενναία ανοιχτό και τις στροφές του κινητήρα πάνω από τις 8.000. Με μισό γκάζι ή κάτω από αυτές τις στροφές, το κιβώτιο μάγκωνε και δεν άλλαζε ταχύτητες χωρίς συμπλέκτη.

Όλη η μαγεία αυτής της μοτοσυκλέτας (η οποία χάθηκε όταν σταμάτησαν να παράγονται δίχρονα supersport) είναι η ταχύτητα εισόδου στις στροφές. Αν δεν το έχεις ζήσει, μάλλον δεν θα μπορέσεις να καταλάβεις πόση μεγάλη διαφορά υπάρχει σε σύγκριση με μια βαριά τετράχρονη superbike.

Καθώς ο κινητήρας δεν φρενάρει τον πίσω τροχό όταν κλείνεις το γκάζι κατεβάζοντας ταυτόχρονα δύο-τρεις ταχύτητες πριν μπεις στη στροφή, η MMX 500 ρέει μέσα στην πίστα. Μόλις βρεθείς στη μέση της στροφής καταλαβαίνεις ότι δεν χρειαζόταν να φρενάρεις τόσο πολύ.

Γύρο με τον γύρο, φρενάρεις όλο και λιγότερο, μπαίνεις στις στροφές όλο και πιο γρήγορα… Σιγά-σιγά η Σκύλα γίνεται αρνάκι! Η μεγαλύτερη ταχύτητα μέσα στη στροφή σε βοηθάει να μένουν οι στροφές του κινητήρα ψηλά και στην έξοδο είναι έτοιμος να σε τινάξει εμπρός.

Όμως για να γίνει αυτό, θέλει να έχεις επιλέξει τη σωστή σχέση ώστε στο τελευταίο 1/3 της στροφής να δείχνει το στροφόμετρο 8.000 με 9.000 στροφές. Όποιο χειρισμό κάνεις πάνω της, θα πρέπει να είναι συγκεκριμένος και να εξυπηρετεί συγκεκριμένο σκοπό. Εδώ φρενάρεις, εδώ ανοίγεις το γκάζι, εδώ αλλάζεις ταχύτητα, με τόσα στρίβεις. Αν το κάνεις, περνάς σε μία άλλη διάσταση όπου η οδήγηση γίνεται… ερωτική πράξη! Αν δεν το κάνεις, σε ξαναρίχνουν πίσω στο κλουβί με τον γορίλα.

7

Ζήλια

Όσο μεγαλώνουμε σε ηλικία, τόσο περισσότερο ζηλεύουμε τους νέους για τα πράγματα και τις ευκολίες που έχουν σήμερα και δεν είχαμε τότε εμείς. Όμως ως μοτοσυκλετιστής δεν ζηλεύω καθόλου την νέα γενιά που δεν μπορεί πλέον να οδηγήσει μια δίχρονη σπορ μοτοσυκλέτα.

Νοιώθω πολύ τυχερός που έζησα την εποχή όπου τα αγωνιστικά ήταν δίχρονα και οι μοτοσυκλέτες δρόμου τετράχρονες και νοιώθω δέκα φορές πιο τυχερός που οδήγησα την Suter MMX 500 και ξαναθυμήθηκα γιατί το λέγαμε τότε αυτό. Γιατί έτσι είναι!

8

Τεχνική Ανάλυση – ιστορικό

 

Two stroke forever!

 

Έχει κρύο στα Μέγαρα. Ο Eskil Suter ζητάει ταινία, σκύβει και βάζει δύο λωρίδες στο πάνω ψυγείο του MMX500. Για λίγες ώρες, ζήσαμε την εμπειρία ενός δίχρονου V4, με ήχους, εικόνες και μυρωδιές από την Χρυσή Εποχή των GP500. Μόνο που το Suter είναι ακόμα καλύτερο από κείνα...

Γιατί; Όπως λέει ο ίδιος, "Τώρα δεν μας περιορίζουν οι κανονισμοί, οπότε κάνουμε ό,τι θέλουμε!" Αυτό το ό,τι θέλουμε κουβαλάει μαζί του την πρόσθετη εμπειρία πάνω από 15 ετών, από τότε που έπεσε τσεκούρι στις συμμετοχές των δίχρονων στα GP. Με την εμπειρία της Suter Racing Technology στα πλαίσια, αλλά και τις εξελίξεις στα ηλεκτρονικά, το ΜΜΧ500 είναι κάτι παραπάνω από τα εργοστασιακά, ενώ από την στιγμή που δεν απευθύνεται σε ομάδες με budget εκατομμυρίων, είναι και μια πολύ πιο απλή κατασκευή, λιγότερο ιδιότροπη και μπελαλίδικη από τα racing του τότε. Κι όπως πάντα, πίσω από κάθε τι που αξίζει, βρίσκονται τα όνειρα και η σκληρή δουλειά ενός ανθρώπου. 

9

Eskil Suter – μόνο τυχαίος δεν είναι...

Ο Eskil Suter ξεκίνησε την αγωνιστική του εμπλοκή από το motocross, κι όπως μου είπε στα Μέγαρα "Αυτή είναι ακόμα η μεγάλη μου αγάπη!". Κι όταν μια τέτοια δήλωση έρχεται από τον άνθρωπο που έχει τόση ιστορία στις ασφάλτινες πίστες, μετράει αλλιώς.

Μένει ακόμα κι έχει την Suter Racing Technology στο Turbenthal, το μικρό χωριό κοντά στην Ζυρίχη της Ελβετίας όπου γεννήθηκε το 1967. Μετά από κάποια χρόνια στα χώματα, έτρεξε στην Daytona με 250 το ’91, όπου και τερμάτισε δεύτερος. Την επόμενη χρονιά, είχε και την πρώτη του συμμετοχή στα GP250 με Aprilia.

Συνέχισε στα 250 ως το ’96, τερματίζοντας δύο φορές 13ος στο πρωτάθλημα, μία 14ος και μία 19ος.  Την Suter Racing Technology την ίδρυσε το ’96, με αντικείμενο την εξέλιξη τεχνολογικών λύσεων για τους ασφάλτινους αγώνες μοτοσυκλέτας. Το 1998 ήταν αναβάτης εξέλιξης για την ομάδα της MuZ στα GP500, με την μοτοσυκλέτα να χρησιμοποιεί τον κινητήρα της Swissauto σε πλαίσιο ROC.

Όταν ο αναβάτης της ομάδας Doriano Romboni τραυματίστηκε στον δεύτερο μόλις αγώνα της χρονιάς, ο Suter στήθηκε στην εκκίνηση και στους υπόλοιπους αγώνες βαθμολογήθηκε σε τρεις. Η MuZ όμως αποφάσισε να μην χρησιμοποιεί πια το Γαλλικό πλαίσιο της ROC, κι έτσι ο Suter ανέλαβε να εξελίξει ένα νέο. Το ’99 η MuZ είχε δικό του πλαίσιο στα GP500, κι έτσι από αναβάτης εξέλιξης έγινε και κατασκευαστής πλαισίων.

11

Έχει εξελίξει και μοτοσυκλέτα MotoGP για την Kawasaki (ZX-RR, 2004-2006), όπως και το Ilmor SRT X3 800 με τις πνευματικές βαλβίδες (2006), αλλά και τον τρικύλινδρο κινητήρα του Foggy Petronas FP1 των 900cc για τα superbike (2002-2005). Η Suter Racing Technology άρχισε την εμπλοκή της στην Moto2 το 2010, με πλαίσια ειδικά φτιαγμένα για τον κινητήρα της Honda, κερδίζοντας το πρωτάθλημα κατασκευαστών το 2010 και το 2011, χωρίς όμως κάποιος αναβάτης της να στεφθεί πρωταθλητής. Το 2012 όμως, τα κέρδισε και τα δύο, κατασκευαστών και αναβατών, με τον Marc Marquez.

Την ίδια χρονιά, κατασκεύασε και ένα πρωτότυπο για τα MotoGP, με κινητήρα BMW S1000RR, που είχε δοκιμαστεί από την ομάδα Marc VDS Racing από τα τέλη του 2010 και όλο το 2011. Αυτή η μοτοσυκλέτα συμμετείχε στα MotoGP με την Forward Racing.

"Ήμουν αγωνιζόμενος για πάνω από 35 χρόνια, πρώτα motocross, μετά το γύρισα σε αγώνες ταχύτητας. Τα πήγα καλά στο Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα, κι αργότερα πέρασα στα GP. Κυρίως έτρεχα στα 250, από το '92 ως το '96. Υπό κανονικές συνθήκες, όσο δηλαδή τα πάντα πήγαιναν καλά, συνήθως θα ήμουν από δέκατος ως δωδέκατος, και νομίζω πως ο καλύτερος τερματισμός μου ήταν πέμπτος στο Assen το ’95.
Σταμάτησα τους αγώνες γιατί είχαμε αρχίσει να επικεντρωνόμαστε πολύ περισσότερο στην τεχνική πλευρά τους, αφού ως Ελβετός αναβάτης ήταν δύσκολο να πάρω εργοστασιακά εξαρτήματα, οπότε αναγκαστήκαμε να φτιάξουμε δικά μας!

Πριν ακόμα σταματήσω να τρέχω, μας απασχολούσε πολύ περισσότερο η συντήρηση και εξέλιξη των κινητήρων και εξαρτημάτων του πλαισίου, παρά η οδήγηση, κι αυτό μάλλον δεν βελτιώνει τους τερματισμούς!

Έτσι ξεκινήσαμε, και γι’ αυτό φτάσαμε εδώ που είμαστε τώρα. Στήσαμε την Suter Racing κι αρχίσαμε να πουλάμε εξαρτήματα στους μέχρι τότε αντιπάλους μας. Είμαστε τυχεροί, γιατί κάναμε το πάθος μας επάγγελμα. Από πάντα η ζωή μου περιστρεφόταν γύρω από τις μοτοσυκλέτες... Τις έχω στο αίμα μου και στην καρδιά μου!"
 

12

Γδύστην! Τσίτσιδη!

 

Σπρώχνουμε το V4 στην εκκίνηση της πίστας των Μεγάρων, την ίδια μοτοσυκλέτα που λίγους μήνες πριν είχε στηθεί στην εκκίνηση του ΤΤ στο Isle of Man, με αναβάτη τον Ian Lougher. "Δεν έχουμε πειράξει τίποτα, και θα δείτε όταν το οδηγήσετε, πως ο λεβιές των ταχυτήτων είναι πιο σκληρός απ’ ότι θα έπρεπε, γιατί αν δεν τον κάνεις έτσι, με τα σαμαράκια, τα κοπανήματα και τις προσγειώσεις στο Isle of Man, ανεβάζει ταχύτητες μόνο του!", προειδοποιεί ο Eskil Suter, και με ένα τεσσαράκι allen κι ένα οχταράκι Τ αρχίζει να γδύνει το δημιούργημά του.

Εξαιρετικά απλή διαδικασία, αφού το φαίρινγκ στηρίζεται με συνδέσμους Djus μισής στροφής. Άλλες τρεις βίδες κι έχουμε πάρει όλα τα carbon στο χέρι, θαυμάζοντας την ελαφρότητα της ύπαρξής τους. Κι όπως συμβαίνει και σε κάποιες άλλες περιπτώσεις, όταν γδυθεί καταλαβαίνεις τη διαφορά. Την παράσταση κλέβουν μεμιάς οι εξατμίσεις, καθώς είναι πια ό,τι πιο ασυνήθιστο σε μια μοτοσυκλέτα.

Οι θάλαμοι διαστολής είναι κατασκευασμένοι από τιτάνιο, από τους μετρ του υλικού στην Akrapovic, και δεν θυμάμαι να έχω δει άλλη φορά δίχρονες εξατμίσεις από την Σλοβένικη εταιρία. Τελικά δίχρονων, ή καλύτερα, τσιμπουκόφωνα όπως πολύ πιο εύηχα λέγονται, φτιάχνει, αλλά θαλάμους διαστολής όχι, εκτός από αυτούς. Κι είναι και οι τέσσερις διαφορετικοί, με τους δύο επάνω να είναι καθρέφτης ο ένας του άλλου, με μία μόνο βάση στην ουρά, και τους δύο κάτω εντελώς ανόμοιους, να συστρέφονται πριν καταλήξουν στην δεξιά μεριά του ψαλιδιού banana. Ειδικά αυτή του κάτω αριστερού κυλίνδρου, μοιάζει με πύθωνα που μόλις έφαγε τον άτυχο ιθαγενή. "Δεν ήταν εύκολη υπόθεση.

13

Σε συνεργασία με ένα διεθνώς αναγνωρισμένο πανεπιστήμιο σχεδιάσαμε τις εξαιρετικά λεπτές και ελαφριές εξατμίσεις που κατασκεύασε η Akrapovic. Ένας από τους κύριους λόγους που θέλαμε να τρέξουμε στο Isle of Man είναι πως αποτελεί το τέλειο πεδίο δοκιμών, αφού είναι ο παγκοσμίως πιο σκληρός αγώνας σε δημόσιους δρόμους", λέει ο Suter. Tα μικροσκοπικά carbon τελικά δεν πείθουν πως δικαιολογούν την ονομασία "σιγαστήρες".

Το επόμενο σημείο που καρφώνεται το μάτι είναι το ψαλίδι. Όχι το πλαίσιο, το ψαλίδι, κι ειδικά από την αριστερή μεριά του που είναι σχεδόν διπλάσια από την δεξιά.

Φτιαγμένο κι αυτό, όπως και το πλαίσιο, από συνδυασμό αλουμινένιων διαμορφωμένων φύλλων και μασίφ κομματιών κατεργασμένων σε CNC, έχει ενισχυτικά βαθουλώματα σε στρατηγικά σημεία.

Όπως και το πλαίσιο των δύο δοκών, εντυπωσιάζει γιατί ενστικτωδώς καταλαβαίνεις πως είναι έτσι γιατί έτσι χρειάζεται να είναι, χωρίς περιττές ντιζαϊνιές. Η περιοχή του λαιμού στο πλαίσιο είναι ένα κουτί ολόκληρο, καθώς αποτελεί και την είσοδο του αέρα για το κλειστό φιλτροκούτι του ψεκασμού. Και κλειστό σημαίνει Ram Air, με όφελος στην πίεση της εισαγωγής όσο ανεβαίνουν τα χιλιόμετρα.

Η κατανομή του βάρους είναι 54-46 % εμπρός-πίσω, κάτι λογικό αφού ο άξονας του ψαλιδιού είναι σχεδόν στη μέση της μοτοσυκλέτας, και τα πάντα που έχουν κάποιο αξιόλογο βάρος (ο κινητήρας και το ρεζερβουάρ με την βενζίνη δηλαδή) είναι μπροστά από κει. Μετά βλέπεις και τα μαρσπιέ που είναι... τριάντα πόντους πίσω από τον άξονα του ψαλιδιού, και καταλαβαίνεις πως με τον αναβάτη επάνω, η αναλογία θα πλησιάζει το 50-50. Τα πάντα στο πλαίσιο είναι ρυθμιζόμενα, από την κάστερ ως το ύψος του άξονα του ψαλιδιού και το μεταξόνιο, μαζί με την θέση οδήγησης φυσικά.

14

Την μεγαλύτερη συγγένεια με όσα πλαίσια έχει φτιάξει ως τώρα ο Suter για τα MotoGP την έχει με αυτό του Ilmor SRT X3 των 800cc, του 2007. Διαστάσεις και γεωμετρία δεν ανακοινώνονται, αλλά το μεταξόνιο είναι κοντά στα 1.400mm που είχαν τα δίχρονα 500 στις δόξες τους. (Για όσους γεννήθηκαν πρόσφατα, να θυμίσουμε πως η τελευταία χρονιά που έτρεξαν, σε ρόλο κομπάρσου μαζί με τις μπετονιέρες, ήταν το 2003).

Μετά το πλαίσιο το μάτι πάει στα χρυσά, στο πιρούνι FGR300 της Ohlins, και στο ΤΤΧ36 αμορτισέρ, που αποτελούν τις βασικές επιλογές. Για όποιον το αντέχει η τσέπη του, και δεν τον μοιάζουν μερικές χιλιάδες ευρώ παραπάνω, ο Eskil τοποθετεί και τα εντελώς MotoGP Ohlins, το πιρούνι RVP20 και το αμορτισέρ RVP46.

Ακόμα όμως και με τα "απλά" Ohlins, η αίσθηση στα σχεδόν motocross Μέγαρα ήταν πως η ανάλαφρη μοτοσυκλέτα πάταγε κάτω, με μια σταθερότητα πολύ βαρύτερης, παρά τα ελάχιστα κιλά της, χωρίς αναπηδήσεις ή άλλα χαζά.

16

Εμπιστοσύνη για να πάρεις φόρα.... Αντίστοιχα κορυφαίου επιπέδου είναι και τα φρένα, με τις GP4-RR δαγκάνες της Brembo. Oι εμπρός δίσκοι μοιάζουν μικροί στα 320mm, αλλά με μόνο 127 κιλά βάρους φτάνουν και περισσεύουν, άλλωστε και ο τρόπος που θέλει να οδηγείται, δεν απαιτεί κάτι περισσότερο. Κι ενώ χαϊδεύει κανείς τις αναρτήσεις, βλέπει πως υπάρχουν και εμπρός και πίσω αισθητήρες καταγραφής δεδομένων για την λειτουργία τους, μέσω του συστήματος της 2D, εταιρίας που έχει εμπειρία πάνω από είκοσι χρόνια.

Και τα YZR500 της Yamaha το ίδιο σύστημα χρησιμοποιούσαν (κι όχι, δεν το θυμόμουν από τότε, αλλά στην κουζίνα μας στο ΜΟΤΟ έχουμε κορνιζαρισμένη μια μεγάλη φωτό του Abe με το YZR, κι είδα το αυτοκόλλητο της 2D στο ψαλίδι!). Γιατί τηλεμετρία και καταγραφή δεδομένων;

Μα, όταν ο Eskil αυτοπροσώπως θα σας παραδώσει το καινούργιο σας ΜΜΧ500, όπως έκανε πρόσφατα με πέντε πελάτες του, είχε κλείσει το Mugello και ρύθμισε ανάλογα την μοτοσυκλέτα του καθενός. Ε, όταν δίνεις πάνω από 100.000 ευρώ, έχεις και το ανάλογο service κατά την παράδοση.  

17

 

Δίχρονο V4, live!

Ναι, V, αλλά πόσο V; Με το μάτι το βλέπεις να είναι κάτι λιγότερο από 90 μοίρες, αλλά πόσο; Ιστορικά, τα δίχρονα V4 είχαν γωνίες από 65 ως και 108 μοίρες. Ο Suter μου λύνει την απορία: "V80°, με αντίθετα περιστρεφόμενους στροφάλους". Γιατί 80°; "Θέμα κραδασμών δεν υπάρχει, οπότε επιλέχθηκε η περιεχόμενη γωνία που βόλευε περισσότερο χωροταξικά!"

Στην καριέρα των δίχρονων V4, σχεδόν όλοι – εκτός της Honda! – κατέληξαν στην λύση των δύο ξεχωριστών στροφάλων, κάτι που δίνει ελαφρά πιο στενό κινητήρα και βελτιώνει την συμπεριφορά, μειώνοντας το γυροσκοπικό φαινόμενο από την περιστροφή του στροφάλου. Έχουμε έτσι δύο στροφάλους γραναζωμένους μεταξύ τους.

Η βασική διαφορά με έναν τετράχρονο V4 είναι πως ο δίχρονος έχει τέσσερα κομβία και τέσσερις ανεξάρτητους στροφαλοθάλαμους, απαραίτητους για να διατηρείται η πίεση της εισαγωγής, ενώ ο τετράχρονος μπορεί να έχει δύο μπιέλες ανά κομβίο. Το επόμενο που χαρακτηρίζει έναν δίχρονο V4 είναι ο χρονισμός του.

Είναι screamer ή big bang, έχει δηλαδή μικρά, ή μεγάλα διαστήματα ανάμεσα στις αναφλέξεις; Στην περίπτωσή μας έχουμε έναν κανονικό screamer, με μια ανάφλεξη κάθε 90 μοίρες, με σειρά ανάφλεξης κυλίνδρων 1-3-2-4.

18

Ανάλογα με το τι βλέπω στο μηχανάκι και τι μου περνάει απ’ το μυαλό, ρωτάω τον Eskil Suter, πηδώντας από τα διαστήματα ανάφλεξης στην μακροζωία των πιστονιών: "Τα πιστόνια αντέχουν και για παραπάνω, αλλά προληπτικά τα αλλάζουμε κάθε 800-1000km, ενώ τους στροφάλους κάθε 3-5.000, ανάλογα την χρήση.

Αλλά τώρα που το λέμε, δεν έχουμε αλλάξει ποτέ κανέναν, οπότε δεν ξέρουμε, μπορεί να αντέχουν και πολύ παραπάνω!" Ένα στοιχείο που δεν είχαν τα GP500, αλλά έχει το Suter, είναι ο ψεκασμός. Οι Ιάπωνες το είχαν δουλέψει, η Honda μάλιστα είχε φτιάξει και ψεκαστό NSR500, αλλά δεν το έτρεξαν.

Δυστυχώς, τα δίχρονα παραγωγής δεν πρόλαβαν να περάσουν στον ψεκασμό, κάτι που θα κάνουν από του χρόνου τα μόνα δίχρονα που απέμειναν, τα enduro και τα motocross. To Suter έχει κεντρική μονάδα ελέγχου της Mectronic που διαχειρίζεται την ανάφλεξη και την τροφοδοσία, μέσω τεσσάρων ενοποιημένων σωμάτων ψεκασμού, που οδηγούν σε βαλβίδες reed με πέταλα carbon fiber. Υπάρχουν κανονικά πεταλούδες, με δύο μπεκ ανά εισαγωγή, ένα κάτω από την πεταλούδα κι ένα από πάνω, shower.

Ο Eskil Suter ήταν έτοιμος να προσθέσει και τα Μέγαρα στην εμπειρία του από τις πίστες του κόσμου τούτου. Λίγο σπρώξιμο και το Τέρας παίρνει, με έναν τραγανό, ροκανιστό ήχο σαν να σκάνε συνέχεια δυναμιτάκια...

Το ζεσταίνει με γκαζιές κοντά στις 8.000, βάζει το χέρι του στα ψυγεία, κι όταν θεωρεί πως έχει φτάσει σε ασφαλή θερμοκρασία, ανεβάζει ακόμα πιο ψηλά τις στροφές...

Ξαφνικά η ογδονταμελής Συμφωνική Ορχήστρα Αλυσοπρίονων Χωρίς Εξάτμιση κάνει κρεσέντο κι ανεβάζει στον κόφτη... Ο ήχος αυτός από τις γκαζιές ως τις 12.000 κάποια στιγμή θα κυκλοφορεί σε παράνομα αρχεία, που two stroke πρεζάκια θα ακούν με κλειστές πόρτες και παράθυρα...

19

Κι όμως, όταν τελικά βάζει κράνος, πρώτη, και ξεκινά με λίγες στροφές από τα πιτς, ο ήχος είναι απρόσμενα βαθύς, σαν μουγκρητό, και η λειτουργία εξαιρετικά καθαρή, χάρη και στον ψεκασμό, αλλά και στις ηλεκτρονικά ελεγχόμενες βαλβίδες που μεταβάλλουν το ύψος της θυρίδας εξαγωγής.

Καθώς είναι κλειστές σ’ αυτή τη φάση, και το ύψος των θυρίδων το ελάχιστο, είναι υπεύθυνες και για τον βαρύ για δίχρονο ήχο του κινητήρα στις χαμηλές στροφές. Μέσα στην πίστα, έχουμε μια μίνι αναβίωση της σεζόν των GP του 2003, όταν τετράχρονα και δίχρονα γύρναγαν μαζί: Ο Παρασκευάς με το R1 του, και ο Eskil Suter με το... Suter του, το ένα τετρακύλινδρο τετράχρονο cross plane, το άλλο τετρακύλινδρο δίχρονο screamer, με το πρώτο να παίζει μια βαρύτονη υπόκρουση στα στριγγά ροπιάσματα του άλλου...

Θα λέγατε όχι σε μια έκδοση δρόμου;

Δρόμου; Δηλαδή με πινακίδα; Ποιος τρελός θα το φτιάξει, γιατί τρελούς να το αγοράσουν έχουμε! Μα, αυτός ο Ελβετός, που γυαλίζει το μάτι του... Όταν βγήκε από την πίστα, τον ρωτάω για την αναλογία λαδιού στην βενζίνη, και παίρνω μια απρόσμενη απάντηση: "Τώρα βάζουμε 3% λάδι.

Αλλά [εδώ άστραψε το μάτι του...] έχουμε ήδη έτοιμη αντλία λαδιού, που θα καταργήσει την μίξη στο ρεζερβουάρ! Έτοιμη είναι επίσης και η μίζα, κι έτσι δεν θα χρειάζεται σπρώξιμο για να πάρει μπρος." ΟΚ, και μετά θα του βγάλουμε και πινακίδα για να κυκλοφορούμε στο δρόμο, αστειεύομαι.

Αλλά ο Ελβετός δεν αστειευόταν: "Θα γίνει κι αυτό, είναι στα σχέδιά μας!" Να δω πως θα καταφέρουν να το κάνουν αυτό... Έτσι κι αλλιώς, το ΜΜΧ500 δεν απευθύνεται σε αγωνιζόμενους, από τη στιγμή που ναυάγησαν τα αρχικά σχέδια του Suter για μια σειρά αγώνων με MMX500 βαμμένα στα χρώματα των ομάδων του τότε, με αναβάτες του τότε...

Αυτό ήταν όταν είχε πρωτοφτιάξει τον κινητήρα, με 500cc. Ώριμα σκεπτόμενος, ανέβασε τα κυβικά στα 580. Γιατί 580 όμως; Ας μην ξεχνάμε σε ποιους απευθύνεται αυτή η μοτοσυκλέτα. Κατηγορία αγώνων για δίχρονα 500 δεν υπάρχει, οι προτεραιότητες ήταν πια άλλες.

Από τις αρχικές διαστάσεις του κινητήρα των 500cc που ήταν 56x50,8, αυξήθηκε η διαδρομή του στροφάλου κατά 8mm και πλέον οι διαστάσεις των 56x58,8 δίνουν 576cc. Έχουμε έτσι έναν υποτετράγωνο (!) δίχρονο V4, πιο αξιόπιστο, πιο οδηγήσιμο, με πιο ομαλή λειτουργία και εξαιρετικά λιγότερο  απαιτητικό σε εξειδικευμένες γνώσεις για συντήρηση και ρύθμιση.

21

Και πολύ μικρότερο κοστολόγιο – μια ακριβής GP500 ρέπλικα θα ήταν ασύμφορη ακόμα και για τον πιο πλούσιο ιδιώτη. Πέρα από τα επιπλέον κυβικά και τα πλεονεκτήματά τους, η διαφορά ανάμεσα στις απαιτήσεις ρυθμίσεων των καρμπυρατέρ του τότε και τον ψεκασμό του Suter είναι η μέρα με την νύχτα. Κι αν χρειαστεί αλλαγές στην τροφοδοσία, ανοίγεις το laptop αντί για το κουτί με τα ζιγκλέρ και τις βελόνες...

Κι όλα αυτά, με μια απόδοση που είναι ίση με την κορυφαία που είχαν φτάσει τα δίχρονα 500 στα GP. Η NSR500 του Rossi είχε το 2001 190-200 ίππους στις 13.500 για 131 κιλά, αν και υπάρχει μια "απόκρυφη" ιστορία πως ο ίδιος είχε επιλέξει μια απόδοση πιο κοντά στους 170.

Άλλο αυτό όμως. Η ΜΜΧ500 με τις στάνταρ ρυθμίσεις έχει 195, ίσως στις 11.500, με μέγιστες στροφές τις 13.000, για 127 κιλά... Για μια μικρή σύγκριση με τις GP500, ας θυμηθούμε πως όταν ξεκίνησαν οι τετρακύλινδρες δίχρονες, το 1975 με την εν σειρά Yamaha OW23, είχε κάτω από 100 ίππους, ενώ το Suzuki RG500 – square four αυτό – μόλις που ξεπερνούσε τους 100.

Η ίδια η Yamaha ανακοινώνει 130 ίππους για την πρώτη V4 με δύο στροφάλους και εισαγωγή με reed στον στροφαλοθάλαμο, την OW76 του 1984, με την οποία ο Eddie Lawson είχε κερδίσει το πρωτάθλημα εκείνης της χρονιάς.

Ο Rossi, στην τελευταία του χρονιά με δίχρονο, το 2001, έκανε όσους περισσότερους γύρους μπορούσε σε δοκιμές και χρονομετρημένα, γιατί όπως έλεγε "μου μένουν λίγοι ακόμα αγώνες με μια αληθινή μοτοσυκλέτα...".

Ήταν η Yamaha με την OW61 του 1982 που έφτιαξε την πρώτη δίχρονη V4, που είχε και τον πρόγονο του πλαισίου Deltabox, εξελιγμένο από τον Ισπανό Antonio "JJ" Cobas. Δυο χρόνια αργότερα, το 1984, η ΥΖR500 OW76 απέκτησε εισαγωγή με reed κατ’ ευθείαν στον στροφαλοθάλαμο, και με την OW81 του 1985 έβαλε τους στροφάλους να περιστρέφονται αντίθετα, για μείωση του γυροσκοπικού τους φαινομένου και μεγαλύτερη ευελιξία (την διάταξη αυτή την είχε δοκιμάσει στην OW77, μια πειραματική GP500 που δεν έτρεξε ποτέ). Η ισχύς είχε ανέβει στους 154 ίππους.

Έτσι, η βασική διάταξη του κινητήρα της ΜΜΧ500 είναι παρόμοια με της OW81: Αντεστραμμένοι πίσω κύλινδροι με τις ευθύγραμμες εξατμίσεις τους στην ουρά, εισαγωγή με reed στον στροφαλοθάλαμο, αντίθετα περιστρεφόμενοι στρόφαλοι. Η διαφορά ήταν στην περιεχόμενη γωνία των κυλίνδρων, που στην πορεία των OW κυμαινόταν από 60-75°, ενώ της Suter είναι 80°.

22

Αλλά ήταν οι Yamaha ΥΖR500 ΟW98 και Suzuki RGV500 XR74 του 1988 που αποτέλεσαν το πρότυπο των δίχρονων V4 και στο πλαίσιο, αφού ήταν οι πρώτες που φορούσαν ασύμμετρο ψαλίδι banana για να βγαίνουν και οι δύο κάτω εξατμίσεις από την δεξιά μεριά. Η διάταξη αυτή κινητήρα και πλαισίου κράτησε μέχρι το οριστικό τέλος των δίχρονων 500, με εξαίρεση την Honda που επέμενε στον "αληθινό" V4 με έναν στρόφαλο, ξεκινώντας από κινητήρα screamer, φτιάχνοντας τον πρώτο big bang το ’92, και γυρνώντας αργότερα πάλι σε screamer μετά από απαίτηση του Doohan. Τα NSR κέρδισαν επτά από τους δέκα τελευταίους τίτλους των GP500, ενώ η Honda είχε εξελίξει και NSR500 με ψεκασμό. Φανταστείτε το αυτό σε συνδυασμό με το σύστημα AR, το Active Radicals combustion που επίσης είχε βγάλει σε παραγωγή η Honda, ή και σε συνδυασμό με άλλες εξελίξεις στο θέμα των δίχρονων, και σήμερα θα μπορούσαμε να οδηγούμε καθαρά δίχρονα στο δρόμο.

23

Αλλά η politically correct άποψη επέμενε τετράχρονα, και η αλλαγή των κανονισμών σήμανε το τέλος των street δίχρονων. Έμειναν πια μόνο τα χωματερά, που σε λίγο κι αυτά θα γίνουν ψεκαστά. Αυτό που αγοράζει λοιπόν σήμερα ο ευτυχής πελάτης του Eskil Suter έχει ίση ιπποδύναμη με το απόγειο της εξέλιξης των GP500, με έναν κινητήρα screamer πολύ πιο ροπάτο και γραμμικό, σχεδιασμένο για τον χομπίστα αναβάτη που θέλει να ζήσει την αίσθηση των ιστορικών πια 500, χωρίς να έχει και μια εργοστασιακή ομάδα να τον υποστηρίζει. 

Ο Eskil Suter δικαιολογημένα είναι περήφανος: "Η κατασκευή μιας τέτοιας μοτοσυκλέτας, έστω και σε περιορισμένη παραγωγή, αποκτά ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα γιατί έχει αυτόν τον τετρακύλινδρο δίχρονο των 580cc, που προκαλεί σχεδόν υστερικές αντιδράσεις σε όσους είναι δεμένοι συναισθηματικά με τις άγριες μέρες των GP500, τότε που θρύλοι σαν τους Kenny Roberts, Eddie Lawson και Wayne Gardner, για να αναφέρουμε μόνο λίγους από αυτούς, έδιναν συναρπαστικές μάχες για το βάθρο – και για να καταφέρουν να μένουν όρθιοι!

Η εκρηκτική απόδοση των δίχρονων δεν έχει ξεχαστεί, κι οι πραγματικοί fans θεωρούν ακόμα πως η χρυσή εποχή των GP ήταν η δίχρονη... Εκείνες οι μοτοσυκλέτες όμως ποτέ δεν ήταν διαθέσιμες στο κοινό, κι εμείς θέλαμε να τις φέρουμε και πάλι στη ζωή, προσαρμοσμένες στην εποχή μας. Γι’ αυτό και τα πάντα πάνω στην MMX500 είναι ό,τι πιο σύγχρονο κι ό,τι καλύτερο. Την τεχνολογία, την τεχνογνωσία και τα εξαρτήματα της MMX500 μόνο να τα ονειρευτούμε θα μπορούσαμε τις μέρες των δίχρονων GP."


 

 

Πως φτάσαμε ως εδώ...

SUZUKI RGV500 XR74  1988

Του Schwantz το μηχανάκι

31

To ’88 και οι δύο στρόφαλοι είχαν την ίδια φορά, αλλά το πρόβλημα ήταν πως με τα καρμπυρατέρ ανάμεσα στους κυλίνδρους, ο ένας στρόφαλος περιστρεφόταν κόντρα στην ροή του μίγματος, οπότε έχανε σε απόδοση. Το 1989 όμως το RGV είχε τους στροφάλους του να περιστρέφονται αντίστροφα, και τότε άρχισαν να βγάζουν άλογα, αλλά είχαν θέμα αξιοπιστίας. Έσπαγαν οι στρόφαλοι απ’ το γκάζι, ή απλά, δεν ήταν εξ αρχής σχεδιασμένοι για τόσο γκάζι. Ο Schwantz θεωρεί πως το 1989 ήταν η καλύτερη χρονιά του. Κέρδισε έξι αγώνες, αλλά έπεσε σε άλλους τρεις κι εγκατέλειψε από μηχανική βλάβη επίσης σε τρεις.

35

Το RGV500 είχε το πρώτο αλουμινένιο πλαίσιο δύο δοκών της Suzuki, αλλά η ομάδα το άλλαζε συνεχώς, πειραματιζόμενη με την θέση του άξονα του ψαλιδιού αλλά και την κάστερ του λαιμού. Το ’88 όμως, είxε ψαλίδι banana, που επέτρεψε και στις δύο εξατμίσεις των κάτω κυλίνδρων να έρθουν από την ίδια μεριά, όπως και το πρώτο upside down πιρούνι της Kayaba. Οι κινητήρες ήταν όλοι παρόμοιοι, αλλά ως το 2001 θα άλλαζαν πολλές φορές την περιεχόμενη γωνία των κυλίνδρων, ανάμεσα από τις 70 και τις 80 μοίρες. Επίσης το ’89 χρησιμοποιήθηκαν διπλές βαλβίδες εξαγωγής, συνδυασμός γκιλοτίνας και περιστροφικής, όπως και ένα πρωτόγονο σύστημα quickshifter. Δοκίμαζαν επίσης διάφορες διαμέτρους κυλίνδρων, 54 ή 56mm, αλλά τα κιβώτια ταχυτήτων ήταν σχεδόν ίδια για όλα. Άλλαζαν και τα διαστήματα ανάφλεξης, από big bang ως screamer, κι είχε τύχει να τα έχουν την ίδια χρονιά μαζί. Είχαν φτιάξει στροφάλους των 180°, των 90° και των 45°. Tο RGV500 XR84 του 1994 ζύγιζε 135kg κι έβγαζε κοντά στα 195 άλογα από τον κινητήρα των 70° μοιρών.

 


Πως φτάσαμε ως εδώ, ΙΙ...

YAMAHA OW81 1985

Αντίθετα περιστρεφόμενοι στρόφαλοι

24

Ο V4 του OW81 ήταν εντελώς νέος. Οι στρόφαλοι περιστρέφονταν αντίθετα, με τον εμπρός να γυρίζει προς την διεύθυνση κίνησης της μοτοσυκλέτας, και τον πίσω αντίθετα μ’ αυτή, κάτι που μείωνε το γυροσκοπικό φαινόμενο που επηρέαζε αρνητικά την συμπεριφορά. Επιπλέον, τα κάρτερ είχαν φτιαχτεί αρκετά ισχυρά ώστε να αποτελούν ενεργό μέρος του πλαισίου, αυξάνοντας την ακαμψία και συμβάλλοντας στο εξαιρετικό κράτημά της.

29

Το OW81 με τους Eddie Lawson και Christian Sarron πήρε την δεύτερη και τρίτη θέση στο πρωτάθλημα του 1985. Για το 1986, η ισχύς ανέβηκε από τους 140 στους 145 ίππους, ενώ υπήρχαν και εργονομικές αλλαγές όπως στο σχήμα της σέλας και την θέση οδήσησης, και οι βελτιώσεις ήταν αρκετές ώστε να βοηθήσουν τον Lawson να πάρει τον δεύτερό του τίτλο στα GP500, και τον Tadahiko Taira να πάρει τον τρίτο συνεχόμενο τίτλο του στα 500cc του All Japan Championships. Από αυτή την μοτοσυκλέτα λοιπόν ξεκίνησαν οι στρόφαλοι να περιστρέφονται αντίθετα, ενώ η τελική μορφή, στο πλαίσιο, ολοκληρώθηκε από την Suzuki, με το ψαλίδι banana. H Yamaha θα έφτιαχνε το πρώτο της big bang, το YZR500, το 1992. Κι αυτό είχε δύο στροφάλους, με γωνία 90 μοιρών.

 

 

Πως φτάσαμε ως εδώ, ΙΙΙ...

Swissauto V4 500

Ο πρώτος Ελβετικός V4

33

Αρχικά, ο Suter είχε εμπειρία από το Swissauto 500, που με τις κλασικές διαστάσεις 54x54,5 mm και περιεχόμενο γωνία 108° έβγαζε 210 ίππους στις 12.500. Τα κάρτερ του ήταν είτε αλουμινένια είτε από μαγνήσιο, και τροφοδοτούνταν από 4 Mikuni 35mm με επίπεδα slide. Τα διαστήματα ανάφλεξής του ήταν... ό,τι ήθελε κάθε φορά ο πελάτης, από 30 έως 180 μοίρες. Κι αυτός είχε ηλεκτρονικά ελεγχόμενες βαλβίδες εξαγωγής, και ζύγιζε 39,5 κιλά. Ο Suter έφτιαχνε μεταξύ άλλων και τις εξατμίσεις του, αλλά έστηνε και το πλαίσιο, όπως έκανε στην περίπτωση του MuZ.  O κινητήρας αυτός ήταν σε παραγωγή από το ’94 ως το ’99. Χρησιμοποιήθηκε και στο Παγκόσμιο Sidecar, από διάφορες ομάδες και με διάφορα ονόματα. Στα GP 500 εμφανίστηκε ως Swissauto, ως elf – ROC, ως MuZ και τελικά ως Pulse, μαζεύοντας 29 νίκες σε GP και τρία Παγκόσμια Πρωταθλήματα. 

 

 

Πως φτάσαμε ως εδώ, IV…

HONDA NSR500

Εν τω μεταξύ, η Honda έκανε τα δικά της!

26

Tο Honda NSR500 είχε πάντα έναν στρόφαλο, ήταν δηλαδή ένα κανονικό V, κι όχι δύο δικύλινδροι τοποθετημένοι υπό γωνία μεταξύ τους, όπως ουσιαστικά είναι όλοι οι κινητήρες V4 με δύο στροφάλους. Η Honda, όπως είχε δηλώσει ο Oguma, απέρριψε την λύση των δύο στροφάλων "...λόγω τριβών, γιατί οι δύο στρόφαλοι χρειάζονται 8 ρουλεμάν, ενώ ο ένας μόνο 5". Άρχισε την αγωνιστική του καριέρα, και την τελείωσε, ως screamer, με τα πιστόνια να είναι σε παρόμοια διάταξη με ενός τετράχρονου V4 με στρόφαλο 180°. Το 1990, η Honda έβαλε τα κομβία του στροφάλου σε κάθε ζεύγος κυλίνδρων να είναι στην ίδια θέση, σαν ένα τετράχρονο “droner” με στρόφαλο 360°, αλλά σε διαφορά φάσης 180° με του άλλου ζεύγους κυλίνδρων. Ήταν ο πρώτος κινητήρας big bang.

28

Το 1997 ο Mick Doohan ήθελε κινητήρα screamer, 180°, κι ο θρυλικός crew chief του HRC τότε, ο Jerry Burgess, εξηγεί γιατί: "Με τον screamer των 180 μοιρών υπάρχει άμεση σχέση ανάμεσα στην γκαζιέρα και τον πίσω τροχό, κι όταν το πίσω λάστιχο σπινάριζε ο Mick μπορούσε να κλείσει ελαφρά το γκάζι χωρίς να χάσει κι εντελώς την ισχύ. Ένας big bang έχει πολύ περισσότερο φρένο κινητήρα, όταν κλείνει το γκάζι, οπότε αποσταθεροποιεί την μοτοσυκλέτα στην είσοδο των στροφών, κι όταν ανοίγεις κατόπιν το γκάζι, έχεις αυτή την ξαφνική παροχή δύναμης, που και πάλι χαλάει την ισορροπία της μοτοσυκλέτας και δυσκολεύει την ανάρτηση, δεν την αφήνει να κάνει τη δουλειά της. Το μυστικό του Mick ήταν η ταχύτητα μέσα στην στροφή, οπότε ήθελε την απόδοση να είναι ομαλή, και ένας screamer είναι πολύ πιο ομαλός στις μεταβολές του γκαζιού σε σχέση με έναν big bang."

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ        

Κατασκευαστής:

Suter Racing Technology

Τιμή:

112.300 (βασική έκδοση...)

 

 

ΒΑΡΟΣ

 

127 kg

Πίσω

46%

Εμπρός

54%

 

 

 

ΠΛΑΙΣΙΟ

Τύπος:

Αλουμινένιο box δύο δοκών από πρεσαριστά και κατεργασμένα σε CNC κομμάτια, ρυθμιζόμενο μεταξόνιο, κάστερ, ύψος, θέση οδήγησης. Ψαλίδι banana από πρεσαριστά και κατεργασμένα CNC κομμάτια.

Πλάτος (mm):

 

Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):

 

 

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Τύπος:

Δίχρονος V4 με δύο αντίθετα περιστρεφόμενους στροφάλους σε ρουλεμάν, διπλές ηλεκτρονικά ελεγχόμενες βαλβίδες εξαγωγής

Διάμετρος επί διαδρομή (mm):

 56 x 58,5

Χωρητικότητα (cc):

576

Σχέση συμπίεσης:

 

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

195/13.000

Ροπή (kg.m/rpm):

-

Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):

338,5

Τροφοδοσία / ανάφλεξη:

Ψεκασμός με τέσσερα σώματα, carbon βαλβίδες reed στο στροφαλοθάλαμο / Mectronic ECU

Σύστημα εξαγωγής:

4 θάλαμοι διαστολής Akrapovic από τιτάνιο

Σύστημα λίπανσης:

Mίξη λαδιού 3%

Σύστημα εκκίνησης:

Σπρώξιμο (προσεχώς μίζα!)

 

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Κιβώτιο: Suter τύπου κασέτας, 6 σχέσεων

Συμπλέκτης:

Ξηρός πολύδισκος Suter

Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:

Γρανάζια / -

Τελική μετάδοση / σχέση:

Αλυσίδα 520 / γρανάζια

 

ΠΙΣΩ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Σύστημα μοχλισμού με αμορτισέρ Ohlins TTX36 (RVP46)

Διαδρομή (mm):

-

Ρυθμίσεις:

Απόσβεση συμπίεσης, επαναφοράς, προφόρτιση, μήκος

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

6,0 x 17 ΟΖ σφυρήλατη αλουμινένια (ΟΖ ή Marchesini μαγνησίου)

Ελαστικό:

195/65R17 Dunlop KR108 ή 190/65R17 Bridgestone ή 200/60R17 Pirelli

Πίεση:

1,4 bar

ΦΡΕΝΟ

Δίσκος 218mm με διπίστονη δαγκάνα Brembo P4.24 (έμβολα τιτανίου)

 

ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

Big Dash full carbon της 2D, ενδείξεις στροφών, σχέσης κιβωτίου, θερμοκρασίας ψυκτικού, shift lights, GPS, χρονομέτρηση γύρων, split (Σύστημα καταγραφής δεδομένων για λειτουργία εμπρός / πίσω ανάρτησης, πίεση φρένων εμπρός / πίσω, λειτουργίας κινητήρα, ΙMU, ανάλυση γύρου, GPS, software χαρτογράφησης κινητήρα). Ρεζερβουάρ / φαίρινγκ / ουρά carbon fiber

 

ΕΜΠΡΟΣ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Πιρούνι USD Ohlins FGR300, TTX25 (RVP20)

Διαδρομή/Διάμετρος (mm):

130/43 (130/42)

Ρυθμίσεις:

Απόσβεση συμπίεσης, επαναφοράς, προφόρτιση ελατηρίου

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

3,75 x 17 ΟΖ σφυρήλατη αλουμινένια (ΟΖ ή Marchesini μαγνησίου)

Ελαστικό:

120/70R17 Dunlop KR106-1 ή Pirelli, 120/60R17 Βridgestone 

Πίεση:

2,4 bar

ΦΡΕΝΟ

Δύο δίσκοι 320mm με τετραπίστονες δαγκάνες Brembo GP4-RR 32/36 (Brembo XA8D1.B0/1 36/38)