Νυχτερινή περίπολος
Του είχε κολλήσει αυτή η ιδέα από τότε που διάβασε για τους τύπους που αφήνουν τα βιβλία τους στα πάρκα για να τα πάρουν άλλοι, άγνωστοι καινούργιοι αναγνώστες. Παρκάρισε το FZX στην γωνία και άφησε το κλειδί επάνω. Το λουκέτο το πέταξε στον κάδο μπροστά και απομακρύνθηκε χωρίς ενδοιασμό, χωρίς να το ξανά σκεφτεί. Θα το άφηνε εκεί να το πάρουν. Η επισκευή του κόστιζε δύο φορές την αξία του και οποιαδήποτε προσπάθεια να το πουλήσει θα τραβούσε πολύ σε χρόνο, μια πολυτέλεια που δεν είχε. Καλύτερα να χρησίμευε σε κάποιον, άλλωστε η χαρά ήταν πολύ μεγάλη για να σκεφτεί το οτιδήποτε, εκείνη τη μέρα είχε αντικαταστήσει το υποκατάστατο με το πραγματικό φάρμακο, είχε παραλάβει το VMAX.
Μένουμε σπίτι και το ΜΟΤΟ βάζει ένα λιθαράκι για να γίνει ακόμη πιο ευχάριστη αυτή διαμονή! Μια ελάχιστη προσφορά στους αναγνώστες μας με παλαιότερα άρθρα του περιοδικού που αποτελούν σημείο αναφοράς, τα οποία θα σας ταξιδέψουν, θα σας γεμίσουν με αδρεναλίνη, θα σας κάνουν να γελάσετε, θα σας κάνουν να προβληματιστείτε και -το κυριότερο- θα σας κρατήσουν συντροφιά αυτές τις δύσκολες ώρες που περνάμε όλοι. Μια πρώτης τάξεως αφορμή για να μείνουμε σπίτι, με ή χωρίς καραντίνα...!
Το άρθρο προέρχεται από το αρχείο του περιοδικού ΜΟΤΟ και αναδημοσιεύεται από την αρχική του μορφή δίχως αλλαγές. Αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του περιοδικού, μαζί με τις φωτογραφίες που το συνοδεύουν. Απαγορεύεται οποιαδήποτε αντιγραφή, οικειοποίηση μέρους ή του συνόλου του κειμένου και των φωτογραφιών, παραλλαγή ή χρήση πέραν της ανάγνωσης.
Το FZX, "το ανοικτό", το είχε αγοράσει μεταχειρισμένο έχοντας στο μυαλό του το απόλυτο muscle bike, με λεφτά που μάζευε πολύ καιρό, όταν η δουλειά του είχε κανονικό ωράριο και δεν ήταν κοινωνικά κατακριτέα και παράνομη. Δεν την έβλεπε όμως έτσι. Την συγκεκριμένη παρανομία την αντιμετώπιζε ως μικρή επανάσταση απέναντι σε ένα κράτος που νομοθετεί χωρίς σχέδιο, με βάση μόνο το συμφέρον συγκεκριμένων ανθρώπων. Ήταν επίσης η πρώτη του εβδομάδα ως εργένης, η χαρά ήταν διπλή.
Δύο πράγματα πίστευε ακράδαντα ότι απαγορεύονται αυστηρώς στους εργένηδες, να φοράνε πιτζάμες και να πίνουν μόνοι. Τις πιτζάμες τις έβλεπε σαν το πρώτο βήμα της κατρακύλας όταν δεν είσαι παντρεμένος. Της κατρακύλας που οδηγεί στην μοναξιά. Φόρεσέ τες μία φορά και θα μείνεις για πάντα μόνος, αυτό έλεγε όποτε τύχαινε να επισκεφτεί φίλο του βραδιάτικα απρόσκλητος και να τον βρει με πιτζάμες. Αυτό το τελευταίο, να χτυπά τα κουδούνια μέσα στην νύχτα, συνέβαινε συχνά τον τελευταίο καιρό, από τότε που γνώρισε τον Χρήστο, τον "Όμορφο" όπως τον φώναζαν. Και συνέβαινε εξαιτίας του δεύτερου πράγματος που τον εκνεύριζε στους εργένηδες, να πίνει μόνος του ένα ποτηράκι προσπαθώντας να επιβραδύνει το μυαλό του και να το καταστήσει ανήμπορο να πηδά από το ένα θέμα στο άλλο, κάνοντας συνήθως απαισιόδοξες προβλέψεις για το μέλλον.
Φοβόταν ότι αν αυτό γίνει συνήθεια θα τον άφηνε μόνο του για μια ζωή, χωρίς να μπορεί να μοιραστεί με κάποιον τις χειρότερες σκέψεις του. Γιατί κέρδιζε δύναμη όταν εκμυστηρευόταν τους προβληματισμούς του, όταν μοιραζόταν τα πράγματα που τον έκαναν να ντρέπεται. Στην αρχή ένιωθε ευάλωτος, αλλά αυτές οι εξομολογήσεις τον γέμιζαν τελικά με ενέργεια και μια απίστευτη δύναμη να αντιμετωπίσει καινούργια προβλήματα, τα παλιά του φαινόντουσαν μετά από αυτό πιο μικρά. Μοναξιά για εκείνον δεν ήταν να μην έχει μια σταθερή γκόμενα, άλλωστε τις μόνιμες σχέσεις τις έβλεπε ως ένα βάρος. Ένα κυριολεκτικό βάρος που τον έκανε να καμπουριάζει, να χάνει σιγά - σιγά το χαμόγελό του και να γίνεται στρυφνός, μέχρι που οι γυναίκες καταλάβαιναν τι συμβαίνει και τον παρατούσαν. Ποτέ δεν είχε ξεκινήσει εκείνος τον χωρισμό, παρόλο που τον είχε αποφασίσει πρώτος, πάντα τον παρατούσαν με δάκρυα στα μάτια εξαιτίας της αλλαγής στη συμπεριφορά του. Περνούσε μία μέρα με ανάμειχτα συναισθήματα απογοήτευσης, λύπης και λύτρωσης, και την επόμενη κιόλας είχε βρει ξανά τον εαυτό του. Όμως αυτό που δεν άντεχε είναι να μην έχει φίλους να κουβεντιάσει, ή απλούστερα ακόμα, να αράξει ο καθένας σε άλλο καναπέ και να κοιτούν αμίλητοι το ταβάνι. Τα τηλέφωνα τα είχε μόνο για αναζήτηση, για να ρωτά τους φίλους που βρίσκονται, και τα βράδια, όταν τελείωνε, να επισκεφτεί τον πρώτο που μπορούσε.
Για αυτό δεν καθόταν συχνά στο σπίτι, αυτό άλλωστε το είχε συνυφασμένο με την κούραση. Όταν δεν γυρνούσε στους δρόμους από φιλικό σπίτι σε μπαράκια και από εκεί στο σπίτι κάποιας γκόμενας, έπρεπε να γυρίσει στο δικό του. Και τότε τον περίμεναν ένα σωρό δουλειές, από πλύσιμο ρούχων μέχρι ξεσκόνισμα και σφουγγάρισμα, γιατί παράλληλα δεν του άρεσε να ζει σαν άστεγος σε άσυλο.
Ο προγραμματισμός ανήκε σε άλλον
Την απόφαση για τα σχέδια εκείνης της βραδιάς την είχε πάρει πριν από μέρες. Είχε βάλει στο πρόγραμμα να γυρίσει από νωρίς και να αφοσιωθεί στη φροντίδα του σπιτιού. Όταν τελείωσε, βγαίνοντας με την πετσέτα από το μπάνιο, αποφάσισε για πρώτη φορά να παραβεί τον έναν από τους δύο κανόνες που είχε θεσπίσει για τους εργένηδες, έβαλε στον εαυτό του δυο δάχτυλα Brugal, ένα εξαιρετικό ρούμι παλαίωσης από την Δομινικανή Δημοκρατία, και απλώθηκε στον καναπέ. Του το είχε δώσει ο Χρήστος μετά από το τελευταίο πέσιμο της αστυνομίας για τον τρόπο που χειρίστηκε την υπόθεση, και ήταν από την γωνία στο υπόγειο του μαγαζιού που κρατούσε τα καθαρά ποτά. Δικαιολογήθηκε στον εαυτό του ότι μετά από φασίνα αντίστοιχη που κάνει ένας φοιτητής όταν ετοιμάζεται να υποδεχτεί καινούργια γκόμενα στο άντρο του, ότι είχε κερδίσει το δικαίωμα να παραστρατήσει για μία φορά. Ήταν τότε που χτύπησε το τηλέφωνο, ακριβώς τη στιγμή που ετοιμαζόταν για την πρώτη γουλιά. Δεν αμφέβαλλε ούτε λεπτό πως θα ήταν εκείνος, οι φίλοι του δεν τον έπαιρναν ποτέ τηλέφωνο τόσο αργά. Δεν τον είχαν πάρει ούτε όταν περίμεναν τους γιατρούς να ανοίξουν την πόρτα των επίγοντων, να τους πουν για τον Μάκη, τον νεότερο της παρέας, που είχε φύγει σε μια στροφή με το RR το ίδιο εκείνο βράδυ που το είχε αγοράσει. Ήξεραν πως αν δεν ήταν με κάποιον από την παρέα, τότε θα ήταν είτε σε κάποια δουλειά, είτε με γκόμενα, δύο περιπτώσεις που το τηλέφωνο δεν το σήκωνε ποτέ.
Δεν κοίταξε καν την οθόνη του κινητού, "έλα Χρήστο" είπε κατευθείαν με φωνή που δεν φανέρωνε τη βαριεστιμάρα που ένιωθε. Σπάνια τον έλεγε "Όμορφο" όπως τον αποκαλούσαν στην πιάτσα, ακόμα και μπροστά του, όσοι είχαν περισσότερο θάρρος. Το κρατούσε για εκείνες τις περιπτώσεις που ήθελε να ζητήσει κάτι, μια χάρη, άλλωστε το έβρισκε πολύ γελοίο σαν παρατσούκλι, γιατί ο Χρήστος ήταν κοντός, με ροζιασμένη μύτη, χοντρές και βαθιές ρυτίδες και δέρμα σκούρο. Ήταν από κάθε άποψη κακάσχημος, και κάπνιζε σαν φουγάρο με τα μωβ, άψυχα χείλια του να έχουν μια μόνιμη κιτρινίλα στο σημείο που κρατούσε το τσιγάρο, ένα χρώμα που είχε καταλάβει και την οδοντοστοιχία του.
Πιο εύκολα θα άνοιγε τα πόδια της μια γυναίκα σ’ έναν πιγκουίνο στη μέση της Ανταρκτικής, παρά στον Χρήστο πάνω σε μια ξαπλώστρα στην εξωτικές Μαλβίδες κάτω από τους κοκοφοίνικες. Όμως ο Χρήστος ήταν πάντα περιστοιχισμένος από όμορφες γυναίκες, δυο κεφάλια ψηλότερες από αυτόν και με πόδια που τελείωναν στον αφαλό του. Είχε μείνει με το ακουστικό στο χέρι περιμένοντας μια απάντηση, ή ένα βογγητό, καθώς ο Χρήστος τον έπαιρνε συχνά τηλέφωνο βάζοντάς τον να ακούει τις φωνές των διάφορων παρτενέρ του, και την επόμενη μέρα του έδινε λεπτομερή περιγραφή, ενίοτε διανθισμένη από φωτογραφίες και βίντεο. Ήθελε να περηφανεύεται ότι με τα λεφτά του ο "Όμορφος" περνά καλύτερα από τον οποιοδήποτε γυμνασμένο φλούφλη που μερικές πιτσιρίκες τον βλέπουν σαν Θεό. "Εγώ μπορώ να κάνω τη μάνα οποιουδήποτε χλεχλέ να με δει σαν Θεό" άρεσε στον Χρήστο να δηλώνει επιδεικνύοντας ταυτόχρονα το πορτοφόλι του, "και με την κρίση τώρα μπορώ και τον μπαμπά του" συνέχιζε σχεδόν πάντα, ξεσπώντας σε γέλια που γρήγορα γινόντουσαν ένας ξερός, δυνατός βήχας. Περίμενε ακόμα λίγα δευτερόλεπτα στο τηλέφωνο, συνεχίζοντας να είναι σίγουρος ότι πρόκειται για τον Χρήστο και κάποια γκόμενα που έχει δίπλα του, αφού αργούσε να μιλήσει. Τον είχε κουράσει όλο αυτό και είχε ολότελα καταστρέψει την εικόνα του για τις γυναίκες συνολικά. Ήταν όλες πουτάνες, και το επαναλάμβανε συχνά τονίζοντας το "όλες, εκτός από την Αλεξία". Ένα όνομα που οι φίλοι του δεν ήθελαν να ακούν άλλο, ενώ όσοι βρίσκονταν έξω από τον στενό του κύκλο και ζητούσαν διευκρινίσεις δεν έπαιρναν καμία εξήγηση. Ούτε ο Χρήστος ήξερε και ας τον είχε ρωτήσει εκατό φορές.
"Έλα ρε μαλάκα", του είπε στο τέλος, "ποια έχεις εκεί; Δώσ’ τη να τη δουλέψω λίγο". Το μόνο που πήρε ως απάντηση ήταν ένας αναστεναγμός και κάτι σαν αναφιλητό, τότε κοίταξε για πρώτη φορά την οθόνη του τηλεφώνου, και είδε έναν αριθμό που δεν τον ήξερε, τσέκαρε και την ένδειξη του σήματος για να σιγουρευτεί, σε κλάσματα δευτερολέπτου ξανά ρώτησε:
"Ποιος είναι γαμώ την τρέλα μου, μίλα!". Ο αναστεναγμός ξανά ακούστηκε, αυτή τη φορά δυνατός και πεντακάθαρος, είχε βγει από χείλια κολλημένα στο τηλέφωνο. Ένας ψίθυρος, δεν κατάλαβε τι έλεγε, και το τηλέφωνο έκλεισε.
Ανασηκώθηκε και κοίταξε πάλι την οθόνη, το νούμερο ήταν εκεί, μπροστά του, αλλά δεν του θύμιζε τίποτα, η καρδιά του όμως άρχισε να χτυπά δυνατά, κάτι του έλεγε ότι δεν ήταν πλάκα, γιατί να είναι χωρίς απόκρυψη; Πάτησε στην οθόνη για να καλέσει τον αριθμό αλλά εκείνη τη στιγμή ήρθε ένα σύντομο μήνυμα:
"Θέλω να σου μιλήσω", τέσσερις λέξεις που επέδρασαν στο σφυγμό του πιο άμεσα και από τον V4 μετά τις 6.500 στροφές. Αυτή ήταν. Κλότσησε με δύναμη το τραπεζάκι και έχυσε το ακριβό ρούμι στο πάτωμα. Το θράσος ορισμένων ανθρώπων είναι τόσο υπερβολικό που μπορεί να περάσει το στάδιο που γίνεται αφάνταστα εκνευριστικό και να υπνωτίσει τον άλλο. Άρχισε να ντύνεται με απότομες κινήσεις χωρίς να έχει αποφασίσει πλήρως ότι θα βγει από το σπίτι, είχε περάσει σχεδόν ένας χρόνος από την τελευταία φορά που μίλησαν και τώρα, έτσι ξαφνικά και απρόσκλητα, εισέβαλλε ξανά στη ζωή του.
"Με ποιο δικαίωμα το κάνουν αυτό οι άνθρωποι;" Αναφωνούσε όσο έβαζε τις μπότες του, "Χα! Και εγώ το ίδιο δεν κάνω; Έτσι δεν συμπεριφέρομαι στους φίλους μου;" Κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη και όλο αυτό του φάνηκε πολύ γελοίο, αποφάσισε εκείνη τη στιγμή να θεσπίσει και τρίτο κανόνα για τους εργένηδες, απαγορεύεται να μιλούν στον εαυτό τους δυνατά.
Κυνήγι των σημείων
Κατέβηκε τα σκαλιά από τον τρίτο όροφο δύο-δύο, η οικοδομή δεν είχε ασανσέρ, αλλά δεν θα την άλλαζε για τίποτα, όσο παλιά και αν ήταν. Μέσα στην είσοδο υπήρχε μία πόρτα που έβγαζε στον ακάλυπτο και το κλειδί, έπειτα από συμφωνία με τον ιδιοκτήτη, το είχε μόνο αυτός. Με μια τέντα από επάνω και μερικά ράφια στον τοίχο δίπλα στην πόρτα, είχε μεταμορφώσει εκείνο το μέρος σε ένα κρυμμένο γκαράζ για το VMAX. Έμεινε για λίγο εκεί να κοιτά τις αλουμινένιες εισαγωγές, μια συνήθεια που ξεκίνησε από την πρώτη μέρα που την απέκτησε, ποτέ δεν την έβαζε απευθείας μπροστά όσο και να βιαζόταν. Αφιέρωσε μερικά δευτερόλεπτα για να ανατρέξει το βλέμμα πάνω στις καμπύλες της, και ετοιμάστηκε να την πάρει τηλέφωνο, δεν ήξερε πια την διεύθυνσή της. Για δεύτερη φορά εκείνο το βράδυ, δεν πρόλαβε να το κάνει γιατί καθώς το κρατούσε στο χέρι του εκείνο άναψε, αυτή τη φορά ήταν πράγματι ο Χρήστος.
"Ο μαλάκας ο Ποζιτίδης δεν έκοψε τους μπάτσους, ο δικός του είπε ότι η εντολή για το πέσιμο έρχεται από τα κεντρικά και δεν μπορεί να κάνει κάτι. Σε πόση ώρα θα είσαι στο μαγαζί;" Μπήκε κατευθείαν στο θέμα.
Ο Χρήστος είχε τρία μεγάλα "μανάβικα", μαγαζιά που λειτουργούσαν σαν internet café αλλά στην ουσία είχαν φρουτάκια. Εκείνος είχε αναλάβει το ταμείο και στα τρία μέχρι που ο Χρήστος του έκανε πρόταση να ανοίξουν συνεταιρικά ένα τέταρτο στην περιοχή του. Το πέσιμο θα γινόταν στο καινούργιο μαγαζί, μια αναπόφευκτη κίνηση των μπάτσων για τα εγκαίνια πριν από λίγες μέρες. Τουλάχιστον τα λεφτά που τους έδιναν δεν πήγαν τελείως χαμένα, τους είχαν προειδοποιήσει.
"Σε τρία λεπτά, κλείσε". Του την έσπαγαν οι μπάτσοι και το σύστημα, δεν είχαν δικαίωμα να τον κυνηγάνε, δεν αναγνώριζε τον εαυτό του ως παράνομο. Είχαν φτιάξει νόμους που επέτρεπαν στα Καζίνο να έχουν το μονοπώλιο του τζόγου, θεωρούσε λοιπόν πως απλώς ήταν αντικαθεστωτικός και ασκούσε το νόμιμο δικαίωμά του να επιχειρεί σε κάθε κλάδο της οικονομίας. Έβλεπε τον τζόγο σαν έναν από αυτούς και μάλιστα υγιέστερο από το Χρηματιστήριο, "γιατί εκεί παίζεις με τα λεφτά και τις ζωές των άλλων" έλεγε συχνά. Ούτε ένιωθε τύψεις που οι μισοί πελάτες του ήταν συνταξιούχοι που έπαιζαν την πενιχρή τους σύνταξη, ήξερε ακριβώς τι παίρνει ο καθένας και το ελάχιστο με το οποίο μπορούσε να ζήσει, μόλις έβλεπε ότι χάνουν περισσότερα από αυτά που μπορούν να αντέξουν, έστελνε από τον κεντρικό υπολογιστή που είχε στο μπαρ μερικές τρίλιζες και τους επέστρεφε κάποια χρήματα. Όλοι οι παίκτες ήταν γνωστοί ή είχαν συστηθεί από γνωστούς, και φυσικά κανένας υπολογιστής του μαγαζιού δεν έπαιζε στην τύχη, ήταν ελεγχόμενοι από τον ίδιο. Στο μυαλό του τίποτα από όλα αυτά δεν ήταν μεμπτό, ήταν απλά ο τρόπος που λειτουργούσε αυτή η δουλειά, έτσι την έμαθε, έτσι την έκανε. Και τώρα με την κρίση είχε περισσότερη από ποτέ, ο κόσμος στρεφόταν στον τζόγο ψάχνοντας εκεί μια λύση στο οικονομικό του πρόβλημα, στην ουσία απλά το διόγκωνε.
"Στείλε μου την διεύθυνση, τελειώνω μια δουλειά και έρχομαι", έγραψε σε ένα σύντομο μήνυμα που το έστειλε στο νέο αριθμό. Τσούλησε την VMAX έξω από την είσοδο και την έβαλε μπροστά κάνοντας τους τοίχους των πολυκατοικιών να αντανακλάσουν τον μπάσο μεταλλικό ήχο και να τον στείλουν πίσω στα αυτιά του ακόμα πιο ενισχυμένο. Άνοιξε ελαφρά το γκάζι αλλά το πίσω ελαστικό δεν κρατήθηκε και άφησε μια σύντομη δυνατή τσιρίδα, δεν ήθελε με τίποτα να πάει στο μαγαζί, ο νους του ήταν στο τηλέφωνο, δεν τον ενδιέφερε τίποτα άλλο εκείνη τη στιγμή. Περίμενε μόνο την απάντηση.
Έμενε ένα δρόμο πάνω από τον περιφερειακό του Πολυγώνου και το μαγαζί ήταν τρεις δρόμους πιο κάτω, ωστόσο έπρεπε να κάνει έναν μεγάλο κύκλο, ούτε με τα πόδια υπήρχε συντομότερος τρόπος, πολεοδομικές αναρχίες. Έβαλε νωρίς τη δευτέρα, έδωσε μια κοφτή γκαζιά και αμέσως άφησε το γκριπ, μετά έδωσε άλλη μία, πιο γερή αυτή τη φορά με όλο το θυμό που ένιωθε, και ο πίσω τροχός ξεκόλλησε απότομα γλιστρώντας στο πλάι μέσα σ’ ένα ανεπαίσθητο λευκό συννεφάκι. Αυτή η μοτοσυκλέτα είχε μια πολύ περίεργη επίδραση, του ανέβαζε την αδρεναλίνη στα ύψη και ταυτόχρονα ξέδινε καλμάροντας τα νεύρα του, ήταν φωτιά και νερό μαζί.
Έφτασε στο μαγαζί και ζήτησε από τον "αυτοφωράκια" όλες τις εισπράξεις μαζί με το πορτοφόλι του. Όταν θα έρχονταν οι μπάτσοι θα κατίσχυαν λεφτά και το ένα τρίτο των υπολογιστών. Για τους υπολογιστές δεν τον ένοιαζε, ήταν μηδαμινής αξίας, αλλά τα λεφτά ήταν άλλη υπόθεση. Έβαλε εκατόν πενήντα ευρώ στο πορτοφόλι του αυτοφωράκια. "Αύριο το μεσημέρι που θα σε βγάλουν πάρε με τηλέφωνο, θα έρθω να στο δώσω" είπε στο γέρο που με απάθεια καθόταν σε μια πλαστική καρέκλα έξω από την είσοδο. Ήταν ένας αχυράνθρωπος που στην άδεια φαινόταν ως ιδιοκτήτης. Έπαιρνε ένα καλό μισθό για να βρίσκεται εκεί και να πηγαίνει στο αυτόφωρο, ενώ κάθε μέρα που έμενε μέσα είχε και μπόνους, γι’ αυτό χαιρόταν πολύ όταν οι μπάτσοι επισκέπτονταν τα μαγαζιά τις Παρασκευές. Παλιότερα έβρισκε στο τμήμα και κανά φίλο, έπινε τα πρωινά καφέ με το διοικητή, τώρα έβλεπε μόνο αλλοδαπούς με τους οποίους δεν μπορούσε να συνεννοηθεί και ο διοικητής ήταν γυναίκα. Χάλια εποχές.
Αγρίμι στους δρόμους
Περιφερόταν μέσα στο μαγαζί με το κινητό στο χέρι. Ακόμα δεν είχε κάποιο μήνυμα. Οι μπάτσοι διάλεξαν να του την πέσουν την χειρότερη μέρα, μάλλον όχι, εκείνη διάλεξε την χειρότερη, από την άλλη βέβαια όποια μέρα και να έπαιρνε τηλέφωνο αυτομάτως θα γινόταν η χειρότερη. Η οθόνη άναψε και απάντησε αμέσως πριν δει ποιος ήταν, πριν καν ακουστεί ο ήχος.
"Καλύτερα φύγε από το μαγαζί, διώξε και την Μόνικα, άσε μόνο την Κλειώ. Έρχεται κλιμάκιο, αν έχεις κανένα μεγάλο παίκτη διώξ’ τον και αυτόν όμορφα". Ήταν πάλι η βραχνή φωνή του Χρήστου. "Να σου πω…" τικ-τικ, στο κινητό είχε φτάσει ένα μήνυμα την ώρα που μιλούσαν, με το ζόρι συνέχιζε να ακούει τον Χρήστο χωρίς να του το κλείσει, "πήγαινε από Πετρούπολη μια βόλτα, οι ρωσοπόντιοι λένε ότι δεν συνεννοήθηκες για την προστασία, ζητάνε από εμένα άλλη τιμή. Δεν είπαμε ότι το μαγαζί εκεί θα είναι ξέχωρα, τι μου τα βάζεις σε μένα;"
"Δεν έβαλα τίποτα σε εσένα, τους είπα να ξέρουν τι ζητάνε, οι εποχές είναι δύσκολες και πάντα είχαμε πρόσωπο, να κάνουν καλύτερη τιμή, τέσσερα μαγαζιά είναι σύνολο"
"Ναι, τράβα τώρα εξήγησε ότι είναι τρία και ένα μόνο του και μη λες τέτοιες μαλακίες, δώσ’ τους και τίποτα"
"Κλείσε". Στο μήνυμα η Αλεξία τον παρακαλούσε να την πάρει από ένα μπαρ στην Αθηνάς, γαμώτο, γιατί γίνονται όλα μαζί; Έγνεψε στη Μόνικα, ήταν η νεότερη από τις δύο κοπέλες, την είχε φέρει από ένα μαγαζί του Χρήστου μαζί με τον αυτοφωράκια. Ήταν από μια χώρα που ποτέ δεν την θυμόταν, στο μυαλό του είχε καταγραφεί ως Ρωσίδα. Σε σύγκριση με την Κλειώ, μια σαραντάρα από την Ανατολική Αττική που ο άντρας της την παράτησε, ήταν τυφώνας. Το μάτι της έκοβε και είχε αντίληψη, ήταν η μόνη που μπορούσε να στέλνει τρίλιζες και μπόνους στους παίκτες όταν αυτός δεν ήταν στο μαγαζί, έπρεπε να την προστατεύσει.
Ανέβηκε στη μοτοσυκλέτα τη στιγμή που δυο αυτοκίνητα με σιδερένιες ζάντες χωρίς τάσια σταματούσαν μπροστά στο μαγαζί. Γαμώτο, έξι άτομα είχαν έρθει, ήταν πολλοί, θα έκαναν ζημιά. Μπορεί και να το σφράγιζαν για λίγο, κανονικά δεν θα έπρεπε να φύγει, θα έπρεπε να μείνει και να το παίξει ευγενής υπάλληλος, να προσπαθήσει να τους καλμάρει και να ελέγξει την κατάσταση, τώρα θα βολόδερναν ανενόχλητοι. Άλλωστε θα έρχονταν συχνά από εδώ και πέρα, δεν γινόταν να χάσει άλλο το βράδυ του. Ξεκίνησε ομαλά και έστριψε στο πρώτο στενό, άνοιξε απότομα την πρώτη και την κράτησε εκεί με το τεράστιο shift light να φωτίζει ολόκληρο το κράνος, σαν φωτορυθμικό που τρεμοπαίζει με την ένταση της μουσικής. Τη μουσική αυτή θα την άκουγαν τώρα οι μπάτσοι. Το λάστιχο τσίριζε περισσότερο από γατί στην πρώτη του γέννα, και οι εξατμίσεις έβγαζαν ένα βουητό πιο τρομακτικό και από τα κέρατα που φυσούσαν οι Βίκινγκς όταν ετοιμαζόταν για επίθεση. Συνέχισε να κρατά την πρώτη στον κόφτη και πίσω του τα φλας των παρκαρισμένων αυτοκινήτων αναβόσβηναν γρήγορα από τους συναγερμούς που χτυπούσαν. Στα αυτιά του δεν έφτανε τίποτα πέρα από τον ήχο του VMAX, αλλά ήξερε ότι τώρα και οι έξι τα άκουγαν όλα μαζί, σε ένα κρεσέντο που θα τους έκανε να κοντοσταθούν και να κοιτούν την είσοδο του μικρού στενού απορημένοι, ίσως να τους έκανε να καρδιοχτυπήσουν κιόλας, όχι ότι είχε σημασία αλλά έτσι, για να καταλάβουν ότι δεν μπορούν να του κάνουν τίποτα.
Η δεύτερη ήθελε δύναμη για να κουμπώσει σε αυτές τις στροφές, η τρίτη λιγότερο, ανέβασε όμως κατευθείαν σε τετάρτη, αρκετό κόσμο είχε ξυπνήσει. Πέρασε κάτω από τον Κηφισό και οδηγώντας γρήγορα αλλά σταθερά ανέβηκε την Πετρουπόλεως διασχίζοντας την πλατεία με προσοχή, ήθελε να δει τις μοτοσυκλέτες που ήταν παρκαρισμένες απ’ έξω. Δεν του άρεσε να παίρνει τηλέφωνο όταν ήθελε να συναντήσει κάποιους από αυτούς, αλλά προτιμούσε να εμφανίζεται μπροστά τους. Ήταν ένας τρόπος να δηλώσει ότι παρακολουθεί τα πάντα, ότι βρίσκεται και αυτός στο κατόπι τους, όπως κάνουν αυτοί, ακολουθούσε δικές τους μεθόδους. Ανέβηκε τελικά μέχρι επάνω, κάτω από το παλιό φουγάρο όπου όλες οι Δυτικές συνοικίες κάνουν την πασαρέλα τους. Τίποτα δεν θύμιζε τις παλιές εποχές, τότε που είχε πρωτοπάρει το FZX και είχε ένα από τα πιο αργά μηχανάκια για κόντρες, απέναντι σε μια στρατιά από Hayabusa, γραναζωμένα Duke και superbike του λίτρου. Τώρα που το VMAX ήταν ο απόλυτος άρχοντας, δεν υπήρχε και κάποιος για να τα βάλει μαζί του, ήταν φοβερά εκνευριστικό. Πέρασε από το πάνω παρκινγκ γεμίζοντας την πρώτη, κάνοντας μια παρέα κοριτσιών που ανηφόριζαν για την παρακείμενη καφετέρια να αναπηδήσουν γουρλώνοντας παράλληλα τα μάτια και ανοίγοντας με τρόμο το στόμα. Αυτή η μοτοσυκλέτα μπορεί κυριολεκτικά να τρομοκρατήσει τους περαστικούς, είναι επίσης όμως ένας πολύ καλός τρόπος να φωνάξει κανείς ότι έφτασε, για να βρει έτσι πιο εύκολα αυτούς που ψάχνει. Πράγματι σταμάτησε στο κάτω παρκινγκ ανάμεσα σε χαμηλωμένα αυτοκίνητα και παπάκια, τίποτα δηλαδή που να θυμίζει τον παλιό καλό "στρατό", και αμέσως εμφανίστηκαν "τα παιδιά".
Οι εξηγήσεις αυτού του είδους γίνονται γρηγορότερα απ’ ότι θα περίμενε κανείς, ιδιαίτερα όταν επισφραγίζεις τα λόγια σου με χαρτονομίσματα. Οι εισπράξεις της ημέρας και ένα πρόσθετο γενναίο ποσό αλλάζουν χέρια, εξασφαλίζοντας έτσι ότι καμία τυχαία μολότοφ δεν θα ξεφύγει προς την είσοδο του νέου μαγαζιού. Ίσα βάρκα, ίσα νερά, πλούσιος δεν πρόκειται να γίνει, τουλάχιστον μέχρι στιγμής εξασφάλισε τη μοτοσυκλέτα που πάντα ονειρευόταν.
Διλήμματα ζωής
Το μήνυμα τον επαναφέρει στον αρχικό του προβληματισμό. Δεν θα τον περιμένει για πολύ ακόμα στο μπαρ, και νωρίς το πρωί θα πρέπει να είναι στον Πειραιά. Να δεις που θα πάει στο νησί και από εκεί στην Τουρκία, όπως την πρώτη φορά. Τα νεύρα του επιστρέφουν, τώρα τα έχει κυρίως με τον εαυτό του, γιατί δεν μπορεί να πάρει μια απόφαση, αν θέλει ή όχι να την ξαναδεί. Κατεβαίνει τον μακρύ κατηφορικό δρόμο ανοίγοντας τέρμα τη δευτέρα, ο δρόμος είναι άδειος μέχρι την πλατεία, σχεδόν ένα χιλιόμετρο πιο κάτω, αλλάζει σε τρίτη το γκάζι ανοικτό και ο πίσω τροχός να θέλει να προσπεράσει τον μπροστά, η ευθεία τελειώνει. Κλείνει το γκάζι και τότε γλιστρά περισσότερο, ο άξονας είναι φτιαγμένος για να αντέχει τη θηριώδη δύναμη από τον κινητήρα προς τον τροχό και τώρα αυτό γυρνά μπούμερανγκ, τη στέλνει στον κινητήρα που ουρλιάζοντας ακόμα περισσότερο καταπίνει όση μπορεί και με τη σειρά του τη επιστρέφει πάλι πίσω. Ο πίσω τροχός είναι αδύνατο να σταματήσει το σπινάρισμα, ενώ το γκάζι είναι τελείως κλειστό! Φταίει ο γυάλινος δρόμος, φταίει που προκάλεσε το VMAX με αυτό τον τρόπο. Όταν ανοίγεις την πόρτα και αμολάς τον ταύρο στην αρένα, δεν περιμένεις να του σφυρίξεις όταν χτυπήσει τον ταυρομάχο και τον ρίξει στο χώμα. Δεν υπάρχει επιστροφή, τον ελευθέρωσες πρέπει να τον σκοτώσεις, ή να του εκτονώσεις την ορμή μέχρι να ηρεμήσει. Δεν θα γίνει όποτε θέλεις εσύ. Αυτά έλεγε στον εαυτό του, όσο έβλεπε την στροφή να πλησιάζει και καταριόταν την ώρα και τη στιγμή που το κράτησε παραπάνω ανοικτό απ’ όσο θα έπρεπε. Το ABS τον έσωσε, αυτό και το πλάτος του δρόμου που το εκμεταλλεύτηκε όσο μπορούσε για να σταματήσει πριν αρχίσει η κατηφορική δεξιά της πλατείας και μπει από την τζαμαρία σε κάποια κλειστή καφετέρια.
Το αίμα κυλούσε στις φλέβες γρηγορότερα απ΄ ότι η βενζίνη στην εισαγωγή NSR 250 στις 13.000 στροφές, αλλά δεν είχε ηρεμήσει ακόμα, δεν ήθελε να είναι μαζί της και ταυτόχρονα δεν μπορούσε να μην είναι κιόλας. Ένιωθε σαν τον άξονα του VMAX, δυνάμεις αντι-επιστροφής.
Ήταν περασμένες τρεισήμισι και η πόλη, αυτή που κορόιδευε όταν άκουγε να λένε για άλλες ότι ποτέ δεν κοιμούνται, κοιμόταν του καλού καιρού, στους δρόμους δεν κυκλοφορούσε ούτε αδέσποτος σκύλος. Έφτασε στην Ομόνοια πριν το καταλάβει και μέχρι συναντώντας απλώς έναν μονοψήφιο αριθμό ταξί, οι δρόμοι του κέντρου είχαν μετατραπεί σε ένα τεράστιο ταμπλό παιχνιδιού. Χαιρόταν την εκρηκτική επιτάχυνση του VMAX σε κάθε φανάρι και προσπαθούσε να μην σπινάρει τον πίσω τροχό, να κρατήσει σταθερή τη μοτοσυκλέτα για να γευτεί ακόμα μεγαλύτερη δόση από τη δύναμή της, να μην πάει τίποτα χαμένο. Ένα φανάρι νωρίτερα στην Πατησίων είχε τολμήσει να γίνει κόκκινο όταν το μικρό ψηφιακό κοντέρ έδειχνε 172! Λίγα μέτρα πριν είχε ξεκινήσει από στάση αλλά η βαριά μοτοσυκλέτα είχε προλάβει κιόλας να τα συγκεντρώσει όπως ο Σκρουτζ τα νομίσματα όταν του τρυπήσει η τσέπη. Ξαναζήτησε τη βοήθεια του ABS και αυτό με μια μεγάλη ανάδραση του υπέδειξε τις αντοχές του και του είπε να τα βγάλει πέρα μόνος του. Αλλά δεν ήταν, τουλάχιστον όχι εκείνο το βράδυ, το φανάρι έγινε Πράσινο και πριν συμπληρωθεί λεπτό ήταν κιόλας στην Ομόνοια. Εκεί ήταν που συνειδητοποίησε ότι την τρίτη φορά στην ίδια μέρα που θα αψηφήσει την διαβολική δύναμη του VMAX θα έχει τις πιθανότητες εις βάρος του. Κλείνει το γκάζι και περνά μέσα από ένα κέντρο άδειο, δεν υπάρχουν ούτε οι μαύρες που έκαναν παλιότερα πεζοδρόμιο και που συνήθως τον τραβούσαν από το χέρι όταν τολμούσε να κόψει δρόμο διασχίζοντας εκείνες τις οδούς. Ψυχή, πουθενά, ο "Ξένιος Ζευς" κάτι έχει κάνει, ναι. Σήκωσε μια βιτρίνα απλώς. Γιατί όλοι αυτοί είναι εκεί, είναι λίγο παραδίπλα και κρύβονται, δεν έχουν φύγει, δεν αισθάνεται μόνος στο κέντρο, παρόλο που δεν υπάρχει ούτε παρκαρισμένο αυτοκίνητο.
Τρεις δρόμους πιο κάτω η εικόνα είναι διαφορετική, ο κόσμος ακόμα κυκλοφορεί, υπάρχουν σκουπίδια στους δρόμους. Ξαναγεμίζουν αμέσως μόλις οι οδοκαθαριστές περάσουν, από νέα παιδιά, και τρελαίνεται με την ιδέα ότι το γκέτο πιο πάνω είναι πιο καθαρό. Από την άλλη αυτή η γενιά περνάει τόσο πολλά, επιβιώνει σε ένα κράτος ανύπαρκτο και αυτό τις δίνει πολλές δικαιολογίες, παρκάρει καμιά τριανταριά μέτρα μακριά από το μπαρ που βρίσκεται η Αλεξία, αλλά δεν μπαίνει μέσα. Ο θυμός του επιστρέφει τώρα που κατέβηκε από τη σέλα, ο V4 δεν είναι εκεί για να τον ηρεμήσει και για μια ακόμα φορά τα βάζει με τον εαυτό του. Βλέποντας ένα τσούρμο γυναίκες να κατηφορίζουν προς την Αθηνάς σουρωμένες και φέρνοντας στο μυαλό του ξανά τον Χρήστο, αναμοχλεύει την άποψη που έχει για το γυναικείο φύλο, είναι "όλες φίλε μου, αυτό να θυμάσαι".
Τη στιγμή που είχε διαλέξει να απεξαρτητοποιηθεί, την είδε να βγαίνει. Τα σκούρα καστανά μαλλιά της έπεφταν ολόισια στους ώμους και τα κόκκινα χείλη της ξεχώριζαν ακόμα περισσότερο από το κίτρινο φωτισμό των λαμπτήρων του δρόμου. Περπατούσε γρήγορα με κοφτά μεγάλα βήματα, κοιτώντας κάτω, φούστα λίγο πάνω από το γόνατο, σακάκι ανοικτό που σταματούσε λίγο κάτω από το στήθος. Δεν είχε αλλάξει καθόλου, τα λεπτά χαρακτηριστικά του προσώπου της έπαιζαν με τις σκιές του σκοτεινού δρόμου, του φάνηκε θλιμμένη. Έστριψε ένα στενό πριν από εκείνον, αν είχε συνεχίσει θα έπεφτε πάνω του, αν είχε σηκώσει το κεφάλι θα τον είχε δει. Μπήκε σε ένα ταξί. Το ήξερε το πρόγραμμά της. Θα πήγαινε σπίτι, όπου και αν ήταν αυτό τώρα, θα άφηνε τον οδηγό να περιμένει και θα κατέβαινε με τα πράγματα, έτοιμη για αναχώρηση, έτσι είχε κάνει την πρώτη φορά.
Ακολούθησε μαγνητισμένος το ταξί, από μακριά. Το λαμπάκι της βενζίνης είχε ανάψει εδώ και ώρα, ήταν το μόνο πράγμα που μισούσε σε αυτή τη μοτοσυκλέτα, δεν τον ενοχλούσε τίποτα άλλο. Ούτε και ο ιδρώτας που έριχνε για να την μανουβράρει στις ανηφόρες του Πολυγώνου και της Κυψέλης. Το ταξί στρίβει, εκείνος συνεχίζει ευθεία. Έρημοι δρόμοι, 210 το ταχύμετρο στην Πειραιώς, "θα μείνω" σκέφτηκε, στρίβει. Στο βενζινάδικο λύνεται ο γρίφος, μια αποκάλυψη σε ένα τόσο ασυνήθιστο μέρος. Όσο ο υπάλληλος γεμίζει την VMAX αυτός χαζεύει την συλλογή των Royal Enfield του ιδιοκτήτη, την έχει παρκαρισμένη εκεί για να την βλέπει όλος ο κόσμος. Απελευθέρωση, αυτό νιώθει κοιτώντας τις καλογυαλισμένες μοτοσυκλέτες, για έναν περίεργο λόγο η μορφή τους και το γουργούρισμα του VMAX τον ηρεμούν, η άποψη του για τις γυναίκες αλλάζει εκείνη ακριβώς τη στιγμή και αυτόματα, ο θυμός καταλαγιάζει.
Έχει πάει πέντε και κάτι θα ξημερώσει, και όλη αυτή η ένταση της νύχτας απελευθερώνεται σε κούραση και πείνα. Ο καντινιέρης του μεταφέρει τον πόνο του, τις ουρές που κάποτε σχημάτιζε ο κόσμος μπροστά του, τους τόνους κρέατος που έχει ψήσει τα τελευταία είκοσι χρόνια. Οι δρόμοι έχουν αλλάξει, η πόλη έχει αλλάξει, η χώρα ολόκληρη, έχει τη σοφία των ανθρώπων της νύκτας. Τον χαιρετά, μοιράζεται με τα αδέσποτα το πρωινό του και φεύγει απελευθερώνοντας ήχους της κόλασης, με το shift light να φωτίζει προς τα πίσω την καντίνα και τα αδέσποτα. Ούτε που κατάλαβε πότε έφτασε στον Πειραιά. Ήθελε να πει ένα τελευταίο αντίο, με το δικό του πλέον τρόπο. Στο πλοίο που βγαίνει από το λιμάνι στέλνει τον λυσσασμένο αντίλαλο του Bridgestone που εγκλωβίζεται στα ψηλά χτίρια και απελευθερώνεται προς την θάλασσα. Είναι σίγουρος ότι τον ακούν μέχρι την γέφυρα του πλοίου, είναι σίγουρος ότι τον ακούει εκείνη. Συνοδεύει το πλοίο μέχρι το Πέραμα, καπνός και ουρλιαχτά όλη η παραλιακή ζώνη. Η ένδειξη της βενζίνης φτάνει κιόλας στην μέση, ειπώθηκαν αυτά που έπρεπε το πλοίο έχει αναχωρήσει πλέον, το πολυπόθητο τέλος έφτασε. Το μοναδικό σημείο της πόλης που δεν κοιμάται αυτή την ώρα είναι μπροστά του, οι γερανοί δουλεύουν και υπάρχει ζωή. Τεράστια μηχανήματα που μεταφέρουν κοντέινερ που σηκώνουν τόνους ολόκληρους. Έχει και αυτός ένα τέτοιο, σηκώνει τόνους θυμού, σκέψεις και ενοχές και τις απελευθερώνει στο πίσω λάστιχο και από εκεί της γειώνει στο έδαφος. Η επόμενη μέρα θα είναι πολύ πιο ήρεμη τώρα, το VMAX σαν γυμνασμένο ντόπερμαν κάθεται στα πόδια του κυρίου πιστός φίλος, "μπααα... δεν υπάρχει πουθενά μοναξιά".