Τα μεγέθη της αγοράς ελαστικών μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα

Οι εισαγωγές των μεγάλων εταιριών ελαστικών
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

5/10/2017

Το βλέπουμε σε μοτοσυκλέτες φίλων, στους δρόμους των πόλεων, γενικά στην καθημερινότητά μας. Με κυρίαρχο αίτιο την οικονομική κρίση, οι μοτοσυκλέτες στην Ελλάδα δεν αλλάζουν συχνά ελαστικά. Με πρόσθετο μπόνους το γεγονός ότι οι δρόμοι μας δεν φθείρουν τα ελαστικά με τον ρυθμό που συμβαίνει στην υπόλοιπη Ευρώπη, εξαιτίας της μειωμένης πρόσφυσης, τα ελαστικά στην Ελλάδα γράφουν πολλαπλάσια χιλιόμετρα από αυτό που ο κατασκευαστής θεωρεί ως μεσοδιάστημα ζωής. Για να ξεκαθαρίσουμε κάτι από την αρχή, κι εμείς αυτό κάνουμε. Στις μοτοσυκλέτες, τα παπιά και τα σκούτερ που έχουμε στην κατοχή μας για καθημερινές μετακινήσεις, τα ελαστικά χρησιμοποιούνται μέχρι το όριο της ζωής τους, πέρα από το σημείο που η απόδοσή τους παραμένει αντίστοιχη με εκείνη που είχαν όταν ήταν καινούρια. Φυσικά αυτό δεν αφορά τις μοτοσυκλέτες προς δοκιμή. Στην χώρα μας τα διαστήματα αλλαγής ελαστικών είναι μεγαλύτερα από τα αντίστοιχα στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης.

Αυτή είναι σε ένα βαθμό η γενική εικόνα περί χρήσης. Στην Ελλάδα όμως η αγορά ελαστικών παραμένει υπολογίσιμη, γιατί ακόμα και με καθυστέρηση - ακόμα και με παράταση της καθυστέρησης στην περίοδο της κρίσης - τα ελαστικά κάποια στιγμή αναγκαστικά θα αλλαχθούν. Αναζητήσαμε τα μεγέθη των εισαγωγών από την ευρωπαϊκή επιτροπή διαφάνειας, και συγκεντρώσαμε τα νούμερα των πωλήσεων ανά κατηγορία.

Σκοπός είναι να έχουμε όλοι μας, μία κοινή γενική εικόνα για το μέγεθος αυτής της αγοράς, που δίνει έτσι κι ένα στατιστικό στοιχείο για την χρήση των ελαστικών στην χώρα μας.

Ας δούμε τα σύνολα πωλήσεων ανά οικογένεια ελαστικών για το πρώτο εξάμηνο φέτος και με άμεση σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα πέρσι

 
Πρώτο εξάμηνο του έτους
 
2016
2017
Σπορ ελαστικά δρόμου καθώς και αγωνιστικά/slick
(ενδεικτικά: GPracer/Qualifier2/Sportsmart2MAX – PowerCup EVO/Power RS – R10Evo/S21 – Racetek K2/RR – V2SuperCorsa/RossoCorsa κτλ
Σύνολο 18.400
(795 slick και ελαστικά αγωνιστικής χρήσης)
Σύνολο 17.937
(1.192 slick και ελαστικά αγωνιστικής χρήσης
Ελαστικά δρόμου
(Roadsmart 1&2&3 / Pilot 3&4 / GP21-23/ T30 – AngelGT κτλ)
καθώς και για μεσαίες κατηγορίες παπιά κτλ αλλά και cruiser μοτοσυκλέτες
Σύνολο 108.823
(95.626: παπιά και μικρές διαστάσεις / 7.526 Radial ελαστικά δρόμου / 1.900 cruiser&custom)
Σύνολο 108.161
(97.638: παπιά και μικρές διαστάσεις/ 6.620 Radial ελαστικά δρόμου / 2.180 cruiser&custom)
On-Off ελαστικά
Σύνολο 20.522
(Radial 10.756: Trailsmart / Anakee / A40 / Tourance / Scorpiontrail κτλ)
Σύνολο 20.398
(Radial 9.989: Trailsmart / Anakee / A40 / Tourance / Scorpiontrail κτλ)
Ελαστικά Enduro/Motocross/Οικολογικά
Σύνολο 5.924
Σύνολο 5.221
Scooter ελαστικά
Σύνολο 73.823
Σύνολο 70.180
Σύνολο εξαμήνου
227.492
221.897
 
Σύνολο πωλήσεων προηγούμενων ετών
 
2015
2016
Σπορ ελαστικά δρόμου καθώς και αγωνιστικά/slick
(ενδεικτικά: GPracer/Qualifier2/Sportsmart2MAX – PowerCup EVO/Power RS – R10Evo/S21 – Racetek K2/RR – V2SuperCorsa/RossoCorsa κτλ
Σύνολο 22.520
(827 slick και ελαστικά αγωνιστικής χρήσης)
Σύνολο 28.362
(1.197 slick και ελαστικά αγωνιστικής χρήσης
Ελαστικά δρόμου
(Roadsmart 1&2&3 / Pilot 3&4 / GP21-23/ T30 – AngelGT κτλ)
καθώς και για μεσαίες κατηγορίες παπιά κτλ αλλά και cruiser μοτοσυκλέτες
Σύνολο 166.4
(153.168: παπιά και μικρές διαστάσεις / 10.729 Radial ελαστικά δρόμου / 2.521 cruiser&custom)
Σύνολο 177.593
(162.089: παπιά και μικρές διαστάσεις/ 12.383 Radial ελαστικά δρόμου / 3.081 cruiser&custom)
On-Off ελαστικά
Σύνολο 38.035
(Radial 18.414: Trailsmart / Anakee / A40 / Tourance / Scorpiontrail κτλ)
Σύνολο 38.048
(Radial 18.298: Trailsmart / Anakee / A40 / Tourance / Scorpiontrail κτλ)
Ελαστικά Enduro/Motocross/Οικολογικά
Σύνολο 8.660
Σύνολο 10.244
Scooter ελαστικά
Σύνολο 101.830
Σύνολο 126.965
Σύνολο έτους
337.463
381.172

 

Τι μας δείχνουν τα παραπάνω νούμερα;

Η αγορά ελαστικών στην Ελλάδα οδεύει με μία σχετική ομαλότητα, έχει σταθεροποιηθεί στο νέο επίπεδο της οικονομικής κρίσης και κινείται χρόνο με το χρόνο με οριακή βελτίωση. Αυτό το συμπέρασμα απαιτεί μία σύντομη εξήγηση, γιατί από τους παραπάνω πίνακες, διαφαίνεται πτώση το πρώτο εξάμηνο του ’17 και ικανοποιητική άνοδος το ’16. Η άνοδος του ’16 είναι μικρότερη από τις σχεδόν 50.000 ελαστικά που φαίνεται να αυξήθηκε συγκριτικά με το ’15 γιατί τα στοιχεία αφορούν τις εισαγωγές και όχι τις πωλήσεις. Επίσης το πρώτο εξάμηνο του ’17 κινήθηκε με ρυθμό μικρότερο από το αντίστοιχο πέρσι, όπως άλλωστε και το σύνολο της αγοράς μοτοσυκλέτας, αξεσουάρ κτλ.. Όπως όλα δείχνουν όμως αυτούς τους μήνες ανακάμπτει και η χρονιά φέτος θα κλείσει με θετικό πρόσημο, ελάχιστα πάνω από το προηγούμενο έτος.

η αγορά ελαστικών μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα κινείται ανάμεσα στις 335.000 και 340.000 μονάδες ελαστικών

Μία εκτίμηση, με βάση εμπειρικά στοιχεία και δεδομένα πωλήσεων, είναι πως η αγορά ελαστικών μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα, κινείται ανάμεσα στις 335.000 και 340.000 μονάδες ελαστικών, στο σύνολό της. Από τα παραπάνω νούμερα φαίνεται πως τα παπιά και οι μικρές διαστάσεις διαμορφώνουν ένα ποσοστό που κυμαίνεται με σχετική σταθερότητα από 44% έως 45,5% ένα εντυπωσιακό νούμερο που όμως είναι και λογικό για τα δικά μας δεδομένα. Το δεύτερο εντυπωσιακό νούμερο, είναι το σύνολο των σκούτερ ελαστικών που αντιπροσωπεύουν το 30 με 31% των συνολικών πωλήσεων.

Παπιά και σκούτερ λοιπόν αποτυπώνουν σχεδόν το 75% των πωλήσεων ελαστικών στην χώρα μας με τα ελαστικά δρόμου και τα on-off να κατέχουν από 8% έως 9% - η κάθε οικογένεια στο σύνολό της. Ως μέγεθος αγοράς έχουμε ένα καλό νούμερο, για μία σχετικά μικρή χώρα και με το δεδομένο της οικονομικής κρίσης. Ωστόσο περίπου το 45% των πωλήσεων γίνεται με ελαστικά που στην υπόλοιπη Ευρώπη έχουν μικρή κατανάλωση.

Ελάστικά για παπιά και σκούτερ, αντιπροσωπεύουν το 75% των συνολικών πωλήσεων ελαστικών

Η παραπάνω εικόνα μπορεί να είναι μονάχα γενική, να αποτελεί μία βάση, μία σκιαγράφηση της πραγματικότητας. Κι αυτό γιατί τα στοιχεία αφορούν τις εισαγωγές των μεγάλων επώνυμων εταιριών. Τις πωλήσεις κάθε μαγαζιού ελαστικών στην Ελλάδα δεν τις γνωρίζει ούτε η εφορία…

Επίσης δεν περιλαμβάνονται οι μικρότερες εταιρίες που δεν ελέγχονται από τις ευρωπαϊκές επιτροπές, ούτε οι αυτόνομες, μεμονωμένες εισαγωγές από γειτονικές χώρες. Για παράδειγμα κάποια ελαστικά που έχουν καταγραφεί στις πωλήσεις τις Ιταλίας, αφορούν στην πράξη έμπορους στην Ελλάδα που τα εισήγαγαν μόνοι τους. Το μεγαλύτερο όμως σύνολο πωλήσεων, περιλαμβάνεται στα παραπάνω στοιχεία, από την στιγμή που οι μεγάλες εταιρίες ελαστικών συγκεντρώνουν ένα σύνολο πωλήσεων ελάχιστα πιο κάτω από αυτό που υπολογίζεται συνολικά για την χώρα. Είναι λοιπόν μία καλή βάση, για να αποτυπωθεί το μέγεθος της ελληνικής αγοράς.

Η γένεση της αξιόπιστης ιαπωνικής πολυπλοκότητας

Με το πλεονέκτημα της επιλεκτικής "αντιγραφής"
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

25/7/2022

Από το 1900 τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες είχαν ξεπεράσει το στάδιο της “πατέντας” και του “πρωτότυπου” και είχαν γίνει πλέον “βιομηχανικά προϊόντα”. Έως το 1940 οι μηχανολόγοι είχαν ανακαλύψει και είχαν δοκιμάσει τα πάντα σε ό,τι είχε σχέση με τους κινητήρες εσωτερικής καύσης. ΤΑ ΠΑΝΤΑ.

Υπερσυμπιεστές, ψεκασμοί, δεσμοδρομικά συστήματα κίνησης βαλβίδων, υγρόψυκτοι δίχρονοι, δίχρονοι με υπερσυμπιεστή, τετραβάλβιδοι θάλαμοι καύσης, εκκεντροφόροι επικεφαλής, ξηρά κάρτερ, κράματα μαγνησίου και αλουμινίου, ηλεκτρικά αυτοκίνητα, τετρακύλινδρες εν σειρά μοτοσυκλέτες, V12 και V16 αυτοκίνητα, αυτοφερόμενα πλαίσια monocoque, αναρτήσεις μοχλισμού, υδραυλικά αμορτισέρ, υδραυλικά φρένα, περιστροφικά αμορτισέρ… You name it!

 

Τετρακύλινδρη εν σειρά του 1912

Οποιαδήποτε μοτοσυκλέτα και αυτοκίνητο έχει κατασκευαστεί μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έχει “αντιγράψει” μία ή περισσότερες τεχνολογικές λύσεις που ήδη υπήρχαν από το 1930 (οι περισσότερες από αυτές από το 1915). Οπότε όποιος κατηγορεί οποιονδήποτε για αντιγραφή βλέπει τον κόσμο μέσα από την κλειδαρότρυπα του δωματίου του, διότι στην πραγματικότητα θα πρέπει να χρησιμοποιούμε τον όρο “επιλογή” και όχι “αντιγραφή”.

 

Μέχρι το 1950 που οι Αμερικάνοι και οι Ρώσοι άρχισαν να χρησιμοποιούν μαζικά την τεχνολογία των κινητήρων Jet και των πυραύλων που είχαν πάρει από τους Ναζί, ξεκινώντας τον σκληρό ανταγωνισμό τους για την κατάκτηση του διαστήματος, τα μαχητικά αεροπλάνα χρησιμοποιούσαν κινητήρες εσωτερικής καύσης με έμβολα. Διαθέτοντας άφθονο χρήμα και τους καλύτερους μηχανολόγους του κόσμου, οι πολεμικοί αεροπορικοί κινητήρες της κάθε χώρας αποτελούσαν την τεχνολογική αφρόκρεμα, καθώς η απόδοση και η αξιοπιστία τους έκρινε το αποτέλεσμα της μάχης. Την ίδια στιγμή, τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες απευθύνονταν αποκλειστικά στους βαθύπλουτους και την πολύ υψηλή κοινωνία, αποτελώντας αντικείμενα επίδειξης οικονομικής δύναμης και όχι μεταφορικά μέσα. Αυτό σημαίνει πως ο βασικός στόχος των κατασκευαστών τους ήταν να εντυπωσιάσουν τους πελάτες με τις επιδόσεις και την “ανώτερη” τεχνολογία τους, υιοθετώντας κάθε τι που είχε σχέση με τα πολεμικά αεροπλάνα και δεν είναι καθόλου τυχαίο που πολλά αυτοκίνητα της εποχής είχαν στον πίνακα οργάνων τους δείκτη υψόμετρου! 

 

Κινητήρας Peugeot με δεσμοδρομικό σύστημα κίνησης βαλβίδων του 1916

Η μέγαλη διαφορά του τότε με το σήμερα είναι πως δεν υπήρχε εύκολος τρόπος να αντιγράψεις τις τεχνολογικές λύσεις μιας άλλης χώρας.

Τα ταξίδια από τη μία χώρα στην άλλη διαρκούσαν μήνες, τα πανεπιστήμια δεν είχαν internet και η επικοινωνία γινόταν με… ταχυδρομικά περιστέρια.

Το τί έκαναν οι υπόλοιποι μηχανολόγοι στις άλλες χώρες το μάθαινες και το έβλεπες στους αγώνες ταχύτητας και στο πεδίο της μάχης. Προφανώς στις μάχες δεν υπήρχε περίπτωση να σου πει ο πιλότος της αντίπαλης χώρας για την τεχνολογία του αεροπλάνου του, ούτε φυσικά στους αγώνες σου έλεγαν τί είχαν τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες τους, αφού έτρεχαν ως εθνικές ομάδες και τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες ήταν βαμμένα στα εθνικά χρώματα (μπλε τα γαλλικά, πράσινα τα βρετανικά, ασημί τα γερμανικά, κόκκινα τα ιταλικά κ.ο.κ.). Η κατασκοπία και η “κλοπή” σχεδίων, ακόμα και οι δολοφονίες μηχανολόγων ήταν πολύ συνηθισμένη πρακτική.

 

Δίχρονος DKW με υπερσυμπίεστη του 1935

Σήμερα βέβαια, η πρόσβαση στην υψηλή τεχνολογία είναι μόνο θέμα χρημάτων. Με ένα κλικ στο ποντίκι του ηλεκτρονικού σου υπολογιστή μπορείς να φτιάξεις τη δική σου εταιρεία μοτοσυκλετών ή αυτοκινήτων, χωρίς να χρειάζεται να έχεις δικό σου εργοστάσιο. Ούτε καν δικές σου αποθήκες δεν χρειάζεσαι. Εννοείται πως δεν υπάρχουν εθνικοί φραγμοί και είναι ελάχιστες οι περιπτώσεις που η εθνική ταυτότητα του αγοραστή αποτελεί πρόβλημα για την πώληση τεχνολογίας από την μία χώρα στην άλλη.

Όμως μετά τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά και η βιομηχανία των μοτοσυκλετών δεν είχε καμία σχέση με το παρόν.

Κάθε χώρα είχε τα δικά της προβλήματα και η εθνική οικονομία καθόριζε την στρατηγική των εταιρειών. Η Βρετανία ήταν από τους νικητές του πολέμου και ως σύγχρονη αυτοκρατορία της εποχής (Ινδία, Χονγκ Κονγκ, Μακάο, Αυστραλία, Καναδάς και πολλές αφρικανικές χώρες ήταν και παραμένουν…. υπό την πολιτική και επιχειρηματική επιρροή της) έπρεπε η εθνική βιομηχανία της να τροφοδοτήσει με οχήματα τις αποικίες της. Σε αυτή τη μεγάλη προστατευμένη αγορά, δεν είχε κανέναν σοβαρό ανταγωνιστή και η βιομηχανία της δεν χρειαζόταν να κοπιάσει ιδιαίτερα για να πουλήσει. Το ζητούμενο ήταν να φτιάξει όσα περισσότερο οχήματα μπορούσε, το συντομότερο χρονικό διάστημα. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που οι Βρετανοί άφησαν στην άκρη τους μεγάλους, πανάκριβους και περίπλοκους V2 κινητήρες των 1000 κυβικών και στράφηκαν στους μονοκύλινδρους και στην πιο απλή μορφή των δικύλινδρων εν σειρά.

Βρετανικός V2 κινητήρας JAP με 980 κυβικά του 1928

Την ίδια στιγμή η αποδεκατισμένη από επιστήμονες και κουτσή από εγκαταστάσεις εθνική βιομηχανία της Γερμανίας και της Ιταλίας, δηλαδή των χαμένων του πολέμου, έπρεπε να κατασκευάζει πολλά, μικρά-φτηνά οχήματα για να προσφέρουν οικονομική μετακίνηση στους κατοίκους τους, υπό τους αυστηρούς περιορισμούς στην πρόσβαση πρώτων υλών που τους είχαν θέσει οι νικητές του πολέμου.

Στη Γαλλία, τη χώρα που γεννήθηκαν οι πιο νεωτεριστικές μηχανολογικές ιδέες (στα όρια του σουρεαλισμού κάποιες φορές) η φορολογική πολιτική των μεταπολεμικών κυβερνήσεων στραγγάλισε την εθνική βιομηχανία της και την οδήγησε στην εσωστρέφεια. 

Στις ΗΠΑ από την άλλη μεριά, τα δολάρια και τα πετρέλαια “έτρεχαν” στους ολοκαίνουριους δρόμους με τις τέσσερεις λωρίδες κυκλοφορίας και οι Αμερικάνοι κατανάλωναν σε τεράστιες ποσότητες τα πάντα. Η εθνική βιομηχανία τους επικεντρώθηκε στην ποσότητα και τον εντυπωσιασμό, οπότε από τις Duesenberg με τους δύο επικεφαλής εκκεντροφόρους και τους υπερσυμπιεστές του 1931 και τις V12 Packard και V16 Cadillac  του 1912 και του 1921 , κατάντησαν να κατασκευάζουν V8 αυτοκίνητα με ωστήρια και από τις τετρακύλινδρες Henderson έμειναν κολλημένοι για πάντα στις V2 με περιεχόμενη γωνία της 45⁰ και ξεχωριστό κιβώτιο ταχυτήτων που έπαιρνε κίνηση με αλυσίδα.  Άφθονα κυβικά και γρήγορη διαδικασία παραγωγής, με ευκολία επισκευής από ανειδίκευτους μηχανικούς. “Bigger – Looonger – Looower” και “You can fix it with a hammer” ήταν η συνταγή της επιτυχίας στις ΗΠΑ.

 

Αμερικάνικος οκτακύλινδρος εν σειρά με 2ΕΕΚ και υπερσυμπιεστή των αδερφών Duesemberg του 1931

Σε όλη αυτή την ιδιόμορφη μεταπολιτική κατάσταση στον κόσμο, η Ιαπωνική εθνική βαριά βιομηχανία δεν είχε απολύτως τίποτα! Η τοπική αγορά ήταν πολύ μικρή και κυρίως πολύ φτωχή για να καταναλώσει τα προϊόντας της σε ποσότητες που θα της επέτρεπαν να επιβιώσει. Την ίδια στιγμή το τεχνολογικό επίπεδο και οι βιομηχανικές υποδομές της ήταν αστείες για να κατασκευάσει προϊόντα προς εξαγωγή.

Τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες που κατασκεύαζαν ήταν αντίγραφα προπολεμικών βρετανικών σχεδίων (όχι κλεμμένα, κανονικά αγορασμένα blue-print) και οι εγκαταστάσεις των εργοστασίων τους είχαν υποστεί ολική καταστροφή. Η βιομηχανική τεχνολογία/τεχνογνωσία τους (το know-how δηλαδή) ήταν υποτυπώδης και ο ισχυρισμός πως οι καμικάζι έριχναν τα αεροπλάνα στο στόχο τους (θυσιάζοντας τη ζωή τους προφανώς) γιατί ήταν τόσο κακά που δεν είχαν καμία άλλη επιχειρησιακή/επιθετική δυνατότητα έναντι των αντιπάλων τους, δεν είναι πολύ μακριά από την πραγματικότητα.

Ο μόνος τρόπος επιβίωσης της Ιαπωνικής εθνικής βιομηχανίας οχημάτων ήταν οι μαζικές εξαγωγές στην υπερκαταναλωτική αγορά των ΗΠΑ και ο μόνος τρόπος για να τα κατασκευάσουν σε σύντομο χρονικό διάστημα είναι να πάρουν έτοιμη τεχνογνωσία.

Το γεγονός όμως πως δεν είχαν “παράδοση” στην κατασκευή οχημάτων και τα εργοστάσια τους είχαν ισοπεδωθεί από τους βομβαρδισμούς είχε και ένα ΤΕΡΑΣΤΙΟ πλεονέκτημα.

Το πλεονέκτημα ήταν πως ξεκινούσαν από ένα λευκό χαρτί και μπορούσαν να διαλέξουν τα καλύτερα στοιχεία από τις εθνικές βιομηχανίες των υπόλοιπων χωρών. Επίσης, τα καινούρια εργοστάσια που έφτιαξαν διέθεταν σύγχρονο εξοπλισμό και ήταν έτοιμα να εφαρμόσουν στην παραγωγή τις νέες μεθόδους κατασκευής που είχαν ανακαλυφθεί από την πολεμική βιομηχανία κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (κυρίως τη γερμανική).

Έχοντας ήδη δεσμούς με την βρετανική βιομηχανία οχημάτων πριν τον πόλεμο, αλλά και με τους μηχανολόγους της Ανατολικής Γερμανίας να έχουν “τάσεις φυγής” από τη Σοβιετική Ένωση στην οποία είχε περιέλθει πλέον η μισή Γερμανία, τα Ιαπωνικά εργοστάσια ξεκίνησαν ένα σαφάρι συλλογής βιομηχανικής τεχνογνωσίας, κυρίως από αυτές τις δύο χώρες. Από τους Βρετανούς πήραν μόνο την εμφάνιση των μοτοσυκλετών τους, ενώ από τους Γερμανούς πήραν τις μεθόδους κατασκευής και την “στρατιωτικών προδιαγραφών” ποιότητα κατασκευής (μαζί με την τεχνολογία των δίχρονων και Wankel κινητήρων). Οι περισσότερες γερμανικές μοτοσυκλέτες εξελίχθηκαν για τις ανάγκες του στρατού και είχαν πολύ καλή στεγανοποίηση του ηλεκτρικού συστήματος .

 

Zundapp K 800, τετρακύλινδρη boxer του 1938

Επίσης οι Γερμανοί χρησιμοποιούσαν τα καλύτερα συστήματα τροφοδοσίας για μοτοσυκλέτες (τα γαλλικά καρμπιρατέρ της SOLEX, τα σχέδια των οποίων το 1960 αγόρασαν οι Ιάπωνες ιδρύοντας την Mikuni) ώστε να αντέχουν σε όλες τις καιρικές συνθήκες του πολέμου.

Επίσης από τις γερμανικές μοτοσυκλέτες εμπνεύστηκαν τη στρατιωτική (κυρίως αεροπορική) φιλοσοφία σχεδιασμού των κινητήρων τους, η οποία θέλει κάθε εξάρτημα να κάνει μόνο μία δουλειά και έπαιξε τεράστιο ρόλο στην αξιοπιστία τους.

Οι βρετανοί ήταν οπαδοί της σχεδιαστικής και κατασκευαστικής απλότητας και οι περισσότεροι κινητήρες τους χρησιμοποιούσαν απλοϊκά συστήματα λίπανσης και ηλεκτρικά συστήματα με αμφισβητούμενη αντοχή στο χρόνο (LUCAS…. The Prince Of Darkness…).

Όταν χρησιμοποιείς ένα εξάρτημα για να κάνει δύο ή τρεις δουλειές (π.χ. η καδένα κίνησης του εκκεντροφόρου να πρέπει ταυτόχρονα να μεταφέρει από τα κάρτερ το λάδι στην κεφαλή για λίπανση του συστήματος κίνησης των βαλβίδων ή η λίπανση να γίνεται με το λάδι που πλατσουρίζει ο στρόφαλος όταν περιστρέφεται, τότε το πιθανότερο είναι να κάνει και τις δύο δουλειές λάθος.

Αντιθέτως, όταν το κάθε εξάρτημα κάνει μόνο μία δουλειά μπορεί να την κάνει άριστα και οι πιθανότητες να χαλάσει είναι πολύ μικρότερες αφού κάνει μόνο τη δουλειά για την οποία έχει σχεδιαστεί και κατασκευαστεί.

Αυτό λοιπόν που εκ πρώτης όψεως φαίνεται περίπλοκο και σε κάνει να πιστεύεις ότι έχει πολλά πράγματα που θα μπορούσαν να χαλάσουν, στην πραγματικότητα ήταν το μυστικό της αξιοπιστίας των ιαπωνικών και γερμανικών κινητήρων, εκείνες τις πρώτες δεκαετίες μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Οι πρώτες Ιαπωνικές μοτοσυκλέτες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μοιάζουν πολύ με τις βρετανικές στα χαρτιά, όμως κατασκευαστικά είχαν πολύ πιο στενή σχέση με τη γερμανική βιομηχανία.

Έχοντας στα χέρια τους ό,τι χρειάζονταν για να κατασκευάσουν αξιόπιστες μοτοσυκλέτες και να τις πουλήσουν σε μεγάλες ποσότητες στις ΗΠΑ, το επόμενο βήμα που έπρεπε να κάνουν τα ιαπωνικά εργοστάσια για να κατακτήσουν τον κόσμο ήταν να μπουν στα μεγάλα σαλόνια της Ευρώπης συμμετέχοντας στα Grand Prix…

Μόνο που εκεί θα έβρισκαν μπροστά τους ένα ανορθόδοξο βιομηχανικό “γαλατικό χωριό”… τους Ιταλούς!