Dunlop Roadsmart IV: Το δοκιμάζουμε σε όλες τις συνθήκες

Η νέα γενιά Roadsmart εξισώνει τις συνθήκες του δρόμου

Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

21/4/2022

Συνομιλώντας κατά καιρούς με τα στελέχη των μεγαλύτερων κατασκευαστών ελαστικών, έχω καταγράψει ορισμένους κοινούς προβληματισμούς που παραδέχονται όλοι τους πως ισχύουν στον ίδιο βαθμό, κι ένας από αυτούς είναι πως τα ελαστικά που προορίζονται για καθημερινή χρήση δρόμου, έχουν στην πράξη τόσες απαιτήσεις που ο σχεδιασμό και η εξέλιξή καταλήγει δυσκολότερο έργο από την εξέλιξη ενός αγωνιστικού ελαστικού. Διότι το τελευταίο καλείται να κάνει ένα πράγμα, τα ελαστικά αυτής της κατηγορίας πρέπει να είναι σπορ με αξιώσεις, αλλά να έχουν μεγάλη διάρκεια ζωής, καλή απόδοση στο βρεγμένο, να ζεσταίνονται γρήγορα αλλά να μην υπερθεμαίνονται εύκολα, να απορροφούν ανωμαλίες του δρόμου χωρίς όμως κινητικότητα πέλματος και να αντέχουν και στο φόρτωμα και τέλος, εκείνο που παραβλέπουν όλοι, να διατηρούν αυτά τα χαρακτηριστικά σε αρκετές διαφορετικές διαστάσεις!

Υψηλόβαθμο στέλεχος της Dunlop στην Ευρώπη εξηγούσε στο ΜΟΤΟ, κατά την παρουσίαση του νέου ελαστικού που έχετε ήδη διαβάσει στο τεύχος 629, πως το Roadsmart IV είναι ο κοινός τόπος επαφής της εταιρείας με εκατοντάδες χιλιάδες αναβάτες, που σημαίνει πως η ανάπτυξή του έχει μεγαλύτερη σημασία από τα αγωνιστικά ελαστικά των Moto2 και Moto3 στα MotoGP που τα τελευταία χρόνια η Dunlop είναι αποκλειστικός προμηθευτής.

Η αναφορά δεν ήταν τυχαία, καθώς το Roadsmart IV επωφελείται από την τεράστια αγωνιστική πορεία της Dunlop με τρόπο πολύ άμεσο και πρακτικό και όχι θεωρητικό. Οι αγώνες αποτελούν τον τόπο της εξέλιξης του είδους, χωρίς αυτούς η εξέλιξη όχι μόνο είναι αργή αλλά μπορεί να οδηγηθεί και σε λάθους δρόμους. Μπορείς να πεις πως όλα τα ελαστικά δρόμου κάθε εταιρείας επωφελούνται από την αγωνιστική της πορεία με βάση την εμπειρία που έχει αποκτηθεί, όμως εδώ μιλάμε για κάτι τελείως πρακτικό και όχι θεωρητικό: Πρόσφατα το τμήμα αγωνιστικών ελαστικών της Dunlop, αυτό που κατασκευάζει τα ελαστικά της Moto2 και της Moto3, μετακόμισε από το Birmingham της Αγγλίας όπου βρισκόταν επί δεκαετίας, στο βασικό εργοστάσιο της Dunlop στην Γαλλία, εκεί που κατασκευάζονται και τα Roadsmart IV. Η μεταφορά αυτή προίκισε τις γραμμές παραγωγής των ελαστικών δρόμου με ορισμένες πολύ ενδιαφέρουσες εργαλειομηχανές βουλκανισμού και επέτρεψε στην Dunlop να χρησιμοποιήσει ορισμένες τεχνικές κατασκευής που μέχρι στιγμής υπήρχαν μόνο στους αγώνες και στα αγωνιστικά ελαστικά που μπορούσαν να καλύψουν το υψηλότερο κόστος παραγωγής. Η ενοποίηση αυτή όμως, έδωσε πρόσβαση σε εργαλεία που μέχρι πριν δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί η ανάπτυξή τους χωρίς να αυξηθεί και το κόστος, κι έτσι από την απλή μεταφορά τεχνογνωσίας και εμπειρίας που γινόταν μέχρι πριν άμεσα και απρόσκοπτα στην κοινωνία της πληροφορίας που ζούμε, πλέον άνοιξε ο δρόμος και για την φυσική χρήση του εξοπλισμού!

Κι έτσι το Roadsmart IV γίνεται πλέον το πρώτο ελαστικό της κατηγορίας που κάνει χρήση της τεχνολογίας Jointless Tread. Η ονομασία περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο τοποθετείται η γόμα πάνω στον σκελετό. Όπως ακριβώς και με την Jointless Belt τεχνολογία για την κατασκευή του σκελετού που είτε με αυτή την ονομασία είτε με διαφορετική, όλοι οι μεγάλοι κατασκευαστές χρησιμοποιούν, αντίστοιχα και με την Jointless Tread η εξωτερική γόμα απλώνεται σε λωρίδες σε μορφή μαστίχης τυλιγμένη πάνω στον σκελετό και γίνεται ένα σώμα κατά την διαδικασία του βουλκανισμού στην νέα εργαλειομηχανή που μέχρι πριν είχαν πρόσβαση μονάχα τα αγωνιστικά ελαστικά. Μέχρι τώρα η γόμα των ελαστικών αυτής της κατηγορίας ήταν ένα φύλλο που τύλιγε τον σκελετό και επικολλιούνταν επάνω του και ο βουλκανισμός, μεταξύ άλλων, εξαφάνιζε και το σημείο της ένωσης.

Η άλλη βασική διαφορά που έχει το νέο ελαστικό με τον προκάτοχό του, είναι στην εξέλιξη της ίδιας της Jointless Belt τεχνολογίας καθώς τώρα το νήμα που αποτελεί τον σκελετό είναι ένα και ενιαίο, εφαρμόζεται απευθείας στο εσωτερικό πέλμα και περιμένει την γόμα σε μορφή μαστίχης για να επικολληθεί. Μέχρι τώρα η κατασκευή του σκελετού ξεκινούσε φτιάχνοντας μία πλακέ ζώνη από τρεις χορδές που εμποτίζονταν στο ίδιο μίγμα της γόμας, κι έπειτα αυτή η ζώνη τυλιγόταν πάνω στο εσωτερικό πέλμα με την Jointless Belt τεχνολογία. Ο εμποτισμός σε γόμα και η δημιουργία ζώνης ήταν ο μόνος τρόπος συγκόλλησης όλων των διαφορετικών στρωμάτων πριν ξεκινήσει ο βουλκανισμός. Τώρα μπορεί και αυτή η διαδικασία να αλλάξει κι έτσι ένα ενιαίο νήμα, χωρίς κάποιον εμποτισμό, τυλίγεται πάνω στο εσωτερικό πλέγμα και απευθείας εφαρμόζεται το μίγμα της γόμας με Jointless Tread τρόπο. Το βασικό κέρδος αυτής της αλλαγής είναι το μικρότερο βάρος του ελαστικού και η καλύτερη απαγωγή θερμότητας, καθώς ο σκελετός παίζει τον μεγαλύτερη ρόλο στην διατήρηση θερμότητας του ελαστικού και πλέον είναι σε αμεσότερη επαφή με το εσωτερικό πλέγμα και την εξωτερική γόμα.

Φυσικά, η κυριότερη αλλαγή που αντιλαμβάνεται κανείς κοιτώντας το ελαστικό δεν είναι τίποτα από τα παραπάνω, αλλά η νέα χάραξη. Στο προηγούμενο μοντέλο που θα εξακολουθήσει για πολύ καιρό να παράγεται αλλά σε νέα τιμή αποτελώντας μία πιο προσιτή λύση, η Dunlop είχε εφαρμόσει μία τεχνική σχεδιασμού που την αποκαλεί «νησίδες» καθώς τα αυλάκια είναι χωρισμένα σε ομάδες που καλύπτουν το ελαστικό αφήνοντας κενά αχάρακτης γόμας ανάμεσά τους. Αφήνει πίσω της την τεχνική των ομάδων αυλακιών, των «νησίδων» και φτιάχνει τώρα μία νέα χάραξη παρόλο που ο τρόπος αυτός αποδείχτηκε αποτελεσματικός στο Roadsmart III. Βάζοντας όμως στόχο να αναβαθμίσει την απόδοση στο βρεγμένο και ταυτόχρονα την σπορ συμπεριφορά, χρειάστηκε κάτι νέο καθώς αποδείχτηκε πως οι νησίδες προσέδιδαν κινητικότητα πέλματος σε ακραία σπορ, ρυθμό οδήγησης. Παράλληλα τα νέα αυλάκια βελτιώνουν την διάρκεια ζωής, κάτι που αυτή την στιγμή αποτελεί δήλωση της Dunlop χωρίς να επαληθεύεται από εμάς, από την στιγμή που δεν έχουμε γράψει χιλιάδες χιλιόμετρα με τα νέα Roadsmart IV.

Εκείνο που με βεβαιότητα επαληθεύτηκε, ήταν τα δυναμικά χαρακτηριστικά του σε μία αρχική διαδρομή τριακοσίων χιλιομέτρων χωρίς στάσεις, πριν μπούμε μαζί τους στην ιδιωτική πίστα δοκιμών της Dunlop. Εκτός από μία κανονική πίστα με έντονες υψομετρικές διακυμάνσεις στην μορφολογία της, η Goodyear, στην ομπρέλα της οποίας είναι και η Dunlop, διαθέτει και μία σειρά εξεζητημένων πεδίων δοκιμών για δοκιμές στο βρεγμένο και για δοκιμές ελιγμών και ευελιξίας. Η πίστα εξομοίωσης βροχής γεμίζει νερό και μάλιστα δημιουργεί και αυλάκια με περισσότερη ροή ώστε να έρχεται πολύ κοντά σε συνθήκες καταιγίδας σε δημόσιο δρόμο και την περνάς μονάχα με αδιάβροχα καθώς είναι σαν να βρέχει εκεί μέρα από τους πίδακες που δημιουργούν τα ελαστικά, τόσο πολύ νερό που υπάρχει στην επιφάνειά της.

Είναι ένας εξεζητημένος μηχανισμός που διακινεί τεράστιες ποσότητες νερού αλλά σε απόλυτο σεβασμό του περιβάλλοντος. Η πίστα είναι κατασκευασμένη σε πλαγιά και δεν χρησιμοποιεί μπεκ για την κατάβρεξή της αλλά διατρέχεται από την αριστερή της μεριά από υπόγειο αυλάκι που στην ουσία είναι η υπερχείλιση διαφορετικών, συγκοινωνούντων δεξαμενών. Το νερό που ξεχειλίζει και διατρέχει την πίστα, συλλέγεται από υπόγεια υδρορροή που διατρέχει την πίστα από την δεξιά της μεριά κι αφότου φιλτραριστεί, επαναπροωθείται στις δεξαμενές. Το αποτέλεσμα είναι μία πίστα που μόνιμα την διατρέχει το νερό με ακανόνιστα σημεία όπου έχει περισσότερη ή λιγότερη ροή, ανάλογα με την υπερχείλιση. Είναι ένα εξαιρετικό πεδίο δοκιμών για να δεις την απόδοση σε βρεγμένο οδόστρωμα σε συνθήκες που μόνιμα προσομοιάζουν μία καταρρακτώδη βροχή.

Η αρχή βέβαια της ημέρας έγινε κυνηγώντας τον Peter Hickman μαζί με έναν Αυστριακό και δύο Γερμανούς συναδέλφους, σχηματίζοντας ένα ξεχωριστό γκρουπ πέντε αναβατών και δύο πλοηγών που πήραν οδηγίες από το μεγάλο αφεντικό της Dunlop για ακραία σπορ οδήγηση όπου οι συνθήκες το επέτρεπαν, «και μην τολμήσουν να πουν πως βαρέθηκαν». Το αποτέλεσμα ήταν να κάνει λόγο ο Peter Hickman, συνέντευξη του οποίου θα διαβάσετε σύντομα στο ΜΟΤΟ, για οδήγηση που ξεφεύγει από τα δικά του πρότυπα για ελαστικά δρόμου και αγνώστους συνοδοιπόρους, κι ας μην πλησιάσαμε ούτε στο ελάχιστο μία ημέρα του στο Isle of Man. Ήταν όμως η πλέον γρήγορη οδήγηση που επέτρεπε ο δρόμος και οι συνθήκες, με στάσεις μονάχα για να αλλάξουμε μοτοσυκλέτες, δοκιμάζοντας τα νέα ελαστικά από Suzuki GSX-S 1000GT, μέχρι Honda NT1000!

Η καλή η ημέρα φάνηκε από την πρώτη κιόλας στροφή, όταν ο πλοηγός χρειάστηκε να βγάλει το πόδι από τα μαρσπιέ του Versys 1000 που είχαν διπλώσει ξύνοντας την άσφαλτο με όλο τους πλέον το μήκος και όχι μονάχα τον αποστάστη. Βασικό μέλημα της Dunlop είναι να σχεδιάζει τα ελαστικά έτσι ώστε το πίσω να χάνει πρώτο την πρόσφυση, δίνοντάς σου χρόνο αντίδρασης. Πρόκειται για μία φιλοσοφία σχεδιασμού που ξεκινά από την γεωμετρία του ελαστικού αλλά δεν περιορίζεται μόνο εκεί και φυσικά ο λόγος είναι για σταθερή πρόσφυση του δρόμου και όχι για τις στιγμές που το εμπρός ελαστικό θα περάσει πρώτο από σημείο μειωμένης πρόσφυσης. Οπότε όταν πατήσεις χαλίκια ή βρεγμένο κομμάτι του δρόμου χάνοντας στιγμιαία πρόσφυση εμπρός, βασίζεσαι να σε ακολουθήσει το ελαστικό στην γρήγορη αντίδραση και να ανακτήσει άμεσα όπως φυσικά και υπήρξε τέτοια περίπτωση και μάλιστα σε ένα από τα ταχύτερα κομμάτια της διαδρομής, εκεί όπου συμβαίνουν αυτές οι περιπτώσεις.

Κρατώντας βαθιά τα φρένα μέσα στις στροφές για να διατηρηθεί ο υψηλός ρυθμός οδήγησης που επιβάλλει ο πλοηγός και με τον Peter Hickman να ακολουθεί, δίχως να αφήνει περιθώριο, η εμπιστοσύνη στο Roadsmart IV χτίζεται πολύ γρήγορα κι ανεβαίνει πολλούς ορόφους. Το ελαστικό διατηρεί την κατευθυντικότητά του και τα περιθώριά του βρίσκονται πολύ ψηλά, όπως διαπιστώσαμε αμέσως μετά στην πίστα αυτή την φορά με πλοηγό τώρα τον Hickman. Δίχως πλέον περιορισμούς και στην ασφάλεια που προσφέρει η ιδιαίτερη και άκρως τεχνική ιδιωτική πίστα της Goodyear-Dunlop και κρατώντας τις ίδιες street μοτοσυκλέτες, το Roadsmart IV μας αποκαλύπτεται πλήρως. Υψηλός βαθμός κλίσης που έρχεται αβίαστα και δεν προκύπτει από υπερ-προσπάθεια, ακριβώς το αντίθετο. Εμπιστοσύνη στο εμπρός ελαστικό που έχει ομοιογένεια στην συμπεριφορά του σε όλες τις μοίρες που συναντά την άσφαλτο και ταχύτητα προσαρμογής στις αλλαγές κλίσης σε ρυθμό που ξεφεύγει από την σπορ οδήγηση στον δρόμο, είναι το συμπέρασμα μετά από αρκετούς γύρους στην πίστα, φανερώνοντας τα υψηλά όρια που έχει το Roadsmart IV.

Στην πίστα – λίμνη, ο στόχος της Dunlop ήταν να βελτιώσει την απόδοση μεταξύ 7ο και 30ο κλίσης που θεωρεί πως είναι το μέσο εύρος κλίσης των αναβατών σε βρεγμένους δημόσιους δρόμους. Βασικό σημείο αναφοράς όμως για τους περισσότερους όταν οδηγούν σε καταρρακτώδη βροχή είναι οι 20ο κλίσης, κι εκεί το ελαστικό έχει 46 τετραγωνικά εκατοστά επαφής με την άσφαλτο, δηλαδή τρία περισσότερα από το Roadsmart III. Την έκδοση αυτή είχαμε δοκιμάσει στην ίδια ακριβώς πίστα έναντι όμως του ανταγωνισμού που βγήκε τότε καλύτερο ελαστικό και τώρα το δοκιμάζαμε έναντι της νέας του έκδοσης. Βέβαια και ο ανταγωνισμός έχει βελτιωθεί από τότε και μάλιστα αρκετά, είναι όμως χαρακτηριστικό πως το Roadsmart IV είχε βελτιωθεί αρκετά έναντι του III που τα οδηγούσαμε εναλλάξ σε ίδιο μοντέλο μοτοσυκλέτας. Να σημειωθεί πως στο παραπάνω εμβαδό ελαστικού αντιστοιχεί ποσοστό αυλακώσεων που αγγίζει το 12,6% έναντι 10,3% στο προηγούμενο μοντέλο που δεν είναι μικρή διαφορά. Ακόμη περισσότερα για το βρεγμένο αλλά και για τα δυναμικά χαρακτηριστικά του Roadsmart IV, διαβάζετε στο τεύχος #629 του ΜΟΤΟ.

Με διάφορες εκδόσεις για να προσαρμόζεται το ελαστικό σε βαρύτερες και πιο τουριστικές μοτοσυκλέτες, καθώς και πλήθος διαστάσεων το Roadsmart IV είναι ένα από τα πιο σημαντικά ελαστικά στην τεράστια γκάμα της Dunlop γιατί την φέρνει κοντά σε εκατοντάδες χιλιάδες αναβάτες. Ενώ οι sport-touring μοτοσυκλέτες έχουν πρακτικά εξαφανιστεί, τα sport-touring ελαστικά μονοπωλούν εδώ και χρόνια τις πωλήσεις σε ολόκληρο τον κόσμο και όχι μόνο στην Ευρώπη και χρησιμοποιούνται σε καθημερινή βάση από μεγάλο εύρος των street μοτοσυκλετών. Για αυτό ακριβώς τον λόγο, η Dunlop επένδυσε αρκετά στην εξέλιξή του και του έδωσε δυναμικά στοιχεία για να είναι σύντροφος όλες τις ώρες, σε όλες τις καιρικές συνθήκες αλλά και σε κάθε ρυθμό οδήγησης.

 

Δοκιμή κράνους: SHOEI X-Spirit III vs X-SPR Pro

Έξι χρόνια μάχιμο
1
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

1/11/2023

Το λευκό SHOEI X-Spirit III ήρθε στο ΜΟΤΟ στα τέλη του 2017 και η πρώτη του δοκιμή ήταν στην πίστα των Μεγάρων πάνω στη σέλα τις παντοδύναμης Aprilia RSV4 11000 Factory που μόλις είχε φτάσει στην Ελλάδα. Καθώς το νούμερό του ήταν XS, γλίτωσε από τις πολλές εναλλαγές χεριών μεταξύ συναδέρφων και παραμένει σε πραγματικά άψογη κατάσταση μέχρι σήμερα – τόσο εξωτερικά, όσο και εσωτερικά. Όχι πως πέρασε λίγα στα χέρια μας, αφού έχει ταξιδέψει δεκάδες φορές από τη μία άκρη της Ευρώπης έως την άλλη και έχει δολοφονήσει εκατομμύρια ζουζούνια με ταχύτητες που ξεπερνούσαν συχνά τα 300km/h. Ως το κορυφαίο αγωνιστικό κράνος της SHOEI έως σήμερα, το X-Spirit III έχει σχεδιαστεί κυρίως για οδήγηση στην πίστα.

2

Αυτό σημαίνει πως η αεροδυναμική συμπεριφορά στις υψηλές ταχύτητες, ο εξαερισμός και η εφαρμογή στο κεφάλι του αναβάτη ήταν οι βασικές προτεραιότητες.

Οπότε δεν έχει έτοιμες υποδοχές για ενδοεπικοινωνίες Bluetooth, ούτε κρυμμένα γυαλιά ηλίου… Είναι κράνος για να μπορείς να ξεπερνάς τα 300km/h σε κάθε ευθεία και αν κάνεις καμιά βλακεία ή σε πετάξουν κάτω και πέσεις με πολλά χιλιόμετρα, να μείνουν τα μυαλά και το σαγόνι στη θέση τους. Παρά τον σαφή αγωνιστικό προορισμό του, το X-Spirit III αποδείχτηκε ένα από τα καλύτερα κράνη για οδήγηση στο δρόμο και προσωπικά το θεωρώ το καλύτερο κράνος που έχω φορέσει στη μοτοσυκλετιστική ζωή μου με τεράστια διαφορά. Υπάρχουν τρεις πολύ σοβαροί λόγοι που θα προτιμούσα να φορέσω το X-Spirit III απ’ οποιοδήποτε άλλο κράνος για μακρινά ταξίδια, αλλά και καθημερινή χρήση. Και όλοι τους έχουν να κάνουν με τα απίστευτα επίπεδα άνεσης που προσφέρει στην πολύωρη οδήγηση.

Η πανέξυπνη σχεδίαση των ρυθμιζόμενων μαξιλαριών στα μάγουλα, τα χαμηλά επίπεδα θορύβου λόγω μικρής αεροδυναμικής αντίστασης και η τέλεια συμπεριφορά του στους πλάγιους ανέμους, σε κρατάνε ξεκούραστο για πολλές-πολλές ώρες οδήγησης. Ειδικά τα χαμηλά επίπεδα θορύβου είναι πρωτόγνωρα για κράνος αυτής της κατηγορίας, όπου η χρήση ωτασπίδων είναι δεδομένη στους αγώνες.

4

Η τέλεια αεροδυναμική συμπεριφορά του X-Spirit III κρατά ξεκούραστο τον σβέρκο σου στα μακρινά ταξίδια. Είναι τόσο καλό σε αυτόν τον τομέα, που στα test των “κοινών” μοτοσυκλετών απέφευγα να το φοράω στο δρόμο διότι κολακεύει την σχεδίαση των φαίρινγκ τους! Όποιος έχει γυμνή μοτοσυκλέτα και ειδικά όποιος έχει κάποιο από τα καινούρια streetfighter των 160+ θα βρει την υγειά του με αυτό το κράνος. Επίσης οι εσωτερικοί αεραγωγοί τραβάνε έξω τον ζεστό αέρα απ’ όλα τα σημεία του κεφαλιού σου, δημιουργώντας ένα ευχάριστα δροσερό περιβάλλον. Σε αντίθεση με πολλά αγωνιστικά κράνη που τον χειμώνα μπάζουν αέρα από παντού, οι αεραγωγοί του X-Spirit III κλείνουν αποτελεσματικά και δεν παγώνει το κεφάλι σου, ούτε τα μάτια σου. Στο συγκεκριμένο κράνος δεν είχαμε τοποθετήσει εσωτερικά της ζελατίνας την anti-fog μεμβράνη που δίνει μαζί με το X-Spirit III η SHOEI, κυρίως γιατί ο εμπρός αεραγωγός στο σαγόνι κάνει σωστά την δουλειά του, στέλνοντας φρέσκο αέρα πίσω από την ζελατίνα, αποτρέποντας το θόλωμά της από την ζεστή ανάσα του αναβάτη.

6

Αν πρέπει να του βρούμε μειονεκτήματα, τότε το βασικότερο που είχαμε εμείς μαζί του αφορούσε τα πίσω φτεράκια, τα οποία είναι εύκολο να σπάσουν στη μεταφορά αν το έχεις βάλει σε μαλακό σάκο ή αν σου πέσει κατά λάθος στο έδαφος. Ευτυχώς η SHOEI έχει πολλά  ανταλλακτικά για να αντικαταστήσεις όλους τους αεραγωγούς, ακόμα και για τα μοντέλα που έχουν χρώματα. Το άλλο του μειονέκτημα αφορά όσους δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς Bluetooth ενδοεπικοινωνία. Κάποιες μπορείς να τις βάλεις, αρκεί να έχουν μικρού μεγέθους ακουστικά και βάση… Υπερβολική απαίτηση για ένα καθαρόαιμο αγωνιστικό κράνος, αλλά είναι τόσο καλό για οδήγηση στο δρόμο και τόσο ξεκούραστο στα μακρινά ταξίδια, που αν είχε τις ευκολίες των GT κρανών θα ήταν μακράν το καλύτερο κράνος του κόσμου. Να μην ξεχνάμε επίσης, πως όλα τα εσωτερικά μαξιλαράκια αφαιρούνται πανεύκολα για γρήγορο πλύσιμο-στέγνωμα, κάτι απίστευτα πρακτικό στην καθημερινή χρήση και απορούμε που αυτή την δυνατότητα την είχαν κυρίως τα αγωνιστικά κράνη και πλέον την βλέπεις ολοένα και πιο συχνά σε όσα προορίζονται για καθημερινή χρήση… Είναι και πανάλαφρο… δείχνει και όμορφο, γιατί κάθε μέγεθος έχει και διαφορετικές διαστάσεις εξωτερικού κέλυφους, οπότε δεν μοιάζεις σαν κεφάλας πάνω στη μοτοσυκλέτα αν είσαι μικρόσωμος! Εννοείται πως αυτό έχει σχέση με την ασφάλεια, καθώς όλα τα μεγέθη έχουν αναλογικό πάχος αφρώδους.

7

Ήρθε όμως η ώρα να αντικατασταθεί στην γκαρνταρόμπα του ΜΟΤΟ και την θέση του να πάρει το νέο X-SPR Pro. Όχι γιατί έχει κάποια φθορά (όπως είπαμε είναι ακόμα αψεγάδιαστο μέσα-έξω), ούτε επειδή γέρασε.

Για το πότε και αν “γερνάνε” τα κράνη μπορείτε να διαβάσετε στο αναλυτικό άρθρο ΕΔΩ.

Όπως όλα τα κράνη που αποσύρονται από την πρώτη γραμμή της μάχης των test, το λευκό X-Spirit III θα παραμείνει για λίγο καιρό ακόμα στο κάτω ράφι ως μπαλαντέρ στις συγκριτικές δοκιμές. Τα κράνη του ΜΟΤΟ που αποσύρονται εντελώς από την ενεργό δράση των test, καταλήγουν σε μοτοσυκλετιστές που τα έχουν πραγματική ανάγκη και τα χρειάζονται, αφού πρώτα αξιολογηθεί η κατάστασή τους και ανανεωθούν τα εσωτερικά όπου αυτό γίνεται. Όμορφα και σιωπηλά χωρίς ανακοινώσεις, το αναφέρουμε για να προλάβουμε αντίστοιχα ερωτήματα για το τι συμβαίνει με όλα αυτά τα κράνη.

Να΄μαστε λοιπόν στο γραφείο του ΜΟΤΟ ανοίγοντας το κουτί του ολοκαίνουριου SHOEI

X-SPR Pro. Το συγκεκριμένο μοντέλο της SHOEI έχει την έγκριση της FIM και είναι ακριβώς ίδιων προδιαγραφών με τα κράνη που φοράνε στα MotoGP τα αδέρφια Marquez και ο Giannantonio.

Το μαύρο ματ χρώμα συνήθως είναι πιο ευαίσθητο στις γρατσουνιές από το γυαλιστερό άσπρο, αλλά θέλαμε μια χρωματική αλλαγή και μέχρι στιγμής τα SHOEI έχουν αποδειχθεί πολύ ανθεκτικά σε αυτόν τον τομέα. Έχω ακόμα ένα μαύρο X-Spirit 1 Kiyonari (το ομορφότερο κράνος του κόσμου EVER!) και είναι σαν καινούριο μετά από δεκαπέντε χρόνια…

Λόγω προδιαγραφών FIM, το X-SPR Pro έχει διπλό σύστημα ασφάλισης της ζελατίνας, το γνωστό κλιπ της SHOEI αριστερά και κουμπί στο κέντρο. Επίσης έχει δύο κόκκινες ασφάλειες που κλειδώνουν τον μηχανισμό αφαίρεσης της ζελατίνας.

12

Το κέλυφος έχει ενισχυθεί ακόμα περισσότερο για να αντέχει πολλαπλά χτυπήματα στο ίδιο σημείο, κάτι που έχει επηρεάσει ελαφρώς το συνολικό βάρος του. Περίπου +90 γραμμάρια για το XS μέγεθος που έχουμε εμείς.

Η SHOEI λέει πως το X-SPR Pro έχει ακόμα καλύτερη αεροδυναμική συμπεριφορά και πως έχει δοκιμαστεί για να συμπεριφέρεται ουδέτερα σε ταχύτητες στο φάσμα των 350km/h.

Όλοι οι αεραγωγοί είναι επανασχεδιασμένοι και όλοι τους έχουν ξεχωριστά πορτάκια για να ανοίγουν και να κλείνουν, ώστε να μπορείς να καθορίσεις την ροή του αέρα αναλόγως των συνθηκών που επικρατούν.

16

Συνολικά υπάρχουν επτά είσοδοι για τον φρέσκο αέρα και έξι έξοδοι. Τα “φτερά” έχουν ενσωματωθεί στο κέλυφος και έχουν μεγαλύτερη καμπυλότητα, ομαλοποιώντας την ροή του αέρα πίσω από το κράνος.

Όπως το X-Spirit III, έτσι και το νέο X-SPR Pro έχει τέσσερα διαφορετικά μεγέθη για το κέλυφος, τέσσερα διαφορετικού πάχους μαξιλαράκια για τα μάγουλα, anti-fog μεμβράνη και πλήρως αποσπώμενο εσωτερικό για εύκολο και γρήγορο καθαρισμό/πλύσιμο.

15

Όπως βλέπουμε από τις προδιαγραφές και τους ισχυρισμούς της SHOEI, το X-SPR Pro έχει αναβαθμιστεί στους τομείς που το X-Spirit III ήταν… τέλειο!

Αν όντως είναι πιο αεροδυναμικό, ήσυχο και άνετο θα το δούμε στην πράξη το επόμενο διάστημα και θα σας ενημερώσουμε καταλλήλως.