Δοκιμή και συγκριτικό Yamaha Tracer 700

Το Tracer της διπλής χρήσης! (ΜΟΤΟ τ.606 2020)
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

8/12/2021

 

Το Yamaha Tracer 900 έχει πάνω του όλα τα φώτα της δημοσιότητας, όμως το μικρότερο και φτηνότερο Tracer 700 έχει εξίσου δυνατά χαρτιά στα χέρια του, όπως θα διαπιστώσετε διαβάζοντας τη δοκιμή και το συγκριτικό που αναδημοσιεύουμε από το τ. 606 του περιοδικού ΜΟΤΟ και φυσικά είναι το πληρέστερο που υπάρχει σε όλο το διαδίκτυο:

 

 

Πόση μοτοσυκλέτα παίρνεις στα μεσαία κυβικά; Αν υπήρχε τρόπος να το μετρήσεις απλοϊκά, το Tracer θα ξέφευγε πολύ από τον μέσο όρο, γιατί πρόκειται στην πράξη για δύο μοτοσυκλέτες. Μία 125 για μέσα στην πόλη και μία μεσαία για ταξίδια και γρήγορες βόλτες! Το Tracer 700 είναι δύο σε ένα και τα κάνει όλα εξίσου καλά!

 

Πριν ακόμη βγει στην παραγωγή το Tenere, όταν μάλιστα η προετοιμασία του δεν ήταν κάτι παραπάνω από φήμη για όλους τους υπόλοιπους εκτός της Yamaha που το προετοίμαζε, άρχισε να διαφαίνεται ο φόβος τους για δημιουργία εσωτερικού ανταγωνισμού. Το φόβο αυτό τον αποκαλύπταμε στο ΜΟΤΟ το 2016, στο τεύχος 564 κατά την δοκιμή της πρώτης γενιάς Tracer 700. Πολύ πριν δούμε το Tenere δηλαδή και καταστεί υπαρκτός πλέον ο φόβος αυτός. Είναι ξεκάθαρο πως η Yamaha φοβάται την περίπτωση να δημιουργηθεί εσωτερικός ανταγωνισμός, και έχει υιοθετήσει ανάλογη στρατηγική επικοινωνίας. Γιγαντώθηκε η προσπάθεια να τονιστούν οι ταξιδιωτικές δυνατότητες του Tracer 700, μία προσπάθεια που είχε ξεκινήσει από το πρώτο του λανσάρισμα, προβλέποντας ακριβώς αυτή την στιγμή. Το Tracer 700 όμως, είναι στην πράξη μία απίθανη καθημερινή μοτοσυκλέτα και για τα δεδομένα της Ελλάδας έχει και ικανότητες για σπορ τουριστική χρήση, ιδιαίτερα αν εξαιρέσουμε τους ελάχιστους αυτοκινητόδρομους που έχουμε εμείς εδώ. Οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι μπορούν να το δουν διαφορετικά, εμείς εδώ όμως χρησιμοποιούμε τις μοτοσυκλέτες με τρόπο που δεν συμβαίνει στην υπόλοιπη Ευρώπη και οφείλουμε να κρίνουμε τις μοτοσυκλέτες αντίστοιχα.

Στην πράξη η Yamaha δεν θα πρέπει να φοβάται για εσωτερικό ανταγωνισμό, γιατί Tracer 700 και Tenere 700 είναι μακρινά ξαδέρφια κι όχι αδέρφια, για να έχουν λόγο να εμπλακούν σε διαμάχες για "κληρονομικά". Το Tracer 700 έχει βελτιωθεί σε πολλά σημεία, από όσα είχαμε αναφέρει το 2016, ένα όμως αξίζει ιδιαίτερης μνείας, η εμφάνιση. Δεν έχει σημασία αν σου αρέσει ή όχι η μούρη με τα λεπτά, σχιστά μάτια που σχηματίζουν οι προβολείς, λες και βλέπεις Ιάπωνα που δοκιμάζει την πρώτη κουταλιά σούπας στην οποία έχει πέσει υπερβολικά πολύ λεμόνι… Εμένα μου αρέσουν ακόμη και οι προβολείς από κάτω και βρίσκω την εμφάνιση του εντυπωσιακή και μοντέρνα. Το καλό επίσης είναι πως για πρώτη φορά το Tracer 700 ξεχωρίζει από τον μεγαλύτερο αδερφό του, για πρώτη φορά έχει την δική του προσωπικότητα. Λέμε συχνά εδώ στο ΜΟΤΟ πως η Yamaha είναι η πιο ευρωπαϊκή από τους Ιάπωνες και ο βασικός λόγους που την κάνει να ξεχωρίζει, είναι η σχεδίαση.

Μονάχα η Honda εμπλέκει επίσης τόσους πολλούς Ευρωπαίους στον σχεδιασμό των μοντέλων και παρόλο που έχει δείξει τεράστια όρεξη να πάρει ρίσκο προς κάτι ριζοσπαστικό εμφανισιακά, τις περισσότερες φορές το πράττει προς την λάθος κατεύθυνση, όπως με το Vulcan για παράδειγμα. Η Yamaha από την άλλη ξέρει να σχεδιάζει όμορφες και μοντέρνες μοτοσυκλέτες και το Tracer 700 είναι το νεότερο παράδειγμα. Θεωρούσα επιβεβλημένο να μην μοιάζει με το 900, γιατί μπορεί η δημιουργία κοινού οικογενειακού προφίλ να είναι η πεπατημένη που ακολουθούν όλοι οι κατασκευαστές, όμως η πιστή αντιγραφή πρέπει να αποφεύγεται.

Το 700 καταφέρνει να είναι και Tracer αλλά και μοναδικό, ενώ κρίνοντας από τις αντιδράσεις του κόσμου -έστω κι αυτές τις λίγες εξαιτίας των ημερών που έγινε η δοκιμή- η νέα σχεδίαση είναι και πετυχημένη. Μάλιστα τα πλαστικά στο πλάι που κρύβουν την τροφοδοσία του κινητήρα είναι πιο ποιοτικά από του Tenere, και όπως η προηγούμενη έκδοση, το Tracer 700 είναι συνολικά ένα σκαλί πιο πάνω από το MT-07. Ένα σκαλί μόνο, δεν ξεφεύγει με τεράστια διαφορά και το σαγρέ πλαστικό καπάκι που καλύπτει το ρεζερβουάρ, είναι αμφίβολο για το πόσο θα κρατήσει την σπιρτάδα του μαύρου χρώματος.

Όλες τις ώρες Tracer!

Για τους περισσότερους αυτή είναι μία λεπτομέρεια που δεν έχει μεγάλη σημασία, μπροστά σε έναν κινητήρα που έχει αποδείξει την αξιοπιστία του και είναι από μόνος του μία δυνατή δικαιολογία να αποκτήσει κανείς το Tracer 700. Ο δικύλινδρος crossplane που αποδίδει από πολύ χαμηλά και έχει και διάρκεια στροφών, είναι το πρώτο πράγμα που κάνει το Tracer 700 να ξεχωρίζει από τον άμεσο ανταγωνισμό, όπως θα δείτε στο περιεκτικό συγκριτικό που ακολουθεί. Για να περάσουν τις προδιαγραφές Euro 5 που δίνουν μεγαλύτερη έμφαση σε ένα συγκεκριμένο φάσμα στροφών, εκτός από την χαρτογράφηση άλλαξε και η τελική μετάδοση κονταίνοντας αρκετά. Όμως τα αποθέματα ροπής στις χαμηλές στροφές και η ευστροφία δεν υπερ-ενισχύονται από τα δύο λιγότερα δόντια στο πίσω γρανάζι και δεν έφτασε το Tracer να γίνει πιο απότομο από αυτό που θα έπρεπε. Ίσα ίσα, που η αλλαγή στην χαρτογράφηση και η οριακά μικρότερη ιπποδύναμη, έχουν εξομαλύνει την συμπεριφορά του συγκριτικά με το προηγούμενο μοντέλο.

Οι σούζες ισχύος, εκείνες που δεν τραβάς τιμόνι για να έρθουν κι απλά τις προκαλείς με τον ρυθμό περιστροφής της γκαζιέρας, εξακολουθούν να είναι κυρίαρχες όπως και σε όλη την σειρά MT. Τράβηγμα στο τιμόνι χρειάζεται πλέον όταν το σηκώνεις ενώ έχεις τρίτη στο κιβώτιο, και ένα από τα πιο διασκεδαστικά πράγματα με το Tracer 700, παραμένει το "ταξίδι" για μεγάλες αποστάσεις στον πίσω τροχό! Το καλό ζύγισμα είναι το άλλο στοιχείο που σε βοηθά τόσο στις σούζες, όσο και στην καθημερινότητα, αλλά πριν από αυτό είναι η καλή λειτουργία του ψεκασμού που σου δίνει πάντα εκείνο το γκάζι που θα του ζητήσεις. Η απόκριση θα γίνει απότομη μόνο σε γενναία περιστροφή τις γκαζιέρας από λίγες στροφές, αλλά δεν είναι κάτι που θα του δώσεις σημασία από την στιγμή που είναι μία πολύ συγκεκριμένη συνθήκη. Για πιο λόγο άλλωστε να ανοίξεις τέρμα το γκάζι από χαμηλά, αν όχι γιατί αποζητάς την άμεση ανταπόκριση από το Tracer; Σε όλο το υπόλοιπο φάσμα στροφών, έχεις πάντα ακριβώς το γκάζι που θέλεις και μάλιστα με μία αμεσότητα που ξεφεύγει από τα δεδομένα των εν σειρά δικύλινδρων και υπακούει στους V. Πρόκειται για ένα από τα πράγματα που η Yamaha έχει πετύχει διάνα με τον συγκεκριμένο κινητήρα, να συνυπάρχει η ευστροφία με μία αρκετά γραμμική απόκριση και στο τέλος να οδηγείς ένα V στις χαμηλές στροφές και ένα εν σειρά στις ψηλότερες.

Η Yamaha λέει και την απόλυτη αλήθεια για το βάρος, όπως αποδείχτηκε στις ζυγαριές του ΜΟΤΟ, καθώς πεντακόσια γραμμάρια παραπάνω που μετρήσαμε εμείς είναι αμελητέα διαφορά. Αν και τα τελευταία χρόνια, στις τόσες δεκαετίες που ζυγίζουμε μοτοσυκλέτες, οι εταιρείες παρουσιάζουν ολοένα και μικρότερες αποκλίσεις, εξακολουθεί να είναι σπάνια η ταύτιση, όπως συμβαίνει με το Tracer 700. Μικρό βάρος και μαζεμένες διαστάσεις, θα αποτελέσουν τα αγαπημένα χαρακτηριστικά κάθε ιδιοκτήτη. Προσθέτεις το καλό ζύγισμα και το μεγάλο κόψιμο τιμονιού με ένα εξίσου φαρδύ τιμόνι που δημιουργεί εκπληκτικό μοχλό, κι αμέσως έχεις την απόλυτη καθημερινή μοτοσυκλέτα! Η δοκιμή του Tracer ξεκίνησε με την διαδικασία του στρωσίματος, κυριολεκτικά από μηδέν χιλιόμετρα στον ολικό χιλιομετρητή. Αυτό σήμαινε πως τα πρώτα του χιλιόμετρα θα ήταν διαφορετικά από αυτό που κανονικά θα κάναμε ξεκινώντας την διαδικασία της δοκιμής, παρατείνοντας την επαφή μας μαζί του. Ξεκινώντας από ένα ταξίδι όπου ενσωματώσαμε την διαδικασία στρωσίματος, όπως την έχουμε περιγράψει πολλές φορές στο ΜΟΤΟ, επιστρέψαμε σε μία άδεια μεγαλούπολη, που οι δρόμοι της ήταν λες και αντιμετωπίζεις έναν δεκαπενταύγουστο διαρκείας.

Το πρόβλημα με το Tracer ήταν πως όλα αυτά φάνηκαν πολύ εύκολα, σου δημιουργούσε την εντύπωση πως δεν το υποβάλλεις σε αρκετά σκληρή δοκιμασία για να το εκτιμήσεις αντίστοιχα! Μία αλλαγή νομού ισούται με καμία και η κίνηση στους δρόμους της πόλης θέλει μποτιλιάρισμα επιπέδου που αποτελεί είδηση στα κανάλια, για να πεις πως δυσκολεύει η καθημερινότητά σου ή ζορίζει το ταξίδι στην σέλα του Tracer 700! Ήταν από πριν μία πολύ εύκολη μοτοσυκλέτα, όπως ακριβώς και η street ΜΤ-07 που τόσο έχουμε αγαπήσει – και ταλαιπωρήσει- όσο την είχαμε για long term δοκιμή. Τώρα έγινε ακόμη πιο απόλυτη σε αυτό που μπορεί να σου προσφέρει κάθε μέρα. Θέση οδήγησης, καλύτερη σέλα και ένα ξεκάθαρο οπτικό πεδίο που τίποτα απολύτως δεν σε περιορίζει, ιδιαίτερα με την ζελατίνα στην τέρμα κάτω θέση της, μεταμορφώνουν  το Tracer σε ένα κανονικό Supermoto! Μέσα στην πόλη κινείται με την ευκολία παπιού και στο χέρι σου είναι να διατηρήσεις και την αντίστοιχη ταχύτητα ελιγμών! Είχα καιρό να πέσω σε μοτοσυκλέτα που είναι σταθερή, με το κοντέρ να γράφει διακόσια και ταυτόχρονα να οδηγείται στην πόλη ακριβώς όπως κι ένα μοτοσυκλετάκι 125 κυβικών, δίχως καμία υπερβολή σε αυτό. Κι ενώ η διαφορά χαρακτηριστικών με το προηγούμενο Tracer 700 είναι πολύ μικρή, η διαφορά σε αίσθηση είναι μεγάλη και η γεωμετρία της θέσης οδήγησης, η αλλαγμένη σχεδίαση του μούτρου και το φαρδύτερο τιμόνι, είναι αρκετά για να την δεις σαν κάτι καινούριο. Στις μανούβρες, στο παρκάρισμα, σε κάθε χωροταξική διευθέτηση που υπάρχει περίπτωση να υποβάλεις το Tracer, το κάνεις ακριβώς με την ίδια ευκολία μίας μοτοσυκλέτας με πολύ λιγότερα κυβικά. Κι ευτυχώς τα κυβικά αυτά φαίνονται εκεί που τα θέλεις, στον δρόμο!

Γρήγορα παντού!

Το καλύτερο στοιχείο του Tracer 700 είναι οι γρήγορες βόλτες σε επαρχιακό δρόμο. Ναι και το ταξίδι και ο αυτοκινητόδρομος δεν το κουράζουν, όπως δεν σε κουράζει κι εσένα το Tracer, αλλά η Yamaha υπερβάλλει λίγο προσπαθώντας να το αναδείξει ως τουριστική μοτοσυκλέτα. Μία καθημερινή μοτοσυκλέτα που ταξιδεύει κιόλας ναι, μία καθημερινή μοτοσυκλέτα για γρήγορες -σε ρυθμό- βόλτες, ακόμη καλύτερα. Φανταστείτε πως ακριβώς όπως και στο προηγούμενο Tracer 700, οι αποστάτες των μαρσπιέ είναι αρκετά μεγάλοι με αποτέλεσμα να ξύνει ακριβώς στις 45ο μοίρες, που είναι το άτυπο σύνορο που έχουν βάλει οι εταιρείες των ελαστικών. Από εκεί και πάνω κάθε αύξηση στην γωνία κλίσης έχει να κάνει με την πρόσφυση που προσφέρει ο δρόμος. Αυτό ισχύει βέβαια από την πρώτη κιόλας μοίρα κλίσης, αλλά ας μην ανακατεύουμε τα αυτονόητα, ας θεωρήσουμε ένα βασικό επίπεδο πρόσφυσης, που όλοι μας ξέρουμε ποιο είναι αυτό στην Ελλάδα, και όλα τα ελαστικά εκεί έξω μπορούν σε αυτή την συνθήκη να σου επιτρέψουν τις 45ο μοίρες κλίσης. Τα Michelin της πρώτης τοποθέτησης χρειάζεται να ζεσταθούν αρκετά, αλλά αμέσως μετά εύκολα μπορούν να ανέβουν πολύ πιο πάνω από αυτό κι έτσι για μία ακόμη φορά, το πρώτο πράγμα που θα φαγωθεί στο Tracer 700 πριν από τα γρανάζια τελικής μετάδοσης και την φθηνή αλυσίδα, πριν ακόμη και από τα ελαστικά, είναι οι αποστάτες των μαρσπιέ! Δεν χρειάζεται καμία μεγάλη προσπάθεια για να τους βυθίσεις στην άσφαλτο και να τους δεις να εξαφανίζονται χιλιοστό – χιλιοστό.

Λίγη εμπιστοσύνη στο Tracer 700 και είσαι έτοιμος από την πρώτη κιόλας στιγμή. Στο θέμα της εμπιστοσύνης, είναι που το πιρούνι δέχεται το πρώτο σχόλιο κι όχι πριν αρχίσεις να οδηγείς γρήγορα. Ο κόσμος θέλει να το καταδικάσει από την αρχή ακόμη, απλά και μόνο επειδή είναι συμβατικό και όχι ανεστραμμένο. Πράγματι αυτό θέτει περιορισμούς, αλλά μόνο στην εξής συνθήκη: Μπροστά μας υπάρχει στροφή που με ένα σβέλτο ρυθμό οδήγησης την προσεγγίζεις με εξήντα – εβδομήντα χιλιόμετρα. Οδηγώντας φυσιολογικά θα έμπαινες με ακόμη λιγότερα. Και τώρα είσαι με σχεδόν ενενήντα. Με ένα πολύ δυνατό φρενάρισμα που θέλεις να το κρατήσεις μέχρι την κορυφή, αμολώντας την πίεση στην μανέτα εμπρός σταδιακά, διατάζεις το Tracer να βουτήξει καρφώνοντας τον αποστάτη του μαρσπιέ στην άσφαλτο κι αμέσως μετά να κάνει τον ίδιο με τον άλλο, αλλάζοντας κατεύθυνση για την επόμενη διαδοχική στροφή. Με βάση αυτή την συμπεριφορά στις στροφές, θα θέλεις ένα καλύτερο πιρούνι και κυρίως μία λιγότερο απότομη επαναφορά, που στο ανεστραμμένο θα ήταν σίγουρα έτσι. Πρέπει κανείς να αναρωτηθεί λοιπόν και να είναι και ειλικρινείς με την απάντηση που θα δώσει στην εαυτό του, αν είναι αυτή η αντιμετώπιση που θα έχει στις στροφές, να τις προσεγγίζει με πολλά περισσότερα χιλιόμετρα δηλαδή.

Αν ναι, τότε το πιρούνι του Tracer δεν είναι καλό και θα πρέπει να το αλλάξει, αν όμως θέλει απλά να αναθεωρήσει σιγά – σιγά τα όριά του, να οδηγεί με την ενεργητική ασφάλεια που του παρέχει μία ανάρτηση με αρκετά γραμμική συμπεριφορά και ικανοποιητικές αποσβέσεις για έως και σβέλτο ρυθμό, τότε δεν χρειάζεται τίποτα παραπάνω από το συγκεκριμένο πιρούνι. Αργότερα όταν εξερευνήσει τα όρια με ασφάλεια και αρχίσει να ζητά περισσότερα, ας προχωρήσει και σε αναβάθμιση. Το αμορτισέρ από την άλλη είναι όπως και στο προηγούμενο μοντέλο, δείχνει την πρόθεση της Yamaha να κρατήσει χαμηλά το κόστος, ή να αυξήσει το κέρδος της, δείτε το όπως θέλετε. Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο, προσδίδει κινητικότητα χωρίς να είναι απαραίτητο. Έχει γρήγορη επαναφορά και η απόσβεση συμπίεσης δεν είναι γραμμική, που σημαίνει πως μικρές ανωμαλίες δεν είναι ζήτημα, αλλά αν περάσεις με ταχύτητα πάνω από κάποιο σαμαράκι, και δεν εννοώ εκείνα που βρίσκονται επίτηδες στον δρόμο για να σε αποτρέψουν να τρέχεις, τότε η συμπίεση πίσω προβληματίζει. Σε καμία περίπτωση δεν γίνονται επικίνδυνα τα πράγματα, διαφορετικά δεν θα το συζητούσαμε σε αυτό τον τόνο, αλλά είναι από τα πρώτα σημεία που θα αναβάθμιζα μετά από μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα και την φυσιολογική φθορά που έρχεται με την χρήση. Είναι καλό που η Yamaha πρόσθεσε την ρύθμιση επαναφοράς στο αμορτισέρ, στοιχείο που δείχνει πως ακούει έστω κι εμάς τους λίγους που τα λέγαμε από το πρώτο Tracer 700. Κι ενώ πράγματι βελτιώνεται η κατάσταση ρυθμίζοντας την επαναφορά, από ένα σημείο και μετά αρχίζει να φαίνεται περισσότερο η κοφτή απόσβεση συμπίεσης και καταλήγουμε στο ίδιο συμπέρασμα. Δεν χρήζει άμεσης βελτίωσης, δεν είναι κάτι στο οποίο πρέπει να δώσει κανείς μεγαλύτερη βάση, πέρα από μία αναβάθμιση με το πέρας του χρόνου.

Unstoppable?

Το ABS από την άλλη δεν είναι κάτι που μπορείς να βελτιώσεις με ευκολία και στο νέο Tracer 700 δυστυχώς δεν έχει διαφοροποιηθεί αισθητά από τον προκάτοχο. Απλά διεκπεραιώνει την αποστολή του σε στεγνή άσφαλτο και θέλει προσοχή στο βρεγμένο. Την ίδια προσοχή που θα πρέπει να δείχνει κανείς όταν οδηγεί με βροχή, μην πει δηλαδή πως επειδή υπάρχει ABS θα κάνει τα χέρια του σαν του Playmobil και θα συμπεριφερθεί στην μανέτα του μπροστινού φρένου σαν το ελατήριο γυμναστικής, χουφτώνοντάς την με όλα τα δάχτυλα ασκώντας όλη την δύναμή του. Εδώ στην κλειστή παρέα αναγνωστών του ΜΟΤΟ ξέρουμε πλέον πως αυτή η συμπεριφορά στο μπροστινό φρένο συγχωρείται στην εποχή μας. Τα τελευταία τέσσερα και κυρίως τα τελευταία δύο χρόνια, έχουμε ABS που κάνουν θαύματα. Δυστυχώς ο κόσμος στην προσπάθειά του να ομαδοποιήσει την πληροφορία που στην εποχή μας τον βομβαρδίζει κάθε στιγμή της ημέρας, τείνει να προσδώσει καθολικότητα και στο επίπεδο τεχνολογίας κάθε μοτοσυκλέτας. Δεν είναι όλα τα ABS ίδια, και του Tracer δεν είναι από εκείνα που καθιστούν επικίνδυνη την χρήση του φρένου, απεναντίας βοηθά στην αποφυγή μπλοκαρίσματος.

Όμως παρουσιάζει έντονη ανάδραση στην μανέτα και αμολά απότομα την πίεση, που σημαίνει πως στο φρενάρισμα πανικού σε στεγνό οδόστρωμα δεν πρόκειται να πέσεις από μπλοκάρισμα του εμπρός φρένου. Όμως ανάλογα με την πρόσφυση μεγαλώνει η απόσταση φρεναρίσματος, ευτυχώς όχι όπως κάποτε με τα πρώτα Transalp ABS για παράδειγμα, ώστε να χαρακτηριστεί επικίνδυνο. Ψάχνοντας τα όρια στο φρενάρισμα και περίπου με 140 στο κοντέρ, το δυνατό εμπρός φρένο θα οδηγήσει σε ανύψωση του πίσω τροχού, ευτυχώς όχι από στιγμιαίο μπλοκάρισμα του εμπρός, αλλά απλά από την μεταφορά βάρους με την αλλαγή γεωμετρίας και την βύθιση της εμπρός ανάρτησης. Η ανύψωση του πίσω τροχού σημαίνει πως το ABS δεν έχει αντίστοιχη αποτροπή, μιας και δεν υπάρχει αντίστοιχα και μονάδα IMU που να μετρά την κλίση της μοτοσυκλέτας. Απλά πράγματα λοιπόν, ένα ABS που διεκπεραιώνει την εντολή για φρενάρισμα από τον αναβάτη και αναρτήσεις που πηγαίνουν ένα βήμα παρακάτω, τα οποία προσπαθούν να ανταπεξέλθουν και στην γρήγορη οδήγηση και τα καταφέρνουν ως ένα ικανοποιητικό βαθμό που ξεπερνά τις ικανότητες του μέσου όρου.

Το πρώτο Tracer 700 είχε πολύ καλή ευστάθεια ακόμη και στις υψηλές ταχύτητες και συνεχίζει ακριβώς το ίδιο και τώρα. Αυτό σημαίνει πως δεν προκύπτουν ταλαντώσεις από μόνες τους, ενώ στην οδήγηση με πολύ δυνατό πλευρικό αέρα καταφέρνει να αποσβέσει και τις περισσότερες από όσες δημιουργούνται από τις ακανόνιστες ριπές. Αυτό είναι επίτευγμα για την γρήγορη γεωμετρία και το μικρό βάρος του Tracer, ενώ για να δεις κάποια απότομη συμπεριφορά θα πρέπει να επιχειρήσεις ελιγμούς κατά την επιτάχυνση κρατώντας το γκάζι ανοικτό κι όλα αυτά μονάχα από τα 160 χιλιόμετρα και πάνω. Ακόμη και αλλάζοντας λωρίδες με το κοντέρ να γράφει διακόσια και την γκαζιέρα στο τέρμα, το Tracer ανταποκρίνεται όπως θα περίμενε κανείς, νευρικά δηλαδή αλλά σταθερά και πάλι, ενώ αν κλείσεις το γκάζι χάνεται και κάθε νευρικότητα! Μετά από 2.000 χιλιόμετρα στην σέλα του και με τον καιρό να περνά από όλες τις εποχές σε αυτό το διάστημα, η ολοκληρωμένη εικόνα για το Tracer 700 είναι εξόχως θετική. Στην σέλα του κάθεσαι για ώρες χωρίς κανένα πρόβλημα, κι ακόμη κι αν αρχικά πεις πως θα ήθελες τα μαρσπιέ να κατέβουν λίγο πιο κάτω, στην πράξη μετά από λίγο το ξεχνάς. Με διαφορά πολύ φαρδύ τιμόνι για ιαπωνική μοτοσυκλέτα, που έχουν την τάση οι Ιάπωνες να φέρνουν τους αγκώνες κολλητά στα πλευρά σου, κάθεσαι άνετα όλες τις ώρες ενώ απολαμβάνεις και τους προβολείς με πολύ καλή απόδοση το βράδυ.

Η δέσμη πιάνει όλο το πλάτος του δρόμου και το εσωτερικό της στροφής καλύπτεται ομοιόμορφα χωρίς σκιάσεις. Αυτό σημαίνει πως όταν η μέρα τελειώσει, συνεχίζεις στους θεοσκότεινους επαρχιακούς δρόμους της Ελλάδας να οδηγείς κρατώντας τον ρυθμό σου. Η κάλυψη από την ζελατίνα είναι επίσης ικανοποιητική, δεν κλέβει τα σκήπτρα της κατηγορίας, αλλά κάνει την δουλειά της. Στην τέρμα κάτω θέση εξαφανίζεται από μπροστά σου και σε αφήνει να οδηγείς όρθιος στα μαρσπιέ, αν σκεφτείς να πατήσεις χώμα στα στενά όρια που θέτει η street καταβολή του και φυσικά τα ελαστικά. Και για κάθε μέρα όμως, η τέρμα κάτω θέση εξαφανίζει την ζελατίνα από μπροστά σου, ενώ συνεχίζει να ανακατευθύνει επαρκώς τον αέρα, χωρίς να δημιουργούνται στροβιλισμοί στο κράνος. Τέρμα επάνω η κάλυψη επίσης βοηθά ικανοποιητικά στο ταξίδι και η μόνη παρατήρηση για την ζελατίνα, πέρα από την δύναμη που χρειάζεται για να την ρυθμίσεις με το ένα χέρι, είναι πως αν πέσεις σε λακκούβα και την έχεις τέρμα κάτω, χαλαρώνει η ασφάλιση και αρχίζεις να ψάχνεις τι είναι αυτό που τρίζει. Η συναρμογή των πλαστικών δεν πρόκειται να προκαλέσει τριγμούς πάντως. Βρίσκεται σε πολύ υψηλό επίπεδο και πέρα από το επάνω άβαφο μαύρο, δεν υπάρχει παρατήρηση για τα υπόλοιπα. Ο συνεπιβάτης κάθεται πίσω με άνεση και σε φυσιολογική απόσταση από τον αναβάτη, ενώ οι λίγοι κραδασμοί που έχει το Tracer μετά τις μεσαίες στροφές και τους αισθάνεται ο αναβάτης χωρίς να τον ενοχλούν, δεν φτάνουν στον πίσω. Οπότε όλα τα ταξίδια σε ελληνικό έδαφος που γίνονται κυρίως σε επαρχιακούς και με λίγες αποσκευές, όχι απλά είναι μέσα στις δυνατότητες του ανανεωμένου Tracer 700, αλλά γίνονται και ευχάριστα. Το κρυφό του ταλέντο όμως είναι η καθημερινή συμβίωση, κι εκεί υπερτερεί ακόμη περισσότερο έναντι του παρόντος ανταγωνισμού.

 

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΟ YAMAHA TRACER 700-KAWASAKI VERSYS 650-CFMOTO 650MT

Παραδοσιακοί εχθροί και κλώνοι

 

Τέσσερα χρόνια πριν, το Tracer 700 δεν κατάφερε να σβήσει από τον χάρτη το Versys 650 που είχε πρόσφατα ανανεωθεί. Τώρα που το ένα δείχνει ολόφρεσκο και το άλλο δείχνει απλά την ηλικία του, θα πρέπει λογικά η ζυγαριά να γύρει πιο εύκολα σε μία πλευρά. Μόνο που το Versys 650 έχει κουβαλήσει κι έναν κλώνο του τώρα στην κόντρα, το κινέζικης κατασκευής 650MT, από την πιο επώνυμη των Κινέζων, την CFMOTO!

Στα μεσαία δικύλινδρα street με όρθια θέση οδήγησης, το Versys 650 ήταν για πολύ καιρό ο αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος, κυρίως γιατί είχε δύο πράγματα, έναν κινητήρα με αποδεδειγμένη αξιοπιστία, ποιοτικές αναρτήσεις και όγκο. Προφανώς αυτό μας κάνει τρία και όχι δύο. Είναι γιατί, ακόμη και τώρα, το μέγεθος στην μοτοσυκλέτα μετράει περισσότερο από εκείνο που θα έπρεπε. Ο λόγος που κάποτε το V-Strom 650 ήταν η μοτοσυκλέτα όλης της Ελλάδας και ο συνεχιστής του δεν πήρε παρά ένα μικρό ποσοστό από τις πωλήσεις. Δεν πειράζει που είχαν τον ίδιο κινητήρα, ο όγκος που χάθηκε ήταν εκείνο που έκανε την διαφορά. Το Versys δεν είναι πρακτικά πολύ μεγαλύτερο από το Tracer, φτάνει όμως που δείχνει μεγαλύτερο και που στην σέλα του κάθονται δύο αναβάτες πιο αναπαυτικά. Πέρα από τον όγκο λοιπόν που ευχαριστούσε το μάτι, και έκανε τον ιδιοκτήτη να πιστεύει πως πήρε πολλά περισσότερα από όσα έδωσε, το Versys ήταν κυρίαρχο και για άλλο λόγο, διότι πράγματι έδινε πολλά περισσότερα από αυτό που περίμενε κανείς. Πολύ ποιοτικές αναρτήσεις, με έμφαση στην άνεση και τα ταξίδια και ένας κινητήρας που έφτασε να χρησιμοποιείται σε ενιαίο πρωτάθλημα ταχύτητας στην Αγγλία, όχι για τις επιδόσεις του, αλλά για την αξιοπιστία του και τις δυνατότητες που έδινε στους μηχανικούς, με το κιβώτιο-κασέτα και τις μεγάλες ανοχές.

Η Kawasaki δίνει την παραγωγή μικρών μοτοσυκλετών για την αγορά της Ασίας σε άλλα εργοστάσια. Πάντοτε έψαχνε να βρει μία λύση να αυξήσει την γκάμα της με μοτοσυκλέτες που λύνουν πρακτικά ζητήματα και όχι θέματα πάθους. Τις μοτοσυκλέτες για πάθος τις φτιάχνουν απαράβατα οι ίδιοι, τις άλλες που είναι για τις τεράστιες αγορές της Ασίας κι έτσι κι αλλιώς δεν μπορούν να καλύψουν την παραγωγή, τις μοιράζουν σε διάφορα άλλα εργοστάσια. Ένα από αυτά ήταν για πολλά χρόνια της CFMOTO, που πλέον έχει συμφωνία να παράγει μοτοσυκλέτες της ΚΤΜ. Κομμάτι της αμοιβής των κινέζων ήταν τα σχέδια δικύλινδρων κινητήρων, ώστε να μπορέσουν να προχωρήσουν κάποια στιγμή πιο γρήγορα στην δική τους παραγωγή. Κι επειδή στην κεφαλή της CFMOTO βρίσκονται κινέζοι μοτοσυκλετιστές μεγαλωμένοι στο Λονδίνο, ήξεραν ακριβώς ποιον κινητήρα της Kawasaki θα ζητούσαν πρώτο. Κι έτσι γεννήθηκε το CFMOTO 650MT που επίσης δεν είναι καινούρια μοτοσυκλέτα και έχει αποδείξει την αξιοπιστία του κινέζικου κινητήρα της, αντιγραφή του ιαπωνικού Kawasaki.

Το θέμα του CFMOTO ήταν άλλο βέβαια, κι ένας από τους λόγους που αποτελεί την long term μοτοσυκλέτα μας για φέτος, είναι αυτός. Να μπορέσουμε να δούμε αν η σκληρή καθημερινή χρήση θα αναδείξει προβλήματα που κανονικά δεν φαίνονται. Ένα πράγμα όμως πρέπει να παραδεχτεί κανείς για το CFMOTO, είναι πολύ πιο μοντέρνο από το Versys 650 και τραβά τα βλέμματα. Ξεπερνώντας το υποκειμενικό στοιχείο, το CFMOTO είναι μοντέρνα μοτοσυκλέτα που δεν περνά απαρατήρητη και για να το γράψουμε αυτό, πέρα από την δοκιμή της πριν από καιρό, βασιζόμαστε στα 5.000 χιλιόμετρα που έχουμε κάνει μαζί της από τον Ιανουάριο. Η ερώτηση «τι μάρκα είναι αυτή», ακολουθείται αυτόματα από ερώτηση για την καταγωγή και συνοδεύει πάντα με το ίδιο επιφώνημα έκπληξης και θαυμασμού την απάντηση. Υπάρχει πολύς κόσμος εκεί έξω που ενδιαφέρεται για μοτοσυκλέτες, χωρίς να διαβάζει για μοτοσυκλέτες, κι απλά ενημερώνεται για ότι περνά από μπροστά του, οπότε η άγνοια δεν είναι εδώ το θέμα μας, αλλά η ομοιότητα στις αντιδράσεις. Το CFMOTO είναι λοιπόν ένα πιο όμορφο, πιο φθηνό Versys 650 που έτσι κι αλλιώς ήταν φθηνότερο από το Tracer. Αυτομάτως αυτό τοποθετεί τα πράγματα με μία πολύ συγκεκριμένη σειρά βάση τιμής, η χρήση θα καθορίσει τα υπόλοιπα.

Πες τί θέλεις

Ευτυχώς Tracer και Versys, κατά επέκταση και 650MT, διαφέρουν αρκετά στην χρήση για την οποία προορίζονται. Καταρχήν το Versys έρχεται με μπαγκαζιέρα και το 650ΜΤ συνοδεύει τα αντιαισθητικά κάγκελα με δύο πολύ πιο όμορφες πλαστικές, πλαϊνές βαλίτσες, στην ίδια τιμή. Για λόγους ομοιομορφίας στο συγκριτικό, έχουμε αφήσει τις βαλίτσες στην ησυχία τους, είναι όμως ενδεικτικό της χρήσης τους. Ταξίδια λοιπόν, αυτό υπόσχονται τα δύο 650 και πράγματι εκπληρώνουν την υπόσχεσή τους. Στην κορυφή είναι το Versys, πρώτα από όλα για τις αναρτήσεις του. Ξεκάθαρα προσανατολισμένο στην άνεση, οι ρυθμιζόμενες αναρτήσεις που έχει το Kawasaki φιλτράρουν εξαιρετικά τις ανωμαλίες του δρόμου ενώ η προοδευτικότητά τους μας βρίσκει σύμφωνους και στην γρήγορη οδήγηση. Συγκριτικά με του Tracer η διαφορά είναι τεράστια, τόσο στο πιρούνι, όσο και στο αμορτισέρ. Για το 650ΜΤ δεν ισχύει το ίδιο βέβαια, η ταύτιση με το Kawasaki υπάρχει στην σχεδίαση του κινητήρα και στα γενικά γεωμετρικά χαρακτηριστικά, αλλά από εκεί και πέρα η αίσθηση στην οδήγηση είναι αρκετά διαφορετική. Ωστόσο τα δύο 650 είναι εξίσου σταθερά και τελείως ακλόνητα σε πλευρικό αέρα. Πολύ περισσότερο από το Tracer που όπως είπαμε η μόνη νευρικότητα που μπορεί να δείξει σε υψηλή ταχύτητα, είναι από εξωγενείς παράγοντες.

Σε δυνατό αέρα και σε ανωμαλίες του δρόμου με πολλά χιλιόμετρα το Versys έρχεται πρώτο με διαφορά, ακλόνητο σε κάθε περίπτωση ενώ το 650MT ακολουθεί σε πολύ κοντινή απόσταση και το Tracer μένει τρίτο. Χαμογελώντας όμως πονηρά. Διότι αυτή η διαφορά στην ευθεία θα καλυφθεί στις στροφές ή στην γρήγορη οδήγηση που σαφέστατα το Tracer υπερτερεί. Το Versys και το 650ΜΤ αποδίδουν ψηλά και για μικρό εύρος στροφών, και ιδιαίτερα στο 650ΜΤ θα πρέπει να ακούς τον κινητήρα να φωνάζει για να πάρεις την απόδοση των άλλων δύο.

Το Tracer ακούει από πολύ χαμηλότερα το μήνυμα σου, σε σημείο που σηκώνει σούζα πριν ακόμη τα άλλα δύο ανεβάσουν ντεσιμπέλ στο ψευτο-τελικό της εξάτμισης. Τόσο μεγάλη είναι η διαφορά τους και ναι, δεν υπάρχει τελικό εξάτμισης αλλά απόληξη του συλλέκτη καμουφλαρισμένη σε τελικό και για τις τρεις του συγκριτικού. Ο crossplane δικύλινδρος δείχνει στην άμεση σύγκριση κατευθείαν, την τεράστια διαφορά του με τους άλλους δύο, δηλαδή τον έναν και τον κλώνο του. Στις χαμηλές στροφές τους χωρίζει ένα χάος, στις μεσαίες το Versys ψαλιδίζει την διαφορά με το Tracer χωρίς να πλησιάσει, και μόνο ψηλότερα αρχίζουν να συγκλίνουν και τα τρία.

Πρακτικά αυτό δημιουργεί θέματα και στην καθημερινή οδήγηση, πέρα από την ενθουσιώδη σε κλειστούς επαρχιακούς που το Tracer σουζάρει, εκεί που οι υπόλοιποι παίζουν με τις σχέσεις του κιβωτίου. Ανάμεσα στα αυτοκίνητα και σε κάθε είδους μανούβρα το Tracer κερδίζει με άνεση. Το 650ΜΤ έχει βέβαια κι αυτά τα σίδερα που το κάνουν να φαίνεται έτοιμο να παλέψει σε αρένα με μονομάχους, και εκτός από την ξεκούραση των ποδιών στο ταξίδι, σαν να οδηγείς τσόπερ, δεν έχουν καμία άλλη πρακτική αξία. Η ευστροφία του Yamaha βοηθά και στην μικρότερη χρήση της μανέτας του συμπλέκτη και όλα αυτά συνηγορούν να βγει κερδισμένο με τεράστια διαφορά στην καθημερινή χρήση. Κάπου εκεί βέβαια το 650ΜΤ αρχίζει να φωνάζει για την μεγάλη απόσταση που τους χωρίζει σε κόστος απόκτησης και στα κατάλληλα αυτιά ο λόγος του αποτελεί βουλοκέρι απέναντι σε κάθε άλλο επιχείρημα από την Ιαπωνική πλευρά.

Το δικό σου παζλ

Τώρα στην ανανέωσή του, το Tracer είναι πλέον και η μόνη ασιατική μοτοσυκλέτα του συγκριτικού με φυσιολογικό τιμόνι. Παρόλο που η Yamaha έχει να δείξει το τιμόνι του TDM που είναι από τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα οδήγησης με στομαχικό πρόβλημα, που δεν σε αφήνει να ανοίξεις τα χέρια, έχει τώρα περάσει σε άλλο επίπεδο και διαφοροποιείται από τους υπόλοιπους Ιάπωνες και τους Κινέζους αντίστοιχα. Ο μεγαλύτερος μοχλός βοηθά και στο ταξίδι, όχι μόνο στην καθημερινή χρήση, διότι ξεκουράζει τα χέρια και τοποθετεί το σώμα σε μία πιο φυσική στάση. Τα μαζεμένα στους αγκώνες χέρια δεν κάνουν την διαφορά στην προστασία από τον αέρα, αλλά οι μεγάλες ζελατίνες των 650 είναι ο δευτερεύων λόγος που ταξιδεύεις καλύτερα μαζί τους. Ιδιαίτερα το 650ΜΤ προστατεύει εξαιρετικά τον αναβάτη του και μάλιστα χωρίς στροβιλισμούς στο κράνος από την μεγάλη ζελατίνα η οποία ρυθμίζεται και σε ύψος. Ο κινητήρας τους και η σταθερότητα είναι ο κυρίαρχος λόγος που ταξιδεύεις με μεγαλύτερη άνεση συγκριτικά με το Tracer. Επιπρόσθετα το Versys 650 μοιάζει με μεγαλύτερη μοτοσυκλέτα από αυτό που πραγματικά είναι, έχει πιο βαριά αίσθηση και πολύ πιο ποιοτικές αναρτήσεις, στοιχεία που πολλαπλασιάζουν την διαφορά του στο ταξίδι.

Το επίσης μεγαλύτερο ρεζερβουάρ του, που προσθέτει τουλάχιστον εκατό χιλιόμετρα αυτονομίας έναντι του Tracer είναι επίσης άλλος ένας λόγος. Διότι ναι, το Tracer είναι ελαφρύτερη μοτοσυκλέτα αλλά το κάνει με το μικρότερο ρεζερβουάρ του συγκριτικού, αν και μόνο με το Versys έχει σημαντική διαφορά. Οι Κινέζοι δεν έχουν μπει στην διαδικασία μείωσης βάρους, αντιθέτως τους ενδιαφέρουν άλλα ζητήματα προς το παρόν και το αποτέλεσμα είναι το 650ΜΤ να μην κρύβει τα κιλά του. Όπως επίσης και ο κινητήρας, μπορεί να προέρχεται από τα ίδια σχέδια, αλλά στα χρόνια που ακολουθήσαν η εξέλιξή του έχει πάρει τον δικό της δρόμο.

Για τους περισσότερους το Tracer 700, παρότι ακριβότερο και από τις τρεις, είναι συνολικά καλύτερη μοτοσυκλέτα διότι τα ταξίδια δεν θα είναι η καθημερινότητά της, ώστε να γύρει η πλάστιγγα στην μεριά του Versys. Ο παρονομαστής της τιμής βγάζει αμέσως πρώτο το 650MT διότι πολύ απλά κάνει ό,τι και τα άλλα δύο κοστίζοντας αρκετά λιγότερο. Ωστόσο το πορτοφόλι του καθενός είναι διαφορετικό και ο παρονομαστής αυτός δεν γίνεται να είναι κοινός. Όταν στην καθημερινότητα επιβάλλονται οι μεγάλες αποστάσεις, το Versys έρχεται να προταθεί εμπρός, κι αν προσμετρήσει και η άνεση τότε οι πολύ πιο ποιοτικές του αναρτήσεις δημιουργούν την μεγάλη διαφορά. Όποιος λοιπόν επιλέξει να αποκαθηλώσει το Tracer από την πρώτη θέση, θα πρέπει να θέσει σε κάποια από τις παραπάνω παραμέτρους μία μεγαλύτερη βαρύτητα, τα κομμάτια του παζλ δεν ενώνονται μονάχα με έναν τρόπο…

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ  Yamaha MT 07 Tracer 700

Αντιπρόσωπος:

ΜΟΤΟΔΥΝΑΜΙΚΗ Α.Ε.Ε.

 

 

 

 

ΜΕΤΡΗΣΗ ΒΑΡΟΥΣ

196,5 kg

(χωρίς καύσιμο:173,5 kg)

Πίσω

48,7%

Εμπρός

51,3%

Σφάλμα στοιχείων κατασκευαστή:

0%

 

ΠΛΑΙΣΙΟ

 

Τύπος:

Ατσάλινο τύπου "διαμάντι"

 

Πλάτος (mm):

840

 

Βάρος κατασκευαστή, γεμάτη (kg):

196

 

Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):

17

 

 

 

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

 

Τύπος:

Τετράχρονος, υγρόψυκτος, δικύλινδρος σε σειρά με 4Β/Κ και 2ΕΕΚ

 

Διάμετρος επί διαδρομή (mm):

80 x 68,6

 

Χωρητικότητα (cc):

689

 

Σχέση συμπίεσης:

11,5 :1

 

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

75/8.750

 

Ροπή (kg.m/rpm):

6,83/6.500

 

Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):

108,8

 

Τροφοδοσία:

Ψεκασμός

 

Σύστημα εξαγωγής:

 2 σε 1

 

Σύστημα λίπανσης:

Υγρό κάρτερ

 

Σύστημα εκκίνησης:

Μίζα

 

 

 

 

 

 

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

 

Συμπλέκτης:

Υγρός πολύδισκος, με ντίζα

 

Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:

Γρανάζια 1,925 :1

 

Τελική μετάδοση / σχέση:

Αλυσίδα, γρανάζια 2,812:1

 

Συνολικές σχέσεις / km/h ανά 1.000 rpm

 

1η

2,846

 

2α

2,125

 

3η

1,632

 

4η

1,300

 

5η

1,091

 

6η

0,964

 

ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ (S Mode)

Km/h

Sec

Μέτρα

 

0-50

1,58

10,68

 

0-100

3.66

55,29

 

0-150

7,72

199,45

 

0-200

 

 

 

ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ

Μέτρα

Sec

Km/h

 

0-400

12.12

175.04

 

0-1.000

23,65

193.25

 

 

 

 

 

ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΕΝ ΚΙΝΗΣΕΙ (sec/μέτρα)

Km/h

4η

5η

6η

40-80

2,66/43,96

2,83/46,69

 

80-120

2,72/75,8

2,72/75,79

3,6/175

120 - 160

Δεν φτάνει 160

4,1/150

10,5/280

ΕΙΚΟΝΙΚΟ ΠΡΟΣΠΕΡΑΣΜΑ

Km/h

Sec

Μέτρα

80-140

3,1

104

 

 

ΦΡΕΝΑΡΙΣΜΑ

Km/h

Sec

Μέτρα

 

100-40

2,61

58

 

 

 

ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ

 

 

Κενή

Γεμάτη

 

Θεωρητικά

 

2,61

 

Πραγματικά

 

3,01

 

 

 

 

 

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

 

ΠΙΣΩ

 

ΤΥΠΟΣ

 Ένα αμορτισέρ, μοχλικό

 

Διαδρομή (mm):

142

 

Ρυθμίσεις:

Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση επαναφοράς

 

ΤΡΟΧΟΣ

 

Ζάντα:

5,5'' x 17

 

Ελαστικό:

180/55 R17

 

ΦΡΕΝΟ

 

Δίσκος "μαργαρίτα" 245mm με δαγκάνα ενός εμβόλου και ABS

 

 

 

ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

 

Οθόνη LCD με ενδείξεις για στροφές / ταχύτητα / ολικό και δύο μερικούς χιλιομετρητές/ επιλεγμένη σχέση κιβωτίου, στάθμη βενζίνης / επιλογή για στιγμιαία ή μέση κατανάλωση, θερμοκρασία περιβάλλοντος και διανυθέντα χιλιόμετρα με ρεζέρβα. Ενδεικτικές λυχνίες για φλας, νεκρά, μεγάλη σκάλα φώτων, έλεγχος κινητήρα, ABS, πίεση λαδιού

 

 

 

 

 

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

 

ΕΜΠΡΟΣ

 

ΤΥΠΟΣ

Τηλεσκοπικό πιρούνι

 

Διαδρομή/Διάμετρος (mm):

130/41

 

Ρυθμίσεις:

Προφόρτιση ελατηρίων, απόσβεση επαναφοράς

 

ΤΡΟΧΟΣ

 

Ζάντα:

3,5'' x 17

 

Ελαστικό:

120/70 R17

 

ΦΡΕΝΟ

 

Δυο δισκόφρενα "μαργαρίτα" 282mmδαγκάνες με τέσσερα έμβολα

 

ΔΥΝΑΜΟΜΕΤΡΗΣΗ

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

65,17/9.000

Ροπή (kg.m/rpm):

6.0/6.700

 

ΓΡΑΦΗΜΑΤΑ

 

ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΑΝΑ ΣΧΕΣΗ

Κόφτης: 9.200

 

Μέγιστη ισχύς: 8.200

 

Στον κόφτη

 

1η 80

 

2α 126

 

3η 164

 

4η 203

 

5η 230

 

6η 247

 

 

 

ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ

 

Μέση : 5,8

 

Ελάχιστη : 5,4

 

Μέγιστη : 8,8

 

Αυτονομία (km): 250

 

 

 

           

 

 


 

Suter MMX 500: Η εξωτική δίχρονη V4 500 με τεχνολογία MotoGP

Κάνουμε εγκεφαλικό reset παλεύοντας με την Σκύλα
1
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

11/1/2024

Υπάρχει κάποιος που δεν θέλει να οδηγήσει ένα δίχρονο τετρακύλινδρο 500; Και δεν μιλάμε για κάποια race-replica παραγωγής, όπως τo Yamaha RD 500 ή το Suzuki RG 500Γ ή έστω βρε αδερφέ το τρικύλινδρο Honda NS 400 R. Μιλάμε για “καθαρόαιμο” αγωνιστικό δίχρονο V4 και μάλιστα με άμεσο ψεκασμό, άφθονο carbon και σύγχρονη τεχνολογία MotoGP! Αυτή είναι η Suter MMX 500, του γνωστού Ελβετού κατασκευαστή αγωνιστικών συστημάτων σύμπλεξης, που αποφάσισε να φτιάξει μια αγωνιστική δίχρονη V4 500 με τεχνολογία του 2000 για τον εαυτό του και για όσους κουβαλάνε την ίδια τρέλα με αυτόν… Α! Και έχουν τραπεζικό λογαριασμό στην Ελβετία διότι η MMX 500 κάθε άλλο παρά φτηνή είναι.

Όπως καταλαβαίνετε, όταν έχεις την ευκαιρία να την οδηγήσεις στην Ελλάδα και μάλιστα παρουσία του ίδιου δημιουργού της, πας πετώντας μέχρι την πίστα των Μεγάρων, με το σώμα να τρέμει και την καρδιά να φτερουγίζει. Ιδού λοιπόν πως ζήσαμε εκείνη την ημέρα πάνω στην σέλα της εξωτικής Suter MMX 500 και διαβάστε την τεχνική ανάλυση και την ιστορία δημιουργίας αυτής την μοναδικής μοτοσυκλέτας όπως δημοσιεύτηκε στο τεύχος 566 του περιοδικού ΜΟΤΟ το 2017.

Η μοτοσυκλέτα είχε έρθει στην Ελλάδα με ενέργειες της Wolf Racing, της MOTUL και του Γιώργου Παρασκευά προσωπικά, που γνωρίζει τον Eskil Suter και είναι αντιπροσωπός του, δίνοντας μας έτσι αυτή την μοναδική εμπερία οδήγησης. Η αναδημοσίευση γίνεται στα πλαίσια μίας ενέργειας που κάνουμε σε τακτικά διαστήματα, να δίνουμε δηλαδή μία μικρή γεύση στο ευρύτερο κοινό από την πλούσια και μοναδική ύλη της έντυπης έκδοσης. Απολαύστε:

 

Suter MMX 500 - Εγκεφαλικό reset

 

Κάποιες φορές πρέπει να γυρίζεις πίσω στα βασικά. Να πατήσεις το reset και να ξαναφορτώσεις τα λειτουργικά προγράμματα του εγκεφάλου σου από την αρχή. Να καθαρίσεις το μυαλό σου από όλα αυτά τα χιλιάδες μικρά αρχεία, που μετά από τόσα χρόνια καταλαμβάνουν MB και σε κάνουν να κολλάς στα ίδια και τα ίδια. Η οδήγηση της δίχρονης V4 του Suter σου προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία να καθαρίσεις το μυαλό σου από τα σκουπίδια

2

Η ημέρα μου ξεκίνησε με δημοσιογραφικό bulling από τον Θάνο: "Είσαι σίγουρος ότι θέλεις να την οδηγήσεις; Αν γίνει κάτι, ο Suter θα μας ζητάει 100.000 euro αποζημίωση. Για να στο πω πιο απλά, θα χάσουμε τα σπίτια μας και τις δουλειές μας!" Ωραία συναδελφική τόνωση της αυτοπεποίθησης!

Ό,τι χρειάζεται κάποιος για να ανέβει στη σέλα μιας δίχρονης μοτοσυκλέτας 180 ίππων στον τροχό και μόλις 135 κιλών, στην παγωμένη πίστα των Μεγάρων που φημίζεται για την “ποιότητα” του ασφαλτοτάπητά της. Σαν να μην έφτανε αυτό, λίγο πριν μου είχε κοπεί η αλυσίδα και παραλίγο να μπλεχτεί ανάμεσα στον πίσω τροχό και το ψαλίδι, στην μοτοσυκλέτα που έκανα μερικούς γύρους προθέρμανσης.

Όλα τα σημάδια έδειχναν ότι δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για να καβαλήσω Το Τέρας.

Όμως τέτοιες ευκαιρίες δεν σου δίνονται κάθε μέρα και η επιθυμία να την οδηγήσω ήταν πολύ πιο ισχυρή από κάθε άλλη λογική σκέψη. Κανένας οπαδός των GP δεν μπορεί να αντισταθεί στον οξύ ήχο των τεσσάρων εξατμίσεων και τις “ναρκωτικές ουσίες” που περιέχονται στη μυρωδιά του αγωνιστικού συνθετικού διχρονόλαδου. Εκείνη τη στιγμή τίποτα δεν ήταν πιο σημαντικό για μένα, από το να βγω στην πίστα καβάλα στην MMX 500 και δεν μετανιώνω για το ρίσκο που πήρα.

3

Όταν ο καφές λεκές στο σώβρακο δεν είναι ντροπή

Το βασικό πλεονέκτημα που έχεις όταν καβαλάς την MMX 500 είναι ότι μπορείς να επιστρέψεις στα πιτς με χεσμένο σώβρακο και κανείς να μην σε ειρωνευτεί. Αντιθέτως, σε κάθε γύρο που περνάς από μπροστά τους σε θαυμάζουν που είσαι ακόμα ζωντανός.

Ο μύθος των άγριων και απάνθρωπων GP500 που την περιβάλει, σου δίνουν το άλλοθι να την οδηγήσεις προσεκτικά στους πρώτους γύρους γνωριμίας και σου δίνει τον χρόνο που χρειάζεσαι για να ξεχάσεις όσα ήξερες και να ξαναμάθεις την αλφάβητο από την αρχή.

Ανήκω στην πιο τυχερή γενιά Ελλήνων μοτοσυκλετιστών, που στα δεκαοχτώ μας είχαμε δίπλωμα μοτοσυκλέτας ανεξαρτήτου κυβισμού και ζήσαμε στη χρυσή εποχή των μεταχειρισμένων Ιαπωνίας, όπου με έξι ή επτά μήνες δουλειάς σε σουβλατζίδικο αγοράζαμε NSR 250 SP, TZR 250 R, RGV 250 Γ SP και φυσικά όποιο Superbike 750 γουστάραμε.

Για την γενιά μου τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα: Οι καθαρόαιμες αγωνιστικές μοτοσυκλέτες ήταν δίχρονες και οι μοτοσυκλέτες για τον δρόμο ήταν τετράχρονες. Τόσο απλά! Όσοι θέλαμε να γευτούμε την οδήγηση μιας αγωνιστικής μοτοσυκλέτας στο δρόμο αγοράζαμε ένα δίχρονο V2 των 250 κυβικών.

Όμως όταν περνάνε δεκαέξι χρόνια από την τελευταία φορά που έχεις οδηγήσει δίχρονο και σχεδόν εικοσιτέσσερα από την πρώτη σου βόλτα με εκείνο το μαύρο-κίτρινο TDR 250, οι μνήμες είναι θολές αλλά ταυτόχρονα πολύ βαθιά φυτεμένες για να τις ξεριζώσει ο χρόνος.

Η μεγάλη διαφορά των δίχρονων μοτοσυκλετών από τις τετράχρονες, δεν είναι μόνο ο τρόπος απόδοσης . Διαφέρουν εντυπωσιακά στο βάρος και στο μέγεθος του κινητήρα τους.

Ο μικρός όγκος που καταλαμβάνουν πάνω στη μοτοσυκλέτα, επιτρέπει στους σχεδιαστές των πλαισίων να τον τοποθετήσουν στο σημείο που πρέπει και όχι απλώς στο σημείο που χωράει.

Το πολύ χαμηλό ύψος των κεφαλών και η απουσία των εκκεντροφόρων και της καδένας τους, σε βοηθάει να σχεδιάσεις ένα στενό, συμμετρικό πλαίσιο με δύο τεράστιους ευθύγραμμους δοκούς, απίστευτα ελαφρύ και άκαμπτο.

Το βάρος του δίχρονου κινητήρα είναι πολύ μικρότερο από του αναβάτη, σε αντίθεση με τους τετράχρονους που ζυγίζουν έως και 65 στην περίπτωση των τετρακύλινδρων. Αυτές οι διαφορές παίζουν καταλυτικό ρόλο στη συμπεριφορά της μοτοσυκλέτας όταν αλλάζει πορεία ή στρίβει με πολύ υψηλές ταχύτητες.

Στον τρόπο που αποδίδει τη δύναμη και τη ροπή του ένας δίχρονος κινητήρας στο πίσω ελαστικό, δεν υπάρχουν συγκρίσεις με έναν ίδιας ιπποδύναμης τετράχρονο. Όλα αυτά καθορίζουν σε απόλυτο βαθμό τον τρόπο οδήγησης μια δίχρονης μοτοσυκλέτας. Απαιτούνται διαφορετικοί χειρισμοί από τον αναβάτη, ο οποίος αν δεν προσαρμοστεί αμέσως θα βρεθεί πολύ γρήγορα άσχημα μπλεγμένος.

4

Μην πετάς πέτρες στο γορίλα

Στην περίπτωση της Suter MMX 500, θεωρητικά έχει γίνει προσπάθεια ώστε η συμπεριφορά του κινητήρα να μοιάζει όσο περισσότερο γίνεται με τετράχρονου. Ναι καλά! Αν το πιστέψεις αυτό, θα βρεθείς μέσα στο ίδιο κλουβί με το γορίλα που πριν λίγα λεπτά του πέταγες πέτρες στο κεφάλι. Όχι ιδιαίτερα ευχάριστη εμπειρία για να ζήσει κάποιος…

Το σλόγκαν The Beast is Back ή το άλλο που έγραφε στο φαίρινγκ 4 strokes are 4 Grandmothers, είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα. Ναι μεν η άνοδος των στροφών γίνεται γραμμικά και η δύναμη έρχεται με σχετική ομαλότητα, όμως ο δίχρονος χαρακτήρας δεν έχει αλλοιωθεί καθόλου.

Έχεις στη διάθεσή σου ένα μικρό φάσμα συμπυκνωμένης δύναμης μεταξύ 7.500-10.500 στροφών, που αν φύγεις έξω από αυτό δεν υπάρχει τίποτα. Κάτω από τις 7.500 στροφές αδιαφορεί παντελώς για τις κινήσεις που κάνει το χέρι σου στην γκαζιέρα.

Είτε τέρμα το ανοίξεις, είτε μέχρι την μέση, ο κινητήρας της MMX 500 ξεροβήχει σαν να προσπαθεί να καθαρίσει τον λαιμό του. Και αυτό ακριβώς κάνει, αφού μόλις το στροφόμετρο δείξει πάνω από τις 7.500 ξεσπάει με ένα οξύ, στεγνό ουρλιαχτό. Μόλις συμβεί αυτό, η μοτοσυκλέτα εκτοξεύεται εμπρός και έχεις στη διάθεσή σου ελάχιστο χρόνο μέχρι να προετοιμαστείς για την επόμενη αλλαγή ταχύτητας, που θα μαστιγώσει ξανά τα 180 δίχρονα άλογα.

Όσο προσπαθείς να την οδηγήσεις σαν τετράχρονο, απλώς ματαιοπονείς. Ο έλεγχος του γκαζιού πέρα από το στενό φάσμα των 7.500-10.500 στροφών είναι ανύπαρκτος και δεν γίνεται τίποτα σπουδαίο αν ανοίγεις προοδευτικά το γκάζι κάτω από τις 7.500 στροφές.

Επιπλέον, αυτό εμπεριέχει τον κίνδυνο να βρεθείς με πολύ ανοιγμένο το γκάζι όταν ο κινητήρας μπει στην “καλή” περιοχή στροφών και να βρεθείς προ μεγάλων εκπλήξεων - στην περίπτωσή μας να κάνεις ένα θεαματικό high-siding πριν δεις την έξοδο της τελευταίας στροφής της πίστας των Μεγάρων.

Πολύ θα ήθελα να γράψω ότι ο κύριος Suter κατάφερε να φτιάξει τον πρώτο φιλικό για όλους V4 δίχρονο κινητήρα, που μπορεί να τον οδηγήσει κάθε πλούσιος χομπίστας, με οποιουδήποτε επιπέδου εμπειρία, όμως θα ήταν ψέματα. Η Suter MMX 500 είναι σκύλα!

Βγαίνοντας στα πιτς μετά από τους τέσσερεις πρώτους γύρους, ευχαριστώ τον Θεό που μου έδωσε την ευκαιρία να οδηγήσω μια τόσο σπάνια και εξωτική μοτοσυκλέτα, όμως μέσα μου κάτι με τρώει.

Σαν να μου έχουν δώσει ένα γρίφο, που είμαι βέβαιος ότι μπορώ να λύσω αλλά ακόμα δεν τα έχω βρει την αρχή του νήματος. Η MMX 500 μου είχε ήδη δώσει τα στοιχεία που χρειαζόμουν για την λύση του. Έπρεπε όμως να τα βάλω σε μια σωστή σειρά.

Η εργονομία της θέσης οδήγησης, η γεωμετρία του πλαισίου και το πολύ μικρό βάρος της μοτοσυκλέτας ήταν σαφές ότι μου ζητούσαν να μπω στις στροφές με πολύ μεγαλύτερη φόρα. Ο κινητήρας από την μεριά του, μου τα είπε ξεκάθαρα: "Εγώ φίλε είμαι εδώ για να σπρώχνω την μοτοσυκλέτα εμπρός με όλη μου τη δύναμη. Αυτές τις σαχλαμάρες για έλεγχο του γκαζιού στις χαμηλές και μεσαίες στροφές δεν τα καταλαβαίνω." Όσο με βασανίζουν οι σκέψεις μου, βλέπω το κύριο Suter να μου κάνει νοήματα. "Άμα θέλεις, μπορείς να κάνεις άλλους έξι γύρους."

Πριν προλάβει να τελειώσει την φράση του είμαι ήδη πάνω στη μοτοσυκλέτα και ο Θάνος αδειάζει μια καρτέλα υπογλώσσια μέσα στο στόμα του και αρχίζει να τα μασάει χωρίς νερό…

5

Η λύση είναι η φόρα, ακόμα περισσότερη φόρα

Η δεύτερη βόλτα μαζί της δεν είχε καμία απολύτως σχέση με την πρώτη. Έχοντας κάνει ένα γενναίο reset στο μυαλό μου και επαναφέροντας από τα σκονισμένα ράφια της μνήμης όποια εμπειρία είχα αποκτήσει από την οδήγηση δίχρονων σπορ μοτοσυκλετών στα νιάτα μου, βάζω σε εφαρμογή μια απλή, αλλά ιδιαίτερα δύσκολη στην εφαρμογή οδηγική τακτική. Μαζεύω όση περισσότερη φόρα μπορώ τις ευθείες με την βοήθεια του κινητήρα και στρίβω με όσο μεγαλύτερη ταχύτητα μπορώ με την βοήθεια του ελαφριού, άκαμπτου πλαισίου.

Για να το πετύχεις αυτό πρέπει να κάνεις τις αλλαγές ταχυτήτων στην ευθεία, ακριβώς μόλις το στροφόμετρο ξεπεράσει τις 10.500 στροφές. Αν ανεβάσεις ταχύτητα πιο νωρίς η MMX 500 θα σηκώσει απότομα τον εμπρός τροχό στον αέρα. Αν αλλάξεις μετά τις 11.000 ρισκάρεις να “χτυπήσεις” κόφτη, με αποτέλεσμα να μπερδευτεί το Quick-shifter και να χάσεις χρόνο ή ακόμα και την αλλαγή ταχύτητας. Ο λεβιές του κιβωτίου ταχυτήτων και το quick-shifter δούλευαν αρμονικά και με ακρίβεια μόνο όταν είχες το γκάζι γενναία ανοιχτό και τις στροφές του κινητήρα πάνω από τις 8.000. Με μισό γκάζι ή κάτω από αυτές τις στροφές, το κιβώτιο μάγκωνε και δεν άλλαζε ταχύτητες χωρίς συμπλέκτη.

Όλη η μαγεία αυτής της μοτοσυκλέτας (η οποία χάθηκε όταν σταμάτησαν να παράγονται δίχρονα supersport) είναι η ταχύτητα εισόδου στις στροφές. Αν δεν το έχεις ζήσει, μάλλον δεν θα μπορέσεις να καταλάβεις πόση μεγάλη διαφορά υπάρχει σε σύγκριση με μια βαριά τετράχρονη superbike.

Καθώς ο κινητήρας δεν φρενάρει τον πίσω τροχό όταν κλείνεις το γκάζι κατεβάζοντας ταυτόχρονα δύο-τρεις ταχύτητες πριν μπεις στη στροφή, η MMX 500 ρέει μέσα στην πίστα. Μόλις βρεθείς στη μέση της στροφής καταλαβαίνεις ότι δεν χρειαζόταν να φρενάρεις τόσο πολύ.

Γύρο με τον γύρο, φρενάρεις όλο και λιγότερο, μπαίνεις στις στροφές όλο και πιο γρήγορα… Σιγά-σιγά η Σκύλα γίνεται αρνάκι! Η μεγαλύτερη ταχύτητα μέσα στη στροφή σε βοηθάει να μένουν οι στροφές του κινητήρα ψηλά και στην έξοδο είναι έτοιμος να σε τινάξει εμπρός.

Όμως για να γίνει αυτό, θέλει να έχεις επιλέξει τη σωστή σχέση ώστε στο τελευταίο 1/3 της στροφής να δείχνει το στροφόμετρο 8.000 με 9.000 στροφές. Όποιο χειρισμό κάνεις πάνω της, θα πρέπει να είναι συγκεκριμένος και να εξυπηρετεί συγκεκριμένο σκοπό. Εδώ φρενάρεις, εδώ ανοίγεις το γκάζι, εδώ αλλάζεις ταχύτητα, με τόσα στρίβεις. Αν το κάνεις, περνάς σε μία άλλη διάσταση όπου η οδήγηση γίνεται… ερωτική πράξη! Αν δεν το κάνεις, σε ξαναρίχνουν πίσω στο κλουβί με τον γορίλα.

7

Ζήλια

Όσο μεγαλώνουμε σε ηλικία, τόσο περισσότερο ζηλεύουμε τους νέους για τα πράγματα και τις ευκολίες που έχουν σήμερα και δεν είχαμε τότε εμείς. Όμως ως μοτοσυκλετιστής δεν ζηλεύω καθόλου την νέα γενιά που δεν μπορεί πλέον να οδηγήσει μια δίχρονη σπορ μοτοσυκλέτα.

Νοιώθω πολύ τυχερός που έζησα την εποχή όπου τα αγωνιστικά ήταν δίχρονα και οι μοτοσυκλέτες δρόμου τετράχρονες και νοιώθω δέκα φορές πιο τυχερός που οδήγησα την Suter MMX 500 και ξαναθυμήθηκα γιατί το λέγαμε τότε αυτό. Γιατί έτσι είναι!

8

Τεχνική Ανάλυση – ιστορικό

 

Two stroke forever!

 

Έχει κρύο στα Μέγαρα. Ο Eskil Suter ζητάει ταινία, σκύβει και βάζει δύο λωρίδες στο πάνω ψυγείο του MMX500. Για λίγες ώρες, ζήσαμε την εμπειρία ενός δίχρονου V4, με ήχους, εικόνες και μυρωδιές από την Χρυσή Εποχή των GP500. Μόνο που το Suter είναι ακόμα καλύτερο από κείνα...

Γιατί; Όπως λέει ο ίδιος, "Τώρα δεν μας περιορίζουν οι κανονισμοί, οπότε κάνουμε ό,τι θέλουμε!" Αυτό το ό,τι θέλουμε κουβαλάει μαζί του την πρόσθετη εμπειρία πάνω από 15 ετών, από τότε που έπεσε τσεκούρι στις συμμετοχές των δίχρονων στα GP. Με την εμπειρία της Suter Racing Technology στα πλαίσια, αλλά και τις εξελίξεις στα ηλεκτρονικά, το ΜΜΧ500 είναι κάτι παραπάνω από τα εργοστασιακά, ενώ από την στιγμή που δεν απευθύνεται σε ομάδες με budget εκατομμυρίων, είναι και μια πολύ πιο απλή κατασκευή, λιγότερο ιδιότροπη και μπελαλίδικη από τα racing του τότε. Κι όπως πάντα, πίσω από κάθε τι που αξίζει, βρίσκονται τα όνειρα και η σκληρή δουλειά ενός ανθρώπου. 

9

Eskil Suter – μόνο τυχαίος δεν είναι...

Ο Eskil Suter ξεκίνησε την αγωνιστική του εμπλοκή από το motocross, κι όπως μου είπε στα Μέγαρα "Αυτή είναι ακόμα η μεγάλη μου αγάπη!". Κι όταν μια τέτοια δήλωση έρχεται από τον άνθρωπο που έχει τόση ιστορία στις ασφάλτινες πίστες, μετράει αλλιώς.

Μένει ακόμα κι έχει την Suter Racing Technology στο Turbenthal, το μικρό χωριό κοντά στην Ζυρίχη της Ελβετίας όπου γεννήθηκε το 1967. Μετά από κάποια χρόνια στα χώματα, έτρεξε στην Daytona με 250 το ’91, όπου και τερμάτισε δεύτερος. Την επόμενη χρονιά, είχε και την πρώτη του συμμετοχή στα GP250 με Aprilia.

Συνέχισε στα 250 ως το ’96, τερματίζοντας δύο φορές 13ος στο πρωτάθλημα, μία 14ος και μία 19ος.  Την Suter Racing Technology την ίδρυσε το ’96, με αντικείμενο την εξέλιξη τεχνολογικών λύσεων για τους ασφάλτινους αγώνες μοτοσυκλέτας. Το 1998 ήταν αναβάτης εξέλιξης για την ομάδα της MuZ στα GP500, με την μοτοσυκλέτα να χρησιμοποιεί τον κινητήρα της Swissauto σε πλαίσιο ROC.

Όταν ο αναβάτης της ομάδας Doriano Romboni τραυματίστηκε στον δεύτερο μόλις αγώνα της χρονιάς, ο Suter στήθηκε στην εκκίνηση και στους υπόλοιπους αγώνες βαθμολογήθηκε σε τρεις. Η MuZ όμως αποφάσισε να μην χρησιμοποιεί πια το Γαλλικό πλαίσιο της ROC, κι έτσι ο Suter ανέλαβε να εξελίξει ένα νέο. Το ’99 η MuZ είχε δικό του πλαίσιο στα GP500, κι έτσι από αναβάτης εξέλιξης έγινε και κατασκευαστής πλαισίων.

11

Έχει εξελίξει και μοτοσυκλέτα MotoGP για την Kawasaki (ZX-RR, 2004-2006), όπως και το Ilmor SRT X3 800 με τις πνευματικές βαλβίδες (2006), αλλά και τον τρικύλινδρο κινητήρα του Foggy Petronas FP1 των 900cc για τα superbike (2002-2005). Η Suter Racing Technology άρχισε την εμπλοκή της στην Moto2 το 2010, με πλαίσια ειδικά φτιαγμένα για τον κινητήρα της Honda, κερδίζοντας το πρωτάθλημα κατασκευαστών το 2010 και το 2011, χωρίς όμως κάποιος αναβάτης της να στεφθεί πρωταθλητής. Το 2012 όμως, τα κέρδισε και τα δύο, κατασκευαστών και αναβατών, με τον Marc Marquez.

Την ίδια χρονιά, κατασκεύασε και ένα πρωτότυπο για τα MotoGP, με κινητήρα BMW S1000RR, που είχε δοκιμαστεί από την ομάδα Marc VDS Racing από τα τέλη του 2010 και όλο το 2011. Αυτή η μοτοσυκλέτα συμμετείχε στα MotoGP με την Forward Racing.

"Ήμουν αγωνιζόμενος για πάνω από 35 χρόνια, πρώτα motocross, μετά το γύρισα σε αγώνες ταχύτητας. Τα πήγα καλά στο Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα, κι αργότερα πέρασα στα GP. Κυρίως έτρεχα στα 250, από το '92 ως το '96. Υπό κανονικές συνθήκες, όσο δηλαδή τα πάντα πήγαιναν καλά, συνήθως θα ήμουν από δέκατος ως δωδέκατος, και νομίζω πως ο καλύτερος τερματισμός μου ήταν πέμπτος στο Assen το ’95.
Σταμάτησα τους αγώνες γιατί είχαμε αρχίσει να επικεντρωνόμαστε πολύ περισσότερο στην τεχνική πλευρά τους, αφού ως Ελβετός αναβάτης ήταν δύσκολο να πάρω εργοστασιακά εξαρτήματα, οπότε αναγκαστήκαμε να φτιάξουμε δικά μας!

Πριν ακόμα σταματήσω να τρέχω, μας απασχολούσε πολύ περισσότερο η συντήρηση και εξέλιξη των κινητήρων και εξαρτημάτων του πλαισίου, παρά η οδήγηση, κι αυτό μάλλον δεν βελτιώνει τους τερματισμούς!

Έτσι ξεκινήσαμε, και γι’ αυτό φτάσαμε εδώ που είμαστε τώρα. Στήσαμε την Suter Racing κι αρχίσαμε να πουλάμε εξαρτήματα στους μέχρι τότε αντιπάλους μας. Είμαστε τυχεροί, γιατί κάναμε το πάθος μας επάγγελμα. Από πάντα η ζωή μου περιστρεφόταν γύρω από τις μοτοσυκλέτες... Τις έχω στο αίμα μου και στην καρδιά μου!"
 

12

Γδύστην! Τσίτσιδη!

 

Σπρώχνουμε το V4 στην εκκίνηση της πίστας των Μεγάρων, την ίδια μοτοσυκλέτα που λίγους μήνες πριν είχε στηθεί στην εκκίνηση του ΤΤ στο Isle of Man, με αναβάτη τον Ian Lougher. "Δεν έχουμε πειράξει τίποτα, και θα δείτε όταν το οδηγήσετε, πως ο λεβιές των ταχυτήτων είναι πιο σκληρός απ’ ότι θα έπρεπε, γιατί αν δεν τον κάνεις έτσι, με τα σαμαράκια, τα κοπανήματα και τις προσγειώσεις στο Isle of Man, ανεβάζει ταχύτητες μόνο του!", προειδοποιεί ο Eskil Suter, και με ένα τεσσαράκι allen κι ένα οχταράκι Τ αρχίζει να γδύνει το δημιούργημά του.

Εξαιρετικά απλή διαδικασία, αφού το φαίρινγκ στηρίζεται με συνδέσμους Djus μισής στροφής. Άλλες τρεις βίδες κι έχουμε πάρει όλα τα carbon στο χέρι, θαυμάζοντας την ελαφρότητα της ύπαρξής τους. Κι όπως συμβαίνει και σε κάποιες άλλες περιπτώσεις, όταν γδυθεί καταλαβαίνεις τη διαφορά. Την παράσταση κλέβουν μεμιάς οι εξατμίσεις, καθώς είναι πια ό,τι πιο ασυνήθιστο σε μια μοτοσυκλέτα.

Οι θάλαμοι διαστολής είναι κατασκευασμένοι από τιτάνιο, από τους μετρ του υλικού στην Akrapovic, και δεν θυμάμαι να έχω δει άλλη φορά δίχρονες εξατμίσεις από την Σλοβένικη εταιρία. Τελικά δίχρονων, ή καλύτερα, τσιμπουκόφωνα όπως πολύ πιο εύηχα λέγονται, φτιάχνει, αλλά θαλάμους διαστολής όχι, εκτός από αυτούς. Κι είναι και οι τέσσερις διαφορετικοί, με τους δύο επάνω να είναι καθρέφτης ο ένας του άλλου, με μία μόνο βάση στην ουρά, και τους δύο κάτω εντελώς ανόμοιους, να συστρέφονται πριν καταλήξουν στην δεξιά μεριά του ψαλιδιού banana. Ειδικά αυτή του κάτω αριστερού κυλίνδρου, μοιάζει με πύθωνα που μόλις έφαγε τον άτυχο ιθαγενή. "Δεν ήταν εύκολη υπόθεση.

13

Σε συνεργασία με ένα διεθνώς αναγνωρισμένο πανεπιστήμιο σχεδιάσαμε τις εξαιρετικά λεπτές και ελαφριές εξατμίσεις που κατασκεύασε η Akrapovic. Ένας από τους κύριους λόγους που θέλαμε να τρέξουμε στο Isle of Man είναι πως αποτελεί το τέλειο πεδίο δοκιμών, αφού είναι ο παγκοσμίως πιο σκληρός αγώνας σε δημόσιους δρόμους", λέει ο Suter. Tα μικροσκοπικά carbon τελικά δεν πείθουν πως δικαιολογούν την ονομασία "σιγαστήρες".

Το επόμενο σημείο που καρφώνεται το μάτι είναι το ψαλίδι. Όχι το πλαίσιο, το ψαλίδι, κι ειδικά από την αριστερή μεριά του που είναι σχεδόν διπλάσια από την δεξιά.

Φτιαγμένο κι αυτό, όπως και το πλαίσιο, από συνδυασμό αλουμινένιων διαμορφωμένων φύλλων και μασίφ κομματιών κατεργασμένων σε CNC, έχει ενισχυτικά βαθουλώματα σε στρατηγικά σημεία.

Όπως και το πλαίσιο των δύο δοκών, εντυπωσιάζει γιατί ενστικτωδώς καταλαβαίνεις πως είναι έτσι γιατί έτσι χρειάζεται να είναι, χωρίς περιττές ντιζαϊνιές. Η περιοχή του λαιμού στο πλαίσιο είναι ένα κουτί ολόκληρο, καθώς αποτελεί και την είσοδο του αέρα για το κλειστό φιλτροκούτι του ψεκασμού. Και κλειστό σημαίνει Ram Air, με όφελος στην πίεση της εισαγωγής όσο ανεβαίνουν τα χιλιόμετρα.

Η κατανομή του βάρους είναι 54-46 % εμπρός-πίσω, κάτι λογικό αφού ο άξονας του ψαλιδιού είναι σχεδόν στη μέση της μοτοσυκλέτας, και τα πάντα που έχουν κάποιο αξιόλογο βάρος (ο κινητήρας και το ρεζερβουάρ με την βενζίνη δηλαδή) είναι μπροστά από κει. Μετά βλέπεις και τα μαρσπιέ που είναι... τριάντα πόντους πίσω από τον άξονα του ψαλιδιού, και καταλαβαίνεις πως με τον αναβάτη επάνω, η αναλογία θα πλησιάζει το 50-50. Τα πάντα στο πλαίσιο είναι ρυθμιζόμενα, από την κάστερ ως το ύψος του άξονα του ψαλιδιού και το μεταξόνιο, μαζί με την θέση οδήγησης φυσικά.

14

Την μεγαλύτερη συγγένεια με όσα πλαίσια έχει φτιάξει ως τώρα ο Suter για τα MotoGP την έχει με αυτό του Ilmor SRT X3 των 800cc, του 2007. Διαστάσεις και γεωμετρία δεν ανακοινώνονται, αλλά το μεταξόνιο είναι κοντά στα 1.400mm που είχαν τα δίχρονα 500 στις δόξες τους. (Για όσους γεννήθηκαν πρόσφατα, να θυμίσουμε πως η τελευταία χρονιά που έτρεξαν, σε ρόλο κομπάρσου μαζί με τις μπετονιέρες, ήταν το 2003).

Μετά το πλαίσιο το μάτι πάει στα χρυσά, στο πιρούνι FGR300 της Ohlins, και στο ΤΤΧ36 αμορτισέρ, που αποτελούν τις βασικές επιλογές. Για όποιον το αντέχει η τσέπη του, και δεν τον μοιάζουν μερικές χιλιάδες ευρώ παραπάνω, ο Eskil τοποθετεί και τα εντελώς MotoGP Ohlins, το πιρούνι RVP20 και το αμορτισέρ RVP46.

Ακόμα όμως και με τα "απλά" Ohlins, η αίσθηση στα σχεδόν motocross Μέγαρα ήταν πως η ανάλαφρη μοτοσυκλέτα πάταγε κάτω, με μια σταθερότητα πολύ βαρύτερης, παρά τα ελάχιστα κιλά της, χωρίς αναπηδήσεις ή άλλα χαζά.

16

Εμπιστοσύνη για να πάρεις φόρα.... Αντίστοιχα κορυφαίου επιπέδου είναι και τα φρένα, με τις GP4-RR δαγκάνες της Brembo. Oι εμπρός δίσκοι μοιάζουν μικροί στα 320mm, αλλά με μόνο 127 κιλά βάρους φτάνουν και περισσεύουν, άλλωστε και ο τρόπος που θέλει να οδηγείται, δεν απαιτεί κάτι περισσότερο. Κι ενώ χαϊδεύει κανείς τις αναρτήσεις, βλέπει πως υπάρχουν και εμπρός και πίσω αισθητήρες καταγραφής δεδομένων για την λειτουργία τους, μέσω του συστήματος της 2D, εταιρίας που έχει εμπειρία πάνω από είκοσι χρόνια.

Και τα YZR500 της Yamaha το ίδιο σύστημα χρησιμοποιούσαν (κι όχι, δεν το θυμόμουν από τότε, αλλά στην κουζίνα μας στο ΜΟΤΟ έχουμε κορνιζαρισμένη μια μεγάλη φωτό του Abe με το YZR, κι είδα το αυτοκόλλητο της 2D στο ψαλίδι!). Γιατί τηλεμετρία και καταγραφή δεδομένων;

Μα, όταν ο Eskil αυτοπροσώπως θα σας παραδώσει το καινούργιο σας ΜΜΧ500, όπως έκανε πρόσφατα με πέντε πελάτες του, είχε κλείσει το Mugello και ρύθμισε ανάλογα την μοτοσυκλέτα του καθενός. Ε, όταν δίνεις πάνω από 100.000 ευρώ, έχεις και το ανάλογο service κατά την παράδοση.  

17

 

Δίχρονο V4, live!

Ναι, V, αλλά πόσο V; Με το μάτι το βλέπεις να είναι κάτι λιγότερο από 90 μοίρες, αλλά πόσο; Ιστορικά, τα δίχρονα V4 είχαν γωνίες από 65 ως και 108 μοίρες. Ο Suter μου λύνει την απορία: "V80°, με αντίθετα περιστρεφόμενους στροφάλους". Γιατί 80°; "Θέμα κραδασμών δεν υπάρχει, οπότε επιλέχθηκε η περιεχόμενη γωνία που βόλευε περισσότερο χωροταξικά!"

Στην καριέρα των δίχρονων V4, σχεδόν όλοι – εκτός της Honda! – κατέληξαν στην λύση των δύο ξεχωριστών στροφάλων, κάτι που δίνει ελαφρά πιο στενό κινητήρα και βελτιώνει την συμπεριφορά, μειώνοντας το γυροσκοπικό φαινόμενο από την περιστροφή του στροφάλου. Έχουμε έτσι δύο στροφάλους γραναζωμένους μεταξύ τους.

Η βασική διαφορά με έναν τετράχρονο V4 είναι πως ο δίχρονος έχει τέσσερα κομβία και τέσσερις ανεξάρτητους στροφαλοθάλαμους, απαραίτητους για να διατηρείται η πίεση της εισαγωγής, ενώ ο τετράχρονος μπορεί να έχει δύο μπιέλες ανά κομβίο. Το επόμενο που χαρακτηρίζει έναν δίχρονο V4 είναι ο χρονισμός του.

Είναι screamer ή big bang, έχει δηλαδή μικρά, ή μεγάλα διαστήματα ανάμεσα στις αναφλέξεις; Στην περίπτωσή μας έχουμε έναν κανονικό screamer, με μια ανάφλεξη κάθε 90 μοίρες, με σειρά ανάφλεξης κυλίνδρων 1-3-2-4.

18

Ανάλογα με το τι βλέπω στο μηχανάκι και τι μου περνάει απ’ το μυαλό, ρωτάω τον Eskil Suter, πηδώντας από τα διαστήματα ανάφλεξης στην μακροζωία των πιστονιών: "Τα πιστόνια αντέχουν και για παραπάνω, αλλά προληπτικά τα αλλάζουμε κάθε 800-1000km, ενώ τους στροφάλους κάθε 3-5.000, ανάλογα την χρήση.

Αλλά τώρα που το λέμε, δεν έχουμε αλλάξει ποτέ κανέναν, οπότε δεν ξέρουμε, μπορεί να αντέχουν και πολύ παραπάνω!" Ένα στοιχείο που δεν είχαν τα GP500, αλλά έχει το Suter, είναι ο ψεκασμός. Οι Ιάπωνες το είχαν δουλέψει, η Honda μάλιστα είχε φτιάξει και ψεκαστό NSR500, αλλά δεν το έτρεξαν.

Δυστυχώς, τα δίχρονα παραγωγής δεν πρόλαβαν να περάσουν στον ψεκασμό, κάτι που θα κάνουν από του χρόνου τα μόνα δίχρονα που απέμειναν, τα enduro και τα motocross. To Suter έχει κεντρική μονάδα ελέγχου της Mectronic που διαχειρίζεται την ανάφλεξη και την τροφοδοσία, μέσω τεσσάρων ενοποιημένων σωμάτων ψεκασμού, που οδηγούν σε βαλβίδες reed με πέταλα carbon fiber. Υπάρχουν κανονικά πεταλούδες, με δύο μπεκ ανά εισαγωγή, ένα κάτω από την πεταλούδα κι ένα από πάνω, shower.

Ο Eskil Suter ήταν έτοιμος να προσθέσει και τα Μέγαρα στην εμπειρία του από τις πίστες του κόσμου τούτου. Λίγο σπρώξιμο και το Τέρας παίρνει, με έναν τραγανό, ροκανιστό ήχο σαν να σκάνε συνέχεια δυναμιτάκια...

Το ζεσταίνει με γκαζιές κοντά στις 8.000, βάζει το χέρι του στα ψυγεία, κι όταν θεωρεί πως έχει φτάσει σε ασφαλή θερμοκρασία, ανεβάζει ακόμα πιο ψηλά τις στροφές...

Ξαφνικά η ογδονταμελής Συμφωνική Ορχήστρα Αλυσοπρίονων Χωρίς Εξάτμιση κάνει κρεσέντο κι ανεβάζει στον κόφτη... Ο ήχος αυτός από τις γκαζιές ως τις 12.000 κάποια στιγμή θα κυκλοφορεί σε παράνομα αρχεία, που two stroke πρεζάκια θα ακούν με κλειστές πόρτες και παράθυρα...

19

Κι όμως, όταν τελικά βάζει κράνος, πρώτη, και ξεκινά με λίγες στροφές από τα πιτς, ο ήχος είναι απρόσμενα βαθύς, σαν μουγκρητό, και η λειτουργία εξαιρετικά καθαρή, χάρη και στον ψεκασμό, αλλά και στις ηλεκτρονικά ελεγχόμενες βαλβίδες που μεταβάλλουν το ύψος της θυρίδας εξαγωγής.

Καθώς είναι κλειστές σ’ αυτή τη φάση, και το ύψος των θυρίδων το ελάχιστο, είναι υπεύθυνες και για τον βαρύ για δίχρονο ήχο του κινητήρα στις χαμηλές στροφές. Μέσα στην πίστα, έχουμε μια μίνι αναβίωση της σεζόν των GP του 2003, όταν τετράχρονα και δίχρονα γύρναγαν μαζί: Ο Παρασκευάς με το R1 του, και ο Eskil Suter με το... Suter του, το ένα τετρακύλινδρο τετράχρονο cross plane, το άλλο τετρακύλινδρο δίχρονο screamer, με το πρώτο να παίζει μια βαρύτονη υπόκρουση στα στριγγά ροπιάσματα του άλλου...

Θα λέγατε όχι σε μια έκδοση δρόμου;

Δρόμου; Δηλαδή με πινακίδα; Ποιος τρελός θα το φτιάξει, γιατί τρελούς να το αγοράσουν έχουμε! Μα, αυτός ο Ελβετός, που γυαλίζει το μάτι του... Όταν βγήκε από την πίστα, τον ρωτάω για την αναλογία λαδιού στην βενζίνη, και παίρνω μια απρόσμενη απάντηση: "Τώρα βάζουμε 3% λάδι.

Αλλά [εδώ άστραψε το μάτι του...] έχουμε ήδη έτοιμη αντλία λαδιού, που θα καταργήσει την μίξη στο ρεζερβουάρ! Έτοιμη είναι επίσης και η μίζα, κι έτσι δεν θα χρειάζεται σπρώξιμο για να πάρει μπρος." ΟΚ, και μετά θα του βγάλουμε και πινακίδα για να κυκλοφορούμε στο δρόμο, αστειεύομαι.

Αλλά ο Ελβετός δεν αστειευόταν: "Θα γίνει κι αυτό, είναι στα σχέδιά μας!" Να δω πως θα καταφέρουν να το κάνουν αυτό... Έτσι κι αλλιώς, το ΜΜΧ500 δεν απευθύνεται σε αγωνιζόμενους, από τη στιγμή που ναυάγησαν τα αρχικά σχέδια του Suter για μια σειρά αγώνων με MMX500 βαμμένα στα χρώματα των ομάδων του τότε, με αναβάτες του τότε...

Αυτό ήταν όταν είχε πρωτοφτιάξει τον κινητήρα, με 500cc. Ώριμα σκεπτόμενος, ανέβασε τα κυβικά στα 580. Γιατί 580 όμως; Ας μην ξεχνάμε σε ποιους απευθύνεται αυτή η μοτοσυκλέτα. Κατηγορία αγώνων για δίχρονα 500 δεν υπάρχει, οι προτεραιότητες ήταν πια άλλες.

Από τις αρχικές διαστάσεις του κινητήρα των 500cc που ήταν 56x50,8, αυξήθηκε η διαδρομή του στροφάλου κατά 8mm και πλέον οι διαστάσεις των 56x58,8 δίνουν 576cc. Έχουμε έτσι έναν υποτετράγωνο (!) δίχρονο V4, πιο αξιόπιστο, πιο οδηγήσιμο, με πιο ομαλή λειτουργία και εξαιρετικά λιγότερο  απαιτητικό σε εξειδικευμένες γνώσεις για συντήρηση και ρύθμιση.

21

Και πολύ μικρότερο κοστολόγιο – μια ακριβής GP500 ρέπλικα θα ήταν ασύμφορη ακόμα και για τον πιο πλούσιο ιδιώτη. Πέρα από τα επιπλέον κυβικά και τα πλεονεκτήματά τους, η διαφορά ανάμεσα στις απαιτήσεις ρυθμίσεων των καρμπυρατέρ του τότε και τον ψεκασμό του Suter είναι η μέρα με την νύχτα. Κι αν χρειαστεί αλλαγές στην τροφοδοσία, ανοίγεις το laptop αντί για το κουτί με τα ζιγκλέρ και τις βελόνες...

Κι όλα αυτά, με μια απόδοση που είναι ίση με την κορυφαία που είχαν φτάσει τα δίχρονα 500 στα GP. Η NSR500 του Rossi είχε το 2001 190-200 ίππους στις 13.500 για 131 κιλά, αν και υπάρχει μια "απόκρυφη" ιστορία πως ο ίδιος είχε επιλέξει μια απόδοση πιο κοντά στους 170.

Άλλο αυτό όμως. Η ΜΜΧ500 με τις στάνταρ ρυθμίσεις έχει 195, ίσως στις 11.500, με μέγιστες στροφές τις 13.000, για 127 κιλά... Για μια μικρή σύγκριση με τις GP500, ας θυμηθούμε πως όταν ξεκίνησαν οι τετρακύλινδρες δίχρονες, το 1975 με την εν σειρά Yamaha OW23, είχε κάτω από 100 ίππους, ενώ το Suzuki RG500 – square four αυτό – μόλις που ξεπερνούσε τους 100.

Η ίδια η Yamaha ανακοινώνει 130 ίππους για την πρώτη V4 με δύο στροφάλους και εισαγωγή με reed στον στροφαλοθάλαμο, την OW76 του 1984, με την οποία ο Eddie Lawson είχε κερδίσει το πρωτάθλημα εκείνης της χρονιάς.

Ο Rossi, στην τελευταία του χρονιά με δίχρονο, το 2001, έκανε όσους περισσότερους γύρους μπορούσε σε δοκιμές και χρονομετρημένα, γιατί όπως έλεγε "μου μένουν λίγοι ακόμα αγώνες με μια αληθινή μοτοσυκλέτα...".

Ήταν η Yamaha με την OW61 του 1982 που έφτιαξε την πρώτη δίχρονη V4, που είχε και τον πρόγονο του πλαισίου Deltabox, εξελιγμένο από τον Ισπανό Antonio "JJ" Cobas. Δυο χρόνια αργότερα, το 1984, η ΥΖR500 OW76 απέκτησε εισαγωγή με reed κατ’ ευθείαν στον στροφαλοθάλαμο, και με την OW81 του 1985 έβαλε τους στροφάλους να περιστρέφονται αντίθετα, για μείωση του γυροσκοπικού τους φαινομένου και μεγαλύτερη ευελιξία (την διάταξη αυτή την είχε δοκιμάσει στην OW77, μια πειραματική GP500 που δεν έτρεξε ποτέ). Η ισχύς είχε ανέβει στους 154 ίππους.

Έτσι, η βασική διάταξη του κινητήρα της ΜΜΧ500 είναι παρόμοια με της OW81: Αντεστραμμένοι πίσω κύλινδροι με τις ευθύγραμμες εξατμίσεις τους στην ουρά, εισαγωγή με reed στον στροφαλοθάλαμο, αντίθετα περιστρεφόμενοι στρόφαλοι. Η διαφορά ήταν στην περιεχόμενη γωνία των κυλίνδρων, που στην πορεία των OW κυμαινόταν από 60-75°, ενώ της Suter είναι 80°.

22

Αλλά ήταν οι Yamaha ΥΖR500 ΟW98 και Suzuki RGV500 XR74 του 1988 που αποτέλεσαν το πρότυπο των δίχρονων V4 και στο πλαίσιο, αφού ήταν οι πρώτες που φορούσαν ασύμμετρο ψαλίδι banana για να βγαίνουν και οι δύο κάτω εξατμίσεις από την δεξιά μεριά. Η διάταξη αυτή κινητήρα και πλαισίου κράτησε μέχρι το οριστικό τέλος των δίχρονων 500, με εξαίρεση την Honda που επέμενε στον "αληθινό" V4 με έναν στρόφαλο, ξεκινώντας από κινητήρα screamer, φτιάχνοντας τον πρώτο big bang το ’92, και γυρνώντας αργότερα πάλι σε screamer μετά από απαίτηση του Doohan. Τα NSR κέρδισαν επτά από τους δέκα τελευταίους τίτλους των GP500, ενώ η Honda είχε εξελίξει και NSR500 με ψεκασμό. Φανταστείτε το αυτό σε συνδυασμό με το σύστημα AR, το Active Radicals combustion που επίσης είχε βγάλει σε παραγωγή η Honda, ή και σε συνδυασμό με άλλες εξελίξεις στο θέμα των δίχρονων, και σήμερα θα μπορούσαμε να οδηγούμε καθαρά δίχρονα στο δρόμο.

23

Αλλά η politically correct άποψη επέμενε τετράχρονα, και η αλλαγή των κανονισμών σήμανε το τέλος των street δίχρονων. Έμειναν πια μόνο τα χωματερά, που σε λίγο κι αυτά θα γίνουν ψεκαστά. Αυτό που αγοράζει λοιπόν σήμερα ο ευτυχής πελάτης του Eskil Suter έχει ίση ιπποδύναμη με το απόγειο της εξέλιξης των GP500, με έναν κινητήρα screamer πολύ πιο ροπάτο και γραμμικό, σχεδιασμένο για τον χομπίστα αναβάτη που θέλει να ζήσει την αίσθηση των ιστορικών πια 500, χωρίς να έχει και μια εργοστασιακή ομάδα να τον υποστηρίζει. 

Ο Eskil Suter δικαιολογημένα είναι περήφανος: "Η κατασκευή μιας τέτοιας μοτοσυκλέτας, έστω και σε περιορισμένη παραγωγή, αποκτά ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα γιατί έχει αυτόν τον τετρακύλινδρο δίχρονο των 580cc, που προκαλεί σχεδόν υστερικές αντιδράσεις σε όσους είναι δεμένοι συναισθηματικά με τις άγριες μέρες των GP500, τότε που θρύλοι σαν τους Kenny Roberts, Eddie Lawson και Wayne Gardner, για να αναφέρουμε μόνο λίγους από αυτούς, έδιναν συναρπαστικές μάχες για το βάθρο – και για να καταφέρουν να μένουν όρθιοι!

Η εκρηκτική απόδοση των δίχρονων δεν έχει ξεχαστεί, κι οι πραγματικοί fans θεωρούν ακόμα πως η χρυσή εποχή των GP ήταν η δίχρονη... Εκείνες οι μοτοσυκλέτες όμως ποτέ δεν ήταν διαθέσιμες στο κοινό, κι εμείς θέλαμε να τις φέρουμε και πάλι στη ζωή, προσαρμοσμένες στην εποχή μας. Γι’ αυτό και τα πάντα πάνω στην MMX500 είναι ό,τι πιο σύγχρονο κι ό,τι καλύτερο. Την τεχνολογία, την τεχνογνωσία και τα εξαρτήματα της MMX500 μόνο να τα ονειρευτούμε θα μπορούσαμε τις μέρες των δίχρονων GP."


 

 

Πως φτάσαμε ως εδώ...

SUZUKI RGV500 XR74  1988

Του Schwantz το μηχανάκι

31

To ’88 και οι δύο στρόφαλοι είχαν την ίδια φορά, αλλά το πρόβλημα ήταν πως με τα καρμπυρατέρ ανάμεσα στους κυλίνδρους, ο ένας στρόφαλος περιστρεφόταν κόντρα στην ροή του μίγματος, οπότε έχανε σε απόδοση. Το 1989 όμως το RGV είχε τους στροφάλους του να περιστρέφονται αντίστροφα, και τότε άρχισαν να βγάζουν άλογα, αλλά είχαν θέμα αξιοπιστίας. Έσπαγαν οι στρόφαλοι απ’ το γκάζι, ή απλά, δεν ήταν εξ αρχής σχεδιασμένοι για τόσο γκάζι. Ο Schwantz θεωρεί πως το 1989 ήταν η καλύτερη χρονιά του. Κέρδισε έξι αγώνες, αλλά έπεσε σε άλλους τρεις κι εγκατέλειψε από μηχανική βλάβη επίσης σε τρεις.

35

Το RGV500 είχε το πρώτο αλουμινένιο πλαίσιο δύο δοκών της Suzuki, αλλά η ομάδα το άλλαζε συνεχώς, πειραματιζόμενη με την θέση του άξονα του ψαλιδιού αλλά και την κάστερ του λαιμού. Το ’88 όμως, είxε ψαλίδι banana, που επέτρεψε και στις δύο εξατμίσεις των κάτω κυλίνδρων να έρθουν από την ίδια μεριά, όπως και το πρώτο upside down πιρούνι της Kayaba. Οι κινητήρες ήταν όλοι παρόμοιοι, αλλά ως το 2001 θα άλλαζαν πολλές φορές την περιεχόμενη γωνία των κυλίνδρων, ανάμεσα από τις 70 και τις 80 μοίρες. Επίσης το ’89 χρησιμοποιήθηκαν διπλές βαλβίδες εξαγωγής, συνδυασμός γκιλοτίνας και περιστροφικής, όπως και ένα πρωτόγονο σύστημα quickshifter. Δοκίμαζαν επίσης διάφορες διαμέτρους κυλίνδρων, 54 ή 56mm, αλλά τα κιβώτια ταχυτήτων ήταν σχεδόν ίδια για όλα. Άλλαζαν και τα διαστήματα ανάφλεξης, από big bang ως screamer, κι είχε τύχει να τα έχουν την ίδια χρονιά μαζί. Είχαν φτιάξει στροφάλους των 180°, των 90° και των 45°. Tο RGV500 XR84 του 1994 ζύγιζε 135kg κι έβγαζε κοντά στα 195 άλογα από τον κινητήρα των 70° μοιρών.

 


Πως φτάσαμε ως εδώ, ΙΙ...

YAMAHA OW81 1985

Αντίθετα περιστρεφόμενοι στρόφαλοι

24

Ο V4 του OW81 ήταν εντελώς νέος. Οι στρόφαλοι περιστρέφονταν αντίθετα, με τον εμπρός να γυρίζει προς την διεύθυνση κίνησης της μοτοσυκλέτας, και τον πίσω αντίθετα μ’ αυτή, κάτι που μείωνε το γυροσκοπικό φαινόμενο που επηρέαζε αρνητικά την συμπεριφορά. Επιπλέον, τα κάρτερ είχαν φτιαχτεί αρκετά ισχυρά ώστε να αποτελούν ενεργό μέρος του πλαισίου, αυξάνοντας την ακαμψία και συμβάλλοντας στο εξαιρετικό κράτημά της.

29

Το OW81 με τους Eddie Lawson και Christian Sarron πήρε την δεύτερη και τρίτη θέση στο πρωτάθλημα του 1985. Για το 1986, η ισχύς ανέβηκε από τους 140 στους 145 ίππους, ενώ υπήρχαν και εργονομικές αλλαγές όπως στο σχήμα της σέλας και την θέση οδήσησης, και οι βελτιώσεις ήταν αρκετές ώστε να βοηθήσουν τον Lawson να πάρει τον δεύτερό του τίτλο στα GP500, και τον Tadahiko Taira να πάρει τον τρίτο συνεχόμενο τίτλο του στα 500cc του All Japan Championships. Από αυτή την μοτοσυκλέτα λοιπόν ξεκίνησαν οι στρόφαλοι να περιστρέφονται αντίθετα, ενώ η τελική μορφή, στο πλαίσιο, ολοκληρώθηκε από την Suzuki, με το ψαλίδι banana. H Yamaha θα έφτιαχνε το πρώτο της big bang, το YZR500, το 1992. Κι αυτό είχε δύο στροφάλους, με γωνία 90 μοιρών.

 

 

Πως φτάσαμε ως εδώ, ΙΙΙ...

Swissauto V4 500

Ο πρώτος Ελβετικός V4

33

Αρχικά, ο Suter είχε εμπειρία από το Swissauto 500, που με τις κλασικές διαστάσεις 54x54,5 mm και περιεχόμενο γωνία 108° έβγαζε 210 ίππους στις 12.500. Τα κάρτερ του ήταν είτε αλουμινένια είτε από μαγνήσιο, και τροφοδοτούνταν από 4 Mikuni 35mm με επίπεδα slide. Τα διαστήματα ανάφλεξής του ήταν... ό,τι ήθελε κάθε φορά ο πελάτης, από 30 έως 180 μοίρες. Κι αυτός είχε ηλεκτρονικά ελεγχόμενες βαλβίδες εξαγωγής, και ζύγιζε 39,5 κιλά. Ο Suter έφτιαχνε μεταξύ άλλων και τις εξατμίσεις του, αλλά έστηνε και το πλαίσιο, όπως έκανε στην περίπτωση του MuZ.  O κινητήρας αυτός ήταν σε παραγωγή από το ’94 ως το ’99. Χρησιμοποιήθηκε και στο Παγκόσμιο Sidecar, από διάφορες ομάδες και με διάφορα ονόματα. Στα GP 500 εμφανίστηκε ως Swissauto, ως elf – ROC, ως MuZ και τελικά ως Pulse, μαζεύοντας 29 νίκες σε GP και τρία Παγκόσμια Πρωταθλήματα. 

 

 

Πως φτάσαμε ως εδώ, IV…

HONDA NSR500

Εν τω μεταξύ, η Honda έκανε τα δικά της!

26

Tο Honda NSR500 είχε πάντα έναν στρόφαλο, ήταν δηλαδή ένα κανονικό V, κι όχι δύο δικύλινδροι τοποθετημένοι υπό γωνία μεταξύ τους, όπως ουσιαστικά είναι όλοι οι κινητήρες V4 με δύο στροφάλους. Η Honda, όπως είχε δηλώσει ο Oguma, απέρριψε την λύση των δύο στροφάλων "...λόγω τριβών, γιατί οι δύο στρόφαλοι χρειάζονται 8 ρουλεμάν, ενώ ο ένας μόνο 5". Άρχισε την αγωνιστική του καριέρα, και την τελείωσε, ως screamer, με τα πιστόνια να είναι σε παρόμοια διάταξη με ενός τετράχρονου V4 με στρόφαλο 180°. Το 1990, η Honda έβαλε τα κομβία του στροφάλου σε κάθε ζεύγος κυλίνδρων να είναι στην ίδια θέση, σαν ένα τετράχρονο “droner” με στρόφαλο 360°, αλλά σε διαφορά φάσης 180° με του άλλου ζεύγους κυλίνδρων. Ήταν ο πρώτος κινητήρας big bang.

28

Το 1997 ο Mick Doohan ήθελε κινητήρα screamer, 180°, κι ο θρυλικός crew chief του HRC τότε, ο Jerry Burgess, εξηγεί γιατί: "Με τον screamer των 180 μοιρών υπάρχει άμεση σχέση ανάμεσα στην γκαζιέρα και τον πίσω τροχό, κι όταν το πίσω λάστιχο σπινάριζε ο Mick μπορούσε να κλείσει ελαφρά το γκάζι χωρίς να χάσει κι εντελώς την ισχύ. Ένας big bang έχει πολύ περισσότερο φρένο κινητήρα, όταν κλείνει το γκάζι, οπότε αποσταθεροποιεί την μοτοσυκλέτα στην είσοδο των στροφών, κι όταν ανοίγεις κατόπιν το γκάζι, έχεις αυτή την ξαφνική παροχή δύναμης, που και πάλι χαλάει την ισορροπία της μοτοσυκλέτας και δυσκολεύει την ανάρτηση, δεν την αφήνει να κάνει τη δουλειά της. Το μυστικό του Mick ήταν η ταχύτητα μέσα στην στροφή, οπότε ήθελε την απόδοση να είναι ομαλή, και ένας screamer είναι πολύ πιο ομαλός στις μεταβολές του γκαζιού σε σχέση με έναν big bang."

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ        

Κατασκευαστής:

Suter Racing Technology

Τιμή:

112.300 (βασική έκδοση...)

 

 

ΒΑΡΟΣ

 

127 kg

Πίσω

46%

Εμπρός

54%

 

 

 

ΠΛΑΙΣΙΟ

Τύπος:

Αλουμινένιο box δύο δοκών από πρεσαριστά και κατεργασμένα σε CNC κομμάτια, ρυθμιζόμενο μεταξόνιο, κάστερ, ύψος, θέση οδήγησης. Ψαλίδι banana από πρεσαριστά και κατεργασμένα CNC κομμάτια.

Πλάτος (mm):

 

Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):

 

 

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Τύπος:

Δίχρονος V4 με δύο αντίθετα περιστρεφόμενους στροφάλους σε ρουλεμάν, διπλές ηλεκτρονικά ελεγχόμενες βαλβίδες εξαγωγής

Διάμετρος επί διαδρομή (mm):

 56 x 58,5

Χωρητικότητα (cc):

576

Σχέση συμπίεσης:

 

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

195/13.000

Ροπή (kg.m/rpm):

-

Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):

338,5

Τροφοδοσία / ανάφλεξη:

Ψεκασμός με τέσσερα σώματα, carbon βαλβίδες reed στο στροφαλοθάλαμο / Mectronic ECU

Σύστημα εξαγωγής:

4 θάλαμοι διαστολής Akrapovic από τιτάνιο

Σύστημα λίπανσης:

Mίξη λαδιού 3%

Σύστημα εκκίνησης:

Σπρώξιμο (προσεχώς μίζα!)

 

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Κιβώτιο: Suter τύπου κασέτας, 6 σχέσεων

Συμπλέκτης:

Ξηρός πολύδισκος Suter

Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:

Γρανάζια / -

Τελική μετάδοση / σχέση:

Αλυσίδα 520 / γρανάζια

 

ΠΙΣΩ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Σύστημα μοχλισμού με αμορτισέρ Ohlins TTX36 (RVP46)

Διαδρομή (mm):

-

Ρυθμίσεις:

Απόσβεση συμπίεσης, επαναφοράς, προφόρτιση, μήκος

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

6,0 x 17 ΟΖ σφυρήλατη αλουμινένια (ΟΖ ή Marchesini μαγνησίου)

Ελαστικό:

195/65R17 Dunlop KR108 ή 190/65R17 Bridgestone ή 200/60R17 Pirelli

Πίεση:

1,4 bar

ΦΡΕΝΟ

Δίσκος 218mm με διπίστονη δαγκάνα Brembo P4.24 (έμβολα τιτανίου)

 

ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

Big Dash full carbon της 2D, ενδείξεις στροφών, σχέσης κιβωτίου, θερμοκρασίας ψυκτικού, shift lights, GPS, χρονομέτρηση γύρων, split (Σύστημα καταγραφής δεδομένων για λειτουργία εμπρός / πίσω ανάρτησης, πίεση φρένων εμπρός / πίσω, λειτουργίας κινητήρα, ΙMU, ανάλυση γύρου, GPS, software χαρτογράφησης κινητήρα). Ρεζερβουάρ / φαίρινγκ / ουρά carbon fiber

 

ΕΜΠΡΟΣ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Πιρούνι USD Ohlins FGR300, TTX25 (RVP20)

Διαδρομή/Διάμετρος (mm):

130/43 (130/42)

Ρυθμίσεις:

Απόσβεση συμπίεσης, επαναφοράς, προφόρτιση ελατηρίου

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

3,75 x 17 ΟΖ σφυρήλατη αλουμινένια (ΟΖ ή Marchesini μαγνησίου)

Ελαστικό:

120/70R17 Dunlop KR106-1 ή Pirelli, 120/60R17 Βridgestone 

Πίεση:

2,4 bar

ΦΡΕΝΟ

Δύο δίσκοι 320mm με τετραπίστονες δαγκάνες Brembo GP4-RR 32/36 (Brembo XA8D1.B0/1 36/38)