Τα μεγάλα λάθη όταν αγοράζεις μεταχειρισμένη μοτοσυκλέτα

Τα έχουμε κάνει όλοι
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

6/2/2019

Προφανώς ό,τι γράφουμε παρακάτω είναι βασισμένο σε εμπειρίες που έχουμε ζήσει εμείς οι ίδιοι, είτε σε προσωπικό επίπεδο, είτε στο άμεσο φιλικό μας περιβάλλον. Οπότε πρόθεσή μας δεν είναι να σας το παίξουμε έξυπνοι (αφού ήδη την έχουμε κάνει την πατάτα και εμείς…), αλλά να σας βοηθήσουμε να αποφύγετε να κάνετε τα ίδια λάθη. Όοοοσο περνάει από το χέρι μας βέβαια, διότι το συγκεκριμένο λάθος που θα μας απασχολήσει σε αυτό το κείμενο, επαναλαμβάνεται διαρκώς, ακόμα και από ανθρώπους που ήδη την έχουν πατήσει πολλές φορές! Μιλάμε φυσικά για την αγορά της λάθος μεταχειρισμένης μοτοσυκλέτας. Λάθος μοτοσυκλέτα, όχι με βάσει τον τύπο , το μοντέλο ή την μάρκα, αλλά με βάσει την τσέπη μας.

Κράτα καβάτζα

Όλα ξεκινούν στραβά από το γεγονός ότι έχεις 1000€ στην τσέπη και κοιτάς στις αγγελίες μοτοσυκλέτες που πωλούνται 2000€. Αν έχεις 2000€ στην τσέπη κοιτάς όσες κάνουν 3000€-4000€ και πάει λέγοντας. Στην περίπτωση της αγοράς μιας καινούριας μοτοσυκλέτας αυτό θεωρείται φυσιολογικό και η αλήθεια είναι πως οι λόγοι για να μην το κάνεις είναι λίγοι. Οι καινούριες μοτοσυκλέτες καλύπτονται από 2 χρόνια εγγύηση, έχουν φυσικά καινούρια λάστιχα, καινούριες αλυσίδες και το μόνο που θα χρειαστούν οι περισσότερες από αυτές μετά από 10.000 χιλιόμετρα χρήσης είναι μια αλλαγή λαδιών και φίλτρων. Αν έχεις λεφτά να πληρώνεις το δάνειο, την ασφάλεια, τα τέλη κυκλοφορίας και τις βενζίνες σου είσαι ΟΚ.

Όμως στην περίπτωση μιας μεταχειρισμένης μοτοσυκλέτας, τίποτα απολύτως δεν είναι δεδομένο. Ακόμα και μοτοσυκλέτες φίλων, που ξέρεις πως τις πρόσεχαν σα να ήταν μωρά στην κούνια, μπορεί να χρειαστούν πανάκριβες επισκευές. Διότι ΟΛΑ τα μηχανήματα φθείρονται και χαλάνε και όλα τα υλικά έχουν ένα χρονικό όριο ζωής. Ειδικά τα πλαστικά, τα καλώδια και τα ηλεκτρονικά, μπορεί να δείχνουν σαν καινούρια απ’ έξω αλλά από μέσα τα πράγματα να θυμίζουν στοιχειωμένο δάσος. Ξεχάστε τις μπούρδες του τύπου “αυτά δεν χαλάνε”. Οποιαδήποτε μοτοσυκλέτα έχει φάει τον ελληνικό ήλιο στο κεφάλι για δέκα χρόνια ή έχει ψηθεί μέσα στο κέντρο της πόλης, είναι βέβαιο πως κάποια περιφερειακά εξαρτήματα θα χρειαστούν αντικατάσταση. Πιθανόν να χρειαστεί μια ντίζα γκαζιού (από 10€ έως και 300€ σε κάποιες περιπτώσεις), ίσως μια πλαστική ή λαστιχένια βάση για τα όργανα, το φαίρινγκ κ.τλ..

Κάτι τέτοιες “χαζές” ζημιές που παραμελήθηκαν, έχουν οδηγήσει στην ολική καταστροφή πολλές μοτοσυκλέτες. Οπότε, ακόμα κι αν η μεταχειρισμένη μοτοσυκλέτα που σκοπεύετε να πάρετε είναι “καλύτερη κι από καινούρια” εσείς κρατήστε στον κουμπαρά σας ένα ποσό για κάποια “μικροέξοδα”.     

Αν ήταν ακριβή καινούρια θα έχει ακριβή συντήρηση

Ουάου! Με 3000€ παίρνω Hayabusa! Όταν 3000€ έχει πλέον ένα καινούριο ταϊλανδέζο παπί ή scooter με μόλις 125 κυβικά, είναι σίγουρα δελεαστικό να μπορείς να αγοράσεις με τα ίδια χρήματα μια μοτοσυκλέτα που έχει 180 ίππους και ξεπερνάει τα 300km/h. Όμως αυτό δεν σημαίνει πως τα ανταλλακτικά του Hayabusa κοστίζουν το 1/10 της τιμής που είχαν όταν η μοτοσυκλέτα ήταν καινούρια. Μάντεψε! Τα καινούρια ανταλλακτικά έχουν τιμές… καινούριων ανταλλακτικών! Οπότε μια μοτοσυκλέτα που έκανε 15.000€ και το ρεζερβουάρ της ως ανταλλακτικό έκανε 2000€, συνεχίζει ακόμα και σήμερα να κάνει 2.000€.

Κι αν το παράδειγμα της Hayabusa είναι εξόφθαλμο λόγω επιδόσεων, τα πράγματα δεν είναι τόσο ευδιάκριτα με τα χρηστικά μοντέλα μοτοσυκλετών, όπως ας πούμε τα On-Off.

Ένα BMW R 1200 GS του 2007 ήταν από τις ακριβότερες μοτοσυκλέτες της αγοράς. Το γεγονός πως τώρα το αγοράζεις ως μεταχειρισμένο μεταξύ 4.000-6.000€ δεν σημαίνει πως η BMW θα σου πουλάει τα ανταλλακτικά με έκπτωση -90%.

Θα πρέπει να καταλάβεις πως με 4000€ αγόρασες μοτοσυκλέτα των 20.000€ και το κόστος συντήρησής της, εξακολουθεί να είναι αντίστοιχο με μια μοτοσυκλέτας των 20.000€, όχι των 4.000€. Ακόμα χειρότερα, επειδή είναι μεταχειρισμένη οι ανάγκες της για συντήρηση είναι ακόμα μεγαλύτερες.

Βρες έναν δότη!

Ας περάσουμε για λίγο από το πιο γενικό, στο πιο ειδικό, διότι ως Έλληνες θα πούμε «λύσεις πάντα υπάρχουν» και υπάρχουν! Απλά δεν κάνουν για όλους! Δηλαδή: Έστω πως έχουμε αγοράσει ένα μεταχειρισμένο Enduro με 1.500 Ευρώ, όπως και έχουμε κάνει οι ίδιοι, μιας και όπως είπαμε στην αρχή δεν σας μιλάμε τυχαία. Κι έστω πως μετά από λίγο "καρφώνει σασμάν". Δεν θα πούμε την μάρκα επίτηδες, για να μην εστιάσει κανείς στην μάρκα μιας και το κοινό των εντουράδων έχει την τάση να θεωρεί πως κάποια πράγματα συμβαίνουν μονάχα σε λίγους... Η πρώτη λύση σε αυτή την περίπτωση, είναι να παραγγείλεις ανταλλακτικά που φτάνουν μερικές φορές να είναι ακριβότερα από την ίδια την αγορά της μοτοσυκλέτας, στην προκειμένη περίπτωση πάνω από χίλια Ευρώ ακριβότερα από το αρχικό κόστος απόκτησης! Ουσιαστικά δεν είναι λύση λοιπόν και το μόνο που μένει είναι να βρεις μία μεταχειρισμένη ή ακόμη καλύτερα ένα ολόκληρο κιβώτιο και είτε μόνος σου, είτε με κάποιο φίλο μηχανικό να ασχοληθείς με την αντικατάσταση. Αυτό όμως, το να βρεις ένα μεταχειρισμένο ή τρακαρισμένο, δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση, παρόλο που θα σου την προτείνουν όλοι ως την πρώτη λύση! Στην πράξη είναι χρονοβόρα διαδικασία η οποία δεν ταιριάζει σε όλους και μόνο αν είσαι πολύ τυχερός καταλήγεις να ξεμπερδεύεις γρήγορα, έχοντας ξοδέψει και σε αυτή την περίπτωση αρκετό χρόνο.

Δεν ξέρεις αν έχει τρακάρει!

Κι έστω πως έχεις κάνει την δουλειά που πρέπει, έχεις αποφασίσει σε ένα μοντέλο με βάση το κριτήριο για το τι μπορεί να σου ζητήσει στα επόμενα χιλιόμετρα κι αν ταιριάζει στην χρήση για την οποία την θέλεις. Ποιος όμως μπορεί να σου πει, η ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ που θέλεις να αγοράσεις, αν δεν έχει τρακάρει, αν στην πρώτη λακκούβα, ή μεγάλο ταξίδι δεν θα δεις το πλαίσιο να σε χαιρετά; Μέχρι τώρα αυτό στην χώρα μας μπορούσε να γίνει μονάχα με κάποιον «ειδικό», συνήθως τον μάστορα που ξέρεις προσωπικά, και που έπρεπε να βασιστείς στην εμπειρία του μετά από μία δεκάλεπτη βόλτα. Εξαιρετικά δύσκολο να τα βρει όλα σε μία τέτοια βόλτα, όσο κι αν ριψοκινδυνεύει μέσα στην κίνηση για να δει αν κουνάει στα πολλά χιλιόμετρα… Η λεπτομέρεια εδώ, είναι πως από φέτος στην Ελλάδα ο ίδιος ο μάστορας –δεν πας αλλού δηλαδή- έχει στα χέρια του ένα νέο εργαλείο στο μικρότερο κόστος της Ευρώπης. Καλεί την MotoCert και παίρνει πιστοποιητικό και διάγνωση από 3D lazer, χωρίς να λύσει βίδα: Ότι κι αν έχει η συγκεκριμένη που θέλεις να αγοράσεις, θα βρεθεί με ακρίβεια σε υποδιαίρεση του χιλιοστού. Υπάρχει και σε αυτό το πρόβλημα λύση λοιπόν!

Ψέματα κι αλήθειες

Υπάρχει λόγος που μια μεταχειρισμένη μοτοσυκλέτα είναι φτηνότερη από μια καινούρια. Κι ο λόγος αυτός είναι πως ΚΑΝΕΙΣ δεν μπορεί να σου εγγυηθεί ότι δεν θα χαλάσει.

Στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν ΑΠΟΛΥΤΑ ΑΞΙΟΠΙΣΤΑ μηχανάκια, που κατουράς μέσα στο ρεζερβουάρ και δουλεύουν χωρίς πρόβλημα για τα επόμενα σαράντα χρόνια. Σαφώς υπάρχουν μοντέλα που αντέχουν περισσότερο ή εμφανίζουν λιγότερες φθορές με το πέρασμα του χρόνου, όμως ό,τι δουλεύει χαλάει κιόλας.  

Μην σας παρασύρουν όλα αυτά τα παραμύθια που παλιά κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα και τώρα έχουν  γίνει σχόλια στο διαδίκτυο. Στο facebook και στα site γράφουν σχόλια μόνο όσοι είναι συναισθηματικά φορτισμένοι. Σκέψου το λίγο… Θετικό σχόλιο θα γράψεις αν γουστάρεις με τρέλα τη μοτοσυκλέτα σου και αρνητικό σχόλιο αν σου έχει βγάλει την ψυχή. Έτσι δεν είναι τυχαίο που τα περισσότερα σχόλια που διαβάζεις είναι γεμάτα με υπερβολικά θετικούς ή αρνητικούς χαρακτηρισμούς. Η Honda, η Suzuki, η Yamaha, η Kawasaki πουλάνε ΚΑΘΕ χρόνο εκατομμύρια δίκυκλα, αλλά δεν υπάρχουν εκατομμύρια σχόλια. Ακόμα και μικρότερες σε μέγεθος εταιρείες, όπως η Harley, η Ducati, η BMW πουλάνε χιλιάδες μοτοσυκλέτες κάθε χρόνο. Ούτε όλες χαλάνε, ούτε όλες είναι αλεξίσφαιρες. Οπότε πριν δώσεις τα λεφτά για την αγορά της επόμενης μεταχειρισμένης μοτοσυκλέτας σου, λάβε υπόψη τις παρακάτω συμβουλές μας:

 

1- Κράτα ένα ποσό στην άκρη για πιθανές βλάβες.

Δώσε μικρότερη προκαταβολή και αναλόγως του είδους της μοτοσυκλέτας, κράτησε στην άκρη ένα ποσό για τα “πρώτα έξοδα”.

 

2- Οι ακριβές μοτοσυκλέτες έχουν ακριβά ανταλλακτικά

Όσο πιο περίπλοκη τεχνολογικά είναι μια μοτοσυκλέτα, τόσο πιο ακριβά κοστίζουν οι βλάβες της

 

3- Τα χρόνια είναι το ίδιο σημαντικά με τα χιλιόμετρα

Είναι λάθος να νομίζεις πως μια μοτοσυκλέτα 10-20 ετών που έχει κάνει μόνο 10.000km δεν θα έχει προβλήματα. Ο χρόνος προκαλεί φθορές στα πλαστικά, τις τσιμούχες και τα καλώδια, τόσο εξωτερικά του κινητήρα, όσο και μέσα στον κινητήρα, ανεξάρτητα από την χρήση.

 

4- Πάρε μαζί σου έναν εξειδικευμένο μηχανικό

Τα πρώτα λεφτά που πρέπει να δώσεις όταν αγοράζεις μεταχειρισμένη μοτοσυκλέτα είναι σε έναν εξειδικευμένο μηχανικό για να την ελέγξει πριν δώσεις προκαταβολή. Όχι απλά σε ένα φίλο που “ξέρει”, ούτε απλά σε έναν οποιοδήποτε μηχανικό. Βρες έναν που έχει εξειδικευμένες γνώσεις πάνω στη μοτοσυκλέτα που θέλεις να αγοράσεις και ο οποίος να γνωρίζει πόσο θα σου κοστίσει η κάθε βλάβη ή φθορά που έχει η μοτοσυκλέτα που ενδιαφέρεσαι να αγοράσεις. Υπάρχουν μοτοσυκλέτες που είναι καλύτερο να λείπει ο κινητήρας τους, παρά το φαίρινγκ τους! Κι από εκεί και πέρα, ζήτα από αυτόν τον μηχανικό που ήδη ξέρεις και εμπιστεύεσαι και που μπορεί να σου απαντήσει πόσο θα σου κοστίσει μία βλάβη, να πιστοποιήσει την συγκεκριμένη που σκοπεύεις να αγοράσεις μέσω της MotoCert, καθώς δεν υπάρχει αυτή την στιγμή πιο γρήγορος και άμεσος τρόπος στην Ελλάδα, να δεις με απόλυτη ακρίβεια πόσο κοντά σε κατάσταση καινούριας, είναι η γεωμετρία της μοτοσυκλέτας, που σε ενδιαφέρει. Να ξέρεις με κάθε βεβαιότητα αν έχει πέσει ή όχι.

Μην πεις ποτέ: “Έλα μωρέ, ένα φανάρι θέλει…” αν δεν ξέρεις πόσο κοστίζει, διότι το φανάρι μπορεί να κάνει πιο ακριβά από την μοτοσυκλέτα που θέλεις να αγοράσεις.

Τι σου λέμε, με λίγα λόγια, να μην πάρεις μεταχειρισμένη; Σε ΚΑΜΙΑ περίπτωση, το ακριβώς αντίθετο: Πάρε μεταχειρισμένη μοτοσυκλέτα! Απλά να πάρεις εκείνη που θα είναι κατάλληλη για εσένα προσωπικά, να την ελέγξεις καλά πριν την κάνεις δική σου, ώστε στο τέλος αυτό που θα σου μείνει να είναι μονάχα η ευχαρίστηση να την κάνεις βόλτα! Τόσο απλά, και καλά χιλιόμετρα από εμάς!

Η 79η συνάντηση του “Goodwood Members”

Κυνήγι, σκοποβολή και αγώνες κλασικών μοτοσυκλετών
Από το

motomag

10/6/2022
Η 79η Συνάντηση των μελών του Goodwood που φέτος διοργανώθηκε 9-10 Απριλίου, περιλάμβανε δύο αγώνες κλασικών μοτοσυκλετών με ιστορικό πρόσημο αλλά και φιλανθρωπική χροιά, καθώς στην εκδήλωση μαζεύτηκε ένα σεβαστό ποσό για τους πρόσφυγες από την Ουκρανία.
 
Το βρετανικό Goodwood Revival, που διοργανώνεται από το 1988, θεωρείται η κορυφαία συνάντηση αγώνων τόσο για κλασικά αυτοκίνητα όσο και για κλασικές μοτοσυκλέτες.
Λαμβάνει χώρα κάθε χρόνο στη πίστα «Motor Circuit» μήκους 3.809 χλμ., που δημιουργήθηκε το 1948 από το Δούκα του Richmond. 
 
Βάση για την πίστα αυτή αποτέλεσε ένα εγκαταλελειμμένο αεροδρόμιο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το οποίο είχε χτιστεί κοντά στο σπίτι του Δούκα. 
 
Στόχος της συνάντησης είναι να αναδείξει τις μοτοσυκλέτες που έτρεχαν στην πίστα μέχρι και το 1966, οπότε και σταμάτησε να λειτουργεί ως πίστα, συγκεντρώνοντας περί τους 150.000 θεατές. 
 
Από το 1993 γίνεται την ίδια εποχή που λαμβάνει χώρα και το Festival of Speed, που ιδρύθηκε από τον σημερινό Δούκα, όταν ανέλαβε τα καθήκοντα από τον πατέρα του. 
 
Θεωρείται πλέον μία από τις μεγαλύτερες διοργανώσεις που συγκεντρώνει πλήθος διασημοτήτων, ακόμη και εκτός της μηχανοκίνητης βιομηχανίας. Το τετραήμερο αυτό μηχανοκίνητο Garden Party έχει δομηθεί γύρω από την ανάβαση του δρόμου που οδηγεί στο ιστορικό σπίτι του Δούκα του Richmond. μήκους 1,16 μιλίων ή 1.87 χιλιομέτρων. Το πιο μεγάλο γεγονός της εκδήλωσης υπήρξε η επίσκεψη του Valentino Rossi το 2015, όπου και οδήγησε στους χώρους του Goodwood House την αγωνιστική του YZR – M1.
Με αφορμή τη συγκέντρωση υπερβολικά μεγάλου πλήθους, ο Δούκας του Richmond αποφάσισε το 2014 να δημιουργήσει ένα πολύ χαμηλότερου προφίλ αγωνιστικό διήμερο ιστορικών μοτοσυκλετών κατά τη διάρκεια της άνοιξης, με τη συγκέντρωση ‘μόλις’ 33.000 θεατών. 
 
Το διήμερο αυτό αποτελεί τη συνέχεια του θεσμού του ‘Goodwood Members Meetings’, ο οποίος έχει διαφορετικό προσανατολισμό από τους αγώνες υψηλών απαιτήσεων. 
 
Στα 19 χρόνια λειτουργίας της πρώτης πίστας έλαβαν χώρα 71 συναντήσεις τέτοιου είδους. Η διαφορά της συνάντησης αυτής από το Goodwood Revival βρίσκεται στο ότι το Goodwood Members συγκεντρώνει αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες που έλαβαν μέρος σε αγώνες ακόμα και μετά το 1966 και το κλείσιμο της ‘Motor Circuit’. 
 
Η εσκεμμένα χαμηλή προσέλευση κόσμου, αποσκοπεί στην δημιουργία μιας πιο χαλαρής ατμόσφαιρας. Άλλωστε, το ΜΜ δεν αποτελεί απλώς έναν αγώνα, αλλά και μία γιορτή του βρετανικού φλέγματος και κουλτούρας της δεκαετίας του 1960.
 
Η πανδημία του Covid επηρέασε και αυτό τον θεσμό, οδηγώντας στην ολοκληρωτική ακύρωση του το 2020, ενώ για το 2021 κατάφερε να καταστεί εφικτή η τέλεση του τον Οκτώβριο. 
 
Την περίοδο που ήταν στην ακμή του, το Goodwood Members Meeting, λάμβανε χώρα το καλοκαίρι με την τελευταία συνάντηση, την 71η, να διοργανώνεται το 1966, όταν και ο παππούς του σημερινού Δούκα αποφάσισε τη διακοπή λειτουργίας της πίστας. 
 
Η διακοπή συνέβη λόγω του ότι ο Δούκας εκείνης της εποχής αρνήθηκε να συμμορφώσει την πίστα με τις απαιτήσεις της FIA/RAC, σχετικά με την αλλαγή στις μπάρες ασφαλείας. Η πίεση αυτή είχε δημιουργηθεί κυρίως από τον αργότερα Παγκόσμιο Πρωταθλητή Jackie Stewart.
Αν και η τήρηση ενδυματολογικού κώδικα έχει καταργηθεί, στην ιστοσελίδα του Goodwood υπάρχει ανακοίνωση, για τους παρευρισκόμενους, που προτρέπει smart ντύσιμο: «Οι κύριοι καλό θα ήταν να φορέσουν σακάκι και γραβάτα, ή κάποιο polo-necked πουλόβερ. Οι κυρίες ενθαρρύνονται επίσης να ντυθούν με κομψά ρούχα. Δεν προτείνονται τζιν, t-shirt, αποκαλυπτικά μπλουζάκια, κοντές φούστες, σαγιονάρες, καπέλα του baseball, ρούχα με τις μάρκες τυπωμένες πάνω τους, και άλλα παρεμφερή.»
 
Η ανακοίνωση αυτή φάνηκε να είχε αποτέλεσμα, αφού περίπου το 80% των παρευρισκόμενων την ακολούθησαν, μπαίνοντας στο νοσταλγικό πνεύμα της διοργάνωσης. 
 
Το πρόγραμμα του Σαββατοκύριακου είχε 14 αγώνες μοτοσυκλετών, για πρώτη φορά μετά τον μοναδικό αγώνα 14 γύρων που έγινε τον Οκτώβριο. Σε εκείνον τον αγώνα ο σύγχρονος άσσος του Isle of Man TT, James Hillier, κατόρθωσε πάνω σε ένα Yamaha TZ350 να αρπάξει στην τελευταία στροφή τη νίκη από τον Richard Wilson και τον ισχυρό τετράχρονο τρικύλινδρο της P&M BSA-3. 
Αυτή ήταν και η πρώτη φορά που συνέβη ένας αγώνας που περιλάμβανε τις δύο αυτές ξεχωριστές κατηγορίες. Μέχρι τότε υπήρχε ένας αγώνας κάθε δύο χρόνια: ένας για τα δίχρονα GP των 250/350 κυβικών που φτιάχτηκαν από το 1970-1982, τη μία χρονιά, και ένας για την κατηγορία των τετράχρονων Formula 750 που συμμετείχε σε αγώνες το 1972, την επόμενη χρονιά. 
 
Τα σχόλια των θεατών ήταν τόσο θετικά, ώστε ο Δούκας του Richmond -που είναι μοτοσυκλετιστής και ο ίδιος, και κάτοχος μίας Bimota και μίας Ducati- αποφάσισε φέτος να εντάξει στο πρόγραμμα δύο αγώνες εφτά γύρων, έναν για κάθε μία από τις δύο μέρες της συνάντησης. 
 
Τα βραβεία είναι δύο με το Hailwood Trophy να δίνεται στον νικητή των συνολικών χρονομετρημένων και το Sheene Trophy να δίνεται στο πρώτο τετράχρονο Formula 750 που θα τερματίσει. 
 
Δυστυχώς ο James Hillier δεν θα μπορούσε να διατηρήσει τον τίτλο του, καθώς με εφτά εβδομάδες να απομένουν για την έναρξη του  Isle of Man TT και με τη δυνατότητα να διεκδικήσει τη νίκη στην κατηγορία Senior TT με την ομάδα της Yamaha, δεν μπορούσε να διακινδυνεύσει μια συμμετοχή στο Goodwood.
Υπεύθυνοι για όλη την διοργάνωση είναι, όπως και κάθε χρόνο, ο πρόεδρος του CRMC (Classic Racing Motorcycle Club) Gordon Russell, μαζί με τη σύζυγό του, Sally. Φέτος ο Gordon αγωνίστηκε με τη μοναδική τετρακύλινδρη Hadleigh Honda του 1972 με πλαίσιο Rob North, σε αντίθεση με τον γιο του Michael που έτρεξε πάνω σε μία Norton Atlas των 750 κυβικών με πλαίσιο Manx. 
 
Η αιτία που αγωνίστηκαν στον ίδιο αγώνα ήταν ο φόβος ότι λόγω των επιπτώσεων της πανδημίας δεν θα μπορούσε να υπάρξει ικανοποιητικός αριθμός μοτοσυκλετών στο grid. Έτσι ο Δούκας, εξαιτίας και της αγάπης που δείχνει ο κόσμος για τους αγώνες μοτοσυκλέτας στο Goodwood Revival, αποφάσισε να ενώσει τις δύο αυτές κατηγορίες σε μία με σκοπό να γίνουν δύο αγώνες -ένας για κάθε μία μέρα- δημιουργώντας ένα ακόμη πιο νοσταλγικό συναίσθημα.
 
Το γεμάτο από 36 μοτοσυκλέτες grid είχε ισάριθμες μοτοσυκλέτες από τις δύο κατηγορίες. Ανάμεσά τους υπήρχαν και κάποια ιδιαίτερα ιστορικά μοντέλα, όπως το μοναδικό Exactweld Yamaha TZ250, το κατασκευασμένο στη Βρετανία μοντέλο, που κέρδισε τον τίτλο στο ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα 250 κυβικών του 1984, με αναβάτη τον Gary Noel. 
Με αυτή τη φανταστική μοτοσυκλέτα, ο Noel, εργαζόμενος της British Airways, κατόρθωσε να κερδίσει τις ορδές των εργοστασιακών ομάδων στο ρεπό του! Αυτό το διορατικό σχέδιο, με το κατακόκκινο χρώμα και το ατσάλινο σωληνωτό πλαίσιο του, ήταν δουλειά των μηχανουργών Guy Pearson και John Baldwin, στα πλαίσια του ελεύθερου χρόνου τους κατά την κατασκευή του σασί του αυτοκινήτου Surtees Formula 1. Μάλιστα ήταν η πρώτη αγωνιστική μοτοσυκλέτα 250GP που έπρεπε να της προσθέσουν… έρμα, για να φτάσει το όριο των 90 κιλών της κατηγορίας!
 
Όταν ο Michael Russell το έφερε σε μία δημοπρασία στο Silverstone, το περσινό καλοκαίρι, ανακάλυψε πως ο κινητήρας του είχε ανακατασκευαστεί με σκοπό την αγωνιστική χρήση. Αποφάσισε, λοιπόν, να το εμπιστευτεί στα χέρια του έξι φορές νικητή στο IoM TT, Michael Rutter, για να αγωνιστεί στο Goodwood. Όχι άδικα, μιας και εκείνος κατέκτησε μία 7η και μία 11η θέση στους δύο αγώνες αντίστοιχα, παίρνοντας συνολικά την 8η θέση.
Το μάθημα ιστορίας συνεχίστηκε με δύο Armstrong CM35, του 1981, με κινητήρα Rotax και χρήση περιστροφικών βαλβίδων. Κατασκευάστηκαν ως πολιτικές μοτοσυκλέτες με δυνατότητα αγωνιστικής χρήσης, υπό την αιγίδα τη σημερινής CCM, και οδηγήθηκαν από τον Robin Lamb και τον Vince Cundle. 
 
Στην ίδια κατηγορία υπήρχε μία Harley Davidson RR250, του 1974, με δικύλινδρο εν σειρά κινητήρα, την οποία οδήγησε και στους δύο αγώνες ο Tom Snow. Η RR250, με ιδιοκτήτη τον Dick Linton, αποτελεί ρέπλικα της τριών φορών Παγκόσμιας Πρωταθλήτριας στο 250GP στα χέρια του Walter Villa. Κατασκευάστηκε στο εργοστάσιο της Aermacchi, εταιρεία που γνώριζε καλά ο Dick Linton, κοντά στη λίμνη Varese. 
 
Αυτό συνέβη όταν ακόμη το εργοστάσιο τελούσε υπό αμερικανική ιδιοκτησία, πριν περάσει στα αδέρφια Castiglioni και τη δημιουργία της Cagiva και μετέπειτα της MV Augusta. 
Αν και μέχρι φέτος καμία Harley δεν είχε καταφέρει να ολοκληρώσει τον αγώνα Goodwood, οι αποτελεσματικές λύσεις που έφερε ο Tom Snow και η ομάδα του, οδήγησαν σε επίτευξη του στόχου και απροβλημάτιστη λειτουργία ολόκληρο το σαββατοκύριακο.
Ένα ακόμη πιο θορυβώδες μοντέλο κι από της Harley ήταν το ασυνήθιστο DKW W2000, με έναν ασυνήθιστο περιστροφικό κινητήρα και οδηγό τον Ed Wilson. Έκανε το αγωνιστικό του ντεμπούτο στο Goodwood, κατασκευασμένο από την Wiz Norton Racing στο Lancashire, χρησιμοποιώντας έναν κινητήρα Hercules Wankel του 1970 μέσα σε ένα ρετρό φέρινγκ, ρέπλικα της DKW. Αν και δεν κατάφερε να τερματίσει πρόσφερε αρκετό θέαμα στους παρευρισκόμενους του 79ΜΜ. 
Δυστυχώς δεν υπήρξαν ούτε Moto Guzzi, ούτε και BMW, παρά τις πιέσεις στην Mobile Tradition, ομάδα της BMW, να δηλώσει συμμετοχή. Η μόνη ιταλική συμμετοχή υπήρξε η Ducati 750SS του Alan Cathcart, η τελυταία από τις 401 ρέπλικες που κατασκευάστηκαν με αφορμή τη νίκη του Paul Smart στην Imola 200 του 1972. Χαρακτηριστικό είναι το καταπράσινο πλαίσιο της συγκεκριμένης έκδοσης. 
 
Παρ’ όλα αυτά δεν κατάφερε να τερματίσει, λόγω προβλημάτων μετάδοσης που προέκυψαν, αν και κατάφερε να κατακτήσει την έκτη θέση στα προκριματικά.
Στο γκριντ υπήρχαν και τρεις τετρακύλινδρες Hadleigh Honda, με ιδιοκτήτη τον Chris Wilson και οδηγό τον Gordon Russell, ο οποίος τις είχε ανακατασκευάσει με τη βοήθεια του πρώην τεχνικού των Grand Prix, Nigel Everett. 
 
Η μία και μοναδική Honda με πλαίσιο του Rob North, βρισκόταν εκεί μαζί με την αντίπαλό της από παλιά τη RPS Triumph 3. Η τετρακύλινδρη τροποποιημένη Honda με το πλαίσιο Rob North, που είχε σχεδιαστεί αρχικά για τρικύλινδρο κινητήρα, έδωσε τη δυνατότητα στον Julian Soper από το Essex -έφυγε από τη ζωή τον Δεκέμβριο-, να κυριαρχήσει στις πίστες Brands Hatch, Lydden και Snetterton. 
Ο πραγματικός αντίπαλος της Hadleigh Honda, αναμενόταν να βρεθεί στην άλλη άκρη του γκριντ. Ήταν ένα τρικύλινδρο Triumph 3 με πλαίσιο RPS και οδηγό τον Andy Hornby, που κέρδισε την pole position, στα προκριματικά.
 
Στον πρώτο αγώνα, το Σάββατο, ο Hornby έκανε επίδειξη ισχύος του κινητήρα της RPS Triumph παίρνοντας αμέσως προβάδισμα. Πίσω του ακολουθούσε μία ομάδα από Yamaha TZ350G με πρώτο τον Αυστραλό αγωνιζόμενο στα BSB, Levi Day, ενώ ακολουθούσαν οι Nick Williamson και Ian Bain, ο Dan Jackson -με πλαίσιο Harris- και τέλος ο Gary Vines πάνω στη Yamaha TZ250L του 1984. Από τη μεριά των τετράχρονων, εκτός του Hornby, είχαμε τους Richard Wilson με την P&M BSA-3 και Michael Russel πάνω στη Norton Atlas. Αν και η δικύλινδρη Norton είχε προβάδισμα 8 μ.α.ω/ 12χλμ/ω σε σχέση με τις Yamaha και BSA/Triumph, ο Michael πέρασε τα δύο τρίτα του αγώνα να παλεύει για την πρώτη θέση, πριν αρχίσει να χάνει θέσεις και τερματίσει τελικώς 8ος. 
Οι Williamson, Bain και Vines έμειναν επίσης πιο πίσω, στα μέσα του αγώνα, αφήνοντας ένα γκρουπ τεσσάρων αναβατών να παλεύουν για τη νίκη. Στον τελευταίο γύρο ο Levi Day τα έδωσε όλα περνώντας τη καρό σημαία με 0.477 δευτερόλεπτα μπροστά από τον Jackson, με τον Wilson στην τρίτη θέση με διαφορά 0.264 δευτερολέπτων από τον Hornby, που είχε την τιμή να φέρει το πρώτο τετρακύλινδρο FZ750 στη γραμμή τερματισμού.
 
Ο Richard Wilson ανέφερε πως το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν η τελευταία αργή στροφή, στην οποία το μικρό βάρος των δίχρονων μπορούσε να τους δώσει πλεονέκτημα έναντι των τετράχρονων. Αυτό ήταν και το μόνο σημείο που διέφεραν οι δύο διαφορετικού τύπου κινητήρες, σε σημαντικό βαθμό.
Αυτό το αποτέλεσμα έφερνε τέσσερις αγωνιζόμενους υποψήφιους για τη συνολική νίκη στον 2ο Αγώνα, σε παρόμοιες ιδανικές συνθήκες. Δυστυχώς ο Richard Wilson δεν κατάφερε να ολοκληρώσει ούτε τον πρώτο γύρο, αφήνοντας τους υπόλοιπους τρεις διεκδικητές να παλέψουν με νύχια και με δόντια. Αυτή τη φορά τους ακολουθούσε ο Gary Vines με το TZ250 του. Αν και είχε τη μικρότερου κυβισμού μοτοσυκλέτα ο Vines κατάφερε, μόλις στον 4ο γύρο, να πάρει το προβάδισμα. 
Ωστόσο το παραμύθι έμελλε να τελειώσει στον τελευταίο γύρο όπου ο Dan Jackson, που τον ακολουθούσε καθ’ όλη τη διάρκεια, άρπαξε την ευκαιρία που του δόθηκε, από ένα λάθος του Vines, στη στροφή Woodcote. Ο Levi Day τερμάτισε τρίτος, πάνω από ένα δευτερόλεπτο πίσω, αλλά μόλις 0.240 δευτερόλεπτα μπροστά από τον Hornby. Οι συνδυασμένες χρονομετρήσεις έδωσαν τη νίκη στον Jackson για 0.638 δευτερόλεπτα μπροστά από τον Day, με τον Andy Hornby, τον πρώτο με τετράχρονη μοτοσυκλέτα -την RPS Triumph-3- πιο πίσω στην τρίτη θέση με διαφορά 0.991 δευτερολέπτων.
 
Ο Dan Jackson με ύψος 1.85 μ. είχε δύσκολο έργο σε αυτή την γρήγορη πίστα. Εκτός από τους υπόλοιπους αναβάτες είχε να παλέψει και με τη δική του σωματική διάπλαση, κάτι που κατά τη γνώμη του, έπαιξε ιδιαίτερο ρόλο στην εξέλιξη του αγώνα. Το λάθος όμως του Garry, σε συνδυασμό με την βοήθεια από τον πατέρα του Dan στο στήσιμο της μοτοσυκλέτας, έκανε τη νίκη εφικτή. 
 
Εκτός από την δράση στην πίστα, υπήρχαν πολλές ακόμα δραστηριότητες για όλους τους παρευρισκόμενους. Αυτές περιλάμβαναν αρκετές παραδοσιακά αγγλικές δραστηριότητες όπως τοξοβολία, κυνήγι πάπιας, αγώνες νυφίτσας, διελκυστίνδα και πολλά ακόμα. 
 
Θα ήταν δίκαιο να πούμε ότι για άλλη μία χρονιά όλοι πέρασαν υπέροχα, με το Δούκα του Richmond στο τέλος να ευχαριστεί όλους όσους βοήθησαν να γίνει η συνάντηση χωρίς προβλήματα και ταυτόχρονα βοήθησαν οικονομικά τους πρόσφυγες της Ουκρανίας. Άλλη μία γιορτή σύμφωνη με τη φιλοσοφία του Goodwood.