Vincent Black Lightning S

Η μοτοσυκλέτα της "επιστροφής"
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

18/8/2017

Διχασμένη προσωπικότητα

Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε μια εταιρεία που την έλεγαν Vincent και έφτιαχνε τα πιο γρήγορα και κακά μηχανάκια της εποχής, κάποτε όμως έκλεισε και με τον καιρό όλα τα Vincent εξαφανίστηκαν από τους δρόμους. Ώσπου, μια μέρα, εμφανίστηκε κάποιος που τον αποκαλούσαν Μεσσία, το όνομα του ήταν Li, Bernard Li, και επί δέκα ολόκληρα χρόνια κόπιασε με τους συνεργάτες του για να φτιάξουν τέσσερα ολοκαίνουργια, γυαλιστερά Vincent

Πριν από σχεδόν τρίαντα χρόνια η Triumph επέστρεψε στο Meriden, πολύ κοντά στο σημείο απ’ όπου ξεκίνησε, χάρη στα εκατομμύρια του John Bloor. Στη συνέχεια ακολούθησε η Norton, τώρα στα πρόθυρα πλήρους αναβίωσης στο Oregon του Portland στην Αμερική, 8.000 μίλια μακριά από το Birmingham όπου δημιουργήθηκε. Τουλάχιστον, κράτησαν την ίδια αρχιτεκτονική στους αερόψυκτους δικύλινδρους εν σειρά κινητήρες. Σειρά έχει η Vincent, η τελευταία από το τρίο των αναγεννημένων βρετανικών βιομηχανιών, εφόσον ο Li συνεχίσει την προσπάθειά του. Όπως η Norton, έτσι και η Vincent είναι έτοιμη να περάσει στη απέναντι πλευρά του Ατλαντικού, στην πόλη της μοτοσυκλέτας, το Detroit.

4 x Vincent

Για την αναβίωση της Vincent, ο Li μιμήθηκε την ιταλική Mondial, εξελίσσοντας μια σειρά από τέσσερα διαφορετικά μοντέλα, όλα βασισμένα στον V2 κινητήρα της Honda από το SP1, στα οποία θα επικεντρωθούν αρχικά οι πωλήσεις. Κατάφερε να πείσει την ιαπωνική εταιρεία με την περιβόητη λιγομίλητη διοίκηση να του πουλήσει τους κινητήρες της, το οποίο από μόνο του αποτελεί μεγάλη επιτυχία για τον ίδιο. Το γεγονός όμως ότι είχε τέσσερις διαφορετικά ολοκληρωμένες μοτοσυκλέτες να εξελίσσονται, κατασκευασμένες στο Detroit από τους ειδικούς του R&D τμήματος της Rough Engineering, υπογραμμίζει την οικονομική δέσμευση του Li για το project – όπως και τα μεγάλα κεφάλαια που θα πρέπει να διαθέτει συνεχώς.

Αυτά τα τέσσερα διαφορετικά πρωτότυπα της Vincent είναι συνήθως αραγμένα στο γκαράζ του Barney Li, και το Black Lightning S, ντυμένο με ανθρακόνημα, αποτελεί τη ναυαρχίδα τους. Στην άλλη άκρη βρίσκονται το γυμνό Black Shadow, με ακτινωτές ζάντες, και το Black Lightning, ST με εξοπλισμό ταξιδιού και μπαγκαζιέρα. Θα έπρεπε να ονομαστεί Black Prince, αλλά δεν έχω άδεια για τη χρήση αυτού του ονόματος προς το παρόν, ανέφερε συλλογισμένα ο Barney. To τελευταίο από τα τέσσερα μοντέλα είναι το πιο αμφισβητούμενο, αλλά πιθανότατα θα αποτελέσει και το πιο προσοδοφόρο για τους Αμερικάνους αντιπροσώπους της Vincent: το cruiser Black Eagle ουσιαστικά αποτελεί την αμερικάνικη προσέγγιση στο πώς θα ήταν μια Harley-Davidson εάν είχε ζητηθεί από τον Philip Vincent να κατασκευάσει μία…

Και οι τέσσερις μοτοσυκλέτες μοιράζονται το ίδιο, πανέμορφα συγκολλημένο, αλουμινένιο πλαίσιο, με σωληνωτές βάσεις κινητήρα, σχεδιασμένο στο New Mexico από τον Αμερικανό James Parker, ο οποίος σχεδίασε όλα τα μοντέλα αφότου ανέλαβε ο Li. Ο Barney δεν μας επέτρεψε να φωτογραφίσουμε τα υπόλοιπα Vincent όταν τον επισκεφτήκαμε στο San Diego, και δικαιολογημένα, αφού ήθελε να καθυστερήσει την εμφάνισή τους ώσπου να μπουν στην παραγωγή. Και στα τέσσερα έχει δοθεί έμφαση στη λεπτομέρεια, με αποτέλεσμα κανένα να μη μοιάζει με τα υπόλοιπα. Οπωσδήποτε φέρουν όλα εμφανή τη σφραγίδα των Vincent, αφού και ο οκταβάλβιδος V2 90ο κινητήρας της Honda με τα δύο πλαϊνά ψυγεία δεν έχει μεγάλη διαφορά εμφανισιακά από του μεγαλοφυούς αερόψυκτου V2 500 που είχε σχεδιάσει ο ίδιος ο Vincent πριν από μισό αιώνα.

Ουτοπική απόδοση

Αντιλαμβάνομαι καλύτερα πια, ως πρώην ιδιοκτήτης ενός Vincent, ότι όλα άρχισαν να βελτιώνονται την ημέρα που το πούλησα, τη μοναδική φορά που κατάφερα να το βάλω μπρος με την πρώτη μανιβελιά, όταν ο τύπος που θα το αγόραζε ήρθε να το ελέγξει. Αλληλούια!!! Το V2 Rapid, στις αρχές της δεκαετίας του ’50, ήταν πραγματικά γρήγορο, αλλά ήταν επίσης και ιδιότροπο, λόγω της περίεργης λειτουργίας των Girdraulic Vincent πιρουνιών και του αμορτισέρ, ο σχεδιασμός των οποίων ωστόσο δεν ήταν στην πραγματικότητα διαφορετικός από των σημερινών Fior, SaxTrak, Hossak και BMW Telelever, που απλώς αποτελούν μια σύγχρονη, σωστά κατασκευασμένη εκδοχή εκείνων. Το δικό μου Vincent όμως συνέχιζε να προβάλλει προκλητικά την πίστη του στην παράδοση επιδεικνύοντας μια απόδοση ανάλογη με της οικογένειας των V2 που έβγαζε το εργοστάσιο του Stevenage τω καιρώ εκείνω.

Καβαλώντας το Black Lighting S που παρουσιάστηκε από τον Barney Li και πιέζοντας το μπουτόν της μίζας, γίνεται σαφές πόσο διαφορετική είναι η σύγχρονη Vinnie. Σε αντίθεση με την αυθεντική σκυφτή θέση οδήγησης, το σύγχρονο μοντέλο έχει ωραία αίσθηση, όρθια θέση οδήγησης και μαρσπιέ τοποθετημένα χαμηλά και μπροστά – και αυτό στη σπορ έκδοση, όπου επιλέχθηκε μονόσελο από superbike (μολονότι το κάλυμμα της ουράς μπορεί να αφαιρεθεί). Ο Li εξηγεί ότι η συγκεκριμένη επιλογή, όπως και αυτή της γεωμετρίας του πλαισίου, είχε σκοπό να ελκύσει ανθρώπους της ηλικίας του. Ήθελα κάτι άνετο, να έχεις την αίσθηση ότι κάθεσαι σε κάτι συμπαγές, να είναι σαφές στους χειρισμούς του και να μην είναι υπερβολικά γρήγορο, ανέφερε. Με συμπεριφορά sportbike αλλά αίσθηση cruiser, η μοτοσυκλέτα αυτή έχει πραγματικά διχασμένη προσωπικότητα.

Μακρύ Όχημα

Αυτό είναι αποτέλεσμα του μεγάλου μεταξονίου, 1.588mm, ανάλογο με του Ducati 750SS Imola, που ήταν εκπληκτικά σταθερό. Το Black Lighting S είναι εξίσου σταθερό, μεταφέροντάς σου αίσθηση ασφάλειας στις μεγάλες ταχύτητες, ενώ και στην πόλη, όπου οι ανωμαλίες είναι πολλές, μένει ανεπηρέαστο χάρη στο χαμηλό κέντρο βάρους και τη σωστή λειτουργία της ανάρτησής του. Αν παρασυρθείς λίγο παραπάνω και αρχίσεις να κινείσαι γρήγορα, θα πρέπει να είσαι προσεκτικός στις μεγάλες κλίσεις, όπου η απόσταση από το έδαφος γίνεται οριακή, με αποτέλεσμα να ξύνουν εύκολα στην άσφαλτο τόσο τα μαρσπιέ όσο και οι εξατμίσεις στη δεξιά του πλευρά. Το Black Lightning S είναι, πραγματικά, περισσότερο sport cruiser παρά sportbike.

Η σταθερότητα επιτυγχάνεται με τις απείρως καλύτερες σε σχέση με των γνήσιων Vincent αναρτήσεις του, με τα 43mm καλάμια της Showa και το Fox Twin αμορτισέρ να ελέγχει την λειτουργία του ψαλιδιού. Εδώ αναρωτήθηκα, γιατί άραγε ο Parker δεν χρησιμοποίησε μπροστινό σύστημα ανάρτησης τύπου Telelever, συμπληρώνοντας με αυτόν τον τρόπο την αναφορά στο παρελθόν;

Με γωνία κάστερ 25ο και ίχνος 97mm, η γεωμετρία της μοτοσυκλέτας είναι λίγο συντηρητική, παρόλο που οι αναρτήσεις επιδεικνύουν σαφή λειτουργία, με την πίσω ειδικά να προσφέρει εξαιρετική πρόσφυση στις στροφές πίσω από τους λόφους του San Diego, λόγω του 190/50-17 πίσω ελαστικού D207 της Dunlop, τοποθετημένου σε αλουμινένια ζάντα 5,5 ιντσών. Επιπλέον, το μακρύ μεταξόνιο προσφέρει έντονη αίσθηση ασφάλειας στις μεγάλες ταχύτητες, με αντίτιμο την πιο αργή γεωμετρία – παρά τον πολύ καλό μοχλό του μεγάλου τιμονιού. Δεν έχει σπορ αίσθηση, παρότι είναι μακρύ, χαμηλό και με αρκετά μικρό βάρος, 185 κιλά στεγνό σύμφωνα με τον Barney Li. Το Vincent είναι πραγματικά γρήγορο, 270+ χ.α.ώ. τελική λέει ο Bernard ότι πιάνει, και, παρότι αρκετά ευέλικτο στις χαμηλές ταχύτητες, αποδεικνύεται πολύ σταθερό στις υψηλές. Επίσης, φρενάρει πολύ καλά χάρη στο αποτελεσματικό και προοδευτικό σύστημα πέδησης της Brembo, με δαγκάνες τεσσάρων εμβόλων και δισκόπλακες 320mm.

Έχει ωραία αίσθηση, όρθια θέση οδήγησης και μαρσπιέ τοποθετημένα χαμηλά και μπροστά

Αποφασισμένος να πετάξεις

Το αλουμινένιο πλαίσιο είναι βαμμένο σε Vincent Black, με την εισαγωγή και το φίλτρο μπροστά από τον λαιμό του τιμονιού. Το πλαστικό ρεζερβουάρ των 19 λίτρων είναι τοποθετημένο κάτω και ελαφρώς πίσω από τη σέλα, δικαιολογώντας εν μέρει το μακρύ μεταξόνιο – αυτό που δείχνει σαν ρεζερβουάρ, στην πραγματικότητα είναι κάλυμμα για το φιλτροκούτι από άριστα κατεργασμένο ανθρακόνημα. Εξίσου παραπλανητικό είναι το μεγάλο στρογγυλό φανάρι που περιλαμβάνει έναν συνδυασμό τεσσάρων λαμπτήρων αλογόνου με εξαιρετικό φωτισμό.

Λιγότερο πιστά στην παράδοση είναι τα δύο τελικά των εξατμίσεων σε σχήμα χωνιού στη δεξιά πλευρά – τα Vincent είχαν πάντοτε ίσια τελικά στο αγωνιστικά ή 2-σε-1 στα δρόμου. Δείχνουν όμορφα και ακούγονται πολύ έντονα, ειδικά στις υψηλές στροφές, παρότι η PGM–F1 ECU δεν έχει ακόμα επαναπρογραμματιστεί για τις πιο ελεύθερες εξατμίσεις. Το μικρό βάρος του Vincent εξασφαλίζει συνεχόμενα πολύ καλή επιτάχυνση μέχρι τα 210+χλμ/ώρα, σε βαθμό να νιώθεις ευτυχής που το μεταξόνιο του είναι τόσο μακρύ και η κατανομή βάρους είναι 51-49%, συμβάλλοντας έτσι στη διατήρηση του εμπρός τροχού στο έδαφος. Το Black Lightning είναι εύκολο στην οδήγηση χάρη στο χαμηλό κέντρο βάρους, την προοδευτική λειτουργία του συμπλέκτη και τη μακριά πρώτη του, αλλά συνολικά έχει κοντύτερη κλιμάκωση σε σχέση με το SP-1. Ο κόφτης επεμβαίνει στις 8.000 σ.α.λ., παρά το γεγονός ότι και χωρίς αυτόν ο κινητήρας μπορεί να συνεχίσει μέχρι τη μεγάλη κόκκινη γραμμή των 10.000.

Ειλικρινά, είναι ανεξήγητο το ότι η Honda δεν κατασκεύασε ένα μηχανάκι όπως αυτό, έτσι ώστε να ανταγωνιστεί τη Ducati τόσο στις πωλήσεις όσο και στους αγώνες, όπως έκανε με τα superbikes της. Όμως ο Barney Li το έφτιαξε για τον εαυτό του. Η μικρή του ζελατίνα καλύπτει καλύτερα απ’ όσο περίμενα, διώχνοντας τον αέρα πάνω από το κράνος, σίγουρα όμως δεν μπορείς να το “τελικιάσεις” σε όρθια θέση, εκτός αν είσαι αποφασισμένος να πετάξεις: σε αυτή την περίπτωση, απλώς κρατήσου σφιχτά και σκέψου την Αγγλία…

 

Ε, αφού έχει μίζα…

Παρά το γεγονός ότι δεν έχει τίποτα από Βρετανία, οφείλω να παραδεχτώ την αναβίωση των Vincent. Στην πραγματικότητα τα νέα δεν έχουν και μεγάλη σχέση με αυτά του εργοστασίου του Stevenage, πέρα από το όνομα στο κάλυμμα από το φιλτροκούτι και τον πραγματικά πετυχημένο σχεδιασμό. Έχω ένα προαίσθημα ότι θα εκτιμήσω περισσότερο την πιο συγκεκριμένη οδηγική συμπεριφορά του sport-tourer Lightning ST από τη διχασμένη προσωπικότητα του αδερφού “S”, γιατί η σχεδίαση του πλαισίου θα του ταιριάζει καλύτερα, όμως και αυτό θα εξακολουθεί να φέρει τον δημοφιλή κινητήρα της Honda, ή ακόμα και το cruiser Black Eagle, όπου το μακρύ μεταξόνιο θα είναι προτέρημα…

Αγνοώντας τις απόψεις που εκφράστηκαν από μια μερίδα του ειδικού Τύπου, ο Bernard Li δημιούργησε εντυπώσεις, όχι όμως ως καιροσκόπος επιχειρηματίας που ψάχνει να βρει την ευκαιρία, αλλά ως πραγματικός θαυμαστής της μοτοσυκλετιστικής ιστορίας, πού είναι έτοιμος να διαθέσει ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας που δημιούργησε δουλεύοντας μια ζωή ώστε να αναβιώσει ένα εκ των ενδοξότερων ονομάτων της βρετανικής κληρονομιάς, αχρησιμοποίητο τα τελευταία 49 χρόνια. Αντιμετωπίστε το πιο σωστά: σκεφτείτε ότι τα Husqvarna τα τελευταία 15 χρόνια φτιάχνονται στην Ιταλία, ή ότι τα Royal Enfield φτιάχνονται στη Ινδία, τα δε Husaberg στην Αυστρία – επομένως δεν έγινε και τίποτα αν τα Vincent κατασκευάζονται στο Detroit… Ο κόσμος είναι πολύ μικρότερος στις μέρες μας απ’ ό,τι ήταν πριν πενήντα χρόνια, όταν σταμάτησε η παραγωγή των Vincent. Αν ο Bernard Li είναι διατεθειμένος να διαθέσει τα χρήματα του, τότε του εύχομαι καλή τύχη. Ειδικά εφόσον αυτά διαθέτουν μίζα…

 

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ BERNARD LI

 

Επιδιώκοντας την τελειότητα

Η περίπτωση του Bernard Li αποτελεί ζωντανό παράδειγμα του αμερικάνικου ονείρου, μιας και από φτωχός φοιτητής έφτασε να γίνει ιδρυτής της εταιρείας Eagle One, την οποία στη συνέχεια πούλησε για πολλά εκατομμύρια δολάρια στη Valvoline

Γεννήθηκε στο Chenzing της Κίνας, στα τέλη της κομουνιστικής επανάστασης του Μάο, και πήγε στην Αμερική με τους γονείς του όταν ήταν μόλις έξι μηνών. Το ενδιαφέρον του για τις μοτοσυκλέτες ξεκίνησε αφού η οικογένεια του μετακόμισε στα προάστια του Maryland, όταν ένας φίλος του από το σχολείο τού έμαθε να οδηγάει ένα BSA Spitfire. Μαγεμένος από την εμπειρία, έκανε οικονομία για να αγοράσει ένα κακομεταχειρισμένο αλλά γρήγορο Honda Scrambler 305cc, για το οποίο ξόδεψε αμέτρητο χρόνο επισκευάζοντας και γυαλίζοντάς το, ώσπου έγινε αγνώριστο σε σχέση με το πώς ήταν.

Καθόμουν για ώρες κάτω από ένα δέντρο γυαλίζοντας τον κινητήρα, με ειδική αλοιφή για τις βαλβίδες και πολύ σκληρή δουλειά, μέχρι να γίνει όμορφο, αναφέρει ο Li. Αυτή ήταν η αρχή της επαγγελματικής μου σταδιοδρομίας που τελικά κατέληξε στην Eagle One. Ήθελα να δείχνουν όλα όμορφα, και το να παρέχω τα σωστά προϊόντα γι’ αυτό αποδείχτηκε μια ιδιαίτερα ικανοποιητική επιχείρηση. Ύστερα από 27 μηχανάκια –συμπεριλαμβανομένου και ενός Norton Commando, το οποίο ήταν και ο λόγος που ο Barney ξεκίνησε να θαυμάζει την ένδοξη ιστορία των βρετανικών μοτοσυκλετών–, ο Li εύχεται να έχει καταφέρει ακριβώς αυτό με τα πρωτότυπα αναγεννημένα Vincent.

Στο μεταξύ, αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο που σπούδαζε ιστορία και μετακόμισε στην Καλιφόρνια το 1969, με μόνα περιουσιακά στοιχεία ένα CB450 Honda και 700 δολάρια.
Ξεκινήσαμε την Eagle One το 1978, με τρεις… κτηνίατρους ως χρηματοδότες, στους οποίους εργαζόταν η γυναίκα μου, και καταφέραμε να βγάλουμε λεφτά από την πρώτη ημέρα. Δεν φοβηθήκαμε να επενδύσουμε πολύ χρόνο σε πειράματα ώστε να βεβαιωθούμε ότι όλα τα προϊόντα ήταν καλά, και αποζημιωθήκαμε γι’ αυτό, διότι εξελίχθηκαν σε σημείο να θεωρηθούν ως η καλύτερη σειρά προϊόντων περιποίησης αυτοκινήτου στον κόσμο. Επίσης, στη συνέχεια εξέλιξα μια σειρά προϊόντων περιποίησης μοτοσυκλετών, ώστε να εμπλακώ ξανά με τη μοτοβιομηχανία. Είκοσι χρόνια μετά, την πούλησα στη Valvoline – και αυτό μου επέτρεψε να ασχοληθώ πάλι με την πρώτη μου αγάπη, τη μοτοσυκλέτα.

Ο Li εξακολούθησε να οδηγεί μηχανάκια τα χρόνια που ήταν στην Eagle One, καλύπτοντας συνολικά 10-15.000 μίλια στα ταξίδια του στην Αμερική και αργότερα στην Ευρώπη με μια σειρά από τουριστικά μοντέλα, συνήθως BMW K1200RS, Harley-Davidson Road King και Yamaha FJR1300, τα οποία βρίσκονται σήμερα στο γκαράζ του μαζί με τα τέσσερα πρωτότυπα Vincent. Στις αρχές τις δεκαετίας του ’90 σκεφτόμασταν τί μοτοσυκλέτα να αγοράσουμε, και ψάχναμε, ώσπου καταλήξαμε στην αγορά του πρώτου μας Harley-Davidson, ανέφερε ο Li. Θυμάμαι που ένας φίλος μου έλεγε, ‘Ξέρεις, δεν είναι ότι θέλουμε να αγοράσουμε μια Harley για την ιστορία που κουβαλάει – είναι το κοντινότερο σε αυτό που θέλουμε. Και αυτό που πραγματικά θέλουμε είναι ένα Vincent Black Shadow με καλά φρένα!’. Και είχε απόλυτο δίκαιο – αυτό που θέλαμε εμείς, αλλά και άλλοι αναβάτες σαν και εμάς, ήταν κάτι με μεγάλη κληρονομιά και παραδοσιακό σπορ χαρακτήρα, αλλά με σύγχρονη απόδοση. Τελικά αποχώρησα από την Eagle One, έχοντας τις βάσεις για να διευθύνω σωστά την κατασκευή μιας τέτοιας μοτοσυκλέτας – η οποία και πραγματοποιήθηκε!

Vincent, όπως Aston Martin

Εντάξει, αλλά γιατί συγκεκριμένα τη Vincent; Ήταν απλά η καλύτερη από τις παλιές μοτοσυκλέτες. Η γενιά μου ήταν αυτή που πρώτη αγόρασε ιαπωνικές μοτοσυκλέτες – είχα όμως και φίλους που οδηγούσαν Triumph και Harley Sportster. Υπήρχε έντονη αντιπαράθεση για το ποιος έχει το πιο γρήγορο, θυμάμαι όλες αυτές τις συζητήσεις που πάντοτε τελείωναν με το να λέει κάποιος ‘Οι μοτοσυκλέτες μας είναι όλες για πέταμα, το πιο γρήγορο δίτροχο είναι το Vincent Black Shadow’. Και είχαν δίκαιο, αλλά για να είμαι ειλικρινής πέρασαν πραγματικά πολλά χρόνια μέχρι να δω κάποιο – καλύπτονταν από ένα πέπλο μυστηρίου, ότι ήταν οι πιο κακές, ωμές, γρήγορες, ακριβές, αλλά και οι πιο σπάνιες μοτοσυκλέτες που είχαν ποτέ φτιαχτεί, και αυτό είναι που αποφάσισα να διορθώσω. Το βλέπω ως εξής: οι Harley είναι όπως οι Chevrolet με δύο ρόδες, η Indian είναι η Ford της μοτοσυκλέτας – το άλλο αμερικάνικο έμβλημα. Η Ducati είναι σαν την Alfa Romeo, η MV Agusta όπως η Ferrari, και οι BMW όπως… η BMW! Η Vincent είναι μια Aston Martin με δύο τροχούς, τόσο αγγλική, τόσο μοναδική, με απόδοση χωρίς συμβιβασμούς, ένα βήμα πάνω από την Triumph, που είναι αντίστοιχη της Jaguar. Το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν να αποκτήσω τα δικαιώματα τις Vincent, τα οποία για την Αγγλία ανήκαν στην οικογένεια Holder από το 1974.

Το ότι τα δικαιώματα της επωνυμίας στην Αμερική δεν ανήκαν σε κανέναν, δεν ήταν πρόβλημα; Ναι, δεν είχε συμβεί ποτέ ξανά, τουλάχιστον στην Αμερική, γι’ αυτό και ακολούθησα κατά γράμμα ό,τι αναφέρει ο νόμος σχετικά με τους τίτλους των εταιρειών. Ξεκινήσαμε το 1994, πουλώντας ρούχα με το λογότυπο της Vincent, για πρώτη φορά μέχρι τότε, και μέχρι το ’95 είχαμε αποκτήσει τα δικαιώματα της επωνυμίας της Vincent στην Αμερική, Γερμανία και Ιαπωνία. Για να είμαι ειλικρινής, δεν ήξερα για τον David Holder, ώσπου πολύ αργότερα μου έγραψε κάποιος από την Αγγλία, ήταν ο μόνος που έφτιαχνε ανταλλακτικά για τους κινητήρες της Vincent, τα οποία μάλιστα δεν είχαν πάνω το λογότυπό της, με αποτέλεσμα να μην τον βρούμε όταν κάναμε τις έρευνές μας. Του μίλησα και συμφωνήσαμε για τα σχέδιά μου για αναβίωση της Vincent, προσπαθήσαμε δε να κάνουμε οι ίδιοι κάποιο είδος συμφωνίας παρά να απευθυνθούμε σε δικηγόρους που κανείς τους δεν είναι καλός. Υπήρξαν αρκετοί δημοσιογράφοι που θέλησαν να υποκινήσουν κάποιο είδος διαμάχης γύρω από αυτό, αλλά απ’ όσο πληροφορήθηκα ο David Holder είναι πραγματικός κύριος και αγαπάει πραγματικά τη Vincent. Τώρα που γνωριστήκαμε, θα βρούμε έναν τρόπο να κάνουμε κάτι που στο χρόνο θα ωφελήσει και τους δυο μας. Έχω την ενεργή υποστήριξη της οικογένειας Vincent γι’ αυτό που κάνω: Ο Robin Vincent-Day, γαμπρός του Phil Vincent, ο οποίος συντηρεί με τη γυναίκα του Dee πολλά αγωνιστικά Vincent από τα δικά τους 1950 Rapid, έχει ήδη δηλώσει την υποστήριξή τους τόσο δημόσια όσο και σε μένα προσωπικά, και αυτό είναι πολύ σημαντικό.

Το υπερωκεάνιο που ρυμούλκησε ένα καραβάκι

Έχοντας αποκτήσει τα δικαιώματα του ονόματος της Vincent, το επόμενο βήμα ήταν η επιλογή του κινητήρα. Προφανώς έπρεπε να είναι ένα σύγχρονο V2, αλλά το κόστος για να εξελίξουμε δικό μας κινητήρα από το μηδέν ήταν αστρονομικό. Υπάρχουν άπειροι δρόμοι για να αποτύχεις και ελάχιστοι για να επιτύχεις. Κανείς δεν είναι τόσο ικανός στην κατασκευή κινητήρων όσο οι Ιάπωνες, αλλά δεν είναι εύκολο να πείσεις κάποιον από αυτούς να σε βοηθήσει, συν ότι φοβόμουν πως η επιλογή ενός ιαπωνικού κινητήρα για την αναβίωση της Vincent θα συνεπαγόταν έναν μεγάλο αριθμό αρνητικών συσχετισμών. Στο τέλος καταλήξαμε σε μια εξισορροπητική λύση, επιλέγοντας τον καταλληλότερο κινητήρα, που να είναι σήμα κατατεθέν στην αγορά. Ο κόσμος δεν πρόκειται ποτέ να μάθει πραγματικά πόση βοήθεια είχε η εταιρεία του John Bloor από την Kawasaki για να ξεκινήσει – αλλά σκέψου πόσο καθοριστικό ήταν αυτό για την αξιοπιστία των προϊόντων της….

Στο μεταξύ ο Li είχε ξεκινήσει συζητήσεις με τον Terry Prince, “γκουρού” στην ανακατασκευή των Vincent, και τον συνεργάτη του στην Αυστραλία. Αυτοί εξέλισσαν μια σύγχρονη έκδοση του παραδοσιακού αερόψυκτου V2 50ο στα 1.200cc, το οποίο αποκαλούσαν RTV, αλλά οι συζητήσεις ναυάγησαν όταν χρεοκόπησε η εταιρεία τους. “Ένα από τα μεγαλύτερα αρνητικά του RTV είναι ότι δεν θα μας επέτρεπε να δημιουργήσουμε σύγχρονες μοτοσυκλέτες, θα ήταν κάτι σαν δικύλινδρη εκδοχή του Enfield India. Προσπάθησα να έρθω σε επαφή με όλους τους κατασκευαστές, συμπεριλαμβανομένων της BMW και των ιταλικών εταιρειών, αλλά μόνο δύο από αυτούς απάντησαν, η Honda και η Kawasaki.

Ίσως να ξαφνιάστηκαν, αφού γενικά αποφεύγουν να προμηθεύουν με κινητήρες άλλες εταιρείες, όμως η Honda αποδείχτηκε η πιο θετική. Η διοίκηση της Honda στην Αμερική αντιλήφθηκε ακριβώς τί ήθελε να κάνει ο Li, κι αυτό αποδείχτηκε καταλυτικό για να πάρει έγκριση από την κεντρική διοίκηση της Honda στις αρχές του 2001, για την προμήθεια των δικύλινδρων κινητήρων από το SP1.

Από την πλευρά μου δεν μπορώ να κάνω κάτι που θα ωφελούσε τη Honda, πέρα από το να αγοράσω 5.000 κινητήρες, το οποίο γι’ αυτούς είναι μια σταγόνα στον ωκεανό. Είμαι απλώς ένα καραβάκι που έτυχε να βρίσκεται στην ίδια πορεία με ένα υπερωκεάνιο, και συμφώνησαν να μου πετάξουν ένα σχοινί για να με ρυμουλκήσουν. Αυτό που κίνησε το ενδιέφερε της Honda ήταν ότι μπορούσαμε δημιουργήσουμε κάτι αξιόλογο με τον κινητήρα της – ήθελαν ένα Vincent με Honda κινητήρα και όχι ένα Honda με το λογότυπο της Vincent.

Η Vincent είναι μια Aston Martin με δύο τροχούς, τόσο αγγλική, τόσο μοναδική, με απόδοση χωρίς συμβιβασμούς, ένα βήμα πάνω από την Triumph, που είναι αντίστοιχη της Jaguar

Το κλειδί της επιτυχίας ήταν η συμφωνία με τον Αμερικάνο σχεδιαστή James Parker, ο οποίος έγινε γνωστός από τον σχεδιασμό της εναλλακτικής μπροστινής ανάρτησης που χρησιμοποιήθηκε από τη Yamaha στο GTS 1000.

 

Vincent: Τα γνήσια superbikes

Η Vincent ιδρύθηκε το 1928 από τον Philip Vincent, απόφοιτο του πανεπιστημίου Cambridge, όταν αγόρασε την εταιρεία HRD με την οικονομική βοήθεια του αγρότη πατέρα του και έθεσε τις βάσεις για τον χαρακτηρισμό της ως της πρώτης εταιρείας που κατασκεύασε superbike. Οι σειρές των δικύλινδρων 1.000cc superbikes συνέχισαν να κατασκευάζονται –κάτω από ιδιόμορφες συνθήκες– επί δύο δεκαετίες μετά το 1936 (με μια διακοπή πέντε ετών κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου η Vincent αφιερώθηκε στην κατασκευή μη μοτοσυκλετιστικών, πολεμικών, προϊόντων), θέτοντας νέα δεδομένα στην απόδοση και τεχνολογική τελειότητα των μοτοσυκλετών, τέτοια που καμία άλλη εταιρεία στον κόσμο δεν μπορούσε να πετύχει.

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ατελείωτες νίκες σε αγώνες και ρεκόρ ταχύτητας τη δεκαετία μετά τον πόλεμο (1946-1956), αφότου ξανάρχισε η παραγωγή. Σε αυτές τις επιτυχίες περιλαμβάνεται και το παγκόσμιο ρεκόρ ταχύτητας μοτοσυκλέτας –με πάνω από 255 χ.α.ώ. τελική– που σημείωσε στο Bonneville ο Rollie Free το 1948 φορώντας μόνο το μαγιό του και έχοντας “ξαπλώσει” πάνω στο Vincent με τα πόδια να προεξέχουν από την ουρά του, προκειμένου να βελτιώσει την απόδοση! Σχεδιάστηκε το 1936 από τον ιδιοφυή Αυστραλό μηχανικό Phil Irving, και μόνο 78 από τα πρώτης έκδοσης δικύλινδρα V 50ο Vincent κατασκευάστηκαν πριν το ξέσπασμα του πολέμου, ανασχεδιάστηκαν όμως κατά τη διάρκειά του από τον ίδιο, ενώ η δεύτερη γενιά κυκλοφόρησε στη στάνταρ έκδοση Rapid το 1946, με το τίτλο της πιο γρήγορης και ασφαλούς μοτοσυκλέτας του κόσμου.

Με τη “γρήγορη” έκδοση του Black Shadow, και ιδιαίτερα το αγωνιστικό Black Lightning, τα Vincent απόκτησαν παγκοσμίου εμβέλειας φήμη, ως ορόσημο της μοτοσυκλετιστικής τελειότητας. Στη συνέχεια εξελίχθηκε η τρίτη έκδοση (που βγήκε στη αγορά το 1949) και τέλος η τέταρτη (το 1954), με συνολική παραγωγή 11.134 μοτοσυκλετών, που πουλήθηκαν σε όλο τον κόσμο από το 1946 και μετά –κάποια από αυτά ήταν full-fairing, όπως τα sport-touring Black Prince και Black Knight–, λίγο πριν σταματήσει η παραγωγή τους το 1955. Παρά την εισαγωγή μιας σειράς πρωτοποριακών τεχνολογικών λύσεων, που εξακολουθούν να εφαρμόζονται στις σύγχρονες μοτοσυκλέτες (όπως τα Cantilever αμορτισέρ, τα Girder καλάμια, ο high-cam κινητήρας, σχεδιασμένος για τη βελτίωση της παλινδρομικής κίνησης, αλλά και το μονοκόμματο πλαίσιο με χρήση του μοτέρ ως ενεργού τμήματός του, με αναρτώμενο κεντρικό δοχείο λαδιού), η εμμονή του Vincent στην ασυμβίβαστη κατασκευαστική και τεχνολογική ποιότητα κάθε άλλο παρά συνέβαλε στην κερδοφορία. Αλλά η αξία των προϊόντων της εταιρείας του υπογραμμίστηκε από τις επιτυχίες των Vincent, που συνέχισαν σε ανοιχτούς διαγωνισμούς μέχρι και τη δεκαετία του ’70, και τη θέση τους ως συλλεκτικών μοτοσυκλετών σήμερα, μισό αιώνα μετά. Όπως τα σύγχρονα δικύλινδρα της Ducati, πενήντα χρόνια πριν ένα Vincent έθεσε τα στάνταρ για τους υπόλοιπους: ήταν τo πρώτο πραγματικό superbike.

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

 

Κατασκευαστής / Μοντέλο:                Vincent / Black Lightning S

Κινητήρας:            Τετράχρονος, δικύλινδρος V 90o, υγρόψυκτος, 2EΕΚ, 4Β/Κ

Διάμετρος x Διαδρομή (mm):             100 x 63,6

Χωρητικότητα (cc):             999

Ανάφλεξη:             Ψηφιακή PGM FI

Τροφοδοσία:         Ψεκασμός

Σύστημα εξαγωγής:             2 σε 1 σε 2

Σύστημα εκκίνησης:            Μίζα

Τύπος συμπλέκτη:                Υγρός, πολύδισκος, υδραυλικός

Τελική μετάδοση: Κιβώτιο 6 σχέσεων, αλυσίδα

Πλαίσιο: Χυτό αλουμινένιο με τον κινητήρα ενεργό μέρος του

Μεταξόνιο (mm):  1.588

Γωνία κάστερ (ο): 25

Ίχνος (mm):           97

Βάρος κενή (kg):   185

Ρεζερβουάρ (l):      19

Ανάρτηση Εμπρός:               Ανεστραμμένο τηλεσκοπικό πιρούνι Showa 43mm

Ανάρτηση Πίσω:  Αμορτισέρ Fox Twin, τύπου Cantilever

Φρένο Εμπρός:      Δύο δίσκοι 320mm, δαγκάνες Brembo τεσσάρων εμβόλων

Φρένο Πίσω:         Δίσκος με δαγκάνα Brembo δύο εμβόλων

Τελική ταχύτητα (km/h):    270+

Greece Rally 2024: Αναγνώστης περιγράφει την εμπειρία συμμετοχής όπως την έζησε!

Ένα Honda CRF300 Rally σκαρφαλώνει στην κατάταξη του Greece Rally!
Greece Rally 2024: Αναγνώστης περιγράφει την εμπειρία συμμετοχής όπως την έζησε!
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

30/9/2024

Χωρίς εμπειρία από παρόμοια διοργάνωση και οποιοδήποτε άλλο Rally, ο αναγνώστης μας Χάρης Παπαγεωργίου μας στέλνει τις εντυπώσεις του από την συμμετοχή του στο μεγάλο αυτό Rally όπου συμμετείχαν μόλις 4 Έλληνες μέσα σε πάνω από 70 ξένους αναβάτες.

Καθημερινά είχαμε ανταπόκριση από αυτόν τον σημαντικό για την Ελλάδα πολυήμερο αγώνα, έναν από αυτούς που τοποθετούν την χώρα μας στον χάρτη αντίστοιχων εκδηλώσεων. Τώρα όμως έχει έρθει η ώρα να δούμε πώς ήταν από μέσα η όλη διαδικασία της συμμετοχής, οι δυσκολίες για έναν αναβάτη που θα ήθελε να πάρει μέρος και εκείνος στο μέλλον, καθώς και το μοίρασμα των διαδρομών και της απαιτητικότητας τους. Χωρίς να αλλάξουμε το παραμικρό από τα λεγόμενα του αναγνώστη μας, κείμενο του οποίου έχουμε φιλοξενήσει και στην έντυπη έκδοση, απολαύστε πώς είναι να παίρνεις μέρος στο Greece Rally:

 

Του Χάρη Παπαγεωργίου

Οι εντυπώσεις ενός καθημερινού μοτοσυκλετιστή από το GREECE RALLY 2024

Θα μου πείτε «καλά ρε φίλε, ποιος καθημερινός μοτοσυκλετιστής συμμετέχει σε rally;». Έλα τώρα, πες μου ότι ποτέ δεν έχεις φανταστεί τον εαυτό σου να τρέχει σε πίστα και να παίρνει την εσωτερική στον Μάρκο; ή να προσπερνάει σούζα τον Τόμπι κάπου στους αμμόλοφους; Έτσι κι εγώ, μόνο που μια μέρα πήρα την απόφαση να το δοκιμάσω. Ήταν μερικά χρόνια πριν που είπα να κάνω την καινούρια μου Africa Twin λίγο πιο rally και ζήτησα από τον Doc να τρέξω μια διαδρομή στο Greece Rally και πήρα την αποστομωτική απάντηση «πας καλά;» εννοώντας ότι ρε φίλε δεν είσαι ο Pol Tarres. Ένα χρόνο αργότερα πήρα το καινούριο μου CRF300Rally, που μόνο Rally δεν είναι έτσι όπως έρχεται από την Ταϊλάνδη, και μου έδωσε το πράσινο φως να δοκιμάσω τον πρόλογο του Greece Rally 2022 στην Βέροια. Το αποτέλεσμα ήταν πολύ καλύτερο από τις προσδοκίες μου, δεδομένου ότι κατάφερα να τελειώσω κάπου στην μέση της κατάταξης με ένα μοτοσυκλετάκι μαμά, μπροστά από καθαρόαιμα. Ήταν λοιπόν να μην γίνει η αρχή, το CRF ξεκίνησε εντατική δίαιτα, του φορέθηκαν σωστές αναρτήσεις και ελαστικά και ήταν έτοιμο να πάρει εκκίνηση στο περσινό Greece Rally, περισσότερο σαν ένα στοίχημα με τον εαυτό μου ότι ακόμη και με αυτό θα μπορούσα να περάσω καλά και να τελειώσω έναν πολυήμερο εξαντλητικό αγώνα. Να μην τα πολυλογώ, ένας Σέρβος είχε διαφορετική άποψη και κάνοντας αναστροφή πάνω σε διπλή γραμμή με έκανε Νίντζα μετά από στενή επαφή τρίτου τύπου με την πόρτα του Βολκσβάγκεν του, οπότε η συμμετοχή μου πήρε ένα χρόνο παράταση. Και ήρθε το σωτήριον έτος 2024 με τα Ιωάννινα να είναι ουσιαστικά το πρώτο μέρος που θα γινόταν το όνειρο μου πραγματικότητα και θα συμμετείχα σε όλο το Greece Rally 2024 στην κατηγορία Rally Challenge, που απευθύνεται σε αναβάτες χωρίς αγωνιστική άδεια. 

Greece Rally 2024: Αναγνώστης περιγράφει την εμπειρία συμμετοχής όπως την έζησε!

Αν το Μιτσικέλι, η Πίνδος, τα Τζουμέρκα σας λένε κάτι, τότε πιστέψτε με, το Greece Rally 2024 ήταν άλλη μια εξαίρεση στον κανόνα ότι η τρέλα δεν πάει στα βουνά. Πάει και πάρα πάει, γιατί εκτός από μένα στην γραμμή της εκκίνησης βρέθηκαν πολλοί ακόμη με μοτοσυκλέτες που όταν τις σχεδίαζαν, ποτέ δεν υπολόγιζαν ότι μια μέρα κάποιος θα τις τρέξει σε rally, π.χ. BMW R1250GS, KTM 1290Super Adventure, Yamaha Tenere 700, αλλά επίσης και ένα F900GS με το οποίο έτρεξε ο δικός μας Βασίλης Μπούδρος και ένα Royal Enfield Himalayan 450 με τον Χρήστο Πελούση, όπως έχετε ήδη ενημερωθεί από τις σελίδες του περιοδικού. Να κι εγώ δίπλα τους με την ταπεινή Ταϊλανδεζα μου και φανερά στρεσαρισμένος όταν έβλεπα όλες τις προετοιμασίες των υπόλοιπων αγωνιζομένων και των μηχανικών τους, ενώ εγώ είχα μια τσάντα με τον εξοπλισμό μου κι ένα κασελάκι με κάτι εργαλεία, φίλτρα, λάδια, κλπ., έτσι για να υπάρχουν. Εδώ επίσης να τονίσω ότι ήμουν ο μοναδικός με Honda στην εκκίνηση κι ένιωθα ένα άγχος ότι πρέπει να κρατήσουμε ψηλά το ανάστημά μας απέναντι σε όλα αυτά τα KTM, Husqvarna, Gasgas και καναδυό ευρωπαϊκά ακόμη.

Royal Enfield Himalayan 450 - Το πρώτο που θα τρέξει σε αγώνα FIM είναι "ελληνικό"!

Πρώτη μέρα και ο πρόλογος είναι μια μικρή διαδρομή 35χλμ πίσω από το Μιτσικέλι. Στο χάρτη φαίνεται παιχνιδάκι κι έτσι μου φαίνεται στην αρχή, σαν μια χαλαρή βόλτα σε χωματόδρομο. Τουλάχιστον μέχρι ο δρόμος να κατέβει στο ποτάμι και να αρχίσει το πανηγύρι. Ξέρω, οι περισσότεροι εντουράδες θα γελάνε αλλά εγώ σαν απλός καθημερινός μοτοσικλετιστής έχω ένα θέμα με τα περάσματα μέσα από θολά λασπωμένα νερά και πελώριες γλιστερές κροκάλες και βράχους.

Greece Rally 2024: Αναγνώστης περιγράφει την εμπειρία συμμετοχής όπως την έζησε!

Φυσικά και κόλλησα στο ίδιο σημείο που ένας ολλανδός πριν από μένα είχε κολλήσει με το Super Adventure και όσο και να έλεγα μέσα μου «μην πας από κει, μην πας από κει» τελικά εκεί πήγα. Κι αν δεν ήταν ο Ντέιβ, άλλος ένας πάνω από 2 μέτρα μπόι ολλανδός για να αρπάξει με το ένα χέρι το CRF από το πιρούνι και να το βγάλει από την γούρνα, ακόμη εκεί θα ήμουν. Φυσικά και κατέληξα δεύτερος …από το τέλος στην κατηγορία μου και το ηθικό μου να έχει πάει περίπατο.

Greece Rally 2024, 7η μέρα, επίλογος - 4ος στην τελική κατάταξη, και 1ος στα δικύλινδρα ο Βασίλης Μπούδρος με το F 900 GS!

Τη δεύτερη μέρα τέλειωσαν τα παιχνίδια. Η ειδική διαδρομή των 240 χλμ. μέσα από τα βουνά της Πίνδου, περνούσε από μέρη που έχετε διαβάσει σε MEGA TEST στο MOTO, όπως το Ανήλιο, η Μηλιά, το Μικρολίβαδο, η Βοβούσα και είχε στο μενού λάσπη, πολλή λάσπη. Κι εκεί που κάπως εξοικειώθηκα με τα ατελείωτα γλιστρήματα, είδα ένα κράνος στην άκρη του δρόμου, βασικά στην άκρη της λάσπης, και λίγο παρακάτω άλλος ολλανδός με το 1250GS ξάπλα να έχει κρεμάσει τον μπροστινό τροχό από το γκρέμνι και να αντιστέκεται στη βαρύτητα μόνο και μόνο επειδή ο δεξιός κύλινδρος είχε ρίξει θεμέλια μισό μέτρο μέσα στη λάσπη. Συνέχισα να πάω να φωνάξω τον Ντέιβ κι άλλους δυο-τρεις, αν κι εγώ περίμενα ότι θα χρειαστεί γερανό για να βγει από εκεί. Με τα πολλά, τελείωσα 6ος, αλλά πιστεύω ότι περισσότερο ήταν από τύχη. Α, και φυσικά έφαγα και την πρώτη μου σαβούρδα, όχι στη λάσπη αλλά περνώντας από ένα ρυάκι με κροκάλες, που νόμιζα ότι έχω 3η και πήγα να κατεβάσω, αλλά ήταν 2α, μπήκε η νεκρά, κι έμεινα ξεκρέμαστος και σταματημένος να ψάχνω πάτημα, που φυσικά δεν βρήκα και ξαπλώσαμε λίγο να ξαποστάσουμε με το CRF. Ο δεξής μου ώμος βέβαια θα προτιμούσε να ξάπλωνα πιο χαλαρά.

https://www.motomag.gr/news/ypoloipa-protathlimata/greece-rally-2024-7i-mera-epilogos-4os-stin-teliki-katataxi-kai-1os-sta

Η τρίτη μέρα θα ήταν υποτίθεται πιο χαλαρή γιατί οι δυο ειδικές διαδρομές ήταν μόνο από 133 και 42 χλμ., αλλά μαζί με τις συνδετικές έφταναν τα 294. Θα ήταν και η πρώτη μέρα του marathon stage, που σημαίνει ότι θα περνούσαμε από Βοβούσα, Περιβόλι, Αβδέλλα, Βασιλίτσα, Πρόσβορο για να καταλήξουμε κοντά στο Δοτσικό, από εκεί συνδετική μέσω του χωριού μου, της Χρυσαυγής Βοίου, στάση στην πλατεία για να ξαποστάσω κάτω από τον πλάτανο και να χαιρετήσω τους λιγοστούς συγχωριανούς, πέντε είδα όλους κι όλους. Μετά συνεχίσαμε προς Γρεβενά για να μπούμε στον Βενετικό ποταμό, να ξαναβγούμε, να ξαναμπούμε, και κάποια στιγμή να τελειώσει ο εφιάλτης με τις κροκάλες, τα νερά, την άμμο και τις πέτρες κάτω από τα Μετέωρα. Διανυκτέρευση σε ξενοδοχείο της Καλαμπάκας που είχε αρκετά αστέρια και μας κοιτούσαν όλους παράξενα με τη λασπούρα και τη σκόνη από την κορφή ως τα νύχια. Τελείωσα την ημέρα στην 7η θέση, και διατήρησα την 6η θέση γενικής, που θα ήταν 4η αν δεν έτρωγα 1 ώρα και 28 λεπτά ποινή για …τρέξιμο. Ναι, λοιπόν, αυτό είναι κάτι που δεν ήξερα, μπορείς να φας ποινή αν έχεις τα όρια ταχύτητας γραμμένα στις λασπωμένες μπότες σου, ακόμα και σε rally! Α, και να μην ξεχάσω, ο οδοντογιατρός μου στέλνει ένα μεγάλο ευχαριστώ στον Doc για το τελευταίο ανηφορικό (βλ. σχεδόν κάθετο) κομμάτι με τα baby heads κάτω από τα Μετέωρα, δεν έμεινε ούτε ένα σφράγισμα στη θέση του.

Greece Rally 2024: Αναγνώστης περιγράφει την εμπειρία συμμετοχής όπως την έζησε!

Η δεύτερη μέρα του marathon stage και τέταρτη συνολικά, θα ήτανε μια χαλαρή διαδρομή είπε ο Doc, αλλά μάλλον κάνεις δεν τον πίστευε πλέον. Με 165 χλμ. ειδικής που θα περνούσε από τον Κόζιακα, μέσω Κρανιάς, Μηλιάς, Κατάφυτου, κάπου εκεί κουράστηκε η Ταϊλανδέζα και μου είπε εγώ θα την πέσω εδώ στις λάσπες να κοιμηθώ, θες να ξαπλώσεις μαζί μου; Αμ δε! Κατάφερα να μείνω στα πόδια μου αλλά για να την σηκώσω μέσα στη λάσπη με υφή μερέντας δεινοπάθησα! Μετά θα ανεβαίναμε πάνω στον Μπάρο, που δεν περίμενα να κάνω ποτέ το πάσο με αυτή τη μοτοσυκλέτα και με τα όρια ταχύτητας στο νου μου, και θα καταλήγαμε στο Συρράκο. Εκεί έκανα το λάθος να φάω μια μπριζόλα κι ένα σαγανάκι αντί για τις μπάρες δημητριακών και πρωτεϊνών, και μετά στροφιλίκι, χαλίκι, άσφαλτος, κι άλλο στροφιλίκι, για να γυρίσουμε στη βάση μας στα Γιάννενα. Έπεσα στην 9η θέση, με αντίστοιχη πτώση μια θέση στην 7η γενικής, γιατί η κούραση είχε αρχίσει να κάνει έντονη την παρουσία της, αλλά τουλάχιστον δεν έφαγα ποινή για υπερβολική ταχύτητα.

Την πέμπτη μέρα μας περίμεναν δυο ειδικές διαδρομές, η πρώτη 93 χλμ. μέσω Ζαλόγγου και χωρίς να χρειαστεί να χορέψουμε τον διάσημο χορό μας έφερε στην Ηγουμενίτσα. Εκεί θα είχαμε μιάμιση ώρα για να φτάσουμε στην αρχή της δεύτερης ειδικής διαδρομής 17 χλμ. παραλιακά στα Πλατάρια. Είχα πάρει μαζί μου και μαγιό, γιατί έβγαλε και λίγο ζέστη, και σκεφτόμουν να κάνω μια βουτιά στη θάλασσα, αλλά όταν σκέφτηκα το βάλε - βγάλε όλου του εξοπλισμού, άλλαξα γνώμη. Μας περίμενε και η επιστροφή μέσω ειδικής 102 χλμ. και είπα καλυτέρα να γυρίσω και να κάνω βουτιά στην πισίνα του ξενοδοχείου στα Γιάννενα. Και καθώς είχα εξοικειωθεί με τα όρια ταχύτητας και οι διαδρομές ήταν σχετικά ανοιχτές, κατάφερα όχι μόνο να μην φάω ποινή αλλά και να κερδίσω δυο θέσεις τελειώνοντας 7ος και να ανεβώ στη 6η θέση γενικής στην Rally Challenge.

Greece Rally 2024: Αναγνώστης περιγράφει την εμπειρία συμμετοχής όπως την έζησε!

Επίσης, κατάφερα να φάω άλλη μια σαβούρδα, ίδια κατάσταση με την προηγουμένη να μείνω ξεκρέμαστος με νεκρά σε ανηφορική φουρκέτα με κάτι κοτρόνες να, και φυσικά να πέσω πάλι πάνω στον δεξί μου ώμο.

Η έκτη και προτελευταία ημέρα του rally θα μας πήγαινε μια βόλτα προς Δωδώνη. Τα 132 χλμ. της ειδικής θα ξεκινούσαν από την Ολυμπιάδα και θα μας περνούσαν από Βαγενίτη, Λυκόστανη, Άγιο Χριστόφορο, Χινκά, Κουμαριά, μετά θα ανεβαίναμε ψηλά πάνω από τη Δωδώνη και με καταπληκτική θεά στο αρχαίο θέατρο θα κατηφορίζαμε προς το Μαντείο, για να επιστρέψουμε μέσω Καστανιανής και Λύγγου στην Πεδινή για το τέλος της ειδικής κι από εκεί στα Ιωάννινα. Το πρωί είχα μια αδιαθεσία από το στομάχι και ένα μήνυμα από το σπίτι ακριβώς την ώρα της εκκίνησης, ότι η Μάρα η σκυλίτσα μου είναι κι αυτή αδιάθετη, δεν βοήθησε την κατάσταση. Αποτέλεσμα να μην μπορώ να συγκεντρωθώ, να μην μπορώ να βρω τον ρυθμό μου, να φάω άλλα 11 λεπτά ποινή για ταχύτητα εκεί που δεν πρέπει και να καταλήξω την ημέρα στην 9η θέση. Ευτυχώς η διαφορά πλέον από τον επόμενο είχε φτάσει σχεδόν 2 ώρες οπότε παρέμεινα  6ος overall.

Greece Rally 2024: Αναγνώστης περιγράφει την εμπειρία συμμετοχής όπως την έζησε!

Έφτασε λοιπόν η έβδομη και τελευταία ημέρα του αγώνα, με 110 χλμ. ειδικής στο Ζαγόρι. Η κούραση και ο πόνος πλέον ήταν στο μενού από το πρωί, αυτή τη φορά είχαμε και ποτάμι, το ίδιο με την πρώτη μέρα αλλά από την αντίθετη κατεύθυνση. Ήξερα ότι αυτό θα με καθυστερούσε, οπότε το πήρα χαλαρά και είπα να απολαύσω τη διαδρομή, έτσι κι αλλιώς, ο στόχος μου ήταν πλέον να τερματίσω, κι όχι να κυνηγήσω κάποια καλύτερη θέση στην κατάταξη. Ήδη στο ποτάμι κατάφερα να φτάσω πολλούς που είτε κόλλησαν είτε έπνιξαν τις μοτοσυκλέτες τους, και μετά σκαρφαλώνοντας προς το Σκαμνέλι μέσω Γυφτόκαμπου, με έναν ψιλοτουριστικό ρυθμό απολάμβανα την επιβλητική θεά από τα σχεδόν 2000 μέτρα υψόμετρο και με τις κορυφές να υψώνονται άλλο μισό χιλιόμετρο πάνω από το κεφάλι μας. Κάπου εκεί πήραμε την κατηφόρα προς το πανέμορφο και γραφικό Τσεπέλοβο, όπου και τέλειωσε η χρονομετρημένη ειδική διαδρομή.

Αυτή την φορά δεν έκανα το ίδιο λάθος και άφησα τους άλλους να απολαμβάνουν τα ψητά τους κι εγώ συνέχισα γιατί ήμουν σίγουρος πως ο Doc θα μας είχε ακόμη μερικές εκπλήξεις στη διαδρομή της επιστροφής. Και όντως, πρώτα έπρεπε να κατέβουμε κάτι κακοτράχαλους «δρόμους» κομμένους από ρυάκια και χαντάκια, μετά να ξανανέβουμε στα σχεδόν 1500 μέτρα πάνω από τα Γιάννενα, σε ένα μέρος που πάνε και πετάνε paragliding, για να κατέβουμε ένα φαρδύ μονοπάτι σχεδόν ευθεία κάτω, στρωμένο με κάνα μέτρο σαθρή κοτρόνα, που ήθελε πολύ προσοχή, γιατί ο γκρεμός καραδοκούσε, και paragliding με μοτοσυκλέτα και χωρίς φτερό δεν λέει. Περιττό να σας πω ότι πετούσα από την χαρά μου όταν πάτησα άσφαλτο λίγο παραδίπλα από την λίμνη. Όταν έφτασα πλέον στο bivouac, απλά πέταξα από πάνω μου κράνος κι εξοπλισμό, άρπαξα μια κρύα βαρελίσια μπύρα και βούτηξα στην πιο κρύα πισίνα. Ότι έφτασα 8ος εκείνη τη στιγμή ουδόλως με ενδιέφερε.

Δεν μπορώ να περιγράψω την χαρά μου ότι κατάφερα να φτάσω ως τον τερματισμό! Το μικρό Honda, μπορεί να κούρασε με το έξτρα βάρος σε σύγκριση με τα καθαρόαιμα και τις rally μοτοσυκλέτες, μπορεί τις αναρτήσεις να μην κατάφερα ακόμη να τις ρυθμίσω για να μου ταιριάζουν γάντι, μπορεί να μην έχει τη δύναμη ούτε από τα μεγάλα adventure bikes αλλά ούτε καν από τα ποιο μικρά εντουράκια, παρόλα αυτά με έβγαλε ασπροπρόσωπο και με έφερε στο τέλος του Greece Rally μπροστά από κάτι KTM EXC 350, Husqvarna TE 350 και FE 501, Gas Gas EC 500, και φυσικά BMW R1250GS και KTM 1290 Adventure R, στην ανέλπιστη 5η θέση της κατηγορίας Rally Challenge!

​  Greece Rally 2024: Αναγνώστης περιγράφει την εμπειρία συμμετοχής όπως την έζησε!

Με ρωτάτε αν θα το ξανάκανα; Εννοείται, τι ερώτηση είναι τώρα αυτή. Αφήστε με μια βδομάδα να κοιμηθώ και ξαναπάω! Απλά αφού κέρδισα το στοίχημα με τον εαυτό μου και με όλους αυτούς που κοιτούσαν με μισό μάτι το CRF 300 Rally, θέλω την επόμενη φορά να αγωνιστώ με μια κανονική off-road μοτοσυκλέτα, όχι τόσο για το κυνήγι μιας καλύτερης θέσης, αλλά πιστεύω ότι θα είναι ακόμη μεγαλύτερη απόλαυση σε συνδυασμό με πολύ λιγότερη κούραση.

Με ρωτάτε αν θα μπορούσατε να το κάνετε κι εσείς; Φυσικά, κι εγώ είμαι το παράδειγμα προς μίμηση. Θα χαιρόμουν πολύ αν στο επόμενο Greece Rally 2025 ήμασταν πολλοί περισσότεροι Έλληνες αναβάτες από τους μόλις 4 στο σύνολο των 70 συμμετοχών που ήμασταν φέτος. Ναι, θέλει προπόνηση και ναι, θέλει λεφτά, πολλά λεφτά, γιατί ο μηχανοκίνητος αθλητισμός είναι ακριβός, παιδιά! Αλλά όρεξη να έχουμε και όλα τα αλλά βρίσκονται.

Κλείνοντας, τα θερμά μου συγχαρητήρια στο νικητή του αγώνα Roberto Barbieri με Husqvarna FE 501, και φυσικά στους δικούς μας Βασίλη Μπούρδο που έφερε το BMW F900GS στην 4η θέση γενικής και 1η στην κατηγορία του, στον Χρήστο Πελούση με το Royal Enfield Himalayan 450 για την 22η θέση, και στον Νίκο Βενετικίδη με το KTM EXC 300 που πήρε την 3η θεση στην Rally Challenge, αλλά και σε όλους που συμμετείχαν στον αγώνα, όπως επίσης και σε όλη την Ομάδα Εκτός Δρόμου για την εξαιρετική διοργάνωση του Greece Rally 2024. Ραντεβού του χρόνου στις Σέρρες!