Δοκιμή BMW R1250GS Adventure: Γερμανικός οδοστρωτήρας

Αναθεώρηση της απόστασης
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

5/1/2022

Η BMW R1250GS Adventure ανήκει ξεκάθαρα σε εκείνη την κατηγορία μοτοσυκλετών που είτε θα την λατρεύεις, είτε την μισείς. Σίγουρα δεν είναι αδιάφορη και σίγουρα δεν περνά απαρατήρητη! Το ερώτημα βέβαια είναι να μάθουμε γιατί κάποιοι την λατρεύουν τόσο πολύ και γιατί κάποιοι την μισούν… επίσης τόσο πολύ! Τις απαντήσεις που έχουν προκαλέσει αυτόν το διχασμό θα βρείτε στη δοκιμή του ΜΟΤΟ, όπως δημοσιεύτηκε στο τεύχος 592:

 

Κάτι τέτοιες μοτοσυκλέτες σε κάνουν να αναθεωρείς τη σχετικότητα της απόστασης και κατά πόσο τελικά τα εκατοστά, τα μέτρα και τα χιλιόμετρα είναι μονάδες άμεσα συγκρίσιμες για όλους, όταν δεν έχουν όλοι τις ίδιες εικόνες. Το νέο πληθωρικό Adventure προσθέτει μερικά κυβικά και γκάζια στον κινητήρα του και είναι έτοιμο να σε κάνει να καταλάβεις ότι οι αποστάσεις είναι σχετικές…

 

Η απόσταση με απλά λόγια ορίζεται ανάμεσα σε δύο σταθερά σημεία και μετριέται ανά τον κόσμο σε διάφορα μετρικά συστήματα. Στο νέο GS τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά. Οι αποστάσεις μικραίνουν, συμπιέζονται και τα χιλιόμετρα ή τα μίλια μοιάζουν πιο λίγα από ποτέ. Είχα δοκιμάσει και στο παρελθόν τα προηγούμενα GS Adventure και ήξερα ακριβώς τι με περιμένει. Ψηλό, ακόμα και στην χαμηλή ρύθμιση της σέλας (ούτε να το σκεφτείς να την βάλεις στην δεύτερη σκάλα αν δεν είσαι 1,85+). Τεράστιο σε όψη και μετωπική επιφάνεια, πελώριο σε διαστάσεις και ικανό με χώρους φόρτωσης να μετακομίσει μικρή γκαρσονιέρα... Δεν είδα τίποτα διαφορετικό στην πρώτη ματιά όταν ο υπάλληλος της αντιπροσωπείας ερχόταν καβάλα πάνω της να μου την παραδώσει. Βασικά ίσα που τον είδα πίσω από τη μοτοσυκλέτα και την πελώρια τζαμαρία! Σίγουρα ίσα που έβλεπαν κι εμένα οι μποτιλιαρισμένοι οδηγοί στην εθνική οδό όταν πήρα το δρόμο της επιστροφής, νομίζοντας ότι πάει μόνη της.

Όμως παρόλο που είναι… "πολυκατοικία", παρά τον όγκο της, παραμένει ένα παιχνιδάκι. Η πρώτη έκπληξη έρχεται όταν πας να την σηκώσεις από το σταντ για να την μετακινήσεις και νιώθεις τα κιλά της άριστα ζυγισμένα και κατανεμημένα, ενώ η δεύτερη και πιο ουσιαστική είναι όταν βάλεις τα πόδια σου πάνω στα φαρδιά μαρσπιέ και οι ρόδες αρχίσουν να τσουλάνε. Τα πάντα εκεί που τα θες, όπως τα θες, με τα γόνατα να σχηματίζουν μικρή περιεχόμενη γωνία σε σχέση με το ρεζερβουάρ και τα χέρια να πιάνουν σε σωστές γωνίες το ποιοτικό τιμόνι. Όσο οι ρόδες γυρνάνε νιώθεις να το 'χεις για πλάκα. Το βάρος είναι πολύ καλά μοιρασμένο, ενώ ο όγκος του τελικά δεν είναι τόσο πελώριος όσο τον έβλεπες απ' έξω.

Εδώ και ώρα κάνω διήθηση στα μποτιλιαρισμένα αυτοκίνητα της εθνικής και… οκ, τελικά δεν πρόκειται για κανένα κατόρθωμα. Το τιμόνι είναι όσο ψηλά χρειάζεται για να περνάει πάνω και από τις ταράτσες των κτηρίων και γενικά τα πάντα είναι υπό έλεγχο. Πάω ντουγρού στις ζυγαριές αλήθειας του ΜΟΤΟ και το νούμερο 282, με γεμάτο το ρεζερβουάρ των 30 λίτρων, είναι ένας αριθμός να σε κάνει να αναθεωρήσεις τους στόχους σου με αυτή τη μοτοσυκλέτα... Ονειρευόσουν βουνά λαγκάδια, έρημο και κατσάβραχα, σκέφτεσαι το 282 και λές: ”άααασε καλύτερα” Όμως καβάλησέ το πριν βγάλεις τα συμπεράσματά σου και θα δεις ότι το 1250 είναι μεν θεριό, αλλά ένα θεριό που κάνει χατίρια σε όλους!

Αυτό είναι γκάζαρος

Είχα μεγαλεπήβολα σχέδια με το νέο Adventure. Κατέβηκα στα Χανιά με σκοπό να πάρω σβάρνα τα βουνιά και τις πλαγιές, αλλά ό χειμώνας είχε άλλη άποψη και όταν στη δυτική Κρήτη βρέχει, βρέχει του διαόλου. Βγαίνοντας ξημερώματα από το βαπόρι με υποδέχθηκε μια μπόρα διαρκείας 2-3 ημερών. Στο δρόμο για το σπίτι κούμπωσα μπουφάν, καβάτζαρα πράγματα να μη βραχούν, ενώ δε παρέλειψα να σετάρω αναρτήσεις και mode σε “βρόχινες” συνθήκες. Σφιγμένος στην αρχή μη φάω κάνα μπίστο, αντιλήφθηκα γρήγορα ότι το “πράμα” δε χαμπάριασε τίποτα από τα νερά που υπήρχαν στο οδόστρωμα. Σχεδόν καθόλου γλιστρήματα, φρένα με άμεση απόκριση και χωρίς το “δάγκωμα” που σου ξεπάτωνε τα σφραγίσματα στο προηγούμενο μοντέλο (νέες δαγκάνες της αμερικάνικης Hayes εμπρός και μόνο πίσω Brembo) φτάνω σπίτι “αέρα” και στεγνός. Στεγνά παπούτσια, μπουφάν παντελόνι. Μόνο το κράνος είχε νερά κι αυτό λόγο της ζελατίνας που την είχα στην χαμηλή θέση γιατί είναι φιμέ και δεν βλέπεις την τύφλα σου μέρα-νύχτα αν χρειαστεί να κοιτάξεις μέσα από αυτή.

Με τις μετεωρολογικές προβλέψεις να δίνουν παύση των φαινομένων αρχές Απριλίου, δεν μπορούσα να κάτσω με τα χέρια σταυρωμένα. Την άλλη μέρα κιόλας καβάλα στο 1250 πήρα τους δρόμους υπό βροχή, δίχως μάλιστα να φορέσω αδιάβροχα. Όσο αυξάνεται η ταχύτητα σου τόσο το νερό φεύγει μακριά και αν οι διαστάσεις σας είναι λίγο μεγαλύτερες από τις δικές μου (λίγο ψηλότερος από νάνο) τότε φτάνεις παντού στεγνός! Ευτυχώς παίρνοντας το δρόμο για Ομαλό, η βρόχα έκοψε και ο δρόμος ήταν σχεδόν στεγνός. Κατάλληλη ώρα λοιπόν να παίξουμε με τα ηλεκτρονικά, σετάροντας αναρτήσεις και καταστάσεις λειτουργίας στον κινητήρα. Έχοντας βάλει την προφόρτιση στο low για να πατάω κάτω, έβαλα το mode του κινητήρα στο road και ανηφόρησα προς τα βουνά.

Η πιο σημαντική διαφορά, αλλά και αυτό που μου έκανε πραγματική εντύπωση σε σχέση με το παρελθόν, είναι η ελαστικότητα του κινητήρα και η γραμμικότητα που έχει. Φτάνεις σε κλειστή φουρκέτα, αφήνεις μια δευτέρα στο κιβώτιο για να γράψεις την στροφή και στην έξοδο η απόκριση είναι άμεση χωρίς βηξίματα και σκορτσαρίσματα. Ο νέος κινητήρας με shiftcam τεχνολογία μεταβλητού χρονισμού και βυθίσματος βαλβίδων, είναι ουσιαστικά και η μεγαλύτερη αλλαγή που δέχθηκε το νέο Adventure. Έχει 7% μεγαλύτερη χωρητικότητα και δηλώνει 14% περισσότερη ροπή και 9% μεγαλύτερη ιπποδύναμη. Αυτά βέβαια είναι απλοί αριθμοί που στη πραγματική ζωή δεν δημιουργούν διαφορά σε μεγέθη κι αλλού βρίσκονται οι αντιθέσεις με τον προκάτοχό του. Το κιβώτιο ταχυτήτων έγινε πιο μαλακό και λιγότερο θορυβώδες, ενώ μειώθηκε και ο θόρυβος του κινητήρα παρά τα λεπτότερα καπάκια που χρησιμοποιήθηκαν προς διατήρηση του βάρους στα ίδια επίπεδα. Το πιο σημαντικό όμως είναι το “γέμισμα” της ισχύος σε όλο το φάσμα των στροφών, κάτι που οφείλεται στο μεταβλητό χρονισμό των βαλβίδων. Μη πάει το μυαλό σας σε συστήματα v-tech με σκαλοπάτια απόδοσης και τέτοια. Στο 1250 δε καταλαβαίνεις τίποτα, εκτός από μια συνεχή ροή απόδοσης και μια γραμμικότητα που εντυπωσιάζει. Η διαφορά στα γκάζια είναι αισθητή πάντως. Σουζάρει για πλάκα ακούσια με τις πρώτες τρεις σχέσεις και γενικά ο αριθμός 200 θα έρθει εντυπωσιακά γρήγορα στο όμορφο ψηφιακό ταχύμετρο. Επίσης, το νέο 1250 έχει λιγότερους κραδασμούς και πιο ποιοτική λειτουργία χωρίς την τραχιά λειτουργία που είχε το 1200.

Αναρτήσεις ποίημα

Παραδόξως όσο ανεβαίνω ψηλά, ο ήλιος λάμπει και η αδρεναλίνη έχει αρχίσει να υπερπληρώνει τον κάθε αδένα μου… Ο δρόμος στεγνός και άδειος, η άσφαλτος σχετικά κρύα με ανοιχτές καμπές και αρχίζω να μοιράζω τρόμο σε όποιον με βλέπει να στρίβω με το θηρίο ξαπλωμένος σε κάθε στροφή. Ζω πραγματικές στιγμές ευτυχίας και η ικανοποίηση που παίρνω οδηγώντας είναι αντίστοιχη με τον όγκο και τα κιλά της μοτοσυκλέτας, έχοντας για soundtrack τον μπάσο ήχο του boxer που ξεροβήχει σε κάθε δυνατό κατέβασμα σχέσης πριν από κάθε στροφή. Στρίβεις με φοβερή ακρίβεια και αλλάζεις χωρίς φόβο τη γραμμή σου μέσα στη στροφή, έχοντας απόλυτη εμπιστοσύνη και σταθερότητα για το τι θα κάνει και πώς θα το κάνει. Κάπου εκεί θα θυμηθώ και τις ημι-ενεργητικές αναρτήσεις και κάνω στάση για να μπω σε πιο sport mode. Πριν αυξήσω την προφόρτιση αλλάζω σε Dynamic και πραγματικά η διαφορά είναι εντυπωσιακή. Πλέον στα δυνατά φρένα και στις επιταχύνσεις στην έξοδο της στροφής η γεωμετρία αλλάζει ελάχιστα, με τις αποσβέσεις να έχουν σκληρύνει ακριβώς όσο ήθελα, ώστε από την μια να μην πλέει η μοτοσυκλέτα και από την άλλη να μην είναι κούτσουρο για τα δεδομένα των δημόσιων δρόμων. Για να μην νομίζω ότι είναι η ιδέα μου, πειραματίστηκα πολύ με τις αναρτήσεις και τα mode και εντυπωσιάστηκα με το πόσο καλή δουλειά κάνουν και είναι και αυτό που χαρακτηρίζει την μοτοσυκλέτα, ήδη από την περσινή προσθήκη των νέων –τότε- αναρτήσεων.

Από τη μια ο νέος κινητήρας που έχει φτάσει στο απόγειο της εξέλιξής του και από την άλλη οι μαγικές αναρτήσεις που διαβάζουν και βοηθούν στο να βρίσκουν άριστη πρόσφυση οι τροχοί και στις πιο δύσκολες συνθήκες, ενώ ταυτόχρονα η αίσθηση που σου μεταφέρουν είναι μοναδική. Σίγουρα το Telelever δεν μπορεί να συγκριθεί με ένα συμβατικό στην πληροφορία που μεταδίδει, αλλά δεν χρειάζεται κιόλας σε αυτή την κατηγορία, ιδιαίτερα όταν νιώθεις μια φοβερή αίσθηση σιγουριάς και ασφάλειας που πραγματικά δεν πρόκειται να βρεις σε κανονικές συνθήκες το όριο που θα σε πετάξει κάτω. Προτίμησα να μην το ψάξω ακόμη περισσότερο...

Στην κορυφαία αίσθηση ασφάλειας βοηθούν και τα φρένα. Οι νέες δαγκάνες εμπρός έχουν “απαλύνει” ελαφρά το τρομακτικό αρχικό δάγκωμα που είχε στο παρελθόν, το οποίο σου χάλαγε τη ροή, χωρίς όμως σε καμία περίπτωση να νιώθεις πως το νέο GS δεν φρενάρει. Τώρα το φρενάρισμα είναι πιο γραμμικό και διαχειρίσιμο χωρίς να φέρνει στα όριά του το άριστο ABS, του οποίου η παρουσία παραμένει απλά διακριτική. Αξίζει να πούμε πως σε αυτές τις ημέρες τα ελαστικά πρώτης τοποθέτησης της Bridgestone (Battlax Adventure) προσέφεραν υποδειγματική πρόσφυση για τα δεδομένα δρόμου και ειδικά στις μεταβαλλόμενες συνθήκες ποιότητας ασφάλτου. Ακόμη και στο χώμα είναι πολύ καλά για την κατηγορία τους και δεν πρόκειται ποτέ να αντιδράσουν απότομα, ενώ το δυνατό τους σημείο είναι το βρεγμένο οδόστρωμα.

Ζήτημα το 10%

Φτάνοντας στην Ανώπολη, στην νότια Κρήτη, ήρθε και η ώρα να πάρω τα βουνά. Υπάρχει ένας υπέροχος χωματόδρομος που σε οδηγεί τόσο “μέσα” και τόσο ψηλά στα βουνά, που νομίζεις ότι μπαίνεις σε άλλη διάσταση, ένα μέρος που είχαμε επισκεφτεί με τα παπιά το 2014, σε εκείνο το Adventure συγκριτικό που άφησε εποχή... Βέβαια τώρα τα πάντα καλύπτονται από μπόλικο χιόνι και δεν ξέρω μέχρι πού θα μου επιτρέψουν οι καταστάσεις να ανέβω. Η βόσκηση του μέρους κάνει τον δρόμο πολυσύχναστο και παρά την κακοκαιρία παραμένει σε αρκετά καλή κατάσταση. Ευτυχώς δηλαδή γιατί με το Enduro Pro επιλεγμένο, με έχει πιάσει λύσσα και τρέχω Dakar μόνος μου, μονάχα που τώρα εδώ σε περίπτωση που κάτι δεν πάει καλά, κανένα ελικόπτερο δεν θα έρθει να σε ψάξει. Το 1250 πλανάρει πάνω στις πέτρες σαν να κάνει το πιο φυσιολογικό πράγμα του κόσμου και η απόλαυση που λαμβάνεις είναι σχεδόν εθιστική. Ο ήχος του boxer διαπερνά κάθε ακουστική ίνα κι όσο ορμάς, τόσο το μεγάλο BMW σου δίνει το ΟΚ να πας ακόμη πιο γρήγορα. Ακούγονται κάτι πέτρες που χτυπάνε στην ποδιά και στο σταντ αλλά τίποτα δεν δημιουργεί ανησυχία. Και πάλι αυτό που μονοπωλεί και εντυπωσιάζει είναι η λειτουργία των αναρτήσεων που καταπίνουν τα πάντα και δεν διαταράσσουν καθόλου την πορεία της μοτοσυκλέτας. Πρέπει να είσαι πολύ άτσαλος για να τις κάνεις να τερματίσουν και ο ρυθμός που μπορείς να αναπτύξεις στο χώμα, ακόμα και με τα ελαστικά πρώτης τοποθέτησης, είναι τρελός! Και είναι τρελός, γιατί έχοντας ως δεδομένα το βάρος και τον όγκο δεν πιστεύεις ότι αυτό το “πράγμα” μπορεί να πάει έτσι! Στο Enduro Pro σε αφήνει να μπλοκάρεις τον πίσω τροχό, διατηρώντας όμως το άριστο ABS μπροστά, που στο χώμα ειδικά σώζει ζωές.

Φτάνοντας στο τέρμα του δρόμου που ορίστηκε από το απάτητο χιόνι πολύ νωρίτερα από την κορυφή, σήμανε η ώρα της αναστροφής, μια ώρα δύσκολη. Μπορεί το 1250 να ίπταται σε χώμα και πέτρες, όμως όταν σταματήσεις για να γυρίσεις τα 282 κιλά του, τότε εκείνα δεν συνεχίζουν να παίζουν κρυφτό και είναι έτοιμα να σου πλακώσουν με τον όγκο τους κάθε πιθανό άκρο του σώματός σου! Παρόλα αυτά βέβαια, τα πάντα είναι τόσο καλά προστατευμένα στην έκδοση exclusive, που το μόνο θέμα είναι πως θα το σηκώσεις από κάτω αν σου πέσει. Είπαμε όμως: Άσε καλύτερα… Ευτυχώς το τιμόνι κόβει πολύ από άκρη σε άκρη και με τη σέλα στη χαμηλή ρύθμιση το καταφέρνεις. Δεν πρέπει βέβαια ποτέ να προσπαθήσεις για αναστροφή βάζοντας το μπροστινό τροχό σε κατηφόρα, γιατί είναι αδιανόητο να πας την μοτοσυκλέτα πίσω χωρίς να ξεκαβαλήσεις. Τουλάχιστον όχι στις δικές μου διαστάσεις. Πάντως εδώ αξίζει ένα μπράβο για την BMW. Είμαι σίγουρος ότι το 90% των αγοραστών αυτής της μοτοσυκλέτας ούτε που θα τους περάσει από το μυαλό να μπουν σε χώμα κι αν μπουν για να διασχίσουν κάποιο κομμάτι, τότε θα το κάνουν διεκπεραιωτικά και όχι για διασκέδαση. Όμως το 1250 μπορεί να είναι πύραυλος στο χώμα και έχει δυνατότητες που συναντάς σε λίγες on off! Καταπληκτικό ζύγισμα, άριστες αναρτήσεις και φρένα και όσο είσαι στη σέλα της, τόσο σε τρώει να κάνεις παράτολμα πράγματα.. Ακόμα και ένα πιθανό ποσοστό χωμάτινων ιδιοκτητών, που κάπως αισιόδοξα θα το τοποθετήσουμε στο 10%, οι Γερμανοί τους αντιμετωπίζουν αληθινά και τίμια και το λογότυπο Adventure δίκαια αναγράφεται στα πλαστικά αυτού του GS!

Τα κάνει όλα αυτό           

Την ίδια ημέρα από τα χιόνια στα 1600μ κατέβηκα στην ακτή έχοντας μια πληρότητα και μια ικανοποίηση από την οδήγηση. Αυτός, γενικά, είναι και ο βασικότερος λόγος να αγοράσεις μια μοτοσυκλέτα! Αν δεν σε “φτιάχνει” στη κάθε σου βόλτα τότε άστο, βάλε τα πράγματά σου σε ένα κουτί με τέσσερις ρόδες να ταξιδέψεις και πιο άνετος. Το 1250 απευθύνεται σε μοτοσυκλετιστές ή μάλλον σε εραστές των δύο τροχών που θέλουν να κάνουν τα πάντα καβάλα, παίρνοντας ικανοποίηση οδηγώντας και όχι απλά φτάνοντας στεγνοί και ξεκούραστοι. Το νέο 1250 κάνει τα πάντα ή, ακόμη καλύτερα, εσύ μπορείς να κάνεις τα πάντα στη σέλα του. Πρώτα από όλα είναι φτιαγμένο για να ταξιδεύει. Μεγάλη μετωπική επιφάνεια με άριστη κάλυψη και την ζελατίνα να ανεβοκατεβαίνει πανεύκολα εν κινήσει, αλλά και μικροί “ανεμοφράκτες” επιπλέον που εμποδίζουν τον ενοχλητικό αέρα, ο οποίος ταξιδεύοντας για ώρες καταντάει κουραστικός, όσο εκπαιδευμένος κι αν είσαι. Δεν μιλάμε φυσικά ούτε για 50 ούτε για 100 χιλιόμετρα, αποστάσεις δηλαδή που δεν θα ενοχληθείς καν, όταν όμως ταξιδεύεις δυο τρεις εβδομάδες με περισσότερα από 500 χιλιόμετρα την ημέρα, τότε φαίνεται η διαφορά.

Και το 1250 τρέχει. Ταξιδεύεις με το μοτέρ να γουργουρίζει στις 5.000 στροφές έχοντας 145 χιλιόμετρα, ενώ με μια γκαζιά τα 200+ έρχονται πανεύκολα, με την κοντή έκτη βέβαια να μην σε προδιαθέτει να το πηγαίνεις συνέχεια 170-180. Λογικό το βρίσκω, δεν μπορεί μια on off μοτοσυκλέτα να είναι παντού άριστη, όπως επίσης δεν παίρνεις on off για να ταξιδεύεις στην άσφαλτο με 180+. Θα μου πείτε εδώ ότι το ΚΤΜ 1290 Adventure μπορεί κι εγώ θα συμπληρώσω "με το παραπάνω", αλλά μην ξεχνάμε πως ο κάθε κατασκευαστής βάζει και τις προτεραιότητες του και η BMW προτιμά πιο “χαλαρή” αντιμετώπιση στο κομμάτι γκάζι και ταξίδι. Το τεράστιο ρεζερβουάρ των 30 λίτρων σε κάνει να ξεγνοιάζεις από σκοτούρες ανεφοδιασμού και ειδικά στο ταξίδι με ρυθμούς τουριστικούς, η κατανάλωση δεν ξεπερνά τα 6lt/100km, έχοντας έτσι μια αυτονομία που πλησιάζει τα 450 χιλιόμετρα. Όταν όμως πας 180+ τα 9-10lt/100km της κατανάλωσης θα ρίξουν σημαντικά την αυτονομία, θυμίζοντας ότι δεν μπορείς να τα έχεις όλα σε αυτή τη ζωή. Χώροι τεράστιοι να δέσεις όσα “μπαγάζια” θες, αλλά και φοβερή άνεση από τη σέλα αναβάτη και συνεπιβάτη.

Ξεκάθαρα λοιπόν έχουμε μια άριστη τουριστική μοτοσυκλέτα δρόμου που μπορεί δικάβαλη να διασχίζει χώρες άνετα και απολαυστικά, αλλά όταν έρθει η ώρα δεν θα πει όχι και σε “βρωμοδουλειές”. Ναι μεν ταξιδευτής αλλά ταυτόχρονα και εξερευνητής και γιατί όχι παιχνίδι στα χώματα. Προσοχή! Δεν έγραψα enduro σε μονοπάτια και δύσκολα περάσματα! Αλλά με το 1250 αν είσαι χωματερός αναβάτης μπορείς να κάνεις εκδρομές στα βουνά σε χωματόδρομους, έχοντας μια μοτοσυκλέτα που δεν θα πει όχι πουθενά και με τον εξοπλισμό που διαθέτει (ABS, traction control) θα νιώσεις ασφαλής και άνετος. Η προστασία με την τεράστια ποδιά και όλα τα κάγκελα γύρω-γύρω αποτρέπει την συμφορά σε περίπτωση πτώσης, τονίζοντας ακόμα περισσότερα τον περιπετειώδη χαρακτήρα του και πως ναι, υπάρχει και αυτή η πλευρά του. Το νέο Adventure κυκλοφορεί φυσικά καθημερινά πρώτον γιατί μπορεί, αφού όγκος και βάρος μπορούν να γίνουν μια συνήθεια και δεύτερον γιατί θες να κυκλοφορείς καθημερινά με τη μοτοσυκλέτα που γουστάρεις! Μόνο κάτι ξενέρωτοι Άγγλοι και Γερμανοί βγάζουν τις μοτοσυκλέτες τους για βόλτα την Κυριακή και δε βρίσκω κανένα λόγο στην Ελλάδα να μην καβαλάς καθημερινά τη μοτοσυκλέτα που έχεις και αγαπάς! Βεβαία δεν είπα ότι είναι εύκολο, τουλάχιστον όχι για όλους. Πρέπει να έχεις το μπόι σου και τουλάχιστον ένα – δύο γυμνασμένους μύες για τυχόν μανούβρες!

Γιατί GS Adventure;

Το αν σου αρέσει είναι καθαρά θέμα υποκειμενικό και δεν μπορώ να ανοίξω κουβέντα περί εμφάνισης. Μπορώ όμως να γράψω ότι η ποιότητα κατασκευής και γενικά ο τρόπος που είναι φτιαγμένη, είναι ανάλογη με τα χρήματα που κοστίζει. Από την άλλη θα επιστρέψω και πάλι στο πεδίο χρήσης που μπορείς να έχεις με αυτή τη μοτοσυκλέτα. Πηγαίνοντας στην αντιπροσωπεία να παραλάβω την μοτοσυκλέτα, άφησα το νέο BMW 1250RT που μόλις είχα πάρει από τον Μέντη, ο οποίος με δυσκολία το αποχωρίστηκε μετά από πολλές μέρες. Δεν σας κρύβω ότι εντυπωσιάστηκα και με αυτή την μοτοσυκλέτα παρά τα λίγα λεπτά που βρέθηκα στη σέλα της. Κι αυτή τεράστια σε όγκο και ικανή να σε οδηγήσει στον γύρο του κόσμου χωρίς να σηκωθείς από τη σέλα. Όμως ταυτόχρονα πανεύκολη βολική και ευέλικτη. Άθελα μου έκανα τη σύγκριση με το GS που πρέπει να είσαι πιο “μάγκας” για να το κουμαντάρεις και γενικά λόγω ύψους και μεγάλου τιμονιού, οι κινήσεις είναι πιο δύσκολες για έναν συγκεκριμένο σωματότυπο. Η διαφορά τώρα είναι στο εύρος χρήσης. Αν αγοράζεις GS για να ταξιδεύεις (προφανώς...) και δε σκοπεύεις να πατήσεις ποτέ χώμα νομίζω είναι τζάμπα κόπος. Αν είναι να “φας” τα χιλιόμετρα σου στην άσφαλτο πάρε RT, ή γενικά κάτι που να μην είναι τόσο ψηλό και τεράστιο. Ακόμα και το απλό GS είναι σκληρός ανταγωνιστής του Adventure, όντας ελαφρύτερο μικρότερο και σαφώς πιο πρακτικό. Όμως καταλαβαίνω ότι στη μοτοσυκλέτα δεν υπάρχει τεχνοκρατική λογική και δεν κερδίζει αυτός που συμφέρει και βολεύει. Για αυτό το λόγο υπάρχουν και διαιωνίζονται μοτοσυκλέτες σαν το νέο GS 1250 Adventure      

Με το νέο BMW 1250GS Adventure στη Κρήτη

Αυτοκινητόδρομους στη Κρήτη δεν έχει. Ούτε καν εθνική οδό που να είναι εθνική οδός. Σε κάποια σημεία δεν είναι ούτε οδός… Έχει όμως κολασμένα στροφιλίκια που σε πάνε από την θάλασσα ψηλά στα βουνά και δρόμους που σε πάνε μέσα στα βουνά. Έχει και πέτρες. Πολλές πέτρες. Tόσες πολλές που οι χωματόδρομοι δεν είναι χωματόδρομοι αλλά πετρόδρομοι. Ο φετινός χειμώνας είναι στα καλά του και έχει ντύσει στα λευκά όλα τα βουνά του νησιού, κάνοντας ενδιαφέρουσα τη βόλτα με on off. Κινηθήκαμε περισσότερο στη νότια πλευρά του νησιού που είναι σαφώς λιγότερο ανεπτυγμένη τουριστικά, κάνοντας βόλτες στην περιοχή του Ομαλού, στα Σφακιά αλλά και την επαρχία Σελίνου. Είχε πλάκα ο τρόπος που αντιμετώπισαν τη μοτοσυκλέτα κάποιοι ντόπιοι, λέγοντας ωραίες μαντινάδες αλλά και ατάκες από εκείνες που μόνο στα χωριά ακούς…

 

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ                                 BMW R1250GS Adventure

Αντιπρόσωπος:

BMW HELLAS A.E.

 

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ

Μήκος (mm):

2.270

Ύψος (mm):

1.460

Μεταξόνιο (mm):

1.504

Απόσταση από το έδαφος (mm):

-

Ύψος σέλας (mm):

890 - 910

Ίχνος (mm):

95,4

Γωνία κάστερ (˚):

24,9

Απόσταση σέλας - τιμονιού (mm):

770

Απόσταση σέλας - μαρσπιέ (mm):

540

Απόσταση μαρσπιέ - τιμονιού (mm):

920

Απόσταση πίσω σέλας - πίσω μαρσπιέ (mm):

530

 

ΜΕΤΡΗΣΗ ΒΑΡΟΥΣ

282

(χωρίς καύσιμο: 260,4 )

Πίσω

51,2 %

Εμπρός

48,8 %

Σφάλμα στοιχείων κατασκευαστή:

+4,2

 

ΠΛΑΙΣΙΟ

Τύπος:

Ατσάλινο σωληνωτό, με τον κινητήρα ενεργό μέρος του και ατσάλινο σωληνωτό υποπλαίσιο

Πλάτος (mm):

980

Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):

247,7 / 270,25

 

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Τύπος:

Τετράχρονος, δικύλινδρος boxer, αερόψυκτος- υδρόψυκτος, 2ΕΕΚ, 4Β/Κ

Διάμετρος επί διαδρομή (mm):

102,5 x 76

Χωρητικότητα (cc):

1.254

Σχέση συμπίεσης:

12,5:1

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

136 / 7.750

Ροπή (kg.m/rpm):

14,5 / 6.250

Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):

108,3

Τροφοδοσία:

Ψεκασμός Ride by wire

Σύστημα εξαγωγής:

2 σε 1

Σύστημα λίπανσης:

Υγρό κάρτερ

Σύστημα εκκίνησης:

Μίζα

 

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Συμπλέκτης:

Υγρός πολύδισκος υδραυλικός

Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:

Με γρανάζια / 1,650

Τελική μετάδοση / σχέση:

Με άξονα / 1,061

 

Σχέσεις / km/h ανά 1.000 rpm

1η

2,438

2α

1,714

3η

1,296

4η

1,059

5η

0,943

6η

0,848

 

ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ

Ρύθμιση βαλβίδων (km):

Κάθε 20.000

Αλλαγή λαδιού (km):

Στα πρώτα 1.000 και κάθε 10.000

Ποσότητα λαδιού με/χωρίς φίλτρο (l):

-/ 4

Φίλτρο λαδιού / αλλαγή (km):

-/ Κάθε 10.000

 

ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ

Km/h

Sec

Μέτρα

0-50

2.29

14.24

0-100

4.05

51.56

0-150

6.67

144.58

0-200

12.44

429.13

ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ

Μέτρα

Sec

km/h

0-400

11.91

196.08

0-1.000

21.98

224.19

 

ΕΙΚΟΝΙΚΟ ΠΡΟΣΠΕΡΑΣΜΑ

Km/h

Sec

Μέτρα

80-140

2.82

87.76

 

ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΕΝ ΚΙΝΗΣΕΙ (sec/μέτρα)

Km/h

4η

5η

6η

40-80

Αδυναμία ομαλής επιτάχυνσης από 40

Αδυναμία ομαλής επιτάχυνσης από 40

Αδυναμία ομαλής επιτάχυνσης από 40

80-120

2,28/63.4

2.79/77.2

3.55/98.98

120-160

2,51/98,21

 

2.89/111.66

3.53/138.30

160-200

4.73/241.29

4.36/221.19

4.62/233.65

 

ΦΡΕΝΑΡΙΣΜΑ

Km/h

Sec

Μέτρα

120-40

2,82

87.76

 

ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ

 

Κενή

Γεμάτη

Θεωρητικά

1,82

1,98

Πραγματικά

2,12

2,3

 

ΠΙΣΩ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Κεντρικό αμορτισέρ, BMW Paralever

Διαδρομή (mm):

220

Ρυθμίσεις:

Ημι-ενεργητικές αναρτήσεις Dynamic ESA

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

4,5 x 17

Ελαστικό:

170/60-17

Πίεση:

36

ΦΡΕΝΟ

Ένας δίσκος 276mm με διπίστονη δαγκάνα και ABS

 

ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

Έγχρωμη οθόνη 6,5 ιντσών με Bluetooth για ταυτόχρονο έλεγχο κινητών τηλεφώνων και ακουστικών αναβάτη και συνεπιβάτη. Πλοήγηση μέσω εφαρμογής με χρήση χαρτών BMW ή Google Plus. Ενημέρωση για βενζινάδικα, σημεία ενδιαφέροντος εκτιμώμενο χρόνο βάση πυκνότητας κυκλοφορίας. Περιστροφικό χειριστήριο, cruise control, ενδείξεις θερμοκρασίας κινητήρα / στάθμης καυσίμου / ταχύτητας κιβωτίου / ολικό και δύο μερικούς χιλιομετρητές / υπολειπόμενο αριθμό χιλιομέτρων / ρολόι, ρυθμιζόμενη ζελατίνα, ρυθμιζόμενο ύψος σέλας αναβάτη, ρυθμιζόμενη θέση τιμονιού, immobilizer, σχάρα, παροχή ρεύματος. Ένδειξη πίεσης ελαστικών, ABS, ASC

 

ΕΜΠΡΟΣ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Κεντρικό αμορτισέρ, BMW Telelever με Dynamic ESA

Διαδρομή/Διάμετρος (mm):

210

Ρυθμίσεις:

Ημι-ενεργητικές αναρτήσεις Dynamic ESA

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

3 x 19

Ελαστικό:

120/70-19

Πίεση:

36

ΦΡΕΝΟ

Δύο δίσκοι 305mm με τετραπίστονες monobloc δαγκάνες και ABS

 

ΔΥΝΑΜΟΜΕΤΡΗΣΗ

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

122.60/7.700

Ροπή (kg.m/rpm):

12.91/6.600

 

ΛΕΖΑΝΤΑ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΟΣ

Από τις 1.400 στροφές ξεκινά μία σχεδόν ευθεία γραμμή με κορυφή στις 6.600 και μία ανεπαίσθητη κοιλιά στις 5.300 φανερώνοντας την φοβερή ευστροφία και ελαστικότητα. Από εκεί και για πάνω από χίλιες η ανοδική πορεία συνεχίζει με ποιο χαλαρό ρυθμό, μέχρι μαλακά να «πέσει» στον κόστη σε μία καθοδική πορεία που διαρκεί πάνω από χίλιες στροφές. Αντίστοιχα η ροπή σκαρφαλώνει απότομα στις χαμηλές στροφές, και δεν σταθεροποιείται ποτέ, συνεχίζοντας ανοδικά μέχρι την μέγιστη τιμή της, που παραδόξως δεν την κρατά καθόλου…

 

ΓΡΑΦΗΜΑΤΑ

 

ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΑΝΑ ΣΧΕΣΗ

Κόφτης:

 

 

 

1η

 

2α

 

3η

 

4η

 

5η

 

6η

 

 

 

ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ

Μέση

 

Ελάχιστη

 

Μέγιστη

 

Αυτονομία (km):

 

Αυτονομία ρεζέρβας (km):

 

Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):

30 / 4

         


 

Suter MMX 500: Η εξωτική δίχρονη V4 500 με τεχνολογία MotoGP

Κάνουμε εγκεφαλικό reset παλεύοντας με την Σκύλα
1
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

11/1/2024

Υπάρχει κάποιος που δεν θέλει να οδηγήσει ένα δίχρονο τετρακύλινδρο 500; Και δεν μιλάμε για κάποια race-replica παραγωγής, όπως τo Yamaha RD 500 ή το Suzuki RG 500Γ ή έστω βρε αδερφέ το τρικύλινδρο Honda NS 400 R. Μιλάμε για “καθαρόαιμο” αγωνιστικό δίχρονο V4 και μάλιστα με άμεσο ψεκασμό, άφθονο carbon και σύγχρονη τεχνολογία MotoGP! Αυτή είναι η Suter MMX 500, του γνωστού Ελβετού κατασκευαστή αγωνιστικών συστημάτων σύμπλεξης, που αποφάσισε να φτιάξει μια αγωνιστική δίχρονη V4 500 με τεχνολογία του 2000 για τον εαυτό του και για όσους κουβαλάνε την ίδια τρέλα με αυτόν… Α! Και έχουν τραπεζικό λογαριασμό στην Ελβετία διότι η MMX 500 κάθε άλλο παρά φτηνή είναι.

Όπως καταλαβαίνετε, όταν έχεις την ευκαιρία να την οδηγήσεις στην Ελλάδα και μάλιστα παρουσία του ίδιου δημιουργού της, πας πετώντας μέχρι την πίστα των Μεγάρων, με το σώμα να τρέμει και την καρδιά να φτερουγίζει. Ιδού λοιπόν πως ζήσαμε εκείνη την ημέρα πάνω στην σέλα της εξωτικής Suter MMX 500 και διαβάστε την τεχνική ανάλυση και την ιστορία δημιουργίας αυτής την μοναδικής μοτοσυκλέτας όπως δημοσιεύτηκε στο τεύχος 566 του περιοδικού ΜΟΤΟ το 2017.

Η μοτοσυκλέτα είχε έρθει στην Ελλάδα με ενέργειες της Wolf Racing, της MOTUL και του Γιώργου Παρασκευά προσωπικά, που γνωρίζει τον Eskil Suter και είναι αντιπροσωπός του, δίνοντας μας έτσι αυτή την μοναδική εμπερία οδήγησης. Η αναδημοσίευση γίνεται στα πλαίσια μίας ενέργειας που κάνουμε σε τακτικά διαστήματα, να δίνουμε δηλαδή μία μικρή γεύση στο ευρύτερο κοινό από την πλούσια και μοναδική ύλη της έντυπης έκδοσης. Απολαύστε:

 

Suter MMX 500 - Εγκεφαλικό reset

 

Κάποιες φορές πρέπει να γυρίζεις πίσω στα βασικά. Να πατήσεις το reset και να ξαναφορτώσεις τα λειτουργικά προγράμματα του εγκεφάλου σου από την αρχή. Να καθαρίσεις το μυαλό σου από όλα αυτά τα χιλιάδες μικρά αρχεία, που μετά από τόσα χρόνια καταλαμβάνουν MB και σε κάνουν να κολλάς στα ίδια και τα ίδια. Η οδήγηση της δίχρονης V4 του Suter σου προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία να καθαρίσεις το μυαλό σου από τα σκουπίδια

2

Η ημέρα μου ξεκίνησε με δημοσιογραφικό bulling από τον Θάνο: "Είσαι σίγουρος ότι θέλεις να την οδηγήσεις; Αν γίνει κάτι, ο Suter θα μας ζητάει 100.000 euro αποζημίωση. Για να στο πω πιο απλά, θα χάσουμε τα σπίτια μας και τις δουλειές μας!" Ωραία συναδελφική τόνωση της αυτοπεποίθησης!

Ό,τι χρειάζεται κάποιος για να ανέβει στη σέλα μιας δίχρονης μοτοσυκλέτας 180 ίππων στον τροχό και μόλις 135 κιλών, στην παγωμένη πίστα των Μεγάρων που φημίζεται για την “ποιότητα” του ασφαλτοτάπητά της. Σαν να μην έφτανε αυτό, λίγο πριν μου είχε κοπεί η αλυσίδα και παραλίγο να μπλεχτεί ανάμεσα στον πίσω τροχό και το ψαλίδι, στην μοτοσυκλέτα που έκανα μερικούς γύρους προθέρμανσης.

Όλα τα σημάδια έδειχναν ότι δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για να καβαλήσω Το Τέρας.

Όμως τέτοιες ευκαιρίες δεν σου δίνονται κάθε μέρα και η επιθυμία να την οδηγήσω ήταν πολύ πιο ισχυρή από κάθε άλλη λογική σκέψη. Κανένας οπαδός των GP δεν μπορεί να αντισταθεί στον οξύ ήχο των τεσσάρων εξατμίσεων και τις “ναρκωτικές ουσίες” που περιέχονται στη μυρωδιά του αγωνιστικού συνθετικού διχρονόλαδου. Εκείνη τη στιγμή τίποτα δεν ήταν πιο σημαντικό για μένα, από το να βγω στην πίστα καβάλα στην MMX 500 και δεν μετανιώνω για το ρίσκο που πήρα.

3

Όταν ο καφές λεκές στο σώβρακο δεν είναι ντροπή

Το βασικό πλεονέκτημα που έχεις όταν καβαλάς την MMX 500 είναι ότι μπορείς να επιστρέψεις στα πιτς με χεσμένο σώβρακο και κανείς να μην σε ειρωνευτεί. Αντιθέτως, σε κάθε γύρο που περνάς από μπροστά τους σε θαυμάζουν που είσαι ακόμα ζωντανός.

Ο μύθος των άγριων και απάνθρωπων GP500 που την περιβάλει, σου δίνουν το άλλοθι να την οδηγήσεις προσεκτικά στους πρώτους γύρους γνωριμίας και σου δίνει τον χρόνο που χρειάζεσαι για να ξεχάσεις όσα ήξερες και να ξαναμάθεις την αλφάβητο από την αρχή.

Ανήκω στην πιο τυχερή γενιά Ελλήνων μοτοσυκλετιστών, που στα δεκαοχτώ μας είχαμε δίπλωμα μοτοσυκλέτας ανεξαρτήτου κυβισμού και ζήσαμε στη χρυσή εποχή των μεταχειρισμένων Ιαπωνίας, όπου με έξι ή επτά μήνες δουλειάς σε σουβλατζίδικο αγοράζαμε NSR 250 SP, TZR 250 R, RGV 250 Γ SP και φυσικά όποιο Superbike 750 γουστάραμε.

Για την γενιά μου τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα: Οι καθαρόαιμες αγωνιστικές μοτοσυκλέτες ήταν δίχρονες και οι μοτοσυκλέτες για τον δρόμο ήταν τετράχρονες. Τόσο απλά! Όσοι θέλαμε να γευτούμε την οδήγηση μιας αγωνιστικής μοτοσυκλέτας στο δρόμο αγοράζαμε ένα δίχρονο V2 των 250 κυβικών.

Όμως όταν περνάνε δεκαέξι χρόνια από την τελευταία φορά που έχεις οδηγήσει δίχρονο και σχεδόν εικοσιτέσσερα από την πρώτη σου βόλτα με εκείνο το μαύρο-κίτρινο TDR 250, οι μνήμες είναι θολές αλλά ταυτόχρονα πολύ βαθιά φυτεμένες για να τις ξεριζώσει ο χρόνος.

Η μεγάλη διαφορά των δίχρονων μοτοσυκλετών από τις τετράχρονες, δεν είναι μόνο ο τρόπος απόδοσης . Διαφέρουν εντυπωσιακά στο βάρος και στο μέγεθος του κινητήρα τους.

Ο μικρός όγκος που καταλαμβάνουν πάνω στη μοτοσυκλέτα, επιτρέπει στους σχεδιαστές των πλαισίων να τον τοποθετήσουν στο σημείο που πρέπει και όχι απλώς στο σημείο που χωράει.

Το πολύ χαμηλό ύψος των κεφαλών και η απουσία των εκκεντροφόρων και της καδένας τους, σε βοηθάει να σχεδιάσεις ένα στενό, συμμετρικό πλαίσιο με δύο τεράστιους ευθύγραμμους δοκούς, απίστευτα ελαφρύ και άκαμπτο.

Το βάρος του δίχρονου κινητήρα είναι πολύ μικρότερο από του αναβάτη, σε αντίθεση με τους τετράχρονους που ζυγίζουν έως και 65 στην περίπτωση των τετρακύλινδρων. Αυτές οι διαφορές παίζουν καταλυτικό ρόλο στη συμπεριφορά της μοτοσυκλέτας όταν αλλάζει πορεία ή στρίβει με πολύ υψηλές ταχύτητες.

Στον τρόπο που αποδίδει τη δύναμη και τη ροπή του ένας δίχρονος κινητήρας στο πίσω ελαστικό, δεν υπάρχουν συγκρίσεις με έναν ίδιας ιπποδύναμης τετράχρονο. Όλα αυτά καθορίζουν σε απόλυτο βαθμό τον τρόπο οδήγησης μια δίχρονης μοτοσυκλέτας. Απαιτούνται διαφορετικοί χειρισμοί από τον αναβάτη, ο οποίος αν δεν προσαρμοστεί αμέσως θα βρεθεί πολύ γρήγορα άσχημα μπλεγμένος.

4

Μην πετάς πέτρες στο γορίλα

Στην περίπτωση της Suter MMX 500, θεωρητικά έχει γίνει προσπάθεια ώστε η συμπεριφορά του κινητήρα να μοιάζει όσο περισσότερο γίνεται με τετράχρονου. Ναι καλά! Αν το πιστέψεις αυτό, θα βρεθείς μέσα στο ίδιο κλουβί με το γορίλα που πριν λίγα λεπτά του πέταγες πέτρες στο κεφάλι. Όχι ιδιαίτερα ευχάριστη εμπειρία για να ζήσει κάποιος…

Το σλόγκαν The Beast is Back ή το άλλο που έγραφε στο φαίρινγκ 4 strokes are 4 Grandmothers, είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα. Ναι μεν η άνοδος των στροφών γίνεται γραμμικά και η δύναμη έρχεται με σχετική ομαλότητα, όμως ο δίχρονος χαρακτήρας δεν έχει αλλοιωθεί καθόλου.

Έχεις στη διάθεσή σου ένα μικρό φάσμα συμπυκνωμένης δύναμης μεταξύ 7.500-10.500 στροφών, που αν φύγεις έξω από αυτό δεν υπάρχει τίποτα. Κάτω από τις 7.500 στροφές αδιαφορεί παντελώς για τις κινήσεις που κάνει το χέρι σου στην γκαζιέρα.

Είτε τέρμα το ανοίξεις, είτε μέχρι την μέση, ο κινητήρας της MMX 500 ξεροβήχει σαν να προσπαθεί να καθαρίσει τον λαιμό του. Και αυτό ακριβώς κάνει, αφού μόλις το στροφόμετρο δείξει πάνω από τις 7.500 ξεσπάει με ένα οξύ, στεγνό ουρλιαχτό. Μόλις συμβεί αυτό, η μοτοσυκλέτα εκτοξεύεται εμπρός και έχεις στη διάθεσή σου ελάχιστο χρόνο μέχρι να προετοιμαστείς για την επόμενη αλλαγή ταχύτητας, που θα μαστιγώσει ξανά τα 180 δίχρονα άλογα.

Όσο προσπαθείς να την οδηγήσεις σαν τετράχρονο, απλώς ματαιοπονείς. Ο έλεγχος του γκαζιού πέρα από το στενό φάσμα των 7.500-10.500 στροφών είναι ανύπαρκτος και δεν γίνεται τίποτα σπουδαίο αν ανοίγεις προοδευτικά το γκάζι κάτω από τις 7.500 στροφές.

Επιπλέον, αυτό εμπεριέχει τον κίνδυνο να βρεθείς με πολύ ανοιγμένο το γκάζι όταν ο κινητήρας μπει στην “καλή” περιοχή στροφών και να βρεθείς προ μεγάλων εκπλήξεων - στην περίπτωσή μας να κάνεις ένα θεαματικό high-siding πριν δεις την έξοδο της τελευταίας στροφής της πίστας των Μεγάρων.

Πολύ θα ήθελα να γράψω ότι ο κύριος Suter κατάφερε να φτιάξει τον πρώτο φιλικό για όλους V4 δίχρονο κινητήρα, που μπορεί να τον οδηγήσει κάθε πλούσιος χομπίστας, με οποιουδήποτε επιπέδου εμπειρία, όμως θα ήταν ψέματα. Η Suter MMX 500 είναι σκύλα!

Βγαίνοντας στα πιτς μετά από τους τέσσερεις πρώτους γύρους, ευχαριστώ τον Θεό που μου έδωσε την ευκαιρία να οδηγήσω μια τόσο σπάνια και εξωτική μοτοσυκλέτα, όμως μέσα μου κάτι με τρώει.

Σαν να μου έχουν δώσει ένα γρίφο, που είμαι βέβαιος ότι μπορώ να λύσω αλλά ακόμα δεν τα έχω βρει την αρχή του νήματος. Η MMX 500 μου είχε ήδη δώσει τα στοιχεία που χρειαζόμουν για την λύση του. Έπρεπε όμως να τα βάλω σε μια σωστή σειρά.

Η εργονομία της θέσης οδήγησης, η γεωμετρία του πλαισίου και το πολύ μικρό βάρος της μοτοσυκλέτας ήταν σαφές ότι μου ζητούσαν να μπω στις στροφές με πολύ μεγαλύτερη φόρα. Ο κινητήρας από την μεριά του, μου τα είπε ξεκάθαρα: "Εγώ φίλε είμαι εδώ για να σπρώχνω την μοτοσυκλέτα εμπρός με όλη μου τη δύναμη. Αυτές τις σαχλαμάρες για έλεγχο του γκαζιού στις χαμηλές και μεσαίες στροφές δεν τα καταλαβαίνω." Όσο με βασανίζουν οι σκέψεις μου, βλέπω το κύριο Suter να μου κάνει νοήματα. "Άμα θέλεις, μπορείς να κάνεις άλλους έξι γύρους."

Πριν προλάβει να τελειώσει την φράση του είμαι ήδη πάνω στη μοτοσυκλέτα και ο Θάνος αδειάζει μια καρτέλα υπογλώσσια μέσα στο στόμα του και αρχίζει να τα μασάει χωρίς νερό…

5

Η λύση είναι η φόρα, ακόμα περισσότερη φόρα

Η δεύτερη βόλτα μαζί της δεν είχε καμία απολύτως σχέση με την πρώτη. Έχοντας κάνει ένα γενναίο reset στο μυαλό μου και επαναφέροντας από τα σκονισμένα ράφια της μνήμης όποια εμπειρία είχα αποκτήσει από την οδήγηση δίχρονων σπορ μοτοσυκλετών στα νιάτα μου, βάζω σε εφαρμογή μια απλή, αλλά ιδιαίτερα δύσκολη στην εφαρμογή οδηγική τακτική. Μαζεύω όση περισσότερη φόρα μπορώ τις ευθείες με την βοήθεια του κινητήρα και στρίβω με όσο μεγαλύτερη ταχύτητα μπορώ με την βοήθεια του ελαφριού, άκαμπτου πλαισίου.

Για να το πετύχεις αυτό πρέπει να κάνεις τις αλλαγές ταχυτήτων στην ευθεία, ακριβώς μόλις το στροφόμετρο ξεπεράσει τις 10.500 στροφές. Αν ανεβάσεις ταχύτητα πιο νωρίς η MMX 500 θα σηκώσει απότομα τον εμπρός τροχό στον αέρα. Αν αλλάξεις μετά τις 11.000 ρισκάρεις να “χτυπήσεις” κόφτη, με αποτέλεσμα να μπερδευτεί το Quick-shifter και να χάσεις χρόνο ή ακόμα και την αλλαγή ταχύτητας. Ο λεβιές του κιβωτίου ταχυτήτων και το quick-shifter δούλευαν αρμονικά και με ακρίβεια μόνο όταν είχες το γκάζι γενναία ανοιχτό και τις στροφές του κινητήρα πάνω από τις 8.000. Με μισό γκάζι ή κάτω από αυτές τις στροφές, το κιβώτιο μάγκωνε και δεν άλλαζε ταχύτητες χωρίς συμπλέκτη.

Όλη η μαγεία αυτής της μοτοσυκλέτας (η οποία χάθηκε όταν σταμάτησαν να παράγονται δίχρονα supersport) είναι η ταχύτητα εισόδου στις στροφές. Αν δεν το έχεις ζήσει, μάλλον δεν θα μπορέσεις να καταλάβεις πόση μεγάλη διαφορά υπάρχει σε σύγκριση με μια βαριά τετράχρονη superbike.

Καθώς ο κινητήρας δεν φρενάρει τον πίσω τροχό όταν κλείνεις το γκάζι κατεβάζοντας ταυτόχρονα δύο-τρεις ταχύτητες πριν μπεις στη στροφή, η MMX 500 ρέει μέσα στην πίστα. Μόλις βρεθείς στη μέση της στροφής καταλαβαίνεις ότι δεν χρειαζόταν να φρενάρεις τόσο πολύ.

Γύρο με τον γύρο, φρενάρεις όλο και λιγότερο, μπαίνεις στις στροφές όλο και πιο γρήγορα… Σιγά-σιγά η Σκύλα γίνεται αρνάκι! Η μεγαλύτερη ταχύτητα μέσα στη στροφή σε βοηθάει να μένουν οι στροφές του κινητήρα ψηλά και στην έξοδο είναι έτοιμος να σε τινάξει εμπρός.

Όμως για να γίνει αυτό, θέλει να έχεις επιλέξει τη σωστή σχέση ώστε στο τελευταίο 1/3 της στροφής να δείχνει το στροφόμετρο 8.000 με 9.000 στροφές. Όποιο χειρισμό κάνεις πάνω της, θα πρέπει να είναι συγκεκριμένος και να εξυπηρετεί συγκεκριμένο σκοπό. Εδώ φρενάρεις, εδώ ανοίγεις το γκάζι, εδώ αλλάζεις ταχύτητα, με τόσα στρίβεις. Αν το κάνεις, περνάς σε μία άλλη διάσταση όπου η οδήγηση γίνεται… ερωτική πράξη! Αν δεν το κάνεις, σε ξαναρίχνουν πίσω στο κλουβί με τον γορίλα.

7

Ζήλια

Όσο μεγαλώνουμε σε ηλικία, τόσο περισσότερο ζηλεύουμε τους νέους για τα πράγματα και τις ευκολίες που έχουν σήμερα και δεν είχαμε τότε εμείς. Όμως ως μοτοσυκλετιστής δεν ζηλεύω καθόλου την νέα γενιά που δεν μπορεί πλέον να οδηγήσει μια δίχρονη σπορ μοτοσυκλέτα.

Νοιώθω πολύ τυχερός που έζησα την εποχή όπου τα αγωνιστικά ήταν δίχρονα και οι μοτοσυκλέτες δρόμου τετράχρονες και νοιώθω δέκα φορές πιο τυχερός που οδήγησα την Suter MMX 500 και ξαναθυμήθηκα γιατί το λέγαμε τότε αυτό. Γιατί έτσι είναι!

8

Τεχνική Ανάλυση – ιστορικό

 

Two stroke forever!

 

Έχει κρύο στα Μέγαρα. Ο Eskil Suter ζητάει ταινία, σκύβει και βάζει δύο λωρίδες στο πάνω ψυγείο του MMX500. Για λίγες ώρες, ζήσαμε την εμπειρία ενός δίχρονου V4, με ήχους, εικόνες και μυρωδιές από την Χρυσή Εποχή των GP500. Μόνο που το Suter είναι ακόμα καλύτερο από κείνα...

Γιατί; Όπως λέει ο ίδιος, "Τώρα δεν μας περιορίζουν οι κανονισμοί, οπότε κάνουμε ό,τι θέλουμε!" Αυτό το ό,τι θέλουμε κουβαλάει μαζί του την πρόσθετη εμπειρία πάνω από 15 ετών, από τότε που έπεσε τσεκούρι στις συμμετοχές των δίχρονων στα GP. Με την εμπειρία της Suter Racing Technology στα πλαίσια, αλλά και τις εξελίξεις στα ηλεκτρονικά, το ΜΜΧ500 είναι κάτι παραπάνω από τα εργοστασιακά, ενώ από την στιγμή που δεν απευθύνεται σε ομάδες με budget εκατομμυρίων, είναι και μια πολύ πιο απλή κατασκευή, λιγότερο ιδιότροπη και μπελαλίδικη από τα racing του τότε. Κι όπως πάντα, πίσω από κάθε τι που αξίζει, βρίσκονται τα όνειρα και η σκληρή δουλειά ενός ανθρώπου. 

9

Eskil Suter – μόνο τυχαίος δεν είναι...

Ο Eskil Suter ξεκίνησε την αγωνιστική του εμπλοκή από το motocross, κι όπως μου είπε στα Μέγαρα "Αυτή είναι ακόμα η μεγάλη μου αγάπη!". Κι όταν μια τέτοια δήλωση έρχεται από τον άνθρωπο που έχει τόση ιστορία στις ασφάλτινες πίστες, μετράει αλλιώς.

Μένει ακόμα κι έχει την Suter Racing Technology στο Turbenthal, το μικρό χωριό κοντά στην Ζυρίχη της Ελβετίας όπου γεννήθηκε το 1967. Μετά από κάποια χρόνια στα χώματα, έτρεξε στην Daytona με 250 το ’91, όπου και τερμάτισε δεύτερος. Την επόμενη χρονιά, είχε και την πρώτη του συμμετοχή στα GP250 με Aprilia.

Συνέχισε στα 250 ως το ’96, τερματίζοντας δύο φορές 13ος στο πρωτάθλημα, μία 14ος και μία 19ος.  Την Suter Racing Technology την ίδρυσε το ’96, με αντικείμενο την εξέλιξη τεχνολογικών λύσεων για τους ασφάλτινους αγώνες μοτοσυκλέτας. Το 1998 ήταν αναβάτης εξέλιξης για την ομάδα της MuZ στα GP500, με την μοτοσυκλέτα να χρησιμοποιεί τον κινητήρα της Swissauto σε πλαίσιο ROC.

Όταν ο αναβάτης της ομάδας Doriano Romboni τραυματίστηκε στον δεύτερο μόλις αγώνα της χρονιάς, ο Suter στήθηκε στην εκκίνηση και στους υπόλοιπους αγώνες βαθμολογήθηκε σε τρεις. Η MuZ όμως αποφάσισε να μην χρησιμοποιεί πια το Γαλλικό πλαίσιο της ROC, κι έτσι ο Suter ανέλαβε να εξελίξει ένα νέο. Το ’99 η MuZ είχε δικό του πλαίσιο στα GP500, κι έτσι από αναβάτης εξέλιξης έγινε και κατασκευαστής πλαισίων.

11

Έχει εξελίξει και μοτοσυκλέτα MotoGP για την Kawasaki (ZX-RR, 2004-2006), όπως και το Ilmor SRT X3 800 με τις πνευματικές βαλβίδες (2006), αλλά και τον τρικύλινδρο κινητήρα του Foggy Petronas FP1 των 900cc για τα superbike (2002-2005). Η Suter Racing Technology άρχισε την εμπλοκή της στην Moto2 το 2010, με πλαίσια ειδικά φτιαγμένα για τον κινητήρα της Honda, κερδίζοντας το πρωτάθλημα κατασκευαστών το 2010 και το 2011, χωρίς όμως κάποιος αναβάτης της να στεφθεί πρωταθλητής. Το 2012 όμως, τα κέρδισε και τα δύο, κατασκευαστών και αναβατών, με τον Marc Marquez.

Την ίδια χρονιά, κατασκεύασε και ένα πρωτότυπο για τα MotoGP, με κινητήρα BMW S1000RR, που είχε δοκιμαστεί από την ομάδα Marc VDS Racing από τα τέλη του 2010 και όλο το 2011. Αυτή η μοτοσυκλέτα συμμετείχε στα MotoGP με την Forward Racing.

"Ήμουν αγωνιζόμενος για πάνω από 35 χρόνια, πρώτα motocross, μετά το γύρισα σε αγώνες ταχύτητας. Τα πήγα καλά στο Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα, κι αργότερα πέρασα στα GP. Κυρίως έτρεχα στα 250, από το '92 ως το '96. Υπό κανονικές συνθήκες, όσο δηλαδή τα πάντα πήγαιναν καλά, συνήθως θα ήμουν από δέκατος ως δωδέκατος, και νομίζω πως ο καλύτερος τερματισμός μου ήταν πέμπτος στο Assen το ’95.
Σταμάτησα τους αγώνες γιατί είχαμε αρχίσει να επικεντρωνόμαστε πολύ περισσότερο στην τεχνική πλευρά τους, αφού ως Ελβετός αναβάτης ήταν δύσκολο να πάρω εργοστασιακά εξαρτήματα, οπότε αναγκαστήκαμε να φτιάξουμε δικά μας!

Πριν ακόμα σταματήσω να τρέχω, μας απασχολούσε πολύ περισσότερο η συντήρηση και εξέλιξη των κινητήρων και εξαρτημάτων του πλαισίου, παρά η οδήγηση, κι αυτό μάλλον δεν βελτιώνει τους τερματισμούς!

Έτσι ξεκινήσαμε, και γι’ αυτό φτάσαμε εδώ που είμαστε τώρα. Στήσαμε την Suter Racing κι αρχίσαμε να πουλάμε εξαρτήματα στους μέχρι τότε αντιπάλους μας. Είμαστε τυχεροί, γιατί κάναμε το πάθος μας επάγγελμα. Από πάντα η ζωή μου περιστρεφόταν γύρω από τις μοτοσυκλέτες... Τις έχω στο αίμα μου και στην καρδιά μου!"
 

12

Γδύστην! Τσίτσιδη!

 

Σπρώχνουμε το V4 στην εκκίνηση της πίστας των Μεγάρων, την ίδια μοτοσυκλέτα που λίγους μήνες πριν είχε στηθεί στην εκκίνηση του ΤΤ στο Isle of Man, με αναβάτη τον Ian Lougher. "Δεν έχουμε πειράξει τίποτα, και θα δείτε όταν το οδηγήσετε, πως ο λεβιές των ταχυτήτων είναι πιο σκληρός απ’ ότι θα έπρεπε, γιατί αν δεν τον κάνεις έτσι, με τα σαμαράκια, τα κοπανήματα και τις προσγειώσεις στο Isle of Man, ανεβάζει ταχύτητες μόνο του!", προειδοποιεί ο Eskil Suter, και με ένα τεσσαράκι allen κι ένα οχταράκι Τ αρχίζει να γδύνει το δημιούργημά του.

Εξαιρετικά απλή διαδικασία, αφού το φαίρινγκ στηρίζεται με συνδέσμους Djus μισής στροφής. Άλλες τρεις βίδες κι έχουμε πάρει όλα τα carbon στο χέρι, θαυμάζοντας την ελαφρότητα της ύπαρξής τους. Κι όπως συμβαίνει και σε κάποιες άλλες περιπτώσεις, όταν γδυθεί καταλαβαίνεις τη διαφορά. Την παράσταση κλέβουν μεμιάς οι εξατμίσεις, καθώς είναι πια ό,τι πιο ασυνήθιστο σε μια μοτοσυκλέτα.

Οι θάλαμοι διαστολής είναι κατασκευασμένοι από τιτάνιο, από τους μετρ του υλικού στην Akrapovic, και δεν θυμάμαι να έχω δει άλλη φορά δίχρονες εξατμίσεις από την Σλοβένικη εταιρία. Τελικά δίχρονων, ή καλύτερα, τσιμπουκόφωνα όπως πολύ πιο εύηχα λέγονται, φτιάχνει, αλλά θαλάμους διαστολής όχι, εκτός από αυτούς. Κι είναι και οι τέσσερις διαφορετικοί, με τους δύο επάνω να είναι καθρέφτης ο ένας του άλλου, με μία μόνο βάση στην ουρά, και τους δύο κάτω εντελώς ανόμοιους, να συστρέφονται πριν καταλήξουν στην δεξιά μεριά του ψαλιδιού banana. Ειδικά αυτή του κάτω αριστερού κυλίνδρου, μοιάζει με πύθωνα που μόλις έφαγε τον άτυχο ιθαγενή. "Δεν ήταν εύκολη υπόθεση.

13

Σε συνεργασία με ένα διεθνώς αναγνωρισμένο πανεπιστήμιο σχεδιάσαμε τις εξαιρετικά λεπτές και ελαφριές εξατμίσεις που κατασκεύασε η Akrapovic. Ένας από τους κύριους λόγους που θέλαμε να τρέξουμε στο Isle of Man είναι πως αποτελεί το τέλειο πεδίο δοκιμών, αφού είναι ο παγκοσμίως πιο σκληρός αγώνας σε δημόσιους δρόμους", λέει ο Suter. Tα μικροσκοπικά carbon τελικά δεν πείθουν πως δικαιολογούν την ονομασία "σιγαστήρες".

Το επόμενο σημείο που καρφώνεται το μάτι είναι το ψαλίδι. Όχι το πλαίσιο, το ψαλίδι, κι ειδικά από την αριστερή μεριά του που είναι σχεδόν διπλάσια από την δεξιά.

Φτιαγμένο κι αυτό, όπως και το πλαίσιο, από συνδυασμό αλουμινένιων διαμορφωμένων φύλλων και μασίφ κομματιών κατεργασμένων σε CNC, έχει ενισχυτικά βαθουλώματα σε στρατηγικά σημεία.

Όπως και το πλαίσιο των δύο δοκών, εντυπωσιάζει γιατί ενστικτωδώς καταλαβαίνεις πως είναι έτσι γιατί έτσι χρειάζεται να είναι, χωρίς περιττές ντιζαϊνιές. Η περιοχή του λαιμού στο πλαίσιο είναι ένα κουτί ολόκληρο, καθώς αποτελεί και την είσοδο του αέρα για το κλειστό φιλτροκούτι του ψεκασμού. Και κλειστό σημαίνει Ram Air, με όφελος στην πίεση της εισαγωγής όσο ανεβαίνουν τα χιλιόμετρα.

Η κατανομή του βάρους είναι 54-46 % εμπρός-πίσω, κάτι λογικό αφού ο άξονας του ψαλιδιού είναι σχεδόν στη μέση της μοτοσυκλέτας, και τα πάντα που έχουν κάποιο αξιόλογο βάρος (ο κινητήρας και το ρεζερβουάρ με την βενζίνη δηλαδή) είναι μπροστά από κει. Μετά βλέπεις και τα μαρσπιέ που είναι... τριάντα πόντους πίσω από τον άξονα του ψαλιδιού, και καταλαβαίνεις πως με τον αναβάτη επάνω, η αναλογία θα πλησιάζει το 50-50. Τα πάντα στο πλαίσιο είναι ρυθμιζόμενα, από την κάστερ ως το ύψος του άξονα του ψαλιδιού και το μεταξόνιο, μαζί με την θέση οδήγησης φυσικά.

14

Την μεγαλύτερη συγγένεια με όσα πλαίσια έχει φτιάξει ως τώρα ο Suter για τα MotoGP την έχει με αυτό του Ilmor SRT X3 των 800cc, του 2007. Διαστάσεις και γεωμετρία δεν ανακοινώνονται, αλλά το μεταξόνιο είναι κοντά στα 1.400mm που είχαν τα δίχρονα 500 στις δόξες τους. (Για όσους γεννήθηκαν πρόσφατα, να θυμίσουμε πως η τελευταία χρονιά που έτρεξαν, σε ρόλο κομπάρσου μαζί με τις μπετονιέρες, ήταν το 2003).

Μετά το πλαίσιο το μάτι πάει στα χρυσά, στο πιρούνι FGR300 της Ohlins, και στο ΤΤΧ36 αμορτισέρ, που αποτελούν τις βασικές επιλογές. Για όποιον το αντέχει η τσέπη του, και δεν τον μοιάζουν μερικές χιλιάδες ευρώ παραπάνω, ο Eskil τοποθετεί και τα εντελώς MotoGP Ohlins, το πιρούνι RVP20 και το αμορτισέρ RVP46.

Ακόμα όμως και με τα "απλά" Ohlins, η αίσθηση στα σχεδόν motocross Μέγαρα ήταν πως η ανάλαφρη μοτοσυκλέτα πάταγε κάτω, με μια σταθερότητα πολύ βαρύτερης, παρά τα ελάχιστα κιλά της, χωρίς αναπηδήσεις ή άλλα χαζά.

16

Εμπιστοσύνη για να πάρεις φόρα.... Αντίστοιχα κορυφαίου επιπέδου είναι και τα φρένα, με τις GP4-RR δαγκάνες της Brembo. Oι εμπρός δίσκοι μοιάζουν μικροί στα 320mm, αλλά με μόνο 127 κιλά βάρους φτάνουν και περισσεύουν, άλλωστε και ο τρόπος που θέλει να οδηγείται, δεν απαιτεί κάτι περισσότερο. Κι ενώ χαϊδεύει κανείς τις αναρτήσεις, βλέπει πως υπάρχουν και εμπρός και πίσω αισθητήρες καταγραφής δεδομένων για την λειτουργία τους, μέσω του συστήματος της 2D, εταιρίας που έχει εμπειρία πάνω από είκοσι χρόνια.

Και τα YZR500 της Yamaha το ίδιο σύστημα χρησιμοποιούσαν (κι όχι, δεν το θυμόμουν από τότε, αλλά στην κουζίνα μας στο ΜΟΤΟ έχουμε κορνιζαρισμένη μια μεγάλη φωτό του Abe με το YZR, κι είδα το αυτοκόλλητο της 2D στο ψαλίδι!). Γιατί τηλεμετρία και καταγραφή δεδομένων;

Μα, όταν ο Eskil αυτοπροσώπως θα σας παραδώσει το καινούργιο σας ΜΜΧ500, όπως έκανε πρόσφατα με πέντε πελάτες του, είχε κλείσει το Mugello και ρύθμισε ανάλογα την μοτοσυκλέτα του καθενός. Ε, όταν δίνεις πάνω από 100.000 ευρώ, έχεις και το ανάλογο service κατά την παράδοση.  

17

 

Δίχρονο V4, live!

Ναι, V, αλλά πόσο V; Με το μάτι το βλέπεις να είναι κάτι λιγότερο από 90 μοίρες, αλλά πόσο; Ιστορικά, τα δίχρονα V4 είχαν γωνίες από 65 ως και 108 μοίρες. Ο Suter μου λύνει την απορία: "V80°, με αντίθετα περιστρεφόμενους στροφάλους". Γιατί 80°; "Θέμα κραδασμών δεν υπάρχει, οπότε επιλέχθηκε η περιεχόμενη γωνία που βόλευε περισσότερο χωροταξικά!"

Στην καριέρα των δίχρονων V4, σχεδόν όλοι – εκτός της Honda! – κατέληξαν στην λύση των δύο ξεχωριστών στροφάλων, κάτι που δίνει ελαφρά πιο στενό κινητήρα και βελτιώνει την συμπεριφορά, μειώνοντας το γυροσκοπικό φαινόμενο από την περιστροφή του στροφάλου. Έχουμε έτσι δύο στροφάλους γραναζωμένους μεταξύ τους.

Η βασική διαφορά με έναν τετράχρονο V4 είναι πως ο δίχρονος έχει τέσσερα κομβία και τέσσερις ανεξάρτητους στροφαλοθάλαμους, απαραίτητους για να διατηρείται η πίεση της εισαγωγής, ενώ ο τετράχρονος μπορεί να έχει δύο μπιέλες ανά κομβίο. Το επόμενο που χαρακτηρίζει έναν δίχρονο V4 είναι ο χρονισμός του.

Είναι screamer ή big bang, έχει δηλαδή μικρά, ή μεγάλα διαστήματα ανάμεσα στις αναφλέξεις; Στην περίπτωσή μας έχουμε έναν κανονικό screamer, με μια ανάφλεξη κάθε 90 μοίρες, με σειρά ανάφλεξης κυλίνδρων 1-3-2-4.

18

Ανάλογα με το τι βλέπω στο μηχανάκι και τι μου περνάει απ’ το μυαλό, ρωτάω τον Eskil Suter, πηδώντας από τα διαστήματα ανάφλεξης στην μακροζωία των πιστονιών: "Τα πιστόνια αντέχουν και για παραπάνω, αλλά προληπτικά τα αλλάζουμε κάθε 800-1000km, ενώ τους στροφάλους κάθε 3-5.000, ανάλογα την χρήση.

Αλλά τώρα που το λέμε, δεν έχουμε αλλάξει ποτέ κανέναν, οπότε δεν ξέρουμε, μπορεί να αντέχουν και πολύ παραπάνω!" Ένα στοιχείο που δεν είχαν τα GP500, αλλά έχει το Suter, είναι ο ψεκασμός. Οι Ιάπωνες το είχαν δουλέψει, η Honda μάλιστα είχε φτιάξει και ψεκαστό NSR500, αλλά δεν το έτρεξαν.

Δυστυχώς, τα δίχρονα παραγωγής δεν πρόλαβαν να περάσουν στον ψεκασμό, κάτι που θα κάνουν από του χρόνου τα μόνα δίχρονα που απέμειναν, τα enduro και τα motocross. To Suter έχει κεντρική μονάδα ελέγχου της Mectronic που διαχειρίζεται την ανάφλεξη και την τροφοδοσία, μέσω τεσσάρων ενοποιημένων σωμάτων ψεκασμού, που οδηγούν σε βαλβίδες reed με πέταλα carbon fiber. Υπάρχουν κανονικά πεταλούδες, με δύο μπεκ ανά εισαγωγή, ένα κάτω από την πεταλούδα κι ένα από πάνω, shower.

Ο Eskil Suter ήταν έτοιμος να προσθέσει και τα Μέγαρα στην εμπειρία του από τις πίστες του κόσμου τούτου. Λίγο σπρώξιμο και το Τέρας παίρνει, με έναν τραγανό, ροκανιστό ήχο σαν να σκάνε συνέχεια δυναμιτάκια...

Το ζεσταίνει με γκαζιές κοντά στις 8.000, βάζει το χέρι του στα ψυγεία, κι όταν θεωρεί πως έχει φτάσει σε ασφαλή θερμοκρασία, ανεβάζει ακόμα πιο ψηλά τις στροφές...

Ξαφνικά η ογδονταμελής Συμφωνική Ορχήστρα Αλυσοπρίονων Χωρίς Εξάτμιση κάνει κρεσέντο κι ανεβάζει στον κόφτη... Ο ήχος αυτός από τις γκαζιές ως τις 12.000 κάποια στιγμή θα κυκλοφορεί σε παράνομα αρχεία, που two stroke πρεζάκια θα ακούν με κλειστές πόρτες και παράθυρα...

19

Κι όμως, όταν τελικά βάζει κράνος, πρώτη, και ξεκινά με λίγες στροφές από τα πιτς, ο ήχος είναι απρόσμενα βαθύς, σαν μουγκρητό, και η λειτουργία εξαιρετικά καθαρή, χάρη και στον ψεκασμό, αλλά και στις ηλεκτρονικά ελεγχόμενες βαλβίδες που μεταβάλλουν το ύψος της θυρίδας εξαγωγής.

Καθώς είναι κλειστές σ’ αυτή τη φάση, και το ύψος των θυρίδων το ελάχιστο, είναι υπεύθυνες και για τον βαρύ για δίχρονο ήχο του κινητήρα στις χαμηλές στροφές. Μέσα στην πίστα, έχουμε μια μίνι αναβίωση της σεζόν των GP του 2003, όταν τετράχρονα και δίχρονα γύρναγαν μαζί: Ο Παρασκευάς με το R1 του, και ο Eskil Suter με το... Suter του, το ένα τετρακύλινδρο τετράχρονο cross plane, το άλλο τετρακύλινδρο δίχρονο screamer, με το πρώτο να παίζει μια βαρύτονη υπόκρουση στα στριγγά ροπιάσματα του άλλου...

Θα λέγατε όχι σε μια έκδοση δρόμου;

Δρόμου; Δηλαδή με πινακίδα; Ποιος τρελός θα το φτιάξει, γιατί τρελούς να το αγοράσουν έχουμε! Μα, αυτός ο Ελβετός, που γυαλίζει το μάτι του... Όταν βγήκε από την πίστα, τον ρωτάω για την αναλογία λαδιού στην βενζίνη, και παίρνω μια απρόσμενη απάντηση: "Τώρα βάζουμε 3% λάδι.

Αλλά [εδώ άστραψε το μάτι του...] έχουμε ήδη έτοιμη αντλία λαδιού, που θα καταργήσει την μίξη στο ρεζερβουάρ! Έτοιμη είναι επίσης και η μίζα, κι έτσι δεν θα χρειάζεται σπρώξιμο για να πάρει μπρος." ΟΚ, και μετά θα του βγάλουμε και πινακίδα για να κυκλοφορούμε στο δρόμο, αστειεύομαι.

Αλλά ο Ελβετός δεν αστειευόταν: "Θα γίνει κι αυτό, είναι στα σχέδιά μας!" Να δω πως θα καταφέρουν να το κάνουν αυτό... Έτσι κι αλλιώς, το ΜΜΧ500 δεν απευθύνεται σε αγωνιζόμενους, από τη στιγμή που ναυάγησαν τα αρχικά σχέδια του Suter για μια σειρά αγώνων με MMX500 βαμμένα στα χρώματα των ομάδων του τότε, με αναβάτες του τότε...

Αυτό ήταν όταν είχε πρωτοφτιάξει τον κινητήρα, με 500cc. Ώριμα σκεπτόμενος, ανέβασε τα κυβικά στα 580. Γιατί 580 όμως; Ας μην ξεχνάμε σε ποιους απευθύνεται αυτή η μοτοσυκλέτα. Κατηγορία αγώνων για δίχρονα 500 δεν υπάρχει, οι προτεραιότητες ήταν πια άλλες.

Από τις αρχικές διαστάσεις του κινητήρα των 500cc που ήταν 56x50,8, αυξήθηκε η διαδρομή του στροφάλου κατά 8mm και πλέον οι διαστάσεις των 56x58,8 δίνουν 576cc. Έχουμε έτσι έναν υποτετράγωνο (!) δίχρονο V4, πιο αξιόπιστο, πιο οδηγήσιμο, με πιο ομαλή λειτουργία και εξαιρετικά λιγότερο  απαιτητικό σε εξειδικευμένες γνώσεις για συντήρηση και ρύθμιση.

21

Και πολύ μικρότερο κοστολόγιο – μια ακριβής GP500 ρέπλικα θα ήταν ασύμφορη ακόμα και για τον πιο πλούσιο ιδιώτη. Πέρα από τα επιπλέον κυβικά και τα πλεονεκτήματά τους, η διαφορά ανάμεσα στις απαιτήσεις ρυθμίσεων των καρμπυρατέρ του τότε και τον ψεκασμό του Suter είναι η μέρα με την νύχτα. Κι αν χρειαστεί αλλαγές στην τροφοδοσία, ανοίγεις το laptop αντί για το κουτί με τα ζιγκλέρ και τις βελόνες...

Κι όλα αυτά, με μια απόδοση που είναι ίση με την κορυφαία που είχαν φτάσει τα δίχρονα 500 στα GP. Η NSR500 του Rossi είχε το 2001 190-200 ίππους στις 13.500 για 131 κιλά, αν και υπάρχει μια "απόκρυφη" ιστορία πως ο ίδιος είχε επιλέξει μια απόδοση πιο κοντά στους 170.

Άλλο αυτό όμως. Η ΜΜΧ500 με τις στάνταρ ρυθμίσεις έχει 195, ίσως στις 11.500, με μέγιστες στροφές τις 13.000, για 127 κιλά... Για μια μικρή σύγκριση με τις GP500, ας θυμηθούμε πως όταν ξεκίνησαν οι τετρακύλινδρες δίχρονες, το 1975 με την εν σειρά Yamaha OW23, είχε κάτω από 100 ίππους, ενώ το Suzuki RG500 – square four αυτό – μόλις που ξεπερνούσε τους 100.

Η ίδια η Yamaha ανακοινώνει 130 ίππους για την πρώτη V4 με δύο στροφάλους και εισαγωγή με reed στον στροφαλοθάλαμο, την OW76 του 1984, με την οποία ο Eddie Lawson είχε κερδίσει το πρωτάθλημα εκείνης της χρονιάς.

Ο Rossi, στην τελευταία του χρονιά με δίχρονο, το 2001, έκανε όσους περισσότερους γύρους μπορούσε σε δοκιμές και χρονομετρημένα, γιατί όπως έλεγε "μου μένουν λίγοι ακόμα αγώνες με μια αληθινή μοτοσυκλέτα...".

Ήταν η Yamaha με την OW61 του 1982 που έφτιαξε την πρώτη δίχρονη V4, που είχε και τον πρόγονο του πλαισίου Deltabox, εξελιγμένο από τον Ισπανό Antonio "JJ" Cobas. Δυο χρόνια αργότερα, το 1984, η ΥΖR500 OW76 απέκτησε εισαγωγή με reed κατ’ ευθείαν στον στροφαλοθάλαμο, και με την OW81 του 1985 έβαλε τους στροφάλους να περιστρέφονται αντίθετα, για μείωση του γυροσκοπικού τους φαινομένου και μεγαλύτερη ευελιξία (την διάταξη αυτή την είχε δοκιμάσει στην OW77, μια πειραματική GP500 που δεν έτρεξε ποτέ). Η ισχύς είχε ανέβει στους 154 ίππους.

Έτσι, η βασική διάταξη του κινητήρα της ΜΜΧ500 είναι παρόμοια με της OW81: Αντεστραμμένοι πίσω κύλινδροι με τις ευθύγραμμες εξατμίσεις τους στην ουρά, εισαγωγή με reed στον στροφαλοθάλαμο, αντίθετα περιστρεφόμενοι στρόφαλοι. Η διαφορά ήταν στην περιεχόμενη γωνία των κυλίνδρων, που στην πορεία των OW κυμαινόταν από 60-75°, ενώ της Suter είναι 80°.

22

Αλλά ήταν οι Yamaha ΥΖR500 ΟW98 και Suzuki RGV500 XR74 του 1988 που αποτέλεσαν το πρότυπο των δίχρονων V4 και στο πλαίσιο, αφού ήταν οι πρώτες που φορούσαν ασύμμετρο ψαλίδι banana για να βγαίνουν και οι δύο κάτω εξατμίσεις από την δεξιά μεριά. Η διάταξη αυτή κινητήρα και πλαισίου κράτησε μέχρι το οριστικό τέλος των δίχρονων 500, με εξαίρεση την Honda που επέμενε στον "αληθινό" V4 με έναν στρόφαλο, ξεκινώντας από κινητήρα screamer, φτιάχνοντας τον πρώτο big bang το ’92, και γυρνώντας αργότερα πάλι σε screamer μετά από απαίτηση του Doohan. Τα NSR κέρδισαν επτά από τους δέκα τελευταίους τίτλους των GP500, ενώ η Honda είχε εξελίξει και NSR500 με ψεκασμό. Φανταστείτε το αυτό σε συνδυασμό με το σύστημα AR, το Active Radicals combustion που επίσης είχε βγάλει σε παραγωγή η Honda, ή και σε συνδυασμό με άλλες εξελίξεις στο θέμα των δίχρονων, και σήμερα θα μπορούσαμε να οδηγούμε καθαρά δίχρονα στο δρόμο.

23

Αλλά η politically correct άποψη επέμενε τετράχρονα, και η αλλαγή των κανονισμών σήμανε το τέλος των street δίχρονων. Έμειναν πια μόνο τα χωματερά, που σε λίγο κι αυτά θα γίνουν ψεκαστά. Αυτό που αγοράζει λοιπόν σήμερα ο ευτυχής πελάτης του Eskil Suter έχει ίση ιπποδύναμη με το απόγειο της εξέλιξης των GP500, με έναν κινητήρα screamer πολύ πιο ροπάτο και γραμμικό, σχεδιασμένο για τον χομπίστα αναβάτη που θέλει να ζήσει την αίσθηση των ιστορικών πια 500, χωρίς να έχει και μια εργοστασιακή ομάδα να τον υποστηρίζει. 

Ο Eskil Suter δικαιολογημένα είναι περήφανος: "Η κατασκευή μιας τέτοιας μοτοσυκλέτας, έστω και σε περιορισμένη παραγωγή, αποκτά ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα γιατί έχει αυτόν τον τετρακύλινδρο δίχρονο των 580cc, που προκαλεί σχεδόν υστερικές αντιδράσεις σε όσους είναι δεμένοι συναισθηματικά με τις άγριες μέρες των GP500, τότε που θρύλοι σαν τους Kenny Roberts, Eddie Lawson και Wayne Gardner, για να αναφέρουμε μόνο λίγους από αυτούς, έδιναν συναρπαστικές μάχες για το βάθρο – και για να καταφέρουν να μένουν όρθιοι!

Η εκρηκτική απόδοση των δίχρονων δεν έχει ξεχαστεί, κι οι πραγματικοί fans θεωρούν ακόμα πως η χρυσή εποχή των GP ήταν η δίχρονη... Εκείνες οι μοτοσυκλέτες όμως ποτέ δεν ήταν διαθέσιμες στο κοινό, κι εμείς θέλαμε να τις φέρουμε και πάλι στη ζωή, προσαρμοσμένες στην εποχή μας. Γι’ αυτό και τα πάντα πάνω στην MMX500 είναι ό,τι πιο σύγχρονο κι ό,τι καλύτερο. Την τεχνολογία, την τεχνογνωσία και τα εξαρτήματα της MMX500 μόνο να τα ονειρευτούμε θα μπορούσαμε τις μέρες των δίχρονων GP."


 

 

Πως φτάσαμε ως εδώ...

SUZUKI RGV500 XR74  1988

Του Schwantz το μηχανάκι

31

To ’88 και οι δύο στρόφαλοι είχαν την ίδια φορά, αλλά το πρόβλημα ήταν πως με τα καρμπυρατέρ ανάμεσα στους κυλίνδρους, ο ένας στρόφαλος περιστρεφόταν κόντρα στην ροή του μίγματος, οπότε έχανε σε απόδοση. Το 1989 όμως το RGV είχε τους στροφάλους του να περιστρέφονται αντίστροφα, και τότε άρχισαν να βγάζουν άλογα, αλλά είχαν θέμα αξιοπιστίας. Έσπαγαν οι στρόφαλοι απ’ το γκάζι, ή απλά, δεν ήταν εξ αρχής σχεδιασμένοι για τόσο γκάζι. Ο Schwantz θεωρεί πως το 1989 ήταν η καλύτερη χρονιά του. Κέρδισε έξι αγώνες, αλλά έπεσε σε άλλους τρεις κι εγκατέλειψε από μηχανική βλάβη επίσης σε τρεις.

35

Το RGV500 είχε το πρώτο αλουμινένιο πλαίσιο δύο δοκών της Suzuki, αλλά η ομάδα το άλλαζε συνεχώς, πειραματιζόμενη με την θέση του άξονα του ψαλιδιού αλλά και την κάστερ του λαιμού. Το ’88 όμως, είxε ψαλίδι banana, που επέτρεψε και στις δύο εξατμίσεις των κάτω κυλίνδρων να έρθουν από την ίδια μεριά, όπως και το πρώτο upside down πιρούνι της Kayaba. Οι κινητήρες ήταν όλοι παρόμοιοι, αλλά ως το 2001 θα άλλαζαν πολλές φορές την περιεχόμενη γωνία των κυλίνδρων, ανάμεσα από τις 70 και τις 80 μοίρες. Επίσης το ’89 χρησιμοποιήθηκαν διπλές βαλβίδες εξαγωγής, συνδυασμός γκιλοτίνας και περιστροφικής, όπως και ένα πρωτόγονο σύστημα quickshifter. Δοκίμαζαν επίσης διάφορες διαμέτρους κυλίνδρων, 54 ή 56mm, αλλά τα κιβώτια ταχυτήτων ήταν σχεδόν ίδια για όλα. Άλλαζαν και τα διαστήματα ανάφλεξης, από big bang ως screamer, κι είχε τύχει να τα έχουν την ίδια χρονιά μαζί. Είχαν φτιάξει στροφάλους των 180°, των 90° και των 45°. Tο RGV500 XR84 του 1994 ζύγιζε 135kg κι έβγαζε κοντά στα 195 άλογα από τον κινητήρα των 70° μοιρών.

 


Πως φτάσαμε ως εδώ, ΙΙ...

YAMAHA OW81 1985

Αντίθετα περιστρεφόμενοι στρόφαλοι

24

Ο V4 του OW81 ήταν εντελώς νέος. Οι στρόφαλοι περιστρέφονταν αντίθετα, με τον εμπρός να γυρίζει προς την διεύθυνση κίνησης της μοτοσυκλέτας, και τον πίσω αντίθετα μ’ αυτή, κάτι που μείωνε το γυροσκοπικό φαινόμενο που επηρέαζε αρνητικά την συμπεριφορά. Επιπλέον, τα κάρτερ είχαν φτιαχτεί αρκετά ισχυρά ώστε να αποτελούν ενεργό μέρος του πλαισίου, αυξάνοντας την ακαμψία και συμβάλλοντας στο εξαιρετικό κράτημά της.

29

Το OW81 με τους Eddie Lawson και Christian Sarron πήρε την δεύτερη και τρίτη θέση στο πρωτάθλημα του 1985. Για το 1986, η ισχύς ανέβηκε από τους 140 στους 145 ίππους, ενώ υπήρχαν και εργονομικές αλλαγές όπως στο σχήμα της σέλας και την θέση οδήσησης, και οι βελτιώσεις ήταν αρκετές ώστε να βοηθήσουν τον Lawson να πάρει τον δεύτερό του τίτλο στα GP500, και τον Tadahiko Taira να πάρει τον τρίτο συνεχόμενο τίτλο του στα 500cc του All Japan Championships. Από αυτή την μοτοσυκλέτα λοιπόν ξεκίνησαν οι στρόφαλοι να περιστρέφονται αντίθετα, ενώ η τελική μορφή, στο πλαίσιο, ολοκληρώθηκε από την Suzuki, με το ψαλίδι banana. H Yamaha θα έφτιαχνε το πρώτο της big bang, το YZR500, το 1992. Κι αυτό είχε δύο στροφάλους, με γωνία 90 μοιρών.

 

 

Πως φτάσαμε ως εδώ, ΙΙΙ...

Swissauto V4 500

Ο πρώτος Ελβετικός V4

33

Αρχικά, ο Suter είχε εμπειρία από το Swissauto 500, που με τις κλασικές διαστάσεις 54x54,5 mm και περιεχόμενο γωνία 108° έβγαζε 210 ίππους στις 12.500. Τα κάρτερ του ήταν είτε αλουμινένια είτε από μαγνήσιο, και τροφοδοτούνταν από 4 Mikuni 35mm με επίπεδα slide. Τα διαστήματα ανάφλεξής του ήταν... ό,τι ήθελε κάθε φορά ο πελάτης, από 30 έως 180 μοίρες. Κι αυτός είχε ηλεκτρονικά ελεγχόμενες βαλβίδες εξαγωγής, και ζύγιζε 39,5 κιλά. Ο Suter έφτιαχνε μεταξύ άλλων και τις εξατμίσεις του, αλλά έστηνε και το πλαίσιο, όπως έκανε στην περίπτωση του MuZ.  O κινητήρας αυτός ήταν σε παραγωγή από το ’94 ως το ’99. Χρησιμοποιήθηκε και στο Παγκόσμιο Sidecar, από διάφορες ομάδες και με διάφορα ονόματα. Στα GP 500 εμφανίστηκε ως Swissauto, ως elf – ROC, ως MuZ και τελικά ως Pulse, μαζεύοντας 29 νίκες σε GP και τρία Παγκόσμια Πρωταθλήματα. 

 

 

Πως φτάσαμε ως εδώ, IV…

HONDA NSR500

Εν τω μεταξύ, η Honda έκανε τα δικά της!

26

Tο Honda NSR500 είχε πάντα έναν στρόφαλο, ήταν δηλαδή ένα κανονικό V, κι όχι δύο δικύλινδροι τοποθετημένοι υπό γωνία μεταξύ τους, όπως ουσιαστικά είναι όλοι οι κινητήρες V4 με δύο στροφάλους. Η Honda, όπως είχε δηλώσει ο Oguma, απέρριψε την λύση των δύο στροφάλων "...λόγω τριβών, γιατί οι δύο στρόφαλοι χρειάζονται 8 ρουλεμάν, ενώ ο ένας μόνο 5". Άρχισε την αγωνιστική του καριέρα, και την τελείωσε, ως screamer, με τα πιστόνια να είναι σε παρόμοια διάταξη με ενός τετράχρονου V4 με στρόφαλο 180°. Το 1990, η Honda έβαλε τα κομβία του στροφάλου σε κάθε ζεύγος κυλίνδρων να είναι στην ίδια θέση, σαν ένα τετράχρονο “droner” με στρόφαλο 360°, αλλά σε διαφορά φάσης 180° με του άλλου ζεύγους κυλίνδρων. Ήταν ο πρώτος κινητήρας big bang.

28

Το 1997 ο Mick Doohan ήθελε κινητήρα screamer, 180°, κι ο θρυλικός crew chief του HRC τότε, ο Jerry Burgess, εξηγεί γιατί: "Με τον screamer των 180 μοιρών υπάρχει άμεση σχέση ανάμεσα στην γκαζιέρα και τον πίσω τροχό, κι όταν το πίσω λάστιχο σπινάριζε ο Mick μπορούσε να κλείσει ελαφρά το γκάζι χωρίς να χάσει κι εντελώς την ισχύ. Ένας big bang έχει πολύ περισσότερο φρένο κινητήρα, όταν κλείνει το γκάζι, οπότε αποσταθεροποιεί την μοτοσυκλέτα στην είσοδο των στροφών, κι όταν ανοίγεις κατόπιν το γκάζι, έχεις αυτή την ξαφνική παροχή δύναμης, που και πάλι χαλάει την ισορροπία της μοτοσυκλέτας και δυσκολεύει την ανάρτηση, δεν την αφήνει να κάνει τη δουλειά της. Το μυστικό του Mick ήταν η ταχύτητα μέσα στην στροφή, οπότε ήθελε την απόδοση να είναι ομαλή, και ένας screamer είναι πολύ πιο ομαλός στις μεταβολές του γκαζιού σε σχέση με έναν big bang."

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ        

Κατασκευαστής:

Suter Racing Technology

Τιμή:

112.300 (βασική έκδοση...)

 

 

ΒΑΡΟΣ

 

127 kg

Πίσω

46%

Εμπρός

54%

 

 

 

ΠΛΑΙΣΙΟ

Τύπος:

Αλουμινένιο box δύο δοκών από πρεσαριστά και κατεργασμένα σε CNC κομμάτια, ρυθμιζόμενο μεταξόνιο, κάστερ, ύψος, θέση οδήγησης. Ψαλίδι banana από πρεσαριστά και κατεργασμένα CNC κομμάτια.

Πλάτος (mm):

 

Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):

 

 

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Τύπος:

Δίχρονος V4 με δύο αντίθετα περιστρεφόμενους στροφάλους σε ρουλεμάν, διπλές ηλεκτρονικά ελεγχόμενες βαλβίδες εξαγωγής

Διάμετρος επί διαδρομή (mm):

 56 x 58,5

Χωρητικότητα (cc):

576

Σχέση συμπίεσης:

 

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

195/13.000

Ροπή (kg.m/rpm):

-

Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):

338,5

Τροφοδοσία / ανάφλεξη:

Ψεκασμός με τέσσερα σώματα, carbon βαλβίδες reed στο στροφαλοθάλαμο / Mectronic ECU

Σύστημα εξαγωγής:

4 θάλαμοι διαστολής Akrapovic από τιτάνιο

Σύστημα λίπανσης:

Mίξη λαδιού 3%

Σύστημα εκκίνησης:

Σπρώξιμο (προσεχώς μίζα!)

 

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Κιβώτιο: Suter τύπου κασέτας, 6 σχέσεων

Συμπλέκτης:

Ξηρός πολύδισκος Suter

Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:

Γρανάζια / -

Τελική μετάδοση / σχέση:

Αλυσίδα 520 / γρανάζια

 

ΠΙΣΩ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Σύστημα μοχλισμού με αμορτισέρ Ohlins TTX36 (RVP46)

Διαδρομή (mm):

-

Ρυθμίσεις:

Απόσβεση συμπίεσης, επαναφοράς, προφόρτιση, μήκος

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

6,0 x 17 ΟΖ σφυρήλατη αλουμινένια (ΟΖ ή Marchesini μαγνησίου)

Ελαστικό:

195/65R17 Dunlop KR108 ή 190/65R17 Bridgestone ή 200/60R17 Pirelli

Πίεση:

1,4 bar

ΦΡΕΝΟ

Δίσκος 218mm με διπίστονη δαγκάνα Brembo P4.24 (έμβολα τιτανίου)

 

ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

Big Dash full carbon της 2D, ενδείξεις στροφών, σχέσης κιβωτίου, θερμοκρασίας ψυκτικού, shift lights, GPS, χρονομέτρηση γύρων, split (Σύστημα καταγραφής δεδομένων για λειτουργία εμπρός / πίσω ανάρτησης, πίεση φρένων εμπρός / πίσω, λειτουργίας κινητήρα, ΙMU, ανάλυση γύρου, GPS, software χαρτογράφησης κινητήρα). Ρεζερβουάρ / φαίρινγκ / ουρά carbon fiber

 

ΕΜΠΡΟΣ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Πιρούνι USD Ohlins FGR300, TTX25 (RVP20)

Διαδρομή/Διάμετρος (mm):

130/43 (130/42)

Ρυθμίσεις:

Απόσβεση συμπίεσης, επαναφοράς, προφόρτιση ελατηρίου

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

3,75 x 17 ΟΖ σφυρήλατη αλουμινένια (ΟΖ ή Marchesini μαγνησίου)

Ελαστικό:

120/70R17 Dunlop KR106-1 ή Pirelli, 120/60R17 Βridgestone 

Πίεση:

2,4 bar

ΦΡΕΝΟ

Δύο δίσκοι 320mm με τετραπίστονες δαγκάνες Brembo GP4-RR 32/36 (Brembo XA8D1.B0/1 36/38)