Ο Erik Buell και το σύνδρομο καταδίωξης

Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

29/8/2014

Μερικές φορές οι μεγαλύτεροι εχθροί για την εξέλιξή μας, είμαστε εμείς οι ίδιοι. Μια πρόσφατη ιστορία αποδεικνύει πως και για τον ονειροπόλο Buell, ο εαυτός του και μόνο είναι ένα μεγάλο βάρος δεμένο στα πόδια, που τον εμποδίζει στα μεγάλα βήματα.

Πρωταγωνιστής σε αυτή την ιστορία είναι δημοσιογράφος του Cycle World, ο κ.Buell και τρίτος εξωτερικός μάρτυρας που επιβεβαιώνει τα παρακάτω, αμερικανός ντίλερ ελαστικών. Πριν από λίγους μήνες το αμερικάνικο περιοδικό ζήτησε για δοκιμή την EBR 1190RX και η απάντηση που πήραν τους ξάφνιασε πάρα πολύ. «Θα σας δώσω τη μοτοσυκλέτα, αν μου αποδείξετε ότι η ιπποδύναμη που ανακοινώνετε για τη δυναμομέτρηση της Panigale είναι πραγματική».

Παρένθεση εδώ, καθώς σε αυτό το σημείο ξαφνιάστηκα κι εγώ με τη σειρά μου τόσο, που άρχισα να στριφογυρίζω στην καρέκλα, κάνοντας ερωτήσεις απλά και μόνο για να σταματήσει η αφήγηση ώστε να μπορέσω να χωνέψω αυτό που άκουγα. Γιατί προσωπικά πίστευα ότι αυτά τα πράγματα μπορούν να ακουστούν μονάχα σε ελληνική συζήτηση κάπου στο internet, σε καφετέριες κ.ο.κ.. Δεν περιμένεις να τα ακούσεις από κάποιον σοβαρό άνθρωπο, πόσο μάλλον όλα τα υπόλοιπα που ακολούθησαν.

Μετά από ένα σωρό εξηγήσεις για το πώς γίνεται η δουλειά του ειδικού τύπου και για το απλό γεγονός ότι δεν έχουν καμία σκοπιμότητα να ευνοήσουν ή να αδικήσουν τον οποιονδήποτε, χώρια που ακόμα κι αν το έκαναν δεν θα αργούσε καθόλου να γυρίσει μπούμερανκ, ο Erik κατέληξε ότι δεν είναι το περιοδικό που δεν εμπιστεύεται αλλά την ίδια την Ducati, ολοκληρώνοντας απότομα την κουβέντα με το εξής:

«Αν μου αποδείξετε ότι η Panigale που δίνει η αντιπροσωπία στους δημοσιογράφους, έχει την ίδια ιπποδύναμη με αυτές που πουλά στους πελάτες, τότε θα σας δώσω τη μοτοσυκλέτα μου για δοκιμή».

Ξεκινά λοιπόν ένας μαραθώνιος του περιοδικού, να βρουν μια Panigale έξω από τα τυπικά κανάλια επικοινωνίας που έχουν, για να είναι σίγουρος ο Erik ότι δεν την πείραξαν. Πράγμα καθόλου απλό καθώς πρέπει να πείσουν τον ιδιοκτήτη της να την φέρει στο ίδιο δυναμόμετρο για να συγκρίνουν τις αποδόσεις. Και εκεί οι αποστάσεις δεν είναι αμελητέες. Η μέτρηση της ιπποδύναμης είναι ένα λεπτομερές θέμα. Η ίδια μοτοσυκλέτα μπορεί να έχει μικρή διαφορά από δυναμόμετρο σε δυναμόμετρο, ενώ το ίδιο το δυναμόμετρο αν το μεταφέρεις σε διαφορετικό υψόμετρο θα σου δείξει άλλα νούμερα. Ο καιρός επίσης επηρεάζει την μέτρηση. Η ίδια μοτοσυκλέτα, στο ίδιο δυναμόμετρο, θα δείξει άλλα νούμερα με βροχερό καιρό, κι άλλα με ηλιόλουστη και ξερή ατμόσφαιρα. Δεν θα είναι η μέρα με τη νύχτα, αλλά θα υπάρχει μια μικρή διαφορά. Αυτά όμως τα ξέρει ακόμα και ο Erik, οπότε όταν τελικά βρήκαν μια καινούρια Panigale που απέδωσε σχεδόν δύο ίππους λιγότερους, πείσθηκε ότι η Ducati δεν μαγειρεύει τα νούμερα και τους έδωσε την EBR 1190RX για δοκιμή. Από έναν έως τέσσερις ίππους, είναι μια φυσιολογική απόκλιση από μοτοσυκλέτα σε μοτοσυκλέτα, ακόμα και ανάμεσα σε αυτές που βγαίνουν διαδοχικά από τη γραμμή παραγωγής!

Λάδι στη φωτιά όμως, με τον τρόπο της, έριξε και η αντιπροσωπία της Ducati, όταν πληροφορήθηκε το λόγο που κάποιος έψαχνε σε όλη την Αμερική μια Panigale για δοκιμή, αλλά όχι από τα μοντέλα test-ride που στέλνει στους ντίλερ η ίδια . «Εμείς είμαστε ένα πολύ μικρό εργοστάσιο, και να θέλαμε να κάνουμε κάτι τέτοιο, δεν έχουμε τους πόρους!», ήταν η δήλωσή τους.

Πράγμα που ως δήλωση, είναι εξίσου ανόητη με την ίδια την απαίτηση του Erik Buell. Δεν χρειάζεσαι "πόρους" για να πειράξεις μια χαρτογράφηση. Απλά θέλεις λίγο χρόνο! Στο τέλος θα έχεις βέβαια χαλάσει την απόδοση στις χαμηλές στροφές και θα έχεις αλλοιώσει προς το χειρότερο την συμπεριφορά της μοτοσυκλέτας. Όμως θα έχεις ένα μεγαλύτερο απόλυτο νούμερο ιπποδύναμης, αφού αυτό ήταν το μόνο που πραγματικά θέλεις σε αυτή την περίπτωση. Επίσης από την απάντηση της εκεί αντιπροσωπίας της Ducati, είναι σαν να υπονοείται πως αν είχαν μεγαλύτερο κύκλο εργασιών, τότε αυτή θα ήταν μια πρακτική που θα ακολουθούσαν. Όλα αυτά σε κάνουν καταρχήν να αναρωτιέσαι σε ποια χρονολογία ζεις. Γιατί παλιότερα ίσως πράγματι οι εταιρίες να έκαναν τόσα κι άλλα τόσα, όμως ο κόσμος της μοτοσυκλέτας έχει αλλάξει πολύ τα τελευταία χρόνια. Άλλαξε τόσο που έγινε αγνώριστος.

Ο Erik Buell λοιπόν δήλωσε εντυπωσιασμένος από το γεγονός ότι κανένας δεν "κλέβει" και παραδέχτηκε ότι ο δικύλινδρος της Ducati είναι πιο αποδοτικός από αυτό που πίστευε. Το θέμα μας όμως είναι ότι αυτή η συμπεριφορά δεν οδηγεί πουθενά. Κλέβει ενέργεια και χρόνο, όταν σε αυτό το επίπεδο επιχειρηματικότητας, που τα πάντα περνούν από το χέρι ενός ανθρώπου, αυτά τα δύο είναι ότι πιο σημαντικό έχει. Ο Erik Buell είναι απίστευτα αισιόδοξος, και όταν δεν του βγαίνουν τα σχέδια (συχνό φαινόμενο στους υπεραισιόδοξους) ρίχνει το φταίξιμο αλλού, αντί να οπισθοχωρήσει λίγα βήματα, αναλύοντας τα λάθη του για να συνεχίσει εκ νέου. Αυτό μας διδάσκει η πιο πάνω ιστορία, και γενικότερα η δημιουργία και το τέλος της Buell.

Όταν έκανε τα πρώτα του βήματα στην κατασκευή μοτοσυκλετών, εμπιστεύτηκε έναν εκπληκτικό στη μηχανολογία Άγγλο, αλλά τρομερά τσαπατσούλη που αποδεδειγμένα δεν κατασκεύαζε αξιόπιστους κινητήρες. Ωστόσο αυτό δεν εμπόδισε τον Erik να αγοράσει όλο το στοκ, καθώς και τα δικαιώματα παραγωγής, όταν η Αγγλική αυτή εταιρία αναγκάστηκε να κλείσει. Ήταν αισιόδοξος ότι θα καταφέρει να φτιάξει σωστά όλους τους στοκ κινητήρες, και μετά να βγάλει στην παραγωγή την επόμενη γενιά αυτού του δίχρονου, χωρίς να παρουσιάζει τα ίδια προβλήματα. Δεν τα κατάφερε ποτέ. Στο τέλος επέστρεψε στην H-D που ανέλαβε να γίνει μέτοχος στην Buell και μετά από μια σειρά "αναποδιών" του Erik, να την εξαγοράσει πλήρως το 2003. Το 2009, ένα χρόνο μετά από την οικονομική κρίση που χτύπησε την Αμερική, η H-D έκλεισε την Buell ρευστοποιώντας το στοκ. Ο Erik πήρε 13 υπαλλήλους και ξεκίνησε την κατασκευή μιας αγωνιστικής μοτοσυκλέτας βγάζοντας αρχικά εκατό κομμάτια στην παραγωγή, για να μπορεί να αγωνιστεί με αυτή, και τώρα προχωρά στο επόμενο βήμα. Κάνει ουσιαστικά τον τρίτο, ολόιδιο, ομόκεντρο κύκλο, σε ότι αφορά το δικό του κομμάτι στην ιστορία της μοτοσυκλέτας. Ακολουθεί τα ίδια πάντα βήματα με το πείσμα του Wile E.Coyote που κυνηγά τον Road Runner, αλλά ο μόνος τρόπος να επιτύχει, είναι να σταματήσει να πιστεύει ότι όλοι τον υπονομεύουν και να επικεντρωθεί σε αυτό που ξέρει να κάνει καλύτερα, ειδικά τώρα που ετοιμάζεται για νέο ξεκίνημα στο WSBK!

Η παραπάνω ιστορία έχει ωστόσο τεράστια βαρύτητα για εμάς εδώ στην Ελλάδα. Γιατί απλούστατα δεν διαφέρει από τον κυρίαρχο τρόπος σκέψης των εγχώριων επιχειρηματιών! Μακάρι να αποτελέσει παράδειγμα αποφυγής. Γιατί κι εδώ, με την πρώτη αναποδιά εκτοξεύει κανείς κάθε είδους δικαιολογίες, απειλές και κατηγορίες προς κάθε κατεύθυνση. Σπάνια ακούς: "έκανα εκείνο και εκείνο το λάθος". Απεναντίας ακούς: "Αν δεν ήταν αυτός έτσι, αν ο άλλος δεν με τάιζε γιουβέτσι, και αν ο καιρός δεν είχε βρέξει, θα ήμουν τώρα πλούσιος". Με την ίδια επίσης ευκολία ακούμε κατά καιρούς να εκτοξεύονται κατηγορίες και σε πρόσωπα μεμονωμένα: "Διάβασα μια πρόταση από μία δήλωση του τάδε, και κατάλαβα από εκεί ότι υποστηρίζει τον δείνα!" Ας μην γινόμαστε Erik Buell, και μέγιστοι αναλυτές των πάντων, ας παραδεχτούμε ότι δεν μπορούμε να τα ξέρουμε όλα, και ας επικεντρωθούμε σε αυτό που κάνει ο καθένας μας καλύτερα. Θα εξελιχθούμε πολύ πιο γρήγορα…

Ετικέτες

Ήρθε η ώρα να έρθουν πίσω τα δίχρονα supersport

Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

11/11/2015

Οι δίχρονες μοτοσυκλέτες δρόμου πέθαναν για διάφορους λόγους. Η κάπνα από την εξάτμιση και η μυρωδιά του καμένου λαδιού ήταν σίγουρα μια άσχημη εικόνα για την σύγχρονη εποχή της οικολογικής συνείδησης, που πολλές φορές φτάνει στα όρια της υστερίας. Όμως και τα ίδια τα εργοστάσια δεν έκαναν κάτι για να υπερασπιστούν τους δίχρονους κινητήρες. Η τεχνολογία τους έμεινε στάσιμη για πολλά χρόνια και ποτέ δεν μπήκε στην εποχή των ψεκασμών, μένοντας στην αναχρονιστική τεχνολογία των καρμπιρατέρ. Ακόμα και η Yamaha που έκτισε το όνομά της με τους δίχρονους κινητήρες της, η τελευταία της προσπάθεια ήταν ο V2 του TZR 250 R του 1994. Όσο κι αν ακουστεί περίεργο, ο πιο εξελιγμένος τεχνολογικά δίχρονος κινητήρας σε μοτοσυκλέτα δρόμου σχεδιάστηκε από την BIMOTA. Φυσικά δεν δούλεψε ποτέ σωστά, αφού η BIMOTA είναι μια εταιρεία που ΠΟΤΕ δεν είχε σχεδιάσει δικούς της κινητήρες και απλώς έφτιανε πλαίσια χρησιμοποιώντας κινητήρες της Yamaha, Ducati και πιο σπάνια της Honda και Suzuki. Το αποτέλεσμα ήταν η δίχρονη V2 500 της BIMOTA με τον ψεκασμό, να μην μπορεί να κρατήσει ούτε ρελαντί και οι πλούσιοι ιδιοκτήτες της να την στέλνουν πίσω στην ιταλική βιοτεχνία για να της βάλουν δύο παλιομοδίτικα καρμπιρατέρ.

Κάπου στις αρχές τις δεκαετίας του 2000, μια μικρή start-up εταιρεία στην Αυστραλία με το όνομα Orbital, κατέθεσε μια πατέντα για έναν δίχρονο κινητήρα άμεσου ψεκασμού. Εκείνη την εποχή, μόλις είχε αρχίσει να καθιερώνονται οι έμμεσοι ψεκασμοί (μπεκ στους αυλούς εισαγωγής) στις μοτοσυκλέτες και τα πρώτα αυτοκίνητα παραγωγής με άμεσο ψεκασμό (μπεκ μέσα στο θάλαμο καύσης) εμφανίστηκαν τρία χρόνια αργότερα.

Ενδιαφέρον για τον δίχρονο, άμεσου ψεκασμού κινητήρα της Orbital έδειξε η Aprilia, που έφτιαξε ένα scooter 50 κυβικών και όλοι πιστέψαμε ότι σύντομα θα έδειχνε ένα RS 250 με αυτή την τεχνολογία και έκανε τα όνειρά μας πιο υγρά.

Στην πραγματικότητα όμως, η Aprilia δεν είχε αγοράσει τίποτα από την Orbital. Η αυστριακή Rotax ήταν εκείνη που είχε πρόσβαση στην τεχνολογία άμεσου ψεκασμού για δίχρονους κινητήρες και ήταν ο προμηθευτής της Aprilia μέχρι την ημέρα που το Piaggio Group την εξαγόρασε και σταμάτησε η συνεργασία με τους Αυστριακούς. Κάπου εδώ αρχίζει να αποκτά ενδιαφέρον η ιστορία από τεχνολογικής άποψης, αλλά ίσως και μοτοσικλετιστηκής. Η Rotax είναι κατασκευαστής δίχρονων και τετράχρονων κινητήρων πάσης φύσεως. Το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής της και την φήμη της, την απέκτησε από τους αερόψυκτους boxer για μικρά ελικοφόρα αεροπλάνα και τους μονοκύλινδρους δίχρονους για αγωνιστικά καρτ.

Οι αεροπορικοί κινητήρες ήταν η κύρια αιτία που την εξαγόρασε η Καναδική εταιρεία κατασκευής αεροσκαφών Bombardier (BRP), όμως εξαγοράζοντας την Can-Am και δημιουργώντας την Polaris, μπήκε δυναμικά στα οχήματα ελευθέρου χρόνου και τις μοτοσυκλέτες Cruiser. Όμως ο όμιλος BRP δεν μας ενδιαφέρει για τις μοτοσυκλέτες ή τα ATV που κατασκευάζει, αλλά για τους εξωλέμβιους κινητήρες θαλάσσης της Evinrude! Είναι η μοναδική εταιρεία στο είδος της που κατασκευάζει μεγάλους δίχρονους κινητήρες, οι οποίοι είναι οικονομικότεροι σε κατανάλωση, με λιγότερες εκπομπές ρύπων και φυσικά πολύ ελαφρύτερος από τους αντίστοιχους τετράχρονους των Mercury, Yamaha, Honda και Suzuki, ενώ θέλει service κάθε πέντε χρόνια.

Μιλάμε για ένα V6 δίχρονο κινητήρα 3500 κυβικών, ο οποίος έχει κόφτη στις 7000 στροφές, αποδίδει από 200 έως 300 ίππους (στην αγωνιστική του έκδοση φτάνει τους 385), είναι εντελώς άκαπνος και οι εκπομπές CO είναι τόσο χαμηλές που έχει την άδεια να χρησιμοποιείται σε όλες τις λίμνες και τα ποτάμια με τους αυστηρότερους οικολογικούς περιορισμούς. Το μυστικό του είναι φυσικά η τεχνολογία άμεσου ψεκασμού και η εξέλιξή του από το πρωτότυπο της Orbital. Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία που ένας δίχρονος κινητήρας καταφέρνει να καίει λιγότερη βενζίνη και να βγάζει λιγότερα επιβλαβή καυσαέρια από την εξάτμισή του. Όχι μόνο αυτό, αλλά οι συγκεκριμένοι εξωλέμβιοι προσφέρουν καλύτερες επιδόσεις από τον τετράχρονο V8 της Yamaha με τους 350 ίππους και τον υπερτροφοδοτούμενο in-line 6 των 350 ίππων της Mercury. Αν λάβουμε υπόψη μας ότι λόγο χωροταξικών προβλημάτων, οι δίχρονοι εξωλέμβιοι κινητήρες δεν μπορούν να έχουν εξατμίσεις με ογκώδη θαλάμους διαστολής (που είναι κρίσιμο στοιχείου για τους δίχρονους κινητήρες), τότε καταλαβαίνουμε ότι η απόδοση των E-Tec Gen II κινητήρων της Evinrude θα μπορούσε να ήταν ακόμα μεγαλύτερη. Άρα η εφαρμογή της συγκεκριμένης τεχνολογίας σε έναν κινητήρα μοτοσυκλέτας, όχι μόνο δεν είναι οπισθοδρόμηση ή απλώς επιθυμία μερικών ξεμωραμένων που αναπολούν το παρελθόν, αλλά ένα βήμα εμπρός. Μην ξεχνάτε ότι τα λιγότερα μηχανικά μέρη που απαρτίζουν ένα δίχρονο κινητήρα, σημαίνει απλούστερη κατασκευή, δηλαδή λιγότερες εκπομπές CO στο στάδιο παραγωγής. Όσο προσευχόμαστε η BRP να δώσει εντολή στην Rotax να φτιάξει δίχρονους κινητήρες άμεσου ψεκασμού για μοτοσυκλέτας δρόμου, ας θυμηθούμε τις πιο εντυπωσιακές του παρελθόντος.  

Yamaha TZR 250 R

 

SUZUKI RGV 250 Γ

Honda NSR 250 R

Kawasaki H1

SUZUKI RG 500

 

Yamaha RD 500