Οδηγούμε Aprilia SR GT στην Ιταλία

Το πρώτο “Urban Adventure” σκούτερ της Aprilia
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

28/2/2022

Και κάπως έτσι δημιουργείται μία ολόκληρη νέα κατηγορία! Η Aprilia επενδύει κι αυτή με την σειρά της στα σκούτερ που μπορούν να πατήσουν στο χώμα λίγο πιο εύκολα. Δεν έχει επικρατήσει μέχρι στιγμής συγκεκριμένο όνομα, από το “Urban Adventure” μέχρι σκέτο Adventure και από εκεί στο Crossover Scooter που επέλεξε η Aprilia για την δική της πρόταση, είναι όλα -ακόμη- αποδεκτά για να σημάνουν την διαφορά από την γενική κατηγορία.

Το πρώτο πράγμα που για εμάς κάνει μεγάλη διαφορά και υποδεικνύει και τον βασικό λόγο που πρέπει το ΜΟΤΟ να πηγαίνει στις παρουσιάσεις ώστε να ξεχωρίζει η ουσία, είναι η ειλικρίνεια με την οποία αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι της Aprilia το νέο SR GT, μιλώντας για αυτό χωρίς να κρύβουν ή να υπονοούν κάτι διαφορετικό!

Σε αντίθεση λοιπόν με το αγγλικό δελτίο τύπου που πάντα συντροφεύει κάθε νέο μοντέλο και δεν παύει να χρησιμοποιεί την λέξη Adventure, προσεκτικά επιλεγμένη σε πρόταση με την λέξη Enduro, παρόλο που υπονοεί την εμφάνιση και μόνο, οι άνθρωποι της Aprilia ήταν από κοντά εξαιρετικά ειλικρινείς: Δεν αρνήθηκαν ούτε στιγμή πως πηγή έμπνευσης ήταν το X-ADV της Honda και ήταν σαφείς στο να μην δώσουν καμία χωμάτινη προέκταση στο SR GT. Δικαιολογούν τον όρο crossover και τα χαρακτηριστικά του, στο ότι μπορεί να αντιμετωπίσει πιο άνετα τις ανωμαλίες και τα εμπόδια στην άσφαλτο (π.χ. σαμαράκια, λακκούβες κτλ.). Η θέση της Aprilia είναι πως αξίζει η επένδυση σε ένα τέτοιο, crossover νέο μοντέλο καθώς πρόκειται για επικρατούσα τάση, στην οποία επέλεξαν να απαντήσουν με μετεξέλιξη ουσιαστικά των GT scooters.

Καταρχάς έχουν απόλυτο δίκιο για το τι θέλει ο κόσμος, το διαπιστώσαμε κατά την παρουσίαση του ADV350 της Honda που προέκυψε από απαίτηση του κοινού, ως μία φθηνότερη προσέγγιση στο X-ADV. Σε αυτή την απαίτηση απάντησαν κι άλλες εταιρείες και τώρα που και η Piaggio μπαίνει στην μάχη του ανταγωνισμού, αρχίζει να διαμορφώνεται μία κατηγορία. Για την ιστορία προφανώς και crossover σκούτερ υπήρχαν πάντα και μάλιστα στην Ελλάδα την κατηγορία αυτή την κατοχύρωσε η Piaggio με το θρυλικό Typhoon που ακόμη και τώρα κυκλοφορεί στους δρόμους. Δίχρονο και αργότερα και με τετράχρονη πρόταση το Typhoon ήταν για πολλά χρόνια συνυφασμένο με το ελληνικό καλοκαίρι και τον χωματόδρομο που οδηγεί σε μία καλύτερη παραλία. Καθόλου τυχαία το ελληνικό καλοκαίρι και μία δυσπρόσιτη παραλία στην Ίο ήταν και η έμπνευση πίσω από την δημιουργία του X-ADV, όταν βρέθηκε για διακοπές ένας σχεδιαστής της Honda όπως πολύ αναλυτικά έχουμε εξηγήσει στο ΜΟΤΟ εδώ και χρόνια, και κάπως έτσι ο κύκλος ολοκληρώνεται ξανά πίσω στο SR GT.

Στην συγκεκριμένη κατηγορία της ευρύτερης οικογένειας που η Aprilia ονομάζει Urban Mobility υπάρχουν ήδη τα ηλεκτρικά eSR1 και eSR2 όπως και το κοντινό εμφανισιακά Aprilia SXR 50. Το νέο SR GT βγαίνει σε δύο κυβισμούς, 200-125cc με τον κινητήρα των 200cc να είναι εντελώς καινούργιος και είναι η πρώτη φορά που τοποθετείται σε σκούτερ του Piaggio Group. Σε ερώτησή μας, απάντησαν στο ΜΟΤΟ πως  είναι πολύ πιθανό να τον δούμε και σε σκούτερ άλλων εταιρειών που ανήκουν στο group. Πράγμα ενδιαφέρον ιδιαίτερα όταν ανακοινώνουν πολύ χαμηλή κατανάλωση, της τάξης των 2,5lt/100km, με την πραγματική όπως την υπολόγισε το ΜΟΤΟ να είναι κοντά στο 2,8 με 3 για την έκδοση των 200ων κυβικών. Η κατανάλωση είναι από τα πρώτα πράγματα που θα δούμε και σε μελλοντική δοκιμή στην Ελλάδα, προς το παρόν περιοριζόμαστε στις πρώτες εντυπώσεις κατά την οδήγηση στην Ιταλία.

Ιδιαίτερα θετική πρώτη εντύπωση από την σέλα του SR GT μας άφησε η συναρμογή των πλαστικών χωρίς κενά και τριγμούς, καθώς και η ποιοτική βαφή. Τα πλαστικά που μέσα στην καθημερινότητα μπορεί να τα χειρίζεσαι με περισσότερη ένταση, όπως το ντουλαπάκι για το κινητό με το USB και το καπάκι για την τάπα της βενζίνης, βρίσκονται ποιοτικά ένα επίπεδο πάνω από τα στάνταρ της μεσαίας κατηγορίας των σκούτερ που τελευταία έχουν προσγειωθεί ιδιαίτερα χαμηλά. Σε αυτό το σημείο να τονίσουμε πως το SR GT κατασκευάζεται στο Βιετνάμ που έχει αποδείξει πως το μέσο επίπεδο παραγωγής στα δίκυκλα είναι πιο κοντά σε εκείνο της Ταϊλάνδης, που έχει φτάσει να συγκαταλέγεται στα υψηλότερα της Ασίας και πολλοί Ευρωπαίοι κατασκευαστές να μεταφέρουν εκεί τις γραμμές παραγωγής, όπως η Triumph.

Η προσοχή που έχει δοθεί στις λεπτομέρειες ακολουθεί λοιπόν την επιτηδευμένη και προσεκτικά σχεδιασμένη εμφάνιση με την οποία η Aprilia προίκισε το SR GT. Το Piaggio Group θέλει κάθε μάρκα να είναι ξεχωριστή και να εκφράζει διαφορετικό κοινό, καλύπτοντας έτσι μεγαλύτερο μέρος τις αγοραστικής πίτας, οπότε δεν γινόταν παρά να θέλουν να τονίσουν το μοτοσυκλετιστικό υπόβαθρο της μάρκας. Για αυτό και το μούτρο του SR GT είναι ένα πάντρεμα μοτοσυκλέτας και σκούτερ, ξεκάθαρα εμπνευσμένο από RS. Ευτυχώς αυτό δεν περιορίζεται μόνο στην εμφάνιση αλλά επεκτείνεται και στο πιρούνι που είναι κανονικής μοτοσυκλέτας όπως και το τιμόνι με τα καβαλέτα.

Η διαδρομή εμπρός είναι 122mm από τις μεγαλύτερες της ευρύτερης κατηγορίας των μεσαίων σκούτερ, βασικά μόνο το ADV350 έχει 3mm μεγαλύτερης διαδρομής, ενώ το πιρούνι του Aprilia είναι της Showa με διάμετρο 33mm και η πρώτη εντύπωση που δίνει είναι αρκετά θετική για τις αποσβέσεις συμπίεσης και επαναφοράς με προοδευτική λειτουργία.

Πίσω έχουμε δύο αμορτισέρ επίσης της Showa με διαδρομή 102mm που η Aprilia αναφέρει πως είναι 7% παραπάνω από τον ανταγωνισμό, όπως αντίστοιχα αναφέρει πως η διαδρομή εμπρός είναι 22% παραπάνω από τον ανταγωνισμό. Αυτό είναι κάτι που πράγματι ισχύει αν όμως περιοριστούμε στον κυβισμό του SR GT πριν φτάσουμε για παράδειγμα στο ADV350 μιας και το αντίστοιχο 150 δεν εισάγεται στην Ευρώπη.

Οι διαδρομές αυτές δίνουν στο καλοζυγισμένο σκούτερ των 144 κιλών – 148 κιλά για την έκδοση 200ων κυβικών – μία απόσταση από το έδαφος στα 175mm που είναι εξαιρετικά γενναία και υπόσχεται ανεμπόδιστη διέλευση από κράσπεδα και σκαλοπάτια ακόμη, που στην Ελλάδα μπορεί να είναι αναγκασμένος να περνά ο ιδιοκτήτης για να παρκάρει στον χώρο του. Στον αντίποδα το SR GT είναι ένα ψηλό σκούτερ που σημαίνει πως για να πατά ο αναβάτης στο έδαφος με όλο το πέλμα θα πρέπει να ανήκει στο άνω άκρο του μέσου όρου ύψους για τους αναβάτες στην Ελλάδα ή να είναι και ψηλός, οπότε από 177εκ και πάνω όχι μόνο ο αναβάτης πατά καλύτερα στο έδαφος αλλά απολαμβάνει και άνεση που δεν βρίσκεις στην κατηγορία.

Επιστρέφοντας στον τομέα των αναρτήσεων και συγκεκριμένα με ό,τι έχει να κάνει με την συμπεριφορά τους στον δρόμο, η αρχική εντύπωση είναι πως κρίνονται αρκετά σφιχτές, ευνοώντας την γρήγορη οδήγηση αλλά ευτυχώς όχι σε σημείο που να αρχίσεις να ταλαιπωρείς την μέση σου σε λακκούβες και σαμαράκια. Ούτε από την πραγματικότητα των ιταλικών δρόμων λείπουν τέτοια παραδείγματα, ενώ κι εγώ τρέφω μία ευαισθησία σε ότι αφορά τα κραδασμούς και κοπανήματα που προσπερνούν τις αναρτήσεις και διοχετεύονται στην μέση και ως πρώτη εμπειρία οδήγησης, φαίνεται πως η Aprilia προσπέρασε αυτό τον σκόπελο. Σε κάθε περίπτωση πολύ καλή πρώτη εντύπωση αφήνει και η ισορροπία του SR GT, διότι εκ των πραγμάτων είναι πρόβλημα η κατανομή του βάρους στα σκούτερ, πόσο δε μάλλον σε ένα ψηλό σκούτερ με τέτοια διαδρομή αναρτήσεων και μεγάλη απόσταση από το έδαφος. Παρόλα αυτά το SR έχει πολύ καλή συμπεριφορά και το ζύγισμά του σε βοηθά να διατηρείς τον έλεγχο όσο είναι σταματημένο χωρίς να ζορίζεις τετρακέφαλο και γενικά το πόδι που πατά στον δρόμο, δείχνοντας ότι έχει γίνει δουλειά στο κέντρο βάρους και έχουν προσέξει την κατανομή του προς κάθε άξονα. Φυσικά η αναλυτική δοκιμή στην Ελλάδα θα φανερώσει περισσότερα, κυρίως όμως θα δείξει και με νούμερα τι συμβαίνει, αφού στο MOTO είμαστε οι μόνοι που ζυγίζουμε τις μοτοσυκλέτες που παίρνουμε για δοκιμή.

Κάτω από την σέλα χωρά άνετα ένα jet κράνος ή ένα full face αν δεν έχει πολλές αεροτομές, αν ο αναβάτης δηλαδή δεν χρησιμοποιεί καθημερινά ένα racing κράνος που φορά σε sport μοτοσυκλέτα που έχει μόνο για track days, πράγμα συνηθισμένο τόσο για Ιταλούς γενικά, όσο και για… Apriliaνους ειδικά. Σε αυτή την περίπτωση κανονικού full face κράνους θα χωρέσει κάτω από την σέλα και ένα σετ αδιάβροχα, ώστε παρκάροντας να μπορείς να αποθηκεύσεις τα περισσότερα που σε βαραίνουν.

Η σέλα τώρα κρίνεται σκληρή και το σήκωμα που κάνει στο σημείο που διαχωρίζεται για τον συνεπιβάτη προσφέρει μεν καλή στήριξη αλλά περιορίζει την μετακίνηση του σώματος εμπρός πίσω, πράγμα που δεν θα απασχολήσει ιδιαίτερα όμως, γιατί η γεωμετρία θέσης οδήγησης είναι αρκετά γενναιόδωρη παρόλο που τοποθετεί το σώμα σε μία θέση. Στην πράξη η θέση οδήγησης αφήνει πίσω της τα δεδομένα των σκούτερ και αρχίζει να πλησιάζει εκείνα των μικρών μοτοσυκλετών καθώς τοποθετεί τα χέρια σε πιο ψηλή και φυσική γωνία, με το τιμόνι να μην βρίσκει στα γόνατα, ακόμη και σε αναβάτες πάνω από 1,80μ ύψος. Κι αυτό το διαπιστώσαμε επί τούτου οδηγώντας με έναν Άγγλο συνάδελφο με ύψος 1,95. Καλύτεροι αφρώδες θα ήθελε και η σέλα του συνεπιβάτη, από εκεί και πέρα όμως προσφέρει καλή στήριξη με σωστά τοποθετημένες χειρολαβές και πολύ καλά υπολογισμένη γωνία για τα πόδια.

Άνετος είναι και ο χώρος για τα πόδια στην ποδιά που φτάνει μέχρι και πατούσες-βατραχοπέδιλα. Φυσικά και δεν λείπει η θέση πάνω στην ποδιά για πιο απλωτή στάση, που εξαιτίας του καλού ζυγίσματος, μπορείς να διατηρείς αυτή την στάση ακόμη και με μικρές ταχύτητες και όχι μόνο στον ανοικτό δρόμο.

Η οθόνη είναι μία ευανάγνωστη LCD με μαύρο φόντο και λευκή γραμματοσειρά, αλλά δυστυχώς δημιουργεί πολλές αντανακλάσεις, που θα προβληματίσουν σε έντονο ηλιακό φως. Έχει την δυνατότητα διασύνδεσης μέσω της εφαρμογής Aprilia MIA που ακόμη και σαν after market επιλογή εξοπλισμού, αναγάγει το SR GT σε ένα από τα πιο εξοπλισμένα της κατηγορίας του και όχι μόνο, καθώς εδώ ανταγωνίζεται και προτάσεις μεγαλύτερης κι ακριβότερης κατηγορίας.

Στον εξοπλισμό αξίζει μία αναφορά στα ελαστικά πρώτης τοποθέτησης, καθώς δεν θα δει κανείς Michelin Anakee για σκούτερ. Παρότι προέρχεται από εργοστάσιο την Ασία, που δικαιολογεί ένα σετ ελαστικών από την περιοχή εκεί, μειώνοντας το υψηλό κόστος κάποιου πιο επώνυμου, το SR GT έχει τα συγκεκριμένα Michelin που κρύβουν αρκετά μεγάλη πορεία εξέλιξης. Είναι εξαιρετικά σε πρόσφυση και αίσθηση με απρόσμενα καλό κράτημα και στο βρεγμένο που το οδηγήσαμε και μένει να δούμε την συμπεριφορά τους στην ελληνική άσφαλτο που η μοναδική σύστασή της αλλάζει πάντα τα δεδομένα για τα ελαστικά και για αυτό δίνουμε ιδιαίτερα μεγάλη προσοχή στις δοκιμές ελαστικών που πραγματοποιούμε στην Ελλάδα.

Στην διάθεσή μας είχαμε και τις δύο εκδόσεις, 200 και το 125 κυβικών, εξοπλισμένες με την after market ψηλότερη ζελατίνα, που προστατεύει εξαιρετικά χωρίς να μπαίνει μέσα στο οπτικό σου πεδίο, που είναι σημαντικό για τα σκούτερ. Παρατυπία ωστόσο το γεγονός πως στο μέγιστο κόψιμο του τιμονιού έρχονται πολύ κοντά οι μανέτες στην ζελατίνα και δεν χωράνε τα δάχτυλά σου.

Ο κινητήρας του 125 είναι ο πιο δυνατός στην κατηγορία και αρκετά εύστροφος που για εμάς είναι εξίσου σημαντικό με την ιπποδύναμη για σκούτερ που κινούνται σε αστικό περιβάλλον, αλλά τόσο στο 125 και περισσότερο στο 200, καταλαβαίνεις κάποιους κραδασμούς οι οποίοι βρίσκουν τον δρόμο τους και φτάνουν μέχρι και το τιμόνι και γίνονται αντιληπτοί στα γκριπ ενώ περνούν και από την σέλα αν και λιγότερο. Η αναφορά είναι περισσότερο συγκριτική καθώς πρόκειται για Piaggio Group που έχει το Medley, ένα Bentley των σκούτερ κυριολεκτικά, ενώ και ο ήχος του κινητήρα είναι περισσότερος στο SR. Αντίστοιχα με το Medley, το SR GT διαθέτει Start & Stop, το γνωστό πλέον RISS (Regulator Inverter Start & Stop System) που σημαίνει πως στην θέση της παραδοσιακής μίζας έχει μπει ένα ηλεκτρικό μοτέρ μειωμένων τριβών (brushless) απευθείας στον στρόφαλο. Εκτός από την αμεσότητα του συστήματος start & stop στα φανάρια, όλες οι εκκινήσεις ακόμη κι ένα κρύο πρωινό όπως αυτό της παρουσίασης, δίνουν αμεσότητα χωρίς κραδασμούς και πολλές περιστροφές. Το Start & Stop σβήνει τον κινητήρα από ένα δευτερόλεπτο μετά την ακινητοποίηση στο φανάρι, μέχρι όμως και πέντε, που είναι αρκετά και σε κάνουν να αναρωτιέσαι αρχικά, αν το έχεις απενεργοποιήσει. Ο αναβάτης δεν έχει παρά να ανοίξει το γκάζι για να πάρει ο κινητήρα αθόρυβα μπροστά και να ξεκινήσει το σκούτερ, χωρίς κραδασμούς, χωρίς τον παραδοσιακό ήχο μίζας, μιας που δεν υπάρχει τέτοια, όπως ακριβώς συμβαίνει και στο πρώτο που δίδαξε κάτι τέτοιο, το PCX. Κλειδί για την απόφαση της ECU για το πότε θα σβήσει ο κινητήρας είναι η θερμοκρασία του. Σε περίπτωση που είναι ανεβασμένη, το SR GT κρατά τον κινητήρα σε λειτουργεία για να γυρίσει το κύκλωμα ψύξης λίγο περισσότερο. Δεν ζεσταίνεται εύκολα σε φυσιολογικές συνθήκες, αλλά το ζήτημα είναι πως σε προδιαθέτει να κινηθείς γρήγορα μιας και υποστηρίζει την πιο σπορ οδήγηση.

Ταιριάζει όμως στην Aprilia ένας πιο σπορ χαρακτήρας, που γίνεται ακόμη πιο αντιληπτός με την έκδοση των 200 κυβικών και την χαρακτηριστική ευστροφία που επιτρέπει να κυνηγάς μεγαλύτερα σκούτερ όπως το Beverly 300 που είχε ο πλοηγός μας!

Ευτυχώς τα φρένα αφήνουν τις καλύτερες εντυπώσεις σε ένα γρήγορο σκούτερ όπως το SR, έχοντας μονοκάναλο ABS στο 200 που επεμβαίνει μόνο μπροστά, αλλά το κάνει εκεί που πρέπει και χωρίς να αμολά απότομα. Το 125 έχει συνδυασμένη λειτουργία εμπρός και πίσω φρένου, αλλά με ακριβώς ίδιες δαγκάνες και δίσκους με το 200 και φυσικά εξίσου πολύ καλή απόδοση.

Η αρχική τιμή που είπε ο product manager στο ΜΟΤΟ είναι ότι θα ξεκινάει από τα 3.990 για το 125 και 200 ευρώ παραπάνω για το 200. Το πρόβλημα είναι πως εμείς εδώ στην Ελλάδα έχουμε αρκετούς φόρους, υψηλότερο ΦΠΑ και δασμούς που ψαλιδίζουν τα περιθώρια. Επιπρόσθετα το μεταφορικό κόστος είναι υψηλότερο από κάθε άλλη φορά. Η ελληνική αντιπροσωπεία έχει καταφέρει στο παρελθόν να κάνει απίστευτες κινήσεις, όπως τιμή κάτω και από την Ιταλία, αν κι αυτή την περίοδο που επίσης έχει αυξηθεί το μεταφορικό κόστος, κάτι τέτοιο  (με τις διαφοροποιήσεις στις χώρες ανάλογα με τους φόρους κτλ) Από τον Μάρτιο θα είναι διαθέσιμες και οι σπορ εκδόσεις, που θα έχουν τα σπορ χρώματα της Aprilia (κόκκινο μαύρο και κίτρινο μαύρο, με αντίστοιχες εξωτερικές ραφές στη σέλα).

 

Aprilia SR GT 125/200 – Τεχνικά Χαρακτηριστικά

Κινητήρας

Μονοκύλινδρος

Υγρόψυκτος

τετράχρονος

Piaggio i-get με 'Start & Stop'

(SOHC) - 4 balb;idew

Χωρητικότητα

124.7 cc / 174 cc

Διάμετρος  x Διαδρομή

52 mm / 58.7 mm και

61.5 mm / 58.7 mm

Ιπποδύναμη

14,7hp (11 kW) στις 8750 rpm

17,4 (13 kW) στις 8500 rpm

Ροπή

12 Nm στις 6500 rpm

16.5 Nm στις 7000 rpm

Τροφοδοσία

Ηλεκτρονικός Ψεκασμός

Λίπανση

Υγρό κάρτερ

Μετάδοση

Αυτόματο φυγοκεντρικό CVT

με ξηρό συμπλέκτη

Πλαίσιο

Ατσάλινο σωληνωτό μονής δοκού

Ανάρτηση Εμπρός

Τηλεσκοπικό πιρούνι 33 mm διάμετρο

122 mm διαδρομή

Ανάρτηση Πίσω

Υδραυλικό αμορτισέρ dual action

5 θέσεις προφόρτισης 102 mm διαδρομή

Έλεγχος φρένου

Συνδυασμένα / Μονοκάναλο ABS της BOSCH

Φρένο Εμπρός

Δίσκος 260mm με 25.4mm

δαγκάνα δύο εμβόλων

Φρένο Πίσω

Δίσκος 220mm με 22mm πλευστή

δαγκάνα δύο εμβόλων

Ελαστικό Εμπρός

Tubeless 110/80-14”

Ελαστικό Πίσω

Tubeless 130/70-13”

Ύψος σέλας

799 mm

Μεταξόνιο

1350 mm

Βάρος γεμάτο

144 Kg και

148 kg

Ρεζερβουάρ

9 λίτρα

 

 

 

 

Οδηγήσαμε KTM EXC 2020! Εντυπώσεις από ολόκληρη την γκάμα Enduro [VIDEO]

Αποκλειστικά στην Ισπανία
Από τον

Κίμωνα Καράμπελα

3/6/2019

Καθόλου τυχαία, στην Ισπανία σε μία τοποθεσία που δένει το όνομά της με το Extreme Enduro, στην Bassella, η KTM παρουσίασε την σειρά EXC, την γκάμα Enduro για το 2020. Κι όπως κάθε φορά, σε κάθε τέτοια παρουσίαση, η KTM είχε ετοιμάσει μία ποικιλία από διαφορετικές τοποθεσίες και διαδρομές που σου επέτρεπαν να δοκιμάσεις τις enduro μοτοσυκλέτες σε όλες σχεδόν τις επιφάνειες φροντίζοντας ταυτόχρονα για μπόλικο χρόνο οδήγησης. Το MOTO ήταν εκεί, και δοκιμάσαμε τις νέες enduro της KTM που φαίνεται να έχουν υιοθετήσει πολλές από τις αλλαγές που υπάρχουν στις αγωνιστικές μοτοσυκλέτες, όπως και τις σειράς SX και να είναι έτσι προετοιμασμένες όχι απλά για έναν αγώνα, αλλά απευθείας για να τον κερδίσουν…

Η KTM τράβηξε μία γραμμή ξεκινώντας πέρσι μία νέα εποχή για το enduro. Ολόκληρη η αγωνιστική της ομάδα παρακολούθησε το παγκόσμιο πρωτάθλημα FIM SuperEnduro και παράλληλα το WESS, World Enduro Super Series. Την ενοποίηση δηλαδή ορισμένων αγώνων Extreme Enduro με άλλους πιο παραδοσιακούς, κάτω από μία ομπρέλα στην οποία παραμένουν ανεξάρτητοι, αλλά ακολουθούν μία ενιαία βαθμολογική πολιτική. Πέρσι ο Jonny Walker θα είχε επικρατήσει με άνεση, και θα είχε ανακηρυχθεί ο καλύτερος αναβάτης του Enduro αν δεν σημείωνε μία άσχημη πτώση… Σε κάθε περίπτωση όμως, η εμπλοκή του εργοστασίου στο νεοσύστατο WESS με τα ίδια δεδομένα που παρακολουθεί το παγκόσμιο πρωτάθλημα Enduro της FIM, μετέτρεψε τους ιδιαίτερους αγώνες που το απαρτίζουν σε πεδίο δοκιμών. Ένα πεδίο δοκιμών από τα πλέον απαιτητικά καθώς ενισχύεται από το γεγονός πως είναι εκεί για να κερδίσουν και όχι απλά για την συμμετοχή και την εξέλιξη. Κάθε αγώνας έχε τις δικές του ανάγκες και ιδιαιτερότητες και οι συγκεκριμένοι πακετάρουν μπόλικες σε ένα συμπυκνωμένο πακέτο, ιδανικό για εξέλιξη και βελτίωση. Πολλές από τις αλλαγές που φέρει η ανανεωμένη γκάμα, έχουν τελειοποιηθεί μέσα από αυτή την αγωνιστική ενασχόληση, με την συνδρομή κορυφαίων αναβατών μετά και τον τραυματισμό του Walker. Αναβάτες όπως οι Taddy Blazusiak, Nathan Watson, Josep Garcia, Manuel Lettenbichler κ.α.

Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που η KTM επέλεξε την συγκεκριμένη τοποθεσία για δοκιμή, εδώ που γίνεται ο μεγαλύτερος ίσως αγώνας της χρονιάς για την Ισπανία, με έντονα στοιχεία Extreme Enduro που κάθε χρόνο γίνονται και δυσκολοτέρα. Ξεπερνώντας τις 1000 συμμετοχές, ένα αστρονομικό νούμερο, ο στόχος γίνεται κάθε χρονιά να τερματίζουν ολοένα και λιγότεροι!

Φέτος η KTM ρίχνει όλο της το βάρος στο WESS, έχοντας πρακτικά μονοπωλήσει το παγκόσμιο πρωτάθλημα enduro για τόσο πολύ καιρό, που πλέον χρειαζόταν κάτι νέο, μία σειρά από αγώνες που κάθε ένας θα απαιτεί με τον τρόπο του να έχεις την καλύτερη μοτοσυκλέτα, κι όχι απλά τον καλύτερο αναβάτη. Η KTM επιλέγει συνειδητά να αναβαθμίσει την δυσκολία στο αγωνιστικό πεδίο των μοτοσυκλετών της, κι αυτό στο τέλος καταλήγει προνόμιο για τον χομπίστα και τον ερασιτέχνη…

Αυτό που είδαμε εμείς από κοντά, είναι πως η γκάμα έχει ανανεωθεί σημαντικά και πως οι αλλαγές που έχουν γίνει έχουν γνώμονα την λειτουργικότητα. Σε επόμενο τεύχος του ΜΟΤΟ θα δούμε αναλυτικά τα EXC μοντέλα του 2020, αλλά μέχρι τότε ας δούμε τα βασικά σημεία που έχουμε ξεχωρίσει. Ξεκινάμε με την πεπατημένη, όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος η διαδικασία ήταν ίδια, οι αλλαγές των motocross μοντέλων περνούν απ’ ευθείας στα endure. Πέρσι ήταν η χρονιά των SX οπότε το 2020 ήταν η σειρά των EXC όπως μας έχουν συνηθίσει εδώ και χρόνια οι Αυστριακοί. Είχαμε την χαρά να βρισκόμαστε εκεί με τους επίσημους αναβάτες της ΚΤΜ, Josep Garcia και Nathan Watson με τους οποίους συνομιλήσαμε αλλά και οδηγήσαμε παρέα σε διαδρομές της Basella.

Όλες οι EXC δέχτηκαν αλλαγές ως προς την εργονομία, οι σιλουέτες τους μίκρυναν σε διαστάσεις με καλύτερη συγκέντρωση της μάζας κοντά στο γεωμετρικό κέντρο της μοτοσυκλέτας, κι έτσι συμπληρώθηκαν πάνω από 65 αλλαγές σε σημεία των EXC όπου μερικά ανανεώθηκαν και άλλα είναι εντελώς νέα.

Οι κινητήρες δέχτηκαν αλλαγές με το 60% αυτών να είναι νέας σχεδίασης, στα τετράχρονα endurο αφαιρέθηκε η μανιβέλα και άλλες πολλές ακόμη λεπτομέρειες με το ενδιαφέρον να πέφτει πάνω στο νέο πλαίσιο όπου πλέον είναι πιο άκαμπτο στις κάθετες δυνάμεις διατηρώντας την ελαστικότητα του στις πλευρικές πιέσεις με αποτέλεσμα να βελτιωθεί η σταθερότητα της μοτοσυκλέτας αλλά και η αίσθηση από τον εμπρός τροχό. Οι αναρτήσεις δέχτηκαν νέες ρυθμίσεις με σκληρότερα settings αλλά πιο μαλακά ελατήρια και υπόσχονται καλύτερη συμπεριφορά στις μεγάλες ταχύτητες.

Δείτε το TRAILER της παρουσίασής τους:

 

150 EXC TPI

Η αποκάλυψη της παρουσίασης δεν ήταν άλλη από την νέα ‘’μικρή’’ δίχρονη endurο ΚΤΜ 150 EXC TPI, μια εντελώς νέα μοτοσυκλέτα σχεδιασμένη από λευκό χαρτί που ‘’διέγραψε’’ από τον χάρτη το 125 EXC αφού επίσημα σταμάτησε η παραγωγή του ανοίγοντας μια νέα σελίδα στις μικρού κυβισμού δίχρονες enduro καθώς διαθέτει ψεκασμό αντί καρμπυρατέρ. Η δύναμη δεν λείπει καθόλου από το 150, έχει την ροπή που χρειάζεσαι στις χαμηλές στροφές και ψηλά ουρλιάζεις από χαρά εσύ ο ίδιος, μαζί με τον πολύστροφο κινητήρα, από την δύναμη που εκείνος σου δίνει. Τα προγνωστικά λένε πως θα αγαπηθεί αρκετά από τους πιτσιρικάδες που θα το καβαλήσουν και από τους χομπίστες που θα το επιλέξουν για να τους κάνει την ζωή εύκολη στην βόλτα.

250/300 EXC TPI

Τί να πει κανείς για τα δύο πιο επαναστατικά δίχρονα enduro της αγοράς όταν ξέρεις ότι από πολύ καλά έγιναν ακόμα καλύτερα; Δέχτηκαν αλλαγές στον κινητήρα και συγκεκριμένα στον αισθητήρα που καθορίζει την πίεση του ψεκασμού ανά υψόμετρο και θερμοκρασία και μάλιστα απέκτησαν και δεύτερο για μεγαλύτερη ακρίβεια ακόμη και στις πιο άμεσες αλλαγές, τόσο τις υψομετρικές όσο καις τις διαφοροποιήσεις της θερμοκρασίας. Ο κινητήρας επίσης ‘’’έστριψε’’ μια μοίρα πιο μπροστά για να δώσει μεγαλύτερο βάρος στον μπροστινό τροχό αυξάνοντας και την πληροφόρηση που δέχεσαι από αυτόν.

Πρακτικά οι διαφορές είναι μικρές και με μία πρώτη ματιά υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να μην τις καταλάβεις και καθόλου, όμως είναι εκεί και σίγουρα παίζουν τον ρόλο τους. Το 250 EXC είναι εκείνο που θέλεις για να σε ξυπνήσει ανοίγοντας το γκάζι με πιο ζωηρή απόκριση από τον μεγάλο αδερφό 300 EXC που πιο νωχελικά θα μαζέψει χιλιόμετρα, αλλά με ροπή που θα σε βοηθήσει να σκαρφαλώσεις κάθετους τοίχους με άνεση.

250/350 EXC-F

Τα πιστόλια της γκάμας, τα enduro που θες για να κάνεις την ζωή σου εύκολη στις χαλαρές εντουροβόλτες αλλά ταυτόχρονα θα κάνεις και πλάκα στα χρονόμετρα με τους πιο γρήγορους χρόνους που θα μπορούσες να έχεις. Πιο ανανεωμένα από ποτέ, πιο γρήγορα από ποτέ με τις αλλαγές που δέχτηκαν στο σύνολο τους. Πλέον οι διαφορές στην αίσθηση με τα SX-F είναι πιο μικρές χωρίς όμως να χάνουν την ικανότητα τους και στις πιο απαιτητικές endurο διαδρομές. Η νέα εργονομία σε βοηθά να τα χειρίζεσαι πιο άνετα και βολεύεσαι πάνω τους από τα πρώτα μέτρα. Απλά επιλέγεις ένα τελικό εξάτμισης από τον κατάλογο των powerparts της ΚΤΜ και αυτό είναι όλο, έχεις μια enduro μοτοσυκλέτα έτοιμη για κάθε γούστο. Έτοιμη να την ταΐσεις με οτιδήποτε βρεις σε μία βόλτα ή σε έναν αγώνα!

450/500 EXC-F

Για τα μεγάλα τετράχρονα 450 και 500 EXC-F η συζήτηση είναι εξίσου μεγάλη, είναι η κατηγορία που πλέον λίγοι θα επιλέξουν μιας και ξέρουν τι να περιμένουν όταν κληθούν να αντιμετωπίσουν την δύναμη και την ροπή από τους κινητήρες τους. Το 450 δέχτηκε τις περισσότερες αλλαγές από την γκάμα των τετράχρονων όπως είχε γίνει και στα SX πέρυσι με το 450 SX-F. Ο κινητήρας δέχτηκε σχεδόν τις ίδιες αλλαγές όσον αφορά την κεφαλή και τον κύλινδρο με μεγάλη διαφορά στην απόδοση με πιο φιλικό χαρακτήρα αλλά περισσότερη ιπποδύναμη. Οι διαφορές μεταξύ του 450 και του 500 είναι παρόμοιες με αυτές του 250 και 300 EXC TPI, ή θα επιλέξεις το 450 για εκρηκτική δύναμη και ακαριαία απόκριση σε κάθε γκαζιά ή θα πας στην λύση του 500 που με την ροπή που διαθέτει νομίζεις ότι θα ‘’κόψεις’’ το βουνό στη μέση χαράζοντας νέα μονοπάτια ή θα βγάλεις από μέσα σου τον αναβάτη BAJA που χρόνια έκρυβες.

 

Δείτε μία πλούσια συλλογή φωτογραφιών από την παρουσιάσή της οικογένειας EXC για το 2020 στην Ισπανία: