#MENOUMESPITIMEMOTO - Απίστευτες ιστορίες με τα τελευταία δέκα λίτρα βενζίνη - Αρχείο Περιοδικού ΜΟΤΟ

Οι ιστορίες της συνακτικής ομάδας του ΜΟΤΟ
3/4/2020

Απίστευτες ιστορίες με τα τελευταία δέκα λίτρα βενζίνη

Τι θα κάνατε με τα τελευταία δέκα λίτρα βενζίνης του πλανήτη; Πώς θα τα καίγατε; Τι όνειρο θα θέλατε να ζήσετε (ή να ξαναζήσετε;). Πού θα βρισκόσασταν όταν θα έκανε το τελευταίο "βήξιμο" και θα έσβηνε για πάντα η μοτοσυκλέτα σας; Εμείς κάτι σκεφτήκαμε...

Μένουμε σπίτι και το ΜΟΤΟ βάζει ένα λιθαράκι για να γίνει ακόμη πιο ευχάριστη αυτή διαμονή! Μια ελάχιστη προσφορά στους αναγνώστες μας με παλαιότερα άρθρα του περιοδικού που αποτελούν σημείο αναφοράς, τα οποία θα σας ταξιδέψουν, θα σας γεμίσουν με αδρεναλίνη, θα σας κάνουν να γελάσετε, θα σας κάνουν να προβληματιστείτε και -το κυριότερο- θα σας κρατήσουν συντροφιά αυτές τις δύσκολες ώρες που περνάμε όλοι. Μια πρώτης τάξεως αφορμή για να μείνουμε σπίτι, με ή χωρίς καραντίνα...!

Το άρθρο προέρχεται από το αρχείο του περιοδικού ΜΟΤΟ και αναδημοσιεύεται από την αρχική του μορφή δίχως αλλαγές. Αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του περιοδικού, μαζί με τις φωτογραφίες που το συνοδεύουν. Απαγορεύεται οποιαδήποτε αντιγραφή, οικειοποίηση μέρους ή του συνόλου του κειμένου και των φωτογραφιών, παραλλαγή ή χρήση πέραν της ανάγνωσης.

Honda PC-50 με τετράχρονο κινητήρα 50 κυβικών και πετάλια. Καταναλώνει ένα λίτρο για κάθε ενενήντα χιλιόμετρα με μέση ταχύτητα 25km/h

 

Αθήνα - Everest με 10 λίτρα

Του Χρήστου Πατεράκη

Ευτυχώς ο μόνος περιορισμός μου είναι τα δέκα λίτρα. Αν και τώρα που το σκέφτομαι, μου είναι υπεραρκετά για να πραγματοποιήσω το ταξίδι των ονείρων μου, έστω και αν αυτό θα γίνει με μοτοποδήλατο

Έτσι κι αλλιώς, τα μισά πράγματα απ’ όσα έπρεπε θα έπαιρνα. Όχι πως δεν έχω χώρο στο μικρό Honda PC50 του 1969, απλά είναι θέμα νοοτροπίας. Άλλωστε τα δέκα λίτρα επιβάλουν fast and light λογική. Ξεχνάω λοιπόν τριβάλιτσα, σαμάρια και tank bag, και τα αγαπημένα μου και πιστά ορειβατικά σακίδια φορτώνονται το ένα στην πελώρια σχάρα, και το άλλο μπροστά ανάμεσα στα πόδια για να παίζει και τον ρόλο του φέρινγκ στις μεγάλες και βαρετές ευθείες της εθνικής. Δεν έχω ιδέα για το πότε θα φτάσω, αλλά σας παρακαλώ πολύ μην με πιέζετε. Αρκετά έχω κουραστεί τόσα χρόνια με κάθε λογής δίτροχο, δίχρονο και τετράχρονο, προσπαθώντας να πάω γρήγορα σε δρόμους και πίστες, σε χωράφια βουνά και εθνικές.

Αφήστε με να αφουγκραστώ με κάθε τελετουργία τον ήχο της εξάτμισης, τον κραδασμό στο τιμόνι και τη μοναδική αίσθηση, όταν περιστρέφοντας με το χέρι το γκριπ του γκαζιού, αυτό που καβαλάω προχωράει, παράγοντας και τον χαρακτηριστικό ήχο. Χωρίς καμία προσπάθεια και χωρίς να βλέπουμε κάτι. Μια αίσθηση μοναδική, που πολύ γρήγορα τη θεωρούμε δεδομένη. Όταν για πρώτη φορά ανέβηκα σε μηχανάκι (Honda C50), άνοιξα το γκάζι κι αυτό προχώρησε, εκστασιάστηκα. Αυτή λοιπόν την έκσταση θέλω να νιώσω όσο περισσότερο γίνεται, και αυτό είναι το πρώτο που θα μου λείψει αν σταματήσουν ποτέ να υπάρχουν μοτοσυκλέτες που καίνε βενζίνη. Φέρτε λίγο στο μυαλό σας πόσο ωραία αίσθηση είναι να παίρνει ξανά μπροστά η μοτοσυκλέτα σας αφότου είχε μείνει από βενζίνη, και θα καταλάβετε τι εννοώ.

Everest έρχομαι...

 

Κιόλας έφτασα στα πρώτα διόδια. Μου πήρε τέσσερις ώρες περίπου κάνοντας πετάλι μέχρι εδώ, αφού μόνο όπου είναι άκρως απαραίτητο βάζω τον κινητήρα σε λειτουργία. Βάσει υπολογισμών και μέσης κατανάλωσης του PC, τα 10 λίτρα επαρκούν για σχεδόν χίλια χιλιόμετρα. Ούτε καν το ένα τρίτο για την απόσταση που έχω να διανύσω... αλλά δεν με νοιάζει. Έτσι θα εκτιμήσω το κάθε ml καύσιμου τόσο πολύ, που κάθε φορά που θα βάζω σε λειτουργία τον κινητήρα θα είναι σαν να οδηγώ μοτοσυκλέτα για πρώτη φορά. Ξανά και ξανά θα νιώθω και θα εκτιμώ την αίσθηση του “ανοίγω το γκάζι και προχωράω” και αυτό για χιλιάδες χιλιόμετρα, σε διαφορετικά μέρη του κόσμου, και μάλιστα με στόχο να φτάσω στο υψηλότερο μέρος του κόσμου.

Στις κατηφόρες και τις ευθείες ο κινητήρας απλά δεν χρειάζεται

 

Με αυτές τις σκέψεις στην πίσω πλευρά του μυαλού, είμαι κιόλας τρεις μέρες μετά στα Τέμπη. Έχει μποτιλιάρισμα από το μπλόκο που κάνουν οι αγρότες, αλλά βλέποντας από μακριά ένα τύπο με ένα μικροσκοπικό μηχανάκι τίγκα φορτωμένο να κάνει πετάλι, έβγαλαν τα τρακτέρ, σκούπισαν τον δρόμο, ενώ μου φόρτωσαν και ένα δεκάκιλο καρπούζι για κολατσιό στον δρόμο. Άμα πηγαίνεις σιγά έχεις και τα τυχερά σου.

120 χιλιόμετρα σπρώξιμο στη θάλασσα των πάγων

 

Δεν έχουν περάσει ούτε δύο μήνες και είμαι στην πρωτεύουσα της Τουρκίας. Δυστυχώς έχω φάει ένα ολόκληρο λίτρο βενζίνης και έχω αποφασίσει ότι από εδώ και στο εξής θα κάνω οικονομία. Θα βάζω τον κινητήρα σε λειτουργία μόνο όταν η κλίση του δρόμου είναι πολύ μεγάλη, και στον υπόλοιπο δρόμο μόνο πετάλι. Άλλωστε πρέπει να βελτιώσω ακόμα περισσότερο τη φυσική μου κατάσταση για την ανάβαση στο Everest. Άσε που άμα βάζω τον κινητήρα σε λειτουργία, θα φτάσω γρήγορα στο βουνό και θα είναι περίοδος μουσώνων, και δεν θα μπορώ να ανέβω αμέσως. Δεν πειράζει, αργά βαδίζω ζωή κερδίζω.

Το Base Camp είναι ο τελευταίος σταθμός για το PC. Από εκεί και πάνω με τα πόδια...

 

Εδώ στο Αφγανιστάν που βρίσκομαι τώρα, βρίσκεται ταυτόχρονα και ο χειμώνας. Οι δρόμοι έχουν κλείσει από τον πάγο, αλλά ευτυχώς έχω χειμερινό εξοπλισμό και δεν με νοιάζει και τόσο. Έχω φορέσει στα πόδια τα κραμπόν που είχα για το βουνό (πρόσθετα καρφιά που μπαίνουν στις μπότες για να καρφώνουν στον πάγο) και πλέον σπρώχνω το μηχανάκι με τα πόδια. Όταν το χιόνι και ο πάγος επιτρέπουν να καβαλήσω, τότε να δεις το πόσο εκτιμώ όχι μόνο το γκάζι, αλλά και τη μαγεία της περιστροφής του τροχού. Προχθές σταμάτησα το σπρώξιμο και καβάλησα το μηχανάκι μετά από 120 χιλιόμετρα. Εκεί να δεις χαρά και συγκίνηση, όταν η ταχύτητα μου σε μια κατηφόρα ξεπέρασε τα 45 χιλιόμετρα την ώρα. Είχα σχεδόν ξεχάσει το πόσο ωραία είναι να κάθεσαι πάνω σε δύο ρόδες και αυτές να σε “πηγαίνουν”.

Είναι χωματερό το PC

 

Όταν μάλιστα έφτασα σε μια μεγάλη ανηφόρα, αποφάσισα να το γιορτάσω βάζοντας όχι μόνο μπροστά τον κινητήρα αλλά ανοίγοντας και τέρμα το γκάζι! Είχα πολλούς μήνες να πάω με πάνω από δώδεκα χιλιόμετρα την ώρα σε ανηφόρα, και η αδρεναλίνη έτρεχε σαν καταρράκτης από κάθε αδένα μου. Ένιωθα την καρδιά μου να χτυπάει και να περιστρέφεται σαν τετρακύλινδρο 250, ενώ έβγαινα τόσο δυνατά από κάθε στροφή, που ενστικτωδώς πίεζα το εξωτερικό πετάλι για να μην “φάω” highsiding...

Μετά το PC ανέλαβαν τα πόδια...

 

Δεν ξέρω πόσος καιρός έχει περάσει από τότε που ξεκίνησα, αλλά πλέον όλα μου τα μαλλιά είναι άσπρα, πρωταθλητής MotoGP είναι ο Nicola Kanepa, και εγώ συνεχίζω ακατάπαυστα το πετάλι. Έχει πάψει πλέον να με αγχώνει ο χρόνος, άλλωστε δεν με πήραν και τα χρόνια και ακόμα και μεσήλικας θα μπορέσω να ανέβω στο Everest. Είμαι μια ανάσα πριν από την Ινδία και το Kathmandu και πιστεύω ότι μέσα σε αυτή τη χρονιά θα ξεκινήσω την ανάβαση. Το μηχανάκι μου είναι ακόμα σε άριστη κατάσταση και το μόνο που αλλάζω σε κάθε μεγάλη πόλη που διασχίζω, είναι πετάλια και δισκοβραχίονες. Για το μοτέρ ούτε λόγος. Δουλεύει σαν ραπτομηχανή. Είχα να το βάλω μπρος 2,5 μήνες και προχθές πήρε με την πρώτη πεταλιά!

Έχω αρχίσει να φοβάμαι ότι η λίγη και μονάκριβη βενζίνη που μου έχει απομείνει, μπορεί να αρχίσει να εξατμίζεται και αυτό με αναγκάζει να πάω λίγο πιο γρήγορα. Παραλίγο να με γράψουν για υπερβολική ταχύτητα στα σύνορα της Ινδίας. Έχει για τα καλά ξεπροβάλει πίσω από την πόλη η πελώρια κορυφή και νιώθω ότι όλο και πλησιάζω στον στόχο μου. Καθώς “πεταλάρω” εδώ και μια εβδομάδα σε κάτι ατελείωτες ανηφόρες, κάνω έναν μικρό απολογισμό. Καταναλώθηκαν όπως θα έπρεπε τα χιλιάδες λίτρα βενζίνης που πέρασαν από τα χέρια μου; Στο μυαλό μου τρέχουν δρόμοι και ποτάμια στην Αλβανία, στη Σερβία και στον Βαρνούντα, πίστες υπέροχες στην Πορτογαλία, αγώνες μονοπάτια και ειδικές στη Ρουμανία, αλλά και μάχες στις Σέρρες και τα Μέγαρα με την καρδιά να χτυπά με μανία.

Ευτυχώς οι μεγάλες διαστάσεις των τροχών, επιτρέπουν την άνετη κίνηση και στο χώμα. Η ταχύτητα σε αυτές τις ευθείες ξεπερνούσε τα οχτώ χιλιόμετρα την ώρα

 

Την ώρα που ένα μεγάλο χαμόγελο έχει σχηματιστεί στα χείλια και την καρδιά από τις παραπάνω σκέψεις, θα αρχίσω να νιώθω τις χαρακτηριστικές διακοπές που κάνει ο κινητήρας όταν μένει από βενζίνη. Αυτό ήταν. Τα δέκα ολόκληρα λίτρα μου έχουν λάβει τέλος. Αφήνω στην άκρη του δρόμου το μικρό μου μοτοποδήλατο, βάζω σε μια όμορφη γωνιά στην καρδιά και στο μυαλό το κομμάτι μοτοσυκλέτα, φορτώνομαι τα σακίδια και φεύγω για νέες συγκινήσεις...

Έτσι έγινα μετά την ανάβαση στο Everest

 

Hugh, άνοιξέ μου!

Του Θάνου Αμβροσιάδη Φελούκα

Η πολιτεία της California ήταν η πρώτη που απαγόρευσε τα οχήματα με κινητήρες εσωτερικής καύσης. Πρωτοπόρος στην εναλλακτική κίνηση, όπως ονομαζόταν αρχικά, και προνομιούχα στον τομέα της ηλιακής ενέργειας, λόγω γεωγραφικής θέσης, σήμανε από νωρίς την έναρξη της αλλαγής

Στο Los Angeles, ένα από τα κέντρα επιρροής της παγκόσμιας κοινής γνώμης, δεν άκουγες τίποτα στις πηγμένες από κίνηση λεωφόρους, παρά μόνο τον ήχο από τους ανεμιστήρες που προσπαθούσαν να κρατήσουν ψυχρές τις μπαταρίες των οχημάτων. Ο Mat μου είχε τηλεφωνήσει τρεις φορές για το παλιό Nissan Maxima που ήταν στο όνομά μου και είχα αφήσει στο γκαράζ του, για να έχω ένα μέσο μετακίνησης όταν πήγαινα, αλλά αυτή τη φορά δεν σήκωνε αντιρρήσεις. “Ούτε μεσάζοντες, ούτε δικηγόροι, γιατί καθυστερούν πολύ και δεν υπάρχει άλλη προθεσμία. Παίρνεις το πρώτο αεροπλάνο, έρχεσαι εδώ και την ίδια μέρα το πας στη μάντρα για καταστροφή... Α, να μην το ξεχάσω, φεύγοντας μην αφήσεις τίποτα άλλο σπίτι μου”. Λίγο ο τρόπος που έκλεισε το τηλέφωνο, λίγο η σκιά της φήμης για τις διασυνδέσεις του σε ένα μικρό νησί της Ιταλίας, που δεν είναι μακριά από την Αθήνα με ένα γρήγορο ταχύπλοο, όπως του άρεσε να με εκφοβίζει όταν του σκάρωνα καμιά πλάκα, και ήμουν πράγματι στο πρώτο αεροπλάνο.

Ο συνδυασμός αυτός είναι που θα μας λείψει: Μοτοσυκλέτα που παραδίδει σεμινάρια και καλή άσφαλτος. Πότε τα ηλεκτρικά θα φτάσουν σε αυτό το επίπεδο;

 

Πάρ’ το να μη το βλέπω!

Εγκάρδιο δεν τον περίμενα όταν έφτασα, αλλά πάλι και αυτός δεν με περίμενε καθόλου, παρά τις απειλές. Είχα όμως τόσους φίλους να δω και καμιά δεκαριά απλήρωτα, τοκιζόμενα, πρόστιμα παράνομης στάθμευσης (μέχρι που έστειλα τον Mat να μαζέψει το Maxima) που αυτό ήταν απλώς η αφορμή. Ανοίγω την πόρτα του χρυσαφί Nissan και αμέσως οι αυτόματες ζώνες ασφαλείας μετακινούνται μπροστά. ”Καλά, πηγαίνεις βόλτες με αυτή τη βλακεία και δεν έχει αδειάσει ακόμα η μπαταρία;” -“Τι βόλτες, είσαι σοβαρός; Και πού να βρω βενζίνη; Έχω και άλλες τέτοιες μπαγκατέλες εκεί πίσω και περιμένω να έρθουν να τις μαζέψουν. Δεν έχω πλέον που να αράξω τις κιλοβατώρες μου”.

Το Hypermotard είχε κερδίσει με το διαχρονικό του στιλ μια θέση στα ακριβά γκαράζ, τώρα όμως όλα αυτά δεν αξίζουν παρά μόνο ως ανάμνηση

 

Ένας σωρός από κουτιά φορτιστών έκρυβε αυτό που κάποτε ήταν μια αστραφτερή Camaro -και πάνω που πάω να του εξηγήσω ότι μπαγκατέλα ήταν η θερμοκοιτίδα που τον κρατούσαν μικρό και γι’ αυτό αναφέρεται έτσι για τη βασίλισσα των muscle cars, χάνω το μισό του ανθρώπινου ηλεκτρικού φορτίου. Black out. Σκονισμένο και με τρεις μικρές γρατσουνιές στο δεξί πλαστικό, από έναν ξεκοιλιασμένο σταθεροποιητή τάσης που ο αχρείος είχε πετάξει πάνω του, ακουμπούσε στον τοίχο ένα ολοκαίνουριο, κόκκινο, Ducati Hypermotard 1100S.

“Αυτό, ρε τριφασικέ, πού το βρήκες;” -“Μη μου το θυμίζεις! Μια φορά με κορόιδεψαν στη ζωή μου! Το πήρα έναντι αμοιβής από έναν Ιταλό εστιάτορα που δεν πλήρωνε (κλείνει πονηρά το μάτι) και αμέσως μετά βγαίνει αυτός ο νόμος! Κάθεται εκεί τόσο καιρό και δεν μπορώ να το διώξω από πάνω μου, ποιος να το κόψει για ανταλλακτικά!” Μου αρέσει αυτή η μοτοσυκλέτα γιατί παντρεύει όσο καμιά άλλη τον χουλιγκανισμό με το “κυριλέ” και τον δυναμισμό με την ομορφιά. Η έκπληξή μου ωστόσο πήγαινε στη σπανιότητα της στα παράλια του Ειρηνικού. Δεν περιμένεις να δεις το λεπτό Hyper, ακόμα και στο γκαράζ ενός Ιταλού μαφιόζου, καθώς αδυνατούν οι ευτραφείς Αμερικάνοι να κατανοήσουν την πλήρη έκταση του όρου μοτοσυκλέτα. Με βλέπει που κοιτάω αποσβολωμένος και γρήγορα η συζήτηση πηγαίνει στα πράγματα που αναπολεί ο καθένας και σε ανεκπλήρωτα όνειρα. “Θα μου λείψουν”, του λέω, “οι βενζινοκινητήρες με τους κραδασμούς, τον θόρυβο των εξατμίσεων, όλη γενικά η συμπεριφορά ενός μηχανικού συνόλου που σε κάθε περιστροφή του γκαζιού, σου δείχνει ότι είναι ζωντανό”. Με κοιτάει με απορία. “Δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτό, αλλά αν υπάρχει κάτι που θα ήθελες να κάνεις μέχρι να φύγεις, πες το μου”. -“Λοιπόν, τώρα που το λες, το μόνο που δεν έχω κάνει σ’ αυτή την καταραμένη πόλη είναι να πάω σε ένα από τα πάρτι του Hugh Hefner!”

Hugh, είσαι αρχηγός

Είχαν περάσει κάτι περισσότερο από δύο χρόνια από την επίσκεψή μου στο πιο φωτογραφημένο σπίτι του κόσμου, την έπαυλη του Playboy, και μετρούσα ακόμα απωθημένα. Η ακριβή είσοδος για τους τουρίστες επιτρέπει την ξεναγούμενη περιήγηση στη gothic έπαυλη των τριάντα δωματίων, σε χώρους που είναι ουσιαστικά τα γραφεία των ογδόντα περίπου υπαλλήλων που ασχολούνται με τη διεύθυνση του χώρου και με τις εργασίες των πολυάριθμων τμημάτων των εκδόσεων που εδρεύουν εκεί. Στην καλύτερη περίπτωση, ενισχύεις λίγο τη φαντασία σου με όλα όσα έχεις ακούσει για τον απόηχο του ρωμαϊκού κόσμου στη σύγχρονη εποχή, αλλά δεν πρόκειται να δεις τίποτα. Ο glamour μικρόκοσμος των ιδιωτικών πάρτι με τις υπέροχες παρουσίες και τα εξωτικά κοκτέιλ, βρίσκεται μία καγκελόπορτα μακριά -και χρειάζεσαι ειδική πρόσκληση, ακόμα και αν απλώς είσαι εκεί με λευκό T-shirt για να σφουγγαρίσεις το πρωί το πάτωμα.

Δεν ασπάζομαι απαραίτητα αυτόν τον τρόπο ζωής, αλλά έχοντας περάσει πολλές φορές από το κομμάτι της Sunset Boulevard που διασχίζει το Bel Air, δεν μπορούσα παρά να χαράξω στη μνήμη μου την κλειστή δεξιά που στο απέναντι ρεύμα διασταυρωνόταν με έναν μικρό δρόμο, από τον οποίο συχνά ανέβαινε ήχος δυνατής μουσικής. Μαρτυρία ενός συνεχούς πάρτι που τραβά σαν τις Σειρήνες, ακόμα και αυτούς που ως διασκέδαση νοούν μια θεματική βραδιά για τις υψίφωνους και το έργο τους στη σύγχρονη μουσική παιδεία. “Ούτε γι’ αυτό μπορώ να κάνω κάτι”, με προσγειώνει απότομα ο Mat και φεύγει για να καλέσει τον γερανό των 480Volt να πάρει το Nissan.

Μένω μόνος με το παλιό μου αυτοκίνητο και για τελευταία φορά δοκιμάζω να γυρίσω το κλειδί. Με μισό δευτερόλεπτο καθυστέρηση, και νωχελικά, η μπαταρία δίνει ρεύμα ξυπνώντας τον κινητήρα. Περιμένω να σβήσει, όμως ο δείκτης βενζίνης ανεβαίνει μέχρι την πρώτη ένδειξη. Δεν είναι πολύ, αλλά λόγω εποχής σκέφτομαι ακόμα και να τα βγάλω στη μαύρη αγορά. Και τότε μου ‘ρχεται: Ποιος δεν θα ήθελε μια τελευταία αναζωογονητική βόλτα; Μήπως αυτή η μικρή αίσθηση παρανομίας ήταν αρκετή, για να προσφέρει κάτι περισσότερο στην ξένοιαστη ρουτίνα των θαμώνων της έπαυλης του Hugh Hefner; Πέθαινα για μια τελευταία βόλτα με το Hyper, στους δύο από τους ελάχιστους δρόμους που έχουν μια ενδιαφέρουσα χάραξη και προσφέρονται για βόλτα: Τη Mulholland Drive και το κομμάτι της Sunset Boulevard μετά το Beverly Hills, που στενεύει και περνά μέσα από τα ιδιωτικά παλάτια των Κροίσων, σε μια φιδωτή διαδρομή μήκους ελάχιστων χιλιομέτρων μέχρι να ξαναγίνει λεωφόρος.

Χωρίς να σκεφτώ πολύ τις επιπτώσεις, ρουφάω τη βενζίνη από το Maxima με μια τρόμπα θαλάσσης που είχε ο Mat μέσα στο παρατημένο φουσκωτό, και την αδειάζω σε ένα μεγάλο εικοσάλιτρο μπιτόνι. Γεμίζει μέχρι τη μέση και το μεταγγίζω στο Hyper. Πατάω το μπουτόν της μίζας και δεν υπάρχει καμία αντίδραση. Το Ducati κοιμάται. Αρπάζω τον εξοπλισμό που περιμένει πάντα στο πιστό Maxima και φεύγω στην κατηφόρα. Με τρομάζει ένας από τους γείτονες που με ανοιχτό κράνος και σαγιονάρα έρχεται δίπλα μου με ένα όχημα που θυμίζει ακρίδα: “Ωραίο το έχεις κάνει. Ρετρό! Πόσα Volt είναι” -“Δεν είναι ρετρό ρε βλάκα, its the real deal!” του κάνω και αφήνω τον συμπλέκτη. Μπράουου! Το Ducati ξυπνά στέλνοντας την τρομαγμένη ακρίδα να κάνει πιρουέτες στο parking των KFC.

Περνάω πάνω από τον αυτοκινητόδρομο Hollywood Freeway και ανεβαίνω τη Mulholland Drive, προς την κορυφογραμμή των βουνών της Santa Monica. Οι οδηγοί των άλλων οχημάτων καταλαβαίνουν τι συμβαίνει αφού τους περάσω, και φρενάρουν απότομα κοιτώντας τον καθρέφτη τους. Μαγευτική θέα μέχρι τη θάλασσα και υπέροχες στροφές, με το Ducati να γλιστρά στην είσοδό τους πάνω στα απάτητα ξερά λάστιχα. Νιώθω ζωντανός και πάλι! Στρίβω αριστερά ακολουθώντας έναν από τους φιδίσιους δρόμους που κατηφορίζουν μέσα από τα φαράγγια, και σε δέκα χιλιόμετρα είμαι στη Sunset. Ξανά αριστερά στην Charing Cross και είμαι μπροστά στην έπαυλη.

Μαρσάρω αντί να μιλήσω στον ψεύτικο βράχο, που κρύβει μέσα του το θυροτηλέφωνο και σύντομα έχει μαζευτεί αρκετός κόσμος, μαζί με τους άντρες ασφαλείας. Σβήνω και κατεβαίνω. “Προσφέρω τσάμπα δυνατή περιπέτεια, σε όποιον γενναίο θέλει να τον πάω μια τελευταία βόλτα. Είναι η τελευταία μου βενζίνη και η τελευταία σας ευκαιρία”. Με κοιτάνε σαν χαζοί και ετοιμάζονται να μου γυρίσουν την πλάτη, μέχρι που η πιο μικρή της παρέας σπάει τη σιωπή. “Εγώ θέλω μια βόλτα”, φωνάζει ενθουσιασμένη και ξεσηκώνει και τις άλλες. Η ζήτηση είναι τελικά ανέλπιστα μεγάλη και κανονίζουμε μια σύντομη βόλτα στα γύρω στενά, με στάσεις τύπου pit stop για αλλαγή συνεπιβάτη.

Τεντιμπόηδες

Το Ducati βγαίνει ξανά στη Sunset με σούζα και γεμίζει τις ταχύτητες. Η κόρνα δεν είναι απαραίτητη, οι οδηγοί κάνουν στην άκρη τρομαγμένοι και για πρώτη φορά οι κραδασμοί στο άνοιγμα του γκαζιού είναι καλοδεχούμενοι. “Είχα ξεχάσει πως είναι να καβαλάς κάτι που το νιώθεις να δουλεύει” φωνάζει η Allis, καθώς μπαίνουμε με ένα μικρό ντριφτ στο πάρκο Holmby από την είσοδο των ποδηλάτων. Οι πάπιες φεύγουν τρομαγμένες και για πρώτη φορά σκέφτομαι ότι αυτό που γίνεται, είναι η επιτομή του παλιμπαιδισμού και μέγιστη βλακεία, αλλά πριν αρχίσουν οι τύψεις ξηλώνουμε μια ξύλινη πινακίδα με την ένδειξη “For Sale” βγαίνοντας στη Mapleton.

Η βίλα του αποθανόντος Aaron Spelling πωλείται για 150 εκατομμύρια, και πάνω που ο μεσίτης εξηγούσε σε κάτι τύπους με κελεμπίες πόσο ήσυχη περιοχή είναι, το Hypermotard αφήνει μια δυνατή τσιρίδα από το πίσω λάστιχο χρησιμοποιώντας το driveway για να πάρει τη στροφή. Γεμίζουν μαύρα ζεστά στίγματα και νιώθω ότι πήρα μερικές σταγόνες από το αίμα μου πίσω, για τις υψηλές τιμές της βενζίνης που τους εξασφάλισαν από τότε τα χρήματα να αγοράζουν τέτοια σπίτια. Ξεφορτώνω, φορτώνω και πάλι από την αρχή, σε μια διαδρομή που μοιάζει με όνειρο. Η μοτοσυκλέτα που ονειρευόμουν, με συνοδεία που δεν σκεφτόμουν να ονειρευτώ, και οι δρόμοι δικοί μου. Φυσικά και δεν τον είχα ακούσει να πλησιάζει -τον κατάλαβα μόλις πάτησε τη σειρήνα αναπηδώντας στη σέλα από την τρομάρα μου, με τη Jessica να μου μπήγει τα νύχια στα πλευρά απ’ το φόβο της. Τι “pull over” και ζακέτες, δεν άκουγα τίποτα. Σιγά μην το άφηνα να τελειώσει εδώ. Ανοίγω τέρμα το γκάζι, αλλά δεν ξεκολλάω από δίπλα του. Έχουν φοβερή επιτάχυνση τα ηλεκτρικά, αυτό δεν χωρά αμφισβήτηση. Mπαίνουμε μαζί στην επόμενη στροφή. Το Ducati πλαγιάζει οριακά και περνά ξυστά από τον εμπρός τροχό της ηλεκτρικής μοτοσυκλέτας του μπάτσου, που φεύγει ευθεία στη στροφή. Με 150 κιλά σε μπαταρίες, έχει σίγουρα αυτονομία αλλά από συμπεριφορά τίποτα. Χώνεται στους θάμνους και το μόνο που ακούγεται είναι το “φριιιτ” των φύλλων και ο ήχος των αναρτήσεων που τερματίζουν. Γελοίο πραγματικά.

Τα μακριά γυμνά πόδια της Lori που ανεβαίνει πίσω μ’ ένα σάλτο, μου δίνουν όσες προφάσεις χρειαζόμουν για να συνεχίσω, γράφοντας γύρους ανάμεσα σε κινούμενα ηλεκτρικά εμπόδια. Τη φόρα μου κόβει ένας κουστουμαρισμένος κύριος που πετάγεται μπροστά, κουνώντας έντονα τα χέρια. “Άσε με να το μυρίσω λίγο ρε φίλε! Τι έγινε, βρέθηκε κοίτασμα κάπου; Άσε να πάρω τη δόση μου!” Τελικά δεν ήμουν ο μόνος χαζός, είχε και άλλους -ωστόσο, ήθελα να βάλω τα κλάματα. Το λαμπάκι της ρεζέρβας είχε ανάψει εδώ και ώρα και περίλυπος σταμάτησα τις βόλτες, αποχαιρετώντας τα κορίτσια. Θα το παρατούσα λίγο πιο κάτω γυρνώντας με τα πόδια, όταν βλέποντάς με σε αυτή την κατάσταση, με προσκάλεσαν μέσα για ένα ποτό.

The party is here!

Σε μια από τις ελάχιστες βίλες με άδεια ζωολογικού κήπου, πίνουμε το ένα κοκτέιλ μετά το άλλο, δίπλα στην πισίνα με τους καταρράχτες και το τεχνητό νησί, ακούγοντας τα τιτιβίσματα των πουλιών. Τι άλλο μπορούσε να ζητήσει κανείς για τελευταία βόλτα; Σε ένα απόγευμα είχα κάνει βλακείες και γνωριμίες για πολλά χρόνια, με το πάρτι μόλις να ξεκινάει. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα, τα περιλουσμένο με βότκα Hypermotard πυρπολείται στο μέσον του γηπέδου τένις, σηματοδοτώντας το αποκορύφωμα ενός πάρτι που εξελίχτηκε σε γιορτή των zero emissions vehicles”. Ό,τι δεν μπορείς να κρατήσεις κοντά σου, πρέπει να το αποχωρίζεσαι για πάντα με ένα μεγάλο πάρτι. Να το χαίρεσαι αντί να λυπάσαι, να παίρνεις έτσι τη γλυκιά απόφαση να μην ασχοληθείς ποτέ ξανά μαζί του, με μια μεγάλη γιορτή αποχωρισμού. Σαν τους Μεξικάνους, που στην κηδεία οργανώνουν γιορτή για όλα όσα έζησε ο αποθανών και όχι μοιρολόι. Είχα για πάντα ξεμπερδέψει με τους βενζινοκινητήρες, όμως από τον Mat ακόμα κρύβομαι. Προσπάθησα να του εξηγήσω ότι τον βοήθησα να ξεφορτωθεί κάτι που είχε για πέταμα, και μου απάντησε φωνάζοντας στο ακουστικό ότι έχει και μια μπετονιέρα που δεν χρειάζεται και θα ήθελε να τον βοηθήσω να τη στείλει στον πάτο της θάλασσας... Αχάριστοι μερικοί άνθρωποι...

Χάσκυ μου το μαντήλι σου

Του Βασίλη Καραχάλιου

Πρέπει να βρω ένα κουτί διχρονόλαδο KVAS συνθετικό, εκείνο με το εκπληκτικό μπλε ελεκτρίκ χρώμα. Εδώ που τα λέμε, τι να το κάνω ολόκληρο, δέκα λίτρα βενζίνη έχω, εκατό κυβικά εκατοστά μου φτάνουν, το Husqvarna μου δούλευε μια χαρά με 1%. Εκατό κυβικά εκατοστά λάδι που θα ρίξω σιγά-σιγά στο ρεζερβουάρ, για να διαλυθεί, και θα το κοιτάω από πάνω να πέφτει σαν μπλε κλωστή και να στριφογυρίζει και να διαλύεται και να βάφει τη βενζίνη (και το ρεζερβουάρ: Άσπρο ήταν, προς το γαλάζιο είχε γίνει.) Τριακόσιες ογδόντα πέντε χιλιάδες το είχα πληρώσει το 1985. Χουσκβάρνα ντάμπλιγιου αρ τετρακόσα. Να το λες και να γεμίζει ο στόμας σου. Σαν γύφτικο σκεπάρνι το καμάρωνα. Και προέκταση εμπρός φτερού κίτρινη, και προστατευτικά καλαμιών, και χούφτες σαν αφτιά ελέφαντα, και γκριπάκια μπλε, κινητή διαφήμιση της Σουηδίας ήταν.

Mην ξεγελαστεί κανένας, τώρα που η μοτοσυκλέτα είναι κοινός τόπος. Τότε, ένα εντούρο, και μάλιστα ένα τετρακοσίων δίχρονων κυβικών, δεν πέρναγε απαρατήρητο. Το αντίθετο. Δέος είναι η σωστή λέξη, και για αυτούς που το έβλεπαν, και για αυτούς που το οδηγούσαν. Απ’ το εργοστάσιο ερχόταν ρυθμισμένο πολύ πλούσια, με πολύ μακρύ γρανάζωμα και σχετικά κλειστό τσιμπουκόφωνο. Ήθελε το Mikuni του slide που λες τριάρι, το σιλανσιέ το μοτοκρός, γρανάζ’ δεκαπεντάρι. Και μην τον είδατε, μην τον απαντήσατε, τον Σουηδό λεβέντη.

Ειδικά όταν έβγαινε παρέα με κάτι αλάνια φίλους του, κάτι Μοντέζα τρία εξήντα ήτα εφτά, τότε αντιλαλούσαν τα βουνά και κοβόταν η περίοδος απ’ τα πουλάκια, τα γαλάρια μέναν στέρφα κι οι μανάδες μάζευαν τις κόρες τους στο σπίτι. Αν κοιτάξετε στο Google Earth, κάπου στα Άγραφα, μετά τα Βραγγιανά, υπάρχει ακόμα ένα αγροτικό σταματημένο στη μέση του χωματόδρομου, εικοστρία - εικοστέσσερα χρόνια τώρα, με τον μπάρμπα μαρμαρωμένο στο τιμόνι. Το μούσι του έχει φτάσει πια στα πόδια του, κι αυτός εκεί, με τα μάτια γουρλωμένα σαν πιατάκια του καφέ, να ψελλίζει κάτι ακατάληπτο για το κακό που τον βρήκε. Τρίχες. Το μόνο που είχε περάσει από δίπλα του ήταν ένα ντάμπλιγιου αρ από αριστερά κι ένα ήτα εφτά από δεξιά, σε πλήρη επιτάχυνση μετά από στροφή με τρίτη. Ποιος να έκοβε και γιατί; Σιγά μην κλείναμε το γκάζι. Αυτός τι ήθελε κι ερχόταν ανάποδα;

Θα τα πάρω τα δέκα λίτρα μου, και θα τα μοιράσω σε δύο μπιτόνια. Με το πρώτο, θα πάω εκεί στον κάμπο, κατά τον Αλήφακα, και θα περιμένω. Να ρίξει μια μπόρα ανοιξιάτικη, και να μυρίζει το χώμα όπως μόνο το χώμα του κάμπου μπορεί να μυρίσει. Μια - δυο μανιβελιές, νταν-νταν-νταν η στακάτη πιστονιά της διχρονίλας, και θ’ αμοληθώ στους χωματόδρομους πάνω από τ’ ασμάκια. Γιατί αυτό το μηχανάκι κάνει πολύ καλά κάτι που τα σημερινά δεν κάνουν: Μπορεί να πηγαίνει τελικιασμένο στους χωματόδρομους, και να ζεις για να πεις την ιστορία. Στην άσφαλτο, με τα τρακτερωτά του, πήγαινε πιο γρήγορα από κάτι Opel Corsa της εποχής που έδειχναν εκατόν εβδομήντα κάτι στα κοντέρ τους, Λάρισα - Βόλο και το Χάσκυ να φτάνει πρώτο. Με το δικό του το κοντέρ, δεν μπορούσες να είσαι σίγουρος, εκατόν σαράντα - διακόσα έδειχνε, λέμε πως τα 180 τα πήγαινε.

Και δεν κόλλαγε, σημαντικό αυτό. Το φρικαλέο ήταν όταν τα πήγαινε και στο χώμα, με το πλαστικό φτερό να πηγαίνει πέρα - δώθε, με το τιμόνι που κι αν το κούναγες ο τροχός δεν άκουγε, τόσο λαστιχάριζε σ’ αυτά τα χιλιόμετρα το πιρούνι, αλλά δεν σε πέταγε κάτω, τελείωνε και την έκτη του, κι αν δεν είχε τελειώσει το κουράγιο σου και κράταγες το γκάζι τέρμα, πέρναγες σε μια άλλη διάσταση της οδήγησης μοτοσυκλέτας. Πώς δείχνουν στις ταινίες τ’ αστέρια απ’ το παρμπρίζ του διαστημόπλοιου, να περνάνε όλο και πιο γρήγορα, να γίνονται συνεχόμενες γραμμές και μετά κάτι σαν σωλήνας που οδηγεί στην άλλη άκρη του χωροχρόνου; Ε, κάτι τέτοιο. Μόνο τη γενική κατεύθυνση του χωματόδρομου προλάβαινες να αντιληφθείς, στο περίπου. Εκεί, δεν καταλάβαινες τα συνήθη, κάθε πότε πάταγε κάτω, αν πάταγε κάτω, αν ήταν λακκούβα αυτό που έκανε ένα ”γκαπ” ή κανένας τσοπάνος που πετάχτηκε ξαφνικά. Αυτό που σίγουρα καταλάβαινες όταν με το καλό σταμάταγες, ήταν πως ήσουν πολύ πιο ζωντανός απ’ ό,τι πριν, πως τα πόδια σου, παρά τις μπότες, πάταγαν πιο ελαφριά στα μαυρόια του κάμπου. Κι οι άλλοι που σε κοίταγαν σαν να έβλεπαν ένα περίεργο φως στα μάτια σου, αλλά και πάλι δεν ήταν σίγουροι, αν έκανε παιχνίδια ο ήλιος ή ήταν πραγματικά κάτι σαν φως που πέρασε και χάθηκε. Αυτό το φως ελπίζω να βρω με τα πέντε μου λίτρα βενζίνης.

Αν είναι καθαρή η μέρα, τα βουνά φαίνονται να κυκλώνουν τον κάμπο, Κίσσαβος, Γκούρα κι Άγραφα, Κόζιακας, Χάσια κι Όλυμπος. Να κάψω πέντε λίτρα στους δασικούς του Κισσάβου, στα λασπωμένα Χάσια, ψηλά στον Όλυμπο, πού; Στη Θεσσαλία θα είναι, δεν το συζητώ, και τώρα που το σκέφτομαι η λίμνη του Μέγδοβα είναι ιδανικός τόπος, ειδικά όταν η στάθμη του νερού κατεβαίνει. Τότε, αποκαλύπτεται ένα μέρος από το οροπέδιο της Νεβρόπολης, που έκανε και χρέη αεροδρομίου στον τελευταίο μεγάλο πόλεμο, ένας παιδότοπος για εντουράδες κάθε ηλικίας. Εκεί, παίζαμε το παιχνιδάκι “πιάσε με αν μπορείς”, στις φλαταδούρες όπου η αντηλιά σε ξεγελάει και πιστεύεις πως δεν έχουν κανένα εμπόδιο.

Έτσι την έπαθα κι εγώ. Γέμιζα, γέμιζα ταχύτητες, κάτι σαν Bonneville salt flats με έλατα τριγύρω, με άλλους δίτροχους λυσσαγμένους κι έναν τετρακίνητο να με ακολουθούν. Όλα τέλεια, το Δισκοσβάρνα να τραγουδάει, εγώ να κοιτάω τον ορίζοντα, πάμε για ρεκόρ ταχύτητας επί προσχώσεων, το μυαλό μου και στον παππού που το προηγούμενο βράδυ στο καφενείο δάκρυζε, “...του είπα, καπετάνιο, άσε με να έρθω μαζί σου, δεν με πήρε, λίγες μέρες μετά τα μάθαμε, πάει ο Άρης...”, τι να έριχναν εδώ τα βράδια τα συμμαχικά αεροπλάνα, κασόνια με αριστερές μπότες;... Ίσα που το είδα. Κάτι σαν σημάδι, σαν σκιά, που όλο μεγάλωνε, “ρε λες να ’ναι χαντάκι, μου φτάνουν τα φρένα, δεν μου φτάνουν;” Πού φρένα, άντε γεια, πώς μου ’κοψε, κατέβασα μία, χοροπήδηξα άλλη μία να συμπιεστεί η ανάρτηση, τέρμα το γκάζι κι ό,τι γίνει, κι αυτό που έγινε ήταν πως πέρασα πάνω απ’ το χαντάκι, ίσα που κοπάνησε ο πίσω τροχός στην απέναντι όχθη.

Μόλις προσγειώθηκα έκανα κάτι παλαβά μπας και καταλάβουν όσοι έρχονταν από πίσω και φρενάρουν. Τα μηχανάκια το κατάφεραν, το αυτοκίνητο φρέναρε δέκα πόντους πριν την καταστροφή, κατέβηκε μέσα και βγήκε από την άλλη, τόσο πλατύ το χαντάκι, ένα μήκος αυτοκινήτου συν τις όχθες, εφτά - οχτώ μέτρα ήταν η πτήση μου. Θα πάω να το ξαναβρώ αυτό το χαντάκι. Θα περιμένω να πέσουν τα νερά, να στεγνώσουν οι λάσπες και θα το βρω. Το άλμα, αυτή τη φορά, θα το κάνω μόνος μου, χωρίς θεατές, χωρίς παρέα. Κι όταν το βρω και το περάσω γι’ άλλη μια φορά, δεν θα σταματήσω, θα συνεχίσω στις όχθες της λίμνης προς το Νεοχώρι, ένα απίστευτο παιχνίδι σε τραγανό αμμόχωμα, απύθμενες λάσπες και καφέ νερά. Ακόμα και με Barum πεντάρι, 5,00x18 παρακαλώ, ζοριζόταν το τετρακόσια στη λάσπη, άφηνε πίσω του χαντάκι βαθύ και παιζόταν αν θα βγεις απέναντι ή θα μείνεις εκεί για πάντα. Έχω στόχο όμως, και τα τελευταία μου πέντε λίτρα θα πρέπει να μου φτάσουν να κάνω μια ανάβαση στο Βουτσικάκι, ψηλά στην κορφή, και μετά να τσουλήσω κάτω για το δάσος με γυρισμένη ρεζέρβα.

Ξέρω που θα το κρύψω το μηχανάκι, είναι κάτι βράχια που θα το φυλάνε απ’ το πολύ χιόνι, κοντά στο κρυφό το δεντρόσπιτο πάνω στα έλατα.

Χρόνια μετά, κλιμάκια περιβαλλοντικών οργανώσεων θα χτενίζουν την περιοχή, με αφορμή κάτι ακατανόητες ιστορίες που λέγανε οι γιαγιάδες στα εγγονάκια τους, πως εκεί κατά την άνοιξη που λιώνουν τα χιόνια, ακούγεται ένα νταν-νταν-νταν βαθιά μέσα στο δάσος, αλλά κανείς δεν θα ξέρει πια τι ζώο είναι, κάτι σπάνιο σίγουρα, ίσως και το τελευταίο του είδους του. Χτενίζουν δεν χτενίζουν, το Χάσκυ αποκλείεται να το βρουν. Μου το σφύριξαν τα εγγονάκια και το έκρυψα αλλού, σε μια μικρή σπηλιά κοντά στις Πόρτες των Αγράφων. Κι έχει μείνει λίγη βενζίνη ακόμα στο φλοτέρ του καρμπιρατέρ, να δεις που θα πάρει μπρος και φέτος.

Το σωστό βάψιμο από τη μοτοσυκλέτα του Bazza θα είναι (παρατσούκλι του Sheene)
 

Γάμα

Για τρία γυράκια θα φτάσουν…

Πώς θα αξιοποιούσα τα τελευταία μου δέκα λίτρα βενζίνη; Οδηγώντας ένα Zoomer με ταχύτητα βαδίσματος για να κάνει πολλά χιλιόμετρα; Δεν θα έχει καθόλου πλάκα. Κάνοντας δυο σαραντάλεπτα με ένα δίχρονο motocross 250; Δεν έχω τα κατάλληλα χέρια. Μήπως να τα εξαφάνιζα σε δυο τρία περάσματα με ένα Top Fuel Dragster; Μπα, με βενζίνη δεν θα κατέβαινε χαμηλά ο χρόνος, θέλουν πιο σπιρτόζικα καύσιμα. Δεν είναι εύκολο να αποφασίσω τι θα τα κάνω, πού θα τα κάψω… Οδηγώ μοτοσυκλέτες καμιά εικοσιπενταριά χρόνια, και μερικά ακόμη. Έχω χαρεί με διάφορες, πολλές φορές. Έχω διασκεδάσει αντίστοιχα πολύ, ακόμη και φτιάχνοντας, ψάχνοντας. Έχω ακούσει ήχους από κινητήρες που έχουν εντυπωθεί ούτε κι εγώ ξέρω πόσο βαθιά στο υποσυνείδητο μου. Ο παλιότερος από αυτός στη μνήμη γράφτηκε κάπου στα εφτά μου χρόνια, ακριβώς πρωτοχρονιά.

Ήσυχο τότε το προάστιο της Αθήνας που έμενα, μόλις είχαν περάσει τα μεσάνυχτα και ήμουν έξω από το σπίτι, ακολουθώντας οδηγίες των γονιών μου για να κάνω το “ποδαρικό” της νέας χρονιάς. Τότε, στη σιγαλιά της νύχτας, που θα έλεγε κανένας νεορομαντικός, ο ήχος από κάποιο υπερκυβισμένο τετράχρονο με εξάτμιση 4 σε καμία άρχισε να ηχογραφείται στον ζωντανό σκληρό μου. Ήταν μακριά, ήταν δυο ή τρία χρόνια μετά το 1970 -δεν το είδα, αλλά υποστηρίζω με σιγουριά ότι ήταν Kawasaki Z900 με Kerker. Ο αναβάτης του γιόρταζε την έναρξη της νέας χρονιάς γεμίζοντας ταχύτητες στην ανηφόρα δίπλα στο άλσος του Συγγρού. Μ’ άρεσε αυτό που άκουσα, μου άρεσε και σαν πράξη. Μοναχική και ιδιαίτερη, ψιλο-προκλητική, για άλλους ενοχλητική, για μένα άξια προς μίμηση.

Ιδού μέρος από την αλήθεια. 17/06/2006, μόλις το παρέλαβα από τη μεταφορική και το βλέπω από κοντά για πρώτη φορά. Η ιστορία της προετοιμασίας για την εποχή χωρίς εμπόριο βενζινης άρχισε... 
 

Μήπως θα έπρεπε να φαντασιωθώ ότι με κάποιο μαγικό τρόπο θα αποκτούσα ένα γκαράζ με αγωνιστικά πολυκύλινδρα τετράχρονα από το ’60 (όπως το Honda 3RC164 -με τα ανοικτά μεγάφωνα), και μερικά δίχρονα από τη δεκαετία του ’70, τότε που δεν είχαν τσιμπουκόφωνα στις εξατμίσεις, όπως το Yamaha TZ700 του Agostini, και να έβαζα λιτράκι το λιτράκι σε ιδιαίτερες ημέρες ή νύχτες και να ξεσήκωνα ένα τετραγωνικό χιλιόμετρο στο πόδι; Μπα, δεν λέει να μην οδηγήσεις με τα τελευταία δέκα λίτρα, άσε που αυτή η φαντασίωσή μου θα ενοχλεί άλλους, και είμαι συντηρητικός άνθρωπος εγώ, δεν θέλω τέτοια.

Δεν πιστεύω πόσο δύσκολο μου είναι να αποφασίσω τι θα ήθελα να τα κάνω αυτά τα δέκα. Να πήγαινα στη Νέα Ζηλανδία, να μου έδιναν να οδηγήσω ΤΗΝ υπέρτατη Britten; Ωραίο ακούγεται αλλά είναι σκέτη φαντασία -κι εγώ όπως είπαμε είμαι συντηρητικός και προσγειωμένος. Πρέπει να τα βάλω σε τάξη στο μυαλό μου, να αρχίσω να θυμάμαι τι μου έχει αρέσει πολύ, για να καταλήξω κάπου. Μου αρέσουν ήχοι από κινητήρες, είναι θεραπευτικό για την ψυχοσύνθεσή μου -όπως εκείνος που είπαμε ότι άκουσα μικρός, από το αερόψυκτο. Αερόψυκτο δεν θα με κάλυπτε, δεν θα έτρεχε αρκετά, δεν θα είχε αξιόλογη απόδοση, μια ειδική ισχύ της προκοπής δηλαδή.

Να τα έκαιγα με μια κορυφαία τεχνολογικά μοτοσυκλέτα; Την Ducati GP9 που έχει ελάχιστο πλαίσιο; Μπα, θα είναι πολύ ντελικάτη και απαιτητική και αν αυτά τα δέκα λίτρα είναι από τελευταία κατακάθια και μείνουμε με τη μπουκιά στο χέρι... Μπα, δεν μου κάνει για φαντασίωση, μένει μόνο σαν όνειρο, δεν έχει βάση να γίνει πραγματικότητα. Θέλει ψάξιμο για να βρω τι θα μου άρεσε. Θυμήθηκα μια κουβέντα με τον Διονύση Χοϊδά στην Ακαμάτρα, στο πανηγύρι της, μεταξύ τυριού και αχλαδιού. Τρίχες, μεταξύ ψητού και πόλκας ήταν και λέγαμε τι θα κάναμε, όταν η βενζίνη θα σπάνιζε ή θα ακρίβαινε τόσο που θα μεταφερόταν όπως με τις σημερινές χρηματαποστολές. “Θα κρατήσουμε μερικές δίχρονες που καίνε τα πάντα και θα φτιάχνουμε τίποτα ζουμιά από πατάτες και σάπια φύλλα” ήταν η κατάληξη της ενδοσκόπησης. Αυτό μάλιστα, είναι χρήσιμη ανάμνηση, βάζει τα πράγματα σε μια τάξη και μ’ αρέσει. Σε δίχρονη θα τα αξιοποιήσω.

Αυτός ο σπουδαίος άνθρωπος
 
Ψάχνοντας μετά το Α

Πάμε καλά πάντως, βρέθηκε το Άλφα, δηλαδή η υγρόψυξη, βρέθηκε και το Βήτα, ο δίχρονος δηλαδή, σειρά έχει να βρεθεί και το ποια θα είναι, ψάχνουμε το Γάμα. Έεεπ, έγραψα Γάμα; Αυτό είναι, βρέθηκε επιτέλους η κατάλληλη μοτοσυκλέτα. Suzuki RG 500 Γ! Τo λες και γεμίζει το στόμα σου. Να πω και γιατί το διάλεξα όμως. Πίσω στο 1985, το RG 500 Γ είχε εμφανιστεί στους ελληνικούς δρόμους. Τότε οδηγούσα την πρώτη μου αγαπημένη και δική μου μοτοσυκλέτα, ένα γαλάζιο Ducati Pantah 500, μεταχειρισμένο. Με άλλα λόγια κάτι με 45 ίππους και 190 κιλά.

Μου δόθηκε η ευκαιρία να οδηγήσω ένα άσπρο μπλε RG 500 Γ, και δεν την άφησα να φύγει. Ένα δίχρονο με 90 ίππους και λιγότερα από 150 κιλά. Ανέβαινα μια ανηφόρα και άνοιξα το γκάζι με δευτέρα. Ένιωσα την “κλωτσιά” κάπου μετά τις 6.000 και ενθουσιάστηκα. Δεν ήξερα όμως ότι είχε κι άλλο. Κάπου στις 9.000 ολοκληρώθηκαν οι συντονισμοί και το παλιόπραμα έστησε μια αθέλητη σούζα. Τα είδα όλα. Τρόμαξα, δεν μπορούσα να το πάω αυτό. Γύρισα σαν βρεγμένη γάτα τη μοτοσυκλέτα στον ήρεμο ιδιοκτήτη της, τον ευχαρίστησα κάνοντας τον ήρεμο, ενώ η καρδιά μου έκανε σαν συντονισμένη από “υπερστροφία” reed. Αυτό ήταν, με είχε χτυπήσει κατακέφαλα.

Πέρασαν τα χρόνια -πώς περνάνε τα ρημάδια έτσι- και βρέθηκα από το 2005 να έχω ένα τέτοιο μηχανάκι που φτιάχνεται σιγά - σιγά, με τον ρυθμό που επιτρέπουν τα οικονομικά ενός συντάκτη μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα. Αλλά είπαμε, αυτή η μοτοσυκλέτα δεν είναι σημαντική και κατάλληλη να μετατρέψει τη χημική ενέργεια της βενζίνης σε ευχαρίστηση, μόνο και μόνο επειδή την έχω στην κατοχή μου. Είναι πολύ περισσότερα -και η προετοιμασία της για την εποχή χωρίς βενζίνη έχει ήδη αρχίσει.

Το ότι με τρόμαξε όταν την οδήγησα είναι προσωπικό μεν, αλλά κακά τα ψέματα, ήταν ο λόγος που με γοήτευσε. Είναι η μόνη μοτοσυκλέτα του κόσμου που έχει ένα όμορφο ελληνικό Γ στο χυτό της πλαίσιο. Και έχει έναν κινητήρα απίστευτο σε σύλληψη και κατασκευή. Οι δυο στρόφαλοι και οι τέσσερις περιστροφικές βαλβίδες, παράγουν τον μοναδικό της ήχο όταν περιστρέφονται, και δεν έχει κραδασμούς όσες στροφές και εάν ανεβάσει. Αυτός ο square four ενσωματώνει όλη την τεχνογνωσία -αρχικά κλεμμένη, μετά ανεπτυγμένη από τους ίδιους τους μηχανικούς της Suzuki. Μέσα εκεί υπάρχουν ψήγματα από τον ιδιοφυή Walter Kaaden, τον άνθρωπο που ξεπέρασε τους 200 ίππους στο λίτρο σε ατμοσφαιρικό κινητήρα.

Η Suzuki RG 500 Γ ήταν μια πραγματική replica αγνωστικής GP (όπως και η βαρύτερη και λιγότερο δυνατή Yamaha RD 500 LC, που κυκλοφόρησε μαζί της) και είχε δυο παγκόσμια πρωταθλήματα με έναν αναβάτη θρύλο στη σέλα της. Τον πρώτο σταρ των GP, τον Barry Sheen με το ωραίο χαμόγελο και το 7 στο κράνος του. Ο Barry με τη συνολική του παρουσία έφερε θεατές στα GP, τα έβγαλε από το κλειστό τους κύκλωμα και έκανε τους αγώνες ανοιχτό θέαμα και κοσμικό γεγονός. Κάπως σαν τον σύγχρονο Rossi. Είχε και την ωμότητα της εποχής, με τη μοναδική χειρονομία όταν προσπέρασε τον King Kenny Roberts: Γύρισε πίσω και του έδειξε το τεντωμένο μεσαίο δάκτυλό του, στον αγώνα του Silverstone το 1979. Έχει την ιστορία της αυτή η μοτοσυκλέτα, φτάνει πίσω μέχρι τη δεκαετία του '50.

Τα τσιμπουκόφωνα θα αφαιρεθούν και τα τέσσερα (να θυμηθώ να έχω ένα αλενάκι μαζί μου) 

 

Και πού θα πάμε;

Πριν το κάψιμο των τελευταίων λίτρων βενζίνης, χρειάζεται το ακίνητο μηχανάκι λίγες δουλειές. Να μπούνε τέσσερα πιστόνια για να φθάσει τα 570 κυβικά -έχει τόσο μαντέμι στους κυλίνδρους του που μόνο ρεκτιφιέ χρειάζεται. Να μπούνε 17’’ ζάντες μαγνησίου (τις έχω ήδη) και μια τετράδα εξατμίσεις από τον JL Lomas. Μετά χρειάζεται να μεγαλώσουν οι βαλβίδες ροής στα καρμπιρατέρ για να προλαβαίνει η βενζίνη να τα γεμίζει. Λογικά, μετά από αυτές τις επεμβάσεις θα πάει γύρω στους 115 ίππους στον τροχό και θα κάνει γύρω στα 150 χιλιόμετρα με τη βενζίνη που χωρά στο ρεζερβουάρ του. Αυτά δεν φθάνουν για την ολοκλήρωση. Θέλει βάψιμο, Barry Sheen replica κοκκινοκίτρινη. Με τα αυτοκόλλητα DAF. Ψιλοδουλειές όπως ένα άλλο μπροστινό με χαμηλότερα και πιο ανοιχτά κλιπόν, ας γίνουν δια… μαγείας.

Μετά από αυτά, η μοτοσυκλέτα θα είναι έτοιμη να προσφέρει την εμπειρία. Όταν άρχισε η σχέση μου μαζί της, με τρόμαξε. Όντας συντηρητικός και προσγειωμένος, η σχέση μου μαζί της πρέπει να τελειώσει με όμοιο τρόπο. Να είναι αξημέρωτα ακόμη, μισή ώρα πριν χαράξει, αλλά η βροχή να έχει σταματήσει πολύ νωρίτερα. Πρώτα θα βγάλω τα τέσσερα τσιμπουκόφωνα, και μετά το φίλτρο για να ακούγεται σωστά. Θα ρίξω τα πιο πολύτιμα από ποτέ δέκα λίτρα, στο ντεπόζιτο. Θα περιμένω να γεμίσουν τα τέσσερα λεκανάκια, θα ανέβω πάνω και θα το σπρώξω με το ένα πόδι. Θα αφήσω τον συμπλέκτη έχοντας πρώτη και το υψίσυχνο, στακάτο ρεσιτάλ θα αρχίσει. Το TTS θα γεμίσει τα ρουθούνια και το ζέσταμα θα γίνει όπως πάντα, στη διαδρομή.

Τρεις γύρους στο βρεγμένο Nürburgring θα τους βγάλει σίγουρα και κάτι θα περισσέψει, στην κλασική διαδρομή των 22.810 μέτρων. Μια και θα είμαι μόνος μου στο Ring θα οδηγήσω και ανάποδα τη διαδρομή, περνώντας πάνω - κάτω τη Karrussell για να μαζέψω και τρόμο για χρόνια.

Η στιγμή της αλλαγής, την ώρα που το όνειρο αρχίζει να γίνεται πραγματικότητα

 

Το μισό μου... GP

Του Λάζαρου Μαυράκη

Η Αδριατική είναι ελαφρώς ταραγμένη, κι οι περισσότεροι νταλικέρηδες συνεπιβάτες στο πλοίο Πάτρα - Ανκόνα κοιμούνται στη θαλπωρή της καμπίνας τους. Τρεις η ώρα τα ξημερώματα κι εγώ κάθομαι στο κατάστρωμα, αγκαλιά με ό,τι πιο πολύτιμο διαθέτω αυτή τη στιγμή: Τα τελευταία δέκα λίτρα βενζίνης που μπορώ να καταναλώσω. Η υπερένταση του εγχειρήματος που με οδήγησε μέχρι εδώ, σε συνδυασμό με το σπρέι από τα απόνερα του καραβιού, δεν μ' αφήνει να κοιμηθώ -και το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να θυμάμαι ξανά και ξανά πώς ξεκίνησε η περιπέτεια...

Ήμουν ακόμη βραχνιασμένος από τα ουρλιαχτά που έβγαζα την ώρα που ο Rossi έκανε το μαγικό προσπέρασμα στον Lorenzo στην τελευταία στροφή του τελευταίου γύρου στην Catalunya, ενώ το υπογλώσσιο λίγο ήθελε ακόμη να λιώσει για να επαναφέρω τους σφυγμούς μου στο κανονικό, όταν έσκασε η βόμβα: Ο σχεδόν δακρυσμένος Καραχάλιος ανακοίνωνε τα δυσάρεστα νέα: "Κύριοι, η ενεργειακή κρίση μας κέρδισε. Βενζίνη γιοκ! Κατάφερα να εξασφαλίσω από τα τελευταία αποθέματά μας δέκα λίτρα για τον καθένα σας. Είναι η τελευταία φορά που θα αξιοποιηθούν σε κινητήρα εσωτερικής καύσης κάτω από τα πόδια σας. Αξιοποιήστε τα όπως καταλαβαίνετε", είπε και με τον ζόρι τον κρατήσαμε να μην αυτοπυρποληθεί με τα τελευταία δικά του δέκα λίτρα. Το σοκ της στιγμής ήταν ήδη παρελθόν για μένα. Ήξερα ακριβώς τι ήθελα να κάνω με αυτά τα δέκα λίτρα και θα το έκανα ο κόσμος να χαλάσει.

Με έφαγαν οι δρόμοι με το ποδήλατο μέχρι να πάω στο πρακτορείο, να κλείσω εισιτήρια, να πάω στην αντιπροσωπεία της Yamaha καμιά δεκαριά φορές (στον Ασπρόπυργο, οι αθεόφοβοι...) μέχρι να γίνουν οι απαραίτητες επαφές, και στο τέλος μέχρι την Πάτρα για να πάρω το καράβι για Ιταλία. Από εκεί και πέρα, η απόσταση μέχρι το Misano θα καλυπτόταν με ωτοστόπ. Είχα χάσει δέκα ολόκληρα κιλά μέχρι το πέρας των διαπραγματεύσεων, αλλά χαλάλι. Ούτως ή άλλως, η μείωση του βάρους βοηθά ιδιαίτερα το φιλόδοξο project μου. Δέκα ολόκληρα λίτρα μεταφράζονται σε διάρκεια μισού αγώνα MotoGP, σε κάτι περισσότερο από είκοσι λεπτά απόλυτης οδηγικής ηδονής.

Η πιο γρήγορη κατανάλωση ενός λίτρου βενζίνης. Μετά την πτώση και το τρύπημα του ρεζερβουάρ, το ηθικό μου ήταν κατεστραμμένο

 

Ευτυχώς τα παρακάλια και το αλά Ξανθόπουλος παραμύθι -ξέρετε, "όχι για μένα, για τη φουκαριάρα τη μάνα μου..." - έπεισαν τον David Brivio να μου εξασφαλίσει μια θέση στην εργοστασιακή ομάδα της Fiat Yamaha. Είχαν αποφασίσει ότι ο Lorenzo ούτως ή άλλως φέτος έκανε καλά τη δουλειά του στο να συμπληρώνει το βάθρο δίπλα στον Rossi για να βγαίνουν οι φωτογραφίες για τους χορηγούς όπως πρέπει, και δεν θα τον πείραζε να ανταλλάξουμε θέσεις κατά τη διάρκεια του αγώνα. Σε αυτό βοηθούν και οι καινούριοι κανονισμοί που επιτρέπουν την αλλαγή μοτοσυκλέτας, οπότε φορώντας τη φόρμα του Jorge, ούτε γάτα ούτε ζημιά. Η μόνη υποχρέωση ήταν η βενζίνη να μπει από εμάς. Κανένα πρόβλημα! Από την άλλη και η συμμετοχή μου στο Aprilia Challenge το 2000, τους έπεισε ότι θα είχα και αποτέλεσμα. Πόση διαφορά άλλωστε έχει ένα δίχρονο 125 με 30 άλογα στον τροχό σε σχέση με ένα MotoGP;

 
Λίτρο, λίτρο ο καημός μου

Παρότι είχα ένα άγχος σχετικά με το αν θα μπορούσα να φτάσω μέχρι το Misano χωρίς να συλληφθώ, καθώς προκαλεί, όπως και να το κάνουμε, μια ανασφάλεια το να περιφέρεται ένας μελαχρινός αξύριστος, με ξυρισμένο κεφάλι, κρατώντας αγκαλιά ένα δεκάλιτρο μπιτόνι βενζίνης, έφτασα αισίως στην πίστα λίγο μετά τη λήξη των χρονομετρημένων δοκιμαστικών. Το αγωνιστικό alter ego μου, ο άνθρωπος που θα του έπαιρνα τη θέση, κατάφερε να πετύχει τον δεύτερο καλύτερο χρόνο, πίσω από τον Rossi και μπροστά από τον Stoner. Τουλάχιστον θα μπορούσε να χτίσει μια διαφορά μέχρι τη στιγμή της αλλαγής, ώστε να μην χαθούν πολλές θέσεις με την είσοδό μου στην πίστα. Το ίδιο απόγευμα είχε κανονιστεί μια μυστική δοκιμή με το Μ1 για να μην πάω ξεβράκωτος στα... λάχανα. Ένα πολύτιμο λιτράκι θα έπρεπε να δαπανηθεί για να κάνω κάτι λιγότερο από ενάμισι γύρο, ώστε να μάθω τη μοτοσυκλέτα του Jorge.

Από τη στιγμή που βρέθηκα πάνω στη σέλα του Μ1, μία λέξη είχα μόνο στο μυαλό μου: ΒΑΝΖΑΙ!

 

Το τεράστιο χαμόγελό μου άρχισε να σβήνει σιγά - σιγά όταν διαπίστωσα ότι η μοτοσυκλέτα δεν έπαιρνε μπροστά με τίποτα. Μετά μου εξήγησαν ότι έπρεπε να ανέβω πάνω σα να ήμουν παραπληγικός. Η μοτοσυκλέτα έχει αισθητήρες παντού κι αναγνωρίζει τον αναβάτη της μέσω αυτών, οπότε έχει συνηθίσει τον Lorenzo με γύψους, πατερίτσες, νάρθηκες και αγκυλώσεις και συνήθως να τον ανεβάζουν αγκαλιά στη μοτοσυκλέτα. Έπρεπε να κοροϊδέψουμε μ' αυτόν τον τρόπο την "έξυπνη" ηλεκτρονική, για να πάρει μπροστά. Μιμήθηκα τότε τον Gibernau, όπως έκανε όταν τον έβγαλε ο Γιατρός από την πίστα στο Jerez το 2005, κι ως δια μαγείας η μοτοσυκλέτα πήρε μπροστά.

Τα πρώτα ml από το απόθεμά μου άρχισαν ήδη να καταναλώνονται κι έτσι ξεκίνησα αμέσως. Δυστυχώς το λίτρο καταναλώθηκε πιο γρήγορα απ' ό,τι περίμενα, καθώς στην έξοδο από τη δεξιά Rio έφαγα ένα χορταστικό highsiding, με αποτέλεσμα να τρυπήσει το ρεζερβουάρ και να χυθεί όλη η βενζίνη. Τουλάχιστον είχα πέσει με πολλά κι αυτό ήταν ενθαρρυντικό σημάδι...,

Η στιγμή της ολοκλήρωσης. Κρίμα που δεν είχα καθρέπτες να βλέπω πίσω μου το number plate με το νούμερο "46". Σε ποιον να το πεις και να σε πιστέψει...

 

Του ονείρου η ώρα

Την επόμενη μέρα ο αγώνας ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς. Ήλιος, με χαμηλή όμως θερμοκρασία, θεατές αφιονισμένοι και τα εννιά πλέον λιτράκια μου κατατεθειμένα στα αποθέματα της Yamaha Racing Team. Ο Jorge ήταν ήδη μιλημένος από πριν, ώστε να συμπεριφέρεται ανθρώπινα στο γκάζι και να μην εκτοξεύσει την κατανάλωση στον θεό. Ο Ramon Forcada, ο αρχιμηχανικός του Lorenzo, είχε ούτως ή άλλως ρυθμίσει την ηλεκτρονική και τη χαρτογράφηση, έτσι ώστε για τους τελευταίους έντεκα γύρους να μείνουν ακριβώς τα εννέα λίτρα που μου αντιστοιχούσαν. Από εκεί και πέρα, το θέμα ήταν στον δεξιό καρπό μου...

Δώδεκα γύρους πριν το τέλος, όπως είχε σχεδιαστεί, βγήκε η ταμπέλα από τα πιτς για τον Lorenzo και στον επόμενο γύρο άκουγα πόσο βασανιστικά αργά έφτανε η μοτοσυκλέτα στο box, λόγω του ορίου ταχύτητας. Με την επιδεξιότητα του Copperfield, ο Jorge με το που κατέβηκε από το μηχανάκι εξαφανίστηκε, και πλέον στη σέλα του Μ1 καθόταν ο... Jorge Mavrakis. Μπροστά ήταν οι Hayden, Toseland, Melandri, Edwards, Dovizioso, De Angelis, Pedrosa, Stoner κι αυτός με το "46". Στην αρχή, στο πρώτο πέρασμά μου από τη Rio, στάλες κρύου ιδρώτα μούσκευαν τη φόρμα μου, αλλά μέχρι να φτάσω στην θρυλική Tramonoto, το είχα κιόλας ξεπεράσει.

Στο κλείσιμο του πρώτου γύρου, οι Hayden και Melandri έγιναν παρελθόν, καθώς ο πρώτος έκανε στην άκρη μόλις βγήκαν οι ταμπέλες για να μην εμποδίζει, ο δε Ιταλός έμεινε από ανατιναγμένο τρίτο κύλινδρο. Είχαμε ήδη περάσει τη μισή διάρκεια του αγώνα, οπότε οι ηλεκτρονικές είχαν ρυθμιστεί έτσι ώστε να κόβουν δύναμη, τόσο για τη φθορά των ελαστικών όσο και για την κατανάλωση. Όλοι είχαν το ίδιο θέμα εκτός από έναν: Eμένα! Ο Edwards προφανώς ακολουθούσε team orders και μόλις με είδε πίσω του έκοψε ρυθμό, δεν συνέβη όμως το ίδιο με τους Dovizioso και De Angelis, τους οποίους αναγκάστηκα να τους βγάλω εκτός πίστας ζητώντας υποκριτικά συγνώμη που έχασα τα φρένα κι άνοιξα την τροχιά μου στην είσοδο της Carro.

Λίγο πρίν ο Rossi μου δώσει την... τελική ώθηση για τον τερματισμό

 

Είχα ακόμη μπροστά μου πέντε γύρους και τέσσερα λίτρα στο ρεζερβουάρ. Με λογική χρήση θα έφτανα στον τερματισμό. Η λογική όμως με είχε εγκαταλείψει προ πολλού. Όρμησα χωρίς να το σκεφτώ στον Pedrosa και προσπάθησα να τον ρίξω στη Misano, όπως είχε ρίξει κι αυτός τον Hayden το 2007 στο Estoril. Βγήκε στην αμμοπαγίδα κι εκεί που έλεγες ότι θα τη γλιτώσει, πάει να πατήσει κάτω, το πόδι του δεν φτάνει στο έδαφος και πέφτει σαν σακί, με το RC211V να τον έχει πλακώσει αφήνοντας ακάλυπτο μόνο το πάνω μέρος του χεριού του, που πρότεινε επιδεικτικά το μεσαίο δάχτυλο υψωμένο. Δύο γύρους κι ένα λίτρο πριν το τέλος ήμουν στη ρόδα του Stoner. Ευτυχώς ένα bug στα windows του Desmosedici, του έκοψε τον ρυθμό και μπόρεσα να περάσω μπροστά.

Μισό γύρο πριν τον τερματισμό, φτάνουμε μαζί με τον Rossi στην Carro, όπου κλείνει επιτυχώς την πόρτα κι η προσπέραση στα φρένα μοιάζει αδύνατη. Δεν γίνεται όμως το ίδιο στην τελευταία στροφή Misano, όπου με κλειστά μάτια ουρλιάζοντας μέσα από το κράνος "Look Mama, no brakes!" κάνω το απονενοημένο και περνάω. Με τη μισή ευθεία μπροστά μου και τον Rossi πίσω μου, ο κινητήρας του Μ1 αρχίζει να "βήχει", καθώς δουλεύει με αναθυμιάσεις. Δύο μέτρα πριν τον τερματισμό ο κινητήρας “μένει”, αλλά ο Rossi με τη φόρα του πέφτει πάνω μου και μέσα στο κουβάρι ανθρώπων και μετάλλων που περνά τη γραμμή του τερματισμού, το photo-finish καταγράφει νικητή εμένα! Ένιωθα στο πρόσωπό μου τη σαμπάνια να ρέει, όταν συνειδητοποίησα ότι έτρωγα μπουγέλο για να ξυπνήσω από τον βαθύ ύπνο που απολάμβανα. Πλέον όμως ήξερα: Η ενεργειακή κρίση θα με έβρισκε στο ψηλότερο σκαλί του βάθρου...

Η τελευταία σκηνή που θυμάμαι πριν το μπουγέλο. Η σαμπάνια έπεφτε..."ράιτ θρου"

 

Θα τους δείξω εγώ!

Χιόνι, πάγος, κολασμένα λούκια και μηδενική πρόσφυση. Είναι αρχές Μαρτίου και βρίσκομαι στη χιονισμένη Σουηδία για να ζήσω το όνειρό μου, ξοδεύοντας τα τελευταία δέκα λίτρα καυσίμου. Ή μάλλον δέκα λίτρα βενζίνης και διακόσια χιλιογραμμόμετρα καλό συνθετικό λάδι μείξης

Αν και οδηγώ για αρκετά λεπτά, τα άκρα των χεριών μου δεν λένε να ζεσταθούν ούτε μέσα στα neoprene χοντρά γάντια μου. Οι τεράστιες και κακάσχημες έξτρα χούφτες δεν μπορούν να κόψουν κάτι από το πολικό ψύχος των -6 βαθμών του σουηδικού Μάρτη, που τρυπά τα δάχτυλά μου. Τα όποια χαζά χαμόγελα ευτυχίας άρχισαν να εξαφανίζονται, αμέσως μόλις πέρασα κάτω από τη φουσκωτή αψίδα με τα σήματα του WEC, παίρνοντας εκκίνηση στο GP του Ostersund. Όσο, όμως, και να παλεύω να σταθώ όρθιος στο παγωμένο τερέν, τίποτα δεν θα καταφέρει να σβήσει τα συναισθήματα εκπλήρωσης ενός μεγάλου ονείρου, του να τρέξω δίπλα στους κορυφαίους αναβάτες του παγκοσμίου πρωταθλήματος enduro, και μάλιστα σε ένα τερέν τόσο ξένο και μακρινό από τα δικά μας δεδομένα.

Περίμενε και θα δεις

Δεν θα ορκιζόμουν πως ο φίλος μου ο Johnny Aubert έδειξε να αγχώνεται ιδιαίτερα, βλέποντάς με να κάνω τις τελευταίες ρυθμίσεις στο δίχρονο 125 μου πριν τον αγώνα. Είχε έρθει να με βρει κάτω από τη μικρή μου τέντα, μέσα στο στεγασμένο υπόστεγο του κλειστού γυμναστηρίου του Ostersund και λίγα μέτρα πιο κάτω από το parc ferme. Μόλις είχα φορέσει στο τριανταεξάρι Keihin ένα καινούριο ζιγκλεράκι 172 και σήκωνα τη βελόνα με τον κωδικό NOZD στην τέταρτη θέση, όπως ακριβώς διάβασα στο βιβλίο του κατασκευαστή. Ήταν η πρώτη φορά που δοκίμαζα τέτοιες ρυθμίσεις, αλλά επίσης και η πρώτη φορά που οδηγούσα σε τέτοιες συνθήκες.

Πιο πολύ από περιέργεια, ίσως και λίγη συμπάθεια, ο Johnny έμεινε να με παρατηρεί και να μου κάνει παρέα, καθώς έκανα τις τελευταίες ετοιμασίες στο διχρονάκι μου. Μικρές προεκτάσεις στα φτερά μπροστά και πίσω για τη λάσπη, πίσω δισκόφρενο χωρίς τρύπες, αλλαγή του αντιψυκτικού υγρού στο ψυγείο με αντίστοιχο πολύ καλής ποιότητας και με χαμηλό σημείο τήξης.

Μετά από επτά ώρες πατινάζ, άντε άλλαξε τα λάστιχα με τα καρφιά! Ευτυχώς δηλαδή που είχα μόνο δέκα λίτρα, και δεν έφτασα στον τερματισμό της πρώτης μέρας για να ζήσω αυτή την "όμορφη" εμπειρία

 

Βέβαια, μπορεί ο Johnny να διαθέτει όσους μηχανικούς θέλει, να κάνουν στη δική του μοτοσυκλέτα τις αντίστοιχες δουλειές -αλλά ευχαριστώ, δεν θα πάρω. Η προετοιμασία της προσωπικής σου μοτοσυκλέτας για κάθε αγώνα, πόσο μάλιστα αυτόν, είναι μια διαδικασία σχεδόν τελετουργική, άρρηκτα συνδεδεμένη με την ψυχοσύνθεση ενός γνήσιου εντουρά. Όχι πως σε παίρνει να σκέφτεσαι και τίποτα διαφορετικό, όταν λόγω συνθηκών είσαι εκπρόσωπος της φιλοσοφίας του low-budget! Αλλά εδώ δεν είμαι για να παραπονιέμαι. Άλλωστε αυτό που για τον κάθε επαγγελματία αναβάτη που τρέχει χρόνια στο WEC, μπορεί να φαίνεται ως ακόμη μια κουραστική μέρα στη “δουλειά”, για μένα είναι η εκπλήρωση ενός μακρινού ονείρου, κι αυτή είναι η τεράστια διαφορά μεταξύ μας, που ασχέτως αποτελέσματος θα με κάνει ευτυχή.

Με μια άψογη μείξη αγγλο-γαλλικών, προσπαθώ να εξηγήσω στον Johnny για ποιους λόγους πιστεύω ότι θα πάω πολύ καλά στη λασπωμένη cross-country ειδική των έντεκα παγωμένων χιλιομέτρων μέσα στα πανύψηλα έλατα, αλλά αυτός δεν έχει πάψει να χαμογελά. Αφού του εξηγώ! Μετά το πρώτο περπάτημα, εντόπισα μερικά καλά πατήματα και πιστεύω ότι αν πιέσω το διχρονάκι μου στο όριο, ίσως καταφέρω ένα καλό πλασάρισμα στην τελική κατάταξη. Απορώ γιατί δεν μπορεί να δει το προφανές! Με ένα δίχρονο 125 θα είναι πολύ πιο εύκολο να πετάς πάνω από τις χοντρές ρίζες των δέντρων, που είναι καλά κρυμμένες μέσα στο ένα και μοναδικό λούκι που έχει δημιουργηθεί στη λάσπη. Γιατί δεν το καταλαβαίνει;

Στον δρόμο για τη νίκη

Ευτυχώς που είχα βάλει μπόλικη μονωτική ταινία ανάμεσα στις μπότες και το εντουράδικο παντελόνι, γιατί έτσι έχω καταφέρει να διατηρήσω τουλάχιστον τα πόδια μου ζεστά. Το δίχρονο μοτεράκι "ξυρίζει" σε κάθε άνοιγμα του γκαζιού στο τέρμα, αν και στις παρούσες συνθήκες κάτι τέτοιο είναι εξαιρετικά σπάνιο. Οδηγώντας τον περισσότερο χρόνο με τα πόδια να κάνουν "κουπί" στον πάγο, αισθάνομαι περισσότερο σαν αθλητής του καλλιτεχνικού πατινάζ, παρά εντουράς.

Στο σκληρό και απάτητο χιόνι, νιώθω τα μεταλλικά καρφιά από τα λάστιχα να τρυπούν το έδαφος. Το πιο δύσκολο όμως είναι τα βαθιά και σκαμμένα λούκια, όπου το μαλακό χιόνι μπλέκεται με την κόκκινη άμμο του εδάφους και μετατρέπεται σε ένα γλιστερό μείγμα. Ευτυχώς στα λούκια η φαρδιά αλουμινένια ποδιά του κινητήρα λειτουργεί και σαν έλκηθρο κι έτσι καταφέρνω να ξεγλιστρώ μερικά μέτρα πιο κάτω. Παρά τις όποιες καλές προθέσεις του συστήματος εξαερισμού από το χοντρό jacket μου, το σώμα μου αδυνατεί να βρει μια ιδανική θερμοκρασία λειτουργίας. Από μέσα ιδρώνω κι απ’ έξω παγώνω, αλλά συνεχίζω.

Είστε σίγουροι ότι αυτά τα πασσαλάκια που φαίνονται στο βάθος, σηματοδοτούν την ειδική διαδρομή; Εμένα πάντως μου θυμίζουν μια φορά που είχα πάει στο χιονοδρομικό του Παρνασσού

 

Σε λίγα μέτρα πλησιάζω στο τρίτο ΣΕΧ. Έχω σχεδόν κάνει εξήντα εξαντλητικά χιλιόμετρα, με το μικρό 125 να προσπαθεί να βγάλει τα σχεδόν τριάντα του κρυωμένα άλογα στο γλιστερό τερέν. Πλησιάζω τον πρώτο ανεφοδιασμό. Εκεί έχω αφήσει το ένα και μοναδικό μου μπιτονάκι με μισό λίτρο καυσίμου, καθώς με τα υπόλοιπα εννιάμιση γέμισα το ρεζερβουάρ μου πριν την εκκίνηση. Τουλάχιστον δεν χάνω πολύ χρόνο στον ανεφοδιασμό και αρχίζω να κατηφορίζω για την ειδική στο χιονοδρομικό κέντρο, ανάμεσα στα πασσαλάκια των σκιέρ. Η κορδέλα της ειδικής σχεδόν χάνεται στο κατάλευκο τοπίο, αλλά ούτως ή άλλως υπάρχει μία και μόνο δυνατή πορεία -αυτή που ορίζουν τα λούκια.

Λίγο πριν τον τερματισμό της ειδικής, αρχίζουν οι πρώτες διακοπές από τον κινητήρα. Ευτυχώς τερματίζω και όπως κάθε “παγκόσμιος”, δείχνω ανήσυχος για τον χρόνο που έκανα. Πλησιάζω το display με ανυπομονησία, κι αφού ξεγλιστρώ ανάμεσα στους manager των εργοστασιακών ομάδων, καταφέρνω να δω την προσωρινή μου κατάταξη. Είμαι πρώτος, από το τέλος, στην Ε1! Επιστρέφω στο διχρονάκι μου, βρίσκω ένα καλό δέντρο να το παρκάρω και στέκομαι λιγάκι να απολαύσω το κατόρθωμά μου. Είμαι εδώ, συμμετείχα, προσπάθησα, πραγματοποίησα το όνειρό μου. Και για μένα είμαι ο ένας και μοναδικός νικητής. Ας είχα και λίγη βενζίνη παραπάνω και θα σας έδειχνα!

 

Race for ever

Για μένα πάντα το θέμα της μοτοσυκλέτας άρχιζε και τελείωνε στους αγώνες. Δεν είμαι μοτοσυκλετιστής με την ευρύτερη έννοια, είμαι εθισμένος με τον ανταγωνισμό και την ατμόσφαιρα των αγώνων, όποιο είδος κι αν είναι αυτό, άσχετα αν το πάθος μου ήταν πάντα οι μοτοσυκλέτες και οι αγώνες motocross. Δεν υπήρχε περίπτωση λοιπόν να χρησιμοποιήσω τα τελευταία μου δέκα λίτρα σε κάτι άλλο, πέρα από έναν αγώνα!

Στα πρώτα χρόνια της εφηβείας μου, όπου κολασμένα ήθελα να συμμετάσχω σε αγώνες, υπήρχε ένα και μόνο πάθος -και το έλεγαν Kawasaki KX250 του '85. Σαν αυτό με το οποίο είχε κερδίσει ο παγκόσμιος πρωταθλητής George Jobe το πρώτο supercross που έγινε στην Ελλάδα, τον Φεβρουάριο του 1985 στο γήπεδο του Παναθηναϊκού. Είχα την τύχη να είμαι παρών σε αυτόν τον αγώνα, παρέα με τον ξάδελφό μου Μανώλη. Παρότι ήμουν μικρός, την ώρα που βρισκόμουν στην κερκίδα έκανα όνειρα για το πώς θα είναι τα πράγματα όταν θα αγωνίζομαι κι εγώ.

Η υπέροχη δίχρονη μελωδία που βγαίνει από την εξάτμιση, καθώς και το σαγηνευτικό άρωμα από το λάδι της μείξης, πλανώνονται για τελευταία φορά στην ατμόσφαιρα

 

Αυτή την ΚΧ250 που σήμερα έχει μυθικές διαστάσεις στο μυαλό μου δεν την απέκτησα ποτέ, αλλά και δεν οδήγησα μια αντίστοιχη για να έχω μια εμπειρία. Αν μπορούσα λοιπόν να το κάνω, η τελευταία επαφή με μοτοσυκλέτα με κινητήρα εσωτερικής καύσης θα ήταν με αυτήν την πράσινη θεά. Όσο φοβερή μου φαινόταν η ΚΧ, άλλο τόσο φοβερές διαστάσεις είχε πάρει στο μυαλό μου η πίστα όπου γίνονταν εκείνη την εποχή οι αγώνες ΜΧ στο Σχηματάρι, η οποία όταν άρχισα να αγωνίζομαι είχε κλείσει. Οπότε ούτε την ΚΧ250 οδήγησα ποτέ, ούτε και στο Σχηματάρι κατάφερα να διανύσω κανένα μέτρο.

Το σκηνικό που πρέπει να στηθεί για την κατανάλωση των τελευταίων δέκα λίτρων βενζίνης που μου αντιστοιχούν, έχει ως εξής: Σάββατο πρωί στο Σχηματάρι, ετοιμάζομαι για τα δοκιμαστικά του αγώνα. Λίγο πιο κει με περιμένει η ΚΧ με number plate 247, ενώ από την άλλη μεριά βρίσκεται σταθμευμένο το αυτοκίνητο του Καρέτσου και το CR125 με το νούμερο 6. Ο Λευτέρης μόλις έχει φτάσει αγχωμένος στην πίστα, γιατί είναι φαντάρος και ο διοικητής του υπέγραψε την άδεια τελευταία στιγμή.

Ανοίγω το μπιτόνι με τα τελευταία δέκα λίτρα και ρίχνω με θρησκευτική ευλάβεια το λάδι για τη μίξη που δεν είναι άλλο από το Castrol A747, κλείνω καλά το καπάκι, όσο πιο σφιχτά γίνεται ώστε να μην χαθεί ούτε ένα γραμμάριο και αρχίζω να το κουνάω για να διαλυθεί το λάδι και έπειτα να το ρίξω στο ρεζερβουάρ.

Το σχέδιο για να έχουμε επάρκεια βενζίνης ώστε να περάσω όλες τις διαδικασίες και να φτάσω στον κυρίως αγώνα, έχει καταστρωθεί με μαθηματική ακρίβεια που θυμίζει F1. Τα πάντα γίνονται στο όριο ώστε τα καύσιμα να φτάσουν ίσα - ίσα για να περάσω τη γραμμή του τερματισμού. Άσκοπο ζέσταμα του κινητήρα και περιττές γκαζιές απαγορεύονται δια ροπάλου. Η ΚΧ μπαίνει σε λειτουργία μόνο όταν είναι να μπει στην πίστα, οπότε όταν ήρθε η ώρα για τα πρώτα ελεύθερα δοκιμαστικά, δύο λίτρα μπήκαν στο ρεζερβουάρ, ίσα - ίσα για τους πέντε γύρους γνωριμίας με την πίστα και τη δική μου προθέρμανση.

Επιστροφή στην πίστα για τα χρονομετρημένα δοκιμαστικά και ακόμα ένα λίτρο πέφτει μέσα στο ρεζερβουάρ, για να καλύψω τους τρεις γύρους που υποχρεωτικά χρειάζονται να κάνει κάποιος για να προκριθεί στον κυρίως αγώνα. Βέβαια, όταν ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα των χρονομετρημένων ήμουν τόσο αργός, που οι φίλοι μου άρχισαν το δούλεμα. Είχα έτοιμη όμως τη δικαιολογία -ότι είμαι γρήγορος αλλά δεν άνοιγα τελείως το γκάζι γιατί δεν ήθελα να κάψω πολλή βενζίνη!

Η νύχτα πέρασε με πολλές σκέψεις. Δύο όνειρα είχαν εκπληρωθεί. Η οδήγηση της ΚΧ250 του '85 και ο αγώνας στο Σχηματάρι. "Δεν είναι άσχημα", σκέφτηκα, "αφού το πέρασμά μας από αυτή τη ζωή δικαιώνεται όταν και τα όνειρά μας γίνονται πραγματικότητα".

Το αντικείμενο του ανεκπλήρωτου πάθους, η ΚΧ250, ήταν η πρώτη και μοναδική επιλογή για να καταναλωθούν τα τελευταία δέκα λίτρα βενζίνης

 

Οι ώρες περνούν γρήγορα και βρίσκομαι ήδη στην πίστα, όπου ακούω την ανακοίνωση από τα μεγάφωνα ότι η πίστα είναι ανοιχτή για το πρωινό ζέσταμα. Ακόμη ένα λίτρο βενζίνης πέφτει στο ρεζερβουάρ... Οι αγώνες ΜΧ έχουν δύο σκέλη, όμως η βενζίνη που μου έχει μείνει φτάνει με το ζόρι για ένα, οπότε χρειάζονται χειρουργικές κινήσεις στο άνοιγμα του γκαζιού, ώστε να ανταπεξέλθω και να ολοκληρώσω το τελευταίο σκέλος.

Βρίσκομαι πίσω από την μπάρα και ο αγώνας ξεκινά. Όλοι ξεχύνονται δαιμονισμένα, λυσσασμένα μέχρι την πρώτη στροφή, ενώ εγώ πάω ήρεμα και προσπαθώ να εξοικονομήσω όσο πιο πολλή βενζίνη μπορώ. Επειδή δεν έφτανε για να γεμίσω το ρεζερβουάρ, ήταν αναμφίβολο αν θα έφτανα στον τερματισμό. Πήγαινα τόσο αργά, που φτάνοντας στον τελευταίο γύρο έβλεπα αριστερά και δεξιά σταματημένους τους αντιπάλους που είχαν "μείνει" από βενζίνη, ενώ εγώ με το γνωμικό "αργά βαδίζω, ζωή κερδίζω" έφτασα τελικά πρώτος, περνώντας στην ιστορία ως ο τελευταίος νικητής σε αγώνα όπου το καύσιμο κίνησης ήταν η βενζίνη.

Τελευταίο τανγκό στο Σχηματάρι. Η οδήγηση έγινε με χαμηλό ρυθμό επιτρέποντας χορευτικές φιγούρες στον αέρα

 

Σε ένα μπιτόνι ή σε είκοσι μπουκάλια;

Του Μπάμπη Μέντη

 

Οι ερωτήσεις αυτού του τύπου, αρχικά, είναι διασκεδαστικές μέσα στις παρέες. Τι θα έκανες με το τελευταίο μπουκάλι βότκα; Πώς θα κάπνιζες το τελευταίο σου τσιγάρο; Τι θα έκανες δέκα λεπτά πριν τη συντέλεια του κόσμου; Σε κάθε περίπτωση, το τέλος είναι βέβαιο και εσύ πρέπει να αρπάξεις την τελευταία ευκαιρία που έχεις

Πάντα ξεκινάς με τα προφανή και τα εύκολα, και γι’ αυτό πιστεύεις ότι ήδη γνωρίζεις με σιγουριά ποια είναι η καλύτερη απάντηση για να τους εντυπωσιάσεις όλους. Όμως αν κάνεις το λάθος και προσπαθήσεις να το σκεφτείς λίγο καλύτερα πριν απαντήσεις, ανακαλύπτεις τις δυσκολίες. Θα γίνω πιο σαφής. Λατρεύω το Nurburgring και η πρώτη σκέψη που μου ήρθε στο μυαλό ήταν να κάψω τα τελευταία δέκα λιτράκια που μου αναλογούν, κάνοντας περίπου δύο ή δυόμισι γύρους εκεί μέσα, καβάλα πάνω σε μια Britten V2 1000. Μετά έκανα την παπαριά, να το σκεφτώ λίγο καλύτερα... Όπου με τρόμο ανακάλυψα ότι στο ring έχω ήδη πάει και η μοτοσυκλέτα του John Britten είναι μεν αρκούντως “εξωτική”, σπάνια και οδηγικά ποθητή, όμως το ίδιο είναι και μια μοτοσυκλέτα των MotoGP ή μια Brough Superior.

Αξίζει να θυσιάσω τα δέκα ανεκτίμητα λιτράκια μυρωδάτης βενζινούλας μέσα σε μια γνωστή διαδρομή και με μια μοτοσυκλέτα που δεν είναι βέβαιο ότι είναι η καλύτερη όλων; Όχι βέβαια! Ο αρχικός ενθουσιασμός έφυγε από το πρόσωπό μου και το άγχος άρχισε να με κυριεύει. Πρέπει να σκεφτώ κάτι καλύτερο, πρέπει να βρω την καλύτερη μοτοσυκλέτα και την καλύτερη διαδρομή. Λίγο πριν φτάσω στο σημείο να έχω μέσα στο ανοιχτό στόμα μου την παγωμένη κάνη ενός περίστροφου, που θα με λύτρωνε από την απελπισία μου, δούλεψε το μπλοκαρισμένο μυαλό.

Ελπίζω η ιδέας μιας V2 με οβάλ έμβολα να εξιτάρει τη σχεδιαστική φαντασία του Massimo Tamburini

 

Η καλύτερη μοτοσυκλέτα του κόσμου είναι... αυτή που δεν έχει κατασκευαστεί ακόμα! Άρα, τα τελευταία λίτρα βενζίνης θα τα κάψω με τη μοτοσυκλέτα που θα φτιαχτεί ειδικά για μένα. Βέβαια, το μόνο που ξέρω από μοτοσυκλέτες είναι να τις οδηγώ και μετά να γράφω αν μου άρεσαν ή όχι. Να σχεδιάζω και να κατασκευάζω μοτοσυκλέτες, δυστυχώς δεν ξέρω. Ευτυχώς όμως, ξέρω ποιοι μπορούν να με βοηθήσουν. Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν δεκάδες ταλαντούχοι σχεδιαστές και μηχανικοί που θα μπορούσαν να κάνουν τη δουλειά, όμως η μοτοσυκλέτα που έχω στο μυαλό μου κάνει τα πράγματα πολύ συγκεκριμένα. Επιστρατεύστε την υπομονή σας για να με παρακολουθήσετε και θα καταλάβετε τι εννοώ.

Η μοτοσυκλέτα μου θα πρέπει να είναι superbike, να πιάνει τα 300 χιλιόμετρα την ώρα και να έχει αναλογία κιλών ανά ίππο κάτω από 0,5:1. Άρα πρέπει να βγάζει τουλάχιστον 150-160 πραγματικούς ίππους και να ζυγίζει 70-80 κιλά. Επειδή όμως εδώ μιλάμε για την καλύτερη του κόσμου, ο στόχος ανεβαίνει στους 200 πραγματικούς ίππους... τουλάχιστον! Αυτό μας βοηθάει και λίγο με το βάρος που μπορεί πλέον να ανέβει στα 100 κιλά, κάνοντας πιο ρεαλιστικό το project μας. Για να βγουν αυτά τα άλογα, χρειαζόμαστε απαραιτήτως πάνω από 900 κυβικά εκατοστά και απαραιτήτως πολλούς κυλίνδρους. Θα μου πείτε ότι με έναν δίχρονο ή τη βοήθεια ενός turbo θα τα καταφέρουμε με τα μισά κυβικά, όμως δεν γουστάρω ούτε την κάπνα, ούτε το turbo-lag, οπότε πάμε αποκλειστικά για ατμοσφαιρικό τετράχρονο κινητήρα.

Η μοτοσυκλέτα του John Britten είναι εξωτική, όμως η δικιά μου θα είναι το κάτι άλλο

 

Ένας V2 θα ήταν καλή ιδέα, αλλά για να βγάλει τόσα άλογα θέλει πάνω από 1.100 κυβικά. Με τόσα κυβικά και μόλις δύο κυλίνδρους, συνεπάγεται ότι ο κόφτης θα είναι το πολύ στις 12.000 στροφές. Άρα, απορρίπτεται... Ώπα! Το κάθε οβάλ έμβολο της NR είναι ουσιαστικά δύο συμβατικά έμβολα ενωμένα. Αυτό είναι! Ένας V2 από 900 έως 990 κυβικά, με οβάλ έμβολα που δημιουργούν ουσιαστικά τέσσερις θαλάμους καύσης, οπότε θα έχει την θερμοδυναμική απόδοση ενός τετρακύλινδρου -ακούγεται υπέροχη ιδέα. Φανταστείτε μόνον τον ήχο που θα κάνουν οι ελεύθερες εξατμίσεις του στις 15.000 στροφές...

Το κακό εδώ είναι ότι ο κινητήρας μας θα έχει περίπου τον όγκο και το βάρος ενός V4, αφού κάθε οβάλ έμβολο έχει δύο μπιέλες. Βέβαια, θα είναι αρκετά πιο κοντός σε μήκος από ένα V2 και εξίσου πιο στενός και ελαφρύς από έναν κλασικό V4, οπότε πάλι κερδισμένοι ήμαστε. Σε ποιον θα έπρεπε να απευθυνθώ για να μου φτιάξει έναν τέτοιο κινητήρα; Μην βιαστείτε να απαντήσετε “στη Honda” διότι θα χάσετε.

Ο Domenicali είναι ο άνθρωπος που έχει τις γνωριμίες για να φτιάξει έναν αερόψυκτο κινητήρα χωρίς σύστημα λίπανσης

 

Εντάξει, από τη Honda θα πρέπει να πάρω την άδεια και τον μυστικό τρόπο κατασκευής για τα ελατήρια των οβάλ εμβόλων, όμως για τα υπόλοιπα κομμάτια του κινητήρα χρειάζομαι και κάποιον άλλον. Για παράδειγμα, η κίνηση των βαλβίδων θα γίνεται μέσω δεσμοδρομικού συστήματος. Η λύση αυτή θα μας δώσει 5% λιγότερες μηχανικές απώλειες, άρα ο κινητήρας μας θα ανεβoκατεβάζει πιο ξεκούραστα τα τεράστια έμβολά του. Οι πνευματικές βαλβίδες θα ήταν μια εξίσου καλή λύση, όμως μου αρέσει το θρόισμα που κάνουν τα κοκοράκια του desmo, οπότε τις απορρίπτω χωρίς να σας ρωτήσω. Επίσης, θέλω ο κινητήρας μου να έχει άξονα με κωνικά γρανάζια για να παίρνουν κίνηση οι εκκεντροφόροι από τον στρόφαλο και οι πνευματικές βαλβίδες θα μου στερούσαν αυτή τη χαρά.

Σε αυτό το σημείο, σας υπενθυμίζω ότι το συνολικό βάρος της μοτοσυκλέτας μας δεν πρέπει να ξεπερνά το 50% της ιπποδύναμής της. Με τους δύο άξονες για την κίνηση των εκκεντροφόρων και τα διπλά κοκοράκια για κάθε βαλβίδα που χρειάζεται το σύστημα desmo, οι κυλινδροκεφαλές μας θα ζυγίζουν όσο ένας ελέφαντας -έστω και με κομμένα τα νύχια των ποδιών του. Χμ... Πρόβλημα…

Διαφωνεί κάποιος ότι οι άξονες με τα κωνικά γρανάζια για την κίνηση των εκκεντροφόρων είναι...πανέμορφοι; 

 

Το βρήκα! Θα αφαιρέσω την υγρόψυξη και τα λάδια από τον κινητήρα. Δύο-τρία κιλά ζυγίζει ένα ψυγείο με τα ψυκτικά υγρά και άλλα τόσα τα λάδια μαζί με το φίλτρο και το ψυγείο λαδιού, ξέχωρα οι αντλίες και οι μηχανικές απώλειες. Προσέξτε με λίγο, δεν είναι τόσο ηλίθια ιδέα όσο ακούγεται αρχικά. Σκεφτείτε ότι έχουμε μόνο δέκα λίτρα βενζίνης, και με την κατανάλωση ενός κινητήρα απόδοσης 200 ίππων να είναι από 17 έως 25 λίτρα για κάθε εκατό χιλιόμετρα, η μοτοσυκλέτα μας θα κάνει στην καλύτερη περίπτωση 58 χιλιόμετρα πριν σβήσει, στη χειρότερη 40.

Άρα η περίπτωση να υπερθερμανθεί και να πέσει η απόδοση του κινητήρα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, είναι εκτός πραγματικότητας. Θα μου πείτε ότι οι αερόψυκτοι κινητήρες έχουν αναγκαστικά μεγαλύτερες ανοχές, ώστε να αντιμετωπίζουν τις διαστολές των μετάλλων, αφού δεν υπάρχει σύστημα ψύξης που να περιορίζει το εύρος της θερμοκρασίας του κινητήρα. Μην στεναχωριέστε όμως, διότι ο κύριος Domenicali, στον οποίο αποφάσισα να αναθέσω την ευθύνη για τον σχεδιασμό του κινητήρα, πιστεύω ότι έχει τις κατάλληλες γνωριμίες για να μας λύσει αυτό το πρόβλημα και μαζί το πρόβλημα απουσίας λαδιού.

Ένα ζευγάρι από αυτά τα οβάλ έμβολα, θα είναι η καρδιά του κινητήρα που ονειρεύομαι

 

Πρόσφατα διάβαζα από καθαρή διαστροφή, μερικά άρθρα για τη νέα τεχνολογία Diamond Like που χρησιμοποιείται στη μεταλλουργία. Βασικά, η τεχνολογία αυτή υπάρχει από τις αρχές του 1950, ξεκίνησε από την προσπάθεια κατασκευής τεχνητών διαμαντιών (εξ ου και η ονομασία της) και στη βιομηχανική εφαρμογή της, χρησιμοποιήθηκε ως μέθοδος σκλήρυνσης των κοπτικών για τους τόρνους και τα τρυπάνια -ναι, τα γνωστά μας “διαμαντοτρύπανα”. Από τότε βέβαια έχουν προοδεύσει αρκετά τα πράγματα, με αποτέλεσμα να φτάσουμε στο σημείο να μπορούμε να κατασκευάσουμε μέταλλα τόσο ανθεκτικά, που να μη χρειάζεται λιπαντικό για να τα προστατεύει από τις τριβές. Αυτή τη στιγμή, μόνο μία ιταλική εταιρεία ιατρικού εξοπλισμού που κατασκευάζει τεχνητές καρδιές έχει πρόσβαση στη μυστική “συνταγή”. Όλως τυχαίως, είναι θυγατρική της Fiat. Άρα, τη μυστική “συνταγή” για έναν κινητήρα που θα δουλεύει χωρίς λάδια την κρατάει η… Fiat, η οποία έχει τη Ferrari, η οποία Ferrari συνεργάζεται στενά με τη Ducati, στην οποία Ducati αφεντικό είναι ο Domenicali.

Παθιασμένος με τις μοτοσυκλέτες, αναμφίβολα εραστής του ωραίου και σίγουρα ο κατάλληλος άνθρωπος για να χρηματοδοτήσει το project. Ένας Castiglioni θα με σώσει

 

Έχοντας λύσει το θέμα του κινητήρα, επικεντρώθηκα στα άλλα δύο προβλήματα, δηλαδή στον εξωτερικό σχεδιασμό και, το κυριότερο, στα χρήματα για να γίνουν όλα αυτά. Ευτυχώς δεν χρειάστηκε να φύγω από τη βόρεια Ιταλία. Μερικά χιλιόμετρα παραδίπλα από την Bologna, βρίσκεται το Varese, όπου ζει και κυρίως βασιλεύει, η οικογένεια Castiglioni. Στο βιογραφικό του, ο βιομήχανος Castiglioni έχει τη Ducati 916 και την MV Agusta F4. Αυτό που μας ενδιαφέρει στην περίπτωσή μας όμως, είναι το γεγονός ότι έκλεψε χωρίς να ρωτήσει το μονόμπρατσο της Honda και “έπιασε χαζούς” ολόκληρη την κυβέρνηση της Μαλαισίας, καταπίνοντας μερικά δις δολάρια από την κρατική Proton. Οπότε ο Castiglioni, είναι ο κατάλληλος άνθρωπος για να πάρει από τη Honda την πατέντα για τα οβάλ έμβολα, να βρει λεφτά για να χρηματοδοτήσει το project, αλλά και να πείσει τον φίλο του Massimo Tamburini να σχεδιάσει μια πανέμορφη εξωτερικά μοτοσυκλέτα.

Θα μπορούσα να κάψω τα τελευταία μου λίτρα βενζίνης με μια Brough Superior SS 100, όμως αυτό θα το σκεφτούν άλλοι...

 

Τώρα φέρτε στο μυαλό σας ολόκληρη την εικόνα. Μια superbike των 200 ίππων, σχεδιασμένη από τον καλλιτέχνη Tamburini, με κινητήρα V2, oval piston, desmo, υπό την επίβλεψη του Domenicali. Μου τρέχουν ήδη τα σάλια. Πού θα το γκάζωνα το θεριό; Μάλλον κάπου στη νότια Ελβετία. Έχει φανταστικούς δρόμους η Ελβετία...

Σε περίπτωση πάντως που όλα τα παραπάνω είναι αδύνατον να γίνουν και μείνω με ένα μπιτόνι των δέκα λίτρων γεμάτο βενζίνη, έχω ήδη έτοιμη την εναλλακτική λύση: Είκοσι άδεια μπουκάλια μπίρας και μια μικρή σακούλα στουπί, μας αρκούν για έναν ικανό αριθμό μολότοφ. Σε όποιο υπουργείο κι αν τις πετάξω, χαμένες δεν θα πάνε...

 

 

Ένα λίτρο*

*(για τον Κίμωνα)

Δεν το είχε αγοράσει το BSA. Το είχε κλέψει. Μέρα μεσημέρι, το είχε κλέψει.

Φάτσα κάρτα απέναντι από το μουτζούρικο, σ’ ένα στενό νοικιάρικο σπιτάκι έμενε ο Στράτος ο Ρήγας. Το Στράτος ήτανε το όνομα του παππού και το Ρήγας κόλλησε μια και ο Στράτος τη ζωή την έβλεπε ανάλογα τη μέρα καρό, σπαθάτη ή γύφτικη. Τη μια σκόρπαγε λεφτά δεξιά-αριστερά και την άλλη με τα μάτια πρησμένα ζήταγε δανεικά. Ατέλειωτες ιστορίες που δεν κόλλησε η ντάμα στο βαλέ, δεν κόλλησε ο βαλές στην τσόχα, λεφτά ποτέ δεν κόλλαγαν στην τσέπη του.

Ξύπναγε κοντά τα μεσάνυχτα, τίναζε χέρια-πόδια σαν ακρίδα έτσι ψιλόλιγνος που ήτανε, κι έτρεχε στη λέσχη. Καβάλαγε τα σκαμπό, καβάλαγε τις γυναίκες των άλλων που κερδίζανε, μόνο τη ρημάδα τη ντάμα κούπα δεν καβάλαγε. Άχτι το ’χε. “Όλα να μου κάθονται ρε φίλε, αυτή η μαντάμ με το μάτι το τσαχπίνικο δε με γουστάρει. Δε μου κάθεται, πώς το λένε”.

Και μια μέρα του ’κατσε. Τους πήρε και τα σώβρακα. Τίναζε χέρια σαν τον Δον Κιχώτη με τη Δουλτσινέα Νταμακούπα από δίπλα, πέταγε τα χαρτιά σαν τα καρφιά, μοίραζε, μάζευε τη μπάνκα, δεν φοβόταν ούτε θεό ούτε διάολο. Το πρωί έφυγε τελευταίος. Τίγκα οι τσέπες. Μασουράκια τα λεφτά κι ένας συρφετός ρολόγια, βέρες, σταυρουλάκια, καδένες, λίγο ακόμα και θα τους είχε πάρει και κάνα δοντάκι χρυσό. Α ναι, και τη BSA. Σε μια γύρα πήγε η BSA, ούτε δεύτερη δεν μπάζωσε. Σκάρταρε το εξάρι και το οχτάρι και μόλις πήρε τα φύλλα τα χτύπησε κάτω με λύσσα “φουλ του άσσου με δυο κούκλες, τα βλέπω κύριοι”.

Την παράτησε στην αυλή ξέπνοη μέρες, βδομάδες.

”Τι κοιτάς ρε πιτσιρίκο;”. Τον γούσταρε τον Γιάννη γιατί του ‘φερνε γούρι. Τη βραδιά που του ‘κατσε η κούπα τον είχε μελετήσει. Η γειτονιά ήταν μοιρασμένη σε τρία στρατόπεδα. Από δω οι γουρλήδες, περάστε παρακαλώ, από δω οι γκαντέμηδες, μακριά κι αλάργα. Τρίτο στρατόπεδο που αν μεγάλωνε κι άλλο θα πέρναγε το Άουσβιτς, όσοι χρωστούσε. ”Τη μοτόρα κοιτάς ρε; Γουστάρεις;”

Το “γουστάρεις” το λες μέχρι και για παγωτό. “Γουστάρεις ένα παγωτό Ελενάκι;” Αυτό που ένιωθε ο Γιάννης με τη BSA δεν ήταν “γουστάρω”, ήταν στα επίπεδα μιας “θα πηδήξω επιτέλους και θα φύγουν και τα σπυράκια” ονείρωξης. Αλλά πώς να το εξηγήσεις αυτό; Και πώς να το εξηγήσεις και στον πατέρα που είχε βάλει τον Στράτο να του ορκιστεί ότι ούτε θα του την πούλαγε τη “μοτόρα” ούτε θα του τη χάριζε ούτε τίποτα: “Άσ’ τονε, τρελό κεφάλι έχει, ας μην το χει και σπασμένο”.

 

“Θα στην έδινα ρε φίλε, αλλά ο κυρ Ανέστης… αφού ξέρεις”. “Ξέρω”, έλεγε μαλακά ο Γιάννης και κοίταγε μακριά απ’ τη “μοτόρα” λες και θα την πρόδιδε να το πει κατάφατσα. Μεγαλωμένος μες στη μπλόφα ο Στράτος, τον κοιτάει μ’ ένα σατανικό χαμόγελο: “Να στην πουλήσω δεν θέλω και δεν μπορώ, άσε που δεν έχεις όχι φράγκο, ούτε φόδρα. Να στη χαρίσω θέλω αλλά δεν μπορώ, το υποσχέθηκα. Αλλά ξέρεις μια κι εμένα δεν μου κάνουν κέφι τα μοτόρια και να την κλέψει κανείς… δεν θα χάσω ύπνο, κατάλαβες;”

Ο Γιάννης τον κοίταγε σα χαζός. Δεν μπορεί… ”Εγώ τώρα την κάνω και θ’ αργήσω να γυρίσω. Ξεκλείδωτη είναι, τα κλειδάκια στη σέλα από κάτω, ποιος να τα βρει κει πέρα; Ε, και στο φινάλε αν την κλέψουν, την κλέψανε! Άντε γεια!” Άνοιξε τις ακριδοποδάρες και χάθηκε πίσω απ’ τη γωνία. Ούτε δέκα βήματα δεν είχε κάνει κι άκουσε το μεταλλικό σκούξιμο της μανιβέλας. “Α γεια σου”, είπε γελώντας. Άνοιξε το βήμα και χάθηκε στα όνειρα μιας κούπας. Μακριά πίσω του οι δρόμοι ξεχείλιζαν απ’ το ξερό κροτάλισμα της “μοτόρας”.

Τρόμος. Στο σινεμά ήταν εύκολο, ακόμα το θυμάται. Ήταν ένας τύπος με λαδωμένο τσουλούφι, όρθιο γιακά κι άφιλτρο, έκλεισε το μάτι σ’ ένα πουά κοριτσάκι που τιτίβιζε ντυμένο στα καναρινί, ανέβηκε στη σέλα, άρπαξε το γκάζι κι εξαφανίστηκε στο ηλιοβασίλεμα. Κάτω στη γαλαρία του σινεμά βουναλάκια τα σποράκια απ’ την αγωνία. Η καναρινί έμεινε με τα χέρια σφιγμένα σα τριανταφυλλάκια κι ο γιακάς τράβηξε δυο γκαζιές ακόμα αφήνοντας έναν σκοτεινό απόηχο.

Εδώ δεν ήταν σινεμά, χωρίς το σκηνοθέτη ήταν πιο δύσκολα τα πράγματα. Είχε ξαναοδηγήσει μια φορά, το μικρό, του Βασίλη. Αυτή εδώ όμως ήταν άλλο κόλπο. Τον κοίταγε με τα κοντέρ της αριστερά-δεξιά σαν αγριοματάρες, έτρεμε, τιναζόταν, χτύπαγε με δύναμη στα σαμάρια, μούγκριζε σαν σκυλί. Έσφιξε γερά το τιμόνι, κάρφωσε τα μάτια του στην ευθεία, αριστερά και δεξιά του να περνάνε όλα όλο και πιο γρήγορα και όλο και-

Όρκο θα ‘παιρνε ότι τα μέταλλά της μύριζαν ιδρώτα.

Κοίταξε τη γριά. Πόσος καιρός ήταν που την είχε πλύνει; Οι μήνες άρχισαν να κυλάνε ξεφτισμένοι κι ασπρόμαυροι σε μια γωνιά του μυαλού του, μέχρι που ούτε ήξερε πόσο πίσω τον πήγαν. Πολύ καιρό. Έτριψε λίγο με τον αντίχειρα το μέταλλο μέχρι να γυαλίσει. Κάτω απ’ τη σκόνη ακόμα αρχόντισσα ήταν. Όσο έτριβε κι όσο τη χάιδευε με το μεγάλο σφουγγάρι με τις σαπουνάδες, τόσο λες και ένιωθε τη δύναμη στα χέρια του. Το κόκκινο αστέρι, τα ασημί φιλέτα στο ντεπόζιτο, το καπάκι της που πάντα του φαινόταν σαν μεγάλη καρδιά άστραψαν στο απομεσήμερο.

Η γρατσουνιά στο δεξί της καπάκι είχε γίνει από το τακουνάκι της δεκαεξάχρονης γάμπας της. “Πού πατάω;”. Είχε δαγκωθεί αλλά ούτε μίλησε ούτε το καπάκι του BSA άλλαξε. Και κάθε φορά που άγγιζε με τα δάχτυλά του τη χαρακιά, άκουγε τη φωνή της σαν από αυλακιά βινύλιου. Το γδάρσιμο στο αριστερό της πιρούνι ήταν από τότε που στην προσπάθεια του να την εντυπωσιάσει, κατέληξε το BSA στο μάστορα κι αυτός στην αγκαλιά ενός μουστακαλή μπακάλη που τον βοηθούσε να σηκωθεί.

Ο μπακάλης είχε κοιτάξει τη BSA κουνώντας το κεφάλι, μετά κοίταξε λοξά μ’ ένα πονηρό χαμόγελο προς το μέρος της και του σφύριξε συνωμοτικά “χαλάλι τα σίδερα”. Κι όταν τα γεροντάκια κάθονταν καμιά φορά στο λιγοστό φως στο καμαράκι, αυτή κοντά στο παράθυρο να πλέκει σιωπηλή σα μαθητούδι που κάνει την αντιγραφή, σήκωνε καμιά φορά τα μάτια της και τον κοίταγε, δυο καρβουνάκια ακόμα πυρωμένα στο μισοσκόταδο κι αυτός σκεφτόταν “χαλάλι τα σίδερα” και χαμογελούσε.

Το δέρμα στη σέλα είχε βουλιάξει στο σχήμα της, μ’ ένα βαθύ, βαρύ λακκουδάκι εκεί που ακούμπαγε τον καρπό της δυνατά και στηριζόταν πίσω του, με το κορμί γερμένο μπροστά και το πηγούνι ακουμπισμένο απαλά στον ώμο του. Άφησε το βλέμμα του να κυλήσει πάνω στο μέταλλο κι όλα ζωντάνευαν τις κινήσεις και τις ανάσες της, λες και είχε χαραχτεί μια ολάκερη ζωή στο μέταλλο, σαν γλυπτική ψυχής, σαν αποτύπωμα ερωτικό και σαν ανάσταση μνήμης.

Έβγαλε τα εργαλεία του προσεκτικά, έσφιξε τις “μπόσικες” της -που πιστές στο καθήκον τους είχαν πάρει μια βόλτα παραπέρα στο παξιμάδι κι ας ήταν σταματημένη η πριγκηπέσσα- κι έπιασε κόντρα με το χέρι κάτω απ’ σέλα σηκώνοντάς την ελαφρά, να δει αν έχει πάρει τζόγους. Το μικρό διπλωμένο χαρτάκι, προφυλαγμένο, ατόφιο, γαντζωμένο χρόνια στο σκοτάδι, έπεσε απαλά στον καρπό του. Το άνοιξε αργά, προσπαθώντας να μη λιώσει στα χέρια του. “Στις 8, σ’ αγαπώ”. Και τόσα άδεια χρόνια μετά το “σ’ αγαπώ” με το μεγάλο καλλιγραφικό 8 δίπλα του, σε μια μικρή αυλή, εκεί στις τέσσερις και δέκα το μεσημέρι, ο χρόνος σταμάτησε να μετράει.

Πού να την αφήσει ο πατέρας της να τη δει; Σιγά μην δώσει ο κυρ Μάρκος την πριγκηπέσα του στον γιο του Ανέστη του μουτζούρη. Στη ζούλα όλα. Μόνο η μάνα της που το τσακίρικο μάτι δεν άφηνε καρφίτσα να πέσει κάτω τα ήξερε όλα, αλλά έκανε το κορόιδο. Και πάλι όμως δεν ήταν εύκολη “η συνάντησις”. Ολόκληρη επιχείρηση στήνανε.

Έφευγε αυτή για ψώνια, κι όπως περνούσε του πάσαρε το ραβασάκι, πάντα βιαστικά γραμμένο με κομμένες ανάσες “στις 7.30 εδώ”. Αν τύχαινε και εκείνη την ώρα δούλευε εκείνος στο “μουτζούρικο”, του το άφηνε πάνω στη μηχανή. Σφηνωμένο στο τιμόνι, στη σέλα, στο τελείωμα του ντεπόζιτου. Με τη δικαιολογία μιας ανύπαρκτης φιλενάδας Στέλλας και με τις ανομολόγητα συνένοχες πλάτες της μαμάς, φτερούγιζε το σούρουπο κάτω στο δρομάκι και τον έβρισκε να την περιμένει παίζοντας πάντα με χαμόγελο το ραβασάκι στα χέρια του, καθώς άναβε τσιγάρο. Δεν του το είχε πει, αλλά στην κάφτρα του τσιγάρου στο κακοφωτισμένο στενό, της φαινόταν σαν ένας κουρασμένος άγγελος που ήρθε κι έλαμψε γι’ αυτήν.

Την αγκάλιαζε σφιχτά, παρά τις διαμαρτυρίες της για τα όρνια της γειτονιάς πίσω απ’ τα παραθυρόφυλλα, έβαζε μπρος τη BSA και φεύγανε. “Στις 8, σ’ αγαπώ”. Ναι, ήξερε πότε. Του είχε πει την άλλη μέρα με δάκρυα ότι έμεινε μόνη στο κρύο μισή ώρα (Πού ήσουν; Σε περίμενα, πού ήσουν; Γιατί-) είχε αρχίσει να διαμαρτύρεται λίγο πριν εμφανιστεί η κουτσομπόλα της γειτονιάς κι αυτή του σφυρίξει φεύγοντας “απόψε, ίδια ώρα”. Κι εκείνο το βράδυ όταν ανέβηκε στη BSA κι ένιωσε τα χέρια της να τον τυλίγουν σαν κρινάκια, ξέχασε τα πάντα, όπως γινόταν κάθε φορά.

“Και τόσα μοναχικά χρόνια μετά που έφυγες”, ψιθύρισε, “μετά από τόσες καλημέρες στη φωτογραφία σου, έρχεσαι απόψε στις 8 να μου πεις το σ’ αγαπώ που δεν άκουσα”. Σαν τσίμπημα ήταν στην πλάτη. Κι η ζέστη αφόρητη. Ένιωσε το αίμα να χτυπάει δυνατά στα μηνίγγια του, το χαρτάκι γλίστρησε απ’ το χέρι του. Το αστεράκι της BSA σκοτείνιασε.

”Κι εγώ”.
Έκλεισε αργά τα μάτια, κι ούτε το εκκωφαντικό χτύπημα του φορείου στις άχρωμες πόρτες τον ξύπνησε.

Από τότε που βγήκε απ’ το νοσοκομείο είχε να τη δει τη BSA. Tα είχε απαγορεύσει ο γιατρός όλα. Aπό τηγανητά μέχρι γκάζια. Έθαψε την Εγγλέζα εκεί μέσα και δεν ξανάγγιξε κλειδί. Θα ‘χαν περάσει ίσαμε διακόσια χρόνια. Τόσα τα ‘νιωθε. Ποιος διάολος τον είχε κάνει τώρα να μπει στο υπόστεγο; Σκοτεινές γωνίες της ψυχής και αναθήματα, φτερουγίσματα νεανικά και μυρωδιές βενζίνας, χάδια μεταλλικά και νυχτερινά ουρλιαχτά, τι ήθελε κει πέρα; Ας όψεται η περιέργεια του Νάσου, του πιτσιρικά του γείτονα. Και το σκουριασμένο λουκέτο. Το κράταγε ακόμα στο ένα χέρι, στο άλλο τον φακό. Τον έστρεψε πάνω της και τα μέταλλα γυάλισαν.

“Πώς δηλαδή το περνούσατε το όριο;” ρώτησε ο Νάσος. Ο γέρος χαμογέλασε και τον κοίταξε. 16 χρονών παλικαράκι, έπιανε τη ζωή και την έφερνε τούμπα, την έλυνε στον πάγκο και την έδενε όπως ταίριαζε στον νου του.

-Απλά το περνούσαμε. Ανοίγαμε το γκάζι, ανέβαιναν τα χιλιόμετρα και το περνούσαμε.
-Και τα ηλεκτρονικά; Τα τσιπάκια; Δεν σας κόβανε; Δεν δίνανε σήμα που είστε;
-Μόνο ταμπέλες είχε δεξιά στον δρόμο που σου λέγανε την ταχύτητα. Ταμπέλες βαμμένες με το νούμερο πάνω, πόσο επιτρέπεται να πηγαίνεις. 60. 80. Εσύ αν ήθελες όμως πήγαινες 100, 120, 140. Όσα ήθελες.
-Κι εσύ το έσπαγες;
-Καμιά φορά.
-Μ’ αυτήν;
Ο Γιάννης χάιδεψε τη σέλα.
-Ναι. Μ’ αυτήν.
-Και τι είναι όλο αυτό το μεταλλικό εδώ;
-Μοτέρ.
-Τι “μοτέρ”; Δηλαδή;
-Κινητήρας, από κει παίρνει δύναμη, πώς να στο πω;
-Και φορτίζει πώς;
-Δεν φορτίζει, δεν είναι ηλεκτρικό. Με βενζίνη δουλεύει.
-Βενζίνη; Δεν απαγορεύεται αυτό;
-Ναι. Είναι παλιό, στο είπα.
-Σαν τα βενύλια που έχεις πάνω;
-Βινύλια. Ναι, κάτι τέτοιο. Κάτι τέτοιο. Σαν τα βινύλια.
Ο πιτσιρικάς τον κοίταξε με μάτια που έλαμπαν.
-Να το κάνω μια βόλτα;
-Δεν έχω βενζίνη αγόρι μου, αλλά και να είχα, είναι επικίνδυνο.
-Γιατί;
-Γιατί μπορεί να πέσεις.
-Πώς να πέσω δηλαδή; Στον δρόμο;
-Ναι, στον δρόμο. Και να χτυπήσεις.
-Καλά, κι εσείς πως τα οδηγούσατε; Δεν πέφτατε;
-Εμείς είχαμε μάθει.
-Και δεν πέφτατε ποτέ;
-Πέφταμε, πώς δεν πέφταμε.
-Και δεν χτυπούσατε;
-Ναι, αρκετές φορές. Καμιά φορά άσχημα. Καμιά φορά δεν ξανασηκωνόσουν. Ή σηκωνόσουν μισός. Ειδικά αν έτρεχες πολύ, αν έσπαγες το όριο που έλεγες πριν.
-Τότε γιατί το κάνατε;
Ο Γιάννης πέρασε αργά το χέρι του πάνω στο ντεπόζιτο.
-Γιατί μπορούσαμε.
Ο Νάσος έμεινε λίγη ώρα να τον κοιτάει.
-Μπορούμε να το βάλουμε μπροστά;
Η φωνή του γέρου του έγδαρε τον λαιμό όπως έβγαινε.
-‘Όχι. Όχι, δεν νομίζω να πάρει, όχι. Είναι παλιά, στο είπα.
-Πού έμπαινε η βενζίνη που λες;
-Εδώ μέσα.
-Και δεν μπορούμε να βρούμε;
-Δεν έχει μπαταρία. Άσ’ το, δεν θα πάρει. Είναι πολύ παλιό τώρα για να δουλέψει, όλα εδώ μέσα είναι παλιά, σκουριά είναι μόνο, άσ’ τα.
Έπιασε το στήθος του, ένιωθε ένα ξαφνικό πλάκωμα, δυνατό, σαν να έκλεινε όλη η αποθηκούλα γύρω του, όλα έρχονταν κοντά του, πάνω του, να τον πνίξουν, οι τοίχοι, τα εργαλεία, ο πάγκος, όλα πάνω του σαν τη μέγγενη, η ανάσα του κόπηκε.
-Αυτή είναι η μπαταρία; Αυτό είναι εύκολο, δίνουμε ρεύμα από δω. Τις ξέρω αυτές τις μπαταρίες, είναι παλιές.
-Δεν θα δουλέψει.
Σαν σφύριγμα βγήκε η φωνή του. Τέτοια ώρα έπρεπε να είναι καθισμένος μέσα, στην τριμμένη πολυθρόνα, στην παλιά τηλεόραση με το κανάλι 3 να δείχνει χιονάκι και το σπασμένο κουμπί του καναλιού 7 στο κοντρόλ. Mε τον αντιπαθητικό τύπο των ειδήσεων των 9, τις δήθεν χαριτωμένες ηλίθιες των διαφημίσεων και τη χιλιοειδωμένη ταινία μετά τα μεσάνυχτα. Στις παντόφλες που έχασκαν, στο λερωμένο φλιτζανάκι με τον ελληνικό. Όχι μέσα στο σκοτάδι με όλες αυτές τις θύμησες.
-Από πού παίρνει μπροστά;
Ξαφνιάστηκε ακούγοντας τη φωνή του σαν κάποιου τρίτου. Τη φωνή του όπως ήταν τότε, που βούτηξε μέρα μεσημέρι την Εγγλέζα και-
-Άσ’ το σε μένα.
Έψαξε καλά πίσω από τα κουρέλια. Εκεί ήταν ακόμα στο στεγανό δοχείο.
-Τι είναι; Βενζίνη; Έχεις ακόμα βενζίνη;!
 

Χωρίς να μιλήσει, μετάγγισε κρατώντας την ανάσα του περίπου ένα λίτρο στο ντεπόζιτο, κλείνοντάς το αμέσως σφιχτά. Χωρίς να κυλήσει ούτε σταγόνα. Αφήνοντας την ανάσα του να βγει δυνατά πάτησε τη μανιβέλα. Πρώτα ένας ενοχλητικός ήχος σαν τρίξιμο άρχισε να σκαρφαλώνει τους τοίχους και να τους τρυπάει τ’ αυτιά, δυνάμωσε σε ένα γρούξιμο άγριο, σαν σκυλί που το ξυπνάνε, κύλησε εφτά οκτάβες κάτω σαν να έβγαινε από πηγάδι, θυμωμένος και παλιός σαν τα βινύλια που άρχισαν να παίζουν στο μυαλό του, μέχρι που καταλάγιασε σ’ ένα δυνατό δωδεκάμετρο στακάτο μπάσο.

Χούφτωσε το γκάζι με λαχτάρα, σαν τον πιτσιρίκο που θα τον σταματούσανε απ’ το να βουτήξει τα χέρια στο γλυκό, κι η Εγγλέζα ρούφηξε λαίμαργα τη βενζίνα. Ο Νάσος έγειρε πίσω το κεφάλι και φώναξε κάτι που δεν ακούστηκε, κι άρχισαν κι οι δυο να γελάνε δυνατά χωρίς κανέναν μα κανέναν λόγο. Και τότε το ‘ξερε ότι σε πείσμα του παρουσιαστή των 9, σε πείσμα της τριμμένης πολυθρόνας, σε πείσμα του πόνου στα κόκαλά του και σε πείσμα της κάθε συνταγής γιατρού τρεις-φορές-τη-μέρα, ήθελε να κάνει ακόμα μια βόλτα. Να παίξει για άλλη μια φορά μουσική στην εθνική. Κοίταξε τον πιτσιρικά. “Κράτα γερά και μη φοβάσαι. Πάμε.”

Χάιδεψε γλυκά την Εγγλέζα κι άνοιξε γκάζι αργά, απολαυστικά, μέχρι τέρμα, μέχρι να τρέμει ολόκληρη. Τελικά μερικά πράγματα δεν τα ξεχνάς ποτέ. Όπως τα τραγουδάκια του δημοτικού.
Hey hey ma’, said the way you move, gonna make you sweat, gonna make you groove”…
Έτσι.
Σαν παλιό βινύλιο.
Λύκος
 

Η Honda γιορτάζει τα 75 της χρόνια - Η καλύτερη ευκαιρία για μάθημα ιστορίας

Η δύναμη των ονείρων των Soichiro Honda & Takeo Fujisawa
Honda
Κώστα Γκαζή
Από τον

Κώστα Γκαζή

10/10/2023

Η Honda μόλις έκλεισε 75 χρόνια ένδοξης ιστορίας, με μοναδικά επιτεύγματα στους τομείς της καινοτομίας, της τεχνολογίας, των αγώνων και φυσικά των πωλήσεων. Ένα όνομα γνωστό πλέον σε όλο τον κόσμο, με τους ιδρυτές της να έχουν ξεκινήσει από ταπεινό παρελθόν, για να δημιουργήσουν μια από τις σημαντικότερες εταιρείες του κόσμου.

Κι αν ο μύθος της Honda ξεκίνησε από το μηχανοκίνητο ποδήλατο Cub F-Type, τη δίχρονη μοτοσυκλέτα Honda Dream D Type και μετέπειτα το θρυλικό και πιο δημοφιλές δίκυκλο στην ιστορία (με περισσότερες από 100 εκατομμύρια πωλήσεις σε όλες του τις εκδόσεις), το Super Cub C100, το γνωστό σε εμάς "παπί", ένα δίκυκλο με φυγοκεντρικό ημί-αυτόματο συμπλέκτη, που επέτρεπε στους διανομείς ταχυφαγείων να κρατούν στο αριστερό χέρι τα πακέτα με τα soba noodles, η μετέπειτα πορεία υπήρξε ακόμα πιο θεαματική. Κορυφαίες τεχνολογικές λύσεις, μοτοσυκλέτες, αυτοκίντα, ιδιωτικά jet, ρομποτική και αεροδιαστημική, όλα μπήκαν στο μενού της ιαπωνικής εταιρείας. Ας ρίξουμε όμως μια ματιά στις αρχές της συναρπαστικής ιστορίας της...

Honda

Πίσω στο 1926, ένας δεκαεννιάχρονος νέος που έχει αφήσει από τα δεκαπέντε του το σχολείο, εργάζεται στο μεγαλύτερο και πιο εξελιγμένο συνεργείο του Τόκιο. Το όνομά του είναι Soichiro Honda και χρόνια μετά στην αυτοβιογραφία του, θα γράψει για τον ιδιοκτήτη αυτού του συνεργείου ότι είναι ο άνθρωπος για τον οποίο τρέφει τον πιο δυνατό σεβασμό, από κάθε άλλο στον κόσμο. Ο κ.Honda δουλεύει με βάση τα εκεί πρότυπα, που διαφέρουν απείρως από τα δεδομένα που έχει ο δυτικός κόσμος. Μαζί με δεκάδες άλλους έφηβους βοηθούς, κοιμάται σε πατάρι του συνεργείου, τρώει εκεί, και αμείβεται με χαρτζιλίκι χωρίς να υπάρχει σαφές ωράριο, οπωσδήποτε όμως για περισσότερες από δώδεκα ώρες την ημέρα. Το 1926 είναι η χρονιά που ο κ.Honda, έχοντας συμπληρώσει ήδη τέσσερα χρόνια στο συνεργείο, ξεχωρίζει ανάμεσα σε όλους τους υπόλοιπους για την αφοσίωση, την επιμέλεια και την επιμονή που δείχνει στην εργασία του. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι δύο χρόνια μετά, ολοκληρώνοντας την εξαετή εκπαίδευσή του, ο κ.Honda αποκτά στο Hamamatsu την αντιπροσωπεία του συνεργείου, το γνωστό στους λάτρεις της μάρκας, Art Shokai. Αυτή ήταν μια μοναδική περίπτωση ανάμεσα στους εκπαιδευόμενους του κ. Sakakibara, απόδειξη της εμπιστοσύνης που έτρεφε για αυτόν ο ιδιοκτήτης του πρώτου Art Shokai στο Τόκιο.

Μέσα σε ελάχιστο χρόνο ο κ.Honda προσπέρασε κάθε περιγραφή εργασίας που συνήθως λαμβάνει χώρο σ’ ένα συνεργείο, κερδίζοντας τον τίτλο “ο Edison του Hamamatsu” ολοκληρώνοντας πάμπολλες ευρεσιτεχνίες. Υπάρχει φωτογραφικό υλικό, αλλά και μαρτυρίες πέρα από τις δικές του, που δείχνουν ότι το Art Shokai στο Hamamatsu είχε κατασκευάσει πυροσβεστικά οχήματα, σκουπιδιάρικα, και είχε αυξήσει τη χωρητικότητα σε αστικά λεωφορεία, αναβαθμίζοντας το συνεργείο σε τοπικό προμηθευτή κρατικών οχημάτων. Μέχρι το 1936 το συνεργείο φτάνει να έχει προσωπικό τριάντα ατόμων, μαζί με τους έφηβους που μένουν σε αυτό. Η νιόπαντρη γυναίκα του Soichiro ανέλαβε το ταμείο, καθώς και την ετοιμασία του γεύματος του προσωπικού. Ο ίδιος ο κ.Honda θέλησε να επικεντρωθεί στην αγωνιστική ενασχόληση, αλλά την εγκατέλειψε μετά από ένα ατύχημα για το οποίο δεν ευθυνόταν παρόλο που οδηγούσε. Το ατύχημα άφησε τον αδερφό του με κινητικά προβλήματα και μετά τα κλάματα και τα παρακαλετά της γυναίκας του, αποφασίζει να αποσυρθεί από την αγωνιστική δράση. Η ίδια η γυναίκα του όμως δίνει μια άλλη εκδοχή, που φαντάζει πιο κοντά στην ιαπωνική κουλτούρα, λέγοντας πώς δεν οφείλεται σε εκείνη η απόφαση του Soichiro να αποσυρθεί, αλλά στην παρέμβαση του πατέρα του και πατριάρχη της οικογένειας. Όπως και να ‘χει οι εποχές σκοτώνουν γενικά τους αγώνες στην Ιαπωνία για την οποία ξεκινά μια από τις πιο μαύρες περιόδους της ιστορίας της. Το 1937, μετά από διάσπαρτες και κλιμακούμενες εχθροπραξίες με την Κίνα, η Ιαπωνία εισβάλλει στο έδαφός της και ξεκινά ο Β΄ Σινοϊαπωνικός Πόλεμος που παύει μονάχα με το τέλος του Β΄ΠΠ. Όμως μέχρι την επίθεση της Ιαπωνίας στην αμερικανική βάση, το ’41, επικρατεί στο εσωτερικό της μια σχετική ηρεμία. Ο κ.Honda, όπως και όλοι οι Ιάπωνες, ατενίζει ένα πιο αισιόδοξο μέλλον από αυτό που πραγματικά έρχεται και αλλάζει πλήρως τα μελλοντικά του πλάνα. Αποφασίζει να εξελίξει το συνεργείο σε βαριά βιομηχανία, κατασκευάζοντας ελατήρια πιστονιών. Βρίσκει όμως αντιμέτωπους τους επενδυτές που βλέπουν ότι το συνεργείο έχει πολύ καλά κέρδη και δεν δέχονται να τον βοηθήσουν να κάνει το αμφιλεγόμενο βήμα. Ως άνθρωπος που δεν υπολογίζει τέτοια εμπόδια, χρησιμοποίησε τελικά τα προαναφερθέντα κέρδη για να ιδρύσει την Tokai Seiki Heavy Industry με συνέταιρο τον Shichiro Kato, έναν απλό γνωστό του με τον οποίο μπορεί να μην τους έδενε η στενή φιλία, αλλά υπήρχε κάτι ισχυρότερο, ένας μεγάλος αλληλοσεβασμός.

Διαβάστε τη συνέχεια στο αφιέρωμα του ΜΟΤΟ με τίτλο "Πώς ο Β' ΠΠ άλλαξε τον δρόμο της μοτοσυκλέτας, ΕΔΩ.

Ακολουθεί η επίσημη καταγραφή της ιστορίας της Honda από την ίδια την ιαπωνική εταιρεία:

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ HONDA MOTOR COMPANY

Honda

ΟΛΑ ΞΕΚΙΝΗΣΑΝ ΣΤΙΣ 24 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1948. Στη συνέχεια, η Honda έγινε ευρέως γνωστή για τη συνεχή βελτίωση, την καινοτομία και την προσήλωσή της στον σκοπό. Χωρίς ενδεχομένως να το αντιλαμβάνονται τη στιγμή εκείνη, στις 24 Σεπτεμβρίου του 1948, οι 34 εργαζόμενοι της Honda Motor Company έγραψαν ιστορία στον τομέα της κινητικότητας.

Λίγους μήνες αργότερα, μετά την κυκλοφορία της Dream D-Type, της πρώτης μοτοσυκλέτας που κατασκεύασε η εταιρεία, ο Soichiro Honda συνάντησε τον ιδανικό συνεργάτη στο πρόσωπο του Takeo Fujisawa.

Ο Fujisawa έγινε Διευθύνων Σύμβουλος και μετά από μερικούς μήνες, η εταιρεία αύξησε για πρώτη φορά το κεφάλαιά της, παρά τη δύσκολη οικονομική κατάσταση που βίωνε η μεταπολεμική Ιαπωνία. Το ένα τέταρτο της νέας επένδυσης προήλθε από τον ίδιο τον Fujisawa, ο οποίος εύλογα θεωρήθηκε συνιδρυτής της Honda. Η συνεργασία επισφραγίστηκε με ένα κοινό όραμα: Να γίνει η Honda ο μεγαλύτερος κατασκευαστής μοτοσυκλετών στον κόσμο.

Cub-F

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ. Το Cub F-Type ήταν ένα ποδήλατο με δίχρονο βοηθητικό κινητήρα 50 κ.εκ. Σήμα κατατεθέν ήταν «ένας κόκκινος κινητήρας με λευκό ρεζερβουάρ καυσίμου». Η φρέσκια και κομψή αισθητική του ταίριαζε γάντι στην πλειοψηφία του ιαπωνικού κοινού. Σχεδιάζοντας την εμπορική στρατηγική του, ο Fujisawa συνειδητοποίησε ότι υπήρχε ένα ισχυρό δίκτυο διανομής που οι άλλοι κατασκευαστές μοτοσυκλετών δεν είχαν αξιοποιήσει μέχρι τότε: τα καταστήματα ποδηλάτων. Ήρθε σε επαφή με πάνω από 50.000 καταστήματα ποδηλάτων σε όλη τη χώρα μέσω ταχυδρομείου. Ο Fujisawa σχεδίασε το διαφημιστικό φυλλάδιο και οι προσπάθειές του απέδωσαν καρπούς. Με μια γυναίκα να φιγουράρει στο τιμόνι, το Cub F-Type προωθήθηκε ως ένα ποδήλατο που μπορούσαν να οδηγήσουν άνδρες και γυναίκες. Το μοντέλο πωλήθηκε σε περισσότερα από 15.000 καταστήματα ποδηλάτων και χρησιμοποιήθηκε ευρέως σε ολόκληρη την Ιαπωνία.

Το 1949, η δίχρονη Honda Dream D Type των 98 κ.εκ. ήταν η πρώτη μοτοσυκλέτα μαζικής παραγωγής και υπήρξε προπομπός της μελλοντικής τεχνολογικής εξέλιξης της Honda: ενσωμάτωνε προηγμένα χαρακτηριστικά σε ένα στιβαρό πλαίσιο, με ημιαυτόματη μετάδοση χωρίς συμπλέκτη, που την καθιστούσε πιο αποδοτική απέναντι στον ανταγωνισμό. Επίσης, η σχεδίαση και το μπορντό χρώμα αναδείκνυαν τη μοναδικότητά της, καθώς το μαύρο κυριαρχούσε σε όλες τις μοτοσυκλέτες εκείνη την εποχή. Με την Dream D Type, η Honda έθεσε τις βάσεις για το μέλλον της μάρκας.

Super Cub

ΓΝΩΡΙΖΕΙΣ ΤΟΥΣ ΠΙΟ ΩΡΑΙΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΠΑΝΩ ΣΕ ΜΙΑ HONDA. Δέκα χρόνια αργότερα, το αρχικό όνειρο έγινε πραγματικότητα. Παρά τα προβλήματα που αντιμετώπισαν για κάποιο χρονικό διάστημα, οι ιδρυτές της Honda δεν έχασαν ποτέ την πίστη τους και πράγματι, με το ξέσπασμα του πολέμου της Κορέας (1950-1953), οι παραγγελίες για κινητήρες εκτοξεύτηκαν στα ύψη.

Η επιτυχία ήρθε μαζί με το θρυλικό Super Cub C100, που παρουσιάστηκε τον Αύγουστο του 1958. Το Super Cub C100 συνεχίζει να κατασκευάζεται αδιάλειπτα από τότε και είναι το μηχανοκίνητο δίκυκλο με τη μεγαλύτερη παραγωγή στην ιστορία. Το διαφημιστικό σλόγκαν «Γνωρίζεις τους ωραιότερους ανθρώπους πάνω σε μία Honda», άλλαξε για πάντα τη νοοτροπία και την αντίληψη του κόσμου για τις μοτοσυκλέτες. Για πρώτη φορά, η Honda καθιέρωσε στη συνείδηση του κόσμου τη μοτοσυκλέτα ως ένα πρακτικό, καθαρό, άνετο, κοινωνικά αποδεκτό, καθημερινό μέσο μεταφοράς.

Αυτό αποτέλεσε σημείο καμπής για τη Honda, ολόκληρη τη βιομηχανία και την αστική κινητικότητα, εισάγοντας ταυτόχρονα ένα βασικό στρατηγικό δόγμα για τη μάρκα: το παγκόσμιο όραμα. Η παγκόσμια πλέον οπτική μετουσιώνεται σε ισχυρή δέσμευση για την προσφορά προϊόντων υψηλής ποιότητας σε τιμές για όλες τις τσέπες και όλες τις ανάγκες μετακίνησης των πελατών ανά τον κόσμο.

ΠΡΟΕΛΑΥΝΟΝΤΑΣ ΣΤΙΣ ΗΠΑ. Έναν χρόνο αργότερα, το 1959, με εξασφαλισμένη πλέον την επιτυχία του Super Cub, οι επεκτατικές φιλοδοξίες της Honda την οδήγησαν στις ΗΠΑ και συγκεκριμένα στην ακτή της Καλιφόρνια όπου ίδρυσε την American Honda Motor Co. Inc. στο Λος Άντζελες.

ΣΥΝΩΝΥΜΟ ΤΩΝ ΑΓΩΝΩΝ. «Το μαχητικό πνεύμα που πηγάζει από μέσα μου δεν μου επιτρέπει πλέον να στρέφω αλλού το βλέμμα. Πήρα την απόφαση του χρόνου να τρέξω στο ΤΤ», τον πιο διάσημο διεθνή αγώνα όπου ο Honda σχεδίαζε να αναμετρηθεί με τους κορυφαίους κατασκευαστές της εποχής. Το 1954, ο Soichiro μοιράστηκε το όνειρό του με την ομάδα του δηλώνοντας ξεκάθαρα τις προθέσεις του. Πέντε χρόνια χρειάστηκαν για την υλοποίηση του προγράμματος. Έτσι, το 1959, στην πρώτη εμφάνιση της Honda στο διάσημο ΤΤ, οι αναβάτες της Honda τερμάτισαν στην 6η, 7η, 8η και 10η θέση με την Honda RC142.

Αυτά τα αποτελέσματα χάρισαν στη Honda το Τίτλο του Κατασκευαστή. Όμως, τα φιλόδοξα σχέδια του Soichiro Honda συμπυκνώνονταν σε έναν και μοναδικό στόχο: τη νίκη. Αυτός ο πρώτος αγώνας ήταν το πρώτο βήμα στον δρόμο προς την επιτυχία. Μόλις δύο χρόνια αργότερα, το 1961, η Honda απέσπασε τους δύο πρώτους διεθνείς τίτλους της στις κατηγορίες 125cc και 250cc. Από τότε, η Honda αγωνίζεται στο υψηλότερο, παγκόσμιο αγωνιστικό επίπεδο σε δύο τροχούς.

Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΕ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΤΡΟΧΟΥΣ

Honda S 360

ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΒΕΛΤΙΩΣΗΣ. Το 1958 η Honda αποφάσισε να κατασκευάσει αυτοκίνητα. Η νέα δεκαετία προσέφερε στη Honda την ευκαιρία να μπει στο κλαμπ των επιτυχημένων κατασκευαστών της ιαπωνικής αυτοκινητοβιομηχανίας.

Η ανάπτυξη των πρώτων πρωτοτύπων βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη όταν το 1961, το Υπουργείο Διεθνούς Εμπορίου και Βιομηχανίας της Ιαπωνίας (MITI) εισήγαγε ένα σχέδιο νόμου για την προώθηση συγκεκριμένων βιομηχανιών, στις οποίες συμπεριλαμβανόταν και η αυτοκινητοβιομηχανία, και με την έγκρισή του, θα απέτρεπε την είσοδο νέων κατασκευαστών στην εγχώρια αγορά. Για να μην επηρεαστεί η δραστηριότητά της από την εφαρμογή του εν λόγω νόμου, η Honda κατασκεύασε τα μίνι σπορ αυτοκίνητα S360 και S500 και το μίνι φορτηγό T360, τα οποία παρουσιάστηκαν στο Σαλόνι Αυτοκινήτου του Τόκιο το 1962. Τελικά, ο νόμος MITI δεν εγκρίθηκε ποτέ, αλλά η Honda είχε ήδη κάνει ένα νέο βήμα και είχε εμπλακεί πλήρως στην παραγωγή αυτοκινήτων.

ΜΙΑ ΠΙΣΤΑ ΠΟΥ ΕΓΡΑΨΕ ΙΣΤΟΡΙΑ. Επίσημα φέρει την ονομασία Suzuka International Racing Course και κατασκευάστηκε το 1962 ως πίστα δοκιμών της Honda. Σχεδιάστηκε από τον Ολλανδό John Hugenholtz, ο οποίος ήταν επίσης δημιουργός της πίστας Jarama στη Μαδρίτη. Πρόκειται για την παλαιότερη πίστα της Ιαπωνίας και μία από τις λίγες στον κόσμο με χάραξη σε σχήμα 8. Μόλις έναν χρόνο μετά την κατασκευή της, η Honda ξεκίνησε την επέλασή της στη Formula 1.

VIVA MEXICO! Το 1960, όταν ο Soichiro Honda αποφάσισε να λάβει μέρος στους αγώνες, η Honda ήταν ακόμα ο νεότερος κατασκευαστής στην Ιαπωνία και ο πρώτος που τόλμησε να εμπλακεί στον κόσμο της Formula 1. Το να κερδίσει έναν αγώνα με ένα αγωνιστικό αυτοκίνητο δικής του κατασκευής ήταν ένα από τα παιδικά όνειρα του ιδρυτή. Και το πρώτο βήμα για την επίτευξη αυτού του στόχου ήταν το RA271. Μετά από εξαντλητική προετοιμασία στις πίστες της Suzuka (Ιαπωνία) και του Zandvoort (Ολλανδία), η ομάδα έκανε τελικά το ντεμπούτο της με το RA271 στο Γερμανικό GP του 1964 στο Nürburgring, την πιο απαιτητική πίστα του αγωνιστικού ημερολογίου της χρονιάς εκείνης. Βαμμένο σε ιβουάρ χρώμα με μια μεγάλη κόκκινη κουκκίδα, που συμβόλιζε τον ήλιο της Ιαπωνικής σημαίας, το μονοθέσιο έγραψε ιστορία. Η Honda ανταμείφθηκε πολύ γρήγορα για την απόφασή της να κατασκευάσει η ίδια τόσο το πλαίσιο του μονοθεσίου όσο και τον κινητήρα, με τον Richie Ginther να επιτυγχάνει το 1965 την πρώτη νίκη της Honda σε αγώνα της F1 στο Μεξικό. Η Honda έγινε ο πρώτος Ιάπωνας κατασκευαστής που κέρδισε ένα Grand Prix της F1 και όλα τα σημάδια ήταν ευοίωνα για μία ταχεία ανοδική πορεία. Ωστόσο, μετά τον τραγικό χαμό του Jo Schlesser το 1968 στο τιμόνι του RA302, η Honda αποσύρθηκε από την F1 μέχρι τη δεκαετία του 1980.

KEI CARS. Το 1963, η Honda ξεκίνησε μια καμπάνια ευρείας απήχησης, προσφέροντας βραβεία σε όσους μάντευαν σωστά την τιμή του νέου Honda S500. Η εταιρεία έλαβε πάνω από 5,7 εκατομμύρια απαντήσεις - ρεκόρ για καμπάνια αυτού του είδους. Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, η Honda παρουσίασε το μίνι φορτηγό T360, ενώ τον Οκτώβριο ακολούθησε το S500. Το Honda N360, που κυκλοφόρησε το 1966 εν μέσω της άνθησης των μηχανοκίνητων οχημάτων στην Ιαπωνία, ήταν το πρώτο μίνι αυτοκίνητο (Kei car) της εταιρείας που παρήχθη μαζικά. Τα μίνι οχήματα ήταν ήδη δημοφιλή στην Ιαπωνία, αλλά κατά τις συνήθειές της, η Honda εισέβαλε στην αγορά προκαλώντας αίσθηση.

Το N360 ήταν επίσης το πρώτο μίνι αυτοκίνητο που προσέφερε προαιρετικά το αυτόματο κιβώτιο ταχυτήτων Hondamatic. Με το N360, η Honda εκμεταλλεύτηκε πλήρως τους περιορισμούς τεχνικών προδιαγραφών και μεγέθους που επέβαλλε η νομοθεσία για τα μικρά οχήματα: κυβισμός 600cc, μέγιστο μήκος 3,4 μέτρα, ύψος 2 μέτρα και πλάτος 1,48 μέτρα. Οι μηχανικοί της Honda κατάφεραν να προσφέρουν ισχύ παρόμοια με εκείνη ενός σπορ αυτοκινήτου και ένα εκπληκτικά ευρύχωρο εσωτερικό. Και όλα αυτά σε πολύ φθηνότερη τιμή από τους ανταγωνιστές του. Το N360 ενσάρκωνε τις εταιρικές αξίες που εξέφραζαν με τον καλύτερο τρόπο τη φιλοσοφία της Honda: ‘Man Maximum, Machine Minimum’.

ΕΚΚΙΝΗΣΗ ΣΤΗ ΧΑΒΑΗ.

Το 1969, λίγους μήνες πριν ο Νιλ Άρμστρονγκ πατήσει το πόδι του στη Σελήνη, το εμβληματικό Honda N600, μια πιο ισχυρή παραλλαγή του N360, έγινε το πρώτο αυτοκίνητο της εταιρείας που πωλήθηκε στην αγορά των ΗΠΑ. Ξεκινώντας την εμπορική καριέρα του από τη Χαβάη, το αυτοκίνητο άρχισε να διατίθεται από τη Honda America μέσω του δικτύου αντιπροσώπων που είχε ήδη δημιουργήσει η Honda για τις μοτοσυκλέτες της. Παράλληλα ξεκινούσε η προσπάθεια της Honda να μπει δυναμικά στην αμερικανική αγορά αυτοκινήτου διεκδικώντας το δικό της μερίδιο. Η πώληση αυτοκινήτων σε αντιπροσωπείες μοτοσυκλετών ήταν κάτι ασυνήθιστο για την εποχή, αλλά η Honda δεν μπορούσε να δημιουργήσει ένα δίκτυο ειδικά για αυτοκίνητα μέχρι την άφιξη του Civic το 1972.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΑΠΩΝΙΑ ΣΤΟΝ ΥΠΟΛΟΙΠΟ ΚΟΣΜΟ

ΤΟ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟ ΟΝΕΙΡΟ. Το χειμώνα του 1952, ο Soichiro έλαβε μία δραστική απόφαση που έμελε να διαμορφώσει το μέλλον της εταιρείας: την είσοδο στις ΗΠΑ. Στόχος του ήταν να επενδύσει το 100% της τελευταίας αύξησης κεφαλαίου της εταιρείας του στην εισαγωγή μηχανημάτων και εργαλείων για την παραγωγή εξαρτημάτων υψηλής ποιότητας αντάξιων των ιδεών του.

Ο ΕΡΧΟΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ. Το 1962, η Honda κατασκεύασε το πρώτο της εργοστάσιο εκτός Ιαπωνίας, στο Βέλγιο. Εγκαινιάστηκε το επόμενο έτος με τον ίδιο τον Soichiro Honda να προΐσταται της τελετής. Η Honda Motor Co. ήταν μόλις 15 ετών και ήδη μια παγκόσμια εταιρεία. Το 1969, η Honda έκανε ένα σημαντικό βήμα προόδου εμπλεκόμενη στην παραγωγή μοτοσυκλετών μεγάλου κυβισμού, με πρώτη την CB750 Four. Την εποχή εκείνη θεωρήθηκε η πιο εξελιγμένη μοτοσυκλέτα στην ιστορία. Ήταν η πρώτη που μπήκε σε μαζική παραγωγή διαθέτοντας δισκόφρενα και ηλεκτρονική ανάφλεξη. Οι ανώτερες επιδόσεις, ο εξαιρετικός χειρισμός και η υψηλή ποιότητα κατασκευής της είναι μερικά από τα στοιχεία που της χάρισαν τον τίτλο της πρώτης superbike στην ιστορία και σύντομα αναδείχτηκε σε ένα ανεπανάληπτο best-seller.

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΕΝΟΣ ΘΡΥΛΟΥ. Στη δεκαετία του '70, υπήρξε μία αυξανόμενη περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση και στις Ηνωμένες Πολιτείες, αυστηροποιήθηκε η νομοθεσία για τις εκπομπές ρύπων προσβλέποντας στη βελτίωση της ποιότητας του αέρα. Προς αυτή την κατεύθυνση, η Honda έκανε ένα βήμα που διαμόρφωσε τη φιλοσοφία της μάρκας.

Η Honda ήταν ακόμη μια σχετικά μικρή εταιρεία, αλλά ήταν από τις πρώτες που τοποθετήθηκε στο πλευρό δημόσιων φορέων και πολιτών στη μάχη κατά της ρύπανσης. Έχοντας τον πρώτο κινητήρα με τεχνολογία CVCC, το Civic εμφανίστηκε με μία πράσινη αποστολή: να δείξει στην αυτοκινητοβιομηχανία ότι όχι μόνο μπορούσε να ανταποκρίνεται στους αυστηρούς κανονισμούς που επέβαλε η Υπηρεσία Προστασίας Περιβάλλοντος των ΗΠΑ, αλλά ότι ήταν επίσης άκρως απαραίτητο να ανέβουν ακόμα ψηλότερα τα πρότυπα του κλάδου.

Το Civic σημείωσε τεράστια εμπορική επιτυχία σε επίπεδο πωλήσεων και τιμήθηκε με πολλαπλά βραβεία. Στην Ιαπωνία, έγινε το πρώτο μοντέλο που απέσπασε τον τίτλο «Αυτοκίνητο της Χρονιάς» για τρεις συνεχόμενες χρονιές: 1972, 1973 και 1974. Όμως η δημοτικότητά του δεν περιορίστηκε μόνο στην πατρίδα του. Στον Καναδά, για παράδειγμα, ήταν το αυτοκίνητο με τις περισσότερες εισαγωγές για 28 συνεχόμενους μήνες μεταξύ 1976 και 1978.

ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΔΟΚΗΤΟΣ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ. Τον Οκτώβριο του 1973, που συνέπεσε με τα 25ά γενέθλια της Honda και τα ελπιδοφόρα μηνύματα από το Civic, οι δύο ιδρυτές, Soichiro Honda και Takeo Fujisawa, αποχώρησαν ταυτόχρονα. Με την ανάληψη των νέων ‘ισόβιων’ θέσεών τους ως ‘Ανώτατοι Σύμβουλοι’, ξεκίνησε η εφαρμογή ενός νέου μοντέλου διοίκησης που θα δοκίμαζε τις αντοχές της εταιρείας. Το βήμα αυτό σηματοδότησε το τέλος μιας στρατηγικά σημαντικής διαδικασίας που είχε ξεκινήσει τρία χρόνια νωρίτερα με τη δημιουργία της ‘συλλογικής ηγεσίας’, όπου μία ομάδα αποτελούμενη από τέσσερα ανώτατα διευθυντικά στελέχη θα ηγείτο της μετάβασης.

ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΟΝΕΙΡΟ. "Αν δεν είσαι ο Νο1 στον κόσμο, δεν μπορείς να είσαι ο Νο1 στην Ιαπωνία". Όταν ο Soichiro αποφάσισε να ρισκάρει και να εισάγει εργαλεία σε μεγάλες ποσότητες, είχε αντιληφθεί τη λογική της διεθνούς αγοράς, η οποία διένυε τη φάση της διαρκούς παγκοσμιοποίησης. Πάνω από δύο δεκαετίες αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1978, ιδρύθηκε η Honda of America Manufacturing (HAM) στο Οχάιο των ΗΠΑ, με κύριο αντικείμενο την κατασκευή ενός εργοστασίου παραγωγής μοτοσυκλετών.

Μετά από ενάμιση χρόνο, η CR250R έβγαινε από τη γραμμή παραγωγής ως η πρώτη μοτοσυκλέτα της Honda που κατασκευάζονταν στις ΗΠΑ. Λίγο αργότερα, η εταιρεία ξεκίνησε την κατασκευή ενός εργοστασίου παραγωγής αυτοκινήτων και πέτυχε ένα νέο ορόσημο στο πλαίσιο της παγκόσμιας επέκτασής της το 1982 με το νέο Accord, το πρώτο ιαπωνικό αυτοκίνητο που κατασκευάστηκε στις ΗΠΑ

ΠΡΩΤΟΠΟΡΟΙ ΤΗΣ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ

ΕΠΙ ΧΑΡΤΟΥ’. Μετά την επιτυχία του Civic, το κοινό απαίτησε ένα μεγαλύτερο Honda. Το 1976, αφίχθη το Honda Accord, ταράζοντας τα νερά της αυτοκινητοβιομηχανίας με μια νέα αυτοκινητιστική φιλοσοφία, όντας προσιτό, σπορ και αποδοτικό. Επιπλέον, το Accord διέθετε αυτό που θεωρείται το πρώτο ενσωματωμένο σύστημα πλοήγησης σε αυτοκίνητο. Το Electro Gyro-Cator χρησιμοποιούσε ένα γυροσκόπιο αερίου (περιείχε ήλιο σε κενό αέρος) σε συνδυασμό με ένα σερβομηχανισμό για να προσδιορίσει το σημείο στο οποίο βρισκόταν το όχημα και την ταχύτητα με την οποία είχε ταξιδέψει. Η οθόνη ήταν παρόμοια με εκείνη ενός συστήματος ραντάρ υποβρυχίου, με διαφανή χάρτη όπου εμφανίζονταν τα σημεία της διαδρομής. Αν και δεν το συνειδητοποιήσει πλήρως, το 1981 η Honda εφηύρε το πρώτο σύστημα πλοήγησης οχήματος βασισμένο σε χάρτη, πολύ πριν την εμφάνιση των δορυφορικών συστημάτων πλοήγησης GPS.

ΞΑΝΑ ΣΕ ΠΟΡΕΙΑ ΝΙΚΗΣ. Η πολυαναμενόμενη επιστροφή της Honda στους αγώνες πραγματοποιήθηκε το 1983, αυτή τη φορά ως προμηθευτής κινητήρων για τις ομάδες Spirit, Williams, Lotus, McLaren και Tyrrell. Ήταν μια χρυσή εποχή, με έξι συνεχόμενους τίτλους κατασκευαστών με τις Williams (1986 και 1987) και McLaren (1988 - 1991), καθώς και πέντε τίτλους οδηγών με τους Nelson Piquet (1987), Ayrton Senna (1988, 1990 και 1991) και Alain Prost (1989). Το 1988, τα μονοθέσια της McLaren-Honda κέρδισαν 15 από τους 16 αγώνες, πρωτοφανές σε μια σεζόν της F1. Η Honda κέρδισε το Πρωτάθλημα Κατασκευαστών, ο Ayrton Senna ανακηρύχθηκε Παγκόσμιος Πρωταθλητής και ο ομόσταυλός του Alain Prost ήρθε δεύτερος.

Honda RC30

Η ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ '80: ΠΡΩΤΟΦΑΝΗΣ ΕΦΕΥΡΕΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ. Κατά τη διάρκεια αυτής της δεκαετίας, η Honda ενίσχυσε την ηγετική της θέση ως κατασκευαστής μοτοσυκλετών μεγάλου κυβισμού. Ανάμεσα στα V4 μοντέλα που ξεχώρισαν ήταν η VF750F, που έδωσε τη θέση της στη VFR750 (1986), και η VFR750R, η θρυλική RC30 που ενσωμάτωσε τεχνολογικές καινοτομίες όπως το μονόμπρατσο ψαλίδι και οι μπιέλες τιτανίου.

Η Honda εξέπληξε τον κόσμο με την CX500 Turbo (1981), ένα υπετροφοδοτούμενο V-twin μοντέλο με ηλεκτρονικό ψεκασμό καυσίμου. Στην κατηγορία trail, η εκπληκτική XLV750R εμφανίστηκε στην αγορά το 1983, και το 1988 έδωσε τη θέση της στην XRV650, το πρώτο μοντέλο της δημοφιλούς οικογένειας Africa Twin.

Όσον αφορά τα μοντέλα με εν σειρά κινητήρα, η κληρονομιά της εμβληματικής CB750 Four και της εντυπωσιακής 6κύλινδρης CBX1000 μετουσιώθηκε στο θρυλικό ακρωνύμιο CBR, με το οποίο η Honda έφερε την επανάσταση στην γκάμα των σπορ μοτοσυκλετών των 600, 400 και 250 κ.εκ. και θα αποτελούσε από το 1992 και μετά τη βάση ενός άλλου, ιδιαίτερα σημαντικού μοντέλου: της CBR900RR. Η Honda συνέχισε επίσης να αναπτύσσει μοντέλα με boxer κινητήρες στη σειρά Gold Wing, που αρχικά ήταν τετρακύλινδρη και στα τέλη της δεκαετίας του '80 έγινε εξακύλινδρη. Παράλληλα, με όλες αυτές τις δημιουργίες και με τον αέρα μιας επιτυχημένης πορείας στους αγώνες Grand Prix, η Honda παρουσίασε δύο δίχρονα μοντέλα της σειράς NS, με χωρητικότητα κινητήρα 250κ.εκ. και 400κ.εκ., τα οποία έφεραν στο προσκήνιο την NSR250 το 1986, ένα cult μοντέλο που σημάδεψε μία ολόκληρη εποχή στην ιστορία της Μοτοσυκλέτας.

ΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΠΟΥ ΚΑΘΟΡΙΣΕ ΤΗ ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ. Με εφαλτήριο τις επιτυχίες στον μηχανοκίνητο αθλητισμό, το 1986 η Ιαπωνική εταιρεία παρουσίασε το πρώτο της πολυτελές αυτοκίνητο, το Honda Legend, και ένα brand για τις ΗΠΑ με το όνομα Acura. Ως εκ τούτου, η Honda έγινε ο πρώτος Ιάπωνας κατασκευαστής αυτοκινήτων που εγκαινίασε ένα ανεξάρτητο premium τμήμα.

Τον Φεβρουάριο του 1989, η Honda παρουσίασε το NSX - ένα υπεραυτοκίνητο που αψήφησε τον ανταγωνισμό και τάραξε συθέμελα την αυτοκινητοβιομηχανία με τη δική του τεχνολογία και σχεδίαση, τις αποκλειστικές καινοτομίες και το περίφημο αλουμινένιο μονοκόκ πλαίσιο του. Το αποτέλεσμα ήταν ένα όχημα εμπνευσμένο από τις τεχνολογικές λύσεις της F1.

Το NSX έγινε τεχνολογικό πρότυπο και ήταν το πρώτο ιαπωνικό supercar στην παγκόσμια αγορά. Μπορούσε να ολοκληρώσει το σπριντ 0 - 100 χλμ/ώρα σε 5,7 δευτερόλεπτα και η τελική του ταχύτητα έφτανε τα 259 χλμ/ώρα. Το NSX ήταν η ενσάρκωση της επιτυχίας της Honda στον μηχανοκίνητο αθλητισμό. Μάλιστα, ο θρυλικός οδηγός Ayrton Senna συμμετείχε προσωπικά στην εξέλιξή του και ήταν αυτός που το παρουσίασε μαζί με τον Alain Prost στο Σαλόνι Αυτοκινήτου της Γενεύης το 1989.

Soichiro Honda

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΩΝΤΑΣ ΜΙΑ ΙΔΙΟΦΥΙΑ. Στις 5 Αυγούστου 1991, ο Soichiro έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 84 ετών. Περισσότεροι από 62.000 άνθρωποι απέτισαν φόρο τιμής στον Ιάπωνα μηχανικό σε δημόσια τελετή στο Τόκιο που διήρκεσε τρεις ημέρες χωρίς να προκαλέσει προβλήματα στην κυκλοφορία. Ο ιδρυτής της Honda είχε αστειευτεί σχετικά με αυτό: «Αφού έζησα τη ζωή μου ως κατασκευαστής αυτοκινήτων, πώς θα μπορούσα να προκαλέσω κυκλοφοριακό κομφούζιο την ημέρα της κηδείας μου;»

Το 1992, έναν χρόνο μετά το θάνατο του Soichiro Honda, η μάρκα έφερε εκ νέου την επανάσταση στον κόσμο των δύο τροχών παρουσιάζοντας τη θρυλική NR750, μία μοτοσυκλέτα με αμέτρητες προηγμένες τεχνολογικές λύσεις που δεν είχαν εφαρμοστεί ποτέ μέχρι τότε σε ένα στάνταρ μοντέλο παραγωγής. Ξεχώριζε ένας V4 κινητήρας με οβάλ έμβολα και 8 βαλβίδες ανά κύλινδρο, ο οποίος απέδιδε 125 ίππους στις 14.000 σαλ. Με την NR750, η Honda απέδειξε για άλλη μια φορά τις τεράστιες τεχνολογικές της δυνατότητες ως κατασκευαστής.

ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΕΣ ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΜΕΤΩΠΑ

THE POWER OF DREAMS. Το 1989 κυκλοφόρησε το νέο Honda Integra, εξοπλισμένο με τον πρώτο κινητήρα DOHC VTEC. Ο θρυλικός VTEC, ο οποίος έδωσε το έναυσμα για το σλόγκαν "The Power of Dreams", εκθειάστηκε ως η πρώτη τεχνολογία που εξασφάλιζε έναν μηχανισμό για τη ρύθμιση του χρόνου ανοίγματος και βύθισης και των τεσσάρων βαλβίδων. Αυτό σημαίνει ότι σε περιπτώσεις που απαιτείται υψηλή απόδοση, οι βαλβίδες ανοίγουν περισσότερο και για περισσότερη ώρα. Επί του παρόντος, όλα τα βενζινοκίνητα αυτοκίνητα της Honda, καθώς και οι μοτοσυκλέτες και οι μηχανές θαλάσσης περιέχουν μία από τις ποικίλες εκδόσεις του συστήματος VTEC.

ΠΕΡΑΝ ΤΗΣ ΒΕΝΖΙΝΗΣ. Το αγωνιστικό πνεύμα της Honda οδήγησε την εταιρεία να γίνει ένας από τους πρώτους κατασκευαστές αυτοκινήτων που συμμετείχαν στο World Solar Challenge, την γνωστή αυστραλιανή διοργάνωση στην οποία συμμετέχουν αποκλειστικά αγωνιστικά αυτοκίνητα που τροφοδοτούνται με ηλιακή ενέργεια. Για τον σκοπό αυτόν, η εταιρεία σχεδίασε το Honda Dream και αργότερα το Honda Dream II, τα οποία ήταν κατασκευασμένα από ελαφρύ πλαστικό ενισχυμένο με ανθρακονήματα και καλυμμένο με ηλιακές κυψέλες. Το μπλε μοντέλο σε σχήμα σφαίρας κατέρριψε πολλά ρεκόρ και σημείωσε μια σειρά από νίκες μεταξύ 1993 και 1996.

ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ TYPE R. Η άφιξη της δεκαετίας του '90 συνέπεσε με την έκτη γενιά του Honda Civic. Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες, ήταν η πρώτη που εισήγαγε στην γκάμα του μοντέλου τις εκδόσεις Type R (από το Racing). Μέχρι σήμερα, μόνο τα καθαρόαιμα σπορ μοντέλα της Honda, όπως το NSX, συνοδεύονται από την ονομασία αυτή.

Για να δικαιούται αυτό το σήμα, το όχημα έπρεπε να πληροί ακριβή κριτήρια: έπρεπε να είναι γρήγορο, να προσφέρει μια συναρπαστική εμπειρία οδήγησης και ο οδηγός να νιώθει ότι συμμετέχει στην οδήγηση. Και όχι μόνο, καθώς και άλλα χαρακτηριστικά έπρεπε επίσης να είναι συναρπαστικά σε απόδοση, όπως το κιβώτιο ταχυτήτων, το σύστημα πέδησης και το σύστημα διεύθυνσης. Τα περιττά αξεσουάρ και η ηχομόνωση απορρίφθηκαν, καθώς θα μπορούσαν να αλλοιώσουν την εμπειρία οδήγησης.

HONDA ΓΙΑ ΟΛΗ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ. Η θρυλική πίστα Twin Ring Motegi, που κατασκευάστηκε από τη Honda το 1997 και απέχει δύο ώρες από το Τόκιο, είναι γνωστή στους φίλους της Formula 1 και των αγώνων MotoGP. Ωστόσο λίγοι γνωρίζουν ότι η πίστα της Honda δεν είναι απλά ένα ιερός τόπος για τους θιασώτες των αγώνων αυτοκινήτου, αλλά και ένα θεματικό πάρκο μέσα στη φύση με μεγάλη απήχηση σε οικογένειες. Η πίστα περιβάλλεται από δάσος που αποτελεί μέρος των εγκαταστάσεων, αλλά το κύριο χαρακτηριστικό που προσελκύει επισκέπτες από όλο τον κόσμο είναι το Honda Collection Hall: τρεις όροφοι γεμάτοι όνειρα, ιστορία και περισσότερα από 350 θρυλικά μοντέλα Honda.

ΓΙΟΡΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ 50ή ΕΠΕΤΕΙΟ. Για τον εορτασμό του μισού αιώνα από την ίδρυσή της, η Honda έκανε το δικό της δώρο γενεθλίων: το Honda S2000, ένα μοντέλο που αναβίωνε το σπορ πνεύμα του S500. Κληρονόμος της σειράς ελαφρών roadster - που ξεκίνησε με τα S500, S600 και S800 - το S2000 έκλεψε καρδιές όλων όταν παρουσιάστηκε σε μορφή πρωτοτύπου στο Σαλόνι Αυτοκινήτου του Τόκιο το 1995 με την ονομασία «Sports Study Model».

Οι εκδηλώσεις θαυμασμού ήταν αναμενόμενες: το εκπληκτικό μοντέλο είχε σχεδιαστεί σε συνεργασία με τον οίκο Pininfarina και διέθετε έναν υψηλόστροφο ατμοσφαιρικό κινητήρα που προσέφερε έντονη οδηγική συγκίνηση.

ΥΠΕΡΣΥΓΧΡΟΝΟ ΥΒΡΙΔΙΚΟ. Το Honda Insight, που παρουσιάστηκε το 1999, ήταν το πρώτο υβριδικό αυτοκίνητο που κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Το εξαιρετικά ελαφρύ, αεροδυναμικό αμάξωμα ήταν μια μεγάλη καινοτομία, αλλά ακόμη πιο σημαντικό ήταν το σύστημα μετάδοσης κίνησης. Στο Insight υιοθετήθηκε για πρώτη φορά το σύστημα IMA (Integrated Motor Assist), το οποίο ενσωματώθηκε σε όλα τα υβριδικά μοντέλα της μάρκας για πολλά χρόνια. Η τεχνολογία IMA βασιζόταν σε ένα παράλληλο υβριδικό σύστημα, του οποίου η μηχανική απλότητα και το χαμηλό βάρος επέτρεπαν αποδοτικότητα καυσίμου ανώτερη έναντι άλλων υβριδικών συστημάτων.

ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΑ ΕΛΑΣΤΙΚΑ

Asimo

ΕΝΑ ΡΟΜΠΟΤ ΜΠΡΟΣΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο ASIMO γεννήθηκε τον 21ο αιώνα. Ωστόσο, οι ρίζες του χρονολογούνται από το 1986, όταν τα πρώτα ρομπότ της Honda ήταν πόδια που προσπαθούσαν να προσομοιώσουν το ανθρώπινο βάδισμα, για να μπορέσουν να αναπτυχθούν συστήματα που θα βοηθούσαν μη αυτό-εξυπηρετούμενα άτομα ή θα αντικαθιστούσαν τον άνθρωπο σε επικίνδυνες εργασίες. Στην αλλαγή του αιώνα, η Honda εξέπληξε τους πάντες με ένα ρομπότ που αποτέλεσε μια πραγματική τεχνολογική επανάσταση στον κόσμο των ανθρωποειδών ρομπότ και άνοιξε το δρόμο για τη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης στη ρομποτική. Για πρώτη φορά, ένα δίποδο ρομπότ σε μέγεθος και σχήμα κανονικού ανθρώπου διατηρούσε τέλεια την ισορροπία του όταν περπατούσε, ενώ μπορούσε ακόμη και να ανεβοκατεβαίνει σκάλες.

Ως τεχνολογικός πρεσβευτής, ο ASIMO επισκέφθηκε επιστημονικά και τεχνολογικά μουσεία, ιδρύματα και σχολεία σε όλο τον κόσμο, ενθαρρύνοντας τους νέους ανθρώπους να εντρυφήσουν στις θετικές επιστήμες και να οραματιστούν συγχρόνως ένα μέλλον με ρομπότ.

ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ, ΣΗΜΕΡΑ. Η Honda είχε αναπτύξει ένα ηλεκτρικό αυτοκίνητο με κυψέλες καυσίμου υδρογόνου από τη δεκαετία του '80. Το Honda FCX, που παρουσιάστηκε το 2002, ήταν το πρώτο αυτοκίνητο με μηδενικές εκπομπές ρύπων που κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ και την Ιαπωνία. Η συνέχεια του ερευνητικού αυτού προγράμματος της Honda είναι το Clarity Fuel Cell, το οποίο μπορεί να προσφέρει την ίδια απόδοση με τα συμβατικά οχήματα. Ήταν το πρώτο αυτοκίνητο που είχε ολόκληρο το σύστημα κίνησης, συμπεριλαμβανομένης της κυψέλης καυσίμου, τοποθετημένο κάτω από το καπό.

Το 2014 σηματοδότησε ένα ορόσημο στην ιστορία της F1, με την εισαγωγή των υβριδικών κινητήρων. Ως πρωτοπόρος αυτής της τεχνολογίας, το πάθος της Honda για τους αγώνες αναζωπυρώθηκε. Μετά από τρία χρόνια χωρίς θετικά αποτελέσματα, η Honda ένωσε τις δυνάμεις της με τη Scuderia Toro Rosso και άρχισε να δοκιμάζει μαζί της τους κινητήρες STR14 και RA618H.

Το 2019, η Red Bull Racing ακολούθησε την Toro Rosso επιλέγοντας και αυτή τους κινητήρες της Honda. Μόλις δύο χρόνια αργότερα, το 2021, ο Ολλανδός οδηγός Max Verstappen ανακηρύχθηκε Παγκόσμιος Πρωταθλητής στον τελευταίο αγώνα της σεζόν.

Honda Jet

ΚΑΤΑΚΤΩΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΑΙΘΕΡΕΣ. Η ενασχόληση της Honda με την αεροπλοΐα ξεκίνησε το 1986 με τη δημιουργία ενός τμήματος αφιερωμένου αποκλειστικά σε αυτόν τον τομέα. Επικεφαλής ήταν ο νεαρός αεροναυπηγός Michimasa Fujino, ο οποίος, μαζί με μία μικρή ομάδα, μετακόμισε σε ένα ερευνητικό κέντρο προηγμένης αεροναυπηγικής στο Starkville του Mississippi.

Ένα βράδυ στις αρχές του 1997, ο μελλοντικός ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της Honda Aircraft είχε μια φαεινή ιδέα. Ενώ μισοκοιμόταν και μη έχοντας κάποιο πρόχειρο χαρτί, ο Fujino έσκισε ένα φύλλο από ένα ημερολόγιο και κατέγραψε την ιδέα του στο πίσω μέρος του. Το αρχικό σχέδιο του Fujino περιέχει αυτό που ίσως εξακολουθεί να είναι η πιο χαρακτηριστική καινοτομία του HondaJet: τη στήριξη του κινητήρα πάνω από το φτερό - μια λύση που απελευθέρωσε περισσότερο χώρο στην καμπίνα και μείωσε τον θόρυβο που προκαλείται από τους κραδασμούς του κινητήρα. Οι δοκιμές συνεχίστηκαν και τον Ιούλιο του 2005, το HondaJet παρουσιάστηκε για πρώτη φορά ενώπιον εκατοντάδων χιλιάδων επισκεπτών στον εκθεσιακό χώρο στο Oshkosh του Wisconsin.

ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΗΣ HONDA. Η Honda καθόρισε το ηλεκτρικό της μέλλον το 2021. Περισσότερο από ένας απλός στόχος, ήταν μια δέσμευση προς την κοινωνία, το περιβάλλον και τις ηθικές αξίες της εταιρείας. Το 2020, παρουσίασε το Honda e, το οποίο βοήθησε να τεθούν τα θεμέλια γι’ αυτό το νέο όραμα και άνοιξε τον δρόμο για τον εξηλεκτρισμό των mainstream ευρωπαϊκών μοντέλων της. Το πρώτο αμιγώς ηλεκτρικό Honda για τη Γηραιά Ήπειρο, ακολούθησαν σύντομα εξηλεκτρισμένες εκδόσεις όλων των υφιστάμενων μοντέλων που ολοκληρώθηκαν με την παρουσίαση του νέου Civic e:HEV το 2022.

Αλλά η δέσμευση δε σταματά εκεί. Η Honda δεσμεύτηκε ότι το 100% των πωλήσεών της θα αφορούν οχήματα μηδενικών εκπομπών μέχρι το 2040 και ότι όλα τα προϊόντα και οι εταιρικές της δραστηριότητες θα είναι ουδέτερες ως προς τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα μέχρι το 2050. Ως απόδειξη αυτού του στόχου, το 2023, η Honda παρουσίασε στην ευρωπαϊκή αγορά τρία ηλεκτροκίνητα μοντέλα.

ΧΩΡΙΣ ΟΡΙΑ. Πρώτα η ξηρά, μετά η θάλασσα και ο αέρας και τέλος το διάστημα. Το 2021, ανακοινώθηκε ένα κοινό ερευνητικό πρόγραμμα μεταξύ της Ιαπωνικής Αεροδιαστημικής Υπηρεσίας (JAXA) και του τμήματος R&D της Honda, στα πλαίσια του οποίου θα διερευνηθεί η δυνατότητα δημιουργίας ενός κυκλικού συστήματος ανανεώσιμων πηγών ενέργειας που θα υποστηρίζει την ανθρώπινη ζωή στο διάστημα. Η ιδέα είναι ότι αυτό το σύστημα με τη σχεδιαστική υπογραφή της Honda θα παρέχει οξυγόνο, υδρογόνο, καύσιμα και ηλεκτρική ενέργεια σε διαστημικούς σταθμούς οχήματα. Πώς; Μέσω ενός συνδυασμού ηλεκτρόλυσης υψηλής διαφορικής πίεσης (που θα παράγει οξυγόνο και υδρογόνο χρησιμοποιώντας ηλιακή ενέργεια) και ενός συστήματος κυψελών υδρογόνου που θα παράγει ηλεκτρική ενέργεια και νερό.

Η HONDA ΣΕ ΑΡΙΘΜΟΥΣ

ΟΙ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΤΟΥ HONDA GROUP (FY 2023*)

  • εταιρείες: 313 θυγατρικές + 69 συνδεδεμένες εταιρείες

  • εργοστάσια παραγωγής σε όλο τον κόσμο

  • Ιαπωνία:    9
  • Βόρεια και Νότια Αμερική: 10
  • ΗΠΑ: 3
  • Βραζιλία: 3
  • Καναδάς: 1
  • Μεξικό: 1
  • Αργεντινή: 1
  • Περού: 1
  • Ευρώπη: 3
  • Γαλλία: 1
  • Ιταλία: 1
  • Ισπανία: 1
  • Αφρική: 4
  • Νιγηρία: 2
  • Κένυα: 1
  • Γκάνα: 1
  • Ασία - Ωκεανία: 28
  • Κίνα: 9
  • Ινδονησία: 4
  • Ταϊλάνδη: 3
  • Ινδία: 3
  • Πακιστάν: 2
  • Φιλιππίνες: 2
  • Βιετνάμ: 2
  • Ταϊβάν: 1
  • Μπαγκλαντές: 1
  • Αυστραλία: 1
  • Κέντρα R&D

  • Ιαπωνία: 2
  • ΗΠΑ: 4
  • Ευρώπη: 5
  • Ηνωμένο Βασίλειο: 2
  • Γερμανία: 2
  • Ιταλία: 1
  • Ασία - Ωκεανία: 9
  • Κίνα: 3
  • Ταϊλάνδη: 3
  • Ινδονησία: 2
  • Ινδία: 1

Συνεργάτες (FY 2023)

  • 230.000 επαγγελματίες
  • 215.508 μέτοχοι

ΕΝΟΠΟΙΗΜΕΝΕΣ ΠΩΛΗΣΕΙΣ (FY 2023)

28.08 δισεκατομμύρια (περίπου 108 δισ. ευρώ)

ΕΝΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ ΚΕΡΔΗ (FY 2023)

839.3 δισ. yen (περίπου. 5.747 δισ. ευρώ)

ΕΤΗΣΙΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗ (FY 2023)

  • 18,75 εκατομμύρια μοτοσυκλέτες
  • 3,68 εκατομμύρια αυτοκίνητα
  • 5,64 εκατομμύρια προϊόντα ηλεκτρικής ενέργειας

ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑ:

  • Μείωση στις παγκόσμιες εκπομπές CO2: FY 2020–FY 2023: -24.1%
  • Μείωση στην ένταση εκπομπών CO2 από τη χρήση προϊόντων:
  • Μοτοσυκλέτες - FY 2020–FY 2023: -30,4 %
  • Αυτοκίνητα - FY 2020–FY 2023: -27,2 %
  • Προϊόντα ηλεκτρικής ενέργειας - FY 2020–FY 2023: -28,2 %
  • Μείωση στην κατανάλωση ενέργειας: FY 2019–FY 2023: -14.3 %
  • Μείωση στην κατανάλωση νερού: FY 2019–FY 2023: -8.3 %
  • Μείωση στην παραγωγή αποβλήτων: FY 2019–FY 2023: -16 %
  • Επετηρίδα βιωσιμότητας της S&P Global για τις πιο βιώσιμες εταιρείες (2023): Στο top 10% στον κόσμο με 79/100 μονάδες
  • Νο 26 στην κατάταξη Interbrand Best Global Brands 2022.

ΑΓΩΝΕΣ:

Αυτοκίνητα (Formula 1) - 13 παγκόσμια πρωταθλήματα με κινητήρες Honda.

Τίτλοι οδηγών: 7

Τίτλοι κατασκευαστών: 6

Μοτοσυκλέτες - Η Honda έχει κατακτήσει 200 παγκόσμια πρωταθλήματα στις ακόλουθες κατηγορίες:

Ταχύτητας: 72 τίτλοι

MotoGP/500cc: 25

350cc: 6

250cc: 19

125cc/Moto3: 20

50cc: 2

Trial: (Montesa + Honda): 54

Outdoor: 26

Indoor: 20

Women’s: 8

Motocross: 31

MXGP/500cc: 17

MX2/250cc: 9

125cc: 3

MX3: 2

Enduro: 14

Men’s: 12

Women’s: 2

Superbike: 6

Supersport: 9

Resistance: 13

Raid Rally: 1

* FY – Οικονομικό έτος. Το οικονομικό έτος της Honda λήγει στις 31 Μαρτίου. Το οικονομικό έτος 2023 αντιστοιχεί στο οικονομικό έτος από την 1η Απριλίου 2022 έως τις 31 Μαρτίου 2023."

Ετικέτες