Δοκιμή ελαστικών: Pirelli Supercorsa SP, Supercorsa BSB, Metzeler M9 RR

Μία οικογένεια, τρία ελαστικά
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

1/3/2021

Στα πλαίσια του συγκριτικού τεστ των  streetfighter που κάναμε στο δρόμο και στην πίστα των Σερρών, δοκιμάσαμε τρεις διαφορετικούς τύπους supersport ελαστικών του ομίλου Pirelli/Metzeler. Πρόκειται για τα Pirelli Supercorsa SP, Pirelli Supercorsa BSB και Metzeler M9 RR, όπου το πρώτο το βάλαμε στο Ducati Streetfighter V4, το δεύτερο στο Kawasaki Z-H2 και το τρίτο στο KTM 1290 Superduke R.

Τα Pirelli Supercorsa SP τα έχουν ήδη επιλέξει η Ducati, η Kawasaki και η Honda, ως ελαστικά πρώτης τοποθέτησης στις κορυφαίες εκδόσεις των superbike μοτοσυκλετών τους, ενώ τα Metzeler M9RR τα έχει επιλέξει η BMW στο νέο S1000RR. Αυτό από μόνο του σημαίνει πως είναι ελαστικά υψηλών επιδόσεων με έγκριση τύπου για οδήγηση στο δρόμο, αλλά μπορούν να γράψουν και εξίσου καλούς χρόνους στην πίστα.

Φυσικά όπως συνηθίζουν τα εργοστάσια, ζητούν από τις εταιρείες ελαστικών να κάνουν κάποιες μικρές ή μεγάλες αλλαγές, ώστε τα ελαστικά να ταιριάζουν στις εξειδικευμένες απαιτήσεις των δικών τους μοντέλων. Για παράδειγμα η Honda απαίτησε από την Pirelli ισχυρότερο σκελετό για το πίσω ελαστικό του νέου CBR1000RR-R Fireblade, ενώ η Ducati ζήτησε το πίσω ελαστικό να έχει προφίλ 60% (200/60-17) ώστε η γεωμετρία του να είναι όμοια με των αγωνιστικών slick ελαστικών.

Τέτοιες διαφορές δημιουργούν κάποιες φορές πονοκέφαλο στους ιδιοκτήτες, διότι δεν βρίσκεις πάντα διαθέσιμους αυτούς τους εξειδικευμένους τύπους ελαστικών. Ευτυχώς τα σύγχρονα ηλεκτρονικά και η τεχνολογία αυτού του επιπέδου ελαστικών, σου αφήνουν το περιθώριο να επιλέξεις και τους παραπλήσιους τύπους, χωρίς να μεταβληθούν δραματικά τα χαρακτηριστικά της μοτοσυκλέτας σου.

Άλλωστε και τα ίδια τα εργοστάσια σου δίνουν περισσότερες από δύο επιλογές, όχι μόνο στον τύπο του ελαστικού, αλλά ακόμα και στη μάρκα. Για παράδειγμα η Yamaha έβαζε στην απλή έκδοση της R1 πίσω ελαστικό 195/50-17 ενώ στην έκδοση Μ έβαζε 200/55-17, χωρίς αλλαγές στο λογισμικό των ηλεκτρονικών, καθώς πλέον δεν παίρνουν δεδομένα από τους αισθητήρες του ABS αλλά από την IMU και τους αισθητήρες των πέντε ή έξι κατευθύνσεων που διαθέτουν.

Το ίδιο κάνει η Aprilia με τις απλές και Factory εκδόσεις των Tuono 1100 και RSV4 1000/1100, όπως επίσης η BMW και τα ιαπωνικά εργοστάσια βάζουν διαφορετικής μάρκας ελαστικά, ανάλογα την αγορά ή το εξάμηνο παραγωγής! Όχι μόνο αυτό, αλλά δεν αποτελεί έκπληξη που κάποιες επιλογές των εργοστασίων βασίζονται – δυστυχώς – μόνο σε οικονομικά κριτήρια και δεν είναι λίγες οι φορές που έχουμε δει κορυφαίας απόδοσης μοτοσυκλέτες να έχουν χαμηλότερων προδιαγραφών ελαστικά, σε σχέση με τις υπόλοιπες ικανότητές τους.

Όλα αυτά τα λέμε για να ξεκαθαρίσουμε εξαρχής, πως τα ελαστικά πρώτης τοποθέτησης της μοτοσυκλέτας μας δεν αποτελούν δέσμευση για την επιλογή των νέων που θα βάλουμε όταν χρειαστεί να τα αντικαταστήσουμε.

 

Φυσικά, όταν αλλάζεις μάρκα ή μοντέλο και πολύ περισσότερο διάσταση ελαστικών, θα υπάρξουν διαφορές στη συμπεριφορά της. Κάποιες θα είναι προς το καλύτερο και κάποιες προς το χειρότερο, αναλόγως ποιες είναι οι επιδιώξεις και οι επιθυμίες σου.

Το Ducati Streetfighter V4 παραδίδεται στους ιδιοκτήτες του με τα Pirelli Rosso Corsa. Πρόκειται για ένα premium μοντέλο της Pirelli με τρεις γόμμες για τις πέντε ζώνες που είναι χωρισμένο το πίσω ελαστικό. Το συγκεκριμένο ελαστικό το είχαμε δοκιμάσει εκτενώς όταν παρουσιάστηκε το 2018 πάνω στο Aprilia RSV4 Factory και η φιλοσοφία του είναι η μεγαλύτερη διάρκεια ζωής, διατηρώντας σε αρκετά μεγάλο βαθμό μέσα στην πίστα τα δυναμικά χαρακτηριστικά των Supercorsa. Ως εκ τούτου, αυτή η επιλογή της Ducati βασίζεται περισσότερο για χρήση στο δρόμο, όπου η μεγάλη διάρκεια ζωής είναι σημαντικός παράγοντας.

Σε αυτό το συγκριτικό, στο Streetfighter V4 βάλαμε τα Supercorsa SP. Πρόκειται για μια κλασική και δοκιμασμένη επιλογή των ιδιοκτητών superbike, η οποία στοχεύει σε όσους κάνουν track day, αλλά παράλληλα απολαμβάνουν την γρήγορη οδήγηση και στο δρόμο. Και αυτό το ελαστικό έχει τεχνολογία διαφορετικής σύνθεσης γόμας, όμως εδώ είναι δύο για το πίσω ελαστικό και όχι τρεις όπως στο Rosso Corsa. Η γόμμα στο κέντρο του ελαστικού έχει σχεδιαστεί για μειωμένη φθορά, ενώ η γόμα που βρίσκεται στο πλάι έχει σύνθεση που προσφέρει σταθερό και υψηλού επιπέδου κράτημα στην πίστα, χωρίς να παρουσιάζει συμπτώματα υπερθέρμανσής και απότομη πτώση της απόδοσής του.

Επίσης έχει διαφορετική γεωμετρία κορόνας και είναι ένα από τα ελαφρύτερα ελαστικά στην κατηγορία του. Όμως τί σημαίνουν όλα αυτά; Όσο η μοτοσυκλέτα είναι εντελώς όρθια δεν πρόκειται να αντιληφθείς κάποια διαφορά σε σχέση με τα Rosso Corsa, οδηγώντας την Streetfighter V4 στο δρόμο. Η γεωμετρία του πλαισίου, η κατανομή βάρους και η μελετημένη αεροδυναμική της ιταλικής μοτοσυκλέτας, την κρατούν “βιδωμένη” πάνω στην άσφαλτο, οπότε η πιο “τριγωνική” κορώνα του εμπρός Supercorsa SP δεν έχει επιπτώσεις στη σταθερότητα.

 

Προφανώς το πίσω δεν θα έχει την ίδια διάρκεια ζωής αν κάνεις πολλά χιλιόμετρα στην εθνική με υψηλές ταχύτητες, όμως θα αντέχουν πολύ περισσότερο από τα προηγούμενης γενιάς semi-slick ελαστικά με την ενιαία γόμα. Ειδικά σε αυτή τη μοτοσυκλέτα που δεν ξεπερνά τα 207 κιλά με γεμάτο το ρεζερβουάρ, η φθορά στο κέντρο ήταν ανεπαίσθητη, παρά τους 180 πραγματικούς ίππους που το μαστιγώνουν. Οι διαφορές αρχίζουν όταν πλαγιάσεις τη μοτοσυκλέτα, όπου γίνονται αρκετά πιο αισθητές οι σχεδιαστικές επιλογές της Pirelli. Το Supercorsa SP αφήνει τη μοτοσυκλέτα να πλαγιάσει πιο γρήγορα και το τιμόνι έχει πιο ελαφριά αίσθηση, λόγω της πιο γρήγορης γεωμετρίας της κορώνας και του μειωμένου γυροσκοπικού φαινομένου, καθώς είναι πολύ ελαφρύ ελαστικό. Από την άλλη μεριά όμως θέλει περισσότερη ώρα για να έρθει σε ιδανική θερμοκρασία λειτουργίας και δεν απορροφά τις ανωμαλίες τους δρόμου με την ίδια ηρεμία που το κάνει το Rosso Corsa στην χαμηλές ταχύτητες της πόλη και των σφικτών επαρχιακών δρόμων. Φυσικά στην πίστα, όπου η ποιότητα της ασφάλτου είναι πολύ καλύτερη και κυρίως πιο ομαλή, το Supercorsa SP έχει μόνο πλεονεκτήματα.

 

Πέρα από την ταχύτερη αλλαγή πορείας, η βασική διαφορά του Supercorsa SP στην πίστα είναι στο σταθερό επίπεδο του κρατήματος μετά των πέμπτο-έκτο γύρο. Σε αυτό το σημείο, τα ελαστικά δρόμου αρχίζουν και δείχνουν σημάδια υπερθέρμανσης, κάτι απόλυτα λογικό αφού έχουν σχεδιαστεί με προτεραιότητα την άμεση επίτευξη θερμοκρασίας λειτουργίας.

Αντιθέτως το Supercorsa SP δείχνει την αγωνιστική καταγωγή του και συμπεριφέρεται ως γνήσιο semi-slick ελαστικό, προφέροντας μεγάλη επιφάνεια επαφής με την άσφαλτο και σταθερά υψηλό κράτημα για πολλούς συνεχόμενους γύρους. Σε σχέση με το Rosso Corsa που είχαμε δοκιμάσει στο Aprilia RSV4 στην πίστα των Σερρών, το Supercorsa SP είχε αναμενόμενα περισσότερη φθορά στο τέλος της ημέρας και είναι το δίκαιο τίμημα που πρέπει να πληρώσεις όταν επιλέγεις ελαστικά της κατηγορίας των semi-slick.

Στα πλεονεκτήματα του Supercorsa SP θα πρέπει να βάλουμε και το γεγονός της μεγάλης γκάμας διαστάσεων που τα προσφέρει η Pirelli.

Το εμπρός ξεκινά από την διάσταση 110/70-17 και το πίσω από την 140/70-17 και φτάνει έως την 200/60-17, καλύπτοντας όλους τους κυβισμούς σπορ μοτοσυκλετών από τα 125 κυβικά με τους 15 ίππους έως και τα θηρία των 1100 κυβικών και τους 200+ ίππους στον πίσω τροχό. Γι' αυτό άλλωστε και το χρησιμοποιούν σε πολλών ειδών αγώνες ενιαίου τύπου στα εθνικά πρωταθλήματα της Ευρώπης, από τις κατηγορίες SS300 έως και Superstock 600/1000.

Ταυτόχρονα με το Supercorsa SP, στη διάθεσή μας είχαμε και το Supercorsa BSB… Μπερδευτήκατε με τα ονόματα; Και εμείς μπερδευτήκαμε δυο-τρεις φορές όταν αλλάζαμε τα ελαστικά στις μοτοσυκλέτες, διότι σε εμφάνιση δεν διαφέρουν από τα SP.

Ούτε όμως θα καταλάβεις διαφορά ανάμεσα στο SP και το BSB αν δεν πιέσεις οριακά μέσα στην πίστα τη μοτοσυκλέτα. Το όνομά του το πήρε από το εθνικό πρωτάθλημα superbike της Βρετανίας και η Pirelli το παρουσίασε το 2009 ως την έκδοση δρόμου του καθαρόαιμου αγωνιστικού slick. Σήμερα βρίσκεται τιμολογιακά κάτω από το Supercorsa SP και αποτελεί την πιο συμφέρουσα οικονομικά επιλογή για όποιον θέλει κράτημα και συμπεριφορά semi-slick ελαστικού, χωρίς να βάλει πολύ βαθιά το χέρι στην τσέπη.

Το συγκεκριμένο ελαστικό το βάλαμε στο Kawasaki Z-H2, που φοράει από το εργοστάσιο τα Pirelli Rosso III. Σε αυτή τη μοτοσυκλέτα η διαφορά μεταξύ του sport-touring Rosso III και του semi-slick Supercorsa BSB ήταν εμφανέστατη από την πρώτη στιγμή, όχι μόνο μέσα στην πίστα, αλλά και στο δρόμο. Η γυμνή μοτοσυκλέτα της Kawasaki έχει αρκετά μεγαλύτερο βάρος στα 240 κιλά και επίσης έχει πολύ γκάζι και ροπή. Ως αποτέλεσμα, στο δρόμο ζέσταινε πολύ πιο γρήγορα τα Supercorsa BSB, απ’ ότι το ελαφρύτερο Ducati Streetfighter τα Supercorsa SP και δεν υπήρχε ευδιάκριτος συμβιβασμός σε αυτόν τον τομέα σε σχέση με τα sport-touring ελαστικά. Από την άλλη μεριά, η τριγωνική κορόνα των BSB επηρεάζει άμεσα τη συμπεριφορά του Ζ-Η2 σε όλες τις ταχύτητες κάνοντας το τιμόνι πιο άμεσο στις αντιδράσεις του, αλλά ταυτόχρονα και πιο ευαίσθητο στις ανωμαλίες του δρόμου. Έτσι δεν λείπουν τα κουνήματα στο τιμόνι αν περάσεις με τέρμα ανοιχτό το γκάζι πάνω από ανωμαλίες.

Στην πίστα το Ζ-Η2 έχει μικρά περιθώρια κλίσης λόγω των μαλακών αναρτήσεων και της χαμηλά τοποθετημένης εξάτμισης και των μαρσπιέ. Οπότε το πλεονέκτημα του υψηλότερου κρατήματος υπό κλίση των BSB δεν σου χρησιμεύει σε κάτι.

Με άλλα λόγια, η επιλογή του Rosso III από την Kawasaki ως ελαστικό πρώτης τοποθέτησης στο Ζ-Η2 θα ικανοποιήσει ένα ευρύτερο κοινό και η τοποθέτηση ενός semi-slick όπως το Supercorsa BSB είναι για εκείνους που θέλουν να βελτιώσουν την ευελιξία της μοτοσυκλέτας, θυσιάζοντας την διάρκεια ζωής σε βάθος χρόνου.

Το τρίτο ζευγάρι ελαστικών της παρέας μας ήταν τα Μetzeler M9RR και είχαν εξίσου δύσκολο έργο, καθώς έπρεπε να αντιμετωπίσουν την κτηνώδη ροπή του αυστριακού V2 του KTM 1290 Superduke.

Πρόκειται για μία από τις πιο πρόσφατες αφίξεις στην κατηγορία των hypersport ελαστικών, με το BMW S1000RR να είναι η πρώτη μοτοσυκλέτα παραγωγής που το φόρεσε ως πρώτη τοποθέτηση από το εργοστάσιο. Μετά από αυτή δόκιμή των streetfighter μπορούμε να πούμε πως συμφωνούμε απόλυτα με την επιλογή της BMW, καθώς τα M9 RR σκοράρουν πολύ υψηλή βαθμολογία σε όλους τους τομείς χρήσης των μοντέρνων υπερ-μοτοσυκλετών, τόσο στο δρόμο όσο και στην πίστα. Η συνεργασία του με τα σύγχρονα ηλεκτρονικά βοηθήματα ήταν άψογη και παρά την τεράστια διαφορά στον τρόπο απόδοσης του V2 κινητήρα της KTM σε σχέση με τον τετρακύλινδρο της superbike της BMW, δεν προκαλούσε πρόωρη επέμβαση του traction control ή του cornering ABS.

 Ερχόταν αρκετά γρήγορα σε θερμοκρασία λειτουργίας στους ελληνικούς δρόμους και διατηρούσε σταθερή την απόδοσή του για μεγάλα χρονικά διαστήματα μέσα στην πίστα.

Η γεωμετρία της κορόνας του είναι μεν σπορ και κοντά στα semi-slick ελαστικά, αλλά δεν φτάνει στα άκρα. Οπότε ακόμα και στο 1290 Superduke R, που είναι από τις ελαφρύτερες και πιο ευέλικτες γυμνές μοτοσυκλέτες της αγοράς, διατήρησε το επίπεδο σταθερότητας και δεν εμφανίστηκαν ανεπιθύμητες αντιδράσεις. Με άλλα λόγια, πρόκειται για ένα ζευγάρι ελαστικών που σου επιτρέπει να εκμεταλλευτείς τις δυνατότητες μιας σύγχρονης, παντοδύναμης και γεμάτης ηλεκτρονικά streetfighter ή superbike, χωρίς να απαιτεί τους συμβιβασμούς ενός semi-slick ελαστικού στο δρόμο ή ενός sport-touring ελαστικού στην πίστα.

 Για την πλειοψηφία των ιδιοκτητών sport και supersport μοτοσυκλετών, τα M9 RR της Metzeler είναι μια άριστη επιλογή για να απολαύσουν τις δυνατότητες της μοτοσυκλέτας τους σε κάθε είδους άσφαλτο 365 μέρες το χρόνο. Οι διαθέσιμες διαστάσεις καλύπτουν όλο το φάσμα κυβισμών, από τα 125cc έως και τα 1300cc, οπότε αποτελούν πολύ καλή αναβάθμιση για τις μικρο-μεσαίες supersport που έχουν κατά κανόνα φτηνιάρικα ελαστικά από το εργοστάσιο και πολλές φορές σε λάθος διάσταση για το πλάτων της ζάντας!


 

Δοκιμή Malaguti Madison 125 - Ιταλική φινέτσα με πινελιές πρακτικότητας

Ο καθημερινός σύμμαχος για τις αστικές σας μετακινήσεις
motomag Δοκιμή Malaguti Madison 125 – Ιταλική φινέτσα με πινελιές πρακτικότητας
Από τον

Γιάννη Τσινάβο

19/3/2024

To Malaguti Madison 125 επιστρέφει κοντά μας μετά από μία αποχή κάποιων ετών, ακολουθώντας τα χνάρια άλλων μοντέλων της κατηγορίας Mini GT scooter, καταφέρνοντας ωστόσο να δημιουργήσει μια μοναδική και κομψή συνταγή.

Η ιταλική Malaguti η οποία ιδρύθηκε το 1930 στην Μπολόνια από τον Antonino Malaguti, χάρη στα επενδυτικά κεφάλαια του KSR Group επανέρχεται δυναμικά στο μοτοσυκλετιστικό προσκήνιο με το Madison 12,5 το οποίο καλείται με το καλημέρα να αντιμετωπίσει “μπαρουτοκαπνισμένους παίκτες” στην κατηγορία των Mini GT scooter.

Δοκιμή Malaguti Madison 125 – Ιταλική φινέτσα με πινελιές πρακτικότητας

Κάπου σε έχω ξαναδεί

Αντικρίζοντας το λευκό Madison 125 για πρώτη φορά κάτι μέσα σου λέει πως αυτή την εμφάνιση κάπου την έχεις ξαναδεί. Και όμως δεν πέφτεις έξω καθώς οι άνθρωποι που σχεδίασαν το νέο scooter της Malaguti αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν στοιχεία από δύο σημαντικούς παίκτες της κατηγορίας των Mini GT scooter, τα Honda PCX και Sym Jet X.

To Madison 125 ακολουθεί και αυτό την σχεδιαστική φιλοσοφία των μικρών GT scooter πόλης, έχοντας αιχμηρές γραμμές με αρκετές γωνίες. Το εμπρός μέρος χάρη στους δίδυμους προβολείς LED και τη φιμέ ζελατίνα μας θυμίζει λίγο τον Megatron από την ταινία Transformers, ενώ την επιθετική σπορτίφ εικόνα του νέου μοντέλου συμπληρώνει η ανασηκωμένη ουρά στο τελείωμα της οποίας υπάρχει ένα πολύ ιδιαίτερο LED φωτιστικό σώμα.

Δοκιμή Malaguti Madison 125 – Ιταλική φινέτσα με πινελιές πρακτικότητας

Οι κόκκινες ραφές οι οποίες υπάρχουν στη σέλα, οι χρυσές ζάντες και τα γκρι-μαύρα πλαστικά τα οποία κάνουν αντίθεση με το υπόλοιπο λευκό χρώμα του Madison 125 της δοκιμής μας, έρχονται να ολοκληρώσουν τη σύγχρονη εμφάνιση του νέου scooter της Malaguti.

Πίσω από τη φιμέ ζελατίνα ο αναβάτης έχει στη διάθεση του μία ευανάγνωστη ψηφιακή οθόνη LCD, η οποία έχει τις απαραίτητες ενδείξεις (ταχύτητα, χιλιομετρητή, ένδειξη καυσίμου, ώρα), ωστόσο τη σύγχρονη και ποιοτική εικόνα του scooter δεν ακολουθούν οι διακόπτες που υπάρχουν στο Madison 125. Σχεδόν όλοι τους είναι πρόχειρα σχεδιασμένοι και αυτό είναι κάτι που οι υπεύθυνοι σχεδιασμού της Malaguti θα πρέπει να το ξαναδούν γιατί δεν συνάδουν με την κατά τα άλλα πολύ καλή εικόνα του νέου μοντέλου.

Δοκιμή Malaguti Madison 125 – Ιταλική φινέτσα με πινελιές πρακτικότητας

Κάτω από το τιμόνι βρίσκεται ο κεντρικός διακόπτης, με τον αναβάτη να μην χρειάζεται να εισάγει κάποιο κλειδί καθώς αυτός είναι keyless, αυτοκινητιστικού τύπου. Η τάπα του ρεζερβουάρ των 9 λίτρων ανοίγει από τον κεντρικό διακόπτη όπως και η σέλα η οποία μπορεί να φιλοξενήσει ένα jet κράνος, κάποια αντικείμενα ή τσάντα πλάτης. Στα αριστερά και δεξιά του κεντρικού διακόπτη υπάρχουν δύο ντουλαπάκια για μικροαντικείμενα, με το αριστερό ντουλαπάκι να φιλοξενεί μία θύρα USB για φόρτιση ηλεκτρονικών συσκευών.

Δοκιμή Malaguti Madison 125 – Ιταλική φινέτσα με πινελιές πρακτικότητας

Εξοπλισμός που αποδίδει καρπούς

Στο κομμάτι των αναρτήσεων στο scooter της Malaguti συναντάμε τηλεσκοπικό πιρούνι μπροστά και ψαλίδι αλουμινίου πίσω, με δυο αμορτισέρ. Μπορεί όταν διαβάσεις για αυτά στο manual της εταιρείας να πεις... "εντάξει σιγά την πρωτοτυπία", στην πράξη όμως τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά.

Σε σχέση με άλλα scooter στα οποία συναντάμε αναρτήσεις με πολύ μαλακή ή απότομη αίσθηση στο Madison 125 έχουμε το αντίθετο. Μπορεί αρχικά κάποιος να παρατηρήσει πως οι αναρτήσεις έχουν σφικτή αίσθηση ωστόσο μετά από μερικά χιλιόμετρα θα καταλάβει πως κάτι τέτοιο δεν ισχύει καθώς το Mini GT scooter της Malaguti περνά δίχως προβλήματα από τις ανωμαλίες των ελληνικών δρόμων, ενώ θα χρειαστεί κάποια μεγάλη λακούβα για να διαταράξει την “αστική καλοπέραση” σου πάνω στην ευρύχωρη σέλα του Madison 125.

Δοκιμή Malaguti Madison 125 – Ιταλική φινέτσα με πινελιές πρακτικότητας

Τα ελαστικά 14 ιντσών πρώτης τοποθέτησης της CST με διαστάσεις 100/80 και 120/70 τα πάνε με την σειρά τους αρκετά καλά με την γλιστερή ελληνική άσφαλτο, ακόμη και όταν βρέχει, ενώ σημαντικός σύμμαχος στην καθημερινή αστική μετακίνηση είναι και το σύστημα πέδησης στο Madison 125. Το σύστημα των φρένων αποτελείται από μία διπίστονη δαγκάνα με δίσκο 250 χιλιοστών εμπρός, και πίσω έναν δίσκο 220 χιλιοστών, ενώ στον βασικό εξοπλισμό υπάρχει και το δικάναλο ABS. Στην πράξη τα φρένα έχουν την κατάλληλη δύναμη για να ακινητοποιήσουν το scooter χωρίς πρόβλημα ενώ και το ABS με τη σειρά του θα είναι εκεί για να σε βγάλει από την δύσκολη θέση ενός φρεναρίσματος πανικού σε ολισθηρό οδόστρωμα, όταν και αν χρειαστεί.

Δοκιμή Malaguti Madison 125 – Ιταλική φινέτσα με πινελιές πρακτικότητας

Σύμμαχος στον “αστικό πόλεμο”

Η θέση οδήγησης του Madison 125 είναι αυτή που συναντάμε στα scooter αυτής της κατηγορίας, με το τιμόνι να είναι τοποθετημένο χαμηλά και κοντά στον οδηγό. Το ψηλό πάτωμα φέρνει τα γόνατα κοντά στο τιμόνι, με τους πολύ ψηλούς αναβάτες να χρειάζονται να κάνουν κάποιες παραχωρήσεις.

Το χαμηλό ύψος της σέλας το οποίο βρίσκεται στα 755 χιλιοστά θα βολέψει ακόμη και τους πιο κοντούς αναβάτες, ενώ το βάρος το οποίο αγγίζει τα 147,5 κιλά δεν πρόκειται να δυσκολέψει κανέναν κατά την καθημερινή μετακίνηση. Στην ευρύχωρη με μπόλικο αφρώδες σέλα θα βολευτούν άνετα δύο επιβαίνοντες, με τον συνεπιβάτη να έχει στη διάθεση του δύο πρακτικές χειρολαβές.

Τις ημέρες που είχαμε στα χέρια μας το Madison 125 δεν συναντήσαμε κανένα απολύτως πρόβλημα στο μποτιλιάρισμα της Αττικής, με το scooter της Malaguti να περνά χωρίς κανένα πρόβλημα ανάμεσα στα αυτοκίνητα χωρίς να μας απασχολεί σε καμία των περιπτώσεων το ύψος των καθρεπτών. Η ευκινησία, μαζί με την εξαιρετική σταθερότητα σε όλες τις συνθήκες κάνει το Madison 125 παιχνίδι ενώ το τιμόνι κόβει όσο χρειάζεται, και αυτό είναι κάτι που το εκτιμήσαμε ιδιαιτέρως όταν χρειάστηκε να κάνουμε “σλάλομ” ανάμεσα στα εκατοντάδες αυτοκίνητα τις ημέρες των μεγάλων απεργιών.

Δοκιμή Malaguti Madison 125 – Ιταλική φινέτσα με πινελιές πρακτικότητας

Ο τετράχρονος, τετραβάλβιδος, υγρόψυκτος μονοκύλινδρος EURO 5 κινητήρας, αν και 124,8 κυβικά σου δίνει την εντύπωση πως είναι πιο δυνατός, με το Madison 125 να έχει ισχύ 12,5 ίππους στις 8.250 σ.α.λ. και ροπή 1,12 κιλά στις 6.500 σ.α.λ. Η καλή απόκριση στο γκάζι χάρη στο ηλεκτρονικό σύστημα ψεκασμού της Bosch και η γεμάτη καμπύλη απόδοσης χαρίζουν ικανοποιητικές επιταχύνσεις μέσα στην πόλη, ενώ εσύ καταφέρνεις να αφήσεις πίσω σου χωρίς πρόβλημα τα τετράτροχα οχήματα τα οποία σε “πολιορκούν” σε κάθε φανάρι. To Madison 125 επιταχύνει γραμμικά μέχρι τα 90 χλμ./ώρα ωστόσο θα χρειαστεί κάποια υπομονή για να δείτε περισσότερα από 105 χλμ./ώρα στην ψηφιακή LCD οθόνη.

Για να είμαστε ειλικρινείς, σε αυτήν την κατηγορία δεν νομίζουμε πως η τελική ταχύτητα είναι το ζητούμενο αλλά πρωτίστως η πρακτικότητα, και το Madison 125 τα καταφέρνει περίφημα εκεί. Η φιμέ ζελατίνα η οποία υπάρχει στο scooter της Malaguti αρχικά μπορεί να μην γεμίζει το μάτι ωστόσο διώχνει τον αέρα από το σώμα του αναβάτη και αυτό είναι πολύ σημαντικό κατά την καθημερινή μετακίνηση. Ακόμη ένας σημαντικός παράγοντας για όσους επιλέγουν scooter της συγκεκριμένης κατηγορίας είναι και η κατανάλωση. Το Madison 125 τα πάει περίφημα και σε αυτόν τον τομέα, καθώς στα χέρια μας και με ζωηρή οδήγηση η κατανάλωση κυμάνθηκε στα 2,5 λίτρα ανά 100 χιλιόμετρα.

Δοκιμή Malaguti Madison 125 – Ιταλική φινέτσα με πινελιές πρακτικότητας

Στιλάτος, γυμνασμένος και φιλικός σύντροφος

Με κόστος στα 2.895 ευρώ, το Malaguti Madison 125 το οποίο διατίθεται σε τρία χρώματα (λευκό, μαύρο, πράσινο), είναι ένα Mini GT scooter που συνδυάζει άνεση, ευελιξία, ποιότητα και στιλ σε προσιτή τιμή, αποτελώντας ταυτόχρονα μία αξιόλογη λύση για τον αναβάτη που ψάχνει έναν σύμμαχο στο δύσκολο πρόβλημα της καθημερινής μετακίνησης εντός πόλης.

Ετικέτες