Η πρώτη Ducati 851

Μια απίστευτη ιστορία με ελληνικό χρώμα
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

6/7/2017

Η Ducati 851 Tricolore έχει τα χρώματα της ιταλικής σημαίας, όμως ένα μέλος του Ducati Athens Club 1990, κατάφερε να αγοράσει σε δημοπρασία του εξωτερικού  την πρώτη τετραβάλβιδη, υγρόψυκτη Ducati που κατασκευάστηκε ποτέ (!) δίνοντας στην ιστορία μας ελληνικό χρώμα. Μετά την άφιξη της μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα τα (πάντα) δραστήρια μέλη του Ducati Athens Club 1990 έκαναν μια ξεχωριστή εκδήλωση, ζητώντας από τα υπόλοιπα μέλη τους να συγκεντρώσουν σε έναν χώρο όλα τα 851/888 που έχουν.

Έτσι, παρά την καταρρακτώδη βροχή εκείνου του Σαββάτου, στο πεζοδρόμιο έξω από το Le Greche πάρκαραν η πρώτη 851 Tricolore, μέχρι και την τελευταία μπλε 888! Εμείς ζητήσαμε από τον ιδιοκτήτη αυτή της σπάνιας (και άκρως συλλεκτικής) μοτοσυκλέτας να μας γράψει ένα κείμενο με όλη την ιστορία της, αλλά κυρίως με όλες τις καυτές λεπτομέρειες και τα κουτσομπολιά που την συνοδεύουν. Στο κείμενο που ακολουθεί θα μάθετε γιατί έχουν ένα στρογγυλό σημάδι στην σέλα τους τα πρώτα 851, πού εμπλέκεται η βρετανική Cosworth, ποιο εξάρτημα της Ferrari F40 έχει χρησιμοποιήσει η Ducati στην 851 και πολλά άλλα τρελά, παλαβά αλλά και άκρως ενδιαφέροντα στοιχεία από ιστορικής άποψης!

 

 

Κείμενο: Γιώργος Ματσανίκας (Ιδιοκτήτης του 851 Tricolore και μέλος του Ducati Athens Club)

Φωτό: Πάνος Λαγογιάνης (μέλος του Ducati Athens Club)

Το Ducati Club Hellas 1990, η παλιότερη λέσχη φίλων της Ιταλικής μάρκας συνεχίζει την προσπάθεια να γνωρίσει στους νεότερους φίλους της μάρκας και γενικότερα στο ευρύ μοτοσυκλετικό κοινό την ιστορία της Ducati μέσα από διάφορες θεματικές εκδηλώσεις ιστορικών μοντέλων. Μετά από τις πολύ πετυχημένες εκδηλώσεις για τα 90 χρόνια της εταιρείας, καθώς και της μονοήμερης εκδρομής με τα μονοκύλινδρα της δεκαετίας του 1960-70, ήρθε και η εκδήλωση για τα 30 χρόνια της εμβληματικής Ducati 851, του μοντέλου που έφερε την Ducati ξανά στις επιτυχίες και με το οποίο κατέκτησε τα παγκόσμια πρωταθλήματα superbikes του 1990,1991,1992. Στην συνεχεία μετουσιώθηκε στην απόλυτη μοτοσυκλέτα των ‘90ies. την 916, που κατέκτησε τους παγκόσμιους τίτλους 1994,1995,1996,1998,1999, αλλά και τις καρδιές των Ducatisti και μια μόνιμη θέση στο μουσείο μοντέρνας τέχνης της ΝέαςΥόρκης.

Η ιστορία των Desmoquattro κινητήρων παραγωγής (ο πρώτος τετραβάλβιδος desmo είχε δοκιμαστεί στην GP 500 πριν το 1970) ξεκίνησε νωρίς το 1985, όταν πλέον η Ducati είχε περάσει στα χέρια των παντοδύναμων αδελφών Castglioni, στους οποίους μεταξύ άλλων ανήκε η Moto Morini και η Gagiva. Οι Castglioni έβαλαν τα κεφάλαια που χρειάζονταν η Ducati για να εξελίξει τους κινητήρες της, αφού ήταν πλέον φανερό ότι οι δικύλινδροι, διβάλβιδοι και αερόψυκτοι κινητήρες της, είχαν φτάσει πλέον στο όριο της απόδοσής τους και δεν μπορούσαν να ανταγωνιστούν την δύναμή των υγρόψυκτων τετρακύλινδρων ιαπωνικών μοτοσυκλετών.

Για τη εξέλιξη του κινητήρα επιστρατεύτηκε ο Massimo Bordi, μηχανικός που κατά την διάρκεια των σπουδών του το 1973 είχε εργασθεί σε ένα τετραβάλβιδο κινητήρα της Ducati για την διπλωματική του εργασία. Στην αρχή η εξέλιξη της κεφαλής έγινε σε συνεργασία με την αγγλική Cosworth των Mike Costinkai Keith Duckworth το 1985-’86, (που ήταν υπεύθυνοι για μερικούς από τους πιο πετυχημένους κινητήρες της F1), αλλά καθώς η Ducati επέμεινε στο δεσμοδρομικό σύστημα κίνησης των βαλβίδων, η Cosworth αποσύρθηκε και η τελική μορφή της κεφαλής ήταν αποτέλεσμα αποφάσεων και εξέλιξης της Ducati και του Bordi εξολοκλήρου.

Η πρώτη προσπάθεια για το πρώτο υγρόψυκτο τετραβάλβιδο μοτέρ έγινε ήδη από το 1986, με τον μηχανικό της G.Mengoli και το πρωτότυπο του 748ie που έτρεξε στον αγώνα αντοχής του Bold’Or 24 Hours στη Γαλλία τον Σεπτέμβριο του 1986, και κατάφερε να αγωνιστεί για 13 ώρες πριν εγκαταλείψει από διωστήρα .

Ήταν ένα πρωτότυπο υγρόψυκτο μοτέρ, με τέσσερις βαλβίδες, που όμως απέδοδε πάνω από 100 ίππους. Είχε καταλύτη στην εξάτμιση, κάτι που επιλέχθηκε ως βασικό στοιχείο εξέλιξης του κινητήρα. Στη συνέχεια ο Bordi παρουσίασε το 1987 το πρωτότυπο 851 που απέδιδε 120 ίππους στις 10.500 στροφές και με το οποίο αγωνίσθηκε ο Marco Licchinelli το 1987 στον αγώνα Battle Of Twins στη Daytona όπου ανακηρύχθηκε νικητής. Πλέον, για να μπορέσει η μοτοσυκλέτα να ομολογκαριστεί και να στοχεύσει τις νίκες στο παγκόσμιο πρωτάθλημα SBK παρήχθησαν 207 αγωνιστικά μοντέλα 851, ή “Kit Bike” όπως τα ονομάσανε, και 304 μοντέλα Strada για χρήση δρόμου.

Όλες οι μοτοσυκλέτες ήταν βαμμένες μόνο σε ένα σχέδιο στα χρώματα της ιταλικής σημαίας εξού και το προσωνύμιο Tricolore.

Στην συνέχεια, στον πρώτο αγώνα στο παγκόσμιου πρωταθλήματος του 1998, η μοτοσυκλέτα στην παρθενική της επαφή με τους αγώνες κέρδισε την καρώ σημαία. Πολύ καλά πήγε και το 1989 με κύριο μέλημα του εργοστασίου την εξέλιξη της αξιοπιστίας της και τελικά έκλεισε με την απόλυτη κυριαρχία και συλλογή των παγκοσμίων πρωταθλημάτων 1990, '91 και ’92.

Στην εκδήλωση του Ducati Club Hellas 1990 κατάφεραν να μας παρουσιάσουν τρία μοντέλα των μελών της λέσχης, που καλύπτουν αντιπροσωπευτικά όλο το φάσμα της παραγωγής, από το πρώτο Tricolore Strada του 1988, το κλασσικό και υπέροχο κόκκινο μοντέλο 851 του 1992 με τον άσπρο σκελετό, που έβγαινε σχεδόν ίδιο από το 1990 έως το 1992 με βελτιωμένες πλέον αναρτήσεις και ηλεκτρικά, καθώς και το τελευταίο μοντέλο του 1993 το ονομαζόμενο 888 -αφού ο κυβισμός είχε αυξηθεί μεγαλώνοντας την διάμετρο του πιστονιού από τα 92mm στα 94mm.

Το Tricolore 851 Strada που βλέπουμε στις φωτογραφίες είναι το πρώτο (!) από τα 304 που παρήχθησαν και είναι η μοτοσυκλέτα που έφερε την τεχνολογική επανάσταση στην εταιρεία με εντελώς καινούργιες τεχνολογικές λύσεις από ό,τι συνήθιζε η εταιρεία να παράγει μέχρι τότε. Κύριες διαφορές με την προηγουμένη "κοσμοθεωρία" της Ducati ήταν η υδρόψυξη, οι τετραβάλβιδες κεφαλές, ο ηλεκτρονικός ψεκασμός (που όμως συνδυάστηκε υπέροχα με την παράδοση διατηρώντας το δεσμοδρομικο σύστημα κίνησης των βαλβίδων), οι δυο κύλινδροι σε κλασική διάταξη V-90 μοιρών (ή L όπως την αποκαλούσε ο Taglioni), ο ξηρός συμπλέκτης και το κλασσικό σωληνωτό ατσάλινο πλαίσιο, που πλέον είχε εξελιχθεί ώστε να προσφέρει εξαιρετική στιβαρότητα και ακαμψία.

Από το 1998 μέχρι το 1994 παρήχθησαν συνολικά 9.421 851, συμπεριλαμβανόμενων των αγωνιστικών μοτοσυκλετών, των ειδικών εκδόσεων καθώς και των εφτά χειροποίητων πρωτότυπων μοντέλων του Bordi του 1987. Όλες οι μοτοσυκλέτες παραγωγής ήταν μόνο κόκκινες, όπως το μοντέλο του 1992 της εκδήλωσης του κλαμπ που βλέπουμε στις φωτογραφίες, εκτός από τα 511 μοντέλα που παρήχθησαν το 1988, καθώς και τα τελευταία 15 μοντέλα του 888 Strada που παρήχθησαν μόνο σε 300 μονάδες και 15 από αυτά βάφτηκαν με μπλε χρώμα κατευθείαν πανω από το κόκκινο, κατά εντολή του Ιάπωνα εισαγωγέα της Ducati στο Τόκυο . Ένα από αυτά επέστρεψε στην Ελλάδα και  βρίσκεται στα χέρια του προέδρου του Ducati Club Hellas 1990, Νίκου Καλαμβρέτζου.

Όταν ο δημιουργός τους, ο Bordi, αποσύρθηκε το 2001 (και ως τεχνικός διευθυντής ανέλαβε ο Mengoli) τον ρωτήσανε ποιο μοντέλο από αυτά που δημιούργησε θα ήθελε να έχει στην συλλογή του και χωρίς δισυαγμό επέλεξε το 888 Strada του 1993, καθώς ήταν το τελευταίο και καλύτερο μοντέλο απαλλαγμένο από τα προβλήματα της νεότητάς του και με απαράμιλλή βελούδινη λειτουργία και φιλικότητα!

Γυρίζουμε λοιπόν στην ντίβα της εκδήλωσης, το 851 Tricolore, την πρώτη υδρόψυκτη, τετραβάλβιδη Ducati παραγωγής και μοναδικής στην Ελλάδα, καθώς δεν εισήχθη ποτέ επίσημα στη χώρα μας. Οι περίπου 11.000 λίρες Αγγλίας την καθιστούσαν μια από τις ακριβότερες μοτοσυκλέτες παραγωγής της εποχής της (εκτός της Yamaha FZR750R που ήταν η ακριβότερη Homologation Ready Superbike).  Ας δούμε μερικά από τα τεχνικά χαρακτηριστικά της, καθώς και κάποια παραλειπόμενα που πάντα ως αστικοί μύθοι συνοδεύουν την δημιουργία ενός καινούργιου "αιρετικού" μοντέλου. Ας μην ξεχνάμε ότι για τους σκληροπυρηνικούς φίλους της εταιρείας, ηλεκτρονικά, σένσορες, σωλήνες νερού, ήταν πράγματα που οι παλιότεροι… δεν έβλεπαν με καλό μάτι!

 

 

Η 851 Τρικολόρε η πρώτη τετραβάλβιδη Ducati παραγωγής είχε κα κάτωθι τεχνικά χαρακτηριστικά

--------------------------------------------------------

 

-Τα πρώτα μόνο μοντέλα παραγωγής είχαν στο αφρώδες της σέλας ένα ελάττωμα που εξαλείφθηκε στα μεταγενέστερα μοντέλα, ήταν ένα στρογγυλό σημάδι, που εικασίες ήθελαν να είχε προκληθεί από ένα τεχνικό στο εργοστάσιο που κατά λάθος άφησε πάνω στο καλούπι μια Μόκα, μια καυτή μηχανή παρασκευής εσπρέσο! 

 

-Οι ζάντες του Strada ήταν περιέργως 16αρες Marvic με στεφάνια αλουμινίου Akront, που θεωρούνται έργα τέχνης σήμερα, αλλά τότε ήταν υπεύθυνα για την περίεργη συμπεριφορά της μοτοσυκλέτας και την μείωση των δυνατοτήτων της, κάτι που κατακρίθηκε αρκετά από τον ειδικό τύπο της εποχής και που δεν απαντήθηκε ποτέ ικανοποιητικά από το εργοστάσιο!

 

-Καθώς η Ducati ήταν στην αγορά για ένα σύστημα ηλεκτρονικού ψεκασμού, επιλέχθηκε το σύστημα της Weber-Marelli που ήταν έτοιμο και ήταν το ίδιο που χρησιμοποιείται στην Ferrari F40. Ήταν ένα σύστημα "χαρτογραφημένου" ψεκασμού, αντίθετα από τα συστήματα της Bosch, και η εξέλιξη γινόταν στο δυναμόμετρο, όπου ο υπολογιστής ανάφλεξης και ψεκασμού έπαιρνε υπόψιν μόνο τη θέση της πεταλούδας και τις στροφείς του μοτέρ!

 

-Ο Bordi ήθελε να το ονομάσει 850 αλλά ο Mengoli τον έπεισε να το πούνε 851 για να αποφύγουν σύγχυση με το Fiat 850.

 

-Η έκδοση Strada, αν και αρκετά μειωμένη σε επιδόσεις από την αγωνιστική, ήταν ουσιαστικά η ίδια μοτοσυκλέτα και μπορούσε πολύ εύκολα να τροποποιηθεί ώστε να αποδίδει 120 ίππους , με καινούργιο τσιπάκι εγκέφαλου, εκκεντροφόρους, βαλβίδες ελαφρού κράματος και ελεύθερες εξατμίσεις! Έλειπε μόνο το αγωνιστικό ψαλίδι και οι 17αρες ζάντες μαγνησίου!

 

-Τα φρένα του πρώτου Tricolore μοντέλου παραγωγής ήταν της Brembo, τετραπίστονες δαγκάνες με πλήρως πλευστούς δίσκους από χυτοσίδηρο των 285 χιλιοστών, που αργότερα αντικαταστάθηκαν με ατσάλινους προς απογοήτευση των αγοραστών.

 

-Τα πρώτα μοντέλα Tricolore ήταν ουσιαστικά μια περιορισμένη παραγωγή και πολλά μέρη ήταν χειροποίητα, καθώς δεν είχαν αναπτυχθεί οι γραμμές παραγωγής. Ττα φαίρινγκ ήταν πολυεστερικά, απλωμένα στο χέρι, το ντεπόζιτο αλουμινίου είκοσι λίτρων φτιαγμένο στο χέρι, όπως ήταν και μερικά αλουμινένια μέρη της πίσω ανάρτησης.

 

Η 851 παρότι ως πρώτο μοντέλο είχε αρκετά παιδικά προβλήματα, άλλαξε τη ροή της ιστορίας για την Ducati, αφού ξεκίνησε την δεσμοδρομική τετραβάλβιδη κυριαρχία για μια ολόκληρη εικοσαετία! Η ευκαιρία να βλέπουν και οι νεότεροι τέτοια ιστορικά μοντέλα σε λειτουργία και να μπορούν να τα αγγίξουν και να ακούσουν την μελωδία των κινητήρων τους είναι ανεκτίμητη, όπως και η προσπάθεια όλων των λεσχών και φίλων κλασσικών μοτοσυκλετών και μη, που πασχίζουν θυσιάζοντας τον ελεύθερο χρόνο τους μην υπολογίζοντας έξοδα. Παρά τα όποια λάθη ή παραλείψεις, είναι πάνω από κάθε κριτική και αποτελούν παράδειγμα προς μίμηση!

 

 

Η γένεση της αξιόπιστης ιαπωνικής πολυπλοκότητας

Με το πλεονέκτημα της επιλεκτικής "αντιγραφής"
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

25/7/2022

Από το 1900 τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες είχαν ξεπεράσει το στάδιο της “πατέντας” και του “πρωτότυπου” και είχαν γίνει πλέον “βιομηχανικά προϊόντα”. Έως το 1940 οι μηχανολόγοι είχαν ανακαλύψει και είχαν δοκιμάσει τα πάντα σε ό,τι είχε σχέση με τους κινητήρες εσωτερικής καύσης. ΤΑ ΠΑΝΤΑ.

Υπερσυμπιεστές, ψεκασμοί, δεσμοδρομικά συστήματα κίνησης βαλβίδων, υγρόψυκτοι δίχρονοι, δίχρονοι με υπερσυμπιεστή, τετραβάλβιδοι θάλαμοι καύσης, εκκεντροφόροι επικεφαλής, ξηρά κάρτερ, κράματα μαγνησίου και αλουμινίου, ηλεκτρικά αυτοκίνητα, τετρακύλινδρες εν σειρά μοτοσυκλέτες, V12 και V16 αυτοκίνητα, αυτοφερόμενα πλαίσια monocoque, αναρτήσεις μοχλισμού, υδραυλικά αμορτισέρ, υδραυλικά φρένα, περιστροφικά αμορτισέρ… You name it!

 

Τετρακύλινδρη εν σειρά του 1912

Οποιαδήποτε μοτοσυκλέτα και αυτοκίνητο έχει κατασκευαστεί μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έχει “αντιγράψει” μία ή περισσότερες τεχνολογικές λύσεις που ήδη υπήρχαν από το 1930 (οι περισσότερες από αυτές από το 1915). Οπότε όποιος κατηγορεί οποιονδήποτε για αντιγραφή βλέπει τον κόσμο μέσα από την κλειδαρότρυπα του δωματίου του, διότι στην πραγματικότητα θα πρέπει να χρησιμοποιούμε τον όρο “επιλογή” και όχι “αντιγραφή”.

 

Μέχρι το 1950 που οι Αμερικάνοι και οι Ρώσοι άρχισαν να χρησιμοποιούν μαζικά την τεχνολογία των κινητήρων Jet και των πυραύλων που είχαν πάρει από τους Ναζί, ξεκινώντας τον σκληρό ανταγωνισμό τους για την κατάκτηση του διαστήματος, τα μαχητικά αεροπλάνα χρησιμοποιούσαν κινητήρες εσωτερικής καύσης με έμβολα. Διαθέτοντας άφθονο χρήμα και τους καλύτερους μηχανολόγους του κόσμου, οι πολεμικοί αεροπορικοί κινητήρες της κάθε χώρας αποτελούσαν την τεχνολογική αφρόκρεμα, καθώς η απόδοση και η αξιοπιστία τους έκρινε το αποτέλεσμα της μάχης. Την ίδια στιγμή, τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες απευθύνονταν αποκλειστικά στους βαθύπλουτους και την πολύ υψηλή κοινωνία, αποτελώντας αντικείμενα επίδειξης οικονομικής δύναμης και όχι μεταφορικά μέσα. Αυτό σημαίνει πως ο βασικός στόχος των κατασκευαστών τους ήταν να εντυπωσιάσουν τους πελάτες με τις επιδόσεις και την “ανώτερη” τεχνολογία τους, υιοθετώντας κάθε τι που είχε σχέση με τα πολεμικά αεροπλάνα και δεν είναι καθόλου τυχαίο που πολλά αυτοκίνητα της εποχής είχαν στον πίνακα οργάνων τους δείκτη υψόμετρου! 

 

Κινητήρας Peugeot με δεσμοδρομικό σύστημα κίνησης βαλβίδων του 1916

Η μέγαλη διαφορά του τότε με το σήμερα είναι πως δεν υπήρχε εύκολος τρόπος να αντιγράψεις τις τεχνολογικές λύσεις μιας άλλης χώρας.

Τα ταξίδια από τη μία χώρα στην άλλη διαρκούσαν μήνες, τα πανεπιστήμια δεν είχαν internet και η επικοινωνία γινόταν με… ταχυδρομικά περιστέρια.

Το τί έκαναν οι υπόλοιποι μηχανολόγοι στις άλλες χώρες το μάθαινες και το έβλεπες στους αγώνες ταχύτητας και στο πεδίο της μάχης. Προφανώς στις μάχες δεν υπήρχε περίπτωση να σου πει ο πιλότος της αντίπαλης χώρας για την τεχνολογία του αεροπλάνου του, ούτε φυσικά στους αγώνες σου έλεγαν τί είχαν τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες τους, αφού έτρεχαν ως εθνικές ομάδες και τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες ήταν βαμμένα στα εθνικά χρώματα (μπλε τα γαλλικά, πράσινα τα βρετανικά, ασημί τα γερμανικά, κόκκινα τα ιταλικά κ.ο.κ.). Η κατασκοπία και η “κλοπή” σχεδίων, ακόμα και οι δολοφονίες μηχανολόγων ήταν πολύ συνηθισμένη πρακτική.

 

Δίχρονος DKW με υπερσυμπίεστη του 1935

Σήμερα βέβαια, η πρόσβαση στην υψηλή τεχνολογία είναι μόνο θέμα χρημάτων. Με ένα κλικ στο ποντίκι του ηλεκτρονικού σου υπολογιστή μπορείς να φτιάξεις τη δική σου εταιρεία μοτοσυκλετών ή αυτοκινήτων, χωρίς να χρειάζεται να έχεις δικό σου εργοστάσιο. Ούτε καν δικές σου αποθήκες δεν χρειάζεσαι. Εννοείται πως δεν υπάρχουν εθνικοί φραγμοί και είναι ελάχιστες οι περιπτώσεις που η εθνική ταυτότητα του αγοραστή αποτελεί πρόβλημα για την πώληση τεχνολογίας από την μία χώρα στην άλλη.

Όμως μετά τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά και η βιομηχανία των μοτοσυκλετών δεν είχε καμία σχέση με το παρόν.

Κάθε χώρα είχε τα δικά της προβλήματα και η εθνική οικονομία καθόριζε την στρατηγική των εταιρειών. Η Βρετανία ήταν από τους νικητές του πολέμου και ως σύγχρονη αυτοκρατορία της εποχής (Ινδία, Χονγκ Κονγκ, Μακάο, Αυστραλία, Καναδάς και πολλές αφρικανικές χώρες ήταν και παραμένουν…. υπό την πολιτική και επιχειρηματική επιρροή της) έπρεπε η εθνική βιομηχανία της να τροφοδοτήσει με οχήματα τις αποικίες της. Σε αυτή τη μεγάλη προστατευμένη αγορά, δεν είχε κανέναν σοβαρό ανταγωνιστή και η βιομηχανία της δεν χρειαζόταν να κοπιάσει ιδιαίτερα για να πουλήσει. Το ζητούμενο ήταν να φτιάξει όσα περισσότερο οχήματα μπορούσε, το συντομότερο χρονικό διάστημα. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που οι Βρετανοί άφησαν στην άκρη τους μεγάλους, πανάκριβους και περίπλοκους V2 κινητήρες των 1000 κυβικών και στράφηκαν στους μονοκύλινδρους και στην πιο απλή μορφή των δικύλινδρων εν σειρά.

Βρετανικός V2 κινητήρας JAP με 980 κυβικά του 1928

Την ίδια στιγμή η αποδεκατισμένη από επιστήμονες και κουτσή από εγκαταστάσεις εθνική βιομηχανία της Γερμανίας και της Ιταλίας, δηλαδή των χαμένων του πολέμου, έπρεπε να κατασκευάζει πολλά, μικρά-φτηνά οχήματα για να προσφέρουν οικονομική μετακίνηση στους κατοίκους τους, υπό τους αυστηρούς περιορισμούς στην πρόσβαση πρώτων υλών που τους είχαν θέσει οι νικητές του πολέμου.

Στη Γαλλία, τη χώρα που γεννήθηκαν οι πιο νεωτεριστικές μηχανολογικές ιδέες (στα όρια του σουρεαλισμού κάποιες φορές) η φορολογική πολιτική των μεταπολεμικών κυβερνήσεων στραγγάλισε την εθνική βιομηχανία της και την οδήγησε στην εσωστρέφεια. 

Στις ΗΠΑ από την άλλη μεριά, τα δολάρια και τα πετρέλαια “έτρεχαν” στους ολοκαίνουριους δρόμους με τις τέσσερεις λωρίδες κυκλοφορίας και οι Αμερικάνοι κατανάλωναν σε τεράστιες ποσότητες τα πάντα. Η εθνική βιομηχανία τους επικεντρώθηκε στην ποσότητα και τον εντυπωσιασμό, οπότε από τις Duesenberg με τους δύο επικεφαλής εκκεντροφόρους και τους υπερσυμπιεστές του 1931 και τις V12 Packard και V16 Cadillac  του 1912 και του 1921 , κατάντησαν να κατασκευάζουν V8 αυτοκίνητα με ωστήρια και από τις τετρακύλινδρες Henderson έμειναν κολλημένοι για πάντα στις V2 με περιεχόμενη γωνία της 45⁰ και ξεχωριστό κιβώτιο ταχυτήτων που έπαιρνε κίνηση με αλυσίδα.  Άφθονα κυβικά και γρήγορη διαδικασία παραγωγής, με ευκολία επισκευής από ανειδίκευτους μηχανικούς. “Bigger – Looonger – Looower” και “You can fix it with a hammer” ήταν η συνταγή της επιτυχίας στις ΗΠΑ.

 

Αμερικάνικος οκτακύλινδρος εν σειρά με 2ΕΕΚ και υπερσυμπιεστή των αδερφών Duesemberg του 1931

Σε όλη αυτή την ιδιόμορφη μεταπολιτική κατάσταση στον κόσμο, η Ιαπωνική εθνική βαριά βιομηχανία δεν είχε απολύτως τίποτα! Η τοπική αγορά ήταν πολύ μικρή και κυρίως πολύ φτωχή για να καταναλώσει τα προϊόντας της σε ποσότητες που θα της επέτρεπαν να επιβιώσει. Την ίδια στιγμή το τεχνολογικό επίπεδο και οι βιομηχανικές υποδομές της ήταν αστείες για να κατασκευάσει προϊόντα προς εξαγωγή.

Τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες που κατασκεύαζαν ήταν αντίγραφα προπολεμικών βρετανικών σχεδίων (όχι κλεμμένα, κανονικά αγορασμένα blue-print) και οι εγκαταστάσεις των εργοστασίων τους είχαν υποστεί ολική καταστροφή. Η βιομηχανική τεχνολογία/τεχνογνωσία τους (το know-how δηλαδή) ήταν υποτυπώδης και ο ισχυρισμός πως οι καμικάζι έριχναν τα αεροπλάνα στο στόχο τους (θυσιάζοντας τη ζωή τους προφανώς) γιατί ήταν τόσο κακά που δεν είχαν καμία άλλη επιχειρησιακή/επιθετική δυνατότητα έναντι των αντιπάλων τους, δεν είναι πολύ μακριά από την πραγματικότητα.

Ο μόνος τρόπος επιβίωσης της Ιαπωνικής εθνικής βιομηχανίας οχημάτων ήταν οι μαζικές εξαγωγές στην υπερκαταναλωτική αγορά των ΗΠΑ και ο μόνος τρόπος για να τα κατασκευάσουν σε σύντομο χρονικό διάστημα είναι να πάρουν έτοιμη τεχνογνωσία.

Το γεγονός όμως πως δεν είχαν “παράδοση” στην κατασκευή οχημάτων και τα εργοστάσια τους είχαν ισοπεδωθεί από τους βομβαρδισμούς είχε και ένα ΤΕΡΑΣΤΙΟ πλεονέκτημα.

Το πλεονέκτημα ήταν πως ξεκινούσαν από ένα λευκό χαρτί και μπορούσαν να διαλέξουν τα καλύτερα στοιχεία από τις εθνικές βιομηχανίες των υπόλοιπων χωρών. Επίσης, τα καινούρια εργοστάσια που έφτιαξαν διέθεταν σύγχρονο εξοπλισμό και ήταν έτοιμα να εφαρμόσουν στην παραγωγή τις νέες μεθόδους κατασκευής που είχαν ανακαλυφθεί από την πολεμική βιομηχανία κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (κυρίως τη γερμανική).

Έχοντας ήδη δεσμούς με την βρετανική βιομηχανία οχημάτων πριν τον πόλεμο, αλλά και με τους μηχανολόγους της Ανατολικής Γερμανίας να έχουν “τάσεις φυγής” από τη Σοβιετική Ένωση στην οποία είχε περιέλθει πλέον η μισή Γερμανία, τα Ιαπωνικά εργοστάσια ξεκίνησαν ένα σαφάρι συλλογής βιομηχανικής τεχνογνωσίας, κυρίως από αυτές τις δύο χώρες. Από τους Βρετανούς πήραν μόνο την εμφάνιση των μοτοσυκλετών τους, ενώ από τους Γερμανούς πήραν τις μεθόδους κατασκευής και την “στρατιωτικών προδιαγραφών” ποιότητα κατασκευής (μαζί με την τεχνολογία των δίχρονων και Wankel κινητήρων). Οι περισσότερες γερμανικές μοτοσυκλέτες εξελίχθηκαν για τις ανάγκες του στρατού και είχαν πολύ καλή στεγανοποίηση του ηλεκτρικού συστήματος .

 

Zundapp K 800, τετρακύλινδρη boxer του 1938

Επίσης οι Γερμανοί χρησιμοποιούσαν τα καλύτερα συστήματα τροφοδοσίας για μοτοσυκλέτες (τα γαλλικά καρμπιρατέρ της SOLEX, τα σχέδια των οποίων το 1960 αγόρασαν οι Ιάπωνες ιδρύοντας την Mikuni) ώστε να αντέχουν σε όλες τις καιρικές συνθήκες του πολέμου.

Επίσης από τις γερμανικές μοτοσυκλέτες εμπνεύστηκαν τη στρατιωτική (κυρίως αεροπορική) φιλοσοφία σχεδιασμού των κινητήρων τους, η οποία θέλει κάθε εξάρτημα να κάνει μόνο μία δουλειά και έπαιξε τεράστιο ρόλο στην αξιοπιστία τους.

Οι βρετανοί ήταν οπαδοί της σχεδιαστικής και κατασκευαστικής απλότητας και οι περισσότεροι κινητήρες τους χρησιμοποιούσαν απλοϊκά συστήματα λίπανσης και ηλεκτρικά συστήματα με αμφισβητούμενη αντοχή στο χρόνο (LUCAS…. The Prince Of Darkness…).

Όταν χρησιμοποιείς ένα εξάρτημα για να κάνει δύο ή τρεις δουλειές (π.χ. η καδένα κίνησης του εκκεντροφόρου να πρέπει ταυτόχρονα να μεταφέρει από τα κάρτερ το λάδι στην κεφαλή για λίπανση του συστήματος κίνησης των βαλβίδων ή η λίπανση να γίνεται με το λάδι που πλατσουρίζει ο στρόφαλος όταν περιστρέφεται, τότε το πιθανότερο είναι να κάνει και τις δύο δουλειές λάθος.

Αντιθέτως, όταν το κάθε εξάρτημα κάνει μόνο μία δουλειά μπορεί να την κάνει άριστα και οι πιθανότητες να χαλάσει είναι πολύ μικρότερες αφού κάνει μόνο τη δουλειά για την οποία έχει σχεδιαστεί και κατασκευαστεί.

Αυτό λοιπόν που εκ πρώτης όψεως φαίνεται περίπλοκο και σε κάνει να πιστεύεις ότι έχει πολλά πράγματα που θα μπορούσαν να χαλάσουν, στην πραγματικότητα ήταν το μυστικό της αξιοπιστίας των ιαπωνικών και γερμανικών κινητήρων, εκείνες τις πρώτες δεκαετίες μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Οι πρώτες Ιαπωνικές μοτοσυκλέτες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μοιάζουν πολύ με τις βρετανικές στα χαρτιά, όμως κατασκευαστικά είχαν πολύ πιο στενή σχέση με τη γερμανική βιομηχανία.

Έχοντας στα χέρια τους ό,τι χρειάζονταν για να κατασκευάσουν αξιόπιστες μοτοσυκλέτες και να τις πουλήσουν σε μεγάλες ποσότητες στις ΗΠΑ, το επόμενο βήμα που έπρεπε να κάνουν τα ιαπωνικά εργοστάσια για να κατακτήσουν τον κόσμο ήταν να μπουν στα μεγάλα σαλόνια της Ευρώπης συμμετέχοντας στα Grand Prix…

Μόνο που εκεί θα έβρισκαν μπροστά τους ένα ανορθόδοξο βιομηχανικό “γαλατικό χωριό”… τους Ιταλούς!