#MENOUMESPITIMEMOTO - 250 for ever Αναγέννηση! - Αρχείο Περιοδικού ΜΟΤΟ

Δεν χωράει μιζέρια καμιά!
19/3/2020

250 for ever Αναγέννηση!

"Ουκ εν τω πολλώ το ευ" έλεγαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι και ευχαρίστως θα το επαναλάμβαναν, σχετικά με το προσλαμβανόμενο όφελος από μια μοτοσυκλέτα αναλόγως με τον κυβισμό της. Όσο πιο νωρίς συνειδητοποιήσουμε ότι αυτά δεν είναι απαραίτητα δύο μεγέθη ανάλογα, τόσο πιο εύκολα θα δώσουμε διέξοδο στις μοτοσυκλετιστικές μας "ορμές". Μοτοσυκλετιστής είσαι και με "λίγα" κυβικά, και για τους δύσπιστους Θωμάδες ακολουθεί η απόδειξη...

Μένουμε σπίτι και το ΜΟΤΟ βάζει ένα λιθαράκι για να γίνει ακόμη πιο ευχάριστη αυτή διαμονή! Μια ελάχιστη προσφορά στους αναγνώστες μας με παλαιότερα άρθρα του περιοδικού που αποτελούν σημείο αναφοράς, τα οποία θα σας ταξιδέψουν, θα σας γεμίσουν με αδρεναλίνη, θα σας κάνουν να γελάσετε, θα σας κάνουν να προβληματιστείτε και -το κυριότερο- θα σας κρατήσουν συντροφιά αυτές τις δύσκολες ώρες που περνάμε όλοι. Μια πρώτης τάξεως αφορμή για να μείνουμε σπίτι, με ή χωρίς καραντίνα...!

Το άρθρο προέρχεται από το αρχείο του περιοδικού ΜΟΤΟ και αναδημοσιεύεται από την αρχική του μορφή δίχως αλλαγές. Αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του περιοδικού, μαζί με τις φωτογραφίες που το συνοδεύουν. Απαγορεύεται οποιαδήποτε αντιγραφή, οικειοποίηση μέρους ή του συνόλου του κειμένου και των φωτογραφιών, παραλλαγή ή χρήση πέραν της ανάγνωσης

 

Οι προδιαγραφές

Το συγκεκριμένο ταξίδι το κάναμε για έναν συγκεκριμένο σκοπό: να αποδείξουμε ότι με λίγα λεφτά και με οικονομική διαχείριση που έχει και πλάκα, μπορείς να ευχαριστηθείς ένα διήμερο (τετραήμερο συνυπολογισμένης και της διαδρομής με το πλοίο) ταξίδι στο εξωτερικό με τη μοτοσυκλέτα σου. Πιο συγκεκριμένα, είχαμε στη διάθεσή μας 150 ευρώ ο καθένας και τρεις μοτοσυκλέτες με εντελώς άδειο το ρεζερβουάρ πριν ξεκινήσουμε. Με αυτά τα χρήματα θα έπρεπε να πληρωθούν: τα ακτοπλοϊκά εισιτήρια (μετ' επιστροφής φυσικά...), η διαμονή, το φαγητό, οι προμήθειες από το super market και φυσικά οι βενζίνες για 650 χιλιόμετρα! Αν γίνεται; Μέχρι και ρέστα φέραμε...

Μια άλλη εξίσου σοφή ρήση, είναι το ότι δεν εκτιμάς κάτι που έχεις αν δεν το χάσεις. Μέχρι και πριν από μια δεκαετία, είχαμε την κατηγορία των 250 κυβικών, η οποία κυριαρχούσε στην εγχώρια αγορά, ευνοημένη κι από το νομικό πλαίσιο που επέτρεπε "τω καιρώ εκείνο" τις εισαγωγές μεταχειρισμένων μοτοσυκλετών από Ιαπωνία. Τα κοντέινερ με μοτοσυκλέτες που ξεφορτώνονταν από τα καράβια στα διάφορα λιμάνια της χώρας, περιείχαν μηχανάκια που ξεχείλιζαν τους ελληνικούς δρόμους της εποχής. Μαζί με τα εξίσου δημοφιλή τετρακοσάρια, τα 250 ήταν οι κυρίαρχοι της αγοράς κι αυτό συνέβαινε για πολλούς και διάφορους λόγους.

Κατ' αρχήν από θέμα κόστους. Πέρα από τη χαμηλή τιμή τους, είχαν και ένα πολύ μικρό κόστος χρήσης, με φθηνά σέρβις και αναλώσιμα, γεγονός που τα έκανε ιδιαίτερα ελκυστικά τόσο για νέους αναβάτες, όσο και για αναβάτες που ήθελαν μια δεύτερη χρηστική μοτοσυκλέτα. Εκείνη την περίοδο μάλιστα, υπήρχε και το θέμα του τεκμηρίου, στο οποίο τα 250 κυβικά έδιναν μια ουσιαστική διέξοδο χωρίς κάποιος να αναγκαστεί να προσφύγει στη λύση ενός παπιού ή ενός σκούτερ.

Λίγο πριν ξεκινήσουμε από τα γραφεία του περιοδικού ο Λάζαρος προσπαθεί να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, όμως εμείς ξέρουμε την αλήθεια. Αγχώνεται πραγματικά με το φαγητό, αν θα έχουμε και πόσο. Από το άγχος του τρώμε το μεσημεριανό στις 12 ακριβώς κάνοντας τους υπόλοιπους στο γραφείο να αναρωτιούνται τι ώρα έχει πάει...

 

Εκτός όμως των οικονομικών παραμέτρων, υπήρχαν και οι παράγοντες ευκολίας, χρηστικότητας και τεχνολογίας. Οι μοτοσυκλέτες των 250 κυβικών, πέρα από τον κυβισμό τους, δεν ήταν υποδεέστερες των μεγαλύτερων αδελφών τους. Όταν αγόραζε δηλαδή κάποιος μια μοτοσυκλέτα της κατηγορίας δεν έπαιρνε λιγότερο μηχανάκι από ένα αντίστοιχο 600. Πάρτε για παράδειγμα τα τετρακύλινδρα supersport των 250 κυβικών που διέθεταν κινητήρες που ανέβαζαν 20.000 στροφές, με αναρτήσεις, πλαίσια και φρένα που δεν είχαν τίποτε να ζηλέψουν από τους μεγαλύτερους συγγενείς τους.

Από την άλλη ήταν, λόγω απόδοσης, ιδιαίτερα φιλικά και με χρηστικές προεκτάσεις που ουσιαστικά αποτελούσαν μια αυτονόητη επιλογή ως "πρώτη μοτοσυκλέτα" για τους άρτι ενηλικιωθέντες, για τους οποίους -σημειωτέον- δεν ίσχυαν οι σημερινοί περιορισμοί στην άδεια οδήγησης. Τότε, δηλαδή, ένας δεκαοκτάχρονος μπορούσε να αγοράσει χωρίς κανένα πρόβλημα ένα Hornet 250, την μοτοσυκλέτα που αποτέλεσε προπομπό για την γνωστή οικογένεια, εισάγοντας το πλαίσιο ραχοκοκαλιάς με μονή δοκό, που διατηρείται μέχρι σήμερα.

Στα διόδια της Ελευσίνας βγαίνουμε από την Εθνική. Δεν πληρώνουμε, ο προϋπολογισμός δεν τα περιλαμβάνει!

 

Το "πάρτι" όμως τελείωσε με τον τερματισμό των εισαγωγών μεταχειρισμένων από Ιαπωνία. Το κόστος ήταν αρκετά υψηλό για να εισαχθούν ως καινούργιες στην Ευρώπη –πλην ελαχίστων εξαιρέσεων- και ουσιαστικά αυτό σηματοδότησε την παρακμή της κατηγορίας. Ακόμη και τότε όμως η έλλειψη δεν έγινε ιδιαίτερα αισθητή, καθώς εκείνη η περίοδος ήταν η περίοδος της ευημερίας και της οικονομικής ευμάρειας -έστω και πλασματικής- γεγονός που ουσιαστικά έστρεψε το αγοραστικό κοινό να βρει "υποκατάστατα" σε μεγαλύτερους κυβισμούς. Πλέον, η μεσαία κατηγορία "φλέρταρε" με τα 600 κυβικά και η εύκολη πρόσβαση σε τραπεζικό δανεισμό σε συνδυασμό με την πλούσια ποικιλία σε επιλογές που διέθετε η κατηγορία, έκανε αυτή την εξαφάνιση του είδους να περάσει ανώδυνα.

Κάθε πενήντα χιλιόμετρα τσιγάρο... Αν τα συμπεριλαμβάναμε στον προϋπολογισμό θα βγαίναμε εκτός από την πρώτη μέρα
 

Σήμερα όμως, ακόμη και αυτά τα δεδομένα άλλαξαν. Η παγκοσμιοποίηση του φαινομένου της οικονομικής κρίσης αποτέλεσε το "ξόρκι" της νεκρανάστασης. Όχι μόνο άνοιξε ο δρόμος για να ξεπεράσουν τα 250 τα όρια της Ιαπωνικής αγοράς που τα είχαν καθηλώσει τόσα χρόνια, αλλά τα εργοστάσια άρχισαν να παράγουν νέες ιδέες και προτάσεις. Ξαφνικά, όλοι εμείς ανακαλύψαμε ότι η κατηγορία μας έλλειψε και το διαπιστώσαμε όταν πρόσφατα (ξανα)αντιληφθήκαμε όλα αυτά που προσφέρει. "Ως δια μαγείας" άρχισαν να καταρρίπτονται ταμπού σχετικά με τα κυβικά και τις επιδόσεις και συνειδητοποιήσαμε (τουλάχιστον όσοι τα είχαμε ξεχάσει) ότι η διασκέδαση και η απόλαυση είναι μεγέθη σχετικά που δεν εξαρτώνται μόνο από τα απόλυτα νούμερα των ιπποδυνάμεων και της ροπής που διαθέτει η κάθε μοτοσυκλέτα. Με άλλα λόγια, καλό το "γκάζι" αλλά περνάς εξίσου καλά και χωρίς αυτό!

Σημειώθηκαν και προσπεράσεις, μάλλιασε η γλώσσα μου να προσέχουμε την κατανάλωση, αλλά είναι και οι δυο τους πολύ γρήγοροι και δεν κρατιούνται

 

Καλύτερη απόδειξη από τις σελίδες που ακολουθούν δύσκολα θα βρείτε. Ταξιδέψαμε με "ταπεινά" 250άρια μέχρι την Ιταλία και πίσω, ξοδεύοντας μόλις 150 ευρώ (!) έκαστος και περάσαμε σούπερ.

Οδηγήσαμε τα "mini superbikes" της κατηγορίας στην πίστα και τα on-off στο χώμα, ενώ συγκρίναμε το κόστος στις πραγματικές συνθήκες με ρεαλιστικά δεδομένα για συντήρηση και ανταλλακτικά. Να είστε σίγουροι ότι θα εκπλαγείτε με το πόσα πράγματα μπορείτε να κάνετε με μόλις ένα τέταρτο του λίτρου...

Ο Λάζαρος θα ήθελε σπίτι σε αυτό το δρόμο

 

Η παρέα των τρελών

Όταν ξεκινάς με 150 ευρώ εκ των οποίων τα 100 τα έχεις ξοδέψει ουσιαστικά πριν ξεκινήσεις και με τα υπόλοιπα πρέπει να φας, να πιεις και να βάλεις βενζίνη για τις επόμενες τέσσερις μέρες με 650 χιλιόμετρα μπροστά σου, τότε ένα είναι δεδομένο: η σύνθεση της παρέας δεν μπορεί να είναι συμβατική.

Αυτό επιβεβαιώθηκε άλλωστε και από την εκκίνηση, όταν ο Μπάμπης μας αποκάλεσε "κοντούς" ανοίγοντας το γκάζι για να φύγει, συνειδητοποιώντας ότι κάτι δεν πάει καλά από την αρχή. Εντάξει, είπαμε να κάνουμε μια γενικότερη οικονομία, αλλά οικονομία και στη λογική...; Το συμβάν το προσπεράσαμε γρήγορα, αν και επαναλαμβανόταν μετά από κάθε στάση ή ξεκίνημα ημέρας, ρίχνοντας το φταίξιμο στον συνδυασμό στραγαλιών και αναψυκτικού που αποτελούσαν το κύριο μέρος της διατροφής του Μπάμπη για τις επόμενες ημέρες. Βέβαια οι συνέπειες αυτής της διατροφικής συνήθειας ήταν κι άλλες, οι οποίες υπόκεινται στο νόμο περιβαλλοντικής ευαισθησίας και εκπομπών ρύπων, αλλά αυτό είναι μια άλλη κουβέντα.
Αγόραζαν συνέχεια καφέδες και νερά και μετά καυχιόντουσαν ότι πήραν τα λιγότερα από το supermarket

 

Οι ενδείξεις όμως για κάποιον υποθετικό, τρίτο παρατηρητή, ότι κάτι τρέχει μ' αυτούς τους τρεις "μηχανόβιους" ήταν πολλές. Δεν είναι συνηθισμένο, ας πούμε, με μέγιστη τελική τα 90 χιλιόμετρα μια Vespa να κάνει slip streaming πίσω από ένα φορτηγό με επιγραφή "King of the road", ενώ ο αναβάτης ενός KLX είναι "ψαράκι" κολλημένος πίσω του, και κολλητά ακολουθεί ένας άλλος πάνω σε ένα CBR250R, με το κράνος στριμωγμένο πάνω από τα όργανα και το ένα χέρι ψηλά για να τραβάει φωτογραφίες. Αυτά όμως που για όλους τους υπόλοιπους μπορεί να θεωρούνται δείγματα εγκεφαλικής βλάβης, για εμάς τους τρεις ήταν απαραίτητο συστατικό για να περάσουμε καλά.

Τα φορτηγά προσφέρουν οικονομία... αλλά θέλει προσοχή γιατί το άθλημα αυτό είναι επικίνδυνο

 

Για όσους έχουν εμμονή με τις κεντρικές ιδέες και τα νοήματα δηλώνω το εξής: Με καλή παρέα και θετική προσέγγιση, μπορείς να περάσεις καλά, να το ευχαριστηθείς και -το κυριότερο- να μην "ματώσεις" οικονομικά. Ναι, μπορεί να κάναμε σχεδόν τέσσερις ώρες να φτάσουμε στην Πάτρα κάνοντας οικονομία στην κατανάλωση, αλλά απολαύσαμε τη διαδρομή όσο καμιά άλλη. Μπορεί να ταξιδέψαμε με εισιτήρια deck για συνολικά 30 ώρες στο καράβι ("πανέλα" που λένε και στη Θεσσαλονίκη), αλλά το γέλιο και το κλίμα που είχαμε στο "πριβέ ρετιρέ" δεν υπήρχε περίπτωση να το ζήσουμε ακόμη και στην πιο lux καμπίνα. Μπορεί επίσης να μην μας περίσσευαν χρήματα για ποτάκι στο "Bari by night", αλλά με παγωτάκια των 80 cent και τις θεωρίες του Θάνου για την ερωτική ζωή του κορμοράνου, περάσαμε τρεις ώρες στον πιο in πεζόδρομο του Bari και γουστάραμε τρελά!

Αν μπορώ μόνο να δώσω μια συμβουλή ως ο πρεσβύτερος της παρέας των απονενοημένων, είναι η εξής: μην περιμένετε να σας αναγκάζουν οι καταστάσεις για να κάνετε ένα τέτοιο "eco tour". Κάντε το επί τούτου για να περάσετε καλά...

 

 
Έξοδα
Ποσό (€)
Εισιτήρια πλοίων
70
Ξενοδοχείο
26,6
Βενζίνες
27,7
Προμήθειες Super Market
5,59
Φαγητό
11,50
Καφέδες - Νερά
8,50
Σύνολο
149,89 ευρώ
Λάζαρος Μαυράκης

 

 

Δεν χωράει μιζέρια καμιά!

Τους προειδοποίησα ότι θα τα πω όλα, μου είπαν να μην τολμήσω και να κρατήσω τις απειλές μεταξύ μας. Οι υπόλοιποι όταν άκουσαν το σχέδιο να ταξιδέψουμε με τα δυόμιση στην Ιταλία και μόνο με 150 ευρώ στην τσέπη απλώς δεν πίστευαν ότι θα το κάνουμε πράξη. Εεε, λοιπόν και το κάναμε και θα σας τα πω όλα!

Ντοκουμέντο: Το λαθραίο πρωινό του Λάζαρου!

 

"Είστε πολύ κοντοί, χα, χα!" Τσανκ η πρώτη στο κιβώτιο, φραααπ το γκάζι και ο Μέντης απομακρύνεται πάνω στο KLX, μένουμε μετέωροι με τον Μαυράκη να κοιταζόμαστε "Αν ξεκινάμε έτσι φαντάσου τι έχει να γίνει τόσες ώρες στο καράβι" λέω στο Λάζαρο και αυτός κουνάει το κεφάλι του... "πήρε θάρρος ο πιτσιρίκος γιατί ανέβηκε στο on-off, να δεις που από εδώ και εμπρός θα βλέπει superbike και θα φεύγει"! Ο Μπάμπης έπαιρνε το αίμα του πίσω τώρα που ήταν πάνω στο πιο ψηλό μηχανάκι. Για να καταλάβετε υπάρχουν ορισμένα εσωτερικά αστεία για να πειράζουμε ο ένας τον άλλο και μερικά από αυτά έχουν καθαρά ανατομική θεματολογία. Με τον Μέντη κοντραριζόμαστε για το ύψος του και για το γεγονός ότι έχει πλέον αδυνατίσει τόσο που φαίνεται σαν πιτσιρίκι... αν κόψει το μούσι δεν θα τον ανεβάζουν στο τρενάκι του λούνα παρκ να μου το θυμηθείτε. Για εμένα οι άλλοι δύο στοχεύουν σε πέντε τρίχες όλες κι όλες που μου έχουν φύγει από τους κρόταφους και ιδιαίτερα ο γυαλισμένος καθρέφτης, ο μόνιμα κρανοφόρος Μαυράκης χαμογελά χαιρέκακα, λες και αν κάνω εγώ φαλάκρα θα φαίνεται λιγότερο η δικιά του. Ο άλλος, ο Μέντης, επειδή έχει κόψει το φαΐ ο ίδιος, μου την λέει για τα λίγα κιλά που πήρα όσο ήμουν κρεβατωμένος μετά το χειρουργείο, όμως έτσι του βγαίνει το απωθημένο του για το σάκο με πατάτες που κουβαλούσε για χρόνια, οπότε τον αφήνω να λέει ό,τι θέλει. Για τον Μαυράκη από την άλλη η λίστα είναι ατελείωτη, έχουμε πολλά να πούμε μαζί με τον Μέντη για τον κομφορμιστή, ζηλόφθονα, εγωκεντρικό αρχισυντάκτη μας, που δεν αφήνει να πέσει τίποτα κάτω και απαντά σε όλα ανεβάζοντας τους τόνους.

Ο Μπάμπης ήταν συνέχεια στην τράκα όμως αυτό δεν ήταν θέμα, το θέμα ήταν ότι ισχυριζόταν πως έχει κάνει τον καλύτερο προϋπολογισμό

 

Η εκδρομή λοιπόν ξεκινούσε με τις καλύτερες προϋποθέσεις, μπορεί βέβαια στο τέλος να καταλήγαμε όλοι στη θάλασσα κολυμπώντας μακριά ο ένας από τον άλλον, όμως ό,τι και αν γινόταν θα είχαμε αδυνατήσει από το γέλιο... από την άλλη αυτό θα ήταν επικίνδυνο για τον Μέντη. Τέλος πάντων, τα 150 ευρώ που είχαμε στην τσέπη καθόλου δεν μετρίασαν τον ενθουσιασμό μας, ήμασταν και οι τρεις αποφασισμένοι να περάσουμε όσο πιο όμορφα γινόταν, χωρίς αυτοκίνητο συνοδείας, χωρίς φωτογράφο, χωρίς απόλυτα καθορισμένο πλάνο. Όπως ακριβώς μπορείτε να το κάνετε και εσείς: τρεις φίλοι που αποφάσισαν τελευταία στιγμή (ελληνικό στοιχείο) να κάνουν μια εκδρομή στο εξωτερικό και φεύγουν απλώς με την καλύτερη διάθεση και το κέφι τους.

  

Στενό πορτοφόλι

Ο Λάζαρος όμως προσπαθεί να μας κάνει να χάσουμε το δικό μας από τα πρώτα χιλιόμετρα πάνω στον Κηφισό. Είναι μπροστά με την βέσπα και ανοίγει το γκάζι κάνοντας σφήνες ανάμεσα στα αυτοκίνητα, τι και αν είπαμε ότι θα προσέχουμε την κατανάλωση, το είχε κιόλας ξεχάσει. Είχα το CBR που ήταν ήδη στη ρεζέρβα ενώ οι άλλοι δύο είχαν από μισό ρεζερβουάρ, μάλιστα ο Μαυράκης είχε και σάντουιτς και κριτσίνια από το σπίτι του... έκλεβαν ασύστολα, θα το δείτε, ο Μπάμπης το ονόμαζε αυτό φιλικό δανεισμό! Είχαμε συμφωνήσει ότι με τα εκατόν πενήντα ευρώ θα τρώγαμε, θα πίναμε (εμείς και οι μοτοσυκλέτες) θα πληρώναμε ναύλα και διανυκτέρευση και θα περνούσαμε και όμορφα. Είχαμε ήδη βάλει τον Μαυράκη στο στόχαστρο για το σάντουιτς που έφερε από το σπίτι του και τώρα που άνοιγε και το γκάζι ξεπερνούσε τα όρια! Γεμίζουν οι δύο τους με λιγότερο από δέκα ευρώ και εγώ με δεκάξι, ο Μέντης γελάει: "έχω ψωνίσει τα λιγότερα απ’ όλους και έβαλα και την λιγότερη βενζίνη"! Αυτό το σχόλιο κρατήστε το γιατί αποκτά μεγάλο νόημα παρακάτω.

Είμαστε στο "patio" της αποκλειστικής μας σουίτας και ο Μπάμπης αρχίζει: "Αν τα φας όλα αυτά θα είσαι γουρούνι!" Το ίδιο βράδυ αποτέλειωσε ένα σακουλάκι με αμύγδαλα. Ξέρεις φίλε μου Μπάμπη πόσες θερμίδες έχουν τα αμύγδαλα;!!!!
 

Από εκεί λοιπόν που πίστευα ότι είμαι ο προνομιούχος με το CBR, που στις προσυμφωνημένες ταχύτητες ταξιδιού αναμενόταν να έχει την πιο μικρή κατανάλωση, άρχισα να αγχώνομαι. Ξεκινάμε να βγούμε στην παλιά εθνική και ήδη έχω ξοδέψει δέκα ευρώ περισσότερα από τους υπόλοιπους στο σουπερμάρκετ και σε βενζίνη, αλλά δεν καταλαβαίνω την στρατηγική τους. Έχω φορτώσει νερό, στιγμιαίους καφέδες και κάτι να μασουλάμε στο πλοίο, ενώ οι άλλοι δεν έχουν τίποτα σπουδαίο. Ο Λάζαρος παίζει στο όριο των κανόνων του παιχνιδιού και βασίζεται στο σάντουιτς που κουβαλά από το σπίτι, και ο Μπάμπης μάλλον σκοπεύει να την βγάλει με διαλογισμό και γιόγκα. Περνάμε ακριβώς δίπλα από το σταθμό των διοδίων και συνεχίζουμε στο φιδωτό δρόμο κάτω από την εθνική, τα διόδια αυτά κοστίζουν όσο ένα κομμάτι χορταστικής ιταλικής πίτσας, οπότε δεν παίρνουν δεκάρα τσακιστή και εξασφαλίζουμε έτσι το βραδινό στο Bari! Στις κατηφόρες κρατάω το συμπλέκτη ρολάροντας και στις μικρές ευθείες κολλάω στον πίσω τροχό του Μπάμπη κάνοντας slipstreaming, με έχει πιάσει βλέπετε το άγχος ότι έκανα κακή αρχή.

Φτάσαμε στο Bari! Οι ώρες στο πλοίο πέρασαν ευχάριστα, το μόνο που χρειάζεται είναι η καλή παρέα

 

Ο Λάζαρος που δεν έχει τέτοια άγχη επιμένει να ξαναβγούμε στην εθνική μετά το Κιάτο, πριν ξεκινήσουμε είχαμε ένα mini debate σχετικά με τον καλύτερο δρόμο και τώρα άνοιγε πάλι το θέμα. Το σταθερό γκάζι στην εθνική ήταν καλύτερο για την κατανάλωση, ή στα ογδόντα χιλιόμετρα που είχαμε συμφωνήσει να πηγαίνουμε οι στροφές του παλιού δρόμου και οι διασταυρώσεις δεν ήταν πρόβλημα; Ανακαλύπτουμε ότι για το επίπεδο και των δύο δρόμων δεν παίζει ρόλο, ξαναβγαίνουμε στην εθνική και αρχίζει το μαρτύριο της νταλίκας. Αργά - αργά, σκορπώντας μηχανικούς θορύβους και εκτοπίζοντας αέρα οι νταλίκες μας προσπερνάνε και μας ωθούν στιγμές – στιγμές στην ΛΕΑ, σε κάποιες περιπτώσεις είμαστε κοντά δέκα χιλιόμετρα πάνω ή κάτω από το όριο ταχύτητας, κανείς δεν μπορεί να μας κατηγορήσει για βραδυπορία, αλλά όλοι θέλουν να μας προσπεράσουν και είναι τρομακτικό όταν γίνεται μέσα στις κορύνες.

Αχρείαστα να είναι, τα service της Piaggio υπάρχουν παντού στην Ιταλία, εδώ ένα από τα παλιά στον κεντρικό δρόμο της Casamassima

 

O Λάζαρος υιοθετεί ένα φορτηγό που πετάγεται από μια έξοδο δεξιά και ξεκινά και πάλι το παιχνίδι του slipstreaming όπου τώρα συμμετέχουμε όλοι μέχρι που ακόμα και το φορτηγό επιταχύνει γρηγορότερα. Στάση στα εκατόν δέκα χιλιόμετρα για ξεκούραση και για να ανάψουν τσιγάρο οι άλλοι δύο, που ενώ γνωρίζουν ότι έχουν ένα σοβαρό θέμα να καταπνίξουν τις φυσικές τους ανάγκες έστω και για πέντε λεπτά, επέβαλαν στον εαυτό τους άλλη μία καπνίζοντας. Στο CBR μόλις που έσβησε η πρώτη γραμμούλα στον ψηφιακό δείκτη του ρεζερβουάρ, όταν η Vespa είναι λίγο κάτω από την μέση και το KLX μουγκό αφού δεν έχει δείκτη. Θα βάλουν βενζίνη στην Ιταλία που είναι φθηνότερη και καλύτερη και εγώ θα κουβαλάω ακόμη το ξέπλυμα που βάλαμε στην Αθήνα, ανησυχητικές λεπτομέρειες. Ετοιμαζόμαστε να ξεκινήσουμε, φρααπ το γκάζι ο Μπάμπης και έρχεται δίπλα μου: "Κοντέ!" Έχει σοβαρό πρόβλημα, να θυμηθώ να το συζητήσω με τον Λάζαρο.

 

Κι όμως γίνεται!

Για να πω την πικρή αλήθεια, ενώ ήμουν από τους υποστηρικτές ότι θα καταφέρουμε να την βγάλουμε με 150 ευρώ, εν τούτοις πίστευα ότι για να τα καταφέρουμε θα έπρεπε να καταφύγουμε σε ακραίες τσιγκουνιές. Διότι, αν αφαιρέσεις τα 70 ευρώ των εισιτηρίων και τα 30 ευρώ για τις βενζίνες, μένεις με μόλις 50 ευρώ στην τσέπη για να φας από το μεσημέρι της Πέμπτης μέχρι και το απόγευμα της Κυριακής, ενώ θα πρέπει να πληρώσεις και για ύπνο. Και όλα αυτά σε μια ακριβή ευρωπαϊκή χώρα και όχι σε κάποια του πρώην ανατολικού μπλοκ, που το κάθε ευρώ στην τσέπη σου μετράει για διπλό και τριπλό. Το να κουβαλάς μαζί σου τρόφιμα είναι μια καλή ιδέα αρχικά, όμως στην πράξη αποδεικνύεται μπούρδα.

 

Από την στιγμή που δεν έχεις ψυγείο, τα πράγματα που μπορείς να πάρεις δεν χαρακτηρίζονται από την ποικιλομορφία τους. Με άλλα λόγια, όπως τα γαϊδούρια μασουλάνε σανό, έτσι κι εμείς έπρεπε να μασουλάμε ξηρούς καρπούς. Κόβουν την πείνα και έχουν υψηλή θρεπτική αξία λόγω του λίπους που περιέχουν, όμως από γεύση δεν συναγωνίζονται μια καλοψημένη μπριζόλα, ούτε καν το νερόβραστο ρύζι. Με λίγη καλή διάθεση πάντως, βολεύεσαι μέσα στο καράβι με αυτούς και γλιτώνεις πολλά λεφτά από τις εξωφρενικές τιμές του μπαρ και της κουζίνας. Γενικώς, οι ατελείωτες ώρες μέσα στο πλοίο θέλουν απαραίτητα καλή παρέα για να μην φτάσεις να εκτονώνεις τον εκνευρισμό σου τρώγοντας και πίνοντας. Αν έχεις δύο άσπονδους φίλους που σε ζηλεύουν για το ύψος σου, όπως είχα εγώ, περνάς θαυμάσια. Αν όμως συνοδεύεσαι από κάποια αιθέρια ύπαρξη, θα περάσεις πολύ δύσκολες ώρες. Οι μυρωδιές από τον παστουρμά και τα πόδια των οικονομικών μεταναστών του...

 

Καζακστάν, σε συνδυασμό με την οσμή του μαζούτ της τσιμινιέρας του πλοίου, συνθέτουν ένα σκηνικό που δύσκολα μπορείς να εξηγήσεις σε μια γυναίκα τον λόγο που πρέπει να βιώσει κάτι τέτοιο. Κατέβηκα από το καράβι και στο πορτοφόλι μου είχα λιγότερα από είκοσι ευρώ για το φαγητό των δύο επόμενων ημερών. Κι όμως δεν πείνασα καθόλου. Με λιγότερα από τρία ευρώ, έφαγα στα McDonalds δύο τσίζμπεργκερ και ένα παγωτό χωνάκι. Το ξέρω ότι είναι ντροπή να τρως σε φαστφουντάδικα, όταν βρίσκεσαι στην Ιταλία με τις υπέροχες τοπικές λιχουδιές, όμως ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Το βράδυ βολεύτηκα με μια ολόκληρη πίτσα, πληρώνοντας μόλις δύο ευρώ! Φυσικά έπινα και τα καφεδάκια μου, αφού κόστιζαν 0,7 ευρώ, δηλαδή 70 σεντς...

 

Το φαί δεν μου έλειψε και το δωμάτιο που κοιμηθήκαμε ήταν από τα καλύτερα που έχω μείνει στην Ιταλία - και αυτό λέει πολλά, διότι στην Ιταλία πάω τουλάχιστον δύο-τρεις φορές τον χρόνο για δουλειές και υποτίθεται ότι οι εταιρείες που με καλούν διαλέγουν το καλύτερο ξενοδοχείο κάθε περιοχής. Πάντως, για να καταφέρω να μην ξεπεράσω τα 150 ευρώ, χρειάστηκε στην επιστροφή να εξαντλήσω μέχρι το τελευταίο σταγονίδιο βενζίνης που είχε μείνει στο ρεζερβουάρ... Όμως με το χέρι στην καρδιά, σας λέω ότι με 150 ευρώ το άτομο, περνάει μια χαρά μια μπακουροπαρέα, ενώ αν προσθέσεις άλλα 20, άντε 50 ευρώ, μπορείς να κάνεις το ίδιο ταξίδι με την κοπελιά σου χωρίς να σε πει γύφτο...  

Επειδή μας κορόιδευαν ζυγιστήκαμε κιόλας πριν φύγουμε... επιστρέψαμε στα ίδια κιλά και ο Μπάμπης είχε βάλει κιόλας! Οι ξηροί καρποί... αυτοί που δεν αγόρασε!

 

Να που έφαγα τα λεφτά μου...
 
Έξοδα
Ποσό (€)
Εισιτήρια πλοίων
70
Ξενοδοχείο
26,6
Βενζίνες
27,7
Καφέδες
10,7
Ξηροί καρποί
3,24
Αναψυκτικά
2,5
Τσίζμπουργκερ
2
Πίτσα
5
Παγωτά
2,3
Σύνολο
149,94
Μπάμπης Μέντης

 

Κοίτα μπροστά σου

Βγαίνουμε ξανά στον ακόμα στενότερο από τις κορύνες δρόμο και μερικά ΙΧ μας πλευρίζουν προσπερνώντας στον πόντο για να κερδίσουν ακριβώς δέκα μέτρα πριν το επόμενο φορτηγό, είναι τρελοί δεν εξηγείται διαφορετικά. Ας είναι, εκμεταλλευόμαστε την μικρή ταχύτητά μας για να παρατηρήσουμε σπίτια και χωριά που βρίσκονται χρόνια εκεί, αλλά τα βλέπουμε μόλις τώρα. Ο Μπάμπης έλκεται ιδιαίτερα από την σύγχρονη ελληνική αφαιρετική αρχιτεκτονική τύπου "σηκώνω ένα τετράγωνο και βάζω περιμετρικό μπαλκόνι" και στο πρώτο φανάρι της Πάτρας έχει κολλήσει σ’ ένα σπίτι όταν ο Λάζαρος μπροστά του φρενάρει σιγά - σιγά για το κόκκινο. Πραγματικά δεν μπορώ να καταλάβω τι ακριβώς είναι αυτό που του απορρόφησε την προσοχή και δεν κοιτάει στο δρόμο, όλα τα σπίτια στην Ελλάδα είναι ίδια, τι διάολο!

Όλες οι πόλεις της Ιταλίας που έχουν ιστορία έχουν και στενούς δρόμους με παλιά σπίτια και σίγουρα και μια Vespa

 

Να του κορνάρω θα γυρίσει σίγουρα προς τα πίσω και θα πέσει στο Λάζαρο, ν’ ανοίξω το γκάζι να τον φτάσω αποκλείεται, οπότε κόβω ακόμα περισσότερο, όταν η Vespa και το KLX αγκαλιαστούν σέρνοντας τα πλαστικά τους στην άσφαλτο θα αναχαιτίσω την κίνηση με ασφάλεια, σκέφτομαι. Ο Μπάμπης γυρνάει επιτέλους το κεφάλι του εκεί που θα έπρεπε να το έχει ώρα τώρα και πανικοβάλλεται πέφτοντας στα φρένα. Αυτό το παιδί είναι ο καλύτερος οδηγός από τους τρεις μας, αλλά όταν του λες να οδηγήσει σιγά όλο βλακείες κάνει, τώρα γλιστράει μπροστά και αναγκάζεται να αφήσει λίγο το φρένο μπλοκάροντας το πίσω. Ο Λάζαρος είναι στον κόσμο του, δεν έχει καταλάβει τι γίνεται στα τρία εκατοστά πίσω του, μου έρχεται μια μυρωδιά από λάστιχο και αναρωτιέμαι πώς θα εξηγήσουμε δυο μηχανάκια πεσμένα στην μέση δύο λωρίδων, σε έναν άδειο δρόμο. Τελευταία στιγμή, κυριολεκτικά, αφήνει τα φρένα και φεύγει διαγώνια μπροστά από τον Λάζαρο, δύο - τρία τακουνάκια από το λάστιχο του KLX πρέπει να άγγιξαν τα πλαστικά της Vespa, τόσο κοντά μου φάνηκε. Ο Μπάμπης ανοίγει το κράνος και γυρνάει στο Λάζαρο "λίγο έλλειψε, θα σου την έριχνα!" εκείνος τον κοιτά με απάθεια, είναι σίγουρο ότι ακόμα δεν έχει καταλάβει τι συνέβη: "Γιατί; Τι σ’ έπιασε;" Ααα καλά! Να θυμηθώ να μην μπω ποτέ πρώτος!

Άποψη από το γεμάτο ιστορία κάστρο του Conversano που μετρά από την αρχική του μορφή πάνω από 1500 χρόνια ζωής

 

Φτάνουμε στο νέο λιμάνι μία ώρα πριν την αναχώρηση του πλοίου, μας πήρε τρεισήμισι ώρες Αθήνα – Πάτρα, αλλά άξιζε από πλευράς οικονομίας. Το KLX έχει γυρίσει ρεζέρβα εδώ και δέκα χιλιόμετρα συμπληρώνοντας διακόσια στον μερικό χιλιομετρητή, το ίδιο και η Vespa, ενώ το CBR είναι μια γραμμή πάνω από την μέση. Απίστευτο! Άλλη φορά δεν θα βάλω βενζίνη, θα γυρίσω απλώς την μάνικα και όσο στάξει! Ταξιδεύουμε με το Superfast, το πλοίο είναι σύγχρονο, αλλά μικρότερο από αυτά που πηγαίνουν Ancona και το κατάστρωμα φαίνεται μικρό. Πιάνουμε μια θέση στο bar και βολιδοσκοπούμε την κατάσταση, εννοείται ότι για τα δεδομένα της τσέπης μας δεν έχουμε καμπίνα, οπότε πρέπει να βρούμε το καλύτερο μέρος για να αφήσουμε τα πράγματα. Οι άλλοι δύο βγαίνουν για τσιγάρο χωρίς να καταλαβαίνω που βοηθά αυτό στην παρούσα φάση (μήπως θα έπρεπε κανονικά να τους αφαιρέσω τον καπνό από το budget;) πριν πάρω την απόφαση, όμως βλέπω τον άνθρωπό μου.

Ταμπέλες υπάρχουν παντού. Διάλεξε απλώς προορισμό

 

Φαίνεται ότι είναι η πιο παλιά καραβάνα στο πλοίο, έχει και κάτι γαλόνια στον ώμο, οπότε τον ακολουθώ στο μικρό γραφείο πίσω από την ρεσεψιόν: "Καλησπέρα, που είναι το καλύτερο σημείο για να κοιμηθεί κανείς;" Χαμογελά και πιάνουμε την κουβέντα, είναι εξυπηρετικότατος και επιμένει να πάω στα άδεια καθίσματα αεροπορικού τύπου, αλλά θέλω κάτι καλύτερο. Πέντε λεπτά μετά έχω βρει το καλύτερο μέρος, τέρμα επάνω σε μια έξοδο για το ανώτερο κατάστρωμα που η πρόσβαση επιτρέπεται μόνο για το πλήρωμα, άρα θα έχουμε ησυχία και άπλα! Πιάνουμε το χώρο και παρατηρώ τον Λάζαρο να ανοίγει το υπόστρωμά του. Είναι για λύπηση! Σαν το ψάρι έξω από το νερό! Αρχίζουν τα μοιρολόγια: "χτες ήμουν σε συνάντηση γονέων ανάμεσα σε γιατρούς και δικηγόρους… που να μ’ έβλεπε κανείς από αυτούς σήμερα!" Έλα Λάζαρε παιδί μου και αύριο θα σε πάμε σε δωμάτιο… εκεί αναθάρρεψε λίγο, επέστρεψε το χρώμα στο πρόσωπό του. Γύρω από το Bari υπάρχουν κάποια κάμπινγκ, όμως ήμασταν σίγουροι ότι εντός των αυστηρών πλαισίων του οικονομικού μας στόχου θα καταφέρναμε κάτι καλύτερο με μεγαλύτερη ασφάλεια για τις μοτοσυκλέτες.

Στο Conversano εκτός από μαφιόζικους γάμους και γραφικά σπίτια υπάρχουν και πολλά βατράχια - τίγρεις όπως πληροφορεί η ταμπέλα της πόλης

 

Το μεγάλο μυστήριο

Μια που τακτοποιηθήκαμε ήρθε η ώρα για ένα ντουζ, όμως μέσα στο παραφουσκωμένο του νεσεσέρ ο Μαυράκης ανακαλύπτει ότι δεν υπάρχει πετσέτα. Ολόκληρη κουβέντα είχαμε κάνει για τις αποσκευές, καυχιόντουσαν ότι είχαν πάρει μόνο τα απαραίτητα και ότι εγώ με το tank bag και μια μικρή τσάντα πίσω που είχε μόνο αδιάβροχα το είχα παρακάνει, τώρα ήταν και οι δύο απελπισμένοι. Μοιραζόμαστε με τον Λάζαρο τα του μπάνιου και ο Μπάμπης μένει απαθής, κάτι έχει στο μυαλό του, αλλά είναι απροσδιόριστο. Το πλοίο έχει μόλις ξεκινήσει, εγώ με τον Λάζαρο έχουμε ανανεωθεί από το καυσαέριο του ταξιδιού και περιμένουμε τον τρίτο της παρέας να επιστρέψει από την κοινόχρηστη ντουζιέρα: "θα έρθει και θα κάνει μια μικρή λιμνούλα να κοιμηθεί πιο πέρα!" "θα βγει βρεγμένος από την ντουζιέρα στις τουαλέτες και θα αφήσει πίσω του τόσο νερό που θα σημάνουν συναγερμό ότι βουλιάζουμε" "μπα θα πάει στην πλώρη και θα ανοίξει τα χέρια να στεγνώσει όπως στον Τιτανικό"… "ναι, ναι και θα τον αγκαλιάσει ο μουστακαλής ο μούτσος στο ρόλο του DiCaprio, μουαχαχα!"

Το fast food είναι μια σίγουρη οικονομική λύση, φτάνει να είστε εκεί χωρίς το Λάζαρο που εποφθαλμιά το φαγητό των άλλων και δεν μοιράζεται το δικό του!

 

Περιμένουμε τον Μπάμπη πως και πως, όταν τον ακούμε να ανεβαίνει από τις σκάλες ετοιμαζόμαστε για δούλεμα, ξεπροβάλει με ένα χαμόγελο ΟΛΟΣΤΕΓΝΟΣ! "Πώς το κατάφερες αυτό αρχηγέ;" Καμία απάντηση, οπότε αρχίζουν οι εικασίες, "νομίζω Λάζαρε πως ο στεγνωτήρας των χεριών είναι στο ύψος του, λες να μπήκε από κάτω;" "χαχα εγώ λέω πως έκανε και μπάνιο δίπλα μέσα στον νιπτήρα, μαζί με πλαστικά παπάκια!" "Ναι ρε βλάκες" απαντά ο Μπάμπης, "ευτυχώς που σφράγισα και την τάπα και δεν κολυμπάω τώρα πίσω από το πλοίο" έχουμε πεθάνει από το γέλιο, αλλά το μυστήριο δεν λύνεται… Πώς κατάφερε να στεγνώσει είναι ένα μεγάλο ερωτηματικό που φεύγουμε για να το λύσουμε σε εξωτερικό χώρο γιατί από τα γέλια ανεβάσαμε θερμοκρασία. Παίρνουμε μαζί τα πράγματα αξίας και πιάνουμε μια ωραία θέση στο εξωτερικό κατάστρωμα. Σε ένα τέτοιου είδους ταξίδι η αναμονή στο πλοίο καταλαμβάνει ένα μεγάλο μέρος και στην περίπτωσή μας το μεγαλύτερο από τις τέσσερις μέρες. Είναι η καλύτερη ευκαιρία για κουβέντα και πλάκες, ένας ατελείωτος καφές με την παρέα, έτσι να το δείτε. Ο Λάζαρος έχει αναθαρρέψει και ξεχνά ότι θα κοιμηθεί στο πάτωμα, οπότε αρχίζει τις πλάκες "η αλατισμένη αύρα Μπάμπη κάνει καλό στα μαλλιά;" "ναι Λάζαρε…" πιάνει το νόημα και ο άλλος ο ρουφιάνος: "όποιος κοιμηθεί εδώ φυτρώνει τρίχες" τα λένε όλα αυτά για μένα όπως καταλαβαίνετε, οπότε το βράδυ αρχίζει να μακραίνει.

Το fast food είναι μια σίγουρη οικονομική λύση, φτάνει να είστε εκεί χωρίς το Λάζαρο που εποφθαλμιά το φαγητό των άλλων και δεν μοιράζεται το δικό του!

 

Κουρασμένοι από το ταξίδι και τα γέλια πέφτουμε για ύπνο και ο Λάζαρος ροχαλίζει μέσα σε πέντε λεπτά, "κοίτα τον bon viveur που θα ζοριζόταν" κάνω να γυρίσω στον Μπάμπη και ξεραίνομαι πάλι στα γέλια γιατί τον βλέπω με το δάχτυλο στο στόμα "Άμα με λέτε πιτσιρίκο θα γίνω κιόλας!" μου απαντά. "Εντάξει μικρέ, αλλά παραμυθάκι δεν έχει, θα σε νανουρίσει το πλοίο που κουνάει, καληνύχτα!". Κατεβαίνουμε στο Bari (φραπ το γκάζι, ο κλασσικός πλέον Μπάμπης: "Κοντέ!") στη νέα προσθήκη του λιμανιού και κάνουμε χωρίς υπερβολή δυο χιλιόμετρα να βγούμε από την έξοδο. Σημεία ελέγχου υπάρχουν, αλλά δεν μας σταματά κανένας, ούτε πράσινες κάρτες, ούτε διαβατήρια, τίποτα απολύτως, είμαστε ήδη στον παραλιακό δρόμο και ο Μπάμπης αγχώνεται για πρώτη φορά. Πρέπει να βρούμε επειγόντως βενζινάδικο και επιστρατεύω το GPS, η πρώτη αποκάλυψη είναι ένα μόλις χιλιόμετρο μακριά. Η τρόικα έχει δουλέψει και στην Ιταλία, η βενζίνη είναι ακριβώς στα ίδια με την Ελλάδα όταν λίγο καιρό πριν ήταν σημαντικά φθηνότερη, αφήνω ένα χαιρέκακο χαμόγελο να μου φύγει όταν παρκάρω μακριά από τις αντλίες, ο δείκτης του CBR είναι μόλις στην μέση και σιγουρεύομαι ότι οι άλλοι δύο το κατάλαβαν καλά αυτό.

 

 
Έξοδα
Ποσό (€)
Εισιτήρια πλοίων
70
Ξενοδοχείο
26,6
Βενζίνες
26
Προμήθειες Super Market
7,5
Φαγητό
9,5
Καφέδες - Νερά
4
Σύνολο
143,6 ευρώ
Θάνος Φελούκας

 

       

Άρχοντες με σπίτι!

Ψάχνουμε για ένα φτηνό δωμάτιο στην παλιά πόλη και το GPS μας οδηγεί μέσα από τα τείχη, στην πρώτη αποκάλυψη του ταξιδιού. Περιμέναμε ότι το Bari θα είναι αδιάφορο, βρώμικο και ελαφρώς επικίνδυνο, όμως βρισκόμασταν σε μια γειτονιά βγαλμένη από καρτ ποστάλ με τα κτίρια φρεσκοβαμμένα και περιποιημένα. Η απόσταση του ενός σπιτιού από το άλλο ήταν λίγο μεγαλύτερη από το τιμόνι του KLX, οι πόρτες ορθάνοικτες με μια κουρτίνα μόνο, την έκανες στην άκρη και βρισκόσουν στο σαλόνι! Πιο γραφικό και από την Πλάκα κάτω από την Ακρόπολη που τα περισσότερα σπίτια είναι εγκαταλελειμμένα! Εδώ οι γριές καθόντουσαν με καρέκλες μέσα στο δρόμο, και τα ρούχα τους απλώνονταν από μπαλκόνι σε μπαλκόνι. Κάπου εδώ μέσα και κοντά σε μια πλατεία με αστυνομικό τμήμα ήταν το hostel που είχαμε βάλει στο μάτι.

Η απόδειξη ότι ο Μπάμπης είναι ένα μικρό, πολύ μικρό παιδί!

 

Ο Λάζαρος θέλει και πάλι να βάλει τα κλάματα, και αισθάνεται καλύτερα μόνο όταν το βρίσκουμε κλειστό και ο ιδιοκτήτης μας κλείνει το τηλέφωνο. "Μην το κουράζουμε άλλο, έχει εδώ ένα Hilton"  επιμένει για να πάρει την φαρμακερή απάντηση "και πως θα πληρώσουμε το Hilton ρε Παπακωνσταντίνου, τρισμέγιστε Αλογοσκούφη;" "Θα πλένετε πιάτα όσο θα κάνω μπάνιο στην πισίνα" συνεχίζει να μυξοκλαίει. Ήταν μέρος του ανύπαρκτου σχεδίου μας να μην έχουμε κάνει κράτηση, θα παζαρεύαμε επιτόπου την τιμή. Κάπου στο internet είχαμε δει έναν παραδοσιακό ξενώνα έξω από το Bari, τηλέφωνο δεν υπήρχε, ούτε όμως και διεύθυνση, μόνο περιοχή. Τα παίζουμε όλα για όλα και επιστρατεύουμε το GPS, ευτυχώς που το είχα πάρει, όπως και άλλα πράγματα δηλαδή παρόλο που οι άλλοι δύο μου την έλεγαν. Μέσα στο πλοίο ο Μπάμπης μου μετρούσε τις θερμίδες, αλλά κάθε φορά που έβγαζα ένα σακουλάκι με ξηρούς καρπούς βουτούσε τα χέρια του και τους έτρωγε μόνος του. Καταλάβατε τώρα ποιος πήρε πολλά στο supermarket;

Large τύπος, large καρδιά! Περισσεύουν πάντα λεφτά για φιλανθρωπικό σκοπό, ακόμα και όταν ο προϋπολογισμός σου είναι μέχρι cent…

 

Νοτιοδυτική πορεία προς την Casamassima και από το κέντρο της στρίβουμε ανατολικά για Conversano, κάπου εκεί η σύγχρονη τεχνολογία αχρηστεύεται, αφού δεν έχουμε ακριβή διεύθυνση και αρχίζουμε τις ερωτήσεις σε άπταιστα Ιταλοαγγλικά. Αγγλικά σκέτα δεν μιλάει κανείς. Σύντομα βγαίνουμε σ’ ένα στενό δρόμο μέσα στα χωράφια και μετά από κάποια χιλιόμετρα αρχίζει η αμφιβολία. Αφήνω τους άλλους δύο κάτω από μια σκιά για να κάνω την αναζήτηση με το CBR που καίει τη λιγότερη βενζίνη, άλλωστε έπρεπε να κάνουν και το τσιγάρο τους μη χάσουν καθόλου πίσσα μέσα στον καθαρό αέρα της Ιταλικής εξοχής… Βρίσκω ένα γεωργό που νομίζει ότι είμαι από την Κροατία. " Io sono Greco" του κάνω και ανοίγει τα χέρια "Atene!" φωνάζει αρχίζοντας έναν Ιταλικό μονόλογο που κάτι μου έλεγε ότι έχει να κάνει με την οικονομική κρίση, τον Μπερλουσκόνι, δεν καταλάβαινα Χριστό. Όμως τελικά με βοήθησε, βρίσκω το ξενοδοχείο και ειδοποιώ και τους άλλους όσο περιμένω κάποιον να εμφανιστεί για να κάνουμε το παζάρι. Έρημος τόπος. Η ρεσεψιόν έχει ένα κιλό σκόνη και δεν υπάρχει κανείς, δέκα λεπτά αργότερα και αφού είμαστε πάλι όλοι μαζί καταφέρνουμε να βγάλουμε άκρη ανακαλύπτοντας κάτι νεαρούς μέσα στον αμπελώνα και τα πράγματα γίνονται καλύτερα.

Πίσω από το κεντρικό κτίριο του ξενοδοχείου ήταν τα δικά μας δωμάτια, για τα οικονομικά δεδομένα του ταξιδιού ήμασταν άρχοντες!

 

Παρά την επιφανειακή εγκατάλειψη και την πισίνα που είχε γίνει ένας πράσινος βάλτος, τα δωμάτια που βρισκόντουσαν καμιά τριανταριά μέτρα μακριά ήταν καθαρά και περιποιημένα, χώρια που υπήρχε άπλετος χώρος. Κάνουμε το παζάρι μας και αισθανόμαστε τυχεροί, είμαστε έτοιμοι να κάνουμε τουρισμό και να εξερευνήσουμε τα χωριά όταν ο Μπάμπης μας βάζει φρένο. Θέλει να πάμε προς τα πίσω που είδε πάνω στην autostrada ένα mall για να πιει καφέ! Το πρωί είχαν ξοδέψει μια μικρή περιουσία μέσα στο καράβι για να πιουν μια γουλιά καφέ και δυο σταγόνες νερό και τους δούλευα ασύστολα, όμως ο Μπάμπης δεν κρατιόταν, έπρεπε να πιει καφέ τώρα! Με τα πολλά τον πείθουμε με τον Λάζαρο να πάμε στον αρχικό μας προορισμό, το Conversano, όπου σίγουρα θα βρίσκαμε καφετέρια. Δέκα λεπτά αργότερα ανακαλύπταμε ότι το κέντρο της όμορφης κωμόπολης ήταν σχεδόν άδειο, ποιος ακούει τον Μπάμπη που είναι κοινωνικός άνθρωπος και θέλει να βλέπει κόσμο. Πλατεία με δέντρα και άψογη καφετέρια μας υποδέχεται τελικά όμως δεν έχει τραπεζάκια έξω, θα εξερευνούσαμε περισσότερο αλλά βιαζόμασταν να τον ποτίσουμε. Με εβδομήντα λεπτά τον espresso και 1,2 τον cappuccino καθαρίζουμε εύκολα.

Ο κ. Ζοχάδας είναι ανάποδος... ο καφές τον ηρεμεί

 

Παραδόξως ο καφές ηρεμεί τον Μπάμπη και φεύγουμε για να δούμε το κάστρο του Conversano που μετρά σχεδόν χίλια πεντακόσια χρόνια ζωής, με πολλές βέβαια προσθήκες από τότε αλλά με πλούσια ιστορία. Κοίτα να δεις πρόβλημα, απέναντι από το κάστρο έχει σπέσιαλ καφετέρια με καρέκλες έξω, δέντρα και λίγο πιο κάτω και δεύτερη ακόμα πιο όμορφη! Ο ζοχάδας επέστρεψε... άντε να του εξηγήσεις ότι πήγαμε στην πρώτη που βρήκαμε για το δικό του καλό. Όλα αυτά όμως γίνονται παρελθόν όταν πέφτουμε πάνω σε παραδοσιακό Μαφιόζικο γάμο, ένα περίεργο σόι έχει μαζευτεί για φωτογραφίες απέναντι από το κάστρο. Δεν έχουμε σχέση με τους carabinieri, αλλά είναι ξεκάθαρο ότι δουλεύουν όλοι για το τοπικό μαφιόζικο υποκατάστημα, από τις φάτσες, τα λαμέ κοστούμια με τις πολύχρωμες γραβάτες, τα μαύρα γυαλιά και το τσιγάρο στο στόμα που είναι απαραίτητα αξεσουάρ για μια φωτογραφία γάμου. Καταστρώνουμε ένα σχέδιο για να τους βγάλουμε μια φωτογραφία χωρίς να μας τσιμεντάρουν τα πόδια και ολοκληρώνουμε την ξενάγηση στο όμορφο Conversano. Όχι πείτε μου, δεν αξίζουν όλα αυτά εκατόν πενήντα ευρώ;

Γνήσια Ιταλική "pizza slice" για ένα γνήσιο ιταλικό βραδινό

 

Επιστρέφουμε με κατεύθυνση το αγαπημένο mall του κοσμοπολίτη, αλλά αστικοποιημένου Μπάμπη, για να φάμε στα MacDonalds. Μην περιμένετε παραδοσιακό γεύμα με αυτό το budget, και να βρίσκαμε όμως με αντίστοιχο ποσό πάλι το fast food θα ήταν προτιμότερο, με τόση μαγειρική σόδα και συντηρητικά δεν θα παθαίναμε τίποτα, αντίθετα ο ψητός σκύλος και η ξαναζεσταμένη γάτα δεν χωνεύονται σωστά. Ελλείψει χρημάτων που σου δημιουργούν επιλογές ξοδεύουμε το αστρονομικό ποσό των τριών ευρώ ο καθένας, ο Μαυράκης τέσσερα, και σταματάμε την δυνατή συζήτηση όταν ανακαλύπτουμε πως δίπλα μας υπάρχουν και άλλοι Έλληνες, δεν ξεφεύγεις πουθενά, είμαστε σκόρπιοι παντού! Για το απόγευμα θα εξερευνήσουμε το Bari και θα έχουμε και νυκτερινή έξοδο, επιστροφή στο δωμάτιο για γενική καθαριότητα. Ο ακροδεξιός μασώνος ξενοδόχος, υπήρχαν παντού σχετικά αγάλματα, εμβλήματα μέχρι και μια μπαμπούσκα-Μπερλουσκόνι, μας ενημερώνει ότι θα κλειδώσει την γκαραζόπορτα στις 10:30, οπότε θα πρέπει να μπούμε από μια πλαϊνή πόρτα αφήνοντας τα μηχανάκια έξω.

Οι νόμοι της Μαφίας επιβάλλουν όλες οι φωτογραφίες σου να είναι με μαύρα γυαλιά για αποφυγή αναγνώρισης, ακόμα και του γάμου...

 

Την ψάχνουμε καλά, με λίγο κόπο θα τα περάσουμε όλα από τα σκαλιά, ακόμα και τη Vespa, και θα παρκάρουμε μέσα στο ξενοδοχείο μπροστά ακριβώς στο δωμάτιο. Σιγά μην τα αφήναμε έξω στην μέση του πουθενά, το απομονωμένο αυτό ξενοδοχείο πρέπει να είναι ο γαμιστρώνας της περιοχής και η περιοχή έχει μια καλή σχέση με την Μαφία... Το δωμάτιό μας έχει δύο χώρους με ένα μεγάλο διπλό κρεβάτι και δύο κοντά μονά, αφήνουμε το μεγάλο στον Μπάμπη γιατί εμείς είμαστε "πολύ κοντοί" και εκείνος επιμένει να σταματήσουμε τις βλακείες και να τακτοποιηθούμε σωστά, αλλά αρνούμαστε. Ήταν όμως και η τελευταία φορά που έκανε εκείνο το χαζό αστείο σε κάθε ξεκίνημα παρόλο που πάλι δεν κατέβαινε από το KLX. Κανά σαραντάλεπτο αργότερα και ο Λάζαρος δεν έχει βγει ακόμα από το μπάνιο, χαίρεται που έχει πετσέτες, αφρόλουτρα (σαμπουάν δεν χρειάζεται), καθρέφτες. Κοντεύει να μας πάρει ο ύπνος... ο Μπάμπης ξαπλώνει διαγώνια στο διπλό και μέσα στο ημίφως τον μπερδεύεις για μαξιλάρι. Πιάνω το γωνιακό κρεβάτι στον τοίχο γιατί κάτι χαζά αστεία άκουγα σχετικά με τον ιμάντα που είχε ο Μαυράκης στη Vespa και τα πόδια μου σε συνδυασμό με τα μεταλλικά κάγκελα του κρεβατιού, και βάζω και ένα μαχαίρι από το κουζινάκι κάτω από το μαξιλάρι. Ασφάλεια. Μια μικρή σιέστα και φύγαμε.

Μας υποδέχεται η αγορά του Bari, και η γραφική παραλιακή ζώνη με τα παλιά κτίρια και τα μαγαζιά, δυο "gelato" και τρεις espresso μετά ο Μπάμπης είναι και πάλι ζωντανός να συνεχίσει για το βραδινό που αποτελείται από ένα χορταστικό κομμάτι πίτσας. Η πλατεία στα όρια της παλιάς πόλης σφύζει από ζωή και νέο κόσμο, κάνουμε τον γύρο παρατηρώντας και σχολιάζοντας με τον Μαυράκη να προσπαθεί να μας κρατήσει, όπως ο Ιάσωνας τους ναύτες του απέναντι στις Σειρήνες. Μαγικό βράδυ... ας το αφήσουμε έτσι.

Συμμετέχουμε στο Big Brother!

Οι φρυγανιές του πρωινού στο ξενοδοχείο πρέπει να ήταν από το προηγούμενο μασονικό συνέδριο, και έχουμε καταναλώσει πολλή ενέργεια για να ανεβάσουμε τη Vespa και το CBR από τα σκαλοπάτια το προηγούμενο βράδυ, το KLX ανέβηκε μόνο του. Ο Λάζαρος έχει κάνει τα τριάντα μέτρα από το δωμάτιο στο "εστιατόριο" πάνω στη Vespa για να προλάβει μετά να πάει πρώτος στην τουαλέτα. Έχει πάει εννιά και τον περιμένουμε να βγει, βγαίνει, ετοιμάζουμε τα πράγματα και ξαναμπαίνει. Είναι δέκα και περιμένουμε το Λάζαρο να βγει, βγαίνει. Φορτώνουμε τα πράγματα και ξαναμπαίνει. Είναι έντεκα παρά και περιμένουμε το Λάζαρο να βγει, βγαίνει και τον βουτάμε στα γρήγορα κλειδώνοντας την πόρτα για να μην ξαναμπεί! Δεν ήταν κατάσταση αυτή!

Ο "Big Brother" ήταν εκεί. Τους κέρασα καφέ και νερό απλώς παίρνοντας το μαγικό πράσινο χαρτάκι!

 

Στο δρόμο μας είναι η πόλη Adelfia, ήταν κάποτε ελληνική που ενώθηκε με την διπλανή της και σχημάτισαν μια νέα που τους έδωσαν αυτό το όνομα που σηματοδοτεί την πρόθεση της ένωσης. Κάνοντας την εξερεύνηση πέφτουμε πάνω σε μια ταμπέλα "Grande Fratello", εδώ γινόταν ένα από τα επίσημα casting για το Ιταλικό Big Brother που αντίθετα με το δικό μας εκεί έχει πολλή επιτυχία. Αφήστε το ασχολίαστο, όπως και εμείς. Τα άτομα που ήθελαν να πάρουν μέρος ήταν πράγματι απίστευτα, μένουμε να χαζεύουμε όταν ανακαλύπτουμε πως υπάρχει δωρεάν νερό και καφές για τους συμμετέχοντες, τι υπέροχη ευκαιρία! Δηλώνω συμμετοχή, ο Μπάμπης υπόσχεται να με δουλεύει για το υπόλοιπο της ζωής μου και ο Λάζαρος έχει ένα χαμόγελο γελοίας ευτυχίας, αλλά το νεράκι καλοδεχούμενο... αυτό είναι το ευχαριστώ! Με κορόιδευαν για το camel back που κουβαλούσα στο ταξίδι όμως στο καράβι τους έτσουξαν τα ενενήντα λεπτά που είχε το μικρό μπουκάλι και το ένα ευρώ που κόστιζε στην Ιταλία... Βενζίνη και νερό απειλούσαν να μας βγάλουν εκτός προϋπολογισμού. Αλλά δεν θα γινόμασταν σαν τον Ευάγγελο Βενιζέλο, αυτό που είχαμε πει θα το κάναμε!

Μέχρι εκείνη τη στιγμή ο καθένας είχε περίπου είκοσι ευρώ για βενζίνες μέχρι την Αθήνα έχοντας ξοδέψει από εβδομήντα έκαστος για τα ναύλα και ογδόντα στο σύνολο για το τρίκλινο δωμάτιο, ήμασταν άρχοντες. Στο Bari είχε εκπτώσεις και γι’ αυτό αρκετή κίνηση μέχρι τις μία το μεσημέρι, όταν ξαφνικά άδειασαν όλα, τέτοια ώρα κλείνουν τα μαγαζιά εκεί! Είναι γιατί ο ανταγωνισμός είναι ακόμη υγιής, δεν άνοιξε ο καθένας από ένα ρουχάδικο, κάθε εκατό μέτρα δεν βρίσκεις mini market, οι περισσότεροι δεν είναι έμποροι γιατί βαρέθηκαν το χωράφι. Έχουν καταφέρει να κρατήσουν τις ισορροπίες στην τοπική τους οικονομία και ο τομέας της παραγωγής δεν εξαφανίστηκε, όπως συμβαίνει με εμάς. Όμως παρά την ερημιά οι μοτοσυκλέτες είναι φορτωμένες με τα πράγματα και δεν μπορούμε να τις αφήσουμε μόνες τους, κανένα πρόβλημα, μας λέει ένας φύλακας έξω από τη Βασιλική του Αγίου Νικολάου. Μια μεγαλοπρεπή εκκλησία χιλίων χρόνων σε μια από τις εισόδους της παλιάς πόλης. Περνάμε την πύλη και μπαίνουμε μέσα στους δρόμους - διαδρόμους με τις μοτοσυκλέτες, οι γιαγιάδες μας χαιρετούν μέσα από τα σαλόνια τους και βγαίνουμε στο κάστρο. Τα αξιοθέατα της πόλης είναι κοντά το ένα στο άλλο, μόνο αν κόψεις δρόμο και αυτό γίνεται μόνο με μοτοσυκλέτα... όχι η Goldwing και η K1600GT μπορεί να είναι μοτοσυκλέτες αλλά δεν θα χωρέσουν, ούτε Varadero με σαρανταδύο λίτρα μπαγκαζιέρες σε κάθε πλευρά, τόσο στενά είναι!

Το Bari δεν είναι η πόλη που ήταν παλιότερα, η Μαφία φαίνεται λιγότερο, η αστυνομία περισσότερο, τα σκουπίδια καθόλου και τα αξιοθέατα πάντα εκεί

 

Βρες μου νερό τώρα!

Ψάχνουμε βενζινάδικο για την επιστροφή και να πάρουμε νερό για το καράβι, έχουμε μπροστά μας χρόνο, όμως ο Λάζαρος θέλει να σταματήσει στην πρώτη καφετέρια πληρώνοντάς το χρυσό. Δεν μπορούσε να περιμένει ούτε πέντε λεπτά, είχε αλλάξει εφτά χρώματα, έπρεπε να ξεδιψάσει εκείνη τη στιγμή... ο Μπάμπης γελάει, μάλλον ξεχνάει τα δικά του με τον καφέ... Βενζινάδικα κλειστά, όπως και supermarket, η σιέστα είναι ιερή στον Ιταλικό νότο, και καταλήγουμε στο ίδιο βενζινάδικο που βάλαμε την προηγούμενη μέρα μόνο που η τιμή έχει ανέβει. Τόσες ομοιότητες με την Ελλάδα! Ανεφοδιαζόμαστε πλήρως, μόλις ξεκινάμε ο Λάζαρος ευτυχώς αποφεύγει ταυτόχρονο εναγκαλισμό με Fiat και έναν πεζό (η αρχιτεκτονική εδώ είναι τουλάχιστον άξια παρατήρησης Μπάμπη παιδί μου) και τελικώς παρκάρουμε μέσα στο πλοίο. Τι ευτυχία, το μέρος που είχαμε κοιμηθεί είναι ελεύθερο.

Η Βασιλική του Α. Νικολάου είναι επιβλητική

 

Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με το κατάστρωμα που έχει καταληφθεί από μια παρέα νεαρών Αμερικάνων και ένα ελληνικό σόι. Οι εικοσάχρονοι Αμερικάνοι σύντομα ανακαλύπτουν ότι μπορούν να αγοράσουν νόμιμα μπύρες και δεν αργούν να αρχίσουν να τρικλίζουν παρόλο που το καράβι είναι ακόμη δεμένο στο λιμάνι! Ωστόσο είναι πολύ πιο ήσυχοι σε σύγκριση με τους Έλληνες που μιλάνε δυνατά και σκορπάνε τα άπλυτά τους στη φόρα λες και θέλουμε να τ’ ακούσουμε. Μια που λέμε για άπλυτα, ο Μπάμπης εξαφανίζεται για ντουζ και επιστρέφει στεγνός, όχι τόσο όσο την πρώτη φορά αλλά ενισχύει και πάλι το μυστήριο. Οι μπύρες στο πλοίο τελειώνουν οπότε αναγκαστικά οι Αμερικάνοι το γυρνάνε στο ουίσκι, είναι απλώς μια παρέα φίλων που στο τέλος αφήνουν τις γυναίκες μόνες τους οι οποίες κοιτάνε δεξιά και αριστερά. Δεν θέλει πολύ, αρχίζουν να μαζεύονται αρκετοί φορτηγατζήδες που παρακολουθούν, όπως τα όρνια το ετοιμοθάνατο ελάφι... δεν θα είναι έρωτας αυτό που θα συμβεί. Υπάρχουν βέβαια και κάποιοι πιο μουλωχτοί, μάλλον Αφγανοί, που κάθονται δυο τραπέζια μακριά και προσπαθούν να βγάλουν φωτογραφίες στα κρυφά δίνοντας τροφή για ένα εκατομμύριο σχόλια.

Ένας κανονικός δρόμος της παλιάς πόλης, έκανες το λάθος, μπήκες στο σαλόνι...

 

Το σκηνικό είναι σουρεαλιστικό και μπορεί να γεμίσει σελίδες από μόνο του, μην μπλέκετε με στερεότυπα και γενικεύσεις, αυτά που συμβαίνουν είναι σύνηθες φαινόμενο σε ταξίδι με καράβι, κρατήστε μόνο ένα πράγμα: Το μεγαλύτερο μέρος του ταξιδιού που υποτίθεται ότι είναι και το πιο βαρετό για άλλη μια φορά γινόταν ενδιαφέρον και ο χρόνος κυλούσε ευχάριστα. Την ισορροπία φέρνουν απροσδόκητα ο Σάββας με τον Γιαννάκη! Πώς δύο παιδιά στα πρώτα στάδια της εφηβείας καταφέρνουν να αναστατώσουν μισό καράβι είναι άξιο απορίας, παρόλο που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας. Προσπαθούν να φέρουν καρέκλες για όλο το ελληνικό σόι που ξεπερνά τα είκοσι άτομα, οπότε σηκώνουν Αμερικανούς και φορτηγατζήδες, έναν μαύρο κύριο με κελεμπία που κοιτά προβληματισμένος και κάτι ηλικιωμένους που θέλουν μισή ώρα να περπατήσουν ως την άλλη άκρη σε άλλο τραπέζι. Όταν τελειώνει το παιχνίδι με τις καρέκλες παίρνουν τις φωτογραφικές μηχανές όλων και αρχίζουν να τραβάνε διαδοχικά την ίδια φωτογραφία ώστε να είναι σίγουρο ότι υπάρχει παντού... στο τέλος εξαφανίζονται όλοι από το κατάστρωμα απηυδισμένοι και εμείς σκασμένοι από τα γέλια καταλήγουμε στο μπαρ όπου μας περιμένει το...

"Νόημα της ζωής".

Στην τηλεόραση παίζει η νέα μόδα του Antenna με τις ταινίες του Bollywood, όμως όταν τις δεις με παρέα το νόημα αλλάζει. Οι πρωταγωνιστές πετούν βαρύγδουπες ατάκες για την αγάπη και το νόημα της ζωής τραγουδώντας με λεπτή φωνούλα, ενώ και το ίδιο το στόρι έχει αρκετά κενά. Δεν θέλει πολύ, επειδή η συγκεκριμένη ταινία δεν είναι αντιπροσωπευτική του είδους (έχω δει πραγματικά καλές, αυτή δεν ήταν) διακωμωδείται γρήγορα, ιδιαίτερα όταν ψαρομάλλης φορτηγατζής κρέμεται από τα χείλη των πρωταγωνιστών επιμένοντας ότι είναι καλύτερο από "Μάρθα Βούτση" και "Ξανθόπουλο". Έχοντας μάθει για την αγάπη, ναζιάρικα και τραγουδιστά, πάμε για ύπνο όπου η ζηλοφθονία του Λάζαρου επανέρχεται θέλοντας να μου τρυπήσει το στρώμα με το σουγιά γιατί είναι καλύτερο από το δικό του. "Δεν με πειράζει που δεν έχω εγώ, με ενοχλεί που έχεις εσύ" μου εξομολογείται με θράσος και να ξέρετε ότι το εννοεί! Ευτυχώς το ροχαλητό του ακολουθεί σύντομα το βουητό από τα τεράστια πιστόνια του πλοίου, οπότε βάζω τις ωτασπίδες και κλείνω ήσυχος τα μάτια.

Δεν είναι ταβέρνα τα "Αδέλφια" στα 3 χιλιόμετρα, είναι μια όμορφη πόλη με ελληνικές ρίζες και προσεγμένα κτίρια

 

Ξανά στην Πάτρα ξοδεύουν τα τελευταία τους λεφτά για ένα απλό καφέ, όταν εγώ έχω περίσσευμα ώστε να φτάσω μέχρι και τα τέσσερα λίτρα στα εκατό χιλιόμετρα ταξιδεύοντας με 120-130. Αλλά δεν χαλάω την παρέα... αντιθέτως με τον Λάζαρο που η έλλειψη οικογενειακής θαλπωρής βαραίνει τον δεξί του καρπό ανοίγοντας το γκάζι. Ο στόχος της οικονομίας συνεχίζεται για εμένα και τον Μπάμπη που φτάνουμε δέκα λεπτά αργότερα, αλλά σημαντικά φθηνότερα... Αν δεν έχετε πάει ποτέ στην Ιταλία ή ακόμα καλύτερα αν δεν έχετε ταξιδέψει ποτέ στο εξωτερικό, ορίστε η ευκαιρία, με ένα πολύ μικρό ποσό για τα δεδομένα της εκδρομής, βλέπετε έναν νέο τόπο, έναν διαφορετικό κόσμο. Από τον γεωργό στην μέση του πουθενά, μέχρι τις γιαγιάδες στην παλιά πόλη του Bari, τον μαφιόζικο γάμο, το Big Brother και τις περιποιημένες νεαρές Ιταλίδες της νυκτερινής ζωής, οι εμπειρίες του ταξιδιού αξίζουν περισσότερα από 150 ευρώ!

 

Honda CBR250R

Super(play)bike

Είναι το τρίτο στην ιεραρχία της οικογένειας CBR αλλά χτίζει φήμη ισάξια των υπολοίπων, ευτυχώς όμως δεν χρειάστηκε να μαλώσουμε για το ποιος θα το οδηγεί!

Μου έκανε αρχικά εντύπωση που ο Μπάμπης μου άφηνε το CBR και δεν είχε πρόβλημα να πάρει το KLX, παρόλο που χρειαζόταν πεζοδρόμιο για ν’ ανέβει. Στο τέλος βέβαια όλα εξηγούνται και υπάρχουν αναλυτικά στην ιστορία του ταξιδιωτικού, είχε απωθημένα να μην τα ξαναλέμε, ωστόσο ήμουν έτοιμος να παλέψω για το Honda. Ήταν βλέπετε η προτίμησή μου για το ταξίδι και είχε και μεταλλικό ρεζερβουάρ για να βολέψω το μαγνητικό tank bag. Σε περίπτωση μάλιστα που χρειαζόταν ν’ ανεβάσω κάποιον συνεπιβάτη θα μπορούσε να καθίσει άνετα σε μια φυσιολογική θέση. Αντιθέτως τα πίσω μαρσπιέ του KLX τοποθετούν τα πόδια σε στάση γυναικολόγου και τα αναδιπλούμενα της Vespa δε σε αφήνουν να κατεβάσεις πόδι στα φανάρια όταν ανοίξουν, βέβαια παρέα με τους άλλους δύο αυτά δεν έχουν σημασία γιατί αποκλείεται να κάνεις γνωριμίες, καθώς δεν υπάρχει περίπτωση να σε πλησιάσει κανείς νοήμων και λογικός άνθρωπος.

Προσπάθειες χωρίς σχέδιο από τους μετανάστες στην Πάτρα για να ανέβουν στα φορτηγά. Το βράδυ τα πράγματα αγριεύουν μας είπαν...οι οδηγοί τρώνε ξύλο και στα φανάρια δεν σταματάνε... είμαστε ένα μεγάλο ΜΠΟΥΡΔΕΛΟ

 

Βολεύτηκα λοιπόν υπέροχα στο μικρό Honda χωρίς τα κλιπόν να μου κουράζουν τα χέρια και χωρίς τα γόνατα να λυγίζουν υπερβολικά, οπότε το ταξίδι των τρεισήμισι ωρών δεν έγινε ποτέ ένας επώδυνος γολγοθάς. Ωστόσο αυτοί δεν ήταν οι μόνοι λόγοι που το επέλεξα. Ο μονοκύλινδρος κινητήρας έχει ελάχιστους κραδασμούς στα 80 – 90 χιλιόμετρα που ταξιδεύαμε, αν και η συχνότητά τους είναι τέτοια που μετά από κάποια ώρα αρχίζει ένα μούδιασμα στον δεξί καρπό. Πέρα από το ευχάριστο ταξίδι και την άνετη θέση οδήγησης, η μεγάλη αυτονομία του CBR και η μικρή κατανάλωση συμπλήρωναν τα πλεονεκτήματα. Έκαιγε λιγότερο από 2,4 λίτρα για κάθε εκατό χιλιόμετρα, που είναι ας πούμε πολύ λιγότερα από αυτά που καίει το CB του Λύκου κάθε 2,4 δευτερόλεπτα με σταθερή ταχύτητα 100 χιλιομέτρων. Οικονομία και άνεση, τι άλλο να ζητήσει κανείς για ένα τέτοιο ταξίδι, κι όμως! Φτάνουμε στην Πάτρα, μπαίνουμε στο νέο λιμάνι και πηγαίνουμε σ’ ένα κτήριο για να θεωρήσουμε τα εισιτήριά μας και αφήνουμε τις μοτοσυκλέτες έξω μαζί με καμιά δεκαριά άλλες που οι ιδιοκτήτες τους έκαναν το ίδιο με εμάς.

Θέλεις τσάμπα καφέ στο πλοίο; Πιάσε κουβέντα με τον καπετάνιο...

 

Ποια απ' όλες κοιτούσαν από κοντά όλοι αυτοί; Σωστά μαντέψατε, το CBR! Άλλο παράδειγμα: είμαστε στο Bari και έχω παρκάρει το CBR πάνω στο πεζοδρόμιο, μη βιαστείτε να μιλήσετε για συμπεριφορές γιατί επιτρέπεται, υπήρχαν άλλα δυο KTM Adventure απ’ έξω και ο Λάζαρος προσπάθησε να ανέβει με την Vespa αλλά έκανε burnout, έβρισκε και το σταντ κάτω οπότε παραιτήθηκε. Πάρκαρε πιο μακριά στο δρόμο δίπλα στο KLX του Μπάμπη που μάλλον φοβήθηκε να το ανεβάσει στο πεζοδρόμιο μήπως τον κόψει κανείς την κρίσιμη στιγμή, επιχειρήσει να βάλει πόδι κάτω και βρεθεί με τα μούτρα στην τζαμαρία της KTM… Τέλος πάντων είμαστε εκεί και το CBR μπροστά στη βιτρίνα, απέναντι φανταστείτε είναι η αντιπροσωπεία της Ducati, ποια μοτοσυκλέτα σταματούσαν και έβλεπαν; Σωστά μαντέψατε, το CBR πάλι! Ένας πιτσιρικάς που έκανε βόλτα με τους γονείς του ήθελε μάλιστα να καθίσει επάνω κιόλας για να δουν αν του ταιριάζει ως πρώτη μοτοσυκλέτα.

Οι μπράβοι στην είσοδο της προσωπικής σουίτας φρόντιζαν να κοιμηθώ ανενόχλητος. Ο αριστερά ξέρει καράτε, εκεί να ποντάρετε

 

Μια κούκλα είναι!

Το Honda CBR είναι λοιπόν και όμορφο, αντικειμενικά όμορφο, τώρα βέβαια αν είχε και ενδιαφέρον ήχο δεν θα μπορούσες να του προσάψεις τίποτα σε ότι αφορά τις αισθήσεις. Τουλάχιστον η απουσία θορύβου δεν μου δημιουργούσε τύψεις μέσα στα στενά, στριμόκωλα, σοκάκια της παλιάς πόλης. Ένα από τα "δικά μας" παπάκια εκεί μέσα θα μπορούσε εύκολα να κοστίσει το μισό προϋπολογισμό της πόλης κρατώντας τους πάντες ξύπνιους, ακυρώνοντας χιλιάδες εργατοώρες. Μέσα στην κίνηση το μεγάλο κόψιμο του τιμονιού διευκόλυνε την κατάσταση και ο μικρός όγκος της μοτοσυκλέτας την έκανε παιχνιδάκι στους ελιγμούς στο καράβι. Ο Μπάμπης ζοριζόταν με τις μύτες να κάνει όπισθεν με το KLX ενώ κάθε φορά που πήγαινε να ανέβει στη σέλα ποντάραμε σε ατύχημα, παρόλα αυτά το έβρισκε εύκολο. Ο Λάζαρος από την άλλη έκανε κύκλους να βρει ράμπα κάθε φορά που χρειαζόταν να ανέβουμε πεζοδρόμιο, σας λέω το CBR ήταν αποκάλυψη, δεν υστερούσε πουθενά. Στην ευθεία ήταν σταθερό ακόμα και όταν μας προσπερνούσαν οι νταλίκες, ενώ τα φρένα του σημαντικός βοηθός, σταματούσα εγκαίρως κάθε φορά που ο Μπάμπης πήγαινε να πέσει πάνω στον Λάζαρο ή ο Λάζαρος πάνω σε κάποιο Fiat… εντάξει από μία φορά έγιναν αυτά μόνο αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ήταν αρκετό για δοκιμή φρεναρίσματος!

 

Μπορεί το πιρούνι να έχει προοδευτική λειτουργία και να συμπεριφέρεται καλούτσικα πέφτοντας μέσα στις λακκούβες αλλά πίσω τα πράγματα είναι διαφορετικά με την επαναφορά να είναι πολύ γρήγορη και να φτάνει σε σημείο να ξεκολλήσει ο τροχός σε κάποια σαμαράκια. Βέβαια από πρακτικής άποψης το χειρότερο πράγμα σε αυτή τη μοτοσυκλέτα είναι οι καθρέφτες, είναι άσχημοι, ασχημαίνουν και τη μούρη του CBR κάνοντάς το να δείχνει σαν ακρίδα και είναι και σε ακατάλληλο ύψος. Μια φορά έκανα να τους μετακινήσω για να περάσω ανάμεσα από κάτι αυτοκίνητα και μετά χρειαζόμουν εργαλεία για να ξανασφίξουν... Τελείως απαράδεκτοι. Όμως με ποιοτική βαφή, έναν κινητήρα με ψεκασμό που είναι τέρας οικονομίας και γραμμικότητας και άνετη θέση οδήγησης, δεν θα ψάξω τις λεπτομέρειες, δηλώνω οπαδός της μικρής CBR. Μοτοσυκλέτες σαν αυτή σε βγάζουν από τη μιζέρια της οικονομικής κρίσης!

Τεχνικά Χαρακτηριστικά  Honda CBR 250R
Τιμή (€): 4.730
Κινητήρας: Τετράχρονος, αερόψυκτος, μονοκύλινδρος με 4 βαλβίδες και 2 εκκεντροφόρους
Χωρητικότητα (cc): 249,6
Ισχύς (hp/rpm): 26/8.500
Ροπή (kgm/rpm): 2,42/7.000
Βάρος (kg): 161
Ρεζερβουάρ (lt): 13
Μέση κατανάλωση (lt/100km): 2,4

 

Kawasaki KLX 250S

Αφ΄ υψηλού

Πρέπει να έχεις πολύ χαμηλή αυτοεκτίμηση και δύσκολα παιδικά χρόνια, για να δίνεις τόσο μεγάλη σημασία από ποιο ύψος βλέπεις τους άλλους...

Όπως οι πιο κοντές και μικροκαμωμένες γυναίκες προσπαθούν να τα φτιάχνουν με τον πιο ψηλό άντρα της παρέας και οι μικροτσούτσουνοι άντρες αγοράζουν τζιπάρες, έτσι και η επιμελήτρια ύλης, διορθώτρια κειμένων και μητέρα του λόχου Λίτσα, που όποτε βάζουμε ηλεκτρική σκούπα ψάχνουμε την μοκέτα με τον μεγεθυντικό φακό για να μην την ρουφήξει, μαζί με τον Φελούκα, που το κεφάλι του έχει κρυφό φωτισμό από την εκκολαπτόμενη καράφλα, συνεχώς προσπαθούν να με μειώσουν, σχολιάζοντας το απολύτως φυσιολογικό σωματικό μου ύψος. Κάπως έτσι επέλεξα το Kawasaki KLX 250S.

 

Δεδομένων των επιλογών που είχα για αυτό το ταξίδι, κανονικά έπρεπε να είχα πάρει το Honda CBR 250R, αφού την Vespa την είχε καβατζάρει ο Λάζαρος εξαντλώντας κάθε εξουσία που του δίνει η θέση του αρχισυντάκτη. Το CBR250R, εκτός από την χαμηλή σέλα, έχει φαίρινγκ και κλιπ-ον, που είναι η ειδικότητά μου. Το on-off της Kawasaki θα ήταν λογικότερο να το χρεωθεί ο Θάνος, καθώς συμβολίζει τoν δυαδικό (0-1) τρόπο λειτουργίας του εγκεφάλου του, που στα κομπιούτερ είναι παροχή ρεύματος On και διακοπή ρεύματος Off. Τελικά, σκέφτηκα ότι θα ήταν καλύτερα να ανέβω εγώ στην ψηλή σέλα του KLX και να τους κοιτάω αφ’ υψηλού, κάνοντάς τους να χάσουν το μοναδικό σημείο υπεροχής που πιστεύουν ότι έχουν, δηλαδή μερικά ασήμαντα εκατοστά ύψους. Αν ήταν ‘’μήκους’’ να το συζητάγαμε...

Βαριέμαι του θανάτου

Το έχω πει πολλές φορές και θα το λέω μέχρι να το καταλάβει και ο τελευταίος λοβοτομημένος πίθηκος. Η αργή οδήγηση είναι πιο επικίνδυνη από την γρήγορη. Η φράση "βαριέμαι του θανάτου" έχει κυριολεκτική και όχι μεταφορική έννοια. Εκτός ότι μειώνει την αντίληψη και σιγά-σιγά σε παίρνει ο ύπνος πάνω στο τιμόνι, αδυνατώντας να αντιδράσεις γρήγορα και σωστά σε κάποιο απρόοπτο, ταυτόχρονα, θέτεις διαρκώς τον εαυτό σου σε κινδύνους και το σώμα σου σε μία ανούσια κόπωση. Τουλάχιστον πέντε φορές με προσπέρασε στον πόντο νταλίκα δέκα μέτρων, δημιουργώντας τέτοιους στροβιλισμούς στο ψηλό εμπρός φτερό της Kawasaki μου, που τα χέρια μου στο τιμόνι έμοιαζαν με ναυαγού που δεν ξέρει κολύμβηση και προσπαθεί πανικόβλητος να επιπλεύσει. Την ίδια ώρα, έχοντας αποκοιμηθεί πάνω στην μοτοσυκλέτα από την μονοτονία της οδήγησης και χαζεύοντας γύρω-γύρω για να ξεγελάσω την ανία μου, παραλίγο να περάσω σουβλάκι την Vespa, τον Λάζαρο και κάτι άλλο που δεν είδα τι ήταν...

Το πιο ενοχλητικό όμως με την αργή οδήγηση είναι η μαζοχιστικού τύπου κούραση. Τέσσερις ώρες πάνω στην σέλα δεν έχουν καμία διαφορά με το αν οδηγάς με 250 και έχεις φτάσει στις Σέρρες ή με 80 και ακόμα δεν έχεις δει το λιμάνι της Πάτρας. Η σέλα ζουλάει με ακριβώς τον ίδιο τρόπο και για το ίδιο χρονικό διάστημα τον πισινό σου, δημιουργώντας φυσικά την ίδια κούραση. Η σέλα του KLX 250R είναι μια χαρά για να οδηγάς μέσα στην πόλη ή σε χωματόδρομους, κάνοντας συχνές στάσεις. Όμως αν πρέπει να κάτσεις πάνω της για ώρες χωρίς να κάνεις απολύτως τίποτα, οι ενοχλήσεις εμφανίζονται, αναγκάζοντάς σε να στραβοκάθεσαι, μεταφέροντας το βάρος μια στο αριστερό και μια στο δεξί μέρος του πισινού σου για να ανακουφιστείς προσωρινά. Το άλλο που με προβλημάτισε, είναι η έλλειψη κάποιου πρακτικού τρόπου μεταφοράς του εκδρομικού εξοπλισμού. Έτσι, αναγκάστηκα να βάλω όλα μου τα πράγματα σε έναν μεγάλο σάκο πλάτης. Αυτό είχε το πλεονέκτημα ότι δεν χρειαζόταν να λύνω και να δένω τα πράγματα κάθε φορά που σταματάγαμε, όμως το βάρος του σακιδίου στους ώμους επιδείνωνε την σωματική κούραση. Από την άλλη μεριά, είχα και μερικά πλεονεκτήματα έναντι των άλλων δύο συναδέρφων μου. Πρώτα απ΄ όλα, ήμουν ο μόνος που μπόρεσα να βάλω την μοτοσυκλέτα μου μέσα στον ξενώνα, ανεβαίνοντας τα σκαλιά χωρίς να χρειαστώ βοήθεια από κανέναν. Δεύτερον, έβγαλα το άχτι μου στον Φελούκα, αφού στο δρόμο ήμουν ένα κεφάλι πιο ψηλός από εκείνον. Τρίτον, έκαψα σχεδόν την ίδια βενζίνη με το CBR 250R, αλλά οδηγώντας πιο ζωηρά και εισπράττοντας λιγότερες μούτζες από τον Θάνο. Επίσης, είχα πλεονέκτημα στην ευελιξία, όταν μπλέξαμε στα στενά σοκάκια της παλιάς πόλης του Μπάρι και μεγάλη απόσταση από το έδαφος για να ανεβάζω την μοτοσυκλέτα μου στα πεζοδρόμια και να την έχω μέσα στο οπτικό μου πεδίο όσο έπινα τον καφέ μου.

Μια σέλα και ένα φαίρινγκ

Παρ΄ότι η έκδοση supermoto με την εμπορική ονομασία D-Tracker δείχνει πιο μπάνικο και εντυπωσιακό, το on-off KLX 250S είναι σαφώς καλύτερη αγορά, ακόμα κι αν μιλάμε για αποκλειστική χρήση στην άσφαλτο. Οι αναρτήσεις έχουν αναπάντεχα ποιοτική λειτουργία για τέτοιας κατηγορίας τιμής μοτοσυκλέτα και η συμπεριφορά στην άσφαλτο είναι θαυμάσια. Η αίσθηση είναι στιβαρή στις ευθείες και σπορ στις στροφές, αρκεί βέβαια να μην ξεπεράσεις τα 120 χιλιόμετρα την ώρα. Όχι ότι είναι εύκολο να τα ξεπεράσεις. Με λίγη κόντρα στα ανηφορικά κομμάτια της εθνικής, σπάνια θα δεις περισσότερα από 110 χιλιόμετρα στο ψηφιακό κοντέρ. Ο ροπάτος και ψυχωμένος κινητήρας στις χαμηλές και μεσαίες στροφές, δείχνει να χάνει την ανάσα του όταν ξεπερνάει τις 7.500. Το ίδιο συμβαίνει και με την σταθερότητα μετά τα 120, όπου το μαλακό ψηλό φτερό εμπρός αρχίζει να πάλλεται από τους στροβιλισμούς του αέρα, χαλώντας την αυτοσυγκέντρωση της μοτοσυκλέτας. Στα θετικά, θα πρέπει οπωσδήποτε να συμπεριλάβουμε την αίσθηση και την δύναμη των φρένων, όπου μαζί με την ποιοτική λειτουργία του πιρουνιού, όχι μόνο βοηθούν την ασφάλεια, αλλά δίνουν και μια σπορ προσωπικότητα στην μοτοσυκλέτα, που με την σειρά της σε προδιαθέτει να οδηγήσεις γρήγορα στους επαρχιακούς δρόμους.

Όμως, όσο οδηγούσα το KLX 250R στην εθνική, τόσο μου φαινόταν καλή ιδέα για την Kawasaki να φτιάξει και μια έκδοση Tengai, με ένα ρεζερβουάρ 15 λίτρων, μια πιο φαρδιά σέλα για δύο άτομα και ένα σταθερό μικρό φαίρινγκ για προστασία από το κρύο του χειμώνα και τα ζουζούνια το καλοκαίρι. Όχι υπερβολές τύπου Varadero, που θα εκτόξευαν το βάρος, χαλώντας την πρακτικότητα στην καθημερινή χρήση μιας μικρής μοτοσυκλέτας 250 κυβικών. Άλλωστε, η δύναμη του κινητήρα που είναι επαρκέστατη για βόλτες και περιηγήσεις, δεν θα επαρκούσε αν το KLX γίνει σαν παραφουσκωμένη γελάδα. Όμως με τρία-τέσσερα κιλάκια επιπλέον εξοπλισμού και με άλλα τόσα επιπλέον λίτρα βενζίνης στο ρεζερβουάρ, θα γινόταν ένας υπέροχος εξερευνητής των επαρχιακών δρόμων, όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και ολόκληρης της Ευρώπης. Αλήθεια λέω...

Τεχνικά Χαρακτηριστικά  Kawasaki KLX 250S
Τιμή (€): 5.290
Κινητήρας: Τετράχρονος, υγρόψυκτος, μονοκύλινδρος με 4 βαλβίδες και 2 εκκεντροφόρους
Χωρητικότητα (cc): 249
Ισχύς (hp/rpm): 21,4/7.500
Ροπή (kgm/rpm): 2/7.000
Βάρος (kg): 138
Ρεζερβουάρ (lt): Δ/Α
Μέση κατανάλωση (lt/100km): 2,6

Vespa GTS300 Touring

Ξεμυαλίστρα

Το ποια θα ήταν η επιλογή μου για το ταξίδι μέχρι την Ιταλία και πίσω, δεν το πολυσυζήτησα και δεν χωρούσαν ενστάσεις. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού έκρυβα το κλειδί στα πιο απίθανα μέρη, καθώς εκτός από τις προμήθειές μου, οι "αγαπητοί" συνάδελφοι εποφθαλμιούσαν το σκούτερ της παρέας. Όταν γυρίσαμε άρχισαν τα υπαρξιακά ερωτήματα του στιλ "μήπως αυτή η Vespa έχει φτιαχτεί για μένα;" Τελικά, αυτή η ταξιδιάρα Σφήκα κατάφερε να με ξεμυαλίσει μέσα σε τέσσερις μέρες...

Ποια είναι τα ζητούμενα όταν κάνεις ένα ταξίδι με μοτοσυκλέτα; Βασικά τα εξής δύο: άνεση και χώροι. Για να προλάβω όμως τους καλοπερασάκηδες που ήδη έχουν αρχίσει να φαντάζονται εξακύλινδρα BMW και Goldwing, θερμαινόμενες σέλες, ανεξάρτητα ηχοσυστήματα εμπρός-πίσω και μίνι μπαρ στις βαλίτσες, αυτά τα δύο χαρακτηριστικά τα βρίσκεις και σε άλλες "πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια". Αν δεν σε πολυενδιαφέρει να διασχίζεις τις autobahn και τις autostrada με υπερηχητικές ταχύτητες, ενώ με μουαγιέν της τάξης των 110 με 120 χιλιομέτρων την ώρα -όπου σημειωτέον και το ποσοστό της κούρασης είναι μικρότερο- είσαι καλυμμένος, απολαμβάνοντας και το τοπίο της διαδρομής, η λύση ενός scooter δεν είναι καθόλου κακή ιδέα.

Με αυτό το σκεπτικό άφησα το ψηλόφτερο on-off και το μίνι superbike στους δύο συναδέλφους-συνταξιδιώτες, επιλέγοντας την ευκολία της αυτόματης μετάδοσης, την ευρυχωρία (είμαι και δυο μέτρα παλικάρι... έ, Μπάμπη;) και την πληρέστερη κάλυψη από τον αέρα. Φυσικά τότε δεν γνώριζα ότι αυτά θα γίνονταν αντικείμενα φθόνου από τους άλλους δύο, οι οποίοι σε κάθε ευκαιρία με έβαζαν να κουβαλάω τα μπουφάν τους, τις τσάντες τους κι ό,τι άλλο μπορούσαν να σκεφτούν προκειμένου να με κάνουν να νιώσω άσχημα για τις ευκολίες που απολάμβανα. Πόσο κακεντρεχείς μπορεί να γίνουν οι άνθρωποι...;

Η αλήθεια είναι πάντως ότι οι χώροι και ο εξοπλισμός της Touring έκδοσης της Vespa GTS300 έφταναν και περίσσευαν για ένα τέτοιο ταξίδι, για το οποίο χρειάστηκε μόνο ένα σακίδιο και ένα υπόστρωμα. Οι δύο επιπλέον σχάρες εμπρός και πίσω αυξάνουν σημαντικά τις δυνατότητες φόρτωσης, ενώ ο χώρος ανάμεσα στα πόδια και την ποδιά, λόγω του επίπεδου πατώματος, φιλοξενεί άνετα ένα σακβουαγιάζ, όπως συνέβη και στη δική μου περίπτωση. Ουσιαστικά δηλαδή ο χώρος κάτω από τη σέλα -που χωράει ένα τζετ κράνος, ή ένα διπλωμένο μπουφάν, ή ένα ζευγάρι μπότες- και η πίσω σχάρα έμειναν ανεκμετάλλευτοι, γεγονός που εκμεταλλεύτηκαν οι συνάδελφοι, όπως προανέφερα. Σε ό,τι αφορά δηλαδή τις δυνατότητες φορτώματος, η Vespa είχε μακράν το προβάδισμα σε σχέση με τις δύο μοτοσυκλέτες, και όχι μόνο. Διότι αν αρχίσουμε να μιλάμε και για άνεση, τότε τα άλλα δύο της παρέας δεν έχουν καμία τύχη. Ευρύχωρη και άνετη σέλα, η οποία σε τοποθετεί σχετικά χαμηλά και γι' αυτό το λόγο η ζελατίνα που ανήκει στον touring εξοπλισμό, παρά το ότι δεν έχει μεγάλο ύψος, καταφέρνει να προστατέψει αρκετά καλά από τον αέρα. Η μετάδοση κι ο κινητήρας κάνουν ό,τι μπορούν για να περάσουν απαρατήρητοι, χωρίς κραδασμούς, απότομα κομπλαρίσματα και άλλα συναφή. Ειδικά με τις "διαστημικές" ταχύτητες του ταξιδιού μας (πάνω από 95 χιλιόμετρα δεν είδα ούτε μια φορά!) νιώθεις σα να βρίσκεσαι πάνω σε μια αυτοκινούμενη πολυθρόνα. Όταν μετά το Ξυλόκαστρο ο Μπάμπης κι ο Θάνος άλλαζαν κωλομέρια πάνω στη σέλα για να ξεπιαστούν, εγώ απλώς καθόμουν σταυροπόδι. Οι αναρτήσεις, ιδιαίτερα μαλακές, δεν έδειξαν να επηρεάζονται από το επιπλέον βάρος λειτουργώντας με έμφαση στην άνεση και στις αργές αποσβέσεις, ενώ ο όγκος του υποστρώματος που είχα φορτώσει στην μπροστινή σχάρα, μόνο σε κάποιες απότομες ριπές του αέρα επηρέασε λίγο την ευστάθεια της Vespa.

Εκεί όμως που οι συνάδελφοι πήραν το αίμα τους πίσω, ήταν στα βενζινάδικα. Όταν οι δύο μοτοσυκλέτες έβγαζαν κατανάλωση κάτω από 3 λίτρα στα 100 (πλησιάζοντας ή και πέφτοντας κάτω από τα 2,5), η Vespa στην καλύτερη των περιπτώσεων πέτυχε το "εξωπραγματικό 3,3lt/100km. Ναι, ξέρω ότι τέτοιες καταναλώσεις απλά δεν υπάρχουν, όταν όμως έστω και με τέτοια νούμερα είσαι ο πιο... ενεργοβόρος της παρέας, είναι κάπως... Στις κατηφόρες και όπου μπορούσαν να πάρουν τα μοτοσυκλετάκια φόρα και να κλείσουν το γκάζι με νεκρά στο κιβώτιο, η Vespa έπρεπε να κρατάει το γκάζι ανοιχτό διότι ως γνωστόν νεκρά σε σκούτερ δεν υπάρχει. Αν έκλεινα τελείως το γκάζι, η Vespa θα φρενάριζε μέχρι να πέσει στα 15 χιλιόμετρα την ώρα όπου απεμπλέκεται το φυγοκεντρικό. Ακόμη κι έτσι όμως η Vespa κατάφερε να κρατηθεί εντός προϋπολογισμού και το έκανε έτσι όπως δεν μπορούσαν να το κάνουν οι άλλοι δύο: με στιλ...

Τεχνικά Χαρακτηριστικά    Vespa GTS300 Touring
Τιμή (€): 4.770
Κινητήρας: Τετράχρονος, υγρόψυκτος, μονοκύλινδρος με 4 βαλβίδες και 1 εκκεντροφόρο
Χωρητικότητα (cc): 278
Ισχύς (hp/rpm): 21,2/7.500
Ροπή (kgm/rpm): 2,3/5.000
Βάρος (kg): 151
Ρεζερβουάρ (lt): 9,5
Μέση κατανάλωση (lt/100km): 3,3
Ετικέτες

Η 79η συνάντηση του “Goodwood Members”

Κυνήγι, σκοποβολή και αγώνες κλασικών μοτοσυκλετών
Από το

motomag

10/6/2022
Η 79η Συνάντηση των μελών του Goodwood που φέτος διοργανώθηκε 9-10 Απριλίου, περιλάμβανε δύο αγώνες κλασικών μοτοσυκλετών με ιστορικό πρόσημο αλλά και φιλανθρωπική χροιά, καθώς στην εκδήλωση μαζεύτηκε ένα σεβαστό ποσό για τους πρόσφυγες από την Ουκρανία.
 
Το βρετανικό Goodwood Revival, που διοργανώνεται από το 1988, θεωρείται η κορυφαία συνάντηση αγώνων τόσο για κλασικά αυτοκίνητα όσο και για κλασικές μοτοσυκλέτες.
Λαμβάνει χώρα κάθε χρόνο στη πίστα «Motor Circuit» μήκους 3.809 χλμ., που δημιουργήθηκε το 1948 από το Δούκα του Richmond. 
 
Βάση για την πίστα αυτή αποτέλεσε ένα εγκαταλελειμμένο αεροδρόμιο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το οποίο είχε χτιστεί κοντά στο σπίτι του Δούκα. 
 
Στόχος της συνάντησης είναι να αναδείξει τις μοτοσυκλέτες που έτρεχαν στην πίστα μέχρι και το 1966, οπότε και σταμάτησε να λειτουργεί ως πίστα, συγκεντρώνοντας περί τους 150.000 θεατές. 
 
Από το 1993 γίνεται την ίδια εποχή που λαμβάνει χώρα και το Festival of Speed, που ιδρύθηκε από τον σημερινό Δούκα, όταν ανέλαβε τα καθήκοντα από τον πατέρα του. 
 
Θεωρείται πλέον μία από τις μεγαλύτερες διοργανώσεις που συγκεντρώνει πλήθος διασημοτήτων, ακόμη και εκτός της μηχανοκίνητης βιομηχανίας. Το τετραήμερο αυτό μηχανοκίνητο Garden Party έχει δομηθεί γύρω από την ανάβαση του δρόμου που οδηγεί στο ιστορικό σπίτι του Δούκα του Richmond. μήκους 1,16 μιλίων ή 1.87 χιλιομέτρων. Το πιο μεγάλο γεγονός της εκδήλωσης υπήρξε η επίσκεψη του Valentino Rossi το 2015, όπου και οδήγησε στους χώρους του Goodwood House την αγωνιστική του YZR – M1.
Με αφορμή τη συγκέντρωση υπερβολικά μεγάλου πλήθους, ο Δούκας του Richmond αποφάσισε το 2014 να δημιουργήσει ένα πολύ χαμηλότερου προφίλ αγωνιστικό διήμερο ιστορικών μοτοσυκλετών κατά τη διάρκεια της άνοιξης, με τη συγκέντρωση ‘μόλις’ 33.000 θεατών. 
 
Το διήμερο αυτό αποτελεί τη συνέχεια του θεσμού του ‘Goodwood Members Meetings’, ο οποίος έχει διαφορετικό προσανατολισμό από τους αγώνες υψηλών απαιτήσεων. 
 
Στα 19 χρόνια λειτουργίας της πρώτης πίστας έλαβαν χώρα 71 συναντήσεις τέτοιου είδους. Η διαφορά της συνάντησης αυτής από το Goodwood Revival βρίσκεται στο ότι το Goodwood Members συγκεντρώνει αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες που έλαβαν μέρος σε αγώνες ακόμα και μετά το 1966 και το κλείσιμο της ‘Motor Circuit’. 
 
Η εσκεμμένα χαμηλή προσέλευση κόσμου, αποσκοπεί στην δημιουργία μιας πιο χαλαρής ατμόσφαιρας. Άλλωστε, το ΜΜ δεν αποτελεί απλώς έναν αγώνα, αλλά και μία γιορτή του βρετανικού φλέγματος και κουλτούρας της δεκαετίας του 1960.
 
Η πανδημία του Covid επηρέασε και αυτό τον θεσμό, οδηγώντας στην ολοκληρωτική ακύρωση του το 2020, ενώ για το 2021 κατάφερε να καταστεί εφικτή η τέλεση του τον Οκτώβριο. 
 
Την περίοδο που ήταν στην ακμή του, το Goodwood Members Meeting, λάμβανε χώρα το καλοκαίρι με την τελευταία συνάντηση, την 71η, να διοργανώνεται το 1966, όταν και ο παππούς του σημερινού Δούκα αποφάσισε τη διακοπή λειτουργίας της πίστας. 
 
Η διακοπή συνέβη λόγω του ότι ο Δούκας εκείνης της εποχής αρνήθηκε να συμμορφώσει την πίστα με τις απαιτήσεις της FIA/RAC, σχετικά με την αλλαγή στις μπάρες ασφαλείας. Η πίεση αυτή είχε δημιουργηθεί κυρίως από τον αργότερα Παγκόσμιο Πρωταθλητή Jackie Stewart.
Αν και η τήρηση ενδυματολογικού κώδικα έχει καταργηθεί, στην ιστοσελίδα του Goodwood υπάρχει ανακοίνωση, για τους παρευρισκόμενους, που προτρέπει smart ντύσιμο: «Οι κύριοι καλό θα ήταν να φορέσουν σακάκι και γραβάτα, ή κάποιο polo-necked πουλόβερ. Οι κυρίες ενθαρρύνονται επίσης να ντυθούν με κομψά ρούχα. Δεν προτείνονται τζιν, t-shirt, αποκαλυπτικά μπλουζάκια, κοντές φούστες, σαγιονάρες, καπέλα του baseball, ρούχα με τις μάρκες τυπωμένες πάνω τους, και άλλα παρεμφερή.»
 
Η ανακοίνωση αυτή φάνηκε να είχε αποτέλεσμα, αφού περίπου το 80% των παρευρισκόμενων την ακολούθησαν, μπαίνοντας στο νοσταλγικό πνεύμα της διοργάνωσης. 
 
Το πρόγραμμα του Σαββατοκύριακου είχε 14 αγώνες μοτοσυκλετών, για πρώτη φορά μετά τον μοναδικό αγώνα 14 γύρων που έγινε τον Οκτώβριο. Σε εκείνον τον αγώνα ο σύγχρονος άσσος του Isle of Man TT, James Hillier, κατόρθωσε πάνω σε ένα Yamaha TZ350 να αρπάξει στην τελευταία στροφή τη νίκη από τον Richard Wilson και τον ισχυρό τετράχρονο τρικύλινδρο της P&M BSA-3. 
Αυτή ήταν και η πρώτη φορά που συνέβη ένας αγώνας που περιλάμβανε τις δύο αυτές ξεχωριστές κατηγορίες. Μέχρι τότε υπήρχε ένας αγώνας κάθε δύο χρόνια: ένας για τα δίχρονα GP των 250/350 κυβικών που φτιάχτηκαν από το 1970-1982, τη μία χρονιά, και ένας για την κατηγορία των τετράχρονων Formula 750 που συμμετείχε σε αγώνες το 1972, την επόμενη χρονιά. 
 
Τα σχόλια των θεατών ήταν τόσο θετικά, ώστε ο Δούκας του Richmond -που είναι μοτοσυκλετιστής και ο ίδιος, και κάτοχος μίας Bimota και μίας Ducati- αποφάσισε φέτος να εντάξει στο πρόγραμμα δύο αγώνες εφτά γύρων, έναν για κάθε μία από τις δύο μέρες της συνάντησης. 
 
Τα βραβεία είναι δύο με το Hailwood Trophy να δίνεται στον νικητή των συνολικών χρονομετρημένων και το Sheene Trophy να δίνεται στο πρώτο τετράχρονο Formula 750 που θα τερματίσει. 
 
Δυστυχώς ο James Hillier δεν θα μπορούσε να διατηρήσει τον τίτλο του, καθώς με εφτά εβδομάδες να απομένουν για την έναρξη του  Isle of Man TT και με τη δυνατότητα να διεκδικήσει τη νίκη στην κατηγορία Senior TT με την ομάδα της Yamaha, δεν μπορούσε να διακινδυνεύσει μια συμμετοχή στο Goodwood.
Υπεύθυνοι για όλη την διοργάνωση είναι, όπως και κάθε χρόνο, ο πρόεδρος του CRMC (Classic Racing Motorcycle Club) Gordon Russell, μαζί με τη σύζυγό του, Sally. Φέτος ο Gordon αγωνίστηκε με τη μοναδική τετρακύλινδρη Hadleigh Honda του 1972 με πλαίσιο Rob North, σε αντίθεση με τον γιο του Michael που έτρεξε πάνω σε μία Norton Atlas των 750 κυβικών με πλαίσιο Manx. 
 
Η αιτία που αγωνίστηκαν στον ίδιο αγώνα ήταν ο φόβος ότι λόγω των επιπτώσεων της πανδημίας δεν θα μπορούσε να υπάρξει ικανοποιητικός αριθμός μοτοσυκλετών στο grid. Έτσι ο Δούκας, εξαιτίας και της αγάπης που δείχνει ο κόσμος για τους αγώνες μοτοσυκλέτας στο Goodwood Revival, αποφάσισε να ενώσει τις δύο αυτές κατηγορίες σε μία με σκοπό να γίνουν δύο αγώνες -ένας για κάθε μία μέρα- δημιουργώντας ένα ακόμη πιο νοσταλγικό συναίσθημα.
 
Το γεμάτο από 36 μοτοσυκλέτες grid είχε ισάριθμες μοτοσυκλέτες από τις δύο κατηγορίες. Ανάμεσά τους υπήρχαν και κάποια ιδιαίτερα ιστορικά μοντέλα, όπως το μοναδικό Exactweld Yamaha TZ250, το κατασκευασμένο στη Βρετανία μοντέλο, που κέρδισε τον τίτλο στο ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα 250 κυβικών του 1984, με αναβάτη τον Gary Noel. 
Με αυτή τη φανταστική μοτοσυκλέτα, ο Noel, εργαζόμενος της British Airways, κατόρθωσε να κερδίσει τις ορδές των εργοστασιακών ομάδων στο ρεπό του! Αυτό το διορατικό σχέδιο, με το κατακόκκινο χρώμα και το ατσάλινο σωληνωτό πλαίσιο του, ήταν δουλειά των μηχανουργών Guy Pearson και John Baldwin, στα πλαίσια του ελεύθερου χρόνου τους κατά την κατασκευή του σασί του αυτοκινήτου Surtees Formula 1. Μάλιστα ήταν η πρώτη αγωνιστική μοτοσυκλέτα 250GP που έπρεπε να της προσθέσουν… έρμα, για να φτάσει το όριο των 90 κιλών της κατηγορίας!
 
Όταν ο Michael Russell το έφερε σε μία δημοπρασία στο Silverstone, το περσινό καλοκαίρι, ανακάλυψε πως ο κινητήρας του είχε ανακατασκευαστεί με σκοπό την αγωνιστική χρήση. Αποφάσισε, λοιπόν, να το εμπιστευτεί στα χέρια του έξι φορές νικητή στο IoM TT, Michael Rutter, για να αγωνιστεί στο Goodwood. Όχι άδικα, μιας και εκείνος κατέκτησε μία 7η και μία 11η θέση στους δύο αγώνες αντίστοιχα, παίρνοντας συνολικά την 8η θέση.
Το μάθημα ιστορίας συνεχίστηκε με δύο Armstrong CM35, του 1981, με κινητήρα Rotax και χρήση περιστροφικών βαλβίδων. Κατασκευάστηκαν ως πολιτικές μοτοσυκλέτες με δυνατότητα αγωνιστικής χρήσης, υπό την αιγίδα τη σημερινής CCM, και οδηγήθηκαν από τον Robin Lamb και τον Vince Cundle. 
 
Στην ίδια κατηγορία υπήρχε μία Harley Davidson RR250, του 1974, με δικύλινδρο εν σειρά κινητήρα, την οποία οδήγησε και στους δύο αγώνες ο Tom Snow. Η RR250, με ιδιοκτήτη τον Dick Linton, αποτελεί ρέπλικα της τριών φορών Παγκόσμιας Πρωταθλήτριας στο 250GP στα χέρια του Walter Villa. Κατασκευάστηκε στο εργοστάσιο της Aermacchi, εταιρεία που γνώριζε καλά ο Dick Linton, κοντά στη λίμνη Varese. 
 
Αυτό συνέβη όταν ακόμη το εργοστάσιο τελούσε υπό αμερικανική ιδιοκτησία, πριν περάσει στα αδέρφια Castiglioni και τη δημιουργία της Cagiva και μετέπειτα της MV Augusta. 
Αν και μέχρι φέτος καμία Harley δεν είχε καταφέρει να ολοκληρώσει τον αγώνα Goodwood, οι αποτελεσματικές λύσεις που έφερε ο Tom Snow και η ομάδα του, οδήγησαν σε επίτευξη του στόχου και απροβλημάτιστη λειτουργία ολόκληρο το σαββατοκύριακο.
Ένα ακόμη πιο θορυβώδες μοντέλο κι από της Harley ήταν το ασυνήθιστο DKW W2000, με έναν ασυνήθιστο περιστροφικό κινητήρα και οδηγό τον Ed Wilson. Έκανε το αγωνιστικό του ντεμπούτο στο Goodwood, κατασκευασμένο από την Wiz Norton Racing στο Lancashire, χρησιμοποιώντας έναν κινητήρα Hercules Wankel του 1970 μέσα σε ένα ρετρό φέρινγκ, ρέπλικα της DKW. Αν και δεν κατάφερε να τερματίσει πρόσφερε αρκετό θέαμα στους παρευρισκόμενους του 79ΜΜ. 
Δυστυχώς δεν υπήρξαν ούτε Moto Guzzi, ούτε και BMW, παρά τις πιέσεις στην Mobile Tradition, ομάδα της BMW, να δηλώσει συμμετοχή. Η μόνη ιταλική συμμετοχή υπήρξε η Ducati 750SS του Alan Cathcart, η τελυταία από τις 401 ρέπλικες που κατασκευάστηκαν με αφορμή τη νίκη του Paul Smart στην Imola 200 του 1972. Χαρακτηριστικό είναι το καταπράσινο πλαίσιο της συγκεκριμένης έκδοσης. 
 
Παρ’ όλα αυτά δεν κατάφερε να τερματίσει, λόγω προβλημάτων μετάδοσης που προέκυψαν, αν και κατάφερε να κατακτήσει την έκτη θέση στα προκριματικά.
Στο γκριντ υπήρχαν και τρεις τετρακύλινδρες Hadleigh Honda, με ιδιοκτήτη τον Chris Wilson και οδηγό τον Gordon Russell, ο οποίος τις είχε ανακατασκευάσει με τη βοήθεια του πρώην τεχνικού των Grand Prix, Nigel Everett. 
 
Η μία και μοναδική Honda με πλαίσιο του Rob North, βρισκόταν εκεί μαζί με την αντίπαλό της από παλιά τη RPS Triumph 3. Η τετρακύλινδρη τροποποιημένη Honda με το πλαίσιο Rob North, που είχε σχεδιαστεί αρχικά για τρικύλινδρο κινητήρα, έδωσε τη δυνατότητα στον Julian Soper από το Essex -έφυγε από τη ζωή τον Δεκέμβριο-, να κυριαρχήσει στις πίστες Brands Hatch, Lydden και Snetterton. 
Ο πραγματικός αντίπαλος της Hadleigh Honda, αναμενόταν να βρεθεί στην άλλη άκρη του γκριντ. Ήταν ένα τρικύλινδρο Triumph 3 με πλαίσιο RPS και οδηγό τον Andy Hornby, που κέρδισε την pole position, στα προκριματικά.
 
Στον πρώτο αγώνα, το Σάββατο, ο Hornby έκανε επίδειξη ισχύος του κινητήρα της RPS Triumph παίρνοντας αμέσως προβάδισμα. Πίσω του ακολουθούσε μία ομάδα από Yamaha TZ350G με πρώτο τον Αυστραλό αγωνιζόμενο στα BSB, Levi Day, ενώ ακολουθούσαν οι Nick Williamson και Ian Bain, ο Dan Jackson -με πλαίσιο Harris- και τέλος ο Gary Vines πάνω στη Yamaha TZ250L του 1984. Από τη μεριά των τετράχρονων, εκτός του Hornby, είχαμε τους Richard Wilson με την P&M BSA-3 και Michael Russel πάνω στη Norton Atlas. Αν και η δικύλινδρη Norton είχε προβάδισμα 8 μ.α.ω/ 12χλμ/ω σε σχέση με τις Yamaha και BSA/Triumph, ο Michael πέρασε τα δύο τρίτα του αγώνα να παλεύει για την πρώτη θέση, πριν αρχίσει να χάνει θέσεις και τερματίσει τελικώς 8ος. 
Οι Williamson, Bain και Vines έμειναν επίσης πιο πίσω, στα μέσα του αγώνα, αφήνοντας ένα γκρουπ τεσσάρων αναβατών να παλεύουν για τη νίκη. Στον τελευταίο γύρο ο Levi Day τα έδωσε όλα περνώντας τη καρό σημαία με 0.477 δευτερόλεπτα μπροστά από τον Jackson, με τον Wilson στην τρίτη θέση με διαφορά 0.264 δευτερολέπτων από τον Hornby, που είχε την τιμή να φέρει το πρώτο τετρακύλινδρο FZ750 στη γραμμή τερματισμού.
 
Ο Richard Wilson ανέφερε πως το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν η τελευταία αργή στροφή, στην οποία το μικρό βάρος των δίχρονων μπορούσε να τους δώσει πλεονέκτημα έναντι των τετράχρονων. Αυτό ήταν και το μόνο σημείο που διέφεραν οι δύο διαφορετικού τύπου κινητήρες, σε σημαντικό βαθμό.
Αυτό το αποτέλεσμα έφερνε τέσσερις αγωνιζόμενους υποψήφιους για τη συνολική νίκη στον 2ο Αγώνα, σε παρόμοιες ιδανικές συνθήκες. Δυστυχώς ο Richard Wilson δεν κατάφερε να ολοκληρώσει ούτε τον πρώτο γύρο, αφήνοντας τους υπόλοιπους τρεις διεκδικητές να παλέψουν με νύχια και με δόντια. Αυτή τη φορά τους ακολουθούσε ο Gary Vines με το TZ250 του. Αν και είχε τη μικρότερου κυβισμού μοτοσυκλέτα ο Vines κατάφερε, μόλις στον 4ο γύρο, να πάρει το προβάδισμα. 
Ωστόσο το παραμύθι έμελλε να τελειώσει στον τελευταίο γύρο όπου ο Dan Jackson, που τον ακολουθούσε καθ’ όλη τη διάρκεια, άρπαξε την ευκαιρία που του δόθηκε, από ένα λάθος του Vines, στη στροφή Woodcote. Ο Levi Day τερμάτισε τρίτος, πάνω από ένα δευτερόλεπτο πίσω, αλλά μόλις 0.240 δευτερόλεπτα μπροστά από τον Hornby. Οι συνδυασμένες χρονομετρήσεις έδωσαν τη νίκη στον Jackson για 0.638 δευτερόλεπτα μπροστά από τον Day, με τον Andy Hornby, τον πρώτο με τετράχρονη μοτοσυκλέτα -την RPS Triumph-3- πιο πίσω στην τρίτη θέση με διαφορά 0.991 δευτερολέπτων.
 
Ο Dan Jackson με ύψος 1.85 μ. είχε δύσκολο έργο σε αυτή την γρήγορη πίστα. Εκτός από τους υπόλοιπους αναβάτες είχε να παλέψει και με τη δική του σωματική διάπλαση, κάτι που κατά τη γνώμη του, έπαιξε ιδιαίτερο ρόλο στην εξέλιξη του αγώνα. Το λάθος όμως του Garry, σε συνδυασμό με την βοήθεια από τον πατέρα του Dan στο στήσιμο της μοτοσυκλέτας, έκανε τη νίκη εφικτή. 
 
Εκτός από την δράση στην πίστα, υπήρχαν πολλές ακόμα δραστηριότητες για όλους τους παρευρισκόμενους. Αυτές περιλάμβαναν αρκετές παραδοσιακά αγγλικές δραστηριότητες όπως τοξοβολία, κυνήγι πάπιας, αγώνες νυφίτσας, διελκυστίνδα και πολλά ακόμα. 
 
Θα ήταν δίκαιο να πούμε ότι για άλλη μία χρονιά όλοι πέρασαν υπέροχα, με το Δούκα του Richmond στο τέλος να ευχαριστεί όλους όσους βοήθησαν να γίνει η συνάντηση χωρίς προβλήματα και ταυτόχρονα βοήθησαν οικονομικά τους πρόσφυγες της Ουκρανίας. Άλλη μία γιορτή σύμφωνη με τη φιλοσοφία του Goodwood.