Δοκιμάζουμε Michelin Road 5: Πρώτες εντυπώσεις [video]

Νέα τεχνολογία στα ελαστικά!
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

23/2/2018

Δοκιμάζουμε αυτή τη στιγμή το νέο Michelin Road 5 σε δρόμο και πίστα και σε δοκιμασίες φρεναρίσματος και αποφυγής εμποδίου σε βρεγμένο οδόστρωμα, σε μία γνώριμη πίστα δοκιμών στην Σεβίλλη. Μεταφέρουμε άμεσα τις πρώτες εντυπώσεις και τις πληροφορίες κατασκευής του ιδιαίτερου αυτού sport touring ελαστικού με ένα teaser video απευθείας από την Ισπανία, για να ακολουθήσει η αναλυτική δοκιμή σε επόμενο τεύχος του MOTO. Προαναγγέλλουμε επίσης ένα ολοκληρωμένο συγκριτικό video, μία μικρή υπερπαραγωγή του MOTO γυρισμένη στην Σεβίλλη, στο Μαρόκο και στην Ελλάδα με τις νέες προτάσεις της κατηγορίας αυτής, γράφοντας χιλιόμετρα στις ίδιες μοτοσυκλέτες, σε διαφορετικές χώρες και συνθήκες… Μέχρι τότε, ας συστηθούμε με το Road 5 που εισάγει νέα δεδομένα στην κατασκευή των ελαστικών ευρείας παραγωγής!

Η πέμπτη γενιά του Michelin Road 5 σηματοδοτεί την ωρίμανση μίας από τις πιο νέες τεχνολογίες στην κατασκευή ελαστικών, και την πρώτη φορά που χρησιμοποιείται σε ελαστικό μοτοσυκλετών. Με την χρήση 3D τεχνολογίας στην κατασκευή του καλουπιού, επιτυγχάνεται η δημιουργία αυλακιών με πολύπλοκο σχήμα και με κλιμακωμένο βάθος διατομής. Αυτό σημαίνει πως επιφανειακά βλέπεις ένα αυλάκι σε πάχος τρίχας που στο βάθος του όμως είναι πολλαπλάσια φαρδύτερο. Δεν χρειάζεται παρά μικρή δόση περιέργειας, για να αρχίσεις να αναρωτιέσαι πώς είναι δυνατό, να σχηματιστεί ένα αυλάκι στο ελαστικό που στην επιφάνειά του κλείνει και είναι λεπτότερο.

Όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, η εξήγηση είναι απλά σαν έννοια και υπερβολικά δύσκολη στην κατασκευή, τόσο δύσκολη που κανείς άλλος στον κόσμο αυτή την στιγμή, δεν μπορεί να προσφέρει κάτι αντίστοιχο. Η Michelin προστατεύει με μία σειρά από πατέντες την κατασκευή της, αλλά όπως συμβαίνει πάντα στην μηχανική, αρκεί μία μικρή αλλαγή και θεωρητικά έχεις διαφοροποιηθεί από την πατέντα «τόσο-όσο».

Μέχρι να γίνει αυτό στο μέλλον όμως, πρέπει να ξέρετε πως το Road 5 είναι το πρώτο ελαστικό μοτοσυκλετών με αυτά τα περίεργα, θαύμα της μηχανικής αυλάκια και θα παραμείνει μοναδικό για αρκετό καιρό ακόμη..

Πώς δουλεύει η τεχνολογία αυτή;

Σχεδιάζεται και δοκιμάζεται μέσα από μία μακρά διαδικασία η χάραξη του ελαστικού. Σε επόμενο τεύχος του MOTO θα εξηγήσουμε αναλυτικά τα στάδια του Michelin Road 5 και το χρονικό διάστημα που διήρκεσε το καθένα.

Συνολικά όμως, ο σχεδιασμός του κράτησε τέσσερα χρόνια που σημαίνει ότι ξεκίνησε αμέσως μόλις ολοκληρώθηκε το Road 4, η προηγούμενη έκδοση που είχε στην Ευρώπη –συνολικά- σημαντική επιτυχία, ως το sport touring ελαστικό με τις περισσότερες πωλήσεις.

Με την χάραξη λοιπόν να έχει σχεδιαστεί και δοκιμαστεί σε πραγματικές συνθήκες με πρωτότυπα μοντέλα, έρχεται η καινοτομία της κατασκευής που κρύβει το Road 5.

Με μέθοδο αντίστοιχη της 3D εκτύπωσης ένα laser επιδρά στο μέταλλο αρχίζοντας να σχεδιάζει το περίγραμμα επίπεδο-επίπεδο ξεκινώντας από επάνω προς τα κάτω. Σκάβει λοιπόν από ένα μασίφ κομμάτι το αρνητικό ανάγλυφο της χάραξης.

Φανταστείτε το Grand Canyon και μετά το.. καπάκι του. Αυτό είναι το καλούπι, το καπάκι που έχει προεξοχές που γεμίζουν τις αυλακώσεις του ελαστικού. Το νέο εδώ είναι πως οι αυλακώσεις αυτές δεν είναι επίπεδες στην χάραξη αλλά πλαταίνουν όσο βαθαίνουν.

Πώς όμως μπορείς να βυθίσεις ένα μεταλλικό καλούπι στην γόμα του ελαστικού και η πάνω του πλευρά να είναι η πιο λεπτή αντί για το ανάποδο;

Πολύ απλά, κατά τον βουλκανισμό του ελαστικού, όπου ασκείται από το εσωτερικό του πίεση προς το τοίχωμα του καλουπιού, η ζεστή και εύπλαστη γόμα, αγκαλιάζει τις μεταλλικές προεξοχές του καλουπιού «θηλυκώνοντάς» τες.

Κι εδώ ίσως γεννάται η δεύτερη απορία. Πώς αφαιρείς το έτοιμο ελαστικό, από το καλούπι, όταν εκείνο το έχει αγκαλιάσει και ασφαλίσει σαν “Origami” κυριολεκτικά και μεταφορικά;

Εδώ είναι άλλη μία πατέντα της Michelin κι αυτή απλή στην θεωρία, κι εξαιρετικά δύσκολη στην πράξη. Με ελάχιστη παραμόρφωση του ελαστικού, είναι δυνατό να το αφαιρέσεις από το καλούπι, την στιγμή που αν το τραβούσες απλά, θα ήταν αδύνατο να το αφαιρέσεις χωρίς να το καταστρέψεις. Για άλλη μία φορά το ζήτημα δεν είναι στην σκέψη ή στην σύλληψη της ιδέας, τα πρωτότυπα ελαστικά για δοκιμές έτσι κατασκευάζονται, βυθίζοντας το καλούπι με την ανάποδη χάραξη στο ελαστικό. Το δύσκολο είναι να τους προσδόσεις διαφορετικό πλάτος από κάτω προς τα πάνω και περίπλοκο σχήμα, και μάλιστα να χρησιμοποιήσεις τρισδιάστατη τεχνολογία για να το κάνεις αυτό. Διότι ο βαθμός προσοχής της λεπτομέρειας σε αυτό το επίπεδο που μιλάμε, αγγίζει πολλές υποδιαιρέσεις του χιλιοστού, ώστε αφαιρώντας το καλούπι να έχεις ένα τόσο πολύπλοκο σχήμα, δίχως την παραμικρή ατέλεια.

Το Road 5, ασχέτως πως συμπεριφέρεται στο δρόμο, ξεκινά την καριέρα του ως ένα θαύμα της μηχανικής! Η Michelin ονομάζει την τεχνολογία αυτή XST (X Sipe Technology) και πλέον με το Road 5 είμαστε στην XST evo, το επόμενο δηλαδή στάδιο, καθώς την εξελίσσει για περισσότερα από 12 χρόνια. Ξεκινώντας με αυτοκίνητα και φορτηγά και τις σειρές MICHELIN CrossClimate, MICHELIN Premier A/S και το MICHELIN X LINE ENERGY D2, απέκτησε πολύ μεγάλη εμπειρία πριν περάσει την τεχνολογία στις μοτοσυκλέτες, το πιο απαιτητικό όχημα από πλευράς σχεδίασης ελαστικών.

Πρόκειται για μία τεχνολογία που ήρθε για να μείνει και να επεκταθεί από την Michelin ακόμα παραπάνω, σε περισσότερα μοντέλα, καθώς για να την θέσει στην υπηρεσία της,  συνεργάστηκε με την Five, ενώνοντας τις δυνάμεις τους σε έναν κοινό φορέα με το όνομα Addup που εδρεύει στο Clermont-Ferrand της Γαλλίας. Με αυτό τον τρόπο η Michelin έχει επενδύσει πλήρως στην νέα τεχνολογία παράγοντας και σχεδιάζοντας η ίδια, κάθε στάδιό της. Για να φτάσουμε στο επίπεδο που μιλάμε αυτή την στιγμή, ήταν απαραίτητο να χρησιμοποιηθεί τρισδιάστατη τεχνολογία, ο μόνος τρόπος να έχουμε πολύπλοκο σχήμα στο καλούπι με τόσο μικρό μέγεθος και σε αυτή την λεπτομέρεια. Σε προηγούμενα στάδια της τεχνολογίας αυτής, απλά συνέθεταν το τελικό καλούπι κολλώντας μεταλλικά κομμάτια το ένα επάνω στο άλλο, σε μία διαδικασία που από ένα στάδιο και μετά, άγγιζε τα επίπεδα του ωρολογοποιού ή του χρυσοχόου. Τώρα λοιπόν εξέλιξαν μία ολόκληρη διαδικασία, την τελειοποίησαν και με τα νέα δεδομένα ξεκίνησαν την κατασκευή ενός νέου ελαστικού, κι αυτό είναι το νέο Michelin Road 5, η επίτομη της τεχνολογίας αυτής!

Εκτός από θαύμα της μηχανικής και έκφραση υψηλής τεχνολογίας, ποιο είναι το πρακτικό όφελος της μεταβλητής διατομής;

Τα ελαστικά είναι ένας ζωντανός οργανισμός, το λέμε χρόνια αυτό, στην περίπτωση του Road 5 όμως είναι ένας οργανισμός που «γυμνάζεται» σε όλη την διάρκεια της ζωής του, αυτός είναι ένας μεταφορικός συμβολισμός για επίδρασή τους στις επιδόσεις του. Πιο συγκεκριμένα, όταν το ελαστικό είναι καινούριο και υπάρχει αρκετό πλέγμα η κινητικότητα του πέλματος είναι κάτι δεδομένο και μετρήσιμο, όσο όμως το πέλμα φθίνει αλλάζει και η κινητικότητά του. Στην αρχή της ζωής του μονάχα μία «τρίχα» σπάει το φιλμ του νερού που καλύπτει το οδόστρωμα κατά την βροχή, κι ανακατευθύνει το νερό προς το κέντρο του ελαστικού στην χαρακτηριστική στρόγγυλη τρύπα που υπάρχει, εκτοξεύοντας μικρούς πίδακες. Με την φθορά, το αυλάκι αυτό ουσιαστικά μεγαλώνει, καθώς το πέλμα μικραίνει σε πλάτος αποκαλύπτοντας την μεταβλητή διατομή του.. Το αποτέλεσμα σύμφωνα με την Michelin είναι να συμπεριφέρεται μετά από 5.000 χιλιόμετρα, όπως το Road 4! Είναι μία εντυπωσιακή ανακοίνωση, το κάθε άλλο.

Συζητήσαμε πολύ με τους ανθρώπους της Michelin που είναι πάντα διαθέσιμοι να σου μιλήσουν απαντώντας με ειλικρίνεια και γνωρίζοντας την ιδιαιτερότητα της Ελλάδας και τα προβλήματα που εμείς αντιμετωπίζουμε. Για παράδειγμα όταν είπα στον Dean τον βασικό αναβάτη εξέλιξης, πως το Road 4 ήταν εκπληκτικό στην βροχή αλλά χωρίς προοδευτική απώλεια της πρόσφυσης μετά από λίγες μοίρες κλίσης συμφώνησε απόλυτα. Όπως και για το γεγονός πως στην Ελλάδα έχουμε μία σύνθεση της ασφάλτου που ανατρέπει κάθε δεδομένο που αποκτούμε από δοκιμές στην υπόλοιπη Ευρώπη… Το γνωρίζουν κι αυτό στην Michelin…

Τώρα στο Road 5 χρησιμοποιείται και πάλι η 2CT+ τεχνολογία, όπου στο πίσω ελαστικό, το ένα μίγμα της γόμας εισχωρεί κάτω από το δεύτερο που καλύπτει τα πλαϊνά βοηθώντας την σταθερότητα του ελαστικού και την ομοιογένειά του. Ομοιότητες υπάρχουν μονάχα με το Power RS, το πιο sport ελαστικό της Michelin που δοκιμάσαμε πέρσι στο Κατάρ, κι από τότε εκπλήσσει όποιον το χρησιμοποιεί, δουλεύοντας αποδοτικά και στην Ελλάδα. Το εμπρός όμως είναι τελείως νέα υπόθεση. Ολοκληρωτικά νέο, λίγο πιο γρήγορο σε γεωμετρία από το Road 4 έχει σχεδιαστεί για να προσφέρει ευελιξία και σταθερότητα την ίδια στιγμή. Δοκιμάζοντάς το σε φρενάρισμα με περισσότερα από 200 χιλιόμετρα στην σέλα ενός S1000XR που είναι πολύ γνώριμη η συμπεριφορά του με άλλα ελαστικά, το Road 5 απέδωσε σε βαθμό ανώτερο της κατηγορίας του. Ωστόσο ήταν στο βρεγμένο εκεί που δυσκολευόσουν να βρεις τα όρια της πρόσφυσης, γιατί έπρεπε να πασχίζεις να ξεπεράσεις τα όρια που σου έβαζε η λογική, φρενάροντας από τα 150 – 160 στα 40, σουζάροντας και ντριφτάροντας στις εξόδους και τις εισόδους. «Πρέπει να σου άρεσε» μου λέει χαμογελώντας ο υπεύθυνος της Michelin για την δοκιμή στο βρεγμένο, όταν είδε τις παραπάνω συμπεριφορές… Η αλήθεια είναι ότι απλά έψαχνα ένα τρόπο να νιώσω το γλίστρημα, χωρίς να είναι μοιραία μη αναστρέψιμο..

Υπάρχουν αρκετά μυστικά στο Road 5 που το καθιστούν ένα από τα καλύτερα ελαστικά της κατηγορίας του, δεν μπορώ να πω ακόμα το καλύτερο καθώς αναμένεται να οδηγήσουμε τα υπόλοιπα σύντομα κι εκεί θα βγει το τελικό συμπέρασμα. Η Michelin έχει ήδη διεξάγει μετρήσεις και μάλιστα παρουσία δικαστικού εκπροσώπου, διασφαλίζοντας την ακεραιότητα των μετρήσεων αυτών, που την φέρνουν στην κορυφή. Ωστόσο κατά την διάρκεια της δοκιμής δεν είχε όλα τα νέα μοντέλα, αυτά που θα δοκιμάσει ή έχει δοκιμάσει το MOTO πρώτο στον κόσμο –μάλιστα συνέβη κι αυτό- και θα ανακοινωθεί σύντομα. Η αλήθεια είναι πως το Road 5 έχει στοχεύσει κορυφή και δύσκολα θα το κατεβάσει κάποιος από εκεί! Ξεκινώντας από το νέο βασικό ελαστομερές της γόμας του Road 5 και το μικρό μυστικό στον σκελετό, θα φτάσουμε μέχρι το ελάχιστο ποσοστό χρήσης φυσικού ελαστικού, κι όλα αυτά θα τα αναλύσουμε στο MOTO, μαζί με την πλήρη παρουσίαση της χρήσης του, έπειτα από αρκετά χιλιόμετρα στη σέλα διαφορετικών μοντέλων, σε πίστα κα δρόμο!

Αυτή την στιγμή ετοιμάζεται η έκδοση Road 5 GT για τις βαρύτερες τουριστικές μοτοσυκλέτες, καθώς και η Road 5 Trail για τις μοτοσυκλέτες παντός δρόμου που θα έρθει τον Αύγουστο στην παραγωγή, για να είναι έτοιμη η Michelin σε όλες τις διαστάσεις..

Οδηγούμε το νέο SYM Maxsym TL: Δικύλινδρο mega scooter με τιμή μονοκύλινδρου!

Το οδηγήσαμε στην Πορτογαλία
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

21/10/2019

Η SYM έχει έως σήμερα πρωταγωνιστική παρουσία στις μικρές και μεσαίου κυβισμού κατηγορίες scooter στην Ελλάδα. Έως τα 300 κυβικά, τα μοντέλα της SYM φιγουράρουν συνεχώς στις πρώτες θέσεις των πωλήσεων, χάρη στο ισχυρό value for money και στο οργανωμένο πανελλαδικά δίκτυο πωλήσεων και after sale service. Όμως για εκείνους που ζητούσαν κάτι παραπάνω από ένα πρακτικό και οικονομικό scooter, η SΥΜ δεν είχε κάτι να τους προσφέρει. Το Yamaha TMAX σχεδόν συμπλήρωσε δύο δεκαετίες χωρίς ιδιαίτερο ανταγωνισμό, τουλάχιστον έως την εμφάνιση του AK 550 της Kymco, πριν λίγα χρόνια.

Βλέποντας λοιπόν το νέο Maxsym TL και διαβάζοντας τα τεχνικά χαρακτηριστικά του, αυτομάτως το βαφτίζεις ως αντίπαλο του Yamaha TΜΑΧ. Μόνο που η αλήθεια είναι εντελώς διαφορετική και η SYM έκανε κάτι πολύ πιο έξυπνο, όπως διαπιστώσαμε οδηγώντας το στην Πορτογαλία, στα πλαίσια της διεθνούς δημοσιογραφικής παρουσίασής του.  

Βασικά την αλήθεια την μάθαμε πριν καν ανέβουμε στη σέλα του, αφού με αυτό ξεκίνησε την τεχνική παρουσίαση ο Sérgio Inglês, υπεύθυνος marketing της πορτογαλικής αντιπροσωπείας της SYM, που είχε αναλάβει ολόκληρη τη διοργάνωση της δημοσιογραφικής παρουσίασης. Δυστυχώς οι Ταϊβανέζοι απέφευγαν με κάθε τρόπο να έρθουν σε άμεση επαφή με τους δημοσιογράφους, κρατώντας για τον εαυτό τους μόνο το ρόλο του παρατηρητή. Σύμφωνα με τον Sérgio Inglês, το νέο Maxsym TL έρχεται για να καλύψει το κενό ανάμεσα στα σπορ μονοκύλινδρα scooter των 300-400 κυβικών (Yamaha XMAX 300-400, Kymco X-citing 400, Honda Forza 300 κτλ) και τα ακριβά premium scooter των 500+ κυβικών. Πράγματι, μια δεύτερη πιο προσεκτική ματιά στους αριθμούς επιβεβαιώνουν την στρατηγική της SYM. Η τιμή των 6.995€, οι επιδόσεις των 41 ονομαστικών ίππων και ο εξοπλισμός, είναι αντίστοιχα των μονοκύλινδρων σπορ scooter, αλλά το Maxsym TL έχει την ανώτερη ποιότητα λειτουργίας του δικύλινδρου κινητήρα και την σαφώς ανώτερη συμπεριφορά της μοτοσυκλετιστικής αρχιτεκτονικής του πλαισίου, με την πίσω ανάρτηση μοχλισμού, την αλυσίδα στην τελική μετάδοση και φυσικά το στιβαρό upside down τηλεσκοπικό πιρούνι που δένει με δύο πλάκες στο πλαίσιο.

Κανένα συμβατικό scooter που έχει μονοκόμματο τον κινητήρα με το ψαλίδι, το οποίο μάλιστα συνδέεται με ελαστικά συνεμπλόκ στο πλαίσιο, δεν μπορεί να φτάσει σε συμπεριφορά τα scooter που έχουν κανονικά ψαλίδια. Αυτό άλλωστε ήταν το βασικό μυστικό της επιτυχίας του TΜΑΧ, που το διαφοροποιούσε από οποιοδήποτε άλλο scooter. Η διαφορά στις στροφές (αλλά και στην άνεση) είναι πραγματικά τεράστια. Έτσι το Maxsym TL είναι μακράν καλύτερο στις στροφές και πιο άνετο στις λακκούβες από τα sport-premium μονοκύλινδρα scooter των 300-400 κυβικών. Αυτά τα δύο χαρακτηριστικά του Maxsym TL από μόνα τους αξίζουν κάθε ευρώ παραπάνω, σε σχέση με τα μονοκύλινδρα 300-400 και επιπλέον έχεις δύο ισχυρά εμπρός δισκόφρενα των 275mm με τετραπίστονες ακτινικές δαγκάνες και δικάναλο ABS της Continetal. Ο δικύλινδρος κινητήρας του Maxsym TL (το TL σημαίνει Twin cylinder Line) είναι ολοκαίνουριος, προδιαγραφών Euro4 και… έχει τρία έμβολα!

Ναι σωστά διαβάσατε. Αντί για αντικραδασμικό άξονα, η SYM έχει βάλει ένα τρίτο έμβολο χωρίς ελατήρια συμπίεσης, διαμετρικά αντίθετα τοποθετημένο από τα δύο έμβολα που ανεβοκατεβαίνουν ταυτόχρονα, με σκοπό να εξουδετερώνει τους κραδασμούς πρώτου και δεύτερου βαθμού. Η ιδέα αυτή δεν είναι καινούρια, καθώς κάτι αντίστοιχο είχε σκεφτεί η Ducati στο αγωνιστικό Supermoto με την “νεκρή μπιέλα”. Οδηγώντας το Maxsym TL διαπιστώσαμε πως η ιδέα αυτή δουλεύει ικανοποιητικά και εξουδετερώνει τους περισσότερους από τους κραδασμούς που θα μπορούσαν να φτάσουν στο σώμα και τα χέρια του αναβάτη. Η ποιότητα λειτουργίας είναι αυτή που περιμένεις να έχει ένα δικύλινδρο scooter, με εξαίρεση κάποιους υψηλής συχνότητας κραδασμούς που εμφανίζονται στις χαμηλο-μεσαίες στροφές, κυρίως όταν επιταχύνεις. Εν μέρη αυτό οφείλεται και στο γεγονός πως ο κινητήρας είναι ενεργό μέρος του πλαισίου, αφού η αρχιτεκτονική του ατσάλινου χωροδικτυώματος είναι pivotless όπως δηλαδή ήταν των Honda CBR Fireblade, VFR 800, VTR 1000F στις αρχές του 2000 έως και το 2008 ήταν των Ducati 900SS των 90ies. Έτσι λόγω τις απουσίας ελαστικών βάσεων μεταξύ κινητήρα και πλαισίου, κάποιοι κραδασμοί υψηλής συχνότητας φτάνουν έως την σέλα και το τιμόνι σε αυτό το περιορισμένο φάσμα στροφών.

Από την άλλη μεριά όμως, το πλεονέκτημα της pivotless αρχιτεκτονικής και της απουσίας ελαστικών βάσεων είναι στην επίτευξη ενός πιο κοντού μεταξονίου (1545mm) και στην στιβαρότητα-αμεσότητα του Maxsym TL στους δρόμους με στροφές. Πρέπει να τονίσουμε πως η κατανομή βάρους είναι 50/50, όπως στις καθαρόαιμες σπορ μοτοσυκλέτες.

Η σπορ εργονομία της θέσης οδήγησης δεν μεταβάλει αυτή την άψογη κατανομή βάρους όταν κάτσει ο αναβάτης πάνω στη σέλα. Η SYM μας είπε πως σχεδίασαν τη σέλα, το δάπεδο  και το τιμόνι με στόχο ο αναβάτης να μπορεί να διαλέγει ανάμεσα σε όρθια θέση οδήγησης με τα πόδια κάθετα στην ποδιά και σε πιο ξαπλωτή με τα πόδια να πατούν στο εμπρός τμήμα της ποδιάς. Δυστυχώς πέτυχαν μόνο τον ένα από του δύο στόχους, καθώς στο πίσω τμήμα του πατώματος υπάρχουν δύο εξογκώματα που δεν σου επιτρέπουν να βάλεις τις πατούσες σου πιο πίσω. Αν είσαι πάνω από 1,80m δεν θα έχεις πρόβλημα σε αυτό, αλλά αν είσαι πιο κοντός και πρέπει να βάλεις τα πόδια σου πιο πίσω, οι φτέρνες σου βρίσκουν σε αυτά τα δύο εξογκώματα. Κατά τα άλλα, η εργονομία είναι σχεδόν άριστη για όλα τα αναστήματα, αφού τα πόδια σου πατάνε με δύναμη στο έδαφος όταν σταματάς λόγω του σωστά σχεδιασμένου εμπρός τμήματος της σέλας.

Γενικά στις επιτόπιες μανούβρες είναι κορυφαίο σε ευελιξία και κυρίως σε ευκολία χειρισμών. Έχει πολύ πιο ελαφριά αίσθηση από τα υπόλοιπα δικύλινδρα και παίζει στα ίσια με τα μικρότερα μονοκύλινδρα σε αυτόν τον τομέα. Λόγω της αλυσίδας στην τελική μετάδοση, ο συμπλέκτης είναι μηχανικός και το CVT έχει πολύ πιο κοντό ιμάντα από τα κλασικά scooter. Το αποτέλεσμα θυμίζει αρκετά το TΜΑΧ 500 της πρώτης γενιάς, έχοντας μεγάλης διάρκειας πατινάρισμα έως και τα 130km/h. Από εκεί και πάνω ο συμπλέκτης σταματά το πατινάρισμα και το CVT αρχίζει να “απλώνει” τις σχέσεις ακλουθώντας την αύξηση των στροφών του κινητήρα. Αυτή η συμπεριφορά προσφέρει απόλυτα γραμμική επιτάχυνση, όμως κάνει τον κινητήρα να δείχνει πως δεν έχει πολύ ροπή χαμηλά. Γενικά ως αίσθηση, οι επιδόσεις εν κινήσει (ρεπρίζ) βρίσκονται πιο κοντά στην κατηγορία των μονοκύλινδρων 400, παρά στην πλευρά των Tmax και AK 550, κάτι που δεν αρνείται η SYM στο press kit, λέγοντας ξεκάθαρα πως το Maxsym TL προσφέρει κορυφαία απόδοση στην κατηγορία των 400cc.

Οδηγήσαμε κυρίως σε ορεινούς φιδίσιους δρόμους και κάναμε μόλις 3-4 χιλιόμετρα σε ανοιχτό δρόμο. Στη μοναδική ευκαιρία που είχαμε για να πιάσουμε υψηλές ταχύτητες, προλάβαμε και είδαμε 146km/h στο κοντέρ, όμως ο κινητήρας είχε μόλις 6.500 στροφές (μέγιστη ιπποδύναμη 41 ίππων στις 6.750) και φόρτωνε ακόμα χιλιόμετρα, μέχρι να φρενάρουμε δυνατά λίγο πριν την speed camera της πορτογαλικής τροχαίας που ήταν στην άκρη του δρόμου. Η σταθερότητα και η αεροδυναμική (η ζελατίνα ρυθμίζεται μόνιμα με βίδες σε δύο θέσεις ύψους) ήταν πραγματικά εξαιρετική, εμπνέοντας απόλυτη σιγουριά.

Εκεί όμως που το Maxsym TL παίζει στα ίσια με τα καλύτερα scooter του κόσμου είναι στις στροφές. Το στιβαρό πλαίσιο, η άριστη κατανομή του βάρους, οι μοτοσυκλετάδικες αναρτήσεις και τα ισχυρά φρένα, συνδυάζονται με την ευελιξία και την ελαφριά αίσθηση, προσφέροντας γνήσια σπορ συμπεριφορά. Τα σπορ ελαστικά S3 της Maxxis έχουν τη σωστή γεωμετρία κορώνας για να ταιριάξουν με την υπόλοιπη γεωμετρία του πλαισίου. Ως αποτέλεσμα, το Maxsym TL είναι πρόθυμο να πλαγιάσει, αλλά ταυτόχρονα είναι προοδευτικό και απόλυτα προβλέψιμο.

Στην ορεινή άσφαλτο της Πορτογαλίας τα ελαστικά αυτά είχαν υψηλό κράτημα και μπορούσες να διατηρήσεις αντίστοιχα υψηλές ταχύτητες μέσα στη στροφή. Τα περιθώρια κλήσης είναι υπέρ αρκετά, οπότε δεν βρίσκουν εύκολα κάτω τα σταντ, ούτε η εξάτμιση. Ειδικά στις καταβάσεις το Maxsym TL μπορεί να ακολουθήσει τον ρυθμό σπορ μοτοσυκλετών, κάνοντάς σε να χαμογελάς μέσα στο κράνος σου. Το ABS της Continetal δεν είναι το πιο γρήγορο που υπάρχει σε αντιδράσεις, όμως στην καλής ποιότητας άσφαλτο που οδηγήσαμε επενέβαινε μόνο όταν χρειαζόταν στον εμπρός τροχό. Πίσω ήταν λίγο πιο ευαίσθητο, αλλά αυτή είναι μια πάγια τακτική που ακολουθούν στα scooter τους σχεδόν όλοι οι κατασκευαστές.

Τα Maxsym TL που οδηγήσαμε εμείς σε αυτή την παρουσίαση ήταν όλα προπαραγωγής και στα έγχρωμα TFT όργανα είχε απενεργοποιηθεί η ένδειξη της κατανάλωσης. Οπότε θα πρέπει να περιμένουμε μέχρι το τεστ στην Ελλάδα για να έχουμε μια εικόνα πόσο καίει ο δικύλινδρος κινητήρας των 465 κυβικών σε σχέση με τους μονοκύλινδρους (άμεσους) ανταγωνιστές των 400 κυβικών.

Σε επίπεδο εξοπλισμού, τα πράγματα είναι λογικά αν σκεφτούμε την τιμή. Υπάρχει θύρα USB για να φορτίζεις το κινητό σου τηλέφωνο, αλλά η TFT οθόνη δεν έχει τη δυνατότητα άμεσης σύνδεσης με το smartphone. Το κλειδί είναι συμβατικό και όχι keyless, αλλά αν κρίνουμε από την εκνευριστική διαδικασία των keyless που έχουν τα scooter της Kymco, της Honda και τις Yamaha, δέκα φορές καλύτερα το συμβατικό κλειδί. Από ενδείξεις έχεις σχεδόν όλα όσα χρειάζεσαι και μπορείς να αλλάξεις τις απεικονίσεις στην κεντρική οθόνη TFT, που έχει μάλιστα αισθητήρα φωτός και ρυθμίζει αυτόματα την ένταση της φωτεινότητάς της. Δυστυχώς το γυαλιστερό διάφανο πλαστικό κάλυμμα των οργάνων δεν έχει επίστρωση anti-reflect και γεμίσει με αντανακλάσεις  σε κάποιες περιπτώσεις.

Φυσικά τα φώτα είναι full LED εμπρός και πίσω, ενώ ο χώρος κάτω από τη σέλα είναι αρκετός για ένα κανονικού μεγέθους full face κράνος και ένα τσαντάκι ή αδιάβροχό. Επίσης είναι φωτιζόμενος και συμπληρώνεται από δύο ντουλαπάκια στην ποδιά που δεν κλειδώνουν όμως. Ένα μεγάλο μπράβο στη SYM για το πλάγιο σταντ, που είναι συνδεδεμένο (με ντίζα) με το πίσω φρένο και όταν το κατεβάζεις αυτομάτως φρενάρει τον πίσω τροχό, επιτρέποντάς σου να παρκάρεις σε ανηφόρες και κατηφόρες χωρίς τον φόβο να βρεθεί ξάπλα στην άσφαλτο ή να πρέπει να το σηκώνεις πάντα στο κεντρικό σταντ.

Στις παρουσιάσεις δεν μπορείς να δοκιμάσεις θέματα που αφορούν τον συνεπιβάτη, καθώς οι ασφαλιστικές εταιρείες ζητάνε επιπλέον χρήματα από τους διοργανωτές για να καλύψουν ατυχήματα με δύο άτομα στη σέλα. Οπότε όπως και με το θέμα της κατανάλωσης, έτσι και εδώ την απάντηση θα την έχουμε μετά τη δοκιμή επί ελληνικού εδάφους. Γενικά περιμένουμε με ενδιαφέρον την άφιξη του Maxsym TL στη χώρα μας, διότι οι ιδιαίτερες συνθήκες της ελληνικής αγοράς θα μας δείξουν αν ο κόσμος το δει ως τον δικύλινδρο ανταγωνιστή των μονοκύλινδρων 300-400 ή ως την φτηνότερη λύση στα premium δικύλινδρα των 500+ κυβικών. Και οι δύο εμπορικές κατευθύνσεις έχουν τις ίδιες πιθανότητες.