Μεταβίβαση μη ολοκληρωμένη!

Όλα όσα προβλέπει ο νόμος!
Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

14/7/2017

Την πούλησες, αλλά…

Είναι ακόμα στο όνομά σου; Διάβασε τι πρέπει να κάνεις

Πούλησες την μοτοσυκλέτα σου, αλλά η μεταβίβαση έγινε; Μήπως, αν και πέρασαν χρόνια, είναι ακόμα στο όνομά σου; Αν είναι έτσι, τότε όχι μόνο χρωστάς τα τέλη κυκλοφορίας στην εφορία, αλλά υπάρχει μεγάλος κίνδυνος να βρεθείς κατηγορούμενος, αν συμβεί οτιδήποτε που να εμπλέκεται η πρώην μοτοσυκλέτα σου, από ατύχημα έως ληστεία…

Μιλάμε λοιπόν για “οχήματα που δεν τελούν υπό την φυσική κατοχή των ιδιοκτητών τους”.

Ο νόμος ορίζει πως υπεύθυνος για την μεταβίβαση είναι ο αγοραστής, που μέσα σε ένα μήνα από την αγορά θα πρέπει να έχει φροντίσει για την ολοκλήρωση της μεταβίβασης. Μετά τον μήνα, είναι παράνομος, και προβλέπονται αντίστοιχα πρόστιμα.

Πρόσφατα, με την διασταύρωση των (ελλιπέστατων και ανακριβών) στοιχείων για τα ανασφάλιστα οχήματα, προέκυψε μία ακόμα υποχρέωση για όσους δεν έχουν την μοτοσυκλέτα στην φυσική κατοχή τους, αυτή της ασφάλισης. Δηλαδή όχι μόνο χρωστάς τα τέλη, αλλά τώρα υποχρεούσαι και να ασφαλίσεις την μοτοσυκλέτα που δεν έχεις πια… Και οι ποινές είναι αφαίρεση διπλώματος, πινακίδας και άδειας, μαζί με πρόστιμο… Και πως θα παραδώσεις πινακίδα και άδεια που δεν έχεις; Μπέρδεμα.

Ευτυχώς, μετά από ενέργειες του Συνηγόρου του Πολίτη, το 2014, βρέθηκε μια νόμιμη διαδικασία για αυτές τις περιπτώσεις. Πρέπει να σημειωθεί πως η Διεύθυνση Τελών της Γ.Γ. Δημοσίων Εσόδων και το Υπουργείο Μεταφορών δεν αποδέχθηκαν τις προτάσεις, και μόνο το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης αντελήφθη το μέγεθος του προβλήματος κι έκανε κάτι γι’ αυτό!

Και σε δικές μας ερωτήσεις προς τις αρχές, όταν ψάχναμε το ζήτημα, η στάνταρ απάντηση ήταν “Δηλώστε το κλεμμένο”, δηλαδή η προτροπή προς τον πολίτη ήταν… να παρανομήσει!

Υπάρχει όμως η εγκύκλιος 71468/14/418894/11.03.2014, που επιτρέπει στον πολίτη να κάνει στην Τροχαία δήλωση για “μη ολοκληρωμένη μεταβίβαση”. Η διαδικασία έχει ως εξής:

-          Πηγαίνεις στο τμήμα τροχαίας που ανήκει η περιοχή κατοικίας σου.
-          Ζητάς να κάνεις μια δήλωση για “μη ολοκληρωμένη μεταβίβαση”, στην οποία αναφέρεις τα στοιχεία της μοτοσυκλέτας, πότε έγινε η πώληση, και τα στοιχεία του αγοραστή.
-          Με την δήλωση αυτή η μοτοσυκλέτα με τον συγκεκριμένο αριθμό κυκλοφορίας καταχωρείται στην Εθνική Βάση Δεδομένων και αναζητείται, ακριβώς όπως και μια κλεμμένη. Αν η τροχαία σταματήσει την μοτοσυκλέτα για έλεγχο, θα την κατάσχει, μαζί με την άδεια κυκλοφορίας, μέχρι να ολοκληρωθεί η μεταβίβαση.
-          Παράλληλα, η δήλωση αυτή στην τροχαία έχει και ισχύ μήνυσης, ο αγοραστής αναζητείται για να ειδοποιηθεί, και η υπόθεση πηγαίνει σε πταισματοδικείο.
-          Με την βεβαίωση που θα πάρεις από την τροχαία, πηγαίνεις στην εφορία, κάνεις αίτηση, παίρνεις αριθμό πρωτοκόλλου και την καταθέτεις, γεγονός που σε απαλλάσσει από μελλοντικά τέλη κυκλοφορίας και υποχρέωση ασφάλισης.
-          Με την κατάθεση της βεβαίωσης στην εφορία, το όχημα θεωρείται πως είναι σε ακινησία, συνεχίζοντας όμως να σου ανήκει, μέχρι να γίνει μεταβίβαση (αν γίνει ποτέ…

Και τι γίνεται με τα τέλη κυκλοφορίας που έχουν βεβαιωθεί στο όνομά σου, αλλά κάποιος άλλος θα έπρεπε τόσα χρόνια να πληρώνει; Σε έναν ιδανικό κόσμο, ο αγοραστής-αλλά-όχι-ακόμα-ιδιοκτήτης, μόλις διαπίστωνε το γεγονός, θα έτρεχε στην εφορία για να πληρώσει όλες τις οφειλές τελών από την στιγμή που αγόρασε την μοτοσυκλέτα (τα τέλη για κάθε χρονιά εις διπλούν, συν ενδεχόμενες προσαυξήσεις…), στο υπουργείο για μεταβίβαση και μετά κατ’ ευθείαν θα έκανε ασφάλεια, στο όνομά του πια. Αλλά αν δεν έχει ενδιαφερθεί ενδεχομένως για χρόνια, τώρα θα ενδιαφερθεί, για χρέη που έχει άλλος στην εφορία, από δική του όμως παράλειψη;

η στάνταρ απάντηση ήταν “Δηλώστε το κλεμμένο”, δηλαδή η προτροπή προς τον πολίτη ήταν… να παρανομήσει!

Ο ιδιοκτήτης έχει δύο δρόμους μπροστά του: Ο πρώτος είναι να απευθυνθεί μέσω δικηγόρου στο δικαστικό τμήμα της εφορίας, και να διεκδικήσει την μη καταβολή των τελών που έχουν βεβαιωθεί στο όνομά του, αποδεικνύοντας προφανώς το πότε έγινε η πώληση, και από πότε είχε υποχρέωση από τον νόμο ο αγοραστής να ολοκληρώσει την μεταβίβαση. Το Υπουργείο Οικονομικών θεωρεί (με εγκύκλιο του 2013) πως για να δεχτεί πως ο ιδιοκτήτης “δεν υπέχει υποχρέωση καταβολής τελών κυκλοφορίας για το χρονικό διάστημα που το όχημα δεν βρίσκεται στην φυσική κατοχή του, πρέπει να διαπιστώνεται το γεγονός που αποκαλείται δια δικαστικής αποφάσεως”.

 

Βρήκαμε έγγραφο της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, της 25/6/2015, όπου αναφέρεται και το περί δικαστικής αποφάσεως, αλλά και πως “τα επιβατικά αυτοκίνητα οχήματα που καταχωρούνται στην ως άνω Εθνική Βάση Δεδομένων με «δήλωση μη μεταβίβασης οχήματος» ως «Απολεσθέντα – ανευρεθέντα – κλαπέντα αντικείμενα και αναζητήσεις προσώπων και πραγμάτων» μπορούν να τεθούν σε αναγκαστική ακινησία από τους κατά τα ως άνω ιδιοκτήτες τους, από την ημερομηνία συντέλεσης του συμβάντος όπως αυτή θα προκύπτει από τη σχετική βεβαίωση που θα χορηγείται για το σκοπό αυτό από τις κατά τόπους Αστυνομικές Υπηρεσίες που ασκούν καθήκοντα Τροχαίας, η οποία και θα υποβάλλεται ως υποχρεωτικό δικαιολογητικό στις αρμόδιες φορολογικές αρχές (Δ.Ο.Υ.), από κοινού με την σχετική αίτηση θέσης σε αναγκαστική ακινησία του κατά περίπτωση επιβατικού αυτοκινήτου. Κάθε άλλη αντίθετη με την ως άνω θέση της Διοίκησης, παύει να ισχύει από την έκδοση της παρούσας.”

Στην παραπάνω παράγραφο του εγγράφου οι λέξεις κλειδιά είναι “ από την ημερομηνία συντέλεσης του συμβάντος”. To “συμβάν”, όπως ορίζει ο ΚΟΚ και όπως μας είπαν στην τροχαία, είναι η μη ολοκλήρωση της μεταβίβασης από τον αγοραστή. Αυτή είναι η αξιόποινη πράξη, και ο χρόνος που συντελέστηκε προκύπτει από την δήλωση του ιδιοκτήτη, όπως αποτυπώνεται στην βεβαίωση που σου δίνει η τροχαία, και με την οποία ουσιαστικά θα έπρεπε να θεωρείται το όχημα σε ακινησία “από το συμβάν”, δηλαδή έναν μήνα μετά την πώληση. Αυτό που κάνει η εφορία όμως, είναι να αγνοεί τον ΚΟΚ και τις ευθύνες του αγοραστή όπως ορίζει ο νόμος, και να ακολουθεί την απλή λύση του να εξακολουθεί να ζητάει τα τέλη από τον ιδιοκτήτη, κι όχι από τον αγοραστή που έχει και την ευθύνη.

Ο δεύτερος δρόμος, αν αποτύχει ο πρώτος, είναι η αγωγή του ιδιοκτήτη κατά του αγοραστή. Κι αυτός ο δρόμος έχει έξοδα (περισσότερα) και αμφίβολη κατάληξη. Κι εν τω μεταξύ, ο ιδιοκτήτης θα πρέπει να έχει εξοφλήσει στην εφορία τα τέλη.

Συμπέρασμα; Ου μπλέξεις. Φροντίζετε πάντα να ολοκληρώνονται οι μεταβιβάσεις, κρατάτε αντίγραφα από τα πάντα. Τουλάχιστον υπάρχει μια νόμιμη διαδικασία, αν και δεν ξεκαθαρίζει πλήρως το ζήτημα, αφού τα εμπλεκόμενα υπουργεία έχουν το καθένα άλλη άποψη, δίνοντας την δική τους ερμηνεία, συνεχίζοντας να ταλαιπωρούν τον πολίτη.

 

Σχετικά έγγραφα:

 

Η γένεση της αξιόπιστης ιαπωνικής πολυπλοκότητας

Με το πλεονέκτημα της επιλεκτικής "αντιγραφής"
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

25/7/2022

Από το 1900 τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες είχαν ξεπεράσει το στάδιο της “πατέντας” και του “πρωτότυπου” και είχαν γίνει πλέον “βιομηχανικά προϊόντα”. Έως το 1940 οι μηχανολόγοι είχαν ανακαλύψει και είχαν δοκιμάσει τα πάντα σε ό,τι είχε σχέση με τους κινητήρες εσωτερικής καύσης. ΤΑ ΠΑΝΤΑ.

Υπερσυμπιεστές, ψεκασμοί, δεσμοδρομικά συστήματα κίνησης βαλβίδων, υγρόψυκτοι δίχρονοι, δίχρονοι με υπερσυμπιεστή, τετραβάλβιδοι θάλαμοι καύσης, εκκεντροφόροι επικεφαλής, ξηρά κάρτερ, κράματα μαγνησίου και αλουμινίου, ηλεκτρικά αυτοκίνητα, τετρακύλινδρες εν σειρά μοτοσυκλέτες, V12 και V16 αυτοκίνητα, αυτοφερόμενα πλαίσια monocoque, αναρτήσεις μοχλισμού, υδραυλικά αμορτισέρ, υδραυλικά φρένα, περιστροφικά αμορτισέρ… You name it!

 

Τετρακύλινδρη εν σειρά του 1912

Οποιαδήποτε μοτοσυκλέτα και αυτοκίνητο έχει κατασκευαστεί μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έχει “αντιγράψει” μία ή περισσότερες τεχνολογικές λύσεις που ήδη υπήρχαν από το 1930 (οι περισσότερες από αυτές από το 1915). Οπότε όποιος κατηγορεί οποιονδήποτε για αντιγραφή βλέπει τον κόσμο μέσα από την κλειδαρότρυπα του δωματίου του, διότι στην πραγματικότητα θα πρέπει να χρησιμοποιούμε τον όρο “επιλογή” και όχι “αντιγραφή”.

 

Μέχρι το 1950 που οι Αμερικάνοι και οι Ρώσοι άρχισαν να χρησιμοποιούν μαζικά την τεχνολογία των κινητήρων Jet και των πυραύλων που είχαν πάρει από τους Ναζί, ξεκινώντας τον σκληρό ανταγωνισμό τους για την κατάκτηση του διαστήματος, τα μαχητικά αεροπλάνα χρησιμοποιούσαν κινητήρες εσωτερικής καύσης με έμβολα. Διαθέτοντας άφθονο χρήμα και τους καλύτερους μηχανολόγους του κόσμου, οι πολεμικοί αεροπορικοί κινητήρες της κάθε χώρας αποτελούσαν την τεχνολογική αφρόκρεμα, καθώς η απόδοση και η αξιοπιστία τους έκρινε το αποτέλεσμα της μάχης. Την ίδια στιγμή, τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες απευθύνονταν αποκλειστικά στους βαθύπλουτους και την πολύ υψηλή κοινωνία, αποτελώντας αντικείμενα επίδειξης οικονομικής δύναμης και όχι μεταφορικά μέσα. Αυτό σημαίνει πως ο βασικός στόχος των κατασκευαστών τους ήταν να εντυπωσιάσουν τους πελάτες με τις επιδόσεις και την “ανώτερη” τεχνολογία τους, υιοθετώντας κάθε τι που είχε σχέση με τα πολεμικά αεροπλάνα και δεν είναι καθόλου τυχαίο που πολλά αυτοκίνητα της εποχής είχαν στον πίνακα οργάνων τους δείκτη υψόμετρου! 

 

Κινητήρας Peugeot με δεσμοδρομικό σύστημα κίνησης βαλβίδων του 1916

Η μέγαλη διαφορά του τότε με το σήμερα είναι πως δεν υπήρχε εύκολος τρόπος να αντιγράψεις τις τεχνολογικές λύσεις μιας άλλης χώρας.

Τα ταξίδια από τη μία χώρα στην άλλη διαρκούσαν μήνες, τα πανεπιστήμια δεν είχαν internet και η επικοινωνία γινόταν με… ταχυδρομικά περιστέρια.

Το τί έκαναν οι υπόλοιποι μηχανολόγοι στις άλλες χώρες το μάθαινες και το έβλεπες στους αγώνες ταχύτητας και στο πεδίο της μάχης. Προφανώς στις μάχες δεν υπήρχε περίπτωση να σου πει ο πιλότος της αντίπαλης χώρας για την τεχνολογία του αεροπλάνου του, ούτε φυσικά στους αγώνες σου έλεγαν τί είχαν τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες τους, αφού έτρεχαν ως εθνικές ομάδες και τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες ήταν βαμμένα στα εθνικά χρώματα (μπλε τα γαλλικά, πράσινα τα βρετανικά, ασημί τα γερμανικά, κόκκινα τα ιταλικά κ.ο.κ.). Η κατασκοπία και η “κλοπή” σχεδίων, ακόμα και οι δολοφονίες μηχανολόγων ήταν πολύ συνηθισμένη πρακτική.

 

Δίχρονος DKW με υπερσυμπίεστη του 1935

Σήμερα βέβαια, η πρόσβαση στην υψηλή τεχνολογία είναι μόνο θέμα χρημάτων. Με ένα κλικ στο ποντίκι του ηλεκτρονικού σου υπολογιστή μπορείς να φτιάξεις τη δική σου εταιρεία μοτοσυκλετών ή αυτοκινήτων, χωρίς να χρειάζεται να έχεις δικό σου εργοστάσιο. Ούτε καν δικές σου αποθήκες δεν χρειάζεσαι. Εννοείται πως δεν υπάρχουν εθνικοί φραγμοί και είναι ελάχιστες οι περιπτώσεις που η εθνική ταυτότητα του αγοραστή αποτελεί πρόβλημα για την πώληση τεχνολογίας από την μία χώρα στην άλλη.

Όμως μετά τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά και η βιομηχανία των μοτοσυκλετών δεν είχε καμία σχέση με το παρόν.

Κάθε χώρα είχε τα δικά της προβλήματα και η εθνική οικονομία καθόριζε την στρατηγική των εταιρειών. Η Βρετανία ήταν από τους νικητές του πολέμου και ως σύγχρονη αυτοκρατορία της εποχής (Ινδία, Χονγκ Κονγκ, Μακάο, Αυστραλία, Καναδάς και πολλές αφρικανικές χώρες ήταν και παραμένουν…. υπό την πολιτική και επιχειρηματική επιρροή της) έπρεπε η εθνική βιομηχανία της να τροφοδοτήσει με οχήματα τις αποικίες της. Σε αυτή τη μεγάλη προστατευμένη αγορά, δεν είχε κανέναν σοβαρό ανταγωνιστή και η βιομηχανία της δεν χρειαζόταν να κοπιάσει ιδιαίτερα για να πουλήσει. Το ζητούμενο ήταν να φτιάξει όσα περισσότερο οχήματα μπορούσε, το συντομότερο χρονικό διάστημα. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που οι Βρετανοί άφησαν στην άκρη τους μεγάλους, πανάκριβους και περίπλοκους V2 κινητήρες των 1000 κυβικών και στράφηκαν στους μονοκύλινδρους και στην πιο απλή μορφή των δικύλινδρων εν σειρά.

Βρετανικός V2 κινητήρας JAP με 980 κυβικά του 1928

Την ίδια στιγμή η αποδεκατισμένη από επιστήμονες και κουτσή από εγκαταστάσεις εθνική βιομηχανία της Γερμανίας και της Ιταλίας, δηλαδή των χαμένων του πολέμου, έπρεπε να κατασκευάζει πολλά, μικρά-φτηνά οχήματα για να προσφέρουν οικονομική μετακίνηση στους κατοίκους τους, υπό τους αυστηρούς περιορισμούς στην πρόσβαση πρώτων υλών που τους είχαν θέσει οι νικητές του πολέμου.

Στη Γαλλία, τη χώρα που γεννήθηκαν οι πιο νεωτεριστικές μηχανολογικές ιδέες (στα όρια του σουρεαλισμού κάποιες φορές) η φορολογική πολιτική των μεταπολεμικών κυβερνήσεων στραγγάλισε την εθνική βιομηχανία της και την οδήγησε στην εσωστρέφεια. 

Στις ΗΠΑ από την άλλη μεριά, τα δολάρια και τα πετρέλαια “έτρεχαν” στους ολοκαίνουριους δρόμους με τις τέσσερεις λωρίδες κυκλοφορίας και οι Αμερικάνοι κατανάλωναν σε τεράστιες ποσότητες τα πάντα. Η εθνική βιομηχανία τους επικεντρώθηκε στην ποσότητα και τον εντυπωσιασμό, οπότε από τις Duesenberg με τους δύο επικεφαλής εκκεντροφόρους και τους υπερσυμπιεστές του 1931 και τις V12 Packard και V16 Cadillac  του 1912 και του 1921 , κατάντησαν να κατασκευάζουν V8 αυτοκίνητα με ωστήρια και από τις τετρακύλινδρες Henderson έμειναν κολλημένοι για πάντα στις V2 με περιεχόμενη γωνία της 45⁰ και ξεχωριστό κιβώτιο ταχυτήτων που έπαιρνε κίνηση με αλυσίδα.  Άφθονα κυβικά και γρήγορη διαδικασία παραγωγής, με ευκολία επισκευής από ανειδίκευτους μηχανικούς. “Bigger – Looonger – Looower” και “You can fix it with a hammer” ήταν η συνταγή της επιτυχίας στις ΗΠΑ.

 

Αμερικάνικος οκτακύλινδρος εν σειρά με 2ΕΕΚ και υπερσυμπιεστή των αδερφών Duesemberg του 1931

Σε όλη αυτή την ιδιόμορφη μεταπολιτική κατάσταση στον κόσμο, η Ιαπωνική εθνική βαριά βιομηχανία δεν είχε απολύτως τίποτα! Η τοπική αγορά ήταν πολύ μικρή και κυρίως πολύ φτωχή για να καταναλώσει τα προϊόντας της σε ποσότητες που θα της επέτρεπαν να επιβιώσει. Την ίδια στιγμή το τεχνολογικό επίπεδο και οι βιομηχανικές υποδομές της ήταν αστείες για να κατασκευάσει προϊόντα προς εξαγωγή.

Τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες που κατασκεύαζαν ήταν αντίγραφα προπολεμικών βρετανικών σχεδίων (όχι κλεμμένα, κανονικά αγορασμένα blue-print) και οι εγκαταστάσεις των εργοστασίων τους είχαν υποστεί ολική καταστροφή. Η βιομηχανική τεχνολογία/τεχνογνωσία τους (το know-how δηλαδή) ήταν υποτυπώδης και ο ισχυρισμός πως οι καμικάζι έριχναν τα αεροπλάνα στο στόχο τους (θυσιάζοντας τη ζωή τους προφανώς) γιατί ήταν τόσο κακά που δεν είχαν καμία άλλη επιχειρησιακή/επιθετική δυνατότητα έναντι των αντιπάλων τους, δεν είναι πολύ μακριά από την πραγματικότητα.

Ο μόνος τρόπος επιβίωσης της Ιαπωνικής εθνικής βιομηχανίας οχημάτων ήταν οι μαζικές εξαγωγές στην υπερκαταναλωτική αγορά των ΗΠΑ και ο μόνος τρόπος για να τα κατασκευάσουν σε σύντομο χρονικό διάστημα είναι να πάρουν έτοιμη τεχνογνωσία.

Το γεγονός όμως πως δεν είχαν “παράδοση” στην κατασκευή οχημάτων και τα εργοστάσια τους είχαν ισοπεδωθεί από τους βομβαρδισμούς είχε και ένα ΤΕΡΑΣΤΙΟ πλεονέκτημα.

Το πλεονέκτημα ήταν πως ξεκινούσαν από ένα λευκό χαρτί και μπορούσαν να διαλέξουν τα καλύτερα στοιχεία από τις εθνικές βιομηχανίες των υπόλοιπων χωρών. Επίσης, τα καινούρια εργοστάσια που έφτιαξαν διέθεταν σύγχρονο εξοπλισμό και ήταν έτοιμα να εφαρμόσουν στην παραγωγή τις νέες μεθόδους κατασκευής που είχαν ανακαλυφθεί από την πολεμική βιομηχανία κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (κυρίως τη γερμανική).

Έχοντας ήδη δεσμούς με την βρετανική βιομηχανία οχημάτων πριν τον πόλεμο, αλλά και με τους μηχανολόγους της Ανατολικής Γερμανίας να έχουν “τάσεις φυγής” από τη Σοβιετική Ένωση στην οποία είχε περιέλθει πλέον η μισή Γερμανία, τα Ιαπωνικά εργοστάσια ξεκίνησαν ένα σαφάρι συλλογής βιομηχανικής τεχνογνωσίας, κυρίως από αυτές τις δύο χώρες. Από τους Βρετανούς πήραν μόνο την εμφάνιση των μοτοσυκλετών τους, ενώ από τους Γερμανούς πήραν τις μεθόδους κατασκευής και την “στρατιωτικών προδιαγραφών” ποιότητα κατασκευής (μαζί με την τεχνολογία των δίχρονων και Wankel κινητήρων). Οι περισσότερες γερμανικές μοτοσυκλέτες εξελίχθηκαν για τις ανάγκες του στρατού και είχαν πολύ καλή στεγανοποίηση του ηλεκτρικού συστήματος .

 

Zundapp K 800, τετρακύλινδρη boxer του 1938

Επίσης οι Γερμανοί χρησιμοποιούσαν τα καλύτερα συστήματα τροφοδοσίας για μοτοσυκλέτες (τα γαλλικά καρμπιρατέρ της SOLEX, τα σχέδια των οποίων το 1960 αγόρασαν οι Ιάπωνες ιδρύοντας την Mikuni) ώστε να αντέχουν σε όλες τις καιρικές συνθήκες του πολέμου.

Επίσης από τις γερμανικές μοτοσυκλέτες εμπνεύστηκαν τη στρατιωτική (κυρίως αεροπορική) φιλοσοφία σχεδιασμού των κινητήρων τους, η οποία θέλει κάθε εξάρτημα να κάνει μόνο μία δουλειά και έπαιξε τεράστιο ρόλο στην αξιοπιστία τους.

Οι βρετανοί ήταν οπαδοί της σχεδιαστικής και κατασκευαστικής απλότητας και οι περισσότεροι κινητήρες τους χρησιμοποιούσαν απλοϊκά συστήματα λίπανσης και ηλεκτρικά συστήματα με αμφισβητούμενη αντοχή στο χρόνο (LUCAS…. The Prince Of Darkness…).

Όταν χρησιμοποιείς ένα εξάρτημα για να κάνει δύο ή τρεις δουλειές (π.χ. η καδένα κίνησης του εκκεντροφόρου να πρέπει ταυτόχρονα να μεταφέρει από τα κάρτερ το λάδι στην κεφαλή για λίπανση του συστήματος κίνησης των βαλβίδων ή η λίπανση να γίνεται με το λάδι που πλατσουρίζει ο στρόφαλος όταν περιστρέφεται, τότε το πιθανότερο είναι να κάνει και τις δύο δουλειές λάθος.

Αντιθέτως, όταν το κάθε εξάρτημα κάνει μόνο μία δουλειά μπορεί να την κάνει άριστα και οι πιθανότητες να χαλάσει είναι πολύ μικρότερες αφού κάνει μόνο τη δουλειά για την οποία έχει σχεδιαστεί και κατασκευαστεί.

Αυτό λοιπόν που εκ πρώτης όψεως φαίνεται περίπλοκο και σε κάνει να πιστεύεις ότι έχει πολλά πράγματα που θα μπορούσαν να χαλάσουν, στην πραγματικότητα ήταν το μυστικό της αξιοπιστίας των ιαπωνικών και γερμανικών κινητήρων, εκείνες τις πρώτες δεκαετίες μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Οι πρώτες Ιαπωνικές μοτοσυκλέτες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μοιάζουν πολύ με τις βρετανικές στα χαρτιά, όμως κατασκευαστικά είχαν πολύ πιο στενή σχέση με τη γερμανική βιομηχανία.

Έχοντας στα χέρια τους ό,τι χρειάζονταν για να κατασκευάσουν αξιόπιστες μοτοσυκλέτες και να τις πουλήσουν σε μεγάλες ποσότητες στις ΗΠΑ, το επόμενο βήμα που έπρεπε να κάνουν τα ιαπωνικά εργοστάσια για να κατακτήσουν τον κόσμο ήταν να μπουν στα μεγάλα σαλόνια της Ευρώπης συμμετέχοντας στα Grand Prix…

Μόνο που εκεί θα έβρισκαν μπροστά τους ένα ανορθόδοξο βιομηχανικό “γαλατικό χωριό”… τους Ιταλούς!