Το ΜΟΤΟ στο Legends Track 2022: Τέσσερις μοτοσυκλέτες σε μία ιστορία
Το story μιας τριήμερης εξόρμησης γεμάτη οδήγηση
Από τον
Μπάμπη Μέντη
7/10/2022
Το απόγευμα της Κυριακής 2 Οκτωβρίου το van του ΜΟΤΟ ήταν φορτωμένο μέχρι το ταβάνι και έτοιμο να επιστρέψει στη βάση του περιοδικού στην Αθήνα. Η κούραση στο σώμα όλων μας μετά από δύο ολόκληρες ημέρες οδήγησης μέσα στην πίστα ήταν δεδομένη, όμως ταυτόχρονα είχε εκείνη την παράξενη γλυκιά αίσθηση της κούρασης των καλοκαιρινών διακοπών. Είδαμε πρόσωπα γνωστά, γνωρίσαμε νέους φίλους και φυσικά λιώσαμε στην οδήγηση καθώς ο καιρός μας έκανε τη χάρη και παρά το “εκφοβιστικό” ψιλόβροχο το πρωί του Σαββάτου, η πίστα ήταν ουσιαστικά συνεχώς στεγνή και σε ιδανική θερμοκρασία.
Όμως όπως όλα τα πράγματα που κάνει το ΜΟΤΟ, έτσι κι αυτή η “αποστολή” στις Σέρρες έχει πίσω της πολλές παράλληλες ιστορίες που ξεκινούν πολλές ημέρες πριν!
Για την ακρίβεια όλα ξεκίνησαν από την προηγούμενη εβδομάδα στην άλλη άκρη της Ελλάδας και συγκεκριμένα στη Σπάρτη, όπου είχαμε βρεθεί για να οδηγήσουμε στην εξαιρετική πίστα της το αγωνιστικό KTM SX 450 Supermotard του Γιώργου Παπασταύρου, καθώς και το ολοκαίνουριο GASGAS SM 700 το οποίο φέραμε πίσω στην Αθήνα για να συνεχίσουμε την δοκιμή του στους δρόμους και στις συνθήκες της πραγματικής ζωής.
Αυτή η μοτοσυκλέτα έγινε ο συνδετικός κρίκος με το Legends Track Day, καθώς μας ήρθε η ιδέα να το οδηγήσουμε και στην πολύ μεγαλύτερη πίστα των Σερρών χάρη στους 70 ίππους του και τα 200km/h τελικής που πιάνει στο κοντέρ!
Μαζί του θα είχαμε ένα μικρότερο συγγενή του, το ολοκληρωτικά επανασχεδιασμένο RC 390 της μητρικής KTM, που είχαμε οδηγήσει στην πίστα της Modena στην Ιταλία κατά την διεθνή δημοσιογραφική του παρουσίαση, όχι όμως σε ελληνικό έδαφος.
Το μικρό KTM θα το βρίσκαμε στην πίστα των Σερρών και θα το φέρναμε πίσω στην Αθήνα μετά το τέλος του Legends Trackday, για την ολοκλήρωση της δοκιμής τους στο δρόμο, ακολουθώντας δηλαδή την ίδια τακτική με το GASGAS 700 αλλά αυτή τη φορά με κατεύθυνση από τον Βορρά προς τον Νότο.
Πάντως τον τίτλο της μασκότ της αποστολής του ΜΟΤΟ στις Σέρρες, τον κέρδισε με το σπαθί της η Triumph Speed Triple 1200 RR.
Θα διαβάσετε τα πάντα για αυτή στην αναλυτική δοκιμή που θα δημοσιεύσουμε στο περιοδικό ΜΟΤΟ, αφού όχι μόνο κάψαμε τέσσερα ρεζερβουάρ βενζίνης μέσα στην πίστα, αλλά αυξήσαμε σε πολλαπλάσιο βαθμό το ΑΕΠ των χωρών του ΟΠΕΚ επιστρέφοντας στην Αθήνα, όπου είχε ξεκινήσει και συνεχίστηκε η δοκιμή του με μετρήσεις επιδόσεων, δυναμομέτρηση και φυσικά πολλά χιλιόμετρα οδήγησης εντός και εκτός πόλης.
Ταυτόχρονα, το Triumph Speed Triple 1200 RR έγινε το ιδανικό εργαλείο δοκιμής των νέων semi-slick ελαστικών Power Cup 2 της Michelin, τα οποία τα συγκρίναμε και με τα Pirelli Supercorsa SC που φορά από το εργοστάσιο. Θα διαβάσετε και για αυτή τη δοκιμή στο περιοδικό ΜΟΤΟ.
Πριν όμως πριν γίνουν όλα αυτά, οι δύο φωτογράφοι του ΜΟΤΟ ταξίδευαν με το αεροπλάνο από την Αθήνα στην Θεσσαλονίκη, όπου στο αεροδρόμιο τους περίμενε ο Κυριάκος. Αν δεν ξέρεις ποιος είναι ο Κυριάκος του ΜΟΤΟ θα πρέπει να κάνεις άμεσα επαναληπτικά μαθήματα στα Story των Mega Test, διότι ο Κυριάκος είναι από τα SOS στις επόμενες εξετάσεις…
Η αποστολή του Κυριάκου αυτή τη φορά ήταν να μεταφέρει με το αυτοκίνητό του τους δύο φωτογράφους του ΜΟΤΟ στη Βουλγαρία! Εκεί θα τους περίμενε ο Φελούκας με το ολοκαίνουριο CFMOTO 800MT για να διασχίσουν τον δρόμο που περνά από το μεγαλύτερο υψόμετρο σε όλα τα Βαλκάνια.
Αυτή είναι η πρώτη δοκιμασία για το CFMOTO 800MT ως long term test του ΜΟΤΟ και το περιμένουν ακόμα πιο δύσκολα χιλιόμετρα στο κοντινό μέλλον, οπότε μείνετε συντονισμένοι.
Κάπως έτσι φτάσαμε στο απόγευμα της Παρασκευής 29 Σεπτεμβρίου, όπου η πίστα των Σερρών έγινε το σημείο που ενώθηκε το team του ΜΟΤΟ που ερχόταν από την Αθήνα με το team του ΜΟΤΟ που ερχόταν από τη Βουλγαρία.
Οπότε αν απορείτε γιατί πήγαμε στο Legends Trackday με ένα on-off, ένα supermoto και δύο supersport, τώρα ξέρετε όλο το Background…
Στο περίπου δηλαδή, διότι σε αυτό το trackday πρωταγωνιστές ήταν οι άνθρωποι και όχι οι μοτοσυκλέτες, αν και είχε ΠΟΛΥ εντυπωσιακές μοτοσυκλέτες μέσα στα BOX και κάτω από τις τέντες.
Το Ducati Athens Club είχε φέρει τουλάχιστον τρεις-τέσσερεις σπάνιες Ιταλίδες ντίβες, πέρα από τα Monster, SS, 1098, 748, 999, Hypermotard, Multistrada κ.τ.λ.
Ένας Έλβετος έκανε τους πάντες να φαίνονται φτωχοί, παρκάροντας ταυτόχρονα στα πιτς ένα Desmosedici RR με εξατμίσεις και φαίρινγκ MotoGP, ένα Panigale V4R και ένα Panigale 1299 Superleggera!
Λόγω του επικείμενου αγώνα για το Βαλκανικό πρωτάθλημα ταχύτητας, υπήρχαν και αρκετοί αναβάτες από τη Βουλγαρία με τις αγωνιστικές μοτοσυκλέτες τους, ενώ το παρόν έδωσαν και Έλληνες αναβάτες, αφού μαζί με το Βαλκανικό θα γίνει και ο αγώνας του εθνικού μας πρωταθλήματος.
Η ανακατασκευή του Μουσείου Μοτοσυκλέτας στο μεγαλύτερο υψόμετρο – Μπήκαμε στο νέο Top Mountain!
Μεγαλύτερο από πριν και σε χρόνο ρεκόρ
Από τον
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
22/8/2023
Θαύματα γίνονται, ζωντανή απόδειξη αυτού είναι η αναγέννηση του υπέροχου Μουσείου Μοτοσυκλέτας Top Mountain της Αυστρίας σε λιγότερο από ένα χρόνο μετά την καταστροφή αυτού και του πολύτιμου περιεχομένου του από πυρκαγιά. Θυμηθείτε τι είχε συμβεί:
Το 2016 τα δίδυμα αδέλφια Attila και Alban Scheiber, 49 ετών τότε, άνοιξαν το υψηλότερο μουσείο μηχανοκίνητων της Ευρώπης σε υψόμετρο 2.160 μέτρων πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, στην είσοδο του Timmelsjoch High Alpine Road (γνωστό και ως Passo del Rombo), ενός ιδιωτικού δρόμου με διόδια που συνδέει την Αυστρία με την Ιταλία. Με το κόστος των διοδίων για κάθε πέρασμα το 2023 να είναι 18€ για αυτοκίνητο και 16€ για μοτοσυκλέτα, οι επισκέπτες μπορούν να απολαύσουν έναν πιο γραφικό αν και με χαμηλότερη ταχύτητα (επειδή είναι στενότερος σε φάρδος) τρόπο μετακίνησης μεταξύ των επαρχιών Τιρόλο της Αυστρίας και Aldo Adige της Ιταλίας, από ό,τι το καλύτερα γνωστό Brenner Pass 25 χιλιόμετρα ανατολικά. Είναι πιο δημοφιλές μεταξύ των μοτοσυκλετιστών γιατί απαγορεύεται η διέλευση μεγάλων φορτηγών – την πιο επισκέψιμη χρονιά πριν τον Covid, το 2017, πέρασαν από το Timmelsjoch Pass ακριβώς 190.259 οχήματα, με τα 75.550 εξ αυτών να είναι μοτοσυκλέτες. Επιπρόσθετα αρκετοί κατασκευαστές μοτοσυκλετών και αυτοκινήτων χρησιμοποιούν τις κλειστές στροφές του δρόμου ως πεδίο δοκιμών για τα μελλοντικά τους μοντέλα, οπότε τα οχήματα με καμουφλάζ είναι συχνό θέαμα.
Ο Angelus Scheiber, ο παππούς των δίδυμων επιχειρηματιών, ήταν πρωτοπόρος στον τουρισμό και με την υποστήριξη της επαρχίας του Τιρόλο κατασκεύασε τον πρώτο ασφαλτοστρωμένο δρόμο πάνω από το Timmelsjoch Pass, την δεκαετία του 1950. Οι εργασίες ξεκίνησαν το 1955, ακολουθώντας το μονοπάτι της παλιάς εμπορικής διαδρομής που περπατούσαν τα μουλάρια και ο ολοκληρωμένος δρόμος, μαζί με τα διόδια, άνοιξε τον Ιούλιο του 1959. Το 2000, ο ιδιωτικός δρόμος πέρασε εξολοκλήρου στην οικογένεια Scheiber, μετά την εξαγορά του εναπομείναντος μεριδίου της κυβέρνησης του Τιρόλο. Αυτό σημαίνει ότι έχουν το δικαίωμα να συλλέξουν και να κρατήσουν ολόκληρο το ποσό των διοδίων, καθώς και ότι έχει στην κατοχή της 25 τελεφερικ για σκι στη γύρω περιοχή, που παρέχουν πρόσβαση σε πίστες συνολικού μήκους 125 χιλιομέτρων και εξυπηρετούν μέχρι και 6.000 λάτρεις των χειμερινών σπορ, σε κάθε δεδομένη στιγμή. Τα χειμερινά σπορ είναι και το βασικό επιχειρηματικό πεδίο της οικογένειας όλα αυτά τα χρόνια, από την διαχείριση πιστών σκι, μέχρι ξενοδοχεία και καταστήματα ενοικίασης εξοπλισμού. Χάρη στην τοποθεσία του, το χιονοδρομικό κέντρο είναι ανοιχτό από τα μέσα Νοεμβρίου μέχρι και τις αρχές Μαΐου, ενώ υπάρχει ακόμα και ελικοδρόμιο στο κοντινό Hochgurgl, επιτρέποντας έτσι στους πλούσιους σκιέρ να φτάσουν πετώντας μέχρι εκεί για μια μέρα στο χιόνι, επιστρέφοντας μετά στο ιδιωτικό τους jet, στο αεροδρόμιο Inssbruck 100 χιλιόμετρα μακριά, για να γυρίσουν στην πατρίδα τους.
Επομένως τα κέρδη από αυτήν και διάφορες άλλες επιχειρήσεις που σχετίζονται με τον τουρισμό, χρηματοδότησαν το όνειρο των δύο παθιασμένων με την μοτοσυκλέτα δίδυμων αδελφών ώστε να επενδύσουν ένα σύνολο 23 εκατομμυρίων ευρώ στην κατασκευή του δικού τους ιδιωτικού μουσείου, του οποίου τα εγκαίνια στις 18 Αυγούστου 2016, έγιναν από τον μοναδικό Giacomo Agostini, ενώ ακολούθησε επίδειξη από την ομάδα ακροβατικών της Red Bull. Η έκθεση των μοτοσυκλετών κάλυπτε 2.400 τ.μ. και φιλοξενούσε ένα ολοκληρωτικά καινούργιο κέντρο είσπραξης διοδίων όπως επίσης και ένα εστιατόριο 300 θέσεων, στο ίδιο κτίριο. Υπήρχε χώρος για 400 ακόμα άτομα στην εξωτερική βεράντα και πρόσβαση στο νέο τελεφερίκ Kirchenkarbahn με συρματόσχοινο, ενσωματωμένο στο συγκρότημα του Μουσείου, με γόνδολες χωρητικότητας δέκα ατόμων να μεταφέρουν 2.400 ανθρώπους κάθε ώρα στην χιονοδρομική ζώνη της οικογένειας Scheiber. Το Μουσείο είδε 350 μοτοσυκλέτες ως εκθέματα, 170 εξ αυτών ιδιοκτησίας της οικογένειας Scheiber, με τις υπόλοιπες να έχουν παραχωρηθεί από συλλέκτες και άλλα μουσεία από όλο τον κόσμο, με πρώτο και καλύτερο τον Γερμανό συλλέκτη Dieter Mutschler, ο οποίος διέθεσε κυριολεκτικά δεκάδες μοτοσυκλέτες.
Το Μουσείο Μοτοσυκλέτας Top Mountain Crosspoint, όπως είναι το επίσημο όνομά του, διακρίθηκε για τον μοναδικό αρχιτεκτονικό του σχεδιασμό, τον οποίο επιμελήθηκε ο νεαρός τοπικός αρχιτέκτονας και ιδιοκτήτης/αναβάτης μίας vintage μοτοσυκλέτας, Michael Brötz. Η ιδέα του αναπαριστά ένα κύμα χιονιού που γλιστρά στην πλαγιά του βουνού και του έδωσε τη νίκη στον διαγωνισμό ανάθεσης απέναντι σε πέντε άλλους, πιο καταξιωμένους, αρχιτέκτονες. Κατά την διάρκεια των επόμενων τρεισήμισι ετών, από τα εγκαίνιά του το 2016, απέκτησε γρήγορα φήμη παγκοσμίως ως ένα αξιοθέατο για όλες τις μέρες του χρόνου, αν και κατά τους χειμερινούς μήνες μπορεί κανείς να το φτάσει μόνο από την βόρεια, αυστριακή πλευρά. Ο φιδίσιος δρόμος 29 χιλιομέτρων μέχρι το Timmelsjoch στην ιταλική πλευρά, που ανεβαίνει μέχρι τα 1.800 μέτρα υψόμετρο με μια σειρά από φουρκέτες, είναι κλειστός από χιόνι για τέσσερις μήνες το χρόνο.
Αλλά την νύχτα της 18ης Ιανουαρίου 2021, ενώ το μουσείο παρέμενε κλειστό στα πλαίσια της καραντίνας της Αυστρίας για τον Covid-19, ξέσπασε μία τεράστια πυρκαγιά με την πρώτη αναφορά να γίνεται στις 4 π.μ., εξαιτίας ενός όπως αποδείχτηκε αργότερα βραχυκυκλώματος μίας ελαττωματικής μεγάλης οθόνης στην αίθουσα εκδηλώσεων του μουσείου. Ολόκληρο το Μουσείο τυλίχτηκε στις φλόγες και παρ’ όλο που η τοπική εθελοντική πυροσβεστική υπηρεσία βρέθηκε άμεσα στο σημείο και κατόρθωσε να αποτρέψει την εξάπλωση της πυρκαγιάς στο εστιατόριο και τον σταθμό του τελεφερίκ, το άνω τμήμα του Μουσείο Μοτοσυκλέτας που στέγαζε την πλειονότητα των μοτοσυκλετών της έκθεσης, όπως επίσης και μία χούφτα Κλασσικά αυτοκίνητα, καταστράφηκε. Παρά την χρήση τόσο εκχιονιστικών μηχανημάτων για τη ρίψη χιονιού στη φωτιά όσο και κανονιών νερού, μεγάλο κομμάτι του κτιρίου κάηκε κυριολεκτικά ολοσχερώς. Το Μουσείο ήταν κατά κύριο λόγο κατασκευασμένο από ξύλο και παραδόξως δεν διέθετε σύστημα καταιονισμού – ειδικά μετά την πυρκαγιά του 2003 που κατέστρεψε το Εθνικό Μουσείο Μοτοσυκλέτας της Βρετανίας, το οποίο επίσης δεν είχε σύστημα πυρόσβεσης. Επομένως δεν αποτελεί έκπληξη ότι καταστράφηκε ολοσχερώς, αν και ευτυχώς κανείς δεν τραυματίστηκε μιας και η πυρκαγιά έλαβε χώρα κατά την διάρκεια της νύχτας. Παρ’ όλ’ αυτά, περίπου 230 Κλασσικές μοτοσυκλέτες και ένας μικρός αριθμός αυτοκινήτων χάθηκαν στις στάχτες.,
Ένα σημαντικό κομμάτι όμως της έκθεσης μοτοσυκλετών γλίτωσε από τις φλόγες, καθώς στον υπόγειο όροφο οι Scheiber είχαν δημιουργήσει ένα χώρο για ειδικά εκθέματα, τα οποία τη νύχτα που ξέσπασε η πυρκαγιά περιλάμβαναν ένα στόλο από 53 Indian και φορτηγά Chevrolet. “Είχαμε οργανώσει πραγματικά την καλύτερη έκθεση vintage μοτοσυκλετών Indian που υπήρξε ποτέ στην Ευρώπη και όλες επέζησαν”, μας λέει ο Attila Scheiber.
Η απαρίθμηση των κυριολεκτικά δεκάδων ιστορικά σημαντικών μοτοσυκλετών που χάθηκαν για πάντα – οι υψηλές θερμοκρασίες που αναπτύχθηκαν έλιωσαν τα πλαίσια και τους κινητήρες σε άμορφα κομμάτια μετάλλου, ανίκανα να ανακατασκευαστούν, ειδικά τα εξαρτήματα από αλουμίνιο, μαγνήσιο, πλαστικό ή κεραμικό υλικό – θα ήταν μία πολύ αποκαρδιωτική διαδικασία. Αλλά για να δώσουμε μία εικόνα του μεγέθους της καταστροφής, τουλάχιστον 13 Brough Superior καταστράφηκαν, αν και μία εξ αυτών, ένα εκ των έξι δειγμάτων του τετρακύλινδρου μοντέλου του George Brough που γνωρίζουμε ότι υπάρχουν, έχει σταλεί στον διάσημο συντηρητή Sam Lovegrove στην Βρετανία, ο οποίος θα προσπαθήσει να το επαναφέρει. Αλλά τα υπόλοιπα δώδεκα κομμάτια της πρώτης Superbike του κόσμου χάθηκαν για πάντα. Κατά την εκκαθάριση που ακολούθησε, οι Scheiber πέταξαν πάνω από 250 μοτοσυκλέτες, όλες χαμηλής αξίας, κυρίως μικρού κυβισμού συμπεριλαμβανομένων μοτοποδηλάτων και άλλων παρόμοιων. Μόλις η ασφαλιστική κατέβαλε την αποζημίωση, όλες οι εναπομείναντες ξεγραμμένες μοτοσυκλέτες πωλήθηκαν σε μία εταιρεία διάσωσης, μέσω της διαδικασίας της δημοπρασίας. “Όλες οι μοτοσυκλέτες ανήκουν πλέον σε αυτούς, οπότε ας ελπίσουμε ότι κάποιοι φοίνικες θα αναδειχθούν από τις στάχτες τους”, μας λέει ο Mark Upham, ο ομογενής Βρετανός που κατέχει το εμπορικό σήμα της Brough Superior και είναι ο ιδιοκτήτης του British Only Austria, ο οποίος συνεργάστηκε με τους αδελφούς Scheiber για την συγκρότηση της συλλογής, και τις δύο φορές.
Ο Upham με συνόδευσε στο Μουσείο σε μία πρόσφατη επίσκεψη και στη διαδρομή μας εκεί από το αεροδρόμιο του Inssbruck μου εξήγησε τον καίριο ρόλο του στην διαδικασία εκκαθάρισης. “Έπρεπε να συμφωνήσω με τις ασφαλιστικές εκτιμήσεις για όλες τις μοτοσυκλέτες που καταστράφηκαν στην φωτιά. Κατά μέσο όρο χρειάστηκαν περίπου τέσσερις ώρες ανά μοτοσυκλέτα, για όλες τις 360, μέχρι να φτάσουμε στην ασφαλισμένη αξία. Αν οι μοτοσυκλέτες ήταν υπασφαλισμένες, οι Scheiber έπρεπε να καλύψουν την διαφορά μεταξύ της συμφωνηθείσας αξίας και της τρέχουσας, αλλά στην περίπτωση των δανεισμένων μοτοσυκλετών το Μουσείο θα έπρεπε να πληρώσει τους ιδιοκτήτες από την τσέπη του. Το 70% του ρίσκου ανήκε στην Lloyds του Λονδίνου, με το υπόλοιπο να βρίσκεται σε γερμανικές ασφαλιστικές εταιρείες. Χρειάστηκε αρκετή έρευνα και συζήτηση με τις εταιρείες αυτές προκειμένου να διευθετηθεί κάθε πτυχή της υπόθεσης. Ήταν μία πολύ περίπλοκη κατάσταση και η διαδικασία αποτίμησης πήρε αρκετό χρόνο, επειδή οι προηγούμενες αξίες πώλησης των πολύ σπάνιων μοτοσυκλετών ήταν πολύ δύσκολο να βρεθούν, ή απλώς δεν υπήρχαν για τις περιπτώσεις των μεμονωμένων μοντέλων που κατασκευάστηκαν μόνο μία και μοναδική φορά. Επομένως, έπρεπε να προτείνω λογικές εκτιμήσεις, βασισμένες σε παρόμοιες μοναδικές και ιστορικές μοτοσυκλέτες και να τις δικαιολογήσω. Μερικές φορές ήταν αρκετά αγχωτικό!” Μόνο το περιεχόμενο του Μουσείο ήταν ασφαλισμένο για 27 εκατομμύρια ευρώ.
Αλλά το θαύμα βρίσκεται σε αυτό που συνέβη στην συνέχεια. Πλήρως ασφαλισμένοι για τα έξοδα ανοικοδόμησης ύψους 12 εκατομμυρίων ευρώ, οι αδελφοί Scheiber ήταν αποφασισμένοι να αναστηλώσουν το Μουσείο και να το κάνουν ακόμη μεγαλύτερο από πριν, ενώ ακόμα πιο δύσκολο κομμάτι, να το ξαναγεμίσουν με ακριβές μοτοσυκλέτες που είτε θα αγόραζαν οι ίδιοι, ή θα δανείζονταν – καλά, η δεύτερη επιλογή θέτει ως βάση ότι κάποιος θα τους εμπιστευόταν, για δεύτερη φορά, ότι θα κρατήσουν τα περήφανα αποκτήματά του σώα και ασφαλή. Το γεγονός ότι τόσοι πολλοί ιδιοκτήτες πραγματικά σημαντικών μοτοσυκλετών, βασισμένοι στο ότι όπως ο κεραυνός έτσι και η ατυχία δεν θα χτυπήσει δύο φορές στο ίδιο σημείο, είχε σαν αποτέλεσμα να τους προσφερθούν περισσότερες από 3.000 μοτοσυκλέτες, σύμφωνα με τον Attila Scheiber. “Η διαδικασία της επιλογής ήταν δύσκολη – αλλά ήταν ένα όμορφο και απρόσμενο πρόβλημα που αντιμετωπίσαμε!”, όπως μας λέει.
Παρ’ όλ’ αυτά, τα παραπάνω άφησαν την ανακατασκευή του χώρου που θα φιλοξενήσει τα εκθέματα να εκκρεμεί, ενώ τα αδέλφια είχαν ήδη αποφασίσει να επεκτείνουν τον χώρο του Μουσείο στα 4.500 τ.μ. προκειμένου να μεγαλώσουν τον αριθμό των εκθεμάτων στις 530 μοτοσυκλέτες συνολικά (σε αντίθεση με τις 350 που ήταν πριν). Η μακροσκελής αίτηση για να πάρουν την άδεια γι’ αυτήν την επέκταση είχε ήδη υποβληθεί, με το αποτέλεσμα να είναι υπέρ τους. Οπλισμένοι με αυτή την έγκριση από τις τοπικές αρχές να ανακατασκευάσουν το Μουσείο σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα σχέδια, οι Scheiber ξεκίνησαν την αποπεράτωση του έργου με την ταχύτητα και το πάθος ανδρών που έχουν συνηθίσει να ολοκληρώνουν τις υποχρεώσεις τους όσο πιο γρήγορα γίνεται, με τις αυστηρότερες προδιαγραφές – και έχοντας τα κεφάλαια για να εξασφαλίσουν κάτι τέτοιο. Ένας στόλος από 30 μπετονιέρες ξεκίνησαν να οργώνουν τους δρόμους ανάμεσα σε Obergurgl και Hochgurgl και μέχρι 100 άνδρες να εργάζονται στο κτίριο, κάθε ώρα της ημέρας. Ως ο μεγαλύτερος εργοδότης στην περιοχή, η οικογένεια Scheiber έχει δημιουργήσει καλή φήμη σε βάθος τεσσάρων γενεών, επομένως η πλήρης υποστήριξη για την αναστήλωση του μουσείου μετά την φωτιά από όλες τις κατευθύνσεις, ήταν προβλεπόμενη.
Δέκα μήνες μετά την ημέρα που ξέσπασε η φωτιά, το πλήρως ανανεωμένο και ολοκληρωτικά ανακατασκευασμένο Μουσείο Μοτοσυκλέτας Top Mountain άνοιξε ξανά στις 18 Νοεμβρίου 2021 – μεγαλύτερο και καλύτερο από πριν, αλλά με την ίδια χαρακτηριστική κεντρική έκθεση, με ξεχωριστές ομάδες μοτοσυκλετών – μόνο που τώρα είναι περισσότερες από πριν. Πράγματι – η συλλογή είναι πολύ μεγαλύτερη και οπωσδήποτε καλύτερη από πριν και αξίζει να κάνετε μία παράκαμψη από το πρόγραμμά σας για να το επισκεφτείτε.
Παραδόξως όμως, δεν υπάρχει κατάλογος που να καλύπτει το Μουσείο, ούτε καν μία λίστα με τις μοτοσυκλέτες που εκτίθενται, κάτι που σίγουρα θα κάλυπτε το κόστος του πολύ γρήγορα. Αυτό σημαίνει ότι γνωρίζεις μόνο ότι βλέπεις μέσω των ελάχιστων πληροφοριών σε μία μεταλλική πλάκα μπροστά από κάθε μοτοσυκλέτα. Επιπλέον, η κύρια έκθεση των μοτοσυκλετών έχει ορισμένα μηχανήματα αρκετά μακριά από τον θεατή – δεν είναι ότι έχει ως προτεραιότητα την ποσότητα σε βάρος της ποιότητας, αλλά υπάρχουν μερικές πραγματικά συναρπαστικές μοτοσυκλέτες που είναι πολύ μακριά για να δεις την κάθε λεπτομέρεια από κοντά. Κρίμα.
Εκτός από τις 530 μοτοσυκλέτες από το 1885 και έπειτα μέχρι το σήμερα και τις ειδικές εκθέσεις, το Μουσείο προσφέρει ένα ακόμα αξιοθέατο που απευθύνεται κυρίως στους νεότερους επισκέπτες. Η KTM έχει υπάρξει σημαντικός υποστηρικτής του Μουσείου Top Mountain από την πρώτη μέρα και πέραν τις 24 μοτοσυκλέτες που δάνεισε από το δικό της μουσείο Motohall στο Mattighofen, συμπεριλαμβανομένης μίας αγωνιστικής RC16 του MotoGP, βοήθησε στην δημιουργία ενός ξεχωριστού τομέα με την ονομασία ‘Motor Experience’. Αυτή η έκθεση πολυμέσων περιλαμβάνει έναν κινηματογράφο 4D, ένα τοίχο με κινητήρες, τεχνολογίες προσομοίωσης που δείχνουν πώς λειτουργούν οι τετράχρονοι και οι δίχρονοι κινητήρες και πολλούς ήχους κινητήρα σε διάφορους σταθμούς που είναι κατανεμημένοι σε όλο τον εκθεσιακό χώρο.
Είναι κάτι που έκανε η KTM στο Motohall, όπου ζωντανεύει τους αναβάτες με τους οποίους έχει κερδίσει τόσους πολλούς τίτλους όλα αυτά τα χρόνια με τον επισκέπτη να ακούει την φωνή τους και να βλέπει την προσπάθειά τους σε ένα τεράστιο video-εμπειρία που επίσης αξίζει την επίσκεψη αν σας βγάλει ο δρόμος προς τα εκεί. Διαφορετικά αντίστοιχη είναι και η εμπειρία στο Top Mountain.
Σκοπός όλων αυτών είναι να δώσουν στους επισκέπτες την δυνατότητα να ‘βιώσουν την γοητεία της οδήγησης μοτοσυκλέτας με όλες τους τις αισθήσεις, ακόμα κι αν δεν έχουν το αντίστοιχο δίπλωμα’, όπως μας ενημερώνει η πινακίδα μπροστά από την είσοδο. Στα αξιοθέατα περιλαμβάνεται το “Sound of Motorbikes”, όπου οι επισκέπτες μπορούν να καθίσουν πάνω σε μία μοτοσυκλέτα-προσομοιωτή και να βιώσουν τις αισθήσεις της οδήγησης μίας πραγματικής, με τους κραδασμούς, το θόρυβο και την δυναμική συμπεριφορά. Και ναι – είναι διασκεδαστικό ακόμα και για όσους από εμάς οδηγούμε πραγματική μοτοσυκλέτα!
Αλλά το βασικό πλεονέκτημα του αναγεννημένου Μουσείου Top Mountain είναι η τεράστια ποικιλία σημαντικών μοτοσυκλετών από όλο τον κόσμο, οι οποίες, χάρη στο αποφασιστικό πάθος και το κίνητρο των αδελφών Scheiber, εκτίθενται ακόμα μία φορά για να μπορούμε εμείς να τις θαυμάσουμε. Μεγαλύτερο, και σίγουρα καλύτερο – αλλά σε απελπιστική ανάγκη ενός ενημερωτικού φυλλαδίου, ή μίας ακουστικής παρουσίασης.