Μοτοσυκλέτα και νέα γενιά: ένας χαμένος έρωτας

Γιατί δεν μπαίνει νέο αίμα στην μοτοσυκλέτα
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

15/1/2019

Θα ξεκινήσουμε με μια σκληρή, για εμάς τους μοτοσυκλετιστές, παραδοχή: Οι σημερινοί έφηβοι, τουλάχιστον στην πλειοψηφία τους, δεν ονειρεύονται πια μοτοσυκλέτες. Για πολλούς δεν αποτελούν πια αντικείμενο του πάθους τους, όσο κι αν η αναγεννημένη κατηγορία των μικρών μοτοσυκλετών στα 125cc κάνει ό, τι μπορεί για να το ανατρέψει αυτό. Αυτό δεν αποτελεί καθολικό αφορισμό, αλλά συμβαίνει σε πολύ μεγάλο ποσοστό των νέων ανθρώπων.
Πλέον, περνάς έξω από σχολές και πανεπιστήμια και γίνεσαι μάρτυρας της θλιβερής εικόνας των πάρκινγκ που φιλοξενούν ελάχιστα πλέον δίκυκλα. Αντιθέτως, είναι γεμάτα από μικρές και μεγάλες παρέες νέων ανθρώπων που είναι σκυμμένοι πάνω από ένα κινητό και είναι απόλυτα προσηλωμένοι στην οθόνη. Είναι γεγονός, ότι για πρώτη φορά στην μεταπολεμική εποχή, οι μοτοσυκλέτες δεν βρίσκονται στο κέντρο της προσοχής της νεολαίας.


Τα τελευταία 60 χρόνια, όλες οι γενιές είχαν περάσει τουλάχιστον για μία φορά πάνω στη σέλα μιας μοτοσυκλέτας. Είτε γιατί στην αρχή αποτελούσε εναλλακτική του δυσπρόσιτου οικονομικά αυτοκινήτου, είτε γιατί αργότερα, την εποχή που είχε αρχίσει η οικονομική ανάπτυξη, η μοτοσυκλέτα ήταν ένα σύμβολο ελευθερίας, κοινωνικού στάτους και ένα όχημα για να αξιοποιήσεις τον ελεύθερο χρόνο σου. Πιο πρόσφατα, προστέθηκαν και τα σκούτερ ως η λύση στα πηγμένα κέντρα των πόλεων, για να μετακινείσαι σβέλτα και με στιλ γλιτώνοντας πολύτιμο χρόνο. Ο διάδοχος όλων αυτών στη σημερινή εποχή είναι… τα smartphones. Για τους νέους ανθρώπους οι "έξυπνες συσκευές" είναι το μέσο μεταφοράς, απόδρασης, χειραφέτησης και ανακάλυψης του πραγματικού κόσμου μέσα από μια εικονική πραγματικότητα. Και αν κάποιοι πιστεύουν ότι οι νέοι άνθρωποι είναι πιο ασφαλείς χωρίς τα σκούτερ ή τις μικρές μοτοσυκλέτες, πλανώνται πλάνη οικτρή.


Ας κάνουμε όμως μια γρήγορη αναδρομή για το πώς φτάσαμε σ' αυτό το σημείο. Οι μοτοσυκλέτες κατασκευάστηκαν εξ αρχής ως ένα φθηνό μέσο μεταφοράς. Από την επαρχία ως τις μεγαλουπόλεις, οι μοτοσυκλέτες πρόσφεραν φθηνές λύσεις μετακίνησης την δεκαετία του '50, τότε που όπως ολόκληρη η Ευρώπη, έτσι και η Ελλάδα προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της και να αναγεννηθεί από τις στάχτες της. Τις δεκαετίες του '60 και του '70 οι μοτοσυκλέτες μεγαλώνουν πολύ την απήχησή τους στο νεανικό κοινό. Είναι οι δεκαετίες που το ενδιαφέρον απογειώνεται. Ένας καινούργιος άνεμος έρχεται από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού –κυρίως- με την ροκ μουσική και τον κινηματογράφο να μεταφέρουν πρότυπα, όπως αυτό του Malron Brando παρέα με ένα Triumph Thunderbird, που επηρεάζουν την κουλτούρα της νεολαίας. Η μοτοσυκλέτα εκτός από ένα μέσο μεταφοράς μετουσιώνεται και σε σύμβολο των νέων, αποπνέοντας ελευθερία, ερωτισμό, πάθος και ανεξαρτησία. Ειδικά αυτό το τελευταίο παίζει σημαντικό ρόλο. Οι έφηβοι θέλουν να ξεφύγουν από τον γονικό έλεγχο και βιάζονται να κατακτήσουν το μόνο πράγμα που ζηλεύουν από τον κόσμο των "μεγάλων": το να είναι ανεξάρτητοι. Είναι τέτοια η επιρροή της μοτοσυκλέτας που ακόμη και στον έρωτα παίζει τον ρόλο του τρίτου προσώπου ανάμεσα στα ζευγάρια. Την δεκαετία του '80 η αγάπη για την μοτοσυκλέτα εκτοξεύεται, ενώ αρχίζει να γίνεται πιο προσιτή στη νεολαία οικονομικά. Την δεκαετία του '90 και με την βοήθεια από τις παραεισαγωγές από την Ιαπωνία το σύμπαν της μοτοσυκλέτας σφύζει από νεανικό αίμα και το παράδοξο είναι ότι ενώ όλα αυτά τα χρόνια οι μοτοσυκλέτες δέχθηκαν μια αλματώδη εξέλιξη και μετάλλαξη, εξακολουθούσαν να συμπλέουν με τις νεαρές ηλικίες.

Στην Ελλάδα, το παπί έβαζε τους πιτσιρικάδες από πολύ νωρίς στο μοτοσυκλετιστικό σύμπαν και πλέον δεν υπήρχε σχολείο, σχολή ή κάποιο άλλο εκπαιδευτικό ίδρυμα, που δεν είχε απ' έξω αραγμένα δεκάδες δίκυκλα που πλημμύριζαν τους δρόμους μετά το πέρας των μαθημάτων.
Σήμερα, βλέπεις πολλά νέα παιδιά, ακόμη και εφήβους που έχουν μεγαλώσει μέσα σε οικογένειες με έντονο το μοτοσυκλετιστικό στοιχείο –συνήθως από τον μπαμπά- που δεν μετρούν πλέον αντίστροφα τις μέρες, τους μήνες ή τα χρόνια που τους απομένουν για να βγάλουν το πρώτο τους δίπλωμα. Είναι ένα χαρακτηριστικό της νέας γενιάς, το οποίο μάλιστα έχει διαστάσεις παγκόσμιου φαινομένου. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι στην Ιταλία, μια χώρα με πλούσια μοτοσυκλετιστική κουλτούρα και δική της βιομηχανία, οι εκδόσεις νέων διπλωμάτων για μοτοσυκλέτες έχουν μείωση κατά 8,5% σε σχέση με πέρσι. Ο νόμος για τις διαδικασίες της εξέτασης έχει γίνει πιο αυστηρός τα τελευταία χρόνια, και για τους περισσότερους μοιάζει ένας αχρείαστος φόρτος, εκτός και αν υπάρχει το γνήσιο μοτοσυκλετιστικό πάθος.
Υπάρχει όμως κι ένας άλλος παράγοντας που παίζει σημαντικό ρόλο κι έχει να κάνει με την ενθάρρυνση ή την αποθάρρυνση από τους γονείς. Όταν οι δικοί μας γονείς (οι σημερινοί παππούδες των νέων) μεγάλωσαν σε μια εποχή που το κράνος ήταν μια άγνωστη έννοια, δέχτηκαν με μεγάλη ανακούφιση την υποχρεωτική χρήση του όταν είχαμε φτάσει εμείς σε ηλικία να οδηγούμε μηχανάκια και το έβλεπαν σαν ένα έξτρα επίπεδο ασφάλειας για όλους εμάς που γεμίζαμε με παπιά, σκούτερ και μοτοσυκλέτες τους ελληνικούς δρόμους.

Τώρα όμως η δική μας γενιά έχει πείσει τα παιδιά της ότι το κινητό τηλέφωνο είναι μια απαραίτητη επιλογή, ενώ η απόκτηση μιας μικρής μοτοσυκλέτας ένας ακόμη παράγοντας ανησυχίας. Με μερικές εκατοντάδες ευρώ, δηλαδή με ένα χρηματικό ποσό πολύ μικρότερο, θεωρούμε ότι παρέχουμε συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό προστασίας από τους δρόμους, εκμηδενίζοντας την επιθυμία τους για αυτονομία και ανεξαρτησία.

Έτσι φτάσαμε στα σημερινά δεδομένα, όπου ένα κινητό τηλέφωνο έχει μεγαλύτερο αντίκτυπο και είναι πολύ πιο επιθυμητό για έναν νέο άνθρωπο απ' ό,τι μια μοτοσυκλέτα. Αυτό συνέβη σε μια γενιά που γαλουχήθηκε μέσα από την οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2008, σε μια εποχή που χαρακτηρίστηκε από την ραγδαία εξάπλωση του internet και των νέων τεχνολογιών, με την χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης να είναι απαραίτητη για να ξεπεραστεί η ανασφάλεια και το πόσο ευάλωτοι νιώθουν. Αισθάνονται ότι δεν είναι μόνοι, αλλά ανήκουν σε ένα σύνολο, σε μια ομάδα, σε μια κοινότητα. Έχουν ολόκληρο τον κόσμο μέσα στην παλάμη του χεριού τους. Μέσα εκεί βρίσκουν ο ένας τον άλλον και αισθάνονται ελεύθεροι. Μπορούν να ταξιδέψουν παντού με ένα κλικ, μπορούν να είναι μέσα στο δίκτυο ο εαυτός τους -ή κάποια διαφορετική εκδοχή του- και τροφοδοτούν την ανάγκη τους για αναγνώριση μοιράζοντας τις φωτογραφίες τους, τις ιστορίες τους και τους προβληματισμούς τους. Η νέα γενιά έχει συνηθίσει πλέον να μοιράζεται τα πάντα, μέχρι και το αυτοκίνητό τους ή την μοτοσυκλέτα τους. Η έννοια της κατοχής εξαφανίζεται σιγά-σιγά εις το όνομα της καθιέρωσης και της ευχαρίστησης. Ακόμη και τα συναισθήματα μοιράζονται! Η αλήθεια είναι ότι δυστυχώς τα παιδιά μας διακατέχονται από μία μόνιμη επισφάλεια, η οποία αποτελεί την "μαύρη τρύπα" των ονείρων και είναι λογικό ότι από τα πρώτα πράγματα που χάθηκαν ήταν όσα αντιπροσώπευε η μοτοσυκλέτα.

Είναι καιρός να δείξουμε στα παιδιά μας πώς μπορούν να ονειρεύονται πάνω σε μια μοτοσυκλέτα

Κι όμως, αυτή δεν είναι μια μη αναστρέψιμη κατάσταση, με το δύσκολο έργο να βαραίνει όλους εμάς που έχουμε την ευθύνη ανάθρεψης της νέας γενιάς. Πρέπει να καταλάβουμε ότι τα παιδιά μας δεν είναι πιο ασφαλή χωρίς τις μοτοσυκλέτες ή οτιδήποτε άλλο αντιπροσωπεύει έννοιες που σχετίζονται με το υγιές πάθος. Ο εικονικός κόσμος στον οποίο τα σπρώχνουμε συνειδητά ή ασυναίσθητα είναι πολύ πιο επιβλαβής και δημιουργεί ανθρώπους άρρωστους ψυχικά και πνευματικά, ανθρώπους εξαρτημένους και ανασφαλείς και για να μη θεωρηθεί ότι δαιμονοποιούμε το internet και την τεχνολογία, αυτό ισχύει όταν τα πράγματα συμβαίνουν χωρίς μέτρο. Ας τα βοηθήσουμε στο να μάθουν να ονειρεύονται κάνοντάς τα μια βόλτα με μοτοσυκλέτα…

Αποκλειστική «συνέντευξη» του John McGuinness: Μικρές σφαλιάρες αλήθειας…

Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

12/5/2016

Περάσαμε δύο μέρες με τον θρύλο του “road racing”, John McGuinness, λίγο πριν αρχίσει την εξοντωτική προπόνηση για το Isle of Man TT -εξοντωτική ως προς την χοληστερίνη και τα λιπαρά- και επιβεβαιώσαμε ότι πρόκειται για το τελευταίο ίσως αυθεντικό δείγμα, παλιάς κοπής αναβατών!

 

Έχω συζητήσει με αρκετούς αγωνιζόμενους αυτού του επιπέδου και έχω παραβρεθεί σε συζητήσεις με ακόμα περισσότερους, όμως είναι η πρώτη φορά που όταν χαιρετιστήκαμε στο τέλος, ένιωθα ότι αποχαιρετούσα έναν φίλο και κάτι μου λέει ότι το ίδιο ίσχυε κι από την πλευρά του, ή τουλάχιστον έτσι ήταν εκείνη την στιγμή μετά από μπύρες και τζιν-τόνικ, «α φ***κινκ φουντάστικ ντρινκ» όπως λέει!

Ας ξεκινήσω όμως από την αρχή, για να δώσω την συνολική εικόνα. Το MOTO είχε προσκληθεί αποκλειστικά στην παρουσίαση των νέων Dunlop Roadsmart III στην Γαλλία, που διαβάζετε στο τεύχος που κυκλοφορεί, κι εκεί ήταν και ο John McGuinness. Η παρουσία του καθοριζόταν από το νέο συμβόλαιο χορηγίας που υπέγραψε με την Dunlop και είχε έρθει μαζί με έναν εξίσου απίθανο τύπο από το τμήμα marketing, ο οποίος κουβαλούσε μία ακόμα πιο απίθανη πορεία μέσα στην εταιρία. Για σχεδόν μία δεκαετία είχε εργαστεί στην εξέλιξη των ελαστικών κι αργότερα θα καταλάβαινα, για πιο λόγο τον προώθησαν στο συγκεκριμένο τμήμα, που απαιτεί τελείως διαφορετικό υπόβαθρο. Αυτό το δίδυμο λοιπόν ήρθε κατευθείαν μόλις προσγειώθηκε, σ’ ένα παλιό κτήμα που η Dunlop είχε μισθώσει για την παρουσίαση του ελαστικού και το καθορισμένο δείπνο, πριν την δοκιμή μας που θα ξεκινούσε νωρίς το πρωί την επόμενη μέρα.

Ο McGuinness μπαίνει στο χωλ μ΄ ένα σακίδιο στην πλάτη, και πάει κατευθείαν στο μπαρ κατεβάζοντας μία μπύρα πριν περάσει το πρώτο λεπτό. Κάνουμε μία δυνατή χειραψία με το που μας συστήνουν και πριν αρθρώσω λέξη: «περίμενε λίγο να ρίξω ένα κατούρημα, έχω πεθάνει, και μερικά φιστίκια πρέπει να μασουλήσω.. έρχομαι μωρέ δεν θα αργήσω». Ωραία λέω από μέσα μου, κάθε έννοια επισημότητας και τυπικότητας μπορώ να θεωρήσω ότι μόλις έληξε… Του δείχνω ένα τεύχος του MOTO, το ξεφυλλίζει και εντυπωσιάζεται: «ωραίες φωτογραφίες και στήσιμο, ελληνικά δεν ξέρω μπορεί να είναι σκατά όλα εδώ μέσα.. αλλά οκ». Το συνεχίζω στο στιλ του: «Μην ανησυχείς, στην Ελλάδα κάθε πωλητής που θεωρεί ότι δεν πουλάει γιατί εμείς γράψαμε την γνώμη μας - όχι γιατί δεν είναι καλός στη δουλειά του - ή κάθε ένας που δεν του επιβεβαιώνουμε ότι αγόρασε το καλύτερο μοντέλο των πέντε ηπείρων και των επτά θαλασσών, λέει ακριβώς τα ίδια. Αμφότεροι χωρίς να έχουν διαβάσει πολλές φορές, χωρίς αντεπιχειρήματα!» Γελάει δυνατά και φτύνει και μερικά φιστίκια που μασουλούσε: «ο κόσμος είναι ευκολόπιστος φίλε και ακολουθεί εκείνον που δίνει την ωραιοποιημένη εικόνα, όταν λες αλήθειες κάνεις εχθρούς». Κατά την παρουσίαση που ξεκίνησε αμέσως μετά, κάθισε στο βάθος της αίθουσας, κι όταν οι άνθρωποι της Dunlop ανακοίνωσαν ότι μαζί μας είναι και ο McGuinness, για να τον δουν και οι υπόλοιποι δημοσιογράφοι, εκείνος σήκωσε απλά το χέρι του: «ναι-ναι, αυτός είμαι εγώ»…

 

Ο John McGuinness ξεφυλλίζοντας ένα παλιότερο τεύχος του MOTO:

 

Το μόνο θετικό με τις αποκλειστικές αποστολές, σε σύγκριση με τις καλές εποχές όταν μαζί με το MOTO ταξίδευαν και πολλοί ακόμα δημοσιογράφοι, είναι ότι τώρα που είμαστε ένας ή δύο Έλληνες δεν μπορούν να μας κρατήσουν ξεχωριστό τραπέζι κι έτσι σχεδόν πάντα καταλήγουμε να καθόμαστε μαζί με τους ανθρώπους των εταιριών. Αυτό είναι ένα τεράστιο πλεονέκτημα, γιατί η κουβέντα μπορεί να συνεχίσει με πιο προσωπικό χαρακτήρα και σε χαλαρότερο ύφος. Πολλές από τις αποκλειστικές πληροφορίες που γράφουμε στο MOTO για τις μοτοσυκλέτες, ή τα ελαστικά στην προκειμένη περίπτωση, τις έχουμε εκμαιεύσει μ’ αυτόν τον τρόπο. Για παράδειγμα οι πολυπληθείς Ιταλοί σε παρακείμενο τραπέζι, δεν αντάλλαξαν κουβέντα με τον McGuinness, δύο μέρες. Από την άλλη πλευρά, η κουβέντα αυτή δεν γίνεται να μετατραπεί ποτέ σε συνέντευξη, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για τον συγκεκριμένο τύπο, αλλά μπορεί να βγει μία ιστορία που φανερώνει πολλά περισσότερα για τον χαρακτήρα του, κι αυτό ακριβώς διαβάζετε, γι’ αυτό και υπάρχουν τα εισαγωγικά στην λέξη «συνέντευξη» στον τίτλο! Καθόμαστε αντικρυστά λοιπόν απολαμβάνοντας ένα κομμάτι φουά γκρα με ένα συνονθύλευμα παράταιρων μεταξύ τους υλικών που μόνο μασώντας τα όλα μαζί υπάρχει νόημα, και με αφορμή την γαστριμαργία που έχει απλωθεί μπροστά μας και τον ρυθμό που την εξαφανίζει, σχολιάζω τα παραπανήσια κιλά του και τον ρωτάω για τις διατροφικές συνήθειες, και το αγγλικό πρωινό των πρωταθλητών: «Φίλε έχω προσπαθήσει στο παρελθόν ν’ ακολουθήσω ότι βλακεία υπάρχει εκεί έξω και δεν θα το ξανά κάνω ποτέ. Δεν μπορούσα να οδηγήσω! Το κεφάλι μου πονούσε, έχανα αυτοσυγκέντρωση, αισθανόμουν κουρασμένος. Μόλις έπεσα ξανά στις μπριζόλες ήρθα στα ίσια μου. Έκανα ξανά χρόνους! Δεν ξέρω για τους άλλους, αλλά έτσι είναι σε εμένα, αυτό δουλεύει. Έχω κοιλιά και πάω γρήγορα, όταν δεν έχω πάω σκατά!»

 

Καταρχήν είναι απόλαυση να τον ακούς να τα λέει όλα αυτά με την προφορά που τον διακρίνει, κάνοντας γκριμάτσες και βάζοντας την λέξη από “f” στη μέση κάθε φράσης, ενίοτε και δύο φορές, κολλώντας την κάπου τυχαία, από το άγχος μήπως και την ξέχασε. Αμέσως μετά έρχεται ένα κομμάτι ψάρι που το κοιτά στραβά και αστειευόμαστε με την γκριμάτσα του, για να έρθει το σχόλιο από τον περίεργο άνθρωπο της Dunlop, που δεν θα κατονομάσουμε: «ξέρεις ο τύπος αυτός –δείχνει τον McGuinness δίπλα του- πάει για ψάρεμα συνέχεια και μία εποχή έβγαζε και λεφτά από αυτό, αλλά δεν του αρέσουν και δεν τα έτρωγε ποτέ. Ψαράς που δεν τρώει ψάρια!». Σωστά για αυτό άλλαξε επάγγελμα του λέω! Την ώρα που ο διπλανός δημοσιογράφος, ένα φίλος από την Πορτογαλία, γυρίζει να μιλήσει από την άλλη πλευρά, ο McGuinness αρχίζει να του τσιμπάει τα καρότα από το πιάτο με το ένα χέρι, κάνοντας μου νόημα με το άλλο να μην πω τίποτα… Μέχρι να γυρίσει, το πιάτο ήταν τελείως άδειο. Στην κεφαλή του τραπεζιού μας καθόντουσαν ο διευθυντής του αγωνιστικού τμήματος της Dunlop, ένας άνθρωπος που συνήθως παρευρίσκεται σε δείπνα με την Dorna, αρκετοί κορυφαίοι από το τμήμα marketing και στην απέναντι πλευρά, ο υπεύθυνος εξέλιξης των ελαστικών. Όχι μόνο δεν τον σταμάτησε αυτό, αλλά μόλις έφεραν ένα επιδόρπιο, μία μεγάλη μπάλα λεπτής σοκολάτας που μέσα της είχε μία μικρότερη με παγωτό, ο McGuinness έριξε μία γροθιά στο πιάτο του διπλανού του, (του απίθανου Άγγλου που τον συνόδευε στο ταξίδι) ανατινάζοντας το γλυκό, εκτοξεύοντας παγωτό και σοκολάτες στο τραπέζι! Όλα αυτά θα μπορούσαν να είχαν οδηγήσει άπαντες σε αμηχανία, αν γινόντουσαν με το θράσος ενός έφηβου που αποζητά την προσοχή και συμπεριφέρεται απερίσκεπτα. Είναι αλήθεια ότι διαβάζοντάς τα κανείς, αυτήν την εντύπωση αποτυπώνει, ότι ο McGuinness συμπεριφέρεται σαν άξεστος έφηβος. Ισχύει το ακριβώς αντίθετο. Δεν έχω πετύχει άλλον τύπο ανθρώπου, που μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο σ’ ένα επίσημο τραπέζι, μπροστά σε αγνώστους, με σοβαρότητα και επισημότητα, αλλά όχι με θράσος. Με το στιλ, κοιτάξτε ας χαλαρώσουμε λίγο, κι ας συνεχίσουμε ως ενήλικες και μάλιστα να περνά το στιλ αυτό με άνεση σε όλους! Εξαιτίας του McGuinness λοιπόν, καταλήξαμε να είμαστε μία παρέα φίλων, τσουγκρίζοντας ποτήρια και κάνοντας περισσότερη φασαρία και από την κλίκα των Ιταλών δημοσιογράφων!

Ήταν η κατάλληλη ώρα λοιπόν, για τις πιο σοβαρές ερωτήσεις: «Τι γνώμη έχεις για το περιστατικό Marquez – Rossi, από την στιγμή που τους ξέρεις και προσωπικά;» - «Κοίτα, όποιος επιμένει ότι ο Rossi δεν κλώτσησε τον Marquez κάνει τραγικό λάθος, έχω ρίξει πολλές κλωτσιές και αγκωνιές ακόμα, ξέρω τι σου λέω. Όμως από την άλλη ο Marquez του άξιζε ένα χέρι ξύλο, όχι απλώς κλωτσιά, συμπεριφέρθηκε σαν π*****ς!» - «Είχα πει ακριβώς το ίδιο, και ήταν η πρώτη φορά που δέχτηκα μπούλινγκ στην δημοσιογραφική μου καριέρα, παίζει να είμαι και ο μόνος από τη χώρα μου που υποστήριξε δημόσια κάτι τέτοιο... άσχετα με τ’ ότι ο Rossi είναι ο αγαπημένος μου αναβάτης… κι όσο έβγαιναν αργότερα πολλοί δημοσιογράφοι ανά τον κόσμο κι έλεγαν το ίδιο, ότι δηλαδή πρώτη φορά έβλεπαν μπούλινγκ στο MotoGP, τόσο μετριαζόταν οι αντιδράσεις. Στο τέλος αρκετοί οπαδοί του Rossi άλλαζαν στάση λέγοντας απλά ότι του άξιζε η κλωτσιά, δηλαδή αναγνωρίζοντας τι συνέβη!» - «Σωστά, ο κόσμος ξέρεις θέλει αναβάτες-είδωλα. Ο Marquez από την άλλη συμπεριφέρθηκε απαίσια καθυστερώντας τον Rossi, και είναι εξίσου κάτι που δεν χωρά αμφισβήτηση. Απλά περιμένεις από τον Rossi να αντιδράσει διαφορετικά, αν είχε κρατήσει την ψυχραιμία του μπορεί να είχε κερδίσει και τον τίτλο. Εμένα με ενόχλησε πολύ και ο Lorenzo, αν είχε α*****ια θα πήγαινε τότε - μετά τον γύρο προθέρμανσης - και θα σταματούσε δίπλα στον Rossi, για να ξεκινήσουν μαζί! Μπορεί να έχανε τον τίτλο, αλλά θα είχε κερδίσει απίστευτο σεβασμό και θα άλλαζε την γνώμη του κόσμου για πάντα. Όμως δεν έχει α*****ια! Ξέρεις, αυτό που πρέπει να καταλάβουν όλοι αυτοί οι παγκόσμιοι αναβάτες, είναι ότι σε περίπτωση που δεν υπήρχε ο Rossi, δεν θα υπήρχε και το τελευταίο μηδενικό στην παχουλή αμοιβή τους! Εκατομμύρια παίρνουν μόνο και μόνο γιατί υπήρξε το φαινόμενο Rossi, αλλιώς θα σου έλεγα εγώ τι θα έπαιρναν! Το αντιλαμβάνονται βέβαια, και εγώ το έχω πει σε πολλούς, το αναγνωρίζουν, αλλά είναι και ο εγωισμός στην μέση..» - «Ο Rossi είναι ο καλύτερος όλων των εποχών, όχι αλάνθαστος, αλλά ο καλύτερος, εσύ; Τον φτάνεις έστω και λίγο;» - «Χα! Φαντάζομαι ξέρεις τι είπε όταν ήρθε στο Isle of Man (σημ.: Ότι οι αναβάτες είναι τρελοί και ο αγώνας πολύ επικίνδυνος) με προσκάλεσε κιόλας να πάω στο ράντσο του. Δύο φορές ήταν να πάω, αλλά και τις δύο υπήρχε πρόβλημα με το πρόγραμμά μας, δεν ταίριαζε. Με ενόχλησε όμως ότι θα υπογράφαμε χαρτί, που θα έλεγε πως κάθε video που θα τραβούσαμε, θα το ενέκριναν οι δικοί του και θα έκοβαν κάθε απόσπασμα που θα με έδειχνε μπροστά!» - «Γιατί είσαι τόσο σίγουρος ότι εσύ και η κοιλιά σου, θα ήσασταν πιο γρήγοροι από τον Rossi- «Γιατί φίλε μου εγώ έχω το όπλο του ρίσκου, εκείνος όχι. Εγώ στα α*****ια μου αν πέσω, εκείνος όχι! Και μέσα εκεί, δεν είναι πίστα να έχει το πάνω χέρι, ταιριάζει περισσότερο το στιλ μου» - «Μου φαίνεται δεν θα μάθουμε ποτέ» του λέω με νόημα. - «Εγώ πάλι είμαι σίγουρος!» μου απαντά γελώντας.

 

Ο McGuinness με τον Rossi, το 2009

 

Όπως καταλαβαίνετε, ο McGuinness δεν είναι άνθρωπος που τον απασχολεί η δημόσια εικόνα του για να μετρήσει τα λόγια του, και διακατέχεται από μία ειλικρίνεια που σπάνια συναντάς. Δεν είναι όλοι όσοι συμμετέχουν στο “road racing” το ίδιο, και για αυτό τον ρώτησα πιο συγκεκριμένα, και χωρίς περιστροφές:

«Ο Guy Martin είναι σίγουρα πιο γνωστός στην Ελλάδα από εσένα, κι ας έχεις κερδίσει τόσους τίτλους στο Isle of Man που δεν τους θυμάσαι όλους, αντιστρόφως ανάλογα όμως απολαμβάνει περισσότερη δημοσιότητα παντού» - «Κοίτα ο Guy δεν είναι και πολύ καλά, έχει θέματα εννοώ, είναι αγοραφοβικός και δεν αντέχει τον κόσμο, και έχει πρόβλημα συγκέντρωσης. Για καμιά ώρα μπορεί να μείνει συγκεντρωμένος, μετά όμως το χάνει και για αυτό δεν κερδίζει. Πιστεύω ότι θα ξανά γυρίσει όμως, θα ξανά τρέξει από την επόμενη χρονιά» - «Ναι αλλά γιατί είναι τόσο δημοφιλής πιστεύεις; Μήπως γιατί βγήκε στο ντοκυμαντέρ και είπε ότι “την παίζει”;» - «Σώπα μωρέ, όλοι μας “την παίζουμε” δεν είναι αυτό. Απλά έχει εκπληκτικό μάνατζερ, έχει μάνατζερ για την δημόσια εικόνα του, κατάλαβες;» - «Θα κρατήσω αυτό που είπες για την συγκέντρωση. Είναι αυτό που σε κάνει να ξεχωρίζεις;» - «Είναι απαραίτητο χαρακτηριστικό στους αγώνες, αλλά ειδικά στο Isle of Man, είναι απαραίτητο για την επιβίωσή σου. Χάνεις αυτοσυγκέντρωση και μπορεί να χάσεις τη ζωή σου, το ρίσκο είναι μεγάλο και όλοι μας έχουμε βρει τρόπο να εξασκήσουμε την αυτοσυγκέντρωσή μας!».

Την συζήτηση διακόπτει ο δίδυμος αδερφός του στην δόση τρέλας που κουβαλάνε, ο άνθρωπος της Dunlop που τον πιάνει κεφαλοκλείδωμα βάζοντας τέλος στην συζήτηση για τους αγώνες και γυρνώντας το στα προσωπικά. Το τρελό αγγλικό σύστημα ασφάλισης, είναι η αιτία που ο McGuinness δεν οδηγεί στον δρόμο. Μόλις δηλώσει το επάγγελμά του: «αναβάτης αγώνων», τα ασφάλιστρα εκτοξεύονται τόσο ψηλά που καθίστανται απαγορευτικά. «Έχω μονάχα ένα MSX 125 και μάλιστα με χορηγία, κάθε φορά που το καβαλάω πρέπει στο κράνος να φαίνεται το αυτοκόλλητο της ασφαλιστικής!». Ο McGuinness κάνει και enduro για προπόνηση: «Έχω ένα KTM, αλλά επειδή έχω συμβόλαιο με την Honda δεν πρέπει κανείς να με δει με αυτό…».

Την επόμενη μέρα η δοκιμή ξεκινά από τον δρόμο και ο McGuinness οδηγεί μαζί μας, όμως είναι πίσω από τους τελευταίους και πηγαίνει αρκετά πιο σιγά. Η δικαιολογία του είναι ότι το απολαμβάνει, έχει καιρό να οδηγήσει μοτοσυκλέτα στο δρόμο και δεν ξέρει πότε θα το ξανά κάνει. Βρίσκει μάλιστα το Crosstourer με DCT εξαιρετικό και του λέω ότι αυτό είναι παραπάνω από ανησυχητικό. Γιατί το DCT είναι εξαιρετικό στην Africa Twin και γενικά το Crosstourer δεν είναι κορυφαία μοτοσυκλέτα, αλλά για εκείνον μετρά η βόλτα… Το μεσημέρι οδηγούμε στην πίστα μοτοσυκλέτες της BMW με πάνω από χίλια κυβικά και εκείνος ένα ταπεινό συγκριτικά CB650F της Honda, εξαιτίας του συμβολαίου μαζί τους. Περίμενα ότι και με το MSX 125 να έμπαινε στην πίστα πάλι μπροστά μας θα έβγαινε, όπως χρόνια πριν στην ίδια πίστα είχε συμβεί με τον νεαρό τότε Simoncelli, που ενώ καβαλούσε ένα ταπεινό Dorsoduro 750 και εμείς είχαμε GSXR1000, μας περνούσε πάνω από τα κερμπ σαν σταματημένους! Οδηγούσα λοιπόν μπροστά έχοντας έναν Ιταλό δημοσιογράφο να με κυνηγάει και περίμενα με ανυπομονησία την στιγμή που ο McGuinness θα μας έκανε σουβλάκι. Ποτέ! Βγήκα και του ζήτησα τα ρέστα, για να μου πει ότι ο ρυθμός ήταν μια χαρά και δεν είχε λόγο να περάσει… Είμαι σίγουρος ότι αν του χτίζαμε έναν τοίχο στην μέση, κόβοντας το πλάτος της πίστας, τότε θα έπαιρνε τα πάνω του!

Το ίδιο βράδυ πιάσαμε μία μακρά κουβέντα για τους Άγγλους και τις συνήθειές τους γενικά, αποφεύγοντας να ξανά γυρίσουμε στους αγώνες, μένοντας μόνο σ’ ένα σημείο. Ο John πιστεύει ότι θα καταφέρει την νίκη φέτος και υποστηρίζει ότι την θέλει περισσότερο από τον καθένα για να φτάσει λίγο πιο κοντά στο ρεκόρ του Joey Dunlop. Στην ηλικία των 44άρων κανείς δεν μπορεί να πει αν θα καταφέρει να το ξεπεράσει, καθώς ακόμα κι αν κερδίσει φέτος, πάλι θα τους χωρίζουν δύο νίκες. Καθώς όμως οι αγώνες διεξάγονται σε περισσότερες από μία κατηγορίες, δεν είναι και αδύνατο να σπάσει αυτό το ρεκόρ…

Ο McGuinness δυσκολεύεται με το πρωινό ξύπνημα, μονάχα τις ημέρες των αγώνων είναι τυπικός, οπότε μας χαιρετά από το βράδυ. Θα μας συνοδέψει το πρωί μέχρι το αεροδρόμιο ο άλλος τρελός της παρέας που σιγοτραγουδά μία πρόσκαιρη επιτυχία, το Watch Me (Whip/Nae Nae) του Silentó, το τελευταίο ίσως τραγούδι που περιμένεις να ακούσεις από μεγάλο στέλεχος πολυεθνικής εταιρίας. Όσο παίρνεις τον εαυτό σου σοβαρά, τόσο πιο δύσκολο είναι να πετύχεις σ’ αυτό που κάνεις, και ο McGuinness ασπάζεται αυτό το αξίωμα στο έπακρο. Δεν γίνεται να είναι περισσότερο χαλαρός και οι εταιρίες που τον χορηγούν, τον πλαισιώνουν με άτομα της ίδιας νοοτροπίας, που αισθάνονται άνετα να σιγοτραγουδούν το Watch Me Whip... Τελικά είναι προσωπικότητες όπως ο John McGuinness, που κάνουν το Isle of Man TT τόσο ξεχωριστό, πέρα από το θέαμα και την φήμη του πιο επικίνδυνου αγώνα του κόσμου!

 

Όσο ο McGuinness ψάχνει μία φωτογραφία στο κινητό του, είναι ευκαιρία να ξεφύγουμε από τις "ανατινάξεις γλυκών" και να συνομιλήσουμε με τους ανθρώπους της Dunlop, που ξεφυλλίζουν τα τεύχη του MOTO! Στην κορυφή του τραπεζιού ο Dimtry Talboom, υπεύθυνος εξέλιξης των ελαστικών και δείχνει με το δάχτυλο εν μέσω της συζήτησης, ο Andy Marfleet διευθυνής marketing για όλη την Ευρώπη. Οι λεπτομέρειες στο τεύχος που είναι στα περίπτερα... 

 

εξαιρετικά αφιερωμένο από τον McGuinness και τον "δίδυμο στην τρέλα" το παρακάτω άσμα που σιγοτρογουδούσαν, διανθίζοντάς το με την χαρακτηριστική προφορά!

 

Ετικέτες