Δοκιμή ελαστικών: Pirelli Supercorsa SP, Supercorsa BSB, Metzeler M9 RR

Μία οικογένεια, τρία ελαστικά
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

1/3/2021

Στα πλαίσια του συγκριτικού τεστ των  streetfighter που κάναμε στο δρόμο και στην πίστα των Σερρών, δοκιμάσαμε τρεις διαφορετικούς τύπους supersport ελαστικών του ομίλου Pirelli/Metzeler. Πρόκειται για τα Pirelli Supercorsa SP, Pirelli Supercorsa BSB και Metzeler M9 RR, όπου το πρώτο το βάλαμε στο Ducati Streetfighter V4, το δεύτερο στο Kawasaki Z-H2 και το τρίτο στο KTM 1290 Superduke R.

Τα Pirelli Supercorsa SP τα έχουν ήδη επιλέξει η Ducati, η Kawasaki και η Honda, ως ελαστικά πρώτης τοποθέτησης στις κορυφαίες εκδόσεις των superbike μοτοσυκλετών τους, ενώ τα Metzeler M9RR τα έχει επιλέξει η BMW στο νέο S1000RR. Αυτό από μόνο του σημαίνει πως είναι ελαστικά υψηλών επιδόσεων με έγκριση τύπου για οδήγηση στο δρόμο, αλλά μπορούν να γράψουν και εξίσου καλούς χρόνους στην πίστα.

Φυσικά όπως συνηθίζουν τα εργοστάσια, ζητούν από τις εταιρείες ελαστικών να κάνουν κάποιες μικρές ή μεγάλες αλλαγές, ώστε τα ελαστικά να ταιριάζουν στις εξειδικευμένες απαιτήσεις των δικών τους μοντέλων. Για παράδειγμα η Honda απαίτησε από την Pirelli ισχυρότερο σκελετό για το πίσω ελαστικό του νέου CBR1000RR-R Fireblade, ενώ η Ducati ζήτησε το πίσω ελαστικό να έχει προφίλ 60% (200/60-17) ώστε η γεωμετρία του να είναι όμοια με των αγωνιστικών slick ελαστικών.

Τέτοιες διαφορές δημιουργούν κάποιες φορές πονοκέφαλο στους ιδιοκτήτες, διότι δεν βρίσκεις πάντα διαθέσιμους αυτούς τους εξειδικευμένους τύπους ελαστικών. Ευτυχώς τα σύγχρονα ηλεκτρονικά και η τεχνολογία αυτού του επιπέδου ελαστικών, σου αφήνουν το περιθώριο να επιλέξεις και τους παραπλήσιους τύπους, χωρίς να μεταβληθούν δραματικά τα χαρακτηριστικά της μοτοσυκλέτας σου.

Άλλωστε και τα ίδια τα εργοστάσια σου δίνουν περισσότερες από δύο επιλογές, όχι μόνο στον τύπο του ελαστικού, αλλά ακόμα και στη μάρκα. Για παράδειγμα η Yamaha έβαζε στην απλή έκδοση της R1 πίσω ελαστικό 195/50-17 ενώ στην έκδοση Μ έβαζε 200/55-17, χωρίς αλλαγές στο λογισμικό των ηλεκτρονικών, καθώς πλέον δεν παίρνουν δεδομένα από τους αισθητήρες του ABS αλλά από την IMU και τους αισθητήρες των πέντε ή έξι κατευθύνσεων που διαθέτουν.

Το ίδιο κάνει η Aprilia με τις απλές και Factory εκδόσεις των Tuono 1100 και RSV4 1000/1100, όπως επίσης η BMW και τα ιαπωνικά εργοστάσια βάζουν διαφορετικής μάρκας ελαστικά, ανάλογα την αγορά ή το εξάμηνο παραγωγής! Όχι μόνο αυτό, αλλά δεν αποτελεί έκπληξη που κάποιες επιλογές των εργοστασίων βασίζονται – δυστυχώς – μόνο σε οικονομικά κριτήρια και δεν είναι λίγες οι φορές που έχουμε δει κορυφαίας απόδοσης μοτοσυκλέτες να έχουν χαμηλότερων προδιαγραφών ελαστικά, σε σχέση με τις υπόλοιπες ικανότητές τους.

Όλα αυτά τα λέμε για να ξεκαθαρίσουμε εξαρχής, πως τα ελαστικά πρώτης τοποθέτησης της μοτοσυκλέτας μας δεν αποτελούν δέσμευση για την επιλογή των νέων που θα βάλουμε όταν χρειαστεί να τα αντικαταστήσουμε.

 

Φυσικά, όταν αλλάζεις μάρκα ή μοντέλο και πολύ περισσότερο διάσταση ελαστικών, θα υπάρξουν διαφορές στη συμπεριφορά της. Κάποιες θα είναι προς το καλύτερο και κάποιες προς το χειρότερο, αναλόγως ποιες είναι οι επιδιώξεις και οι επιθυμίες σου.

Το Ducati Streetfighter V4 παραδίδεται στους ιδιοκτήτες του με τα Pirelli Rosso Corsa. Πρόκειται για ένα premium μοντέλο της Pirelli με τρεις γόμμες για τις πέντε ζώνες που είναι χωρισμένο το πίσω ελαστικό. Το συγκεκριμένο ελαστικό το είχαμε δοκιμάσει εκτενώς όταν παρουσιάστηκε το 2018 πάνω στο Aprilia RSV4 Factory και η φιλοσοφία του είναι η μεγαλύτερη διάρκεια ζωής, διατηρώντας σε αρκετά μεγάλο βαθμό μέσα στην πίστα τα δυναμικά χαρακτηριστικά των Supercorsa. Ως εκ τούτου, αυτή η επιλογή της Ducati βασίζεται περισσότερο για χρήση στο δρόμο, όπου η μεγάλη διάρκεια ζωής είναι σημαντικός παράγοντας.

Σε αυτό το συγκριτικό, στο Streetfighter V4 βάλαμε τα Supercorsa SP. Πρόκειται για μια κλασική και δοκιμασμένη επιλογή των ιδιοκτητών superbike, η οποία στοχεύει σε όσους κάνουν track day, αλλά παράλληλα απολαμβάνουν την γρήγορη οδήγηση και στο δρόμο. Και αυτό το ελαστικό έχει τεχνολογία διαφορετικής σύνθεσης γόμας, όμως εδώ είναι δύο για το πίσω ελαστικό και όχι τρεις όπως στο Rosso Corsa. Η γόμμα στο κέντρο του ελαστικού έχει σχεδιαστεί για μειωμένη φθορά, ενώ η γόμα που βρίσκεται στο πλάι έχει σύνθεση που προσφέρει σταθερό και υψηλού επιπέδου κράτημα στην πίστα, χωρίς να παρουσιάζει συμπτώματα υπερθέρμανσής και απότομη πτώση της απόδοσής του.

Επίσης έχει διαφορετική γεωμετρία κορόνας και είναι ένα από τα ελαφρύτερα ελαστικά στην κατηγορία του. Όμως τί σημαίνουν όλα αυτά; Όσο η μοτοσυκλέτα είναι εντελώς όρθια δεν πρόκειται να αντιληφθείς κάποια διαφορά σε σχέση με τα Rosso Corsa, οδηγώντας την Streetfighter V4 στο δρόμο. Η γεωμετρία του πλαισίου, η κατανομή βάρους και η μελετημένη αεροδυναμική της ιταλικής μοτοσυκλέτας, την κρατούν “βιδωμένη” πάνω στην άσφαλτο, οπότε η πιο “τριγωνική” κορώνα του εμπρός Supercorsa SP δεν έχει επιπτώσεις στη σταθερότητα.

 

Προφανώς το πίσω δεν θα έχει την ίδια διάρκεια ζωής αν κάνεις πολλά χιλιόμετρα στην εθνική με υψηλές ταχύτητες, όμως θα αντέχουν πολύ περισσότερο από τα προηγούμενης γενιάς semi-slick ελαστικά με την ενιαία γόμα. Ειδικά σε αυτή τη μοτοσυκλέτα που δεν ξεπερνά τα 207 κιλά με γεμάτο το ρεζερβουάρ, η φθορά στο κέντρο ήταν ανεπαίσθητη, παρά τους 180 πραγματικούς ίππους που το μαστιγώνουν. Οι διαφορές αρχίζουν όταν πλαγιάσεις τη μοτοσυκλέτα, όπου γίνονται αρκετά πιο αισθητές οι σχεδιαστικές επιλογές της Pirelli. Το Supercorsa SP αφήνει τη μοτοσυκλέτα να πλαγιάσει πιο γρήγορα και το τιμόνι έχει πιο ελαφριά αίσθηση, λόγω της πιο γρήγορης γεωμετρίας της κορώνας και του μειωμένου γυροσκοπικού φαινομένου, καθώς είναι πολύ ελαφρύ ελαστικό. Από την άλλη μεριά όμως θέλει περισσότερη ώρα για να έρθει σε ιδανική θερμοκρασία λειτουργίας και δεν απορροφά τις ανωμαλίες τους δρόμου με την ίδια ηρεμία που το κάνει το Rosso Corsa στην χαμηλές ταχύτητες της πόλη και των σφικτών επαρχιακών δρόμων. Φυσικά στην πίστα, όπου η ποιότητα της ασφάλτου είναι πολύ καλύτερη και κυρίως πιο ομαλή, το Supercorsa SP έχει μόνο πλεονεκτήματα.

 

Πέρα από την ταχύτερη αλλαγή πορείας, η βασική διαφορά του Supercorsa SP στην πίστα είναι στο σταθερό επίπεδο του κρατήματος μετά των πέμπτο-έκτο γύρο. Σε αυτό το σημείο, τα ελαστικά δρόμου αρχίζουν και δείχνουν σημάδια υπερθέρμανσης, κάτι απόλυτα λογικό αφού έχουν σχεδιαστεί με προτεραιότητα την άμεση επίτευξη θερμοκρασίας λειτουργίας.

Αντιθέτως το Supercorsa SP δείχνει την αγωνιστική καταγωγή του και συμπεριφέρεται ως γνήσιο semi-slick ελαστικό, προφέροντας μεγάλη επιφάνεια επαφής με την άσφαλτο και σταθερά υψηλό κράτημα για πολλούς συνεχόμενους γύρους. Σε σχέση με το Rosso Corsa που είχαμε δοκιμάσει στο Aprilia RSV4 στην πίστα των Σερρών, το Supercorsa SP είχε αναμενόμενα περισσότερη φθορά στο τέλος της ημέρας και είναι το δίκαιο τίμημα που πρέπει να πληρώσεις όταν επιλέγεις ελαστικά της κατηγορίας των semi-slick.

Στα πλεονεκτήματα του Supercorsa SP θα πρέπει να βάλουμε και το γεγονός της μεγάλης γκάμας διαστάσεων που τα προσφέρει η Pirelli.

Το εμπρός ξεκινά από την διάσταση 110/70-17 και το πίσω από την 140/70-17 και φτάνει έως την 200/60-17, καλύπτοντας όλους τους κυβισμούς σπορ μοτοσυκλετών από τα 125 κυβικά με τους 15 ίππους έως και τα θηρία των 1100 κυβικών και τους 200+ ίππους στον πίσω τροχό. Γι' αυτό άλλωστε και το χρησιμοποιούν σε πολλών ειδών αγώνες ενιαίου τύπου στα εθνικά πρωταθλήματα της Ευρώπης, από τις κατηγορίες SS300 έως και Superstock 600/1000.

Ταυτόχρονα με το Supercorsa SP, στη διάθεσή μας είχαμε και το Supercorsa BSB… Μπερδευτήκατε με τα ονόματα; Και εμείς μπερδευτήκαμε δυο-τρεις φορές όταν αλλάζαμε τα ελαστικά στις μοτοσυκλέτες, διότι σε εμφάνιση δεν διαφέρουν από τα SP.

Ούτε όμως θα καταλάβεις διαφορά ανάμεσα στο SP και το BSB αν δεν πιέσεις οριακά μέσα στην πίστα τη μοτοσυκλέτα. Το όνομά του το πήρε από το εθνικό πρωτάθλημα superbike της Βρετανίας και η Pirelli το παρουσίασε το 2009 ως την έκδοση δρόμου του καθαρόαιμου αγωνιστικού slick. Σήμερα βρίσκεται τιμολογιακά κάτω από το Supercorsa SP και αποτελεί την πιο συμφέρουσα οικονομικά επιλογή για όποιον θέλει κράτημα και συμπεριφορά semi-slick ελαστικού, χωρίς να βάλει πολύ βαθιά το χέρι στην τσέπη.

Το συγκεκριμένο ελαστικό το βάλαμε στο Kawasaki Z-H2, που φοράει από το εργοστάσιο τα Pirelli Rosso III. Σε αυτή τη μοτοσυκλέτα η διαφορά μεταξύ του sport-touring Rosso III και του semi-slick Supercorsa BSB ήταν εμφανέστατη από την πρώτη στιγμή, όχι μόνο μέσα στην πίστα, αλλά και στο δρόμο. Η γυμνή μοτοσυκλέτα της Kawasaki έχει αρκετά μεγαλύτερο βάρος στα 240 κιλά και επίσης έχει πολύ γκάζι και ροπή. Ως αποτέλεσμα, στο δρόμο ζέσταινε πολύ πιο γρήγορα τα Supercorsa BSB, απ’ ότι το ελαφρύτερο Ducati Streetfighter τα Supercorsa SP και δεν υπήρχε ευδιάκριτος συμβιβασμός σε αυτόν τον τομέα σε σχέση με τα sport-touring ελαστικά. Από την άλλη μεριά, η τριγωνική κορόνα των BSB επηρεάζει άμεσα τη συμπεριφορά του Ζ-Η2 σε όλες τις ταχύτητες κάνοντας το τιμόνι πιο άμεσο στις αντιδράσεις του, αλλά ταυτόχρονα και πιο ευαίσθητο στις ανωμαλίες του δρόμου. Έτσι δεν λείπουν τα κουνήματα στο τιμόνι αν περάσεις με τέρμα ανοιχτό το γκάζι πάνω από ανωμαλίες.

Στην πίστα το Ζ-Η2 έχει μικρά περιθώρια κλίσης λόγω των μαλακών αναρτήσεων και της χαμηλά τοποθετημένης εξάτμισης και των μαρσπιέ. Οπότε το πλεονέκτημα του υψηλότερου κρατήματος υπό κλίση των BSB δεν σου χρησιμεύει σε κάτι.

Με άλλα λόγια, η επιλογή του Rosso III από την Kawasaki ως ελαστικό πρώτης τοποθέτησης στο Ζ-Η2 θα ικανοποιήσει ένα ευρύτερο κοινό και η τοποθέτηση ενός semi-slick όπως το Supercorsa BSB είναι για εκείνους που θέλουν να βελτιώσουν την ευελιξία της μοτοσυκλέτας, θυσιάζοντας την διάρκεια ζωής σε βάθος χρόνου.

Το τρίτο ζευγάρι ελαστικών της παρέας μας ήταν τα Μetzeler M9RR και είχαν εξίσου δύσκολο έργο, καθώς έπρεπε να αντιμετωπίσουν την κτηνώδη ροπή του αυστριακού V2 του KTM 1290 Superduke.

Πρόκειται για μία από τις πιο πρόσφατες αφίξεις στην κατηγορία των hypersport ελαστικών, με το BMW S1000RR να είναι η πρώτη μοτοσυκλέτα παραγωγής που το φόρεσε ως πρώτη τοποθέτηση από το εργοστάσιο. Μετά από αυτή δόκιμή των streetfighter μπορούμε να πούμε πως συμφωνούμε απόλυτα με την επιλογή της BMW, καθώς τα M9 RR σκοράρουν πολύ υψηλή βαθμολογία σε όλους τους τομείς χρήσης των μοντέρνων υπερ-μοτοσυκλετών, τόσο στο δρόμο όσο και στην πίστα. Η συνεργασία του με τα σύγχρονα ηλεκτρονικά βοηθήματα ήταν άψογη και παρά την τεράστια διαφορά στον τρόπο απόδοσης του V2 κινητήρα της KTM σε σχέση με τον τετρακύλινδρο της superbike της BMW, δεν προκαλούσε πρόωρη επέμβαση του traction control ή του cornering ABS.

 Ερχόταν αρκετά γρήγορα σε θερμοκρασία λειτουργίας στους ελληνικούς δρόμους και διατηρούσε σταθερή την απόδοσή του για μεγάλα χρονικά διαστήματα μέσα στην πίστα.

Η γεωμετρία της κορόνας του είναι μεν σπορ και κοντά στα semi-slick ελαστικά, αλλά δεν φτάνει στα άκρα. Οπότε ακόμα και στο 1290 Superduke R, που είναι από τις ελαφρύτερες και πιο ευέλικτες γυμνές μοτοσυκλέτες της αγοράς, διατήρησε το επίπεδο σταθερότητας και δεν εμφανίστηκαν ανεπιθύμητες αντιδράσεις. Με άλλα λόγια, πρόκειται για ένα ζευγάρι ελαστικών που σου επιτρέπει να εκμεταλλευτείς τις δυνατότητες μιας σύγχρονης, παντοδύναμης και γεμάτης ηλεκτρονικά streetfighter ή superbike, χωρίς να απαιτεί τους συμβιβασμούς ενός semi-slick ελαστικού στο δρόμο ή ενός sport-touring ελαστικού στην πίστα.

 Για την πλειοψηφία των ιδιοκτητών sport και supersport μοτοσυκλετών, τα M9 RR της Metzeler είναι μια άριστη επιλογή για να απολαύσουν τις δυνατότητες της μοτοσυκλέτας τους σε κάθε είδους άσφαλτο 365 μέρες το χρόνο. Οι διαθέσιμες διαστάσεις καλύπτουν όλο το φάσμα κυβισμών, από τα 125cc έως και τα 1300cc, οπότε αποτελούν πολύ καλή αναβάθμιση για τις μικρο-μεσαίες supersport που έχουν κατά κανόνα φτηνιάρικα ελαστικά από το εργοστάσιο και πολλές φορές σε λάθος διάσταση για το πλάτων της ζάντας!


 

Δοκιμή UM Renegade Sport 125 2023: Διαφορετική προσέγγιση

Νέος παίκτης με αμερικάνικο πνεύμα
1
Από το

motomag

20/10/2023

Θέλοντας να τονίσει την αμερικανική της καταγωγή, η UM έκανε την απόβασή της στην ελληνική αγορά, ξεκινώντας εντελώς αντίθετα από τα δεδομένα που έχουμε συνηθίσει, με τρία cruiser στα 125 κυβικά, μία κατηγορία που τα τελευταία χρόνια έχει εκλείψει.

Η UM είναι μία εταιρεία κατασκευής μοτοσυκλετών που ξεκίνησε από την Κολομβία, ενώ από το 2000 και έπειτα, το διοικητικό της κέντρο βρίσκεται στο Μαϊάμι της Φλόριντα των ΗΠΑ, με τα κεντρικά της γραφεία για την Ευρώπη να βρίσκονται στο Πόρτο της Πορτογαλίας. Η κατασκευή, ωστόσο, των μοτοσυκλετών γίνεται στην Κίνα. Μετά την είσοδό της σε 8 βασικές αγορές της Ευρώπης, όπου ανάμεσά τους διακρίνονται αυτές της Ιταλίας, της Γερμανίας, της Ισπανίας και της Αγγλίας, έφτασε και στην Ελλάδα μέσω της ΤΕΟΡΕΝ ΜΟΤΟΡΣ Α.Ε. του ομίλου Θεοχαράκη, παρουσιάζοντας τρεις διαφορετικές εκδόσεις cruiser μοτοσυκλετών, με την ονομασία Renegade στην κατηγορία των 125 κυβικών, η οποία λόγω του νόμου που εξισώνει το δίπλωμα κατηγορίας Β με το Α1, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, έχει αρχίσει να ανακτά την χαμένη δημοφιλία της, ενώ την γκάμα της συμπληρώνουν τρία scooter και ένα παπί.

Εμείς δοκιμάσαμε το Renegade Sport 125, του οποίου βασική διαφορά από τα άλλα δύο είναι ο κινητήρας, που στην περίπτωσή μας είναι αερόψυκτος, θυμίζοντας ακόμα περισσότερο τα cruiser μικρού κυβισμού, όπως Yamaha Virago 250, τα οποία είχαν γεμίσει τους ελληνικούς δρόμους την δεκαετία του ’90.

2

Αμερικάνικη φιλοσοφία σχεδιασμού

Μόλις αντικρύσαμε το Renegade Sport 125, στα γραφεία της αντιπροσωπείας, μας ήρθαν αμέσως στο μυαλό τα μεγάλου κυβισμού αμερικάνικα custom cruiser, έχοντας καθαρή εμφάνιση με μόνο τα απολύτως απαραίτητα πάνω του και τον κινητήρα σε κοινή θέα. Το ρεζερβουάρ σχήμα δάκρυ, τα floorboards για τα πόδια του αναβάτη, τα πλαϊνά καπάκια κάτω από το ρεζερβουάρ – που θυμίζουν έντονα το φιλτροκούτι ορισμένων cruiser –, ο στρογγυλός προβολέας μαζί με τα στρογγυλά φλας, τα διπλά αμορτισέρ πίσω, το ψηλό τιμόνι με κλίση προς τα πίσω, το μαξιλαράκι για τον συνεπιβάτη, οι διαφορετικού μεγέθους χυτοί τροχοί με μπράτσα 17’’ εμπρός και 15’’ πίσω, τα “φουσκωτά” ελαστικά διαστάσεων 110/80-17 και 130/90-15, αντίστοιχα, και τέλος η θέση του διακόπτη της ανάφλεξης στα πλάγια της μοτοσυκλέτας, με αυτόν για το κλείδωμα του τιμονιού να βρίσκεται σε διαφορετική θέση στο λαιμό της μοτοσυκλέτας, όλα θυμίζουν τα αμερικάνικα custom cruiser. Ο χρωματισμός του μοντέλου της δοκιμής μας ήταν το μαύρο, με ματ φινίρισμα στο ρεζερβουάρ και το φτερό και καφέ ενιαία σέλα. Η δεύτερη επιλογή στον οποίο διατίθεται ονομάζεται “Emerald Green” όπου τα ματ κομμάτια αντικαθίστανται από πράσινο χρώμα με το κάλυμμα της σέλας να είναι μαύρο.

3

Η ποιότητα κατασκευής βρίσκεται στο μέσο όρο της κατηγορίας τιμής του, χωρίς να εμφανίζει τριγμούς με την συναρμογή των πλαστικών, που περιορίζονται στα απολύτως απαραίτητα, αλλά και το φινίρισμά τους να κρίνεται ικανοποιητικό. Η ενιαία σέλα, έχει εξωτερικές ραφές για το κομμάτι του αναβάτη, οι οποίες δένουν όμορφα με την κλασσική εικόνα που αποπνέει το Renegade Sport 125. Αυτά που επηρεάζουν κάπως την ποιοτική εικόνα είναι τα αυτοκόλλητα που υπάρχουν στο μεταλλικό ρεζερβουάρ, τα οποία δεν έχουν δεχθεί επίστρωση με βερνίκι, λόγω της ματ επιφάνειάς του, και ήδη είχαν αρχίσει να εμφανίζουν τα σημάδια της τριβής με το παντελόνι, ξεκολλώντας λίγο στις άκρες. Παρ’ όλ’ αυτά, η ονομασία της εταιρείας στα καπάκια κάτω από τη σέλα και το όνομα του μοντέλου εκατέρωθεν του ρεζερβουάρ είναι ανάγλυφα, δείχνοντας ότι θα αντέξουν στο χρόνο, προσθέτοντας πόντους και στην αισθητική. Τέλος, οι διακόπτες είναι σκληροί στην χρήση τους, ενώ αυτοί της δυνατής και με μπάσο ήχο κόρνας και της μίζας, θυμίζουν έντονα τους διακόπτες των φλας της Harley-Davidson.

4

Επί του πρακτέου

Ανεβαίνοντας πάνω στο Renegade Sport 125, η θέση οδήγησης είναι αυτή ακριβώς που περιμένεις βλέποντάς το και τυπική για cruiser, τοποθετώντας σε μέσα στην μοτοσυκλέτα με μία ελαφριά κλίση του σώματος προς τα πίσω και τα πόδια να εκτείνονται μπροστά για να βρουν τα floorboards. Το τιμόνι έρχεται προς τα εσένα με τα χοντρά γκριπ να σου γεμίζουν το χέρι και να βοηθάνε στον έλεγχο της μοτοσυκλέτας. Η σέλα στα 730mm είναι εύκολα προσβάσιμη για όλα τα αναστήματα, με ολόκληρο το πέλμα και των δύο ποδιών να πατάει στο έδαφος, γεμίζοντας με σιγουριά τον αρχάριο και δίνοντας αυξημένο αίσθημα ελέγχου μέσα στην πυκνή κίνηση της πόλης.

Πατώντας την μίζα, η μακριά σε μήκος, χαμηλά τοποθετημένη και κομμένη φάλτσα εξάτμιση, βαμμένη μαύρη για να μην κάνει αντίθεση από την υπόλοιπη μοτοσυκλέτα, παράγει έναν χαμηλών τόνων ήχο, με τους μηχανικούς θορύβους να απουσιάζουν, θυμίζοντάς σου ότι πρόκειται για έναν μονοκύλινδρο κινητήρα 125 κυβικών και όχι για κάποιον θηριώδη V2. Κάπου εδώ να πούμε ότι είναι εύκολο να ακουμπήσεις στην εξάτμιση, λόγω της θέσης της αν δεν προσέξεις, όμως με τον κατάλληλο εξοπλισμό, δηλαδή μακρύ παντελόνι που καλύπτει το πόδι και όχι σορτσάκι, δεν θα σου δημιουργήσει κάποιο πρόβλημα. Η λειτουργία του είναι πολιτισμένη χωρίς μπερδέματα ή ενοχλητικούς κραδασμούς στο μεγαλύτερο εύρος των στροφών. Κάποιοι κραδασμοί εμφανίζονται ψηλά, λίγο πριν τον κόφτη, για τον οποίο το στρογγυλό όργανο δεν μας πληροφορεί για το πού επεμβαίνει, μιας και το στροφόμετρο απουσιάζει από τις ενδείξεις, οι οποίοι περνάνε κυρίως στους καθρέπτες, θολώνοντας το οπτικό πεδίο. Εμείς είδαμε την βελόνα του αναλογικού ταχύμετρου, στο στρογγυλό όργανο του πίνακα οργάνων να φτάνει λίγο πάνω από τα 110 χλμ/ώρα, όπου και επεμβαίνει ελαφρώς απότομα ο κόφτης.

5

Το κιβώτιο 5 σχέσεων είναι θετικό και οι ταχύτητες κουμπώνουν γλυκά, με μόνο δύο-τρεις φορές να έχει ανάψει η ένδειξη της νεκράς ενώ το κιβώτιο είχε μέσα δευτέρα ή πρώτη κατά την διαδικασία της επιβράδυνσης. Εδώ τώρα αντιμετωπίσαμε ένα πρόβλημα που δεν είχε να κάνει με την λειτουργία του λεβιέ ή του κιβωτίου αλλά με το ότι είναι λάθος εργονομικά τοποθετημένος ο πρώτος, ενώ θα ήταν καλύτερο να έχει ακολουθηθεί η διάταξη “heel and toe” που χρησιμοποιείται συνήθως σε μοτοσυκλέτες με floorboards και στα παπιά, που σημαίνει ότι πατάς με τα δάχτυλα για να ανεβάσεις και πατάς με την φτέρνα για να κατεβάσεις ταχύτητες, έχοντας δύο διαφορετικούς λεβιέδες. Χρειάζεται επίσης να αναφέρουμε, ότι το γρανάζωμα μεταξύ δευτέρας και τρίτης είναι ελαφρώς πιο μακρύ, κάτι που μπορεί να απαιτήσει ο αναβάτης να ρυθμίσει διαφορετικά τον ρυθμό του σε ανηφόρες με μεγάλη κλίση. Σε κάθε άλλη περίπτωση δεν αντιμετωπίζει κανένα πρόβλημα στο να μεταφέρει άνετα δύο επιβαίνοντες.

6

Εργονομικά θα μπορούσε να δεχθεί βελτίωσης και η τοποθέτηση του πεντάλ φρένου, το οποίο έρχεται αρκετά ψηλά και έχει κάπως απότομη κλίση, αναγκάζοντας το δεξί πόδι να κάνει μεγάλη κίνηση για να το πατήσει. Τα φρένα ωστόσο, λειτουργούν εξαιρετικά, σταματώντας τα 150,5 γεμάτα πραγματικά κιλά της μοτοσυκλέτας σε μικρή απόσταση, για τα δεδομένα της κατηγορίας, ανεξαρτήτως της ταχύτητας που έχει αναπτύξει, ενώ και το σύστημα συνδυασμένης πέδησης (CBS), που υποχρεωτικά έχει λόγω των Euro5 κανονισμών, κρίνεται εξαιρετικό καθώς πατώντας μόνο το πίσω φρένο η δύναμη που μεταφέρεται μπροστά είναι επαρκής, επιτρέποντας σε όποιον φοβάται να αξιοποιήσει την δύναμη του μπροστινού δίσκου των 280mm, να φρενάρει αποτελεσματικά. Ναι μεν λείπει η προοδευτικότητα και το δυνατό αρχικό δάγκωμα, όμως κάνουν την δουλειά τους χωρίς να υπολείπονται σε δύναμη. Στην μοτοσυκλέτα της δοκιμής μας υπήρχε ένας αμυδρός συριγμός κατά το φρενάρισμα. Σίγουρα ένα ζευγάρι επώνυμα ελαστικά, θα έχουν θετική συμβολή στην δύναμη της πέδησης, καθώς τα nylon ελαστικά πρώτης τοποθέτησης της YUANXING, τα οποία δοκιμάσαμε μόνο στο στεγνό, έχαναν μεγάλο κομμάτι της πρόσφυσης σε δρόμους με χαμηλό συντελεστή τριβής, ενώ αργούσαν και να ζεσταθούν.

7

Το πλαίσιο, είναι στιβαρό και δεν παρουσιάζει στρεβλώσεις ακόμα και σε πιο γρήγορο ρυθμό, ενώ το μπροστινό συμβατικό τηλεσκοπικό πιρούνι με τις φυσούνες να προστατεύουν από σκόνες τα καλάμια και τις τσιμούχες, κάνει ικανοποιητικά την δουλειά του, κρατώντας την γραμμή που έχεις επιλέξει μέσα στη στροφή, ενώ το μακρύ μεταξόνιο των 1410mm προσφέρει σταθερότητα, σε κάθε συνθήκη. Χάνοντας όμως ευελιξία, που σε συνδυασμό με τον μακριά από την υπόλοιπη μοτοσυκλέτα τοποθετημένο μπροστινό τροχό, κάνουν πιο αργή την αλλαγή κατεύθυνσης. Στον αντίποδα, όσον αφορά την λειτουργία τους, βρίσκονται τα δύο πίσω αμορτισέρ που ρυθμίζονται ως προς την προφόρτιση. Η μικρή διαδρομή τους, σε συνδυασμό με την αργή απόσβεση επαναφοράς και την γρήγορη απόσβεση συμπίεσης, κάνει τις ανωμαλίες να γίνονται πιο έντονα αισθητές ειδικά στον συνεπιβάτη, υπονομεύοντας έτσι την κατά τα άλλα ικανοποιητική άνεση που προσφέρει η σέλα και για τους δύο επιβαίνοντες , ενώ σε περίπτωση που κάποια ανωμαλία βρεθεί στο δρόμο σου όσο είσαι πλαγιασμένος μέσα στην στροφή, σε αναγκάζει να σηκώσεις την μοτοσυκλέτα για να μην αποσταθεροποιήσει το πίσω μέρος του Renegade Sport 125.

9

Ξεχωριστό και καθημερινό

Το ρεζερβουάρ των 13,5 λίτρων του Renegade Sport 125 σε συνδυασμό με την μέση κατανάλωση των 3,1 λίτρων για κάθε 100 χιλιόμετρα, σημαίνει ότι θα ξεπεράσεις τα 400 χιλιόμετρα μέχρι να χρειαστείς ανεφοδιασμό, ενώ το χαμηλό κέντρο βάρους και η εύκολα προσβάσιμη σέλα του κάνουν εύκολη την καθημερινή συμβίωση μαζί του μέσα στους μποτιλιαρισμένους δρόμους των πόλεων, με την πλάτη του συνεπιβάτη να συμβάλει τα μέγιστα όσον αφορά την άνεσή του, ενώ μπορεί και να αφαιρεθεί. Με το κόστος απόκτησης του Renegade Sport 125 να ανέρχεται στα 3.000€, στα χωράφια δηλαδή που πλέον κινούνται τα παπιά, αποτελεί μια εναλλακτική επιλογή καθώς σου προσφέρει την ενεργητική ασφάλεια και τη σταθερότητα μίας μοτοσυκλέτας, με ίδιο κόστος χρήσης, ενώ όσοι έζησαν τις εποχές τις δεκαετίας του ’90 και την μόδα των μικρού κυβισμού cruiser θα εκτιμήσουν ακόμη περισσότερο τον ιδιαίτερο χαρακτήρα μίας τέτοιας μοτοσυκλέτας.

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ                                                          

Αντιπρόσωπος:

ΤΕΟΡΕΝ ΜΟΤΟΡΣ Α.Ε.

Τιμή:

3.000€

 

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΣΚΙΤΣΟ

Μήκος (mm):

2095

Ύψος (mm):

1168

Μεταξόνιο (mm):

1410

Απόσταση από το έδαφος (mm):

143

Ύψος σέλας (mm):

730

Ίχνος (mm):

-

Γωνία κάστερ (˚):

-

Απόσταση σέλας - τιμονιού (mm):

770

Απόσταση σέλας - μαρσπιέ (mm):

800

Απόσταση μαρσπιέ - τιμονιού (mm):

920

Απόσταση πίσω σέλας - πίσω μαρσπιέ (mm):

550

 

ΜΕΤΡΗΣΗ ΒΑΡΟΥΣ

150,5kg

(χωρίς καύσιμο: 139,9kg )

Πίσω

55%

Εμπρός

45%

Σφάλμα στοιχείων κατασκευαστή:

3,79%

 

ΠΛΑΙΣΙΟ

Τύπος:

Ατσάλινο σωληνωτό

Πλάτος (mm):

890

Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):

- / 145

 

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Τύπος:

Τετράχρονος, αερόψυκτος, μονοκύλινδρος με 1ΕΕΚ

Διάμετρος επί διαδρομή (mm):

57,8 x 52,4

Χωρητικότητα (cc):

125

Σχέση συμπίεσης:

-

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

9,4/8,500

Ροπή (kg.m/rpm):

-

Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):

75,2

Τροφοδοσία:

Ηλεκτρονικός ψεκασμός

Σύστημα εξαγωγής:

1 σε 1

Σύστημα λίπανσης:

Υγρό κάρτερ

Σύστημα εκκίνησης:

Μίζα

 

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Συμπλέκτης:

Υγρός, πολύδισκος

Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:

Γρανάζια / -

Τελική μετάδοση / σχέση:

Αλυσίδα / -

 

ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ

 

Κενή

Γεμάτη

Θεωρητικά

 

15,42

Πραγματικά

14,88

16,01

 

 

 

ΕΜΠΡΟΣ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Συμβατικό τηλεσκοπικό πιρούνι

Διαδρομή/Διάμετρος (mm):

- / -

Ρυθμίσεις:

Καμία

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

17’’ χυτή με 7 μπράτσα

Ελαστικό:

110/80-17

ΦΡΕΝΟ

Μονός δίσκος, 280mm με CBS

 

ΠΙΣΩ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Δύο αμορτισέρ

Διαδρομή (mm):

- / -

Ρυθμίσεις:

Προφόρτιση ελατηρίων

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

15’’ χυτή με 7 μπράτσα

Ελαστικό:

130/90-15

ΦΡΕΝΟ

Μονός δίσκος, 240mm με CBS

ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

Στρογγυλό αναλογικό ταχύμετρο με ενσωματωμένη ψηφιακή LCD οθόνη με ενδείξεις για επιλεγμένη σχέση στο κιβώτιο, στάθμης καυσίμου, ολικό και δύο μερικούς χιλιομετρητές, ενδεικτικές λυχνίες για νεκρά, πίεση λαδιού και λειτουργίας κινητήρα, μονό και διπλό σταντ, LED πίσω φωτιστικό σώμα

 

ΔΥΝΑΜΟΜΕΤΡΗΣΗ

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

 

Ροπή (kg.m/rpm):

 

 

ΛΕΖΑΝΤΑ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΟΣ

 

 

ΓΡΑΦΗΜΑΤΑ

 

 

 

ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ

Μέση

3,1

Αυτονομία (km):

435,4

Αυτονομία ρεζέρβας (km):

-

Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):

13,5 / -