Οδηγούμε το νέο SYM Maxsym TL: Δικύλινδρο mega scooter με τιμή μονοκύλινδρου!

Το οδηγήσαμε στην Πορτογαλία
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

21/10/2019

Η SYM έχει έως σήμερα πρωταγωνιστική παρουσία στις μικρές και μεσαίου κυβισμού κατηγορίες scooter στην Ελλάδα. Έως τα 300 κυβικά, τα μοντέλα της SYM φιγουράρουν συνεχώς στις πρώτες θέσεις των πωλήσεων, χάρη στο ισχυρό value for money και στο οργανωμένο πανελλαδικά δίκτυο πωλήσεων και after sale service. Όμως για εκείνους που ζητούσαν κάτι παραπάνω από ένα πρακτικό και οικονομικό scooter, η SΥΜ δεν είχε κάτι να τους προσφέρει. Το Yamaha TMAX σχεδόν συμπλήρωσε δύο δεκαετίες χωρίς ιδιαίτερο ανταγωνισμό, τουλάχιστον έως την εμφάνιση του AK 550 της Kymco, πριν λίγα χρόνια.

Βλέποντας λοιπόν το νέο Maxsym TL και διαβάζοντας τα τεχνικά χαρακτηριστικά του, αυτομάτως το βαφτίζεις ως αντίπαλο του Yamaha TΜΑΧ. Μόνο που η αλήθεια είναι εντελώς διαφορετική και η SYM έκανε κάτι πολύ πιο έξυπνο, όπως διαπιστώσαμε οδηγώντας το στην Πορτογαλία, στα πλαίσια της διεθνούς δημοσιογραφικής παρουσίασής του.  

Βασικά την αλήθεια την μάθαμε πριν καν ανέβουμε στη σέλα του, αφού με αυτό ξεκίνησε την τεχνική παρουσίαση ο Sérgio Inglês, υπεύθυνος marketing της πορτογαλικής αντιπροσωπείας της SYM, που είχε αναλάβει ολόκληρη τη διοργάνωση της δημοσιογραφικής παρουσίασης. Δυστυχώς οι Ταϊβανέζοι απέφευγαν με κάθε τρόπο να έρθουν σε άμεση επαφή με τους δημοσιογράφους, κρατώντας για τον εαυτό τους μόνο το ρόλο του παρατηρητή. Σύμφωνα με τον Sérgio Inglês, το νέο Maxsym TL έρχεται για να καλύψει το κενό ανάμεσα στα σπορ μονοκύλινδρα scooter των 300-400 κυβικών (Yamaha XMAX 300-400, Kymco X-citing 400, Honda Forza 300 κτλ) και τα ακριβά premium scooter των 500+ κυβικών. Πράγματι, μια δεύτερη πιο προσεκτική ματιά στους αριθμούς επιβεβαιώνουν την στρατηγική της SYM. Η τιμή των 6.995€, οι επιδόσεις των 41 ονομαστικών ίππων και ο εξοπλισμός, είναι αντίστοιχα των μονοκύλινδρων σπορ scooter, αλλά το Maxsym TL έχει την ανώτερη ποιότητα λειτουργίας του δικύλινδρου κινητήρα και την σαφώς ανώτερη συμπεριφορά της μοτοσυκλετιστικής αρχιτεκτονικής του πλαισίου, με την πίσω ανάρτηση μοχλισμού, την αλυσίδα στην τελική μετάδοση και φυσικά το στιβαρό upside down τηλεσκοπικό πιρούνι που δένει με δύο πλάκες στο πλαίσιο.

Κανένα συμβατικό scooter που έχει μονοκόμματο τον κινητήρα με το ψαλίδι, το οποίο μάλιστα συνδέεται με ελαστικά συνεμπλόκ στο πλαίσιο, δεν μπορεί να φτάσει σε συμπεριφορά τα scooter που έχουν κανονικά ψαλίδια. Αυτό άλλωστε ήταν το βασικό μυστικό της επιτυχίας του TΜΑΧ, που το διαφοροποιούσε από οποιοδήποτε άλλο scooter. Η διαφορά στις στροφές (αλλά και στην άνεση) είναι πραγματικά τεράστια. Έτσι το Maxsym TL είναι μακράν καλύτερο στις στροφές και πιο άνετο στις λακκούβες από τα sport-premium μονοκύλινδρα scooter των 300-400 κυβικών. Αυτά τα δύο χαρακτηριστικά του Maxsym TL από μόνα τους αξίζουν κάθε ευρώ παραπάνω, σε σχέση με τα μονοκύλινδρα 300-400 και επιπλέον έχεις δύο ισχυρά εμπρός δισκόφρενα των 275mm με τετραπίστονες ακτινικές δαγκάνες και δικάναλο ABS της Continetal. Ο δικύλινδρος κινητήρας του Maxsym TL (το TL σημαίνει Twin cylinder Line) είναι ολοκαίνουριος, προδιαγραφών Euro4 και… έχει τρία έμβολα!

Ναι σωστά διαβάσατε. Αντί για αντικραδασμικό άξονα, η SYM έχει βάλει ένα τρίτο έμβολο χωρίς ελατήρια συμπίεσης, διαμετρικά αντίθετα τοποθετημένο από τα δύο έμβολα που ανεβοκατεβαίνουν ταυτόχρονα, με σκοπό να εξουδετερώνει τους κραδασμούς πρώτου και δεύτερου βαθμού. Η ιδέα αυτή δεν είναι καινούρια, καθώς κάτι αντίστοιχο είχε σκεφτεί η Ducati στο αγωνιστικό Supermoto με την “νεκρή μπιέλα”. Οδηγώντας το Maxsym TL διαπιστώσαμε πως η ιδέα αυτή δουλεύει ικανοποιητικά και εξουδετερώνει τους περισσότερους από τους κραδασμούς που θα μπορούσαν να φτάσουν στο σώμα και τα χέρια του αναβάτη. Η ποιότητα λειτουργίας είναι αυτή που περιμένεις να έχει ένα δικύλινδρο scooter, με εξαίρεση κάποιους υψηλής συχνότητας κραδασμούς που εμφανίζονται στις χαμηλο-μεσαίες στροφές, κυρίως όταν επιταχύνεις. Εν μέρη αυτό οφείλεται και στο γεγονός πως ο κινητήρας είναι ενεργό μέρος του πλαισίου, αφού η αρχιτεκτονική του ατσάλινου χωροδικτυώματος είναι pivotless όπως δηλαδή ήταν των Honda CBR Fireblade, VFR 800, VTR 1000F στις αρχές του 2000 έως και το 2008 ήταν των Ducati 900SS των 90ies. Έτσι λόγω τις απουσίας ελαστικών βάσεων μεταξύ κινητήρα και πλαισίου, κάποιοι κραδασμοί υψηλής συχνότητας φτάνουν έως την σέλα και το τιμόνι σε αυτό το περιορισμένο φάσμα στροφών.

Από την άλλη μεριά όμως, το πλεονέκτημα της pivotless αρχιτεκτονικής και της απουσίας ελαστικών βάσεων είναι στην επίτευξη ενός πιο κοντού μεταξονίου (1545mm) και στην στιβαρότητα-αμεσότητα του Maxsym TL στους δρόμους με στροφές. Πρέπει να τονίσουμε πως η κατανομή βάρους είναι 50/50, όπως στις καθαρόαιμες σπορ μοτοσυκλέτες.

Η σπορ εργονομία της θέσης οδήγησης δεν μεταβάλει αυτή την άψογη κατανομή βάρους όταν κάτσει ο αναβάτης πάνω στη σέλα. Η SYM μας είπε πως σχεδίασαν τη σέλα, το δάπεδο  και το τιμόνι με στόχο ο αναβάτης να μπορεί να διαλέγει ανάμεσα σε όρθια θέση οδήγησης με τα πόδια κάθετα στην ποδιά και σε πιο ξαπλωτή με τα πόδια να πατούν στο εμπρός τμήμα της ποδιάς. Δυστυχώς πέτυχαν μόνο τον ένα από του δύο στόχους, καθώς στο πίσω τμήμα του πατώματος υπάρχουν δύο εξογκώματα που δεν σου επιτρέπουν να βάλεις τις πατούσες σου πιο πίσω. Αν είσαι πάνω από 1,80m δεν θα έχεις πρόβλημα σε αυτό, αλλά αν είσαι πιο κοντός και πρέπει να βάλεις τα πόδια σου πιο πίσω, οι φτέρνες σου βρίσκουν σε αυτά τα δύο εξογκώματα. Κατά τα άλλα, η εργονομία είναι σχεδόν άριστη για όλα τα αναστήματα, αφού τα πόδια σου πατάνε με δύναμη στο έδαφος όταν σταματάς λόγω του σωστά σχεδιασμένου εμπρός τμήματος της σέλας.

Γενικά στις επιτόπιες μανούβρες είναι κορυφαίο σε ευελιξία και κυρίως σε ευκολία χειρισμών. Έχει πολύ πιο ελαφριά αίσθηση από τα υπόλοιπα δικύλινδρα και παίζει στα ίσια με τα μικρότερα μονοκύλινδρα σε αυτόν τον τομέα. Λόγω της αλυσίδας στην τελική μετάδοση, ο συμπλέκτης είναι μηχανικός και το CVT έχει πολύ πιο κοντό ιμάντα από τα κλασικά scooter. Το αποτέλεσμα θυμίζει αρκετά το TΜΑΧ 500 της πρώτης γενιάς, έχοντας μεγάλης διάρκειας πατινάρισμα έως και τα 130km/h. Από εκεί και πάνω ο συμπλέκτης σταματά το πατινάρισμα και το CVT αρχίζει να “απλώνει” τις σχέσεις ακλουθώντας την αύξηση των στροφών του κινητήρα. Αυτή η συμπεριφορά προσφέρει απόλυτα γραμμική επιτάχυνση, όμως κάνει τον κινητήρα να δείχνει πως δεν έχει πολύ ροπή χαμηλά. Γενικά ως αίσθηση, οι επιδόσεις εν κινήσει (ρεπρίζ) βρίσκονται πιο κοντά στην κατηγορία των μονοκύλινδρων 400, παρά στην πλευρά των Tmax και AK 550, κάτι που δεν αρνείται η SYM στο press kit, λέγοντας ξεκάθαρα πως το Maxsym TL προσφέρει κορυφαία απόδοση στην κατηγορία των 400cc.

Οδηγήσαμε κυρίως σε ορεινούς φιδίσιους δρόμους και κάναμε μόλις 3-4 χιλιόμετρα σε ανοιχτό δρόμο. Στη μοναδική ευκαιρία που είχαμε για να πιάσουμε υψηλές ταχύτητες, προλάβαμε και είδαμε 146km/h στο κοντέρ, όμως ο κινητήρας είχε μόλις 6.500 στροφές (μέγιστη ιπποδύναμη 41 ίππων στις 6.750) και φόρτωνε ακόμα χιλιόμετρα, μέχρι να φρενάρουμε δυνατά λίγο πριν την speed camera της πορτογαλικής τροχαίας που ήταν στην άκρη του δρόμου. Η σταθερότητα και η αεροδυναμική (η ζελατίνα ρυθμίζεται μόνιμα με βίδες σε δύο θέσεις ύψους) ήταν πραγματικά εξαιρετική, εμπνέοντας απόλυτη σιγουριά.

Εκεί όμως που το Maxsym TL παίζει στα ίσια με τα καλύτερα scooter του κόσμου είναι στις στροφές. Το στιβαρό πλαίσιο, η άριστη κατανομή του βάρους, οι μοτοσυκλετάδικες αναρτήσεις και τα ισχυρά φρένα, συνδυάζονται με την ευελιξία και την ελαφριά αίσθηση, προσφέροντας γνήσια σπορ συμπεριφορά. Τα σπορ ελαστικά S3 της Maxxis έχουν τη σωστή γεωμετρία κορώνας για να ταιριάξουν με την υπόλοιπη γεωμετρία του πλαισίου. Ως αποτέλεσμα, το Maxsym TL είναι πρόθυμο να πλαγιάσει, αλλά ταυτόχρονα είναι προοδευτικό και απόλυτα προβλέψιμο.

Στην ορεινή άσφαλτο της Πορτογαλίας τα ελαστικά αυτά είχαν υψηλό κράτημα και μπορούσες να διατηρήσεις αντίστοιχα υψηλές ταχύτητες μέσα στη στροφή. Τα περιθώρια κλήσης είναι υπέρ αρκετά, οπότε δεν βρίσκουν εύκολα κάτω τα σταντ, ούτε η εξάτμιση. Ειδικά στις καταβάσεις το Maxsym TL μπορεί να ακολουθήσει τον ρυθμό σπορ μοτοσυκλετών, κάνοντάς σε να χαμογελάς μέσα στο κράνος σου. Το ABS της Continetal δεν είναι το πιο γρήγορο που υπάρχει σε αντιδράσεις, όμως στην καλής ποιότητας άσφαλτο που οδηγήσαμε επενέβαινε μόνο όταν χρειαζόταν στον εμπρός τροχό. Πίσω ήταν λίγο πιο ευαίσθητο, αλλά αυτή είναι μια πάγια τακτική που ακολουθούν στα scooter τους σχεδόν όλοι οι κατασκευαστές.

Τα Maxsym TL που οδηγήσαμε εμείς σε αυτή την παρουσίαση ήταν όλα προπαραγωγής και στα έγχρωμα TFT όργανα είχε απενεργοποιηθεί η ένδειξη της κατανάλωσης. Οπότε θα πρέπει να περιμένουμε μέχρι το τεστ στην Ελλάδα για να έχουμε μια εικόνα πόσο καίει ο δικύλινδρος κινητήρας των 465 κυβικών σε σχέση με τους μονοκύλινδρους (άμεσους) ανταγωνιστές των 400 κυβικών.

Σε επίπεδο εξοπλισμού, τα πράγματα είναι λογικά αν σκεφτούμε την τιμή. Υπάρχει θύρα USB για να φορτίζεις το κινητό σου τηλέφωνο, αλλά η TFT οθόνη δεν έχει τη δυνατότητα άμεσης σύνδεσης με το smartphone. Το κλειδί είναι συμβατικό και όχι keyless, αλλά αν κρίνουμε από την εκνευριστική διαδικασία των keyless που έχουν τα scooter της Kymco, της Honda και τις Yamaha, δέκα φορές καλύτερα το συμβατικό κλειδί. Από ενδείξεις έχεις σχεδόν όλα όσα χρειάζεσαι και μπορείς να αλλάξεις τις απεικονίσεις στην κεντρική οθόνη TFT, που έχει μάλιστα αισθητήρα φωτός και ρυθμίζει αυτόματα την ένταση της φωτεινότητάς της. Δυστυχώς το γυαλιστερό διάφανο πλαστικό κάλυμμα των οργάνων δεν έχει επίστρωση anti-reflect και γεμίσει με αντανακλάσεις  σε κάποιες περιπτώσεις.

Φυσικά τα φώτα είναι full LED εμπρός και πίσω, ενώ ο χώρος κάτω από τη σέλα είναι αρκετός για ένα κανονικού μεγέθους full face κράνος και ένα τσαντάκι ή αδιάβροχό. Επίσης είναι φωτιζόμενος και συμπληρώνεται από δύο ντουλαπάκια στην ποδιά που δεν κλειδώνουν όμως. Ένα μεγάλο μπράβο στη SYM για το πλάγιο σταντ, που είναι συνδεδεμένο (με ντίζα) με το πίσω φρένο και όταν το κατεβάζεις αυτομάτως φρενάρει τον πίσω τροχό, επιτρέποντάς σου να παρκάρεις σε ανηφόρες και κατηφόρες χωρίς τον φόβο να βρεθεί ξάπλα στην άσφαλτο ή να πρέπει να το σηκώνεις πάντα στο κεντρικό σταντ.

Στις παρουσιάσεις δεν μπορείς να δοκιμάσεις θέματα που αφορούν τον συνεπιβάτη, καθώς οι ασφαλιστικές εταιρείες ζητάνε επιπλέον χρήματα από τους διοργανωτές για να καλύψουν ατυχήματα με δύο άτομα στη σέλα. Οπότε όπως και με το θέμα της κατανάλωσης, έτσι και εδώ την απάντηση θα την έχουμε μετά τη δοκιμή επί ελληνικού εδάφους. Γενικά περιμένουμε με ενδιαφέρον την άφιξη του Maxsym TL στη χώρα μας, διότι οι ιδιαίτερες συνθήκες της ελληνικής αγοράς θα μας δείξουν αν ο κόσμος το δει ως τον δικύλινδρο ανταγωνιστή των μονοκύλινδρων 300-400 ή ως την φτηνότερη λύση στα premium δικύλινδρα των 500+ κυβικών. Και οι δύο εμπορικές κατευθύνσεις έχουν τις ίδιες πιθανότητες.   

             

Οδηγούμε Yamaha Tenere 700 – Πρώτες εντυπώσεις! [VIDEO]

«Υπόσχεση που τηρήθηκε»
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

21/5/2019

Ζωντανά από την Ισπανία παρακολουθείτε την εξέλιξη της παρουσίασης του Yamaha Tenere 700, που τόσο πολύ περιμένατε να δείτε, κρίνοντας από τα μηνύματα που έχουμε πάρει αυτές τις ημέρες, τα οποία μάλιστα ξεκίνησαν πριν την αποστολή εκδηλώνοντας ανυπομονησία, κάτι που είχαμε καιρό να δούμε για νέο μοντέλο! Λίγο το όνομα, λίγο η ταυτότητα χρήσης που ταιριάζει απόλυτα στο δικά μας δεδομένα, λίγο και η υπόσχεση της Yamaha πως θα φτιάξει εκείνο που θέλει ο κόσμος, και όχι αυτό που αρχικά είχε βάλει στόχο, και το ενδιαφέρον για το Tenere 700 έχει αρχίσει να κυμαίνεται στα επίπεδα του πρώτου Tracer… Το πρόβλημα για μια μερίδα Ελλήνων είναι πως δεν έρχεται σε τιμή που να θυμίζει MT-07. Τους έξω από εδώ δεν τους απασχολούν τέτοια θέματα. Οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι, και μιλήσαμε με πολλούς, το βρίσκει εξαιρετικά φθηνό. Για το ποιος έχει δίκιο και άδικο, ο κόσμος έχει απαντήσει ήδη μόνος του. Η πλειοψηφία χρόνια τώρα έχει αποφανθεί. Διότι να θυμηθούμε πως έτσι ξεκίνησε το Tenere, ως μία πολύ φθηνή λύση για την δημιουργία ενός Adventure μοντέλου βασισμένο σε μία γυμνή μοτοσυκλέτα. Μόλις βγήκε στον δρόμο για δοκιμές και αποθανατίστηκε σε κατασκοπευτικές φωτογραφίες, ο κόσμος αντέδρασε. Συλλογικά τελείως, από εκείνες τις φορές που το κοινό έχει ταυτόχρονα την ίδια ιδέα, όπως το σμήνος πουλιών που αλλάζει ταυτόχρονα κατεύθυνση δίχως κανείς να δώσει το πρόσταγμα, ζήτησαν από την Yamaha να το πάρει πίσω και να τους δώσει ένα καινούριο. Ένα που δεν θα έχει μόνο το όνομα, ένα Tenere που να είναι όσο φθηνό γίνεται χωρίς όμως να προσφέρει κάτι λιγότερο από αυτό που υπόσχεται το όνομά του. Κι ας μην κάνει όσο ένα MT-07. Ο κόσμος λοιπόν μίλησε, η πλειοψηφία είχε μία συγκεκριμένη στάση και η Yamaha αποφάσισε να ακούσει την πλειοψηφία. Το πήρε πίσω και ξεκίνησε την ανάπτυξη ενός νέου μοντέλο. Κάπου στην πορεία, κι αρκετά νωρίς είναι η αλήθεια, επέλεξαν να ολοκληρώσουν πρώτα την εξέλιξη ενός πρωτότυπου το οποίο θα ξέφευγε από την πεπατημένη οδό και θα ήταν ένα λειτουργικό concept που θα σήκωνε ολόκληρο το βάρος της εξέλιξης για την μοτοσυκλέτα παραγωγής. Έτσι γεννήθηκε το Τ7.

Η Yamaha είναι πολύ μπλε και καθόλου πορτοκαλί, κι αυτό σημαίνει πολύ απλά πως δεν ασχολούνται όλοι με το Enduro, τα Rally και γενικότερα το χώμα… Έχει μία μικρή και πολύ δεμένη ομάδα που μάλιστα έχει βάλει στόχο να σπάσει το σερί της KTM στο Dakar, αλλά μέχρι εκεί. Αυτό σημαίνει πως υπήρχε μία μικρή έλλειψη προσωπικού που θα ήταν ικανό να φέρει εις πέρας την δημιουργία ενός τόσο σοβαρού εμπορικά μοντέλου. Για αυτό και επιστρατεύτηκε ο Project Leader των WR / YZ να αναλάβει την εξέλιξη του Tenere από την αρχή και δοκιμαστές – αναβάτες έγιναν η αφρόκρεμα των Rally!

Yamaha T7: Το έκαναν βίδες! Και μας πείραξε προσωπικά…

Σβήνοντας όσα είχαν κάνει, έστω κι αυτά τα λίγα, και ξεκινώντας την διαδικασία της εξέλιξης από την αρχή, έδιναν μία υπόσχεση στον κόσμο: «Σας ακούσαμε, θα φτιάξουμε αυτό που θέλετε». Δεν είναι εύκολο να υποστηρίξεις κάτι τέτοιο, πρώτα γιατί ο κόσμος τα θέλει όλα και μάλιστα και πολύ φθηνά και πολύ γρήγορα και δεύτερον γιατί η κατηγορία αυτή που καλείται «να κάνει τα πάντα» πρέπει να συνδυάσει άψογη συμπεριφορά στην άσφαλτο και εξίσου καλή στο χώμα. Με παρονομαστή σε όλα τα παραπάνω την πολύ καλή τιμή. Παλιότερα αυτός ο συνδυασμός δεν μπορούσε να γίνει σε μοτοσυκλέτες μαζικής παραγωγής, πρακτικά τουλάχιστον δεν μπορούσε να γίνει. Σήμερα όμως τα ασυμβίβαστα μπορούν να πραγματοποιηθούν καθώς η τεχνολογία και η εμπειρία έχουν κάνει άλματα. Η διαδικασία που ακολουθήσε η Yamaha στο Tenere ήταν να πραγματοποιεί συνεχώς ολοένα και περισσότερες δοκιμές απορρίπτοντας συνέχεια ό,τι δεν άρεσε, ή δεν δούλευε μέχρι να φτάσουν τον υψηλά τοποθετημένο στόχο που ο κόσμος και όχι οι ίδιοι, είχε θέσει ξεκάθαρα κι απόλυτα.

Τα κατάφεραν και μάλιστα τόσο καλά, που θα πρέπει να αποτελούν πλέον παράδειγμα και για άλλους κατασκευαστές που θα κληθούν κι εκείνοι στο μέλλον να ακούσουν το δικό τους κοινό! Περισσότερα από 250 χιλιόμετρα σε χώμα και σχεδόν πεντακόσια στο σύνολο έχει το πρόγραμμα της παρουσίασης, που πρέπει να θεωρείται από το πιο σφιχτά σε χρόνους, καθώς η φωτογράφιση περίπου 40 διαφορετικών αναβατών είναι εξαιρετικά χρονοβόρα διαδικασία. Από τα πρώτα χιλιόμετρα αφήσαμε πίσω άσφαλτο και μπήκαμε σε χώμα τριμμένο στο επίπεδο της άμμου, πασπαλισμένο με χαλίκι που έδωσε για λίγο την θέση του σε κοτρώνες πριν συνεχίσει με αμμοπαγίδες. Για τα Pirelli Scorpion που φορούν τα Tenere η πρόκληση ήταν μεγάλη, ιδίως για το μπροστινό που πάσχιζε να προσφέρει πρόσφυση και δεν τα κατάφερνε συχνά. Οδηγώντας σε ένα ικανοποιητικό ρυθμό το Tenere πολύ γρήγορα αποκαλύπτει τις καταβολές του, την αιτία που η εξέλιξή του κράτησε τόσο καιρό και που σίγουρα δεν πήγε χαμένη. Τόσους γύρους ανά την υφήλιο πήγε το Τ7, τόσοι αγωνιζόμενοι πήραν μέρος στην εξέλιξή του και υπάρχει τώρα ένα αποτέλεσμα που η Yamaha είχε πολύ καιρό να μας δώσει σε Adventure μοτοσυκλέτα!

Με δεδομένο πως όλοι όσοι ενεπλάκησαν, σχημάτισαν μία ομάδα που δεν δούλευε πάντα μαζί, πως άρπαξαν κόσμο κυριολεκτικά από διάφορα τμήματα του ομίλου, το αποτέλεσμα τους δικαιώνει. Πρόκειται για μία μοτοσυκλέτα που στο επίπεδό της τιμής της προσφέρει μία συμπεριφορά που ανταποκρίνεται σε πολύ ακριβότερες μοτοσυκλέτες. Οι ικανότητές της στο χώμα ξεπερνούν κατά πολύ τις ανάγκες του μέσου αναβάτη, ενώ με καίριες επεμβάσεις τα πράγματα μπορούν να φτάσουν σε επίπεδο Rally, τόσο απλά. Καλεσμένος βρίσκεται εδώ και ο Franco Caimi, ο αναβάτης των Rally και πρωταθλητής Enduro, που επίσης έχει εντυπωσιαστεί από το Tenere και μου έλεγε πόσα πολλά πράγματα της αγωνιστικής του μοτοσυκλέτας θα μπορούσαν να μπουν αυτούσια. Του φαίνεται εξαιρετικά κοντινή στην αγωνιστική. Αυτό δεν σημαίνει πως είναι “Ready to Race”, δεν ήταν κι αυτός ο στόχος της Yamaha άλλωστε. Το κοινό του Tenere είναι πολύ πιο μεγάλο, πολύ πιο γενικό, για να μπει σε μία και μόνο ταμπέλα. Το γεγονός πως υπερπληρώνει τις ανάγκες του μέσου αναβάτη, έχει να κάνει και με το γεγονός πως οι ανάγκες αυτές δεν είναι ιδιαίτερα υψηλές σε ότι αφορά το χώμα. Την πρώτη ημέρα της οδήγησης περάσαμε από πολλές φλαταδούρες με χαλίκι, από εκείνες που περνάς καθιστός στην σέλα, όμως υπήρχαν γερές δόσεις απαιτητικής οδήγησης στο χώμα, με ανηφόρες, κατηφόρες, άλματα, γκρεμούς και κοτρώνες. Αυτό έφτιαξε ένα σκηνικό που θυμίζει παλιές εποχές παρουσιάσεων, τότε που δεν χρειαζόσουν δέκα στάσεις για να αλλάξεις κάμερες και να αποθανατίσεις την στιγμή στα social media. Τότε που οι παρουσιάσεις είχαν πραγματική περιπέτεια. Η Yamaha έφτιαξε μία τέτοια για το Tenere κι ακόμη ζούμε την εξέλιξή της. Την τελευταία δεκαετία πάντως, κανείς δεν έχει σχεδιάσει μία πρώτη επαφή μοτοσυκλέτας με δημοσιογράφους που να έχει τόσο χώμα και απαιτητικά κομμάτια.

Οι αναρτήσεις της Kayaba κάνουν την δουλειά που πρέπει, με γραμμικότητα στην λειτουργία τους και διαβάζοντας σωστά τα εμπόδια. Πίσω δεν χοροπηδά σαν κατσίκι και μπροστά πρέπει να χτυπήσεις πέτρες με μεγάλη ταχύτητα για να διώξει το τιμόνι. Οι ρυθμίσεις που είναι κοινές και για τα δύο καλάμια, έχουν σχετικά καλό βήμα όπου με τρία κλικ έχεις τελείως διαφορετική συμπεριφορά. Αυτή είναι ανάλυση για την επιστροφή και το τεύχος βέβαια. Ο κινητήρας είναι ο γνωστός μας με τον crossplane στρόφαλο δίχως καμία αλλαγή πέραν της τροφοδοσίας και της αναπνοής του. Η ECU που αναλαμβάνει την διαχείριση έρχεται από την ανατολή και είναι από το πάνω ράφι, η καλύτερη μονάδα που μπορεί κανείς να προμηθευτεί εκτός Ευρώπης. Οι διαφορές στην απόκριση είναι εμφανείς και χρειάζεται κι εδώ αρκετή ανάλυση για την πλήρη παρουσίαση στην επιστροφή.

Από πλευράς ποιότητας το Tenere είναι πολύ πιο πάνω από το αρχικό επίπεδο των MT-07 με πρώτο και καλύτερο το γεγονός πως δεν χρειάζεται να αλλάξεις αναρτήσεις. Υπάρχουν παρατηρήσεις, όπως το άβαφο πλαστικό κάτω από την σέλα που θέλει κιόλας αλλαγή μετά από τέσσερις ημέρες χώμα, όμως αυτό είναι κάτι που κι εύκολα αλλάζει και κόστος δεν έχει. Η βαφή θα μπορούσε να είναι καλύτερη, όμως δεν σου δίνει την εντύπωση πως σε λίγο καιρό το Tenere θα είναι αγνώριστο. Περισσότερο αυτές οι παρατηρήσεις έχουν να δείξουν σε εσάς πως εμείς ψάξαμε την μοτοσυκλέτα που καβαλήσαμε και λιγότερο εκβιάζουν κάποιο αρχικό συμπέρασμα. Από την πλειοψηφία όσων είμαστε εδώ και μαζί με εμένα, το Tenere θα μπορούσε να γίνει η επόμενη προσωπική μας μοτοσυκλέτα. Κι όταν το λες αυτό για ένα «βασικό» μοντέλο, κι όχι για κάποια ακριβή και υπερ-εξοπλισμένη Adventure η βαρύτητα είναι πολλαπλάσια.

Στην άσφαλτο έχει μία σταθερότητα που φτάνει μέχρι και τα 190 χιλιόμετρα με την τελική στο κοντέρ να φτάνει το υψηλότερο νούμερό της λίγο πιο πάνω, στα 202-203, σε μία ημέρα μάλιστα με έντονο αέρα. Δεν θα έπρεπε να πάει και παραπάνω με δεδομένο πως φορά σαμπρέλες. Προς το παρόν δεν υπάρχει και κάποια πιθανότητα για να το παραγγείλει κανείς με διαφορετικές ζάντες, από τον εξαιρετικά πλούσιο κατάλογο με αξεσουάρ που έχει η Yamaha, ωστόσο για το χώμα οι σαμπρέλα είναι πάντοτε μία πρόσθετη ασφάλεια. Στον κατάλογο θα βρει κανείς και ψηλότερη και χαμηλότερη σέλα. Και είναι αυτή μία από τις πιο κοινές ερωτήσεις γιατί κοιτώντας το στις φωτογραφίες παίρνεις την εντύπωση πως το ρεζερβουάρ είναι πολύ ψηλά, πως η σέλα είναι πολύ χαμηλά συγκριτικά με αυτό και πως η θέση οδήγησης θα είναι μία τυπική «γιαπωνέζικη» και συνεπώς ακατάλληλη τόσο για γρήγορη οδήγηση στο χώμα, όσο και για μεγάλες αποστάσεις.

Καταρχήν το Tenere είναι πλήρως ευρωπαϊκή μοτοσυκλέτα, και θα το αναλύσουμε κι αυτό στο τεύχος. Από εκεί και πέρα η εικόνα αυτή που σχηματίζεις δεν αλλάζει ούτε όταν το βλέπεις από κοντά και συγκεκριμένα από το πλάι και χαμηλά. Η πραγματικότητα διαφέρει πλήρως! Στα 1.83 που είμαι εγώ τα γόνατα είναι σε άνετη θέση και κάθεσαι πάνω και όχι μέσα στην μοτοσυκλέτα, η πραγματικότητα είναι διαφορετική από την εικόνα. Στο πρώτο ταξίδι όταν έρθει Ελλάδα θα το δούμε καλύτερα, αν και μην περιμένετε να αλλάξει η άποψη. Ήδη συμπληρώσαμε 350 χιλιόμετρα και πάμε για τα 500, που σημαίνει πως η αρχική εικόνα μάλλον θα παραμείνει.

Η Yamaha είχε πολλά χρόνια να μας δώσει μία πραγματική Adventure μοτοσυκλέτα, μία μοτοσυκλέτα που να πηγαίνει γρήγορα στην άσφαλτο και εξαιρετικά στο χώμα και να μην κοστίζει μία περιουσία. Το επίπεδο του Tenere είναι πραγματική έκπληξη, είναι πολύ πάνω από αυτό που περιμέναμε, τα όριά του είναι πολύ πιο πάνω από τις δυνατότητες του μέσου αναβάτη, και δεν ζητά τίποτα από τον αναβάτη του, μονάχα να το καβαλήσει και να φύγει.

Έχουμε λοιπόν να πούμε πολλά, για την κατασκευή, την απόδοση σε στροφιλίκι, σε κοτρώνες, πέτρες, αυτοκινητόδρομους και επαρχιακούς. Για τα φρένα που θέλουν επίσης ανάλυση, για την μετάδοση και τον κινητήρα. Ο ενθουσιασμός είναι αντιστρόφως ανάλογος για ένα βασικό μοντέλο, με την διαφορά πως αυτό δεν είναι πλέον ένα βασικό μοντέλο. Είναι ο άξιος συνεχιστής του ονόματος, είναι το Tenere που υποσχέθηκε η Yamaha. Και την υπόσχεσή της, την κράτησε με το παραπάνω!

Ετικέτες