Mega Test 2017-Errata & όσα πρέπει να περιμένετε στο “Story”

Η μεγάλη περιπέτεια των νέων on-off!
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

13/7/2017

Στο φετινό Mega Test, το συγκριτικό, έχουμε κάνει ένα μεγάλο λάθος. Γράψαμε πως το KTM 1090 Adventure R δεν έχει tubeless αλλά ελαστικά με σαμπρέλα, όπως το Africa Twin! Είναι ένα σοβαρό λάθος που - όπως μερικές φορές συμβαίνει με τα σοβαρά λάθη – έχει μία πολύ απλοϊκή εξήγηση. Δεν χρειάζεται δικαιολογία όμως, γιατί τώρα έγινε, συνέβη, έχει γραφτεί και τυπωθεί. Μέχρι λοιπόν να έρθει το επόμενο τεύχος και να το επικοινωνήσουμε εκεί, κρατήστε πως το KTM 1090 Adventure R δεν έχει σαμπρέλες, αλλά στην έκδοση R πάλι περιορίζεται η τελική ταχύτητα, όπως συμβαίνει με το Africa Twin που το ταχύμετρο ανεβαίνει χωρίς να ανεβαίνουν τα πραγματικά χιλιόμετρα. Αν αλλάξεις το χωμάτινο ελαστικό η τελική ταχύτητα στο 1190 Adventure R παύει να περιορίζεται ηλεκτρονικά, τόσο απλά. Κι έτσι η επισκευή του ελαστικού στο KTM είναι μία πιο απλή υπόθεση και οι περιορισμοί του λιγότεροι.

Δεν είναι ούτε το πρώτο και μάλλον δεν θα είναι και το τελευταίο λάθος που κάνουμε, δεν είναι άλλωστε ανθρώπινο να μην γίνονται λάθη. Το Mega Test – Το Συγκριτικό - είναι ένα κείμενο που αγγίζει τις 16.000 λέξεις, είναι τεράστιο, και κάθε φορά αναμένεται από τους αναγνώστες με ανυπομονησία και τους ανθρώπους των εταιριών με μία μίξη περιέργειας και αγωνίας για το τι έχει γραφτεί για τις μοτοσυκλέτες που τους ενδιαφέρουν. Είναι από τις συγκριτικές δοκιμές που στο περιοδικό δίνουμε την μεγαλύτερη έκταση καθώς εκτείνεται σε δύο τεύχη, παρουσιάζοντας σε δεύτερο στάδιο την ιστορία της περιπέτειας αυτούσια, απαλλαγμένη από την σύγκριση των μοτοσυκλετών που έχει προηγηθεί. Είναι μία παράδοση που ξεκίνησε από τους αναγνώστες μας, που εκτός από τις μοτοσυκλέτες, ζητούσαν να μάθουν περισσότερα για το τι συνέβη μία εβδομάδα στα βουνά, για τα μέρη που είδαμε και την διαδρομή.

Παραδοσιακά επίσης μπαίνει στο τεύχος Αυγούστου, ένα τεύχος που έχει μεγάλη πιθανότητα να διαβαστεί εξ ολοκλήρου σε μία παραλία και να επηρεάσει μελλοντικά σχέδια για βόλτες και ταξίδια. Τα «Mega Test», ιδιαίτερα όσα ξετρύπωναν τα ξεχασμένα χωριά των Βαλκανικών χωρών, εκείνα που σου λένε σε πιο ξέφωτο να κοιμηθείς στο Μαυροβούνιο, πιο ποτάμι να διασχίσεις στην Αλβανία, ποια πόρτα θα χτυπήσεις στην Βουλγαρία για να φας εξαιρετικό σπιτικό, ή πώς θα ενώσεις γνωστές περιοχές της χώρας μας από χώμα, απασχολούν για μήνες μετά την συντακτική ομάδα. Γιατί συχνά απαντάμε σε email αναγνωστών που ετοιμάζονται να κάνουν το ίδιο ταξίδι ή κάτι αντίστοιχο. Τις περισσότερες φορές απαντάμε με πράγματα που έχουν ήδη γραφτεί και το πραγματικό νόημα του μηνύματος είναι απλά για να δοθεί το έναυσμα, μία τελευταία σπρωξιά, σαν ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη που θα βοηθήσει για να παρθεί η απόφαση. Για αυτό και πολλές φορές καταλήγει σε τηλέφωνο: «Να πάμε; Θα είμαστε ασφαλείς; Να πάμε κι εκεί ή από εκεί;»…

Κάνουμε πολλά συγκριτικά στο περιοδικό, αν κι έχει περάσει λίγος καιρός από την τελευταία φορά που κάναμε ένα αντίστοιχο συγκριτικό –σε έκταση κειμένου- με superbike. Είναι δύσκολο να συγκεντρώσουμε στην Ελλάδα τις εξωτικές –πλέον- μοτοσυκλέτες, αλλά κάπως πάντα τα καταφέρνουμε. ‘Οπως την τελευταία φορά που είχαμε superbike που ο ξένος τύπος ακόμα δεν είχε οδηγήσει! Είναι κι αυτά τα συγκριτικά εξίσου επικά, όσο το ταξίδι με τις μεγάλες Adventure μοτοσυκλέτες, απλά η ιστορία της περιπέτειας στην πίστα δεν νομίζουμε πως χρειάζεται να πάρει την έκταση που έχει το ταξίδι του Mega Test. Εκεί το βράδυ μαγειρεύουμε ή «μαγειρεύουμε» αφού μερικές φορές δεν πετυχαίνει το εγχείρημα, πειράζουμε ο ένας τον άλλο, λέμε ιστορίες και εξερευνούμε το μέρος. Στο συγκριτικό των Superbike το ίδιο βράδυ απλά κοιτάμε το ταβάνι βγάζοντας μία κραυγή, μέχρι να κοιμηθούμε με ανοικτά, γουρλωμένα μάτια… Δεν έχεις λοιπόν και πολλά να γράψεις σαν ιστορία, πέρα από τα πάντα για τις ίδιες τις μοτοσυκλέτες.

 

Στο φετινό Mega Test πήγαμε κάπου που είχαμε πάνω από 15 χρόνια να το επισκεφτούμε σαν προορισμό για αυτό το συγκεκριμένο συγκριτικό. Πήγαμε στην Πελοπόννησο και παίξαμε ένα μεγάλο κρυφτό με την χειρότερη καταιγίδα που πέρασε φέτος από την Ελλάδα, βυθίζοντας την ανατολική χώρα από την Θεσσαλονίκη μέχρι την Αθήνα και τα νησιά, κάτω από πολλά χιλιοστά νερού. Δεν καταφέραμε ούτε μία μέρα να μην γίνουμε «τσακωτοί» από την βροχή, είτε λίγο είτε πολύ, από την οποία σωθήκαμε εξαιτίας των “made in Greece” αδιάβροχων της Anorak - και είμαστε πολύ περήφανοι που κάτι φτιαγμένο στην Ελλάδα, έχει τέτοια απόδοση. Εκείνο το Mega Test στο Μαυροβούνιο θα είχε εξελιχθεί πολύ καλύτερα αν τα είχαμε και τότε μαζί μας…

Προσπαθήσαμε επίσης να ξεφύγουμε από τον πολιτισμό, καθώς το βασικό χαρακτηριστικό του Mega Test είναι να αποφεύγει όπως ο διάολος το λιβάνι την ανθρώπινη παρουσία, κι αυτό δεν είναι εύκολο στην Πελοπόννησο με τα διάσπαρτα μικρά χωριά σε κοντινή απόσταση. Κι όμως η εικόνα δεν ήταν αυτή, έρημοι χωματόδρομοι, χωριά με ένα – δύο κατοίκους και ανοικτό καφενείο, χωρίς ιδιοκτήτη: Μπες, κάτσε, φάε-πιες μόνος σου, και άσε ότι έχεις ευχαρίστηση! Χωριά που τα φώτα στους δρόμους ήταν η μόνη ζωή το βράδυ, ξεδιπλώνοντας ένα απόκοσμο σκηνικό μπροστά στα πόδια μας όταν το κοιτούσαμε από ψηλά, από εκεί που θα περνούσαμε το βράδυ μας. Μπήκαμε σε μονοπάτια και μπλέξαμε με ρυάκια, από εκείνα που με τα πόδια περνάς με σχετική ευκολία και με τις μεγάλες on-off με μεγάλη δυσκολία. Γιατί αν οι δύο κοντινές όχθες έχουν ύψος κοντά στο ένα μέτρο, ή απλά το ρυάκι είναι διάσπαρτο με μεγάλες κοτρόνες στην χαμηλή του κοίτη, τότε έχεις μερικά ενδιαφέροντα προβλήματα με τις μοτοσυκλέτες των διακοσίων και βάλε κιλών, την στιγμή που με μία enduro, είτε απλά θα κόμπιαζες, είτε δεν θα έκλεινες καθόλου το γκάζι…

Αν αυτές ήταν απλές δυσκολίες, είχαμε έπειτα και πολύ καλές περιπέτειες. Από την δυνατή ζέστη, που με την απειλή της βροχής ο αέρας είχε μία υγρασία που σου έκοβε την ανάσα, ανεβήκαμε στα 2.300 μέτρα. Τυλιχτήκαμε σε πυκνή ομίχλη και γεμίσαμε τα πνευμόνια με παγωμένο αέρα, πατώντας το τελευταίο χιόνι! Ψάχναμε το σημείο που θα βάλουμε ότι είχαμε μαζί μας για να σταματήσουμε το κρύο που ήθελε να φτάσει στα κόκκαλα, αλλά ήταν αδύνατο να παλέψει κανείς με τον δυνατό αέρα που μπορούσε να σηκώσει μοτοσυκλέτα από το σταντ! Μπήκαμε σε βουνά με τόσο πράσινο και παχύ δάσος που στις φωτογραφίες γνωστοί και φίλοι αδυνατούσαν να πιστέψουν πως είναι στην Πελοπόννησο.. δεν έχουν όλοι αντιληφθεί πως από τις παραλίες και τον γεμάτο πέτρα νότο, η Πελοπόννησος έχει τεράστια βουνά καλυμμένα –ευτυχώς- με δάση!

Αυτές τις ιστορίες θα διαβάσετε στο επόμενο τεύχος, στο δεύτερο κομμάτι για το Mega Test, την πιο επική περιπέτεια με όλες τις νέες μεγάλες on-off στην χρήση για την οποία έχουν φτιαχτεί: Να ταξιδέψουν μία παρέα φίλων με τις αποσκευές τους από ξεχασμένους χωματόδρομους, επαρχιακούς με στροφές, να μπλέξουν σε δρόμους που έχουν κλείσει από κατολισθήσεις και να περάσουν απέναντι. Ραντεβού στο επόμενο τεύχος λοιπόν, για όλα αυτά!

Αν βέβαια φτάσατε ως εδώ, αυτό σημαίνει πως είσαστε ένας από τους πολλούς αναγνώστες του MOTO, καθώς έχετε σπάσει όλα τα στατιστικά που δίνονται για την έκταση που πρέπει να έχει ένα κείμενο στο διαδίκτυο. Κι έχοντας φτάσει εδώ, με εσάς, έναν από τους αναγνώστες μας, είναι ευκαιρία να επιστρέψουμε στην αρχή, σχετικά με το λάθος που έγινε στο φετινό συγκριτικό. Βλέπετε αυτό το λάθος είναι μία πάσα σε κάθε επικριτή, είναι ένα μικρό αυτογκόλ δικό μας. Το Mega Test, όπως και κάθε άρθρο του περιοδικού, γίνεται πάντα αντικείμενο συζήτησης, στην εποχή μας διαδικτυακής περισσότερο, παλιότερα σε καφετέριες κλπ… Πατώντας στο λάθος αυτό, είδαμε να χτίζεται επιχειρηματολογία και για την άποψη από συνεργάτες εταιριών που νιώθουν πως θίγονται οι μοτοσυκλέτες τους. Πάντα συνέβαινε αυτό, και πάντα συμβαίνει - στην Ελλάδα είμαστε άλλωστε. Απλά τα προηγούμενα χρόνια γινόταν σε επίπεδο πωλητή με υποψήφιο πελάτη, ωρυόταν π.χ. ο πωλητής πως δεν ξέρουμε τι γράφουμε, αν δεν του άρεσε η άποψη για την μοτοσυκλέτα που προσπαθεί να πουλήσει. Τώρα αυτές οι συζητήσεις γίνονται γραπτώς στο Facebook και μπορούμε να συμμετέχουμε όλοι. Όμως στην νέα εποχή έχει αλλάξει και η στάση των εταιριών, δεν κυνηγούν την άποψη με ακραίο τρόπο, όπως το έκαναν παλαιότερα. Ή τέλος πάντων δεν το κάνουν όλοι, καθώς πλέον υπάρχουν εταιρικές γραμμές επικοινωνίας που ορίζουν την οδό που πρέπει να ακολουθούν απέναντι σε μία αρνητική κριτική.

Ας πάρουμε το παράδειγμα της BMW, που είναι μία εταιρία με άψογη οργανωτική δομή. Είναι επίσης μία από τις εταιρίες που δεν μας δημιουργεί πρόβλημα αν υπάρξει αρνητική κριτική, φτάνει να έχουμε επιχειρήματα για όσα γράφουμε. Φανταστείτε λοιπόν κάποιον πωλητή ή συνεργάτη, να ξεφεύγει από αυτή την γραμμή και να ακολουθεί την δική του. Είτε για προσωπική ανάδειξη, για δικό του όφελος, είτε γιατί απλά δεν κατανοεί πως η άποψη για μία μοτοσυκλέτα δεν αντιπαρέρχεται με κουβέντα οπαδικού επιπέδου, όπως έχουμε συνηθίσει στην Ελλάδα, παρά μόνο με επιχειρήματα. Σε μία τέτοια κουβέντα οπαδισμού, το λάθος αυτό που κάναμε με τα tubeless ελαστικά μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως παράδειγμα. Μερικές φορές βέβαια είναι θέμα παρανόησης. Ένα κείμενο 15.000 λέξεων, που γίνονται 16.000 αν προσθέσεις και όλα τα box κτλ.. δεν γίνεται να διαβαστεί μία φορά, θέλει τουλάχιστον άλλη μία, πριν πεις ότι έχεις πάρει όλες τις πληροφορίες που θέλαμε να μεταφέρουμε. Άλλωστε για αυτό τυπώνεται στο χαρτί, για να το διαβάζει κανείς με την ησυχία του, με όλες τις λεπτομέρειες. Και κάτι τελευταίο, για να έχετε μία εικόνα πόσο δύσκολα είναι τα πράγματα στην ελληνική πραγματικότητα. Ο ειδικός τύπος διατρέχεται από «επαγγελματίες» που περιμένουν να γράψεις κάτι αρνητικό, κι έπειτα παίρνουν τηλέφωνο τους ανθρώπους των εταιριών να «μας δώσουν» τονίζοντας πως εκείνοι δεν θα έκαναν ποτέ κάτι τέτοιο! Θα ήταν αστείο, αν δεν ήταν τραγικό, γιατί αμέσως μετά στον δημόσιο λόγο θα σπεύσουν να υπερασπιστούν την ακεραιότητα και την δημοσιογραφία. Εμείς είμαστε μία μικρή ομάδα, που από δεκαετία σε δεκαετία έχει διαφορετική σύσταση, αλλά πριν αλλάξει συστατικά ομογενοποιείται πάντοτε με βάση εκείνη την αρχική παρέα, πριν από 32 χρόνια! Κι ένα από τα βασικά είναι να μιλάμε πάντα μέσα από την δουλειά μας, πάντα με επιχειρήματα, πάντα ανεξάρτητα. Αυτογκόλ λοιπόν από την πλευρά μας σε αυτή την περίπτωση αλλά και ένα καλό τεστ, γιατί φαίνεται πόσο συζητιέται η άποψη του περιοδικού!

 

Drysdale V8 Bruiser

Ένα V8 mega-monster!
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

4/8/2017

Και οι οκτώ ήταν υπέροχοι

 

Το V8 Bruiser είναι ένα mega-Monster, ένα γυμνό roadster που έχει σκοπό να θέσει νέο όρια για την πιο ξεχωριστή, πιο μυώδη και κατά πάσα πιθανότητα την ταχύτερη custom cruiser μοτοσυκλέτα που θα μπορεί να αγοράσει κανείς

Χρειάστηκε σχεδόν τρία χρόνια για να το κατασκευάσει ο υπέρμαχος των πολυκύλινδρων κινητήρων, 44χρονος Ian Drysdale. Επιτέλους κυκλοφορεί στους δρόμους της Μελβούρνης, φορώντας τον κλασικό V8 κινητήρα με τις 32 βαλβίδες και τους 2 ΕΕΚ, εφοδιασμένο με ψεκασμό, έτοιμο για κόντρες στα φανάρια και για καβγά στους αυτοκινητοδρόμους. Τώρα όμως, σε αντίθεση με την προηγούμενη κατασκευή του 750 V8 superbike, η καινούργια υπερ-μοτοσυκλέτα είναι το δίτροχο αντίστοιχο των φουσκωτών τύπων που κάνουν πόρτα στα ξενυχτάδικα. Στ’ αλήθεια, για το μηχανάκι αυτό θα έπρεπε να καθιερωθεί ο όρος Π.Α.Μ.

Διότι το καινούργιο V8 του Drysdale είναι αναμφίβολα η απόλυτη μοτοσυκλέτα που μπορεί να κυκλοφορήσει νόμιμα για τους Πλούσιους Αστούς Μοτοσυκλετιστές. Μόνο κάποιος που μπορεί να κόψει μια επιταγή άνω των 30.000 ευρώ μπορεί να προστεθεί στην ήδη πολυπληθή λίστα αναμονής για να αγοράσει μια χειροποίητη απάντηση στο ερώτημα πώς ξεπερνά κανείς το Yamaha V-Μax. Αρκεί μια ματιά στα μοντέλα της Drysdale. Και παρόλο που τη μέρα που οδήγησα το πρωτότυπό της, αυτό ήταν εφοδιασμένο με τον 750cc V8, δίνοντάς μου μόνο μερικές ενδείξεις για το πώς θα καθαρίζει τον ανταγωνισμό στα GP των φαναριών, φαίνεται πως η εξίσωση της ισχύος θα έχει λυθεί μόλις ετοιμαστεί ο κινητήρας των 1.000cc που θα κινεί όλα τα Bruisers. Την περασμένη άνοιξη (λίγους μήνες μετά τη συγγραφή του παρόντος άρθρου) παραδόθηκε το πρώτο από τα τρία που πουλήθηκαν στις ΗΠΑ, σε έναν δικηγόρο της Νέας Αγγλίας.

Δεν υπάρχει περίπτωση να το παραδεχτεί ο Ian, αλλά ο λόγος που το πρωτότυπο που μου έδωσαν για να το δοκιμάσω στην εξοχή και να πεταχτώ μέχρι το κέντρο για να τσιμπήσω κάτι φορούσε πίσω ένα μισοφαγωμένο αγωνιστικό Michelin βροχής, ήταν ότι η κατανάλωσή του σε πίσω λάστιχα ξεπερνούσε τη δυνατότητά τους να αντικαταστήσουν το στοκ των Dunlop D208 που υπήρχε στο εργοστάσιο του Drysdale.

Μπορώ να κατασκευάσω ό,τι θέλω

Ο Ian Drysdale, ο οποίος είναι ένα από τα καλύτερα δείγματα Αυστραλού που ασπάζεται το δόγμα “μπορώ να κατασκευάσω ότι θέλω”, είχε έναν απόλυτα ξεκάθαρο στόχο στο μυαλό του όταν ξεκίνησε να κατασκευάζει το V8, τον Ιανουάριο του ’94: “Ήθελα να φτιάξω μια racing μοτοσυκλέτα που θα μπορούσε να κυκλοφορεί νόμιμα – την ταχύτερη μοτοσυκλέτα με την οποία θα μπορούσε κανείς να πεταχτεί μέχρι το φούρνο της γειτονιάς!”, λέει ο μηχανικός που ζει στη Μελβούρνη.

Το βιογραφικό του, πριν αρχίσει να κατασκευάζει το Bruiser, περιλαμβάνει μια πληθώρα μυστήριων μελετών σε πολλούς διαφορετικούς τομείς, όπως να μετατρέψει τον μηχανικό κύκνο που χρησιμοποιούν τα Αυστραλιανά Μπαλέτα στη “Λίμνη των Κύκνων” έτσι ώστε να λειτουργεί με τηλεχειρισμό, ή να επιβλέψει την κατασκευή και την τοποθέτηση δυναμόμετρων με κυλιόμενο δάπεδο για τα εργοστάσια αυτοκινήτων των GM/Holden και Ford, ή την αεροδυναμική σήραγγα για το πανεπιστήμιο Monash της Μελβούρνης, ή να κατασκευάσει για την ανθούσα βιομηχανία κινηματογράφου της Αυστραλίας έναν ελαφρύ γερανό απ’ αυτούς που χειρίζονται τις κάμερες όταν βρίσκονται μακριά από τα στούντιο, ή για να μετατρέψει ATV quads έτσι ώστε να μπορούν να τα χρησιμοποιούν ανάπηροι αγρότες, και πολλά άλλα παρόμοια.

Εντούτοις ο Drysdale ήταν άρρωστος με τις μοτοσυκλέτες από πολύ παλιά, και εκτός του ότι είχε συμμετάσχει σε κάθε είδους αγώνα δίτροχων –όπως αγώνες στην έρημο, motocross, flat track, αγώνες ταχύτητας– έχει επίσης φτιάξει μια σειρά από ποικίλες πρωτοποριακές κατασκευές, μερικές συμβατικές, άλλες πρωτοποριακές, μερικές αληθινά τρελές. Εκτός από το παιδικό ποδηλατάκι που έφτιαξε στο σχολείο ως συμμετοχή σε έναν διαγωνισμό, που έστριβε ο πίσω τροχός του αλλά γενικά ήταν πλήρης αποτυχία, στις πρωτοποριακές του κατασκευές συμπεριλαμβάνεται οπωσδήποτε το Dryvtech 2Χ2Χ2, μια δίχρονη μοτοσυκλέτα enduro που είχε κίνηση και στους δύο τροχούς και που επιπλέον έστριβαν και οι δύο τροχοί της, η οποία φτιάχτηκε το 1999 και τώρα αναπαύεται στην Αγγλία. Οι επισκέπτες της πίστας Donington Park μπορούν να δουν το Dryvtech στο μουσείο της πίστας μαζί με άλλες εξωτικές F1 παλαιότερων εποχών, όπως και έναν από τους κινητήρες 750 V8 που χρησιμοποιούσε το πρωτότυπο Bruiser.

Όμως, όσο πρωτότυπο και να ήταν το Dryvtech, δεν ήταν παρά ένα ορεκτικό μπροστά στην επικείμενη επίδειξη τεχνολογικής δύναμης από τον Ian Drysdale, τη σχεδίαση και κατασκευή του δικού του 750 V8. Ήμουν ο πρώτος, εκτός από τους ανθρώπους της εταιρείας, που οδήγησε το σχεδόν έτοιμο οκτακύλινδρο στην πίστα δοκιμών Calder Park τον Ιούνιο του ’97. Οδηγώντας αυτή την πολύπλοκη μοτοσυκλέτα είχα την ευκαιρία να αντιληφθώ από πρώτο χέρι πώς κατάφερε η ομάδα του Drysdale να ολοκληρώσει ένα τόσο σύνθετο έργο. Όπως επίσης και τη δυνατότητα που θα έχουν για περιορισμένη παραγωγή μοντέλων με διάφορες παραλλαγές. Πέντε χρόνια μετά το ξεκίνημά τους, αφενός συμμετείχαν με ένα αγωνιστικό 750 V8 στο Australia Formula Xtreme (οι σωστοί αγώνες για μια τέτοια μοτοσυκλέτα) ώστε να το εξελίξουν στην πράξη, και αφετέρου, επειδή ο Ian χρειαζόταν χρήματα για το επόμενο στάδιο εξέλιξης, έκανε διάφορες άλλες περίεργες μηχανολογικές εργασίες – όπως π.χ. τεχνικός σύμβουλος σε μερικά κινέζικα εργοστάσια μοτοσυκλετών. Παράλληλα έψαχνε για χορηγούς για να φτιάξει το δικό του 990cc V8 MotoGP, το οποίο θα είναι το αποκορύφωμα της εξέλιξης του Drysdale V8 Bruiser.

“Ήθελα να φτιάξω μια racing μοτοσυκλέτα που θα μπορούσε να κυκλοφορεί νόμιμα – την ταχύτερη μοτοσυκλέτα με την οποία θα μπορούσε κανείς να πεταχτεί μέχρι το φούρνο της γειτονιάς!”

Ό,τι θέλει ο Λαός

Τα cruisers και τα γυμνά roadsters κυριαρχούν στις πωλήσεις παγκοσμίως, οπότε, όπως μας εξήγησε ο Ian Drysdale, ήταν αναπόφευκτο να τοποθετηθεί σε τέτοια μοτοσυκλέτα ο V8 κινητήρας του. “Υπήρξε μεγάλο ενδιαφέρον απ’ όλα τα μέρη του κόσμου για μια σπορ μοτοσυκλέτα V8 750cc”, είπε. “Όμως, πραγματικά δεκάδες υποψήφιοι αγοραστές, οι περισσότεροι πενηντάρηδες επαγγελματικά επιτυχημένοι στην Αμερική, την Αγγλία και την Αυστραλία, μου είπαν ότι ήθελαν να παραγγείλουν ένα Bruiser, αλλά σε πιο ήρεμη έκδοση, με λιγότερο απαιτητική θέση οδήγησης. Ένας από αυτούς οδήγησε το superbike και είπε ότι όλα είναι πολύ καλά και ότι του άρεσε το μοτέρ αλλά, στα πενήντα του, δεν θα ήθελε να επισκέπτεται τον φυσιοθεραπευτή του επί μια εβδομάδα μετά από κάθε κυριακάτικη βόλτα! Επίσης πολλοί μου είπαν ότι, αν επρόκειτο να ξοδέψουν 30.000 ευρώ για μια μοτοσυκλέτα, θα έπρεπε να έχει θέση και για δεύτερο άτομο, ώστε να μπορούν να πάρουν μαζί και τη γυναίκα τους – αλλιώς δεν θα τους έδινε την άδεια να την αγοράσουν! Οπότε, αυτό με οδήγησε να κατασκευάσω βασικά την ίδια μοτοσυκλέτα όπως το 750 V8, αλλά με χιλιάρη κινητήρα, πλαίσιο με δύο αμορτισέρ πίσω, με κάπως πιο άνετη θέση οδήγησης και, φυσικά, σέλα για δύο”.

“Θα κατασκευάζουμε δύο διαφορετικά μοντέλα, και υπεύθυνος για το styling αμφοτέρων είναι ο Duncan Harrington, ο ίδιος που μας σχεδίασε και το superbike”, συνέχισε ο Ian. “Το ένα είναι το Bruiser, το οποίο θα έχει εξάτμιση 8 σε 2, εξάρι κιβώτιο, αλουμινένιους τροχούς, ίσιο τιμόνι, ελαφρά πίσω τα μαρσπιέ και πιο επιθετικό στυλ, έτσι ώστε με τον V8 να γίνει περισσότερο Τέρας από το Ducati Monster. Το άλλο μοντέλο είναι το Cruiser, που θα έχει ζάντες με ακτίνες, 8 εξατμίσεις με 8 τελικά, πεντάρι κιβώτιο, μαρσπιέ τοποθετημένα μπροστά και τιμόνι κυρτό προς τα πίσω. Και τα δύο μοντέλα θα είναι ίδια μηχανικά, όμως επειδή θα έχουν ψεκασμό θα μπορούμε να αλλάζουμε τη χαρτογράφηση της ανάφλεξης ώστε να έχει πιο ήπια απόδοση, χωρίς ωστόσο η μοτοσυκλέτα να χάνει την ικανότητά της να ορμάει όταν της τα χώνεις. Δεν εντυπωσιαστήκαμε καθόλου που υπήρχε ενδιαφέρον γι’ αυτά τα μοντέλα από την Αμερική, την Ιαπωνία αλλά και την Αυστραλία – πήραμε τρεις παραγγελίες πριν ακόμα κατασκευάσω το πρωτότυπο, ενώ τώρα έχω σχεδόν φτάσει στο σημείο όπου θα μπορώ να αρχίσω να κατασκευάζω τις μοτοσυκλέτες σε ομάδες των έξι, πράγμα που θα μειώσει το κόστος παραγωγής ώστε να μπορέσω να τις πουλάω φτηνότερα, αν και πάντα θα είναι χειροποίητες”.

Το πρωτότυπο Bruiser, που ήμουν ο πρώτος –εκτός από τον ίδιο τον Ian Drysdale– που το οδήγησε, είναι χαμηλότερο από το 750 V8 superbike, έχει δύο αμορτισέρ, το εντελώς καινούργιο πλαίσιο είναι ατσάλινο σωληνωτό περιμετρικό χωροδικτύωμα, το ύψος της σέλας είναι 700mm, ενώ η γεωμετρία του είναι κάπως πιο “τραβηγμένη”. Το μεταξόνιο έχει μεγαλώσει στα 1.430mm και η γωνία κάστερ είναι 26 μοίρες, αν και μπορεί να αλλάξει η ρύθμιση χρησιμοποιώντας διαφορετικά aftermarket έκκεντρα ώστε να ταιριάζει σε όλα τα γούστα. Το σωληνωτό χωροδικτύωμα του πλαισίου είναι κατασκευασμένο από μαλακό ατσάλι ERW (λιγότερο επιρρεπές σε ρωγμές απ’ ό,τι το σκληρό χρωμιομολυβδαινιούχο, κατά τον Ian) και στα πλάγια σχηματίζει αντίστοιχα τρίγωνα με της Ducati, ο δε αναρτημένος από το πλαίσιο κινητήρας παίρνει μέρος μόνον του φορτίου, ενώ πίσω έχει τοποθετηθεί το αλουμινένιο ψαλίδι του Kawasaki ZZ-R1100.

Το πιρούνι, οι τροχοί και τα φρένα που χρησιμοποιήθηκαν στο πρωτότυπο είναι από Yamaha R1, αλλά καθώς το Drysdale V8 Bruiser παράγεται κατόπιν παραγγελίας, ο κάθε πελάτης μπορεί να το πάρει με τις προδιαγραφές που θέλει. Όμως, επειδή είναι πολύ ακριβό μηχανάκι και διαθέτει τόσο high-tech εξοπλισμό, ο Drysdale παροτρύνει τους αγοραστές να επιλέξουν το ανάποδο πιρούνι της Ohlins με WP ελατήρια και φρένα Brembo για να ταιριάζουν με τα δύο πολυρυθμιζόμενα Penske αμορτισέρ που χρησιμοποιούσε το πρωτότυπο. Παρόλο δε που το Bruiser έχει δύο ψυγεία νερού τοποθετημένα μπροστά (αντί για το ένα κάτω από τη σέλα του superbike 750) και τον ογκώδη V8 κινητήρα, ο Drysdale λέει ότι έχει πετύχει να ζυγίζει μόλις 206 κιλά στεγνό και να είναι ελαφρώς οπισθόβαρο – εντυπωσιακό για οκτακύλινδρη μοτοσυκλέτα. “Θα μπορούσαμε να μειώσουμε την επιφάνεια των ψυγείων”, λέει, “αλλά επειδή το ένα βρίσκεται χαμηλότερα πίσω από την εξάτμιση, προτίμησα μια ασφαλή λύση για όταν κάνει ζέστη”.

Ολίγη από τεχνική ανάλυση

Για όσους θέλουν μια επανάληψη του μαθήματος για να το εμπεδώσουν καλύτερα, το Drysdale είναι η μοναδική ειδικά σχεδιασμένη γι’ αυτόν τον V8 μοτοσυκλέτα παραγωγής που μπορεί κανείς να αγοράσει. Χρησιμοποιεί όμως όσο το δυνατόν περισσότερα εξαρτήματα από Yamaha, ώστε οι ιδιοκτήτες να μπορούν εύκολα να βρίσκουν ανταλλακτικά. Κάτι που αντικατοπτρίζει την ενθουσιώδη υποστήριξη που παρείχε εξαρχής στην ιδέα η Yamaha Αυστραλίας.

Έτσι, ο 750 V8 που είχε τοποθετηθεί στο πρωτότυπο χρησιμοποιούσε δύο 16βάλβιδες κεφαλές από FZR 400R. Το κάρτερ, ειδικά σχεδιασμένο από τον Ian (πεπειραμένος σχεδιαστής ο ίδιος), είχε κοπεί και ανοίξει κατά μήκος έτσι ώστε να ενσωματωθούν τα δύο μπλοκ των κυλίνδρων στο επάνω τμήμα του στροφαλοθάλαμου, για περισσότερη ακαμψία. Τα μπλοκ των κυλίνδρων τοποθετήθηκαν υπό γωνία 90 μοιρών, για την καλύτερη αντιμετώπιση των πρωτογενών κραδασμών. Ενώ κράτησε την κίνηση των εκκεντροφόρων με καδένα από το κεκλιμένο μοτέρ του FZR 400R, ο Drysdale  κατάφερε να αντιστρέψει τη φορά περιστροφής των εκκεντροφόρων στο πίσω μπλοκ κυλίνδρων. Αντίθετα, διατήρησε τη φορά των εκκεντροφόρων του μπροστινού μπλοκ, όπως και του στροφάλου, προς τα εμπρός. Τα εξαρτήματα του κινητήρα των 56 x 38mm που προέρχονται από τη Yamaha είναι οι μπιέλες και τα πιστόνια (οχτώ από το καθένα), οι 32 βαλβίδες (21mm οι εισαγωγής / 19mm οι εξαγωγής), όπως και οι τέσσερις εκκεντροφόροι οι οποίοι παίρνουν κίνηση κατ’ ευθείαν από τον στρόφαλο, ενώ το 6τάχυτο κιβώτιο και ο υγρός συμπλέκτης προέρχονται από YZF 750.

Οι βασικές αλλαγές που θα γίνουν στον 1.000cc κινητήρα που θα κινεί όλα τα Bruiser είναι να αυξηθεί η διάμετρος και η διαδρομή ώστε να γίνουν 62 x 41,4mm αντίστοιχα, χρησιμοποιώντας ένα εντελώς καινούργιο μπλοκ, ψηλότερο κατά 3mm, που θα έχει όμως ακριβώς την ίδια εμφάνιση. Θα έχει έναν νέο στρόφαλο εφοδιασμένο με μπιέλες σχεδιασμένες από τον Drysdale, ενώ θα χρησιμοποιεί πιστόνια και κεφαλές από YZF 600 Thundercat, οι οποίες θα έχουν τις βάσεις του κινητήρα ενσωματωμένες. Σύμφωνα με τον Drysdale, ο χιλιάρης θα έχει το κόκκινο στις 14.000 στροφές, τη στιγμή που του 750 ήταν στις 16.000, ενώ υπολογίζεται ότι θα αποδίδει 140 άλογα στον τροχό στις 13.500 σ.α.λ. Ο κινητήρας των 750cc που φοράει τώρα το πρωτότυπο, χωρίς να είναι ιδιαίτερα δυνατός, αποδίδει, σύμφωνα με τους κατασκευαστές, 120 άλογα στις 14.200 με την κατασκευασμένη από τον Ian εξάτμιση 8 σε 4 σε 2, η οποία χρησιμοποιεί τελικά Megacycle για να είναι πιο αθόρυβη και να κυκλοφορεί νόμιμα.

Όμως δεν είναι εντελώς αθόρυβη – ευτυχώς, σκέφτεσαι καθώς πατάς το μπουτόν και περιμένεις η μίζα από Kawasaki ZZ-R 250 να γυρίσει τους διπλάσιους κυλίνδρους απ’ ό,τι έχει συνηθίσει. Τελικά παίρνει μπρος βγάζοντας τον χαρακτηριστικό ήχο που κάνουν οι V8 όταν δουλεύουν στο ρελαντί. Όμως μόλις τσιμπήσεις το γκάζι για να την κάνεις να… κελαηδήσει, αντιλαμβάνεσαι ότι η γκαζιέρα είναι πολύ πιο ελαφριά και με καλύτερη αίσθηση συγκριτικά με τα οχτώ αγωνιστικά 32άρια Keihin με επίπεδα σλάιντ που είχε τοποθετήσει ο Ian στo racing 750 V8, το οποίο που είχα οδηγήσει στην πίστα πριν από δύο χρόνια. Εκείνα αργούσαν να αντιδράσουν, εξαιτίας των σκληρών ελατηρίων που χρειάζονταν για να ξεπεράσουν την εντυπωσιακή υποπίεση που δημιουργούσαν οι οχτώ κύλινδροι –δεν υπήρχε άλλος τρόπος παρά να ανοίξουν συγχρόνως και τα οχτώ σλάιντ–, πράγμα που απαιτούσε πολλή δύναμη, έτσι ώστε να είναι απαραίτητη η τοποθέτηση ψεκασμού στις μοτοσυκλέτες παραγωγής. Τώρα τα Bruiser είναι εφοδιασμένα με MoTeC fuel injection, το οποίο έχουν σχεδιάσει από κοινού ο Drysdale μαζί με την πολύ καλή αυστραλέζικη εταιρεία της οποίας τα γραφεία βρίσκονται στη Μελβούρνη, λίγα μέτρα από το δικό του εργοστάσιο. Το αποτέλεσμα είναι επίσης μείωση των καυσαερίων και βελτιωμένη κατανάλωση, δύο βασικά στοιχεία για μια μοτοσυκλέτα με τόσους πολλούς κυλίνδρους. Η κεντρική ηλεκτρονική μονάδα που ελέγχει τον ψεκασμό διαθέτει πλήρη χαρτογράφηση για τα σώματα που προέρχονται από BMW Κ100 (εντάξει, από δύο Μπέμπες φυσικά!). Πρόκειται για οχτώ σώματα 34mm BMW/Bing στα οποία υπάρχει ένα μπεκ Bosch σε κάθε ένα ακριβώς κάτω από την πεταλούδα, εξασφαλίζοντας ελεγχόμενη ροή καυσίμου όταν ανοίγει το γκάζι.

Όμως η χαρτογράφηση του ψεκασμού δεν είχε ρυθμιστεί σωστά στο 750 V8 Bruiser που οδήγησα, καθώς αυτό ήταν ένα πρωτότυπο για να εξελίξουν το πλαίσιο, ενώ το τμήμα R&D δούλευε πάνω στον χιλιάρη κινητήρα. Έτσι η μηχανή δεν γέμιζε στρωτά από χαμηλά και ήθελε το αριστερό χέρι να “πει” γλυκόλογα και κολακείες στον συμπλέκτη, όπως ακριβώς χρειαζόταν και το racing V8 superbike στις εξόδους από αργές στροφές, γιατί ο στρόφαλος δεν είχε αδράνεια αφού τον είχαν ελαφρύνει και είχε φτάσει να ζυγίζει μόνο 5,5 κιλά, από 44 που ήταν το κομμάτι μετάλλου από το οποίο προήλθε.

 

Το τέρας βγήκε παγανιά

Οπωσδήποτε, όταν ξεπεράσεις το όριο των 4.000 στροφών όπου κάνει την εμφάνισή της η ιπποδύναμη, ο μυώδης και τραχύς V8 αρχίζει να ανεβάζει στροφές χωρίς κανένα πρόβλημα μέχρι ψηλά, όπου στρώνει και βγάζει ένα στοιχειωμένο, οξύ ουρλιαχτό. Χτυπώντας μαλακά τον λεβιέ στις 13.500 για να ανεβάσω ταχύτητα στο εξάρι κιβώτιο –αφαιρούμενη “κασέτα”–, ο κινητήρας συνέχισε να βρίσκεται στο σημείο όπου αποδίδει μαζικά τα άλογά του, δουλεύοντας μαλακά σαν μετάξι, αλλά σε πλήρη απόδοση μέχρι το κόκκινο. Παρόλο που οδήγησα το Drysdale λίγο, ίσα για να πάρω μια ιδέα πριν το πλήρες τεστ, πιστεύω ότι λίγες μοτοσυκλέτες απ’ όσες κυκλοφορούν στο εμπόριο θα μπορούν να προσφέρουν τέτοιον δυναμικό συνδυασμό ισχυρού χαρακτήρα και ευαισθησίας όπως αυτός που θα έχει το Bruiser στην τελική του μορφή, όταν θα βγάζει περισσότερα άλογα από τον πολυκύλινδρο κινητήρα 1.000cc.

Το V8 Bruiser θα έχει εντελώς διαφορετικό στήσιμο από το πιο αθλητικό superbike, ώστε να ικανοποιηθούν κάποια αιτήματα που είχαν διατυπώσει υποψήφιοι αγοραστές. Η μοτοσυκλέτα θα είναι σημαντικά χαμηλωμένη πίσω, το πιρούνι της θα βγαίνει πολύ μπροστά και, με τη βοήθεια και  της νέας εξάτμισης 8 σε 4 σε 2 που είναι χαμηλά πλάι στο μοτέρ, θα έχει σημαντικό πρόβλημα στα ανώμαλα εδάφη, ενώ η αγωνιστική μπορούσε να κινείται σε πολύ ψηλές ταχύτητες με ελαστικά slick χωρίς να βρίσκει στην άσφαλτο. Το Bruiser είναι ακριβώς το αντίθετο, πλάγιασέ το περισσότερο από 30 μοίρες και ετοιμάσου να ακούσεις τον ήχο που κάνουν τα μέταλλα όταν ξύνουν την άσφαλτο. Αυτή είναι μια μοτοσυκλέτα του τύπου “σημαδεύω και ορμάω”, δηλαδή στην ευθεία τα δίνω όλα και στις στροφές πάω σαν κότα, για να ικανοποιηθούν οι μελλοντικοί αγοραστές, όπως υποθέτω. Οπωσδήποτε, για να καλυφθούν οι απαιτήσεις τους, η θέση οδήγησης είναι λογική – και εξαιρετική, χάρη στη σοφή απόφαση του Drysdale να αντιγράψουν τις πετυχημένες αναλογίες του Ducati Monster, χρησιμοποιώντας ακόμη και το τιμόνι του. Έτσι, η μοτοσυκλέτα έχει μια σχεδόν όρθια, αλλά και δυναμική θέση οδήγησης. Και παρόλο που δεν υπάρχει περίπτωση να ξεχάσεις ότι ανάμεσα από τα πόδια σου έχεις έναν πολύ φαρδύ κινητήρα, και ότι το 16λιτρο ρεζερβουάρ είναι κάτω από τη σέλα αντί για λίγο εδώ και λίγο εκεί όπως στη superbike, το Bruiser σού δίνει την αίσθηση ότι είναι συμπαγές και σε κάνει να αισθάνεσαι ότι κάθεσαι μέσα στη μηχανή και όχι επάνω στα καπάκια των εκκεντροφόρων κάποιου μικρού V8. Ευχάριστη αίσθηση.

Επίσης, φρενάρει και στρίβει αρκετά καλά, μέσα στα όρια που θέτει η χαμηλή απόσταση από το έδαφος. Ο τρόπος που η μοτοσυκλέτα κρατά την πορεία της με το γκάζι γεμάτο ή και όταν την “κρεμάς”, σου δίνει την αίσθηση ότι ο Ian έδωσε τις σωστές αναλογίες στη γεωμετρία της. Τα αμορτισέρ Penske διαθέτουν όλες τις ρυθμίσεις, παρέχουν καλή ποιότητα κύλισης για ψαλίδι με δύο αμορτισέρ και μεταφέρουν την ιπποδύναμη στο δρόμο με προβλέψιμο τρόπο.

Η μελωδία της ευτυχίας

Βέβαια, δεν μπορώ παρά να σκεφτώ ότι το κράτημα της συγκεκριμένης μοτοσυκλέτας δεν θα ενδιαφέρει τους ιδιοκτήτες της τόσο πολύ όσο ο μελωδικός ήχος του V8 κινητήρα της, ο ήρεμος και ευκολοδήγητος χαρακτήρας της χάρη στον ψεκασμό της MoTeC και πάνω απ’ όλα βέβαια η εμφάνισή της. Κοιτώντας το Drysdale V8 Bruiser από πίσω αριστερά, καθώς ακουμπούσε στο σταντ και γυάλιζε στις ακτίνες του ήλιου που έδυε, μου έδωσε μια νέα ερμηνεία περί του τί σημαίνει μυώδης μοτοσυκλέτα. Εάν η Ducati κατασκεύαζε –κάτι που φαντάζει πιθανό στο μέλλον– ένα τετρακύλινδρο Monster εφοδιασμένο με τον V4 των ΜotoGP, το αποτέλεσμα θα ήταν μια μοτοσυκλέτα που θα έμοιαζε να έχει τον μισό κινητήρα και τη μισή δύναμη από το Drysdale V8 Bruiser. Όμως το Τέρας από το νότιο ημισφαίριο είναι ήδη εδώ περιμένοντας τους αγοραστές του, αν και αφορά μόνο αυτούς που διαθέτουν πλατινένιες πιστωτικές κάρτες και πολλά μηδενικά στο τέλος του υπόλοιπου του τραπεζικού τους λογαριασμού. Ας ελπίσουμε ότι θα τους βρει…

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

 

Κατασκευαστής / Μοντέλο:    Drysdale / V8 Bruiser

Τιμή ():  30.000 (και βάλε…)

Κινητήρας:              Τετράχρονος, οκτακύλινδρος V 90o, υγρόψυκτος, 2EΕΚ, 4Β/Κ

Ισχύς (hp/rpm):       140/13.500

Διάμετρος x Διαδρομή (mm): 62 x 41,4

Χωρητικότητα (cc): 999.4

Ανάφλεξη:               Ψηφιακή

Τροφοδοσία:           Ψεκασμός MoTec, με σώματα 34mm BMW/Bing και μπεκ Bosch

Σύστημα εξαγωγής: 8 σε 4 σε 2

Σύστημα λίπανσης:  Υγρό κάρτερ

Σύστημα εκκίνησης:                Μίζα

Τύπος συμπλέκτη:   Υγρός, πολύδισκος, υδραυλικός

Τελική μετάδοση:    Κιβώτιο 6 σχέσεων (ή κατ’ επιλογήν 5 σχέσεων), αλυσίδα

ΠλαίσιοΑτσάλινο χωροδικτύωμα, αλουμινένιο ψαλίδι

Μεταξόνιο (mm):    1.430

Γωνία κάστερ (ο):    26

Ύψος σέλας (mm): 700

Απόσταση από έδαφος:           Απειροελάχιστη…

Βάρος κενή (kg):     206

Ρεζερβουάρ (l):       16

Ανάρτηση Εμπρός:  Ανεστραμμένο τηλεσκοπικό πιρούνι

Ρυθμίσεις:               Προφόρτιση ελατηρίων, απόσβεση συμπίεσης και επαναφοράς

Ανάρτηση Πίσω:     Δύο αμορτισέρ Penske

Ρυθμίσεις:               Προφόρτιση ελατηρίων, απόσβεση συμπίεσης και επαναφοράς

Φρένο Εμπρός:       Δύο δίσκοι 298mm, δαγκάνες τεσσάρων εμβόλων

Φρένο Πίσω:           Δίσκος 220mm

Ετικέτες